Η Αρχαία Κύναιθα ή Κυναίθη ήταν μια πολίχνη της βόρειας Αρκαδίας, κοντά στα όρια με την Αχαΐα σε απόσταση 7,5 περίπου χιλιομέτρων από τους Λουσούς. Η πόλη ιδρύθηκε κατά τους αρχαϊκούς χρόνους. Οι κάτοικοι της ονομάζονται από τον Πολύβιο, Κυναιθείς ή Κυναθαείς. Η θέση της Κύναιθας δεν έχει ακόμα προσδιοριστεί επιγραφικά, αλλά θεωρείται βέβαιο πως βρισκόταν κοντά στα σημερινά Καλάβρυτα. Στη διαπίστωση αυτή μας οδηγούν τα υπάρχοντα αρχαιολογικά ευρήματα.
Η Κυναίθη δεν αποτελούσε πόλη - κράτος αλλά ανήκε στο κράτος των Λουσών ή του Κλείτωρ που βρισκόταν κοντά της. Απο την πόλη πέρασε ο Παυσανίας ο οποίος την αναφέρει στα Αρκαδικά του και μας πληροφορεί ότι βρισκόταν σαράντα στάδια μετά τους Λουσούς και τον ναό της Αρτέμιδας. Στην πόλη βρισκόταν ιερό του Διόνυσου στον οποίο κάθε χρόνο γινόταν γιορτή προς τιμήν του θεού όπου θυσιαζόταν και ταύρος. Επίσης οι κάτοικοι της πόλης είχαν δωρίσει στην Ολυμπία άγαλμα του Δία που κρατούσε στα χέρια κεραυνούς . Κοντά στην Κυναίθη βρισκόταν η Άλυσος πηγή η οποία πιστευόταν όποιος έπινε το νερό της γιατρευόταν από την λύσσα. Η Κύναιθα ήταν μέλος της Αχαϊκής Συμπολιτείας και κατά τον Πολύβιο είχε περάσει στα χέρια των Αιτωλών όταν αυτοί πολιορκούσαν τον Κλείτωρ απο τους οποίους γνώρισαν μεγάλες συμφορές. Οι Αιτωλοί λεηλάτησαν την πόλη κλέβοντας τα υπάρχοντα και τις περιουσίες των κατοίκων και σκοτώνοντας πολλούς από αυτούς, πολλοί κάτοικοι αναγκάστηκαν να την εγκαταλείψουν.
Η Κυναίθη δεν αποτελούσε πόλη - κράτος αλλά ανήκε στο κράτος των Λουσών ή του Κλείτωρ που βρισκόταν κοντά της. Απο την πόλη πέρασε ο Παυσανίας ο οποίος την αναφέρει στα Αρκαδικά του και μας πληροφορεί ότι βρισκόταν σαράντα στάδια μετά τους Λουσούς και τον ναό της Αρτέμιδας. Στην πόλη βρισκόταν ιερό του Διόνυσου στον οποίο κάθε χρόνο γινόταν γιορτή προς τιμήν του θεού όπου θυσιαζόταν και ταύρος. Επίσης οι κάτοικοι της πόλης είχαν δωρίσει στην Ολυμπία άγαλμα του Δία που κρατούσε στα χέρια κεραυνούς . Κοντά στην Κυναίθη βρισκόταν η Άλυσος πηγή η οποία πιστευόταν όποιος έπινε το νερό της γιατρευόταν από την λύσσα. Η Κύναιθα ήταν μέλος της Αχαϊκής Συμπολιτείας και κατά τον Πολύβιο είχε περάσει στα χέρια των Αιτωλών όταν αυτοί πολιορκούσαν τον Κλείτωρ απο τους οποίους γνώρισαν μεγάλες συμφορές. Οι Αιτωλοί λεηλάτησαν την πόλη κλέβοντας τα υπάρχοντα και τις περιουσίες των κατοίκων και σκοτώνοντας πολλούς από αυτούς, πολλοί κάτοικοι αναγκάστηκαν να την εγκαταλείψουν.
Γύρω στο τέλος του τρίτου προ Χριστού αιώνα, στην Κύναιθα η εγκληματική δραστηριότης δεν είναι πλέον προνόμιο των λίγων αποδιοπομπαίων εξαιρέσεων. Πρώην ευυπόληπτοι πολίτες μεταμορφώνονται σε αχόρταγους ληστές, χωρίς καν να μπουν στον κόπο να τηρήσουν τα προσχήματα, οι βιασμοί ανηλίκων και γυναικών είναι καθημερινοί και τίποτε δεν εμποδίζει τους κατέχοντες ευκαιριακά την εξουσία να δολοφονήσουν εν ψυχρώ τους αντίπαλους τους αφού δημεύσουν τις περιουσίες τους. Οι υπόλοιπες πόλεις του αρκαδικού κοινού έχουν γεμίσει από φυγάδες Κυναιθείς. Προσπαθούν να γλυτώσουν από τις συνοπτικές διαδικασίες μιας παραφοράς που όσο πιο ανεξέλεγκτη είναι τόσο πιο αναι τιολόγητη μοιάζει.
Καμμία στρατηγική ή πολιτική σκοπιμότης δεν μπορεί να εξηγήσει το φαινόμενο. Μακριά από τους μεγάλους δρόμους της ιστορίας, που πάντα δικαιολογούν τέτοιες παρεκτροπές, οι κάτοικοι της μικρής πολιτείας, εγκλωβισμένοι στα υψόμετρα της Αρκαδίας, έχουν γίνει έρμαια της κακοφορμισμένης βίας.
Η κατάσταση αυτή, όπως μας πληροφορεί ο Πολύβιος, τράβηξε για μιά δεκαετία περίπου, και η έκβαση της θυμίζει ομαδική αυτοκτονία.
"...Ἀχαιάτιδος ποιησάμενοι τὴν πορείαν, ἧκον ἄφνω πρὸς τὴν Κύναιθαν. συνέβαινε δὲ τοὺς Κυναιθεῖς, ὄντας Ἀρκάδας, ἐκ πολλῶν χρόνων ἐν ἀκαταπαύστοις καὶ μεγάλαις συνεσχῆσθαι στάσεσι, καὶ πολλὰς μὲν κατ´ ἀλλήλων πεποιῆσθαι σφαγὰς καὶ φυγάς, πρὸς δὲ τούτοις ἁρπαγὰς ὑπαρχόντων, ἔτι δὲ γῆς ἀναδασμούς, τέλος δ´ ἐπικρατῆσαι τοὺς τὰ τῶν Ἀχαιῶν αἱρουμένους καὶ κατασχεῖν τὴν πόλιν, φυλακὴν ἔχοντας τῶν τειχῶν καὶ στρατηγὸν τῆς πόλεως ἐξ Ἀχαΐας. τούτων δ´ οὕτως ἐχόντων, ὀλίγοις ἔμπροσθεν χρόνοις τῆς τῶν Αἰτωλῶν παρουσίας διαπεμπομένων τῶν φυγάδων πρὸς τοὺς ἐν τῇ πόλει, καὶ δεομένων διαλυθῆναι πρὸς αὑτοὺς καὶ κατάγειν σφᾶς εἰς τὴν οἰκείαν, πεισθέντες οἱ κατέχοντες τὴν πόλιν ἐπρέσβευον πρὸς τὸ τῶν Ἀχαιῶν ἔθνος, βουλόμενοι μετὰ τῆς ἐκείνων γνώμης ποιεῖσθαι τὰς διαλύσεις. {τῶν Ἀχαιῶν} ἐπιχωρησάντων δ´ ἑτοίμως διὰ τὸ πεπεῖσθαι σφίσιν ἀμφοτέρους εὐνοήσειν, ἅτε τῶν μὲν κατεχόντων τὴν πόλιν ἐν τοῖς Ἀχαιοῖς ἐχόντων πάσας τὰς ἐλπίδας, τῶν δὲ καταπορευομένων μελλόντων τυγχάνειν τῆς σωτηρίας διὰ τὴν τῶν Ἀχαιῶν συγκατάθεσιν, οὕτως ἀποστείλαντες τὴν παραφυλακὴν καὶ τὸν στρατηγὸν ἐκ τῆς πόλεως οἱ Κυναιθεῖς διελύσαντο καὶ κατήγαγον τοὺς φυγάδας, ὄντας σχεδὸν εἰς τριακοσίους, λαβόντες πίστεις τῶν παρ´ ἀνθρώποις νομιζομένων τὰς ἰσχυροτάτας. οἱ δὲ κατανοστήσαντες οὐχ ὡς αἰτίας ἢ προφάσεως ἐπιγενομένης τοῦ δοκεῖν ἄλλης διαφορᾶς ἀρχὴν αὐτοῖς τινα γεγενῆσθαι, τὸ δ´ ἐναντίον παραχρῆμα κατελθόντες εὐθέως ἐπεβούλευον τῇ πατρίδι καὶ τοῖς σώσασι. καί μοι δοκοῦσι, καθ´ ὃν καιρὸν ἐπὶ τῶν σφαγίων τοὺς ὅρκους καὶ τὰς πίστεις ἐδίδοσαν ἀλλήλοις, τότε μάλιστα διανοεῖσθαι περί τε τῆς εἰς τὸ θεῖον καὶ τοὺς πιστεύσαντας ἀσεβείας. ἅμα γὰρ τῷ μετασχεῖν τῆς πολιτείας εὐθέως ἐπεσπῶντο τοὺς Αἰτωλοὺς καὶ τούτοις ἔπραττον τὴν πόλιν, σπεύδοντες τοὺς σώσαντας ἅμα καὶ τὴν θρέψασαν ἄρδην ἀπολέσαι.[4,18] τὴν δὲ πρᾶξιν τοιᾷδέ τινι τόλμῃ καὶ τοιούτῳ τρόπῳ συνεστήσαντο. πολέμαρχοι τῶν κατεληλυθότων τινὲς ἐγεγόνεισαν· ταύτην δὲ συμβαίνει τὴν ἀρχὴν κλείειν τὰς πύλας καὶ τὸν μεταξὺ χρόνον κυριεύειν τῶν κλειδῶν, ποιεῖσθαι δὲ καὶ τὸ καθ´ ἡμέραν τὴν δίαιταν ἐπὶ τῶν πυλώνων. οἱ μὲν οὖν Αἰτωλοὶ διεσκευασμένοι καὶ τὰς κλίμακας ἑτοίμας ἔχοντες ἐπετήρουν τὸν καιρόν· οἱ δὲ πολεμαρχοῦντες τῶν φυγάδων κατασφάξαντες τοὺς συνάρχοντας ἐπὶ τοῦ πυλῶνος ἀνέῳξαν τὴν πύλην. οὗ συμβάντος τινὲς μὲν τῶν Αἰτωλῶν διὰ ταύτης εἰσέπιπτον, τινὲς δὲ τὰς κλίμακας προσερείσαντες ἐβιάσαντο διὰ τούτων καὶ κατελάμβανον τὸ τεῖχος. οἱ δ´ ἐν τῇ πόλει πάντες, ἐκπλαγεῖς ὄντες ἐπὶ τοῖς συντελουμένοις, ἀπόρως καὶ δυσχρήστως εἶχον πρὸς τὸ συμβαῖνον· οὔτε γὰρ πρὸς τοὺς διὰ τῆς πύλης εἰσπίπτοντας οἷοί τ´ ἦσαν βοηθεῖν ἀπερισπάστως διὰ τοὺς πρὸς τὰ τείχη προσβάλλοντας, οὐδὲ μὴν τοῖς τείχεσιν ἐπαμύνειν διὰ τοὺς τῇ πύλῃ βιαζομένους. οἱ δ´ Αἰτωλοὶ διὰ ταύτας τὰς αἰτίας ταχέως ἐγκρατεῖς γενόμενοι τῆς πόλεως, τῶν ἀδίκων ἔργων ἓν τοῦτ´ ἔπραξαν δικαιότατον· πρώτους γὰρ τοὺς εἰσαγαγόντας καὶ προδόντας αὐτοῖς τὴν πόλιν κατασφάξαντες διήρπασαν τοὺς τούτων βίους. ὁμοίως δὲ καὶ τοῖς ἄλλοις ἐχρήσαντο πᾶσι· τὸ δὲ τελευταῖον ἐπισκηνώσαντες ἐπὶ τὰς οἰκίας ἐξετοιχωρύχησαν μὲν τοὺς βίους, ἐστρέβλωσαν δὲ πολλοὺς τῶν Κυναιθέων, οἷς ἠπίστησαν ἔχειν κεκρυμμένα διάφορον ἢ κατασκευάσματ´ ἤ(περ) ἄλλο τι τῶν πλείονος ἀξίων. Τοῦτον δὲ τὸν τρόπον λωβησάμενοι τοὺς Κυναιθεῖς ἀνεστρατοπέδευσαν, ἀπολιπόντες φυλακὴν τῶν τειχῶν, καὶ προῆγον ὡς ἐπὶ Λούσων· καὶ παραγενόμενοι πρὸς τὸ τῆς Ἀρτέμιδος ἱερόν, ὃ κεῖται μὲν μεταξὺ Κλείτορος καὶ Κυναίθης, ἄσυλον δὲ νενόμισται παρὰ τοῖς Ἕλλησιν, ἀνετείνοντο διαρπάσειν τὰ θρέμματα τῆς θεοῦ καὶ τἄλλα τὰ περὶ τὸν ναόν. οἱ δὲ Λουσιᾶται νουνεχῶς δόντες τινὰ τῶν κατασκευασμάτων τῆς θεοῦ, παρῃτήσαντο τὴν τῶν Αἰτωλῶν ἀσέβειαν τοῦ μηδὲν παθεῖν ἀνήκεστον. οἱ δὲ δεξάμενοι παραχρῆμ´ ἀναζεύξαντες προσεστρατοπέδευσαν τῇ τῶν Κλειτορίων πόλει."(Πολύβιου Ιστορίαι).
Καμμιά τρακοσαριά εξόριστοι Κυναιθείς συμφωνούν με αυτούς που τους εξόρισαν να επιστρέψουν στην πόλη. Κι από κει, παραβαίνοντας τους όρκους που έχουν δώσει, διαπραγματεύονται την παράδοση της Κύναιθας στον Δωρίμαχο, τον στρατηγό των Αιτωλών που την εποχή εκείνη λυμαίνονταν την Πελοπόννησο. Οι λεπτομέρειες, οι σκάλες που έστησαν πάνω στα τείχη για να διευκολύνουν την πρόσβαση, ο δόλος που χρησιμοποίησαν για να ανοίξουν την τελευταία στιγμή τις πύλες, δεν έχουν τόση σημασία.
Σημασία έχει ότι ο αιτωλός στρατηγός μόλις μπει στην πόλη, αφού σφάξει όσους του αντιστάθηκαν, θα καταδικάσει σε θάνατο κι αυτούς που τον βοήθησαν:
"των αδίκων έργων εν τούτ' έπραξαν δικαιότατον", θα συμπεράνει ο ιστορικός για τους Αιτωλούς.
Όσοι καταφέρουν να γλιτώσουν θα περιφέρονται για μερικούς μήνες στις υπόλοιπες αρκαδικές πολιτείες ζητώντας άσυλο. Καμμία δεν θα τους δεχθεί. Οι Μαντινείς μάλιστα, μετά το πέρασμα τους, θα κάνουν καθαρτήριες τελετές και θα περιφέρουν τα σφάγια κυκλικά γύρω από τα μέρη που είχαν πατήσει οι φυγάδες για να βεβαιωθούν ότι το μίασμα δεν θα μολύνει τις ψυχές τους. Τέσσερις αιώνες αργότερα ο Παυσανίας που θα περάσει από την Κύναιθα δεν θα βρει παρά μόνον μερικά ερείπια, τα τελευταία σιωπηλά ίχνη μιας πολιτείας που κάποτε υπήρξε μεγάλη.
Το συμπέρασμα του Πολύβιου που εντάσσει τα γεγονότα στα επεισόδια του λεγόμενου "Συμμαχικού Πολέμου" είναι κατηγορηματικό: Οι Κυναιθείς δίκαια έπαθαν ό,τι έπαθαν. Και η ερμηνεία με την οποίαν προσπαθεί να επουλώσει την τραυματική για όλους τους Αρκάδες εμπειρία — σ' αυτήν λέγεται πως αναφέρονταν οι προφορικές παραδόσεις της περιοχής για πολλούς αιώνες — επειδή ακριβώς ακούγεται εκ πρώτης όψεως παράδοξα απλοϊκή, μοιάσει περισσότερο πειστική. Πώς αλλοιώς να εξηγήσει κανείς την τόσο ακραία συμπεριφορά αν δεν ανατρέξει σε πρωτογενείς χειρονομίες, αυτές που το οικοδόμημα του εκλεπτυσμένου λόγου παλεύει να θάψει κάτω απ' τις πολύπλοκες περιστροφές του;
Οι Κυναιθείς εξαγριώθηκαν, αποθηριώθηκαν γιατί, για κάποιους λογούς αμέλησαν την πατροπαράδοτη μουσική παιδεία των Αρκάδων, λέει ο Πολύβιος. Και συνεχίζει: σ' ένα τοπίο όπως αυτό της Αρκαδίας που είναι αύθαδες και τραχύ, ψυχρό και στυγνό, ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να αντιμετωπισθεί η ακαμψία πού φέρνει στην ψυχή ο σκληρός και επίπονος βίος είναι η μουσική. Η έκφραση της αγριότητας πού σκόρπισαν τα γεγονότα της Κύναιθας σ' όλον τον τόπο δεν ήταν τίποτε άλλο από την γκριμάτσα της ζωής που έχασε την μουσική της.
Έχασαν τον ρυθμό τους.
Ξέπεσαν, αποκτηνώθηκαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου