9/2/14

Ο «φαντομάς» των ελληνικών βουνών.

Οι επιστήμονες αναζητούν εναγωνίως στη Βόρεια Πίνδο τους τελευταίους βαλκανικούς λύγκες που ίσως ζουν στη χώρα μας.
Ήταν Νοέμβριος του 2008, στο Εθνικό Πάρκο Βόρειας Πίνδου. Σε έναν απομονωμένο δασικό δρόμο δύο ερευνητές, ο βιολόγος-ζωολόγος δρ. Γιώργος Μερτζάνης και ο συνεργάτης του βιολόγος κ. Χαρίλαος Πυλίδης, απορροφημένοι με την εργασία τους, κατέγραφαν για λογαριασμό του Φορέα Διαχείρισης την πανίδα του Πάρκου. Ξαφνικά αντιλαμβάνονται μια σκιά, σαν «φάντασμα», να πετάγεται μπροστά τους. «Το είδαμε φευγαλέα να περνά μπροστά από τα μάτια μας, για κλάσματα του δευτερολέπτου,και να χάνεται στο πυκνό δάσος. Από την κίνηση του ζώου,την ταχύτητά του και το περίγραμμα του σώματός του πιστεύω ότι ήταν λύγκας» σημειώνει στην εφημερίδα "Το Βήμα", ο επιστημονικός υπεύθυνος της περιβαλλοντικής οργάνωσης «Καλλιστώ» κ. Μερτζάνης, ο οποίος μελετά τη βιολογία των μεγάλων σαρκοφάγων θηλαστικών της χώρας μας. Τα τελευταία χρόνια ελάχιστοι έχουν δει λύγκα στην Ελλάδα. 
Ή νομίζουν ότι είδαν. Αλλά ακόμη και όταν ο πληθυσμός του είδους ευημερούσε στην περιοχή μας, ήταν σπάνιο να τον συναντήσει κανείς διότι κινείται συνήθως νύχτα, σε πυκνά δάση και αθόρυβα ως αιλουροειδές. Τελικά υπάρχει ακόμη λύγκας στην Ελλάδα ή μήπως δεν έχει απομείνει παρά μόνο το... φάντασμά του; 
Τις δύο τελευταίες δεκαετίες δύο προγράμματα για τον λύγκα στον ελληνικό χώρο - ένα από το Πανεπιστήμιο Αθηνών το 1991 στο πλαίσιο του προγράμματος «Καταγραφή της Πανίδας και Βιοτόπων της Ελλάδας» στη βόρεια Πίνδο, στην οροσειρά της Ροδόπης και στα βουνά του Έβρου και ένα από την περιβαλλοντική οργάνωση «Αρκτούρος» το 2003, στο πλαίσιο των προγραμμάτων ΕΤΕΡΠΣ στα βουνά Καϊμακτσαλάν, Τζένα, Πίνοβο, και Πάϊκο- προσπάθησαν να ακολουθήσουν τα ίχνη του και να ρίξουν λίγο φως στην άγνωστη ζωή του. Ενας από τους ερευνητές που συμμετείχε και στα δύο ερευνητικά προγράμματα, ο ζωολόγος κ. Θεόδωρος Κομηνός, συνέχισε από προσωπικό ενδιαφέρον να συγκεντρώνει ως σήμερα στοιχεία για τον λύγκα στην Ελλάδα. Τα τελευταία 16 χρόνια προσπαθεί να συγκεντρώσει πληροφορίες από μαρτυρίες (πήρε περισσότερες από 1.000 συνεντεύξεις) και παρατηρήσεις κυρίως από τη Βόρεια Πίνδο και τα βουνά της Κεντρικής Μακεδονίας. Συγκεντρώθηκαν πληροφορίες, κυρίως από τη βόρεια Πίνδο και τα βουνά της κεντρικής Μακεδονίας και μερικές από τη νότια Πίνδο και τη Στερεά Ελλάδα. Από αυτές αναφέρονται σε λύγκα οι 188. Από τις 188, επιλέχθηκαν 62 ως περισσότερο σημαντικές να καταγραφούν και να αρχειοθετηθούν για περαιτέρω επεξεργασία και αξιολόγηση τους.
«Οι πιο αξιόπιστες μαρτυρίες καταγράφηκαν στην περιοχή της Βόρειας Πίνδου.Μάλιστα η επιβεβαιωμένη παρουσία ενός θηλυκού λύγκα με μικρό στις αρχές της δεκαετίας του ΄90 μας αφήνει πολλές ελπίδες για τη μελλοντική παρουσία του είδους εκεί» αναφέρει ο κ. Κομηνός σε συνέντευξή του στην δημοσιογράφο της εφημερίδας  "Το Βήμα", κα.Μάχη Τράτσα.  Οι πιο πρόσφατες μαρτυρίες, των τελευταίων 4- 5 ετών, κυρίως αφορούν οπτική παρατήρηση λύγκα. Ωστόσο τον Δεκέμβριο του 2007 φωτογραφήθηκαν ίχνη, πιθανότατα λύγκα, σε χιόνι. Ο κ. Ουρς Μπράιτενμοσερ, από το Πανεπιστήμιο της Βέρνης, μελετητής του ευρωπαϊκού λύγκα, θεωρεί, βασισμένος στις φωτογραφίες που του εστάλησαν, ότι πιθανότατα είναι ίχνη λύγκα. Ο ελβετός επιστήμονας τονίζει ότι στη χώρα μας «δεν υπάρχει αναπαραγωγικός πληθυσμός αν και μπορεί,μία στο τόσο, λύγκες να μεταναστεύουν στην Ελλάδα από τις δύο γειτονικές χώρες (Αλβανία και ΠΓΔΜ)». 
Οι νέες μαρτυρίες. 
Από τις πιο σημαντικές πρόσφατες μαρτυρίες, σύμφωνα με τον κ. Κομηνό, είναι εκείνες που αναφέρονται στην περιοχή του Γράμμου και του Βοΐου. Εκεί το 2001 είχαν καταγραφεί ίχνη σε χιόνι και τον Ιούλιο του 2004 φυσιοδίφες είχαν παρατηρήσει δύο λύγκες (πιθανότατα μητέρα με το μικρό της). 
Επιβεβαιωμένη παρουσία του ζώου στην Ελλάδα καταγράφηκε το 1975 όταν σκότωσαν έναν λύγκα στην κοιλάδα του Αώου. Επίσης, στις αρχές της δεκαετίας του ΄90 υπήρχαν ενδείξεις για ζημιές σε οικόσιτα ζώα από λύγκα. «Οι πληγές και τα τραύματα στα σκοτωμένα ζώα δεν προέρχονταν ούτε από αρκούδα ούτε από λύκο. Το κάθε ζώο αφήνει ξεχωριστά σημάδια. Η αρκούδα συνήθως τα σκοτώνει με χτύπημα και διακρίνονται στα θηράματά της αποτυπώματα από τα νύχια της. Ο λύκος τα πνίγει και ο λύγκας τα συλλαμβάνει από τον λαιμό ή το μουσούδι και αφήνει μικρά σε έκταση, πιο εστιασμένα, ίχνη.» υπογραμμίζει ο κ. Μερτζάνης. 
Η κατάσταση του λύγκα στην Ελλάδα αποτελεί για δεκαετίες τώρα ένα τεράστιο ερωτηματικό καθώς παρ΄ όλες τις κατά καιρούς μαρτυρίες παρουσίας κάποιου ζώου σε διάφορες περιοχές της κεντρικής και της βόρειας ορεινής Ελλάδας «κανένας ερευνητής ως σήμερα δεν έχει καταφέρει να δώσει τεκμηριωμένη απάντηση για το αν έχουμε να κάνουμε με ζώα τα οποία αποτελούν μέρος ενός μόνιμου πληθυσμού στην Ελλάδα ή είναι λύγκες από γειτονικούς πληθυσμούς που βρίσκονται σε φάση διασποράς», όπως επισημαίνει ο κ. Κομηνός. 
Σύμφωνα με το «Κόκκινο Βιβλίο των Απειλούμενων Ζώων της Ελλάδας» του WWF Ελλάς «το μόνο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι η παρουσία μεμονωμένων ατόμων λύγκα στην ελληνική επικράτεια μπορεί να θεωρηθεί δεδομένη τα τελευταία 20 χρόνια, όμως οι ενδείξεις που υπάρχουν δεν είναι αρκετές για να βεβαιώσουν την παρουσία μόνιμου αναπαραγωγικού πληθυσμού στην ελληνική επικράτεια». Γι΄ αυτό και το είδος χαρακτηρίζεται ως «κρισίμως κινδυνεύον». 
Το ακριβοθώρητο αιλουροειδές της Ευρώπης. 
Στον ευρωπαϊκό χώρο ο λύγκας δεν έχει εχθρούς εκτός από τον άνθρωπο. Από το 1800 είχε ήδη αρχίσει να εξαφανίζεται από τις πεδιάδες της δυτικής και νότιας Ευρώπης. Μικροί πληθυσμοί είχαν απομείνει μόνο στις μεγάλες οροσειρές, στα Πυρηναία και την κεντρική και ανατολική Γαλλία, στις Άλπεις, στα δάση της Βαυαρίας και της Βοημίας και τέλος στα μεγάλα δασικά συγκροτήματα της βόρειας και ανατολικής Ευρώπης. Στα μέσα του 20ου αιώνα ο πληθυσμός του λύγκα φτάνει στο χαμηλότερο επίπεδο του: έχουν πια εξαφανιστεί από τη δυτική Ευρώπη, οι πληθυσμοί της ανατολικής και νότιας κεντρικής Ευρώπης περιορίζονται στα Καρπάθια και τον βαλκανικό χώρο και οι πληθυσμοί του βορά (Σκανδιναβία, Ρωσία) μειώνονται πολύ και διασπώνται σε μικρές απομονωμένες ομάδες. 
Κύριες αιτίες για την εξαφάνιση του λύγκα από τις πεδιάδες της Ευρώπης φαίνεται πως ήταν η υλοτόμηση τεράστιων πεδινών δασικών εκτάσεων, η επέκταση και εντατικοποίηση της γεωργίας και τέλος η αύξηση και επέκταση του πληθυσμού της υπαίθρου. Μεγάλο ρόλο έπαιξε και η εξόντωση των μικρών οπληφόρων μεταξύ του 1850 και του 1950. Το ζαρκάδι (Capreolus capreolus), το αγριόγιδο (Rupicapra rupicapra), το αγριοκάτσικο (Capra ibex) και το αγριογούρουνο (Sus scrofa) κινδύνευσαν να εξαφανισθούν τελείως από πολλές χώρες της Ευρώπης.
Τις τελευταίες δεκαετίες ο πληθυσμός των μικρών οπληφόρων σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες έχει ανακάμψει. Οι εντατικές υλοτομίες σε μεγάλη κλίμακα έχουν περιοριστεί ή σταματήσει σε σημαντικό μέρος της Ευρώπης ενώ και η γεωργία έχει περιοριστεί πολύ σε ορεινές περιοχές. Αποτέλεσμα αυτών ήταν η επανάκαμψη των δασών που κάλυψαν εκτεταμένες περιοχές που ως πρόσφατα χρησιμοποιούνταν για καλλιέργειες και βόσκηση. 
Σήμερα η κατανομή του λύγκα στην Ευρώπη είναι διακεκομμένη, με μικρούς τοπικούς πληθυσμούς που έχουν αβέβαιο μέλλον. Μόνο οι πληθυσμοί των Καρπαθίων, των Βαλτικών χωρών, της Σκανδιναβίας και της Φινλανδίας είναι σταθεροί.
«Φαντομάς» για την Ισπανία και την Πορτογαλία είναι ο ιβηρικός λύγκας (Lynx pardinus). Θεωρείται το πιο απειλούμενο προς εξαφάνιση είδος της οικογένειας των αιλουροειδών αλλά και το πιο σπάνιο θηλαστικό της Ευρώπης. Η κατανομή του περιορίζεται στην Κεντρική και τη Νότια Ισπανία και σε ένα πολύ μικρό μέρος της Ανατολικής Πορτογαλίας, στα σύνορα με την Ισπανία. 
Αλλά και στα Βαλκάνια «αγνοείται» η τύχη του. Ο λύγκας των Νοτίων Βαλκανίων αποτελεί ξεχωριστό υποείδος (Lynx lynx martinoi) από τα «ξαδέρφια» του στη Βόρεια Ευρώπη. Είναι μικρότερος σε μέγεθος από εκείνους των Καρπαθίων και της Σκανδιναβίας, και τα αρσενικά μπορεί οριακά να φτάσουν τα 25 κιλά. Η κατανομή του καλύπτει μικρό μέρος του Μαυροβουνίου και του Κοσόβου, μεγάλο μέρος της βόρειας και ανατολικής Αλβανίας και μεγάλο μέρος της δυτικής ΠΓΔΜ. Ο συνολικός αριθμός υπολογίζεται στα 100 άτομα από τα οποία 20-25 ενήλικα ζώα στην Αλβανία και 30-35 στην ΠΓΔΜ. Πιο βόρεια, στη Σλοβενία, έγινε επανεισαγωγή του είδους την δεκαετία του ’70 με ζώα από την Τσεχοσλοβακία που ανήκουν σε διαφορετικό υποείδος, ενώ στη βορειοανατολική Σερβία την τελευταία δεκαετία περνούν ζώα από τα ρουμανικά Καρπάθια, όταν παγώνει των χειμώνα ο Δούναβης, και εξαπλώνονται προς τα νότια, αλλά και προς τη δυτική Βουλγαρία. Ο πληθυσμός αυτός έχει τέτοια δυναμική που μπορούμε να μιλάμε για επαναποικισμό των παραπάνω περιοχών. Υπάρχει μάλιστα η πιθανότητα σε λίγα χρόνια να υπάρξει συνάντηση των δύο υποειδών, με πιθανά αρνητικά γενετικά αποτελέσματα για το υποείδος των νοτίων Βαλκανίων. 
Η πιο κοντινή περιοχή στα ελληνικά σύνορα από όπου υπάρχουν πληροφορίες για ένα μικρό πληθυσμό λύγκα (30-50 άτομα), είναι η συνοριακή γραμμή της Αλβανίας με την ΠΓΔΜ. Ποιο συγκεκριμένα στο Εθνικό Πάρκο του Mavrovo στα σύνορα ΠΓΔΜ και Αλβανίας που περιλαμβάνει την κοιλάδα του ποταμού Radikes και των παραποτάμων του στα νοτιοδυτικά των Σκοπίων, λίγα χιλιόμετρα βόρεια της λίμνης Οχρίδας.  Η περιβαλλοντική οργάνωση MES (Οικολογική Κοινότητα της ΠΓΔΜ), στο πλαίσιο της Διαβαλκανικής Συνεργασίας για τη διατήρηση των μεγάλων σαρκοφάγων ζώων και των ορεινών διασυνοριακών περιοχών (Balkan Net) που συντονίζει ο "Αρκτούρος", ραδιοσήμανε λύγκα μετά από συντονισμένη επιχείρηση στο Εθνικό Πάρκο του Mavrovo. Ο "Μάρκο", όπως τον ονόμασαν, αφού εξετάστηκε εξονυχιστικά αφέθηκε ελεύθερος με ένα κολάρο εντοπισμού για φυλαχτό!
Τον περιμένουμε στη Ροδόπη... 
Ερευνες που διεξάγονται τα τελευταία χρόνια στην Αλβανία, στα Σκόπια και στη Βουλγαρία έδειξαν παρουσία λύγκα πολύ κοντά στα ελληνικά σύνορα. Επίσης το 2008 φωτογραφήθηκαν λύγκες στο βουνό Ρirin της Βουλγαρίας, το οποίο βρίσκεται βορειοδυτικά της Ροδόπης. Οπως σημειώνει ο κ. Κομηνός στην εφημερίδα "Το Βήμα", «...δεν αποκλείεται σε λίγα χρόνια να δούμε λύγκες και στην ελληνική πλευρά της Ροδόπης που αποτελεί το πιο ιδανικό μέρος στον ελληνικό χώρο για τον λύγκα». Πάντως, σύμφωνα με τον κ. Μπράιτενμοσερ, το υποείδος λύγκα που εντοπίζεται στα Νοτιοδυτικά Βαλκάνια βρίσκεται στο χείλος της εξαφάνισης. 
Στα βουνά του Έβρου ο λύγκας υπήρχε σχεδόν μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’60 και ήταν πολύ γνωστός, έχει μάλιστα και τοπική ονομασία. Τον λένε "Σαρίκ Γκουτζούκ" που σημαίνει κοκκινωπό και με κοντή ουρά. Η καταστροφή μεγάλων εκτάσεων δρυοδασών για εμπορική καλλιέργεια πεύκων και, κυρίως, το εντατικό κυνήγι εξαφάνισαν το είδος από την περιοχή.  Οι κτηνοτρόφοι ανέφεραν ότι οι εμφανίσεις του λύγκα ήταν σπάνιες, ήδη, από τις δεκαετίες 1950-1960. Τα τελευταία δύο άτομα λύγκα στην περιοχή του Έβρου παρατηρήθηκαν από ντόπιους κτηνοτρόφους στο τέλος της δεκαετίας του ’60. Στην οροσειρά της Ροδόπης το είδος πιθανώς υπήρχε μέχρι τις δεκαετίες του ’30 και του ’40. Κατά καιρούς μαρτυρίες για παρουσία λύγκα που καταγράφηκαν από την περιοχή κρίθηκαν αναξιόπιστες. Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι ούτε και από την πλευρά της Βουλγαρίας υπάρχουν κάποιες πρόσφατες αξιόπιστες μαρτυρίες για την περιοχή της Ροδόπης - το τελευταίο ζώο που σκοτώθηκε στην Βουλγαρία ήταν στο Pirin, το 1941. Το ότι επανεμφανίσθηκε λύγκας στην Βουλγαρία δεν αναιρεί το γεγονός πως το σπάνιο αυτό αρπακτικό κινδυνεύει με πλήρη εξαφάνιση, αν δεν ληφθούν μέτρα σε συνεργασία όλων των Βαλκανικών Χωρών. 
Στο σύμπλεγμα Καϊμακτσαλάν, Τζένα, Πίνοβο, πιθανώς η μικρή έκταση δάσους από τις συνεχείς αποξηλώσεις για τη δημιουργία βοσκότοπων και οι διαρκείς πολεμικές συγκρούσεις στις αρχές και τα μέσα του 20ου αιώνα περιόρισαν το ζωτικό χώρο του είδους, ειδικά στην ελληνική πλευρά, όπου ο ορεινός όγκος καταλαμβάνει λιγότερη επιφάνεια από ότι από την πλευρά της ΠΓΔΜ, με αποτέλεσμα την εξαφάνιση του λύγκα από πολύ νωρίς. Από την πλευρά της ΠΓΔΜ υπάρχουν αραιές μαρτυρίες για την ύπαρξη λύγκα μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του ’90. Μετά από έρευνα τα τελευταία χρόνια, από σκοπιανούς ερευνητές, βρέθηκαν πιο πρόσφατα στοιχεία παρουσίας του είδους και, όπως αναφέρουν κυνηγοί αλλά και στρατιωτικοί, ο λύγκας υπάρχει ακόμα.
Στη βόρεια Πίνδο το είδος είχε εξαφανιστεί τουλάχιστον από τα τέλη του 19ου αιώνα. Στο Γράμμο, το Βίτσι και το Βόϊο, λόγο των σφοδρών μαχών κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και στη συνέχεια του εμφυλίου, η περιοχή ουσιαστικά είχε εγκαταλειφθεί σε μεγάλο μέρος της από τους κατοίκους για αρκετό διάστημα. Η φύση, εκμεταλλευόμενη την απουσία του ανθρώπου, δημιούργησε τέτοιες συνθήκες ώστε οι τελευταίοι λύγκες που είχαν απομείνει μετά τους πολέμους να βρίσκουν κατάλληλο χώρο και να συνεχίσουν να υπάρχουν για μερικά χρόνια ακόμα, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’60. 
Πληροφορίες για παρουσία λύγκα στα βουνά της Ορεινής Ναυπακτίας μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’90 παραμένουν ανεπιβεβαίωτες και προφανώς πλέον δεν μπορούν να επιβεβαιωθούν.  Ντόπιοι κάτοικοι ανέφεραν ότι ήταν αρκετά εξοικειωμένοι με το "κλάμα" του λύγκα και οι βοσκοί πίστευαν ότι ο λύγκας φόβιζε και έδιωχνε μακριά το λύκο, ο οποίος ήταν κυρίως υπεύθυνος για τις ζημιές στα κοπάδια. Οι γηραιότεροι κτηνοτρόφοι δηλώνουν ότι μπορούν με άνεση να ξεχωρίσουν ποιες επιθέσεις προέρχονται από λύκο και ποιες από λύγκα. Αυτοί οι ίδιοι σημειώνουν ότι ο λύγκας επιτίθεται μόνο σε ένα ζώο κάθε φορά (σε αντίθεση με τον λύκο) και τα σκυλιά που φυλάνε το κοπάδι, φοβούνται τον λύγκα σε αντίθεση με την αντίδραση που έχουν όταν αντιμετωπίζουν λύκο.
Το κυνήγι του λύγκα απαγορεύτηκε με νόμο από το 1937, αλλά αυτό δεν βοήθησε καθόλου στην επιβίωση του στην χώρα μας. Αν και στην Ελλάδα η χωρική κατανομή του λύγκα ήταν αρκετά ευρεία, ωστόσο η παρουσία του υπήρξε αρκετά σπάνια ήδη από τον 19ο  και τις αρχές του 20ου αιώνα. Η εξάπλωση του λύγκα ξεκινούσε από την Θράκη και έφθανε μέχρι τη νότια Πελοπόννησο, με εντονότερη την παρουσία του στην οροσειρά της βόρειας και νότιας Πίνδου καθώς επίσης και στα βουνά της Μακεδονίας και της Θράκης.
Στην Ελλάδα, σύμφωνα με την πιο πρόσφατη καταγραφή (Αρκτούρος 2003) στα όρη Καϊμακτσαλάν, Τζένα, Πίνοβο και Πάϊκο δεν αποδείχθηκε η ύπαρξή του παρά τις προφορικές μαρτυρίες. Παλιότερα υπήρχαν στοιχεία για παρουσία του είδους και βόρεια των ελληνικών συνόρων με την ΠΓΔΜ, οπότε πιθανή θεωρούνταν έστω και η σποραδική εμφάνιση του λύγκα εντός των ελληνικών συνόρων. Καθώς δεν υπάρχουν πια πρόσφατες σχετικές αναφορές θα πρέπει ίσως να κατατάξουμε το λύγκα στα άγρια ζώα που έχουν οριστικά εξαφανιστεί στη χώρα μας.
Η κυριότερη πληγή για τον λύγκα ήταν και παραμένει το παράνομο κυνήγι: οι κυνηγοί εποφθαλμιούν την πανάκριβη γούνα του που η αξία της κοστολογείται σε πολλές χιλιάδες ευρώ. 
Οι αιτίες της εξαφάνισης του λύγκα ειδικά από την Ελλάδα πρέπει να αναζητηθούν επιπλέον στην καταστροφή των δασών (κυρίως δρυός) για τη δημιουργία βοσκοτόπων και στην ανάπτυξη της υλοτομίας τις δεκαετίες του ΄60 και του ΄70. Επίσης η διάνοιξη πολλών χιλιομέτρων δασικών δρόμων στους ορεινούς όγκους έδωσε τη δυνατότητα σε ντόπιους και ξένους κυνηγούς να τους προσεγγίσουν και να αφανίσουν τα είδη με τα οποία τρεφόταν ο λύγκας, όπως το ζαρκάδι, το κόκκινο ελάφι, το αγριόγιδο αλλά και μικρότερα ζώα όπως ο λαγός.
Τις τελευταίες 3-4 δεκαετίες, στο χώρο της βόρειας Πίνδου έχουν αυξηθεί οι μαρτυρίες παρουσίας ζώων που θεωρούνται λύγκες. Εκτός αυτού έχουμε και την παρουσία δύο ατόμων (πιθανώς μητέρας με νεαρό) στην περιοχή της Φλέγγας Μετσόβου το 1991, τα οποία σκότωναν ή απλώς τραυμάτιζαν αιγοπρόβατα από μία κοντινή στάνη. Μαρτυρίες από την περιοχή υπάρχουν σε όλη τη διάρκεια της τελευταίας 15ετίας. Οι πιο πρόσφατες, προέρχονται από τα τελευταία 4-5 χρόνια και αφορούν παρατήρηση ατόμων στην περιοχή. Μια μόνο, η πλέον πρόσφατη, αφορά καταγραφή και φωτογράφηση ιχνών σε χιόνι το Δεκέμβριο του 2007. Πολύ σημαντικές πρόσφατες μαρτυρίες (από το 2000 και μετά) υπάρχουν και από την περιοχή του Γράμμου και του Βόϊου. Υπάρχει καταγραφή ιχνών σε χιόνι το 2001 και παρατήρηση δυο ατόμων (κατά πάσα πιθανότητα νεαρού ατόμου και μητέρας) τον Ιούλιο του 2004. Ενδιάμεσα υπάρχουν και άλλες παρατηρήσεις από κυνηγούς και χωρικούς, με λιγότερα όμως στοιχεία. Η περιοχή της βόρειας Πίνδου μαζί με τον Γράμμο, το Βίτσι και το Βόϊο συγκεντρώνουν τις σημαντικότερες και ποιο πρόσφατες μαρτυρίες παρουσίας λύγκα στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια. Όλα αυτά έχουν αναθερμάνει το ενδιαφέρον για αυτό το πανέμορφο αιλουροειδές και είναι θέμα χρόνου να αποδειχτεί και με άλλους τρόπους η ύπαρξή του στην Ελλάδα, κάτι που θα ομόρφαινε ακόμη περισσότερο τα ελληνικά βουνά. 

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Τα πιο πιθανα μεροι να υπαρχει ο λυγκας ειναι ο βαρνουντας η βαλια καλντα η δυτικη ροδοπη (καραντερε,φρακτο,σταμνα,χαιντου)και το δελτα του νεστου