1/3/12

Ο λόγος του Λόρδου Μπάιρον στον 21ο αιώνα: «Η εξαθλίωση οδηγεί στη βία!»


Λίγα λόγια για το κίνημα των "Λουδιτών"!
Του Τάκη Μαστρογιαννόπουλου, 
αναδημοσίευση από την  εφημερίδα "Εποχή".
Η ανάπτυξη του καπιταλισμού στο αρχικό στάδιό της γνώρισε διάφορες μορφές. Σε χώρες όπου αυτή η ανάπτυξη ξεκίνησε καθυστερημένα, συνδυάστηκε με τη διατήρηση παρωχημένων θεσμών και καταλοίπων της φεουδαρχίας, που εξέθρεψαν αργότερα διάφορες μορφές αντίδρασης, όπως ο φασισμός. Αλλά και εκεί όπου η καπιταλιστική ανάπτυξη προχώρησε ορμητικά –Γαλλία, Βρετανία, ΗΠΑ– κάθε άλλο παρά ειδυλλιακή ήταν. Απεναντίας, συνοδεύτηκε από ακραία αθλιότητα και υποβάθμιση των αγροτικών και αστικών κοινοτήτων, γεννώντας έντονους κοινωνικούς ανταγωνισμούς. Όπως τόνισε και ο Μαρξ, η κλασική χώρα της καπιταλιστικής ανάπτυξης στο 18ο και 19ο αιώνα, με τα γνωρίσματα της ανάδυσης του βιομηχανικού καπιταλισμού και τις ταξικές συγκρούσεις που αυτός γέννησε, ήταν η Μεγάλη Βρετανία.
Η βιομηχανική αστική τάξη στήριξε την ανάπτυξή της στον οικονομικό και κοινωνικό καταναγκασμό των πλατειών εργατικών στρωμάτων, γεγονός που υποχρέωσε τον Ένγκελς, στο νεανικό έργο του «Η κατάσταση των εργατικών τάξεων στην Αγγλία», να περιγράψει με τα πιο μελανά χρώματα τις συνθήκες διαβίωσης των βρετανών εργατών. Αρχικά η εργατική τάξη αντιμετώπισε την αθλιότητα και την ανέχεια στο κοινωνικό πεδίο όχι μόνο με στάσεις εργασίας αλλά και με την ατομική τρομοκρατία της προσωπικής αντεκδίκησης και τη βίαιη αντίδραση στην εισαγωγή των μηχανών στην παραγωγή.
Άνθρωποι και μηχανές!
Η αντίδραση των εργατών στην εισαγωγή των μηχανών στην παραγωγή αποκρυσταλλώθηκε στο περίφημο κίνημα των Λουδιτών (Luddites), που έφερε το όνομα του ιδρυτή του κινήματος Νεντ Λουντ (Ned Ludd), η ύπαρξη του οποίου αμφισβητείται. Σύμφωνα με την παράδοση, στα 1779, σε ένα χωριό του Λέισεστερσάιρ κάποιος Νεντ Λουντ μπήκε σ’ ένα εργοστάσιο και με μια «υστερική επίθεση», κατέστρεψε δυο μηχανές που χρησιμοποιούνταν για την παραγωγή πλεκτών. Έκτοτε, κάθε φορά που καταστρεφόταν ένας αργαλειός, κυκλοφορούσε η φήμη ότι τον κατέστρεφε ο Λουντ. Όχι τυχαία, οι καταστροφείς μηχανών, ιδιαίτερα της περιόδου 1811-12, οικειοποιήθηκαν το όνομά του, το οποίο και έγινε συνώνυμο του κινήματος που αντιδρούσε στην εισαγωγή των μηχανών στην παραγωγική διαδικασία. Οι ανακοινώσεις των Λουδιτών έφεραν την υπογραφή του μυθικού πλέον «Στρατηγού Νεντ Λουντ», το όνομα του οποίου αποτέλεσε, στην ουσία, το συλλογικό ψευδώνυμο του κινήματος.
Το λουδίτικο κίνημα με τις προκηρύξεις του απειλούσε τις κυρίαρχες τάξεις: «Δεν θα καταθέσουμε ποτέ τα όπλα (μέχρις ότου) η Βουλή των Κοινοτήτων να υιοθετήσει νόμο για να απομακρυνθούν όλες οι μηχανές οι οποίες είναι επιζήμιες για τις λαϊκές τάξεις και να ανακαλέσει τον νόμο για τον απαγχονισμό εκείνων οι οποίοι σπάζουν τις μηχανές. Όμως εμείς, εμείς δεν υποβάλλουμε πια αίτημα, αυτό δεν αρκεί – πρέπει να πολεμήσουμε».
Η σαρωτική νέα τεχνολογία!
Οι Λουδίτες –οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν υφαντές, «κουρείς» και επεξεργαστές του μαλλιού και τεχνίτες στα επαγγέλματα του βαμβακιού και οι οποίοι δούλευαν στα μικρά εργαστήρια τους– βρέθηκαν αντιμέτωποι με τις νέες, μεγάλης κλίμακας για την εποχή, μηχανές, στεγασμένες στα νέου τύπου πολυώροφα κτίρια, τα εργοστάσια, που απειλούσαν, πλέον, την ίδια τους την ύπαρξη μέσα σε συνθήκες όπου η καταρρέουσα κοινωνία της χειροτεχνίας παραχωρούσε, με εκρηκτικούς ρυθμούς, τη θέση της στη νέα βιομηχανική κοινωνία με τις νέες τεχνολογίες και τα νέα συστήματα.
Το λουδίτικο κίνημα αναπτύχθηκε στην καρδιά της Βρετανίας, στο περίφημο τρίγωνο που περιλαμβάνει τις πέντε κομητείες: Γιορκσάιρ, Λανκασάιρ, Τσεσάιρ, Ντερμπισάιρ και Νοτινγχαμσάιρ στις οποίες στο παρελθόν είχε αναπτυχθεί ο θρύλος του «προστάτη των φτωχών», του Ρόμπιν Χουντ (Ρομπέν των Δασών). Το λουδίτικο κίνημα στα χρόνια 1811-12, αν και παράνομο με μυστικές συναντήσεις κ.λπ., υπήρξε ένα ισχυρό, αρκετά οργανωμένο και πειθαρχημένο κίνημα, με σημαντική λαϊκή υποστήριξη στις βιομηχανικές περιοχές, το οποίο προκάλεσε σημαντικές ζημιές –υπολογίζεται πάνω από 100.000 λίρες της εποχής– σε μηχανές και ιδιοκτησίες. Σύμφωνα με το «Annual Register» του 1812, το λουδίτικο κίνημα είχε «χαρακτήρα τολμηρό και άγριο, χωρίς προηγούμενο ανάμεσα στις κατώτερες τάξεις αυτής της χώρας».
Παρότι οι κυρίαρχες τάξεις ακολουθούσαν μια πολιτική άγριας καταστολής, που περιελάμβανε τη δράση μυστικών αστυνομικών, κατασκόπων, πολιτοφυλάκων, εθελοντών πολιτών που βοηθούσαν την αστυνομία, στρατιωτικών δυνάμεων που στάθμευαν στις περιοχές έντασης –υπολογίζεται ότι πάνω από 12.000 στρατιώτες κατέφθασαν και στρατοπέδευσαν στις περιοχές λουδίτικης δράσης– καθώς και παράνομες συλλήψεις, βαριές ποινές από φανατικούς ειρηνοδίκες, εκτελέσεις με απαγχονισμό κ.λπ., το λουδίτικο κίνημα αμφισβήτησε έμπρακτα τη νέα κοινωνία, που επέβαλε η βιομηχανική επανάσταση και η οποία προκάλεσε, όπως εύστοχα διαπίστωνε η συγγραφέας Σαρλότ Μπροντέ, ένα «είδος ηθικού σεισμού».
Η αντίδραση των εργοδοτών!
Τους πρώτους μήνες του 1811 ο «στρατηγός Ned Ludd» και ο στρατός των «Εκδικητών» (Redressers) απέστειλαν τις πρώτες απειλητικές επιστολές στους εργοδότες του Νότινγχαμ. Τον Μάρτιο του ιδίου χρόνου οργανώθηκαν πολλές επιθέσεις στην ίδια πόλη, που είχαν ως στόχο μηχανές και εργοστάσια. Η δράση του κινήματος προκάλεσε την αντίδραση των τοπικών αρχών, που προσέλαβαν 400 ειδικούς αστυνομικούς για την προστασία των εργοστασίων, ενώ προσέφεραν και 50 στερλίνες σε όσους έδιναν πληροφορίες για τη δράση των Λουδιτών. Την ίδια περίοδο, τον Φεβρουάριο του 1812, η κυβέρνηση των Τόρις κατέθεσε ένα νομοσχέδιο, που απέβλεπε στην «πλέον παραδειγματική τιμωρία» όσων κατέστρεφαν μηχανές. Ο νεαρός λόρδος Μπάιρον αντέδρασε, τότε, σθεναρά, εκφωνώντας ένα εμπνευσμένο λόγο στη Βουλή των Λόρδων, με τον οποίο ανέλυσε τους λόγους που οδηγούσαν στις λουδίτικες πράξεις.


Το αυστηρό νομοθετικό πλαίσιο που ψήφισε η κυβέρνηση του πρωθυπουργού Σπένσερ Πέρσιβαλ, δεν εμπόδισε, βέβαια, τις πράξεις καταστροφής των μηχανών. Το λουδίτικο κίνημα, μέσα σε συνθήκες οικονομικής κρίσης και πολέμου, γρήγορα επεκτάθηκε στο Γιορκσάιρ, το Λανκασάιρ, το Ντερμπισάιρ και το Λεϊσεστερσάιρ. Τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο του 1812 οργανώθηκαν επιθέσεις εναντίον εργοστασίων στο Χάλιφαξ, το Χάντερσφιλντ, το Λιντς κ.λπ. Η πιο σημαντική, λουδίτικη επίθεση οργανώθηκε τον Απρίλιο του 1812 όταν περίπου 150 κάτοικοι του Γιόρκσάιρ οπλισμένοι με υποτυπώδη όπλα, τσεκούρια και σφυριά, και οδηγούμενοι από ένα νεαρό φινιριστή, ή «κουρέα» μαλλιού, τον Τζορτζ Μέλορ (George Mellor), επιτέθηκαν στο πολυώροφο κτίριο του υφαντουργείου «Rowfold Mill», που ανήκε στο μισητό βιομήχανο Γ. Καρτράιτ και στο οποίο υπήρχαν 50 μηχανές φινιρίσματος μαλλιού που λειτουργούσαν με ατμό. Η επιδρομή αυτή δεν είχε επιτυχία, αφού βρέθηκε αντιμέτωπη με τους οπλισμένους φύλακες του εργοδότη καθώς και τους πέντε στρατιώτες της πολιτοφυλακής, αποσπασμένους από την τοπική φρουρά στη φύλαξη του εργοστασίου. Οι Λουδίτες άφησαν πίσω τους δύο θύματα, ενώ ο ίδιος ο Τζ. Μέλορ συνελήφθη γιατί λίγες ημέρες αργότερα σε μια νέα επίθεση, οι Λουδίτες τραυμάτισαν θανάσιμα τον βιομήχανο Γ. Χόρσφαλ. Οι τοπικές αρχές συνέλαβαν τελικά πάνω από εκατό υπόπτους. Από αυτούς τρεις εκτελέστηκαν για τον φόνο του Χόρσφαλ και δεκατέσσερις απαγχονίστηκαν για την επίθεση στο «Rawfolds Mill», ανάμεσά τους και ο Τζ. Μέλλορ, ο οποίος απαγχονίστηκε στις 8 Ιανουαρίου του 1813.
Το καλοκαίρι του 1812 στην Υόρκη (York) 15 Λουδίτες εκτελέστηκαν ενώ στο Λάνκασάιρ 8 καταδικάστηκαν σε θάνατο και 13 εξορίστηκαν στην Αυστραλία για λουδίτικες πράξεις σε εργοστάσια βαμβακουργίας. Την ίδια περίοδο, από διάφορες περιοχές της χώρας, συγκεντρώθηκαν στο πεδίο Κέρσαλ Μουρ (Kersal Moor) κοντά στο Μάντσεστερ περίπου 12.000 στρατιώτες με σκοπό να αντιμετωπίσουν το λουδίτικο κίνημα.
Η εκτέλεση των George Mellor, William Thorpe, και Thomas Smith στις 8 Ιανουαρίου 1813.
Πρώιμη αυθόρμητη αντίδραση!
Το αυθόρμητο αυτό κίνημα βρήκε απήχηση στο νεαρό βρετανικό προλεταριάτο, ιδιαίτερα στους ανθρακωρύχους και τους οικοδόμους, και όπως μας πληροφορούν ο Σίντνεϊ και η Μπεατρίς Ουέμπ, ακόμα και οι φαντάροι ορισμένων συνταγμάτων που στάθμευαν σε επαρχιακά κέντρα, μάζευαν χρήματα για να ενισχύσουν το κίνημα, που η πρακτική του αντιπροσώπευε την πρώτη αυθόρμητη αντίδραση της πρώιμης εργατικής τάξης στην καταπίεση του βιομηχανικού κεφαλαίου. Το λουδίτικο κίνημα επηρέασε και τους ρομαντικούς διανοούμενους. Όχι τυχαία ο λόρδος Μπάιρον έγραφε: «Κάτω όλοι οι βασιλιάδες, εκτός από τον βασιλιά Λουντ!»
Οι βρετανοί εργάτες δεν άργησαν, ωστόσο, να κατανοήσουν την ανεπάρκεια αυτής της πολιτικής. Ο Μαρξ υποστήριξε ότι «χρειάζεται χρόνος και πείρα, για να μάθει ο εργάτης να διακρίνει τις μηχανές από την κεφαλαιοκρατική τους χρησιμοποίηση και έτσι να στρέφει τις επιθέσεις του όχι ενάντια στα ίδια τα υλικά μέσα παραγωγής, αλλά ενάντια στην κοινωνική μορφή της εκμετάλλευσής τους».
Το κίνημα των Λουδιτών επιχείρησε να αντιδράσει στις «διαρθρωτικές» αλλαγές της εποχής –στην εφαρμογή των μηχανών και των νέων μεθόδων στην παραγωγή– με τακτικές που, αν και πολλές φορές είχαν προσωρινά αποτελέσματα, εντούτοις, μακροπρόθεσμα δεν είχαν μέλλον. Η σκληρή καταπίεση και οι απάνθρωπες συνθήκες δουλειάς και διαβίωσης είχαν, ωστόσο, ως αντιστάθμισμα ότι τότε ο καπιταλισμός έμπαινε στη μεγάλη πορεία της ανάπτυξης του.
Σήμερα οι λεγόμενες διαρθρωτικές αλλαγές δεν οδηγούν στην ανάπτυξη, αντίθετα επιτείνουν την ήδη βαθιά κρίση του συστήματος. Οι Λουδίτες είχαν να αντιμετωπίσουν ένα καπιταλισμό που τότε, αν και με φοβερούς πόνους, γεννιόταν και είχε μέλλον. Σήμερα, η βρετανική νεολαία, όπως άλλωστε και η νεολαία σε κάθε αναπτυγμένη ή μη χώρα, καθώς και οι εργαζόμενοι βρίσκονται αντιμέτωποι με ένα σύστημα, που όντας στο στάδιο του γεροντικού μαρασμού του, είναι ανίκανο να προσφέρει διέξοδο στην κοινωνία και την οδηγεί στην κρίση και το αδιέξοδο.
Οι «Λουδίτες» της εποχής μας οφείλουν και αυτοί, όπως ακριβώς και οι ηρωικοί πρόγονοι τους, να βγάλουν τα δικά τους συμπεράσματα. Οι «απαλλοτριώσεις» και οι κλοπές στα μεγάλα καταστήματα είναι πιο αδιέξοδες ακόμα και από την καταστροφή των μηχανών του 18ου αιώνα. Αυτό που τελικά χρειάζεται «απαλλοτρίωση» είναι το ίδιο το σύστημα.
Ο ...στρατηγός Ned Ludd.

***************************************
«Η εξαθλίωση οδηγεί στη βία!»  
Πηγή: εφημερίδα "Ποντίκι"


Στις 27 Φεβρουαρίου 2012 συμπληρώθηκαν ακριβώς 200 χρόνια από την παρθενική ομιλία του Λόρδου Βύρωνα στη Βουλή των Λόρδων, με την οποία ο Μπάιρον τάχθηκε στο πλευρό των εξεγερμένων κλωστοϋφαντουργών του Νότιγχαμ, οι οποίοι κατέστρεφαν τους νέους αργαλειούς που τους οδηγούσαν στη μαζική ανεργία και στην εξα­θλίωση. Η συζήτηση στη Βουλή αφορούσε νομοσχέδιο της κυβέρνησης που προέβλεπε τη θανατική ποι­νή για τους εξεγερμένους «Λουδίτες» και ο Μπά­ιρον ήταν ο μόνος από τους λόρδους που το κατα­ψήφισε. Με τον λόγο του υπήρξε καταπέλτης κατά της κοινωνικής αδικίας μέσα στη Μ. Βρετανία, αλ­λά και κατά των δεινών της Αυτοκρατορίας. Ολόκληρη η ομιλία του Λόρδου Βύρω­να(σε μετάφραση του Θοδωρή Ηλιάδη και αναδημοσίευση από την εφημερίδα "Ποντίκι") έχει ως εξής :
«Λόρδοι μου,
Το ζήτημα που υποβάλλεται στις Εξοχότητές σας σήμερα για πρώτη φορά, παρότι νέο στη Βου­λή, δεν είναι καθόλου νέο για τη χώρα. Πιστεύω ότι έχει απασχολήσει τον λογισμό ανθρώπων κά­θε περιγραφής πολύ πριν τεθεί υπόψη αυτού του νομοθετικού σώματος, του οποίου και μόνο η πα­ρέμβαση θα μπορούσε να προσφέρει ουσιαστική βοήθεια.
Ως άνθρωπος που έχει κάποιους δεσμούς με την πληγείσα κομητεία, και παρότι είμαι όχι μόνο νέος στην παρούσα Βουλή αλλά και άγνωστος σχεδόν σε κάθε άτομο την προσοχή του οποίου ελπίζω να προσελκύσω, οφείλω να αξιώσω λίγη από την υπομονή και την επιείκεια που μπορούν να διαθέσουν οι Εξοχότητές σας, ενόσω παραθέτω κάποιες πα­ρατηρήσεις πάνω σε ένα πρόβλημα για το οποίο ομολογώ ότι ενδιαφέρομαι ιδιαίτερα.
Το να εισέλθω στις λεπτομέρειες των ταραχών θα ήταν περιττό: η Βουλή ήδη γνωρίζει ότι έχει δι­απραχθεί κάθε είδους βιαιοπραγία πλην της πραγ­ματικής αιματοχυσίας, και ότι οι ιδιοκτήτες των καινούργιων αργαλειών, των τόσο μισητών στους εξεγερμένους, και όλα τα πρόσωπα που υποτίθεται ότι σχετίζονται με αυτούς, έχουν γίνει αποδέ­κτες προσβολής και βίας.
Στον λίγο χρόνο που πέρασα πρόσφατα στο Νότινχαμσαϊρ, δεν παρήλθαν ούτε δώδεκα ώρες χω­ρίς κάποια νέα πράξη βίας, και την ημέρα που έφυ­γα από την κομητεία πληροφορήθηκα ότι σαράντα νέοι αργαλειοί καταστράφηκαν το περασμένο βράδυ, ως συνήθως, χωρίς να υπάρξει αντίσταση και χωρίς να γίνει αντιληπτό.
Τέτοια ήταν λοιπόν η κατάσταση στην οποία βρισκόταν τότε η κομητεία, και έχω λόγους να πι­στεύω ότι εξακολουθεί αυτή τη στιγμή να βρίσκε­ται στην ίδια κατάσταση.
Όμως, ενώ ομολογουμένως αυτές οι βιαιοπραγί­ες είναι μία πραγματικότητα που έχει πάρει ανησυ­χητικές διαστάσεις, δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι προκύπτουν μέσα σε συνθήκες της πιο πρωτο­φανούς απελπισίας: η ένταση με την οποία εμμέ­νουν αυτοί οι εξαθλιωμένοι άνθρωποι στη δράση τους είναι μία απόδειξη ότι τίποτε πέρα από την απόλυτη στέρηση δεν θα μπορούσε να εξωθήσει μία μεγάλη, και κάποτε τίμια και εργατική, τάξη ανθρώπων σε υπερβολές τόσο επικίνδυνες για τους ίδιους, τις οικογένειές τους και την κοινωνία.
Κατά το χρονικό διάστημα στο οποίο αναφέρο­μαι, η πόλη και κομητεία είχαν επιβαρυνθεί με ισχυρά στρατιωτικά αποσπάσματα. Η αστυνομία βρισκόταν εν δράσει, οι δικαστές συσκέπτονταν, κι όμως όλες οι ενέργειες, πολιτικές και στρατιωτικές, είχαν οδηγήσει σε τίποτα. Δεν υπήρξε ούτε μία περίπτωση επ’ αυτοφώρω σύλληψης πραγμα­τικού παραβάτη, κατά του οποίου να υπάρχουν επαρκείς νομικές αποδείξεις για καταδίκη.
Αλλά η αστυνομία, παρά την ανικανότητά της, δεν παρέμεινε διόλου άεργη: εντοπίστηκαν κά­μποσοι διαβόητοι κακοποιοί, άνθρωποι που αντι­μετωπίζουν την πιθανότητα καταδίκης, βάσει ξε­κάθαρων στοιχείων, για το βαρύτατο έγκλημα του πένεσθαι: Άνδρες, ένοχοι για το αισχρό έγκλημα της νόμιμης σποράς πολλών τέκνων, τα οποία, λό­γω των καιρών (!), δεν ήταν σε θέση να συντηρή­σουν.
Η ζημία που υπέστησαν οι ιδιοκτήτες των εκσυγ­χρονισμένων αργαλειών είναι σοβαρή. Οι μηχανές αυτές ήταν για εκείνους ένα πλεονέκτημα, στον βαθμό που τους επέτρεψαν να υπερβούν την ανά­γκη απασχόλησης ενός μέρους των εργατών, οι οποίοι στη συνέχεια αφέθηκαν να λιμοκτονήσουν. Με την υιοθέτηση ενός συγκεκριμένου τύπου αρ­γαλειού, ένας άνθρωπος εκτελούσε τη δουλειά πολλών, και το πλεόνασμα των εργατών εξέπεσε στην ανεργία.
Πρέπει ωστόσο να παρατηρήσουμε ότι το παρα­γόμενο προϊόν ήταν κατώτερης ποιότητας, μη εμπο­ρεύσιμο στο εσωτερικό, και απλώς κατασκευασμέ­νο πρόχειρα και βιαστικά με στόχο την εξαγωγή. Στη φρασεολογία του επαγγέλματος, πήρε το όνομα ‘‘δί­χτυ αράχνης’’.
Οι αποδιωγμένοι εργάτες, τυφλωμένοι από την άγνοιά τους, αντί να υποδεχτούν με αγαλλίαση αυ­τές τις βελτιώσεις σε τέχνες τόσο ευεργετικές για την ανθρωπότητα, είδαν τους εαυτούς τους ως εξι­λαστήρια θύματα στον βωμό της προόδου της μηχα­νοποίησης.
Μέσα στην αφέλειά τους, φαντάστηκαν ότι η επι­βίωση και η ευημερία των εργατικών φτωχών είναι ζητήματα μεγαλύτερης σπουδαιότητας απ’ ό,τι ο πλουτισμός λίγων προσώπων χάρη σε οποιεσδήπο­τε τεχνικές βελτιώσεις στα εργαλεία της δουλειάς, βελτιώσεις που έδιωξαν τους τεχνίτες από τη δου­λειά τους, και κατέστησαν τον εργάτη ανάξιο του ημερομισθίου του.
Και πρέπει να ομολογήσουμε ότι, παρόλο που η υιοθέτηση μεγαλύτερων μηχανημάτων στον τομέα αυτόν του εμπορίου μας, που ήταν κάποτε καύχημα της χώρας μας, θα μπορούσε να είναι ωφέλιμη για τον εργοδότη χωρίς να είναι επιζήμια για τον εργα­ζόμενο, κι όμως, στην παρούσα κατάσταση της πα­ραγωγής μας, που σαπίζει σε αποθήκες, χωρίς κά­ποια προοπτική εξαγωγής, με τη ζήτηση προϊόντος και εργασίας εξίσου μειωμένη, οι αργαλειοί αυτού του τύπου καταλήγουν να επιδεινώνουν την απελ­πισία και τη δυσαρέσκεια των απογοητευμένων πα­σχόντων, που τις υφίστανται.
Όμως η πραγματική αιτία αυτής της απελπισίας και των επακόλουθων ταραχών είναι βαθύτερη. Όταν μας λένε ότι αυτοί οι άνθρωποι έχουν συνασπιστεί με στόχο όχι μόνο την καταστροφή της ίδιας τους της άνεσης αλλά και αυτών καθ’ εαυτών των μέσων επιβίωσής τους, μπορούμε άραγε να παραβλέψουμε ότι είναι αυτή η οδυνηρή πολιτική, ο καταστροφικός πόλεμος των τελευταίων δεκαοκτώ ετών, που έχει καταστρέψει την άνεσή τους, την άνεσή σας, την άνεση όλων των ανθρώπων;
Αυτή η πολιτική, η οποία έλκει την καταγωγή της από ‘‘μεγάλους πολιτικούς που δεν είναι πλέον μαζί μας’’, επιβίωσε τον θάνατό τους για να γίνει κατάρα επί των ζωντανών, σε τρίτη και τέταρτη γενιά! Αυτοί οι άνθρωποι ποτέ δεν κατάστρεψαν τους αργαλειούς τους μέχρι που έφτασαν να είναι άχρηστοι και χει­ρότερα από άχρηστοι: μέχρι που έγιναν πραγματικά εμπόδια στον αγώνα τους για τον επιούσιο άρτο.
Πώς μπορείτε, επομένως, να απορείτε που σε καιρούς όπως οι σημερινοί – όταν συναντάμε τη χρεοκοπία, την αποδεδειγμένη απάτη και το έγκλη­μα σε μία κοινωνική βαθμίδα όχι πολύ κατώτερη από αυτήν των Εξοχοτήτων σας – η κατώτατη, αλλά κάποτε η πιο χρήσιμη, μερίδα του λαού, λησμόνησε το καθήκον της μέσα στην απελπισία της, και κατέ­ληξε απλώς λιγότερο ένοχη από τους εκπροσώπους της; Αλλά, ενώ ο υψηλά ιστάμενος παραβάτης μπο­ρεί να βρει τα μέσα για να ξεγελάσει τον νόμο, πρέ­πει να θεσπιστούν νέες θανατικές ποινές, πρέπει να στηθούν νέες παγίδες θανάτου για τον δύστυχο μηχανικό, που η λιμοκτονία τον οδηγεί στην ενοχή.
Οι άνθρωποι αυτοί ήταν πρόθυμοι να σκάψουν, αλλά το τσαπί βρισκόταν σε χέρια άλλων. Δεν ντρέπονταν να ζητιανέψουν, αλλά δεν υπήρχε κανείς να τους προσφέρει ανακούφιση. Είχαν αποκοπεί από τα ίδια τα μέσα της επιβίωσής τους, όλες οι άλλες θέσεις εργασίας ήταν κατειλημμένες. Και οι υπερ­βολές τους, ανεξάρτητα από το αν αξίζουν τον οίκτο και την καταδίκη, δύσκολα μπορούν να προκαλέ­σουν έκπληξη.
Έχει λεχθεί ότι οι χειριστές των αργαλειών συνερ­γούν στην καταστροφή τους διά της ανοχής τους. Αν αυτό αποδειχθεί στην εξεταστική διαδικασία, τέ­τοιοι συνεργοί στο έγκλημα θα πρέπει να βρεθούν πρώτοι και κύριοι μεταξύ των τιμωρουμένων.
Ήλπιζα, ωστόσο, ότι οποιοδήποτε μέτρο θέσει η κυβέρνηση της Αυτού Μεγαλειότητας στις Εξοχότητές σας προς απόφαση, θα είχε σαν βάση του τη συν­διαλλαγή ή, αν αυτό ήταν αδύνατο, ότι θα θεωρού­νταν προϋπόθεση να προηγηθεί μία διερεύνηση, μία εις βάθος διαβούλευση. Και όχι ότι θα κληθούμε άμεσα, χωρίς προσεκτική μελέτη και εντελώς αβάσι­μα, να αποφασίσουμε συλλήβδην θανατικές καταδί­κες και να τις υπογράψουμε με κλειστά μάτια.
Αλλά, το να δεχτούμε ότι οι άνθρωποι αυτοί δεν είχαν κανέναν λόγο να διαμαρτύρονται, ότι τα παρά­πονα των ίδιων και των εργοδοτών τους ήταν εξίσου αβάσιμα, ότι τους άξιζε να πάθουν το χειρότερο – πόση αναποτελεσματικότητα, πόση βλακεία υπάρ­χει στη μέθοδο που επελέγη για να τους αντιμετωπί­σει! Και γιατί καλέσαμε τον στρατό, για να γίνει περίγελος, αν έπρεπε να τον καλέσουμε καν;
Αν μου το επιτρέπει η διαφορά των εποχών, ήταν απλώς μία παρωδία της καλοκαιρινής εκστρατείας του ταγματάρχη Στέρτζιον και, πράγματι, όλες οι δράσεις, πολιτικές και στρατιωτικές, φαίνονταν να ακολουθούν το πρότυπο του δημάρχου και της εται­ρείας Γκάρραττ. Τέτοιες προελάσεις και αντιπροελάσεις! – από το Νόττινγκχαμ στο Μπούλουελ, από το Μπούλουελ στο Μπάνφορντ, από το Μπάνφορντ στο Μάνσφηλντ!
Και όταν επιτέλους τα αποσπάσματα έφταναν στον προορισμό τους, μετά πάσης “περηφάνειας, επισημότητος και λαμπρότητος ενός ενδόξου πολέ­μου”, έφταναν πάνω στην ώρα για να διαπιστώσουν τα ήδη πεπραγμένα και να επιβεβαιώσουν τη διαφυ­γή των δραστών, για να περισυλλέξουν τα κομμάτια των σπασμένων αργαλειών ως “spolia opima” (πο­λεμικά λάφυρα), και να γυρίσουν στους στρατώνες τους εν μέσω του περίγελου των γραιών και των γιουχαρισμάτων των παιδιών.
Τώρα, όμως, αν και σε μια ελεύθερη χώρα, όπου θα εύχονταν κανείς ο στρατός μας να μην εμπνέει ποτέ ιδιαίτερο δέος, τουλάχιστον σε μας τους ίδιους, δεν μπορώ να δω τη λογική στο να τους τοποθετού­με σε καταστάσεις όπου δεν μπορεί παρά να γελοιοποιηθούν. Όπως το σπαθί είναι το χειρότερο επιχεί­ρημα που μπορεί να χρησιμοποιηθεί, έτσι θα όφειλε να είναι και το έσχατο. Στην περίπτωση αυτή ήταν το πρώτο, αλλά, ευτυχώς, μένοντας προς το παρόν στη θήκη του. Τα παρόντα μέτρα θα το βγάλουν από το θηκάρι, αυτή τη φορά στ’ αλήθεια.
Κι όμως, αν είχαν γίνει οι πρέπουσες διαβουλεύ­σεις στα πρώτα στάδια αυτών των ταραχών, αν τα παράπονα των ανθρώπων αυτών και των αφεντικών τους (διότι και αυτοί επίσης είχαν τα παράπονά τους) είχαν εκτιμηθεί και εξεταστεί δίκαια και σωστά, πι­στεύω ειλικρινά ότι ίσως είχαν βρεθεί τρόποι για να επανέλθουν οι εργαζόμενοι στις ασχολίες τους και η γαλήνη στην κομητεία.
Αυτή τη στιγμή η κομητεία υποφέρει από το διπλό άγος ενός άπραγου στρατεύματος και ενός λιμοκτονούντος πληθυσμού. Σε ποια κατάσταση απάθειας έχουμε περιπέσει επί τόσον καιρό, ώστε τώρα μόνο για πρώτη φορά να πληροφορείται επισήμως η Βου­λή για αυτές τις αναταραχές; Όλα αυτά λάμβαναν χώρα 130 μίλια από το Λονδίνο.
Κι όμως εμείς, “οι καλοί και ξένοιαστοι άνδρες θε­ωρούσαμε σίγουρο ότι το μεγαλείο μας ωρίμαζε”, και είχαμε στρωθεί να απολαύσουμε τους θριάμβους μας στο εξωτερικό, εν μέσω της καταστροφής στο εσωτερικό. Όμως όλες οι πόλεις που πήρατε, όλοι οι στρατοί που υποχώρησαν μπροστά στους αρχηγούς σας δεν είναι παρά ασήμαντοι λόγοι αυτοεπαίνου, αν η χώρα σας διχάζεται ενάντια στον εαυτό της κι αν πρέπει να εξαπολύσετε τους δραγώνους και τους δημίους σας ενάντια στους συμπολίτες σας.
Αποκαλείτε αυτούς τους ανθρώπους όχλο, απελ­πισμένο, επικίνδυνο και αδαή. Και φαίνεται να νομί­ζετε ότι ο μόνος τρόπος να καθησυχάσετε αυτό το πολυκέφαλο τέρας (“bellua m ultorum capitum”) εί­ναι να κλαδέψετε μερικά από τα περιττά του κεφά­λια. Αλλά ακόμα και ένας όχλος μπορεί ευκολότερα να υποκύψει στη λογική με έναν συνδυασμό συμ­φιλιωτικής διάθεσης και αποφασιστικότητας, παρά επιτείνοντας τον εκνευρισμό και πολλαπλασιάζο­ντας τις ποινές.
Έχουμε άραγε επίγνωση των υποχρεώσεών μας προς έναν όχλο; Είναι αυτός ο ίδιος όχλος που δουλεύει τα χωράφια σας και υπηρετεί στα σπίτια σας, που επανδρώνει το ναυτικό σας και στρατολογείται στον στρατό σας, που σας επέτρεψε να αψηφήσετε όλη την υφήλιο, και μπορεί επίσης να αψηφήσει και εσάς τους ίδιους όταν η αδιαφορία και η συμφορά τους έχει φέρει σε απελπισία!
Μπορείτε να αποκαλείτε τον λαό όχλο, αλλά μην ξεχνάτε ότι ένας όχλος πολύ συχνά εκφράζει τα αι­σθήματα του λαού. Και οφείλω εδώ να παρατηρήσω, με πόση προθυμία έχετε τη συνήθεια να σπεύδετε σε βοήθεια των παθόντων συμμάχων μας, αφήνο­ντας τους παθόντες της δικής σας χώρας στη φροντί­δα της θείας πρόνοιας ή της ενορίας. Όταν οι Πορτο­γάλοι υπέφεραν κατά τη διάρκεια της υποχώρησης των Γάλλων, κάθε χέρι απλώθηκε για να βοηθήσει, κάθε παλάμη άνοιξε για να συνδράμει, για να τους δώσει τη δυνατότητα να ξαναχτίσουν τα χωριά τους και να ξαναγεμ ίσουν τις σιταποθήκες τους.
Και τη στιγμή αυτή, όταν χιλιάδες παραπλανημέ­νοι αλλά εξαιρετικά άτυχοι συμπατριώτες σας πα­λεύουν με την πείνα και με αφόρητες κακουχίες, η μεγαλοδωρία σας, όπως ξεκίνησε στο εξωτερικό οφείλει και να εξαντληθεί στη χώρα μας. Ένα πολύ μικρότερο ποσό, η δεκάτη του ευεργετήματος που χορηγήθηκε στην Πορτογαλία, ακόμα και αν ήταν αδύνατον να επαναπροσληφθούν αυτοί οι άνθρωποι (πράγμα που δεν μπορώ να αποδεχθώ χωρίς εξετα­στική διαδικασία), θα είχε καταστήσει περιττά τα τρυφερά ελέη της ξιφολόγχης και της αγχόνης.
Αλλά φαίνεται πως οι φίλοι μας έχουν το δίχως άλλο πολλά αιτήματα για βοήθεια από το εξωτερι­κό ώστε να μπορούν να αποδεχθούν την προοπτική της στήριξης στο εσωτερικό - αν και ποτέ πριν δεν απαίτησαν τέτοιου είδους συνθήκες.
Έχω διασχίσει το πεδίο του πολέμου στην Χερσόνησο (Ιβηρική), έχω βρεθεί σε μερικές από τις πιο καταπιεσμένες επαρχίες της Τουρκίας, μα ποτέ, υπό τα πλέον δεσποτικά καθεστώτα απίστων, δεν έχω αντικρίσει τέτοια ελεεινή εξαθλίωση σαν και αυτή που είδα από τότε που επέστρεψα στην καρδιά μιας Χριστιανικής χώρας.
Και ποιες είναι οι θεραπείες σας; Έπειτα από μή­νες απραξίας, και από επιπλέον μήνες δράσης χει­ρότερης κι από αδράνεια, επιτέλους έρχεται στο προσκήνιο ο μεγάλος ειδικός, η αλάνθαστη πανά­κεια όλων των γιατρών του κράτους, από τις μέρες του Δράκοντα μέχρι σήμερα.
Αφού πάρουν τον σφυγμό και κουνήσουν το κεφά­λι πάνω από τον ασθενή, αφού συστήσουν τη συνή­θη θεραπεία με ζεστό νερό και αφαίμαξη – το ζεστό νερό της γελοίας αστυνομίας σας και τα νυστέρια του στρατού σας –, αυτοί οι σπασμοί οφείλουν τώρα να καταλήξουν σε θάνατο, τη σίγουρη κατάληξη των ιατροσοφίων όλων των Αφαιμακτών της πολιτικής.
- Δεν υπάρχει αρκετό αίμα στον ποινικό σας κώ­δικα;
- Αφήνοντας στην άκρη τη χειροπιαστή αδικία και τη βέβαιη αναποτελεσματικότητα του νομοσχεδίου, δεν αρκούν οι θανατικές ποινές που έχετε στους νό­μους σας;
- Δεν υπάρχει αρκετό αίμα στον ποινικό σας κώδι­κα, ώστε να χρειάζεται να χυθεί κι άλλο για να φτά­σει στους Ουρανούς και να καταμαρτυρήσει εναντί­ον σας;
- Πώς θα θέσετε το νομοσχέδιό σας σε εφαρμογή;
- Μπορείτε να κλείσετε μια ολόκληρη κομητεία στις δικές τους φυλακές;
- Θα σηκώσετε μια αγχόνη σε κάθε χωράφι και θα κρεμάτε τους ανθρώπους σαν σκιάχτρα;
- Ή θα προχωρήσετε (ως οφείλετε, για να θέσετε αυτό το μέτρο σε εφαρμογή) σε αποδεκατισμό;
- Θα θέσετε την κομητεία σε στρατιωτικό νόμο;
- Θα την ερημώσετε και θα αφήσετε να κείτονται γύρω σας τα συντρίμμια;
- Και θα επαναφέρετε το δάσος του Σέργουντ, ως ένα ευπρόσδεκτο δώρο στο Στέμμα, στην προηγούμενή του κατάσταση, όταν προοριζόταν για βασιλικό κυνήγι και για κρησφύγετο των παρανόμων;
- Αυτές είναι οι θεραπείες για έναν λιμοκτονούντα και απεγνωσμένο πληθυσμό;
- Πρόκειται ο πεινασμένος άθλιος που αψήφησε τις ξιφολόγχες σας να τρομοκρατηθεί μπροστά στις αγ­χόνες σας;
- Όταν ο θάνατος είναι λύτρωση, και μάλιστα η μό­νη λύτρωση που είστε διατεθειμένοι να του παραχω­ρήσετε, νομίζετε ότι πρόκειται να καταλαγιάσει με φοβέρες;
- Θα μπορέσουν αυτό που δεν πέτυχαν οι γρεναδιέροι σας να το πετύχουν οι εκτελεστές σας;
- Αν προχωρήσετε κατά το γράμμα του νόμου, τότε πού είναι τα αποδεικτικά στοιχεία σας;
Αυτοί που αρνήθηκαν να καταδώσουν τους συνε­νόχους τους όταν η ποινή ήταν μόνο η εξορία, δύ­σκολα θα μπουν σε πειρασμό να καταθέσουν ενα­ντίον τους όταν η ποινή είναι ο θάνατος. Με όλο τον σεβασμό στους ευγενείς λόρδους που έχω απέναντί μου, νομίζω ότι αν προηγηθεί μια κάποια διερεύνη­ση και εξέταση του θέματος, ακόμα και αυτοί θα πεί­θονταν να αλλάξουν τους σκοπούς τους.
Αυτό το δημοφιλέστατο κρατικό μέτρο, τόσο θαυ­ματουργά αποτελεσματικό σε πολλές και πρόσφα­τες περιπτώσεις, η αναβολή, σίγουρα δεν θα ήταν χωρίς πλεονεκτήματα και σε αυτήν την περίπτωση. Όταν γίνεται μια πρόταση για χειραφέτηση ή ανα­κούφιση, διστάζετε, διαβουλεύεστε επί μακρόν, χρονοτριβείτε και παίζετε με το μυαλό του κόσμου, ενώ μια θανατική καταδίκη πρέπει να περάσει με συνοπτικές διαδικασίες, χωρίς καμία σκέψη για τις συνέπειες.
Είμαι σίγουρος, απ’ ό,τι έχω ακούσει, και απ’ ό,τι έχω δει, ότι το να περάσουμε το Νομοσχέδιο υπό όλες τις παρούσες συνθήκες, χωρίς διερεύ­νηση, χωρίς προσεκτική μελέτη, το μόνο που θα προσφέρει θα είναι να προσθέσει αδικία στην ορ­γή, και βαρβαρότητα στην αδιαφορία. Οι συντά­κτες ενός τέτοιου νομοσχεδίου πρέπει να είναι ικανοποιημένοι που κληρονόμησαν τις τιμές εκεί­νου του Αθηναίου νομοθέτη για τον οποίον λεγό­ταν ότι οι νόμοι του ήταν γραμμένοι όχι με μελάνι, αλλά με αίμα.
Αλλά έστω ότι ψηφίστηκε το νομοσχέδιο. Έστω ότι ένας από αυτούς τους ανθρώπους, όπως τους έχω δει εγώ - λιπόσαρκος από την πείνα, τσακισμένος από την απελπισία, γεμάτος αδιαφορία για μια ζωή που ίσως οι Εξοχότητές σας ετοιμάζονται αυτήν τη στιγμή να την αποτιμήσουν φτηνότερα κι από την τι­μή ενός νέου αργαλειού -, έστω ότι αυτός ο άνθρω­πος, περιτριγυρισμένος από τα παιδιά που αδυνατεί να ταΐσει διακινδυνεύοντας την ίδια την ύπαρξή του, διατρέχοντας τον κίνδυνο να αποχωριστεί για πάντα μια οικογένεια που ώς πρόσφατα συντηρούσε με κό­πους ειρηνικούς, και που δεν είναι δικό του φταίξι­μο ότι δεν μπορεί πλέον να τη συντηρήσει, έστω ότι αυτός ο άνθρωπος - και υπάρχουν δέκα χιλιάδες τέ­τοιοι μεταξύ των οποίων μπορείτε να διαλέξετε τα θύματά σας - σύρεται στο δικαστήριο, για να δικαστεί για αυτό το νέο αδίκημα, σύμφωνα με αυτόν τον νέο νόμο.
Και πάλι, μας λείπουν δύο πράγματα για τη δίκη και την καταδίκη του και αυτά είναι, κατά τη γνώμη μου, δώδεκα χασάπηδες για ένορκοι και ένας Τζέφρεϋς για δικαστής*!».

*Τζωρτζ Τζέφρεϋς (George Jeffreys , πρώτος βαρώνος του Ουέμ, 1645-89), Ουαλλός δικαστής, διαβόητος για τη σκληρότητα και τη διαφθορά του.

Δεν υπάρχουν σχόλια: