Λίγα λόγια για το κίνημα των "Λουδιτών"!
Του Τάκη Μαστρογιαννόπουλου,
αναδημοσίευση από την εφημερίδα "Εποχή".
Η ανάπτυξη του καπιταλισμού στο αρχικό στάδιό της γνώρισε διάφορες μορφές. Σε χώρες όπου αυτή η ανάπτυξη ξεκίνησε καθυστερημένα, συνδυάστηκε με τη διατήρηση παρωχημένων θεσμών και καταλοίπων της φεουδαρχίας, που εξέθρεψαν αργότερα διάφορες μορφές αντίδρασης, όπως ο φασισμός. Αλλά και εκεί όπου η καπιταλιστική ανάπτυξη προχώρησε ορμητικά –Γαλλία, Βρετανία, ΗΠΑ– κάθε άλλο παρά ειδυλλιακή ήταν. Απεναντίας, συνοδεύτηκε από ακραία αθλιότητα και υποβάθμιση των αγροτικών και αστικών κοινοτήτων, γεννώντας έντονους κοινωνικούς ανταγωνισμούς. Όπως τόνισε και ο Μαρξ, η κλασική χώρα της καπιταλιστικής ανάπτυξης στο 18ο και 19ο αιώνα, με τα γνωρίσματα της ανάδυσης του βιομηχανικού καπιταλισμού και τις ταξικές συγκρούσεις που αυτός γέννησε, ήταν η Μεγάλη Βρετανία.
Η βιομηχανική αστική τάξη στήριξε την ανάπτυξή της στον οικονομικό και κοινωνικό καταναγκασμό των πλατειών εργατικών στρωμάτων, γεγονός που υποχρέωσε τον Ένγκελς, στο νεανικό έργο του «Η κατάσταση των εργατικών τάξεων στην Αγγλία», να περιγράψει με τα πιο μελανά χρώματα τις συνθήκες διαβίωσης των βρετανών εργατών. Αρχικά η εργατική τάξη αντιμετώπισε την αθλιότητα και την ανέχεια στο κοινωνικό πεδίο όχι μόνο με στάσεις εργασίας αλλά και με την ατομική τρομοκρατία της προσωπικής αντεκδίκησης και τη βίαιη αντίδραση στην εισαγωγή των μηχανών στην παραγωγή.
Άνθρωποι και μηχανές!
Η αντίδραση των εργατών στην εισαγωγή των μηχανών στην παραγωγή αποκρυσταλλώθηκε στο περίφημο κίνημα των Λουδιτών (Luddites), που έφερε το όνομα του ιδρυτή του κινήματος Νεντ Λουντ (Ned Ludd), η ύπαρξη του οποίου αμφισβητείται. Σύμφωνα με την παράδοση, στα 1779, σε ένα χωριό του Λέισεστερσάιρ κάποιος Νεντ Λουντ μπήκε σ’ ένα εργοστάσιο και με μια «υστερική επίθεση», κατέστρεψε δυο μηχανές που χρησιμοποιούνταν για την παραγωγή πλεκτών. Έκτοτε, κάθε φορά που καταστρεφόταν ένας αργαλειός, κυκλοφορούσε η φήμη ότι τον κατέστρεφε ο Λουντ. Όχι τυχαία, οι καταστροφείς μηχανών, ιδιαίτερα της περιόδου 1811-12, οικειοποιήθηκαν το όνομά του, το οποίο και έγινε συνώνυμο του κινήματος που αντιδρούσε στην εισαγωγή των μηχανών στην παραγωγική διαδικασία. Οι ανακοινώσεις των Λουδιτών έφεραν την υπογραφή του μυθικού πλέον «Στρατηγού Νεντ Λουντ», το όνομα του οποίου αποτέλεσε, στην ουσία, το συλλογικό ψευδώνυμο του κινήματος.
Το λουδίτικο κίνημα με τις προκηρύξεις του απειλούσε τις κυρίαρχες τάξεις: «Δεν θα καταθέσουμε ποτέ τα όπλα (μέχρις ότου) η Βουλή των Κοινοτήτων να υιοθετήσει νόμο για να απομακρυνθούν όλες οι μηχανές οι οποίες είναι επιζήμιες για τις λαϊκές τάξεις και να ανακαλέσει τον νόμο για τον απαγχονισμό εκείνων οι οποίοι σπάζουν τις μηχανές. Όμως εμείς, εμείς δεν υποβάλλουμε πια αίτημα, αυτό δεν αρκεί – πρέπει να πολεμήσουμε».
Η σαρωτική νέα τεχνολογία!
Οι Λουδίτες –οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν υφαντές, «κουρείς» και επεξεργαστές του μαλλιού και τεχνίτες στα επαγγέλματα του βαμβακιού και οι οποίοι δούλευαν στα μικρά εργαστήρια τους– βρέθηκαν αντιμέτωποι με τις νέες, μεγάλης κλίμακας για την εποχή, μηχανές, στεγασμένες στα νέου τύπου πολυώροφα κτίρια, τα εργοστάσια, που απειλούσαν, πλέον, την ίδια τους την ύπαρξη μέσα σε συνθήκες όπου η καταρρέουσα κοινωνία της χειροτεχνίας παραχωρούσε, με εκρηκτικούς ρυθμούς, τη θέση της στη νέα βιομηχανική κοινωνία με τις νέες τεχνολογίες και τα νέα συστήματα.
Το λουδίτικο κίνημα αναπτύχθηκε στην καρδιά της Βρετανίας, στο περίφημο τρίγωνο που περιλαμβάνει τις πέντε κομητείες: Γιορκσάιρ, Λανκασάιρ, Τσεσάιρ, Ντερμπισάιρ και Νοτινγχαμσάιρ στις οποίες στο παρελθόν είχε αναπτυχθεί ο θρύλος του «προστάτη των φτωχών», του Ρόμπιν Χουντ (Ρομπέν των Δασών). Το λουδίτικο κίνημα στα χρόνια 1811-12, αν και παράνομο με μυστικές συναντήσεις κ.λπ., υπήρξε ένα ισχυρό, αρκετά οργανωμένο και πειθαρχημένο κίνημα, με σημαντική λαϊκή υποστήριξη στις βιομηχανικές περιοχές, το οποίο προκάλεσε σημαντικές ζημιές –υπολογίζεται πάνω από 100.000 λίρες της εποχής– σε μηχανές και ιδιοκτησίες. Σύμφωνα με το «Annual Register» του 1812, το λουδίτικο κίνημα είχε «χαρακτήρα τολμηρό και άγριο, χωρίς προηγούμενο ανάμεσα στις κατώτερες τάξεις αυτής της χώρας».
Παρότι οι κυρίαρχες τάξεις ακολουθούσαν μια πολιτική άγριας καταστολής, που περιελάμβανε τη δράση μυστικών αστυνομικών, κατασκόπων, πολιτοφυλάκων, εθελοντών πολιτών που βοηθούσαν την αστυνομία, στρατιωτικών δυνάμεων που στάθμευαν στις περιοχές έντασης –υπολογίζεται ότι πάνω από 12.000 στρατιώτες κατέφθασαν και στρατοπέδευσαν στις περιοχές λουδίτικης δράσης– καθώς και παράνομες συλλήψεις, βαριές ποινές από φανατικούς ειρηνοδίκες, εκτελέσεις με απαγχονισμό κ.λπ., το λουδίτικο κίνημα αμφισβήτησε έμπρακτα τη νέα κοινωνία, που επέβαλε η βιομηχανική επανάσταση και η οποία προκάλεσε, όπως εύστοχα διαπίστωνε η συγγραφέας Σαρλότ Μπροντέ, ένα «είδος ηθικού σεισμού».
Η αντίδραση των εργοδοτών!
Τους πρώτους μήνες του 1811 ο «στρατηγός Ned Ludd» και ο στρατός των «Εκδικητών» (Redressers) απέστειλαν τις πρώτες απειλητικές επιστολές στους εργοδότες του Νότινγχαμ. Τον Μάρτιο του ιδίου χρόνου οργανώθηκαν πολλές επιθέσεις στην ίδια πόλη, που είχαν ως στόχο μηχανές και εργοστάσια. Η δράση του κινήματος προκάλεσε την αντίδραση των τοπικών αρχών, που προσέλαβαν 400 ειδικούς αστυνομικούς για την προστασία των εργοστασίων, ενώ προσέφεραν και 50 στερλίνες σε όσους έδιναν πληροφορίες για τη δράση των Λουδιτών. Την ίδια περίοδο, τον Φεβρουάριο του 1812, η κυβέρνηση των Τόρις κατέθεσε ένα νομοσχέδιο, που απέβλεπε στην «πλέον παραδειγματική τιμωρία» όσων κατέστρεφαν μηχανές. Ο νεαρός λόρδος Μπάιρον αντέδρασε, τότε, σθεναρά, εκφωνώντας ένα εμπνευσμένο λόγο στη Βουλή των Λόρδων, με τον οποίο ανέλυσε τους λόγους που οδηγούσαν στις λουδίτικες πράξεις.
Το αυστηρό νομοθετικό πλαίσιο που ψήφισε η κυβέρνηση του πρωθυπουργού Σπένσερ Πέρσιβαλ, δεν εμπόδισε, βέβαια, τις πράξεις καταστροφής των μηχανών. Το λουδίτικο κίνημα, μέσα σε συνθήκες οικονομικής κρίσης και πολέμου, γρήγορα επεκτάθηκε στο Γιορκσάιρ, το Λανκασάιρ, το Ντερμπισάιρ και το Λεϊσεστερσάιρ. Τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο του 1812 οργανώθηκαν επιθέσεις εναντίον εργοστασίων στο Χάλιφαξ, το Χάντερσφιλντ, το Λιντς κ.λπ. Η πιο σημαντική, λουδίτικη επίθεση οργανώθηκε τον Απρίλιο του 1812 όταν περίπου 150 κάτοικοι του Γιόρκσάιρ οπλισμένοι με υποτυπώδη όπλα, τσεκούρια και σφυριά, και οδηγούμενοι από ένα νεαρό φινιριστή, ή «κουρέα» μαλλιού, τον Τζορτζ Μέλορ (George Mellor), επιτέθηκαν στο πολυώροφο κτίριο του υφαντουργείου «Rowfold Mill», που ανήκε στο μισητό βιομήχανο Γ. Καρτράιτ και στο οποίο υπήρχαν 50 μηχανές φινιρίσματος μαλλιού που λειτουργούσαν με ατμό. Η επιδρομή αυτή δεν είχε επιτυχία, αφού βρέθηκε αντιμέτωπη με τους οπλισμένους φύλακες του εργοδότη καθώς και τους πέντε στρατιώτες της πολιτοφυλακής, αποσπασμένους από την τοπική φρουρά στη φύλαξη του εργοστασίου. Οι Λουδίτες άφησαν πίσω τους δύο θύματα, ενώ ο ίδιος ο Τζ. Μέλορ συνελήφθη γιατί λίγες ημέρες αργότερα σε μια νέα επίθεση, οι Λουδίτες τραυμάτισαν θανάσιμα τον βιομήχανο Γ. Χόρσφαλ. Οι τοπικές αρχές συνέλαβαν τελικά πάνω από εκατό υπόπτους. Από αυτούς τρεις εκτελέστηκαν για τον φόνο του Χόρσφαλ και δεκατέσσερις απαγχονίστηκαν για την επίθεση στο «Rawfolds Mill», ανάμεσά τους και ο Τζ. Μέλλορ, ο οποίος απαγχονίστηκε στις 8 Ιανουαρίου του 1813.
Το καλοκαίρι του 1812 στην Υόρκη (York) 15 Λουδίτες εκτελέστηκαν ενώ στο Λάνκασάιρ 8 καταδικάστηκαν σε θάνατο και 13 εξορίστηκαν στην Αυστραλία για λουδίτικες πράξεις σε εργοστάσια βαμβακουργίας. Την ίδια περίοδο, από διάφορες περιοχές της χώρας, συγκεντρώθηκαν στο πεδίο Κέρσαλ Μουρ (Kersal Moor) κοντά στο Μάντσεστερ περίπου 12.000 στρατιώτες με σκοπό να αντιμετωπίσουν το λουδίτικο κίνημα.
Η εκτέλεση των George Mellor, William Thorpe, και Thomas Smith στις 8 Ιανουαρίου 1813. |
Πρώιμη αυθόρμητη αντίδραση!
Το αυθόρμητο αυτό κίνημα βρήκε απήχηση στο νεαρό βρετανικό προλεταριάτο, ιδιαίτερα στους ανθρακωρύχους και τους οικοδόμους, και όπως μας πληροφορούν ο Σίντνεϊ και η Μπεατρίς Ουέμπ, ακόμα και οι φαντάροι ορισμένων συνταγμάτων που στάθμευαν σε επαρχιακά κέντρα, μάζευαν χρήματα για να ενισχύσουν το κίνημα, που η πρακτική του αντιπροσώπευε την πρώτη αυθόρμητη αντίδραση της πρώιμης εργατικής τάξης στην καταπίεση του βιομηχανικού κεφαλαίου. Το λουδίτικο κίνημα επηρέασε και τους ρομαντικούς διανοούμενους. Όχι τυχαία ο λόρδος Μπάιρον έγραφε: «Κάτω όλοι οι βασιλιάδες, εκτός από τον βασιλιά Λουντ!»
Οι βρετανοί εργάτες δεν άργησαν, ωστόσο, να κατανοήσουν την ανεπάρκεια αυτής της πολιτικής. Ο Μαρξ υποστήριξε ότι «χρειάζεται χρόνος και πείρα, για να μάθει ο εργάτης να διακρίνει τις μηχανές από την κεφαλαιοκρατική τους χρησιμοποίηση και έτσι να στρέφει τις επιθέσεις του όχι ενάντια στα ίδια τα υλικά μέσα παραγωγής, αλλά ενάντια στην κοινωνική μορφή της εκμετάλλευσής τους».
Το κίνημα των Λουδιτών επιχείρησε να αντιδράσει στις «διαρθρωτικές» αλλαγές της εποχής –στην εφαρμογή των μηχανών και των νέων μεθόδων στην παραγωγή– με τακτικές που, αν και πολλές φορές είχαν προσωρινά αποτελέσματα, εντούτοις, μακροπρόθεσμα δεν είχαν μέλλον. Η σκληρή καταπίεση και οι απάνθρωπες συνθήκες δουλειάς και διαβίωσης είχαν, ωστόσο, ως αντιστάθμισμα ότι τότε ο καπιταλισμός έμπαινε στη μεγάλη πορεία της ανάπτυξης του.
Σήμερα οι λεγόμενες διαρθρωτικές αλλαγές δεν οδηγούν στην ανάπτυξη, αντίθετα επιτείνουν την ήδη βαθιά κρίση του συστήματος. Οι Λουδίτες είχαν να αντιμετωπίσουν ένα καπιταλισμό που τότε, αν και με φοβερούς πόνους, γεννιόταν και είχε μέλλον. Σήμερα, η βρετανική νεολαία, όπως άλλωστε και η νεολαία σε κάθε αναπτυγμένη ή μη χώρα, καθώς και οι εργαζόμενοι βρίσκονται αντιμέτωποι με ένα σύστημα, που όντας στο στάδιο του γεροντικού μαρασμού του, είναι ανίκανο να προσφέρει διέξοδο στην κοινωνία και την οδηγεί στην κρίση και το αδιέξοδο.
Οι «Λουδίτες» της εποχής μας οφείλουν και αυτοί, όπως ακριβώς και οι ηρωικοί πρόγονοι τους, να βγάλουν τα δικά τους συμπεράσματα. Οι «απαλλοτριώσεις» και οι κλοπές στα μεγάλα καταστήματα είναι πιο αδιέξοδες ακόμα και από την καταστροφή των μηχανών του 18ου αιώνα. Αυτό που τελικά χρειάζεται «απαλλοτρίωση» είναι το ίδιο το σύστημα.
Ο ...στρατηγός Ned Ludd. |
***************************************
«Η εξαθλίωση οδηγεί στη βία!»
Πηγή: εφημερίδα "Ποντίκι"
Στις 27 Φεβρουαρίου 2012 συμπληρώθηκαν ακριβώς 200 χρόνια από την παρθενική ομιλία του Λόρδου Βύρωνα στη Βουλή των Λόρδων, με την οποία ο Μπάιρον τάχθηκε στο πλευρό των εξεγερμένων κλωστοϋφαντουργών του Νότιγχαμ, οι οποίοι κατέστρεφαν τους νέους αργαλειούς που τους οδηγούσαν στη μαζική ανεργία και στην εξαθλίωση. Η συζήτηση στη Βουλή αφορούσε νομοσχέδιο της κυβέρνησης που προέβλεπε τη θανατική ποινή για τους εξεγερμένους «Λουδίτες» και ο Μπάιρον ήταν ο μόνος από τους λόρδους που το καταψήφισε. Με τον λόγο του υπήρξε καταπέλτης κατά της κοινωνικής αδικίας μέσα στη Μ. Βρετανία, αλλά και κατά των δεινών της Αυτοκρατορίας. Ολόκληρη η ομιλία του Λόρδου Βύρωνα, (σε μετάφραση του Θοδωρή Ηλιάδη και αναδημοσίευση από την εφημερίδα "Ποντίκι") έχει ως εξής :
«Λόρδοι μου,
Το ζήτημα που υποβάλλεται στις Εξοχότητές σας σήμερα για πρώτη φορά, παρότι νέο στη Βουλή, δεν είναι καθόλου νέο για τη χώρα. Πιστεύω ότι έχει απασχολήσει τον λογισμό ανθρώπων κάθε περιγραφής πολύ πριν τεθεί υπόψη αυτού του νομοθετικού σώματος, του οποίου και μόνο η παρέμβαση θα μπορούσε να προσφέρει ουσιαστική βοήθεια.
Ως άνθρωπος που έχει κάποιους δεσμούς με την πληγείσα κομητεία, και παρότι είμαι όχι μόνο νέος στην παρούσα Βουλή αλλά και άγνωστος σχεδόν σε κάθε άτομο την προσοχή του οποίου ελπίζω να προσελκύσω, οφείλω να αξιώσω λίγη από την υπομονή και την επιείκεια που μπορούν να διαθέσουν οι Εξοχότητές σας, ενόσω παραθέτω κάποιες παρατηρήσεις πάνω σε ένα πρόβλημα για το οποίο ομολογώ ότι ενδιαφέρομαι ιδιαίτερα.
Το να εισέλθω στις λεπτομέρειες των ταραχών θα ήταν περιττό: η Βουλή ήδη γνωρίζει ότι έχει διαπραχθεί κάθε είδους βιαιοπραγία πλην της πραγματικής αιματοχυσίας, και ότι οι ιδιοκτήτες των καινούργιων αργαλειών, των τόσο μισητών στους εξεγερμένους, και όλα τα πρόσωπα που υποτίθεται ότι σχετίζονται με αυτούς, έχουν γίνει αποδέκτες προσβολής και βίας.
Στον λίγο χρόνο που πέρασα πρόσφατα στο Νότινχαμσαϊρ, δεν παρήλθαν ούτε δώδεκα ώρες χωρίς κάποια νέα πράξη βίας, και την ημέρα που έφυγα από την κομητεία πληροφορήθηκα ότι σαράντα νέοι αργαλειοί καταστράφηκαν το περασμένο βράδυ, ως συνήθως, χωρίς να υπάρξει αντίσταση και χωρίς να γίνει αντιληπτό.
Τέτοια ήταν λοιπόν η κατάσταση στην οποία βρισκόταν τότε η κομητεία, και έχω λόγους να πιστεύω ότι εξακολουθεί αυτή τη στιγμή να βρίσκεται στην ίδια κατάσταση.
Όμως, ενώ ομολογουμένως αυτές οι βιαιοπραγίες είναι μία πραγματικότητα που έχει πάρει ανησυχητικές διαστάσεις, δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι προκύπτουν μέσα σε συνθήκες της πιο πρωτοφανούς απελπισίας: η ένταση με την οποία εμμένουν αυτοί οι εξαθλιωμένοι άνθρωποι στη δράση τους είναι μία απόδειξη ότι τίποτε πέρα από την απόλυτη στέρηση δεν θα μπορούσε να εξωθήσει μία μεγάλη, και κάποτε τίμια και εργατική, τάξη ανθρώπων σε υπερβολές τόσο επικίνδυνες για τους ίδιους, τις οικογένειές τους και την κοινωνία.
Κατά το χρονικό διάστημα στο οποίο αναφέρομαι, η πόλη και κομητεία είχαν επιβαρυνθεί με ισχυρά στρατιωτικά αποσπάσματα. Η αστυνομία βρισκόταν εν δράσει, οι δικαστές συσκέπτονταν, κι όμως όλες οι ενέργειες, πολιτικές και στρατιωτικές, είχαν οδηγήσει σε τίποτα. Δεν υπήρξε ούτε μία περίπτωση επ’ αυτοφώρω σύλληψης πραγματικού παραβάτη, κατά του οποίου να υπάρχουν επαρκείς νομικές αποδείξεις για καταδίκη.
Αλλά η αστυνομία, παρά την ανικανότητά της, δεν παρέμεινε διόλου άεργη: εντοπίστηκαν κάμποσοι διαβόητοι κακοποιοί, άνθρωποι που αντιμετωπίζουν την πιθανότητα καταδίκης, βάσει ξεκάθαρων στοιχείων, για το βαρύτατο έγκλημα του πένεσθαι: Άνδρες, ένοχοι για το αισχρό έγκλημα της νόμιμης σποράς πολλών τέκνων, τα οποία, λόγω των καιρών (!), δεν ήταν σε θέση να συντηρήσουν.
Η ζημία που υπέστησαν οι ιδιοκτήτες των εκσυγχρονισμένων αργαλειών είναι σοβαρή. Οι μηχανές αυτές ήταν για εκείνους ένα πλεονέκτημα, στον βαθμό που τους επέτρεψαν να υπερβούν την ανάγκη απασχόλησης ενός μέρους των εργατών, οι οποίοι στη συνέχεια αφέθηκαν να λιμοκτονήσουν. Με την υιοθέτηση ενός συγκεκριμένου τύπου αργαλειού, ένας άνθρωπος εκτελούσε τη δουλειά πολλών, και το πλεόνασμα των εργατών εξέπεσε στην ανεργία.
Πρέπει ωστόσο να παρατηρήσουμε ότι το παραγόμενο προϊόν ήταν κατώτερης ποιότητας, μη εμπορεύσιμο στο εσωτερικό, και απλώς κατασκευασμένο πρόχειρα και βιαστικά με στόχο την εξαγωγή. Στη φρασεολογία του επαγγέλματος, πήρε το όνομα ‘‘δίχτυ αράχνης’’.
Οι αποδιωγμένοι εργάτες, τυφλωμένοι από την άγνοιά τους, αντί να υποδεχτούν με αγαλλίαση αυτές τις βελτιώσεις σε τέχνες τόσο ευεργετικές για την ανθρωπότητα, είδαν τους εαυτούς τους ως εξιλαστήρια θύματα στον βωμό της προόδου της μηχανοποίησης.
Μέσα στην αφέλειά τους, φαντάστηκαν ότι η επιβίωση και η ευημερία των εργατικών φτωχών είναι ζητήματα μεγαλύτερης σπουδαιότητας απ’ ό,τι ο πλουτισμός λίγων προσώπων χάρη σε οποιεσδήποτε τεχνικές βελτιώσεις στα εργαλεία της δουλειάς, βελτιώσεις που έδιωξαν τους τεχνίτες από τη δουλειά τους, και κατέστησαν τον εργάτη ανάξιο του ημερομισθίου του.
Και πρέπει να ομολογήσουμε ότι, παρόλο που η υιοθέτηση μεγαλύτερων μηχανημάτων στον τομέα αυτόν του εμπορίου μας, που ήταν κάποτε καύχημα της χώρας μας, θα μπορούσε να είναι ωφέλιμη για τον εργοδότη χωρίς να είναι επιζήμια για τον εργαζόμενο, κι όμως, στην παρούσα κατάσταση της παραγωγής μας, που σαπίζει σε αποθήκες, χωρίς κάποια προοπτική εξαγωγής, με τη ζήτηση προϊόντος και εργασίας εξίσου μειωμένη, οι αργαλειοί αυτού του τύπου καταλήγουν να επιδεινώνουν την απελπισία και τη δυσαρέσκεια των απογοητευμένων πασχόντων, που τις υφίστανται.
Όμως η πραγματική αιτία αυτής της απελπισίας και των επακόλουθων ταραχών είναι βαθύτερη. Όταν μας λένε ότι αυτοί οι άνθρωποι έχουν συνασπιστεί με στόχο όχι μόνο την καταστροφή της ίδιας τους της άνεσης αλλά και αυτών καθ’ εαυτών των μέσων επιβίωσής τους, μπορούμε άραγε να παραβλέψουμε ότι είναι αυτή η οδυνηρή πολιτική, ο καταστροφικός πόλεμος των τελευταίων δεκαοκτώ ετών, που έχει καταστρέψει την άνεσή τους, την άνεσή σας, την άνεση όλων των ανθρώπων;
Αυτή η πολιτική, η οποία έλκει την καταγωγή της από ‘‘μεγάλους πολιτικούς που δεν είναι πλέον μαζί μας’’, επιβίωσε τον θάνατό τους για να γίνει κατάρα επί των ζωντανών, σε τρίτη και τέταρτη γενιά! Αυτοί οι άνθρωποι ποτέ δεν κατάστρεψαν τους αργαλειούς τους μέχρι που έφτασαν να είναι άχρηστοι και χειρότερα από άχρηστοι: μέχρι που έγιναν πραγματικά εμπόδια στον αγώνα τους για τον επιούσιο άρτο.
Πώς μπορείτε, επομένως, να απορείτε που σε καιρούς όπως οι σημερινοί – όταν συναντάμε τη χρεοκοπία, την αποδεδειγμένη απάτη και το έγκλημα σε μία κοινωνική βαθμίδα όχι πολύ κατώτερη από αυτήν των Εξοχοτήτων σας – η κατώτατη, αλλά κάποτε η πιο χρήσιμη, μερίδα του λαού, λησμόνησε το καθήκον της μέσα στην απελπισία της, και κατέληξε απλώς λιγότερο ένοχη από τους εκπροσώπους της; Αλλά, ενώ ο υψηλά ιστάμενος παραβάτης μπορεί να βρει τα μέσα για να ξεγελάσει τον νόμο, πρέπει να θεσπιστούν νέες θανατικές ποινές, πρέπει να στηθούν νέες παγίδες θανάτου για τον δύστυχο μηχανικό, που η λιμοκτονία τον οδηγεί στην ενοχή.
Οι άνθρωποι αυτοί ήταν πρόθυμοι να σκάψουν, αλλά το τσαπί βρισκόταν σε χέρια άλλων. Δεν ντρέπονταν να ζητιανέψουν, αλλά δεν υπήρχε κανείς να τους προσφέρει ανακούφιση. Είχαν αποκοπεί από τα ίδια τα μέσα της επιβίωσής τους, όλες οι άλλες θέσεις εργασίας ήταν κατειλημμένες. Και οι υπερβολές τους, ανεξάρτητα από το αν αξίζουν τον οίκτο και την καταδίκη, δύσκολα μπορούν να προκαλέσουν έκπληξη.
Έχει λεχθεί ότι οι χειριστές των αργαλειών συνεργούν στην καταστροφή τους διά της ανοχής τους. Αν αυτό αποδειχθεί στην εξεταστική διαδικασία, τέτοιοι συνεργοί στο έγκλημα θα πρέπει να βρεθούν πρώτοι και κύριοι μεταξύ των τιμωρουμένων.
Ήλπιζα, ωστόσο, ότι οποιοδήποτε μέτρο θέσει η κυβέρνηση της Αυτού Μεγαλειότητας στις Εξοχότητές σας προς απόφαση, θα είχε σαν βάση του τη συνδιαλλαγή ή, αν αυτό ήταν αδύνατο, ότι θα θεωρούνταν προϋπόθεση να προηγηθεί μία διερεύνηση, μία εις βάθος διαβούλευση. Και όχι ότι θα κληθούμε άμεσα, χωρίς προσεκτική μελέτη και εντελώς αβάσιμα, να αποφασίσουμε συλλήβδην θανατικές καταδίκες και να τις υπογράψουμε με κλειστά μάτια.
Αλλά, το να δεχτούμε ότι οι άνθρωποι αυτοί δεν είχαν κανέναν λόγο να διαμαρτύρονται, ότι τα παράπονα των ίδιων και των εργοδοτών τους ήταν εξίσου αβάσιμα, ότι τους άξιζε να πάθουν το χειρότερο – πόση αναποτελεσματικότητα, πόση βλακεία υπάρχει στη μέθοδο που επελέγη για να τους αντιμετωπίσει! Και γιατί καλέσαμε τον στρατό, για να γίνει περίγελος, αν έπρεπε να τον καλέσουμε καν;
Αν μου το επιτρέπει η διαφορά των εποχών, ήταν απλώς μία παρωδία της καλοκαιρινής εκστρατείας του ταγματάρχη Στέρτζιον και, πράγματι, όλες οι δράσεις, πολιτικές και στρατιωτικές, φαίνονταν να ακολουθούν το πρότυπο του δημάρχου και της εταιρείας Γκάρραττ. Τέτοιες προελάσεις και αντιπροελάσεις! – από το Νόττινγκχαμ στο Μπούλουελ, από το Μπούλουελ στο Μπάνφορντ, από το Μπάνφορντ στο Μάνσφηλντ!
Και όταν επιτέλους τα αποσπάσματα έφταναν στον προορισμό τους, μετά πάσης “περηφάνειας, επισημότητος και λαμπρότητος ενός ενδόξου πολέμου”, έφταναν πάνω στην ώρα για να διαπιστώσουν τα ήδη πεπραγμένα και να επιβεβαιώσουν τη διαφυγή των δραστών, για να περισυλλέξουν τα κομμάτια των σπασμένων αργαλειών ως “spolia opima” (πολεμικά λάφυρα), και να γυρίσουν στους στρατώνες τους εν μέσω του περίγελου των γραιών και των γιουχαρισμάτων των παιδιών.
Τώρα, όμως, αν και σε μια ελεύθερη χώρα, όπου θα εύχονταν κανείς ο στρατός μας να μην εμπνέει ποτέ ιδιαίτερο δέος, τουλάχιστον σε μας τους ίδιους, δεν μπορώ να δω τη λογική στο να τους τοποθετούμε σε καταστάσεις όπου δεν μπορεί παρά να γελοιοποιηθούν. Όπως το σπαθί είναι το χειρότερο επιχείρημα που μπορεί να χρησιμοποιηθεί, έτσι θα όφειλε να είναι και το έσχατο. Στην περίπτωση αυτή ήταν το πρώτο, αλλά, ευτυχώς, μένοντας προς το παρόν στη θήκη του. Τα παρόντα μέτρα θα το βγάλουν από το θηκάρι, αυτή τη φορά στ’ αλήθεια.
Κι όμως, αν είχαν γίνει οι πρέπουσες διαβουλεύσεις στα πρώτα στάδια αυτών των ταραχών, αν τα παράπονα των ανθρώπων αυτών και των αφεντικών τους (διότι και αυτοί επίσης είχαν τα παράπονά τους) είχαν εκτιμηθεί και εξεταστεί δίκαια και σωστά, πιστεύω ειλικρινά ότι ίσως είχαν βρεθεί τρόποι για να επανέλθουν οι εργαζόμενοι στις ασχολίες τους και η γαλήνη στην κομητεία.
Αυτή τη στιγμή η κομητεία υποφέρει από το διπλό άγος ενός άπραγου στρατεύματος και ενός λιμοκτονούντος πληθυσμού. Σε ποια κατάσταση απάθειας έχουμε περιπέσει επί τόσον καιρό, ώστε τώρα μόνο για πρώτη φορά να πληροφορείται επισήμως η Βουλή για αυτές τις αναταραχές; Όλα αυτά λάμβαναν χώρα 130 μίλια από το Λονδίνο.
Κι όμως εμείς, “οι καλοί και ξένοιαστοι άνδρες θεωρούσαμε σίγουρο ότι το μεγαλείο μας ωρίμαζε”, και είχαμε στρωθεί να απολαύσουμε τους θριάμβους μας στο εξωτερικό, εν μέσω της καταστροφής στο εσωτερικό. Όμως όλες οι πόλεις που πήρατε, όλοι οι στρατοί που υποχώρησαν μπροστά στους αρχηγούς σας δεν είναι παρά ασήμαντοι λόγοι αυτοεπαίνου, αν η χώρα σας διχάζεται ενάντια στον εαυτό της κι αν πρέπει να εξαπολύσετε τους δραγώνους και τους δημίους σας ενάντια στους συμπολίτες σας.
Αποκαλείτε αυτούς τους ανθρώπους όχλο, απελπισμένο, επικίνδυνο και αδαή. Και φαίνεται να νομίζετε ότι ο μόνος τρόπος να καθησυχάσετε αυτό το πολυκέφαλο τέρας (“bellua m ultorum capitum”) είναι να κλαδέψετε μερικά από τα περιττά του κεφάλια. Αλλά ακόμα και ένας όχλος μπορεί ευκολότερα να υποκύψει στη λογική με έναν συνδυασμό συμφιλιωτικής διάθεσης και αποφασιστικότητας, παρά επιτείνοντας τον εκνευρισμό και πολλαπλασιάζοντας τις ποινές.
Έχουμε άραγε επίγνωση των υποχρεώσεών μας προς έναν όχλο; Είναι αυτός ο ίδιος όχλος που δουλεύει τα χωράφια σας και υπηρετεί στα σπίτια σας, που επανδρώνει το ναυτικό σας και στρατολογείται στον στρατό σας, που σας επέτρεψε να αψηφήσετε όλη την υφήλιο, και μπορεί επίσης να αψηφήσει και εσάς τους ίδιους όταν η αδιαφορία και η συμφορά τους έχει φέρει σε απελπισία!
Μπορείτε να αποκαλείτε τον λαό όχλο, αλλά μην ξεχνάτε ότι ένας όχλος πολύ συχνά εκφράζει τα αισθήματα του λαού. Και οφείλω εδώ να παρατηρήσω, με πόση προθυμία έχετε τη συνήθεια να σπεύδετε σε βοήθεια των παθόντων συμμάχων μας, αφήνοντας τους παθόντες της δικής σας χώρας στη φροντίδα της θείας πρόνοιας ή της ενορίας. Όταν οι Πορτογάλοι υπέφεραν κατά τη διάρκεια της υποχώρησης των Γάλλων, κάθε χέρι απλώθηκε για να βοηθήσει, κάθε παλάμη άνοιξε για να συνδράμει, για να τους δώσει τη δυνατότητα να ξαναχτίσουν τα χωριά τους και να ξαναγεμ ίσουν τις σιταποθήκες τους.
Και τη στιγμή αυτή, όταν χιλιάδες παραπλανημένοι αλλά εξαιρετικά άτυχοι συμπατριώτες σας παλεύουν με την πείνα και με αφόρητες κακουχίες, η μεγαλοδωρία σας, όπως ξεκίνησε στο εξωτερικό οφείλει και να εξαντληθεί στη χώρα μας. Ένα πολύ μικρότερο ποσό, η δεκάτη του ευεργετήματος που χορηγήθηκε στην Πορτογαλία, ακόμα και αν ήταν αδύνατον να επαναπροσληφθούν αυτοί οι άνθρωποι (πράγμα που δεν μπορώ να αποδεχθώ χωρίς εξεταστική διαδικασία), θα είχε καταστήσει περιττά τα τρυφερά ελέη της ξιφολόγχης και της αγχόνης.
Αλλά φαίνεται πως οι φίλοι μας έχουν το δίχως άλλο πολλά αιτήματα για βοήθεια από το εξωτερικό ώστε να μπορούν να αποδεχθούν την προοπτική της στήριξης στο εσωτερικό - αν και ποτέ πριν δεν απαίτησαν τέτοιου είδους συνθήκες.
Έχω διασχίσει το πεδίο του πολέμου στην Χερσόνησο (Ιβηρική), έχω βρεθεί σε μερικές από τις πιο καταπιεσμένες επαρχίες της Τουρκίας, μα ποτέ, υπό τα πλέον δεσποτικά καθεστώτα απίστων, δεν έχω αντικρίσει τέτοια ελεεινή εξαθλίωση σαν και αυτή που είδα από τότε που επέστρεψα στην καρδιά μιας Χριστιανικής χώρας.
Και ποιες είναι οι θεραπείες σας; Έπειτα από μήνες απραξίας, και από επιπλέον μήνες δράσης χειρότερης κι από αδράνεια, επιτέλους έρχεται στο προσκήνιο ο μεγάλος ειδικός, η αλάνθαστη πανάκεια όλων των γιατρών του κράτους, από τις μέρες του Δράκοντα μέχρι σήμερα.
Αφού πάρουν τον σφυγμό και κουνήσουν το κεφάλι πάνω από τον ασθενή, αφού συστήσουν τη συνήθη θεραπεία με ζεστό νερό και αφαίμαξη – το ζεστό νερό της γελοίας αστυνομίας σας και τα νυστέρια του στρατού σας –, αυτοί οι σπασμοί οφείλουν τώρα να καταλήξουν σε θάνατο, τη σίγουρη κατάληξη των ιατροσοφίων όλων των Αφαιμακτών της πολιτικής.
- Δεν υπάρχει αρκετό αίμα στον ποινικό σας κώδικα;
- Αφήνοντας στην άκρη τη χειροπιαστή αδικία και τη βέβαιη αναποτελεσματικότητα του νομοσχεδίου, δεν αρκούν οι θανατικές ποινές που έχετε στους νόμους σας;
- Δεν υπάρχει αρκετό αίμα στον ποινικό σας κώδικα, ώστε να χρειάζεται να χυθεί κι άλλο για να φτάσει στους Ουρανούς και να καταμαρτυρήσει εναντίον σας;
- Πώς θα θέσετε το νομοσχέδιό σας σε εφαρμογή;
- Μπορείτε να κλείσετε μια ολόκληρη κομητεία στις δικές τους φυλακές;
- Θα σηκώσετε μια αγχόνη σε κάθε χωράφι και θα κρεμάτε τους ανθρώπους σαν σκιάχτρα;
- Ή θα προχωρήσετε (ως οφείλετε, για να θέσετε αυτό το μέτρο σε εφαρμογή) σε αποδεκατισμό;
- Θα θέσετε την κομητεία σε στρατιωτικό νόμο;
- Θα την ερημώσετε και θα αφήσετε να κείτονται γύρω σας τα συντρίμμια;
- Και θα επαναφέρετε το δάσος του Σέργουντ, ως ένα ευπρόσδεκτο δώρο στο Στέμμα, στην προηγούμενή του κατάσταση, όταν προοριζόταν για βασιλικό κυνήγι και για κρησφύγετο των παρανόμων;
- Αυτές είναι οι θεραπείες για έναν λιμοκτονούντα και απεγνωσμένο πληθυσμό;
- Πρόκειται ο πεινασμένος άθλιος που αψήφησε τις ξιφολόγχες σας να τρομοκρατηθεί μπροστά στις αγχόνες σας;
- Όταν ο θάνατος είναι λύτρωση, και μάλιστα η μόνη λύτρωση που είστε διατεθειμένοι να του παραχωρήσετε, νομίζετε ότι πρόκειται να καταλαγιάσει με φοβέρες;
- Θα μπορέσουν αυτό που δεν πέτυχαν οι γρεναδιέροι σας να το πετύχουν οι εκτελεστές σας;
- Αν προχωρήσετε κατά το γράμμα του νόμου, τότε πού είναι τα αποδεικτικά στοιχεία σας;
Αυτοί που αρνήθηκαν να καταδώσουν τους συνενόχους τους όταν η ποινή ήταν μόνο η εξορία, δύσκολα θα μπουν σε πειρασμό να καταθέσουν εναντίον τους όταν η ποινή είναι ο θάνατος. Με όλο τον σεβασμό στους ευγενείς λόρδους που έχω απέναντί μου, νομίζω ότι αν προηγηθεί μια κάποια διερεύνηση και εξέταση του θέματος, ακόμα και αυτοί θα πείθονταν να αλλάξουν τους σκοπούς τους.
Αυτό το δημοφιλέστατο κρατικό μέτρο, τόσο θαυματουργά αποτελεσματικό σε πολλές και πρόσφατες περιπτώσεις, η αναβολή, σίγουρα δεν θα ήταν χωρίς πλεονεκτήματα και σε αυτήν την περίπτωση. Όταν γίνεται μια πρόταση για χειραφέτηση ή ανακούφιση, διστάζετε, διαβουλεύεστε επί μακρόν, χρονοτριβείτε και παίζετε με το μυαλό του κόσμου, ενώ μια θανατική καταδίκη πρέπει να περάσει με συνοπτικές διαδικασίες, χωρίς καμία σκέψη για τις συνέπειες.
Είμαι σίγουρος, απ’ ό,τι έχω ακούσει, και απ’ ό,τι έχω δει, ότι το να περάσουμε το Νομοσχέδιο υπό όλες τις παρούσες συνθήκες, χωρίς διερεύνηση, χωρίς προσεκτική μελέτη, το μόνο που θα προσφέρει θα είναι να προσθέσει αδικία στην οργή, και βαρβαρότητα στην αδιαφορία. Οι συντάκτες ενός τέτοιου νομοσχεδίου πρέπει να είναι ικανοποιημένοι που κληρονόμησαν τις τιμές εκείνου του Αθηναίου νομοθέτη για τον οποίον λεγόταν ότι οι νόμοι του ήταν γραμμένοι όχι με μελάνι, αλλά με αίμα.
Αλλά έστω ότι ψηφίστηκε το νομοσχέδιο. Έστω ότι ένας από αυτούς τους ανθρώπους, όπως τους έχω δει εγώ - λιπόσαρκος από την πείνα, τσακισμένος από την απελπισία, γεμάτος αδιαφορία για μια ζωή που ίσως οι Εξοχότητές σας ετοιμάζονται αυτήν τη στιγμή να την αποτιμήσουν φτηνότερα κι από την τιμή ενός νέου αργαλειού -, έστω ότι αυτός ο άνθρωπος, περιτριγυρισμένος από τα παιδιά που αδυνατεί να ταΐσει διακινδυνεύοντας την ίδια την ύπαρξή του, διατρέχοντας τον κίνδυνο να αποχωριστεί για πάντα μια οικογένεια που ώς πρόσφατα συντηρούσε με κόπους ειρηνικούς, και που δεν είναι δικό του φταίξιμο ότι δεν μπορεί πλέον να τη συντηρήσει, έστω ότι αυτός ο άνθρωπος - και υπάρχουν δέκα χιλιάδες τέτοιοι μεταξύ των οποίων μπορείτε να διαλέξετε τα θύματά σας - σύρεται στο δικαστήριο, για να δικαστεί για αυτό το νέο αδίκημα, σύμφωνα με αυτόν τον νέο νόμο.
Και πάλι, μας λείπουν δύο πράγματα για τη δίκη και την καταδίκη του και αυτά είναι, κατά τη γνώμη μου, δώδεκα χασάπηδες για ένορκοι και ένας Τζέφρεϋς για δικαστής*!».
*Τζωρτζ Τζέφρεϋς (George Jeffreys , πρώτος βαρώνος του Ουέμ, 1645-89), Ουαλλός δικαστής, διαβόητος για τη σκληρότητα και τη διαφθορά του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου