Η αρχαία Αιγείρα υπήρξε μία από τις σημαντικότερες πόλεις της Αχαϊας και της Αχαϊκής Συμπολιτείας. Βρισκόταν ανατολικά της σημερινής κοινότητας Αιγείρας, πάνω στο λόφο ''Παλιόκαστρο'' που έχει υψόμετρο 650 μ. και ο κεντρικός οικισμός της ήταν οχυρωμένος με ισχυρά τείχη.
Την επιδρομή που έκαμαν οι Αιτωλοί εναντίων της Αιγείρας το 220 ή 219 π.Χ. την αναφέρει ο ιστορικός Πολύβιος.
Για να κάνουν την επιδρομή τους αυτή οι Αιτωλοί είχαν όπως φαίνεται από μακρού καταστρώσει σχετικό σχέδιο και αναζητούσαν την κατάλληλη ευκαιρία. Και γι’ αυτό είχαν ετοιμάσει πολλά ειδικά πλοία τα οποία είχαν συγκεντρώσει στην απέναντι της Αιγείρας παραλιακή πόλη της Στερεάς Ελλάδος Οιάνθειαν, το σημερινό Γαλαξείδι. Και η ευκαιρία εδόθη στους Αιτωλούς όταν οι Αχαιοί υπό τον Άρατον είχαν εξασθενίσει και εξαντληθεί οικονομικά λόγω του Κλεομενικού Πολέμου και δεν μπορούσαν να πληρώσουν τον μισθοφορικό τους στρατό, για ν’ αντιμετωπίσει τις επιδρομές τις οποίες ενεργούσαν συνεχώς εναντίων των Αχαϊκών πόλεων, οι Ήλεϊοι υπό τον Αιτωλό στρατηγό Ευριπίδα.
Για την επιδρομή των Αιτωλών εναντίων της Αιγείρας ο ιστορικός Πολύβιος γράφει τα εξής: «Ο Βασιλεύς Φίλιππος, ξεκινώντας από την Μακεδονία με τον στρατό του μπήκε στη Θεσσαλία και Ήπειρο με σκοπό να εισβάλει μετά στην Αιτωλία.Την ίδια εποχή ο Αλέξανδρος και ο Δωρίμαχος (αρχηγοί των Αιτωλών), θέλοντες να κάμουν εχθρική επιδρομή εναντίων της πόλεως της Αιγείρας συγκέντρωσαν στην Οιάνθεια (Γαλαξείδι) της Αιτωλίας γύρω στους χίλιους διακόσιους Αιτωλούς. Η τελευταία δε αυτή (η Οιάνθεια) βρίσκεται απέναντι της Αιγείρας. Εκεί κατασκεύασαν ειδικά πλοία – πορθμεία και περίμεναν τον κατάλληλο καιρό για να (περάσουν απέναντι) επιτεθούν (κατά της Αιγείρας). Σ’ αυτή τους την ενέργεια τους βοήθησε κάποιος αυτόμολος από την Αιτωλία πού είχε μείνει αρκετό καιρό μαζί με τους Αιγειράτες και είχε προσέξει ότι οι φρουροί της πύλης του τείχους της Αιγείρας που έβλεπε προς το Αίγιο εμέθαγαν και παραμελούσαν την φρούρηση. Γι’ αυτό μπόρεσε (αυτός ο αυτόμολος) και πέρασε πολλές φορές τα φυλάκια και πήγαινε στο Δωρίμαχο και τον παρακινούσε να κάμει την επιχείρηση αυτή κατά της Αιγείρας αφού μάλιστα είχε ειδικότητα σε τέτοιες ενέργειες. Η δε πόλις της Αιγείρας βρίσκεται στον Κορινθιακό κόλπο επί της Πελοποννήσου μεταξύ Αιγίου και Σικυώνος. Είναι κτισμένη επάνω σε οχυρούς και δύσβατους λόφους, βλέπει δε προς τον Παρνασσό και τα άλλα μέρη της απέναντι χώρας και απέχει από την θάλασσα επτά στάδια περίπου.Όταν λοιπόν ο Δωρίμαχος βρήκε κατάλληλο καιρό για να εκπλεύσει ανοίχθηκε στο πέλαγος και έφτασε στην εκβολή του ποταμού που περνάει κοντά στην πόλη (προφανώς εννοεί τον Κριό ποταμό). Ο Αλέξανδρος, ο Δωρίμαχος και ο Αρχίδαμος ο γιος του Πανταλέοντος με τον στρατό των Αιτωλών, πήγαιναν για την πόλη από τον δρόμο Αιγίου – Αιγείρας ενώ ο αυτόμολος, μαζί με είκοσι από τους πιο ικανούς Αιτωλούς ανέβηκε τους γκρεμούς από μονοπάτια πιο γρήγορα από τους άλλους γιατί γνώριζε τα κατατόπια. Μπήκε από έναν οχετό μέσα στο τείχος της πόλεως και βρήκε τους σκοπούς της πύλης να κοιμούνται ακόμη. Και αφού τους έσφαξε στα κρεβάτια τους, έκοψε τους μοχλούς (που ασφάλιζαν από πίσω τις πόρτες) με πέλεκεις και άνοιξε τις πύλες στους Αιτωλούς. Αλλά αυτοί που μπήκαν στην πόλη ενέργησαν κατά τρόπο πολύ επιπόλαιο με συνέπεια την σωτηρία των Αιγειρατών και την καταστροφή των Αιτωλών. Δηλαδή με το να νομίσουν ότι αφού μπήκαν στην πόλη έγιναν οι κύριοι αυτής συμπεριφέρθηκαν κατά τον εξής τρόπο: Αφού έμειναν για λίγο χρονικό διάστημα συγκεντρωμένοι στην αγορά ύστερα από πάθος για τις αρπαγές διασκορπίστηκαν μέσα στα σπίτια και άρχισαν να αρπάζουν ότι έβρισκαν ενώ είχε πλέον φέξει. Οι δε Αιγειράτες επειδή η πόλη τους καταλήφθηκε με τρόπο παράδοξο που δεν περίμεναν όσοι βρέθηκαν στα σπίτια στα οποία είχαν μπει οι εχθροί, αιφνιδιάστηκαν και από φόβο έτρεξαν να σωθούν έξω από την πόλη με την ιδέα ότι η πόλη καταλήφθηκε εξ ολοκλήρου από τους εχθρούς. Όσοι δε ακούγοντας τις κραυγές από τα σπίτια τους που δεν είχαν πειραχθεί από τους εχθρούς έβγαιναν έξω για να δώσουν βοήθεια, έτρεχαν όλοι στην ακρόπολη. Αυτοί γινόντουσαν συνεχώς πιο πολλοί και πιο θαρραλέοι ενώ αντίθετα η ομάδα των Αιτωλών γινόταν λιγότερη και περιερχόταν σε μεγαλύτερη ακαταστασία για τους λόγους που ανέφερα. Παρ’ όλα αυτά ο Δωρίμαχος, βλέποντας τον κίνδυνο που διέτρεχε, αφού μάζεψε όσους ήσαν κοντά σ’ αυτόν, επιτέθηκε κατά των Αιγειρατών οι οποίοι κατείχαν την ακρόπολη με την ιδέα ότι από το θάρρος και την τόλμη του θα φοβηθούν οι συγκεντρωμένοι για βοήθεια Αιγειράτες και θα τραπούν σε φυγή. Οι Αιγειράτες όμως, δίνοντας θάρρος ο ένας στον άλλον, επρόβαλαν αντίσταση και αφού ήλθαν στα χέρια με τους Αιτωλούς πολέμησαν με γενναιότητα. Και επειδή η ακρόπολη δεν είχε τείχος η δε συμπλοκή γινόταν εκ του συστάδην και ανδρός προς άνδρα η μάχη εξελίχθηκε όπως θα την περίμενε κανείς γιατί οι μεν Αιγειράτες πολεμούσαν για την πατρίδα τους και τα παιδιά τους οι δε Αιτωλοί για την σωτηρία τους. Στο τέλος υποχώρησαν, όσοι Αιτωλοί είχαν μπει στην πόλη. Και οι Αιγειράτες εκμεταλλευόμενοι την υποχώρηση ενήργησαν βίαιες και φοβερές επιθέσεις κατά των εχθρών με αποτέλεσμα να καταληφθούν από πανικό οι περισσότεροι Αιτωλοί και να καταπατηθούν μεταξύ τους κατά την φυγή τους προς τις πύλες. Ο Αλέξανδρος εφονεύθη κατά την μάχη εκ του συστάδην και ο Αρχίδαμος πέθανε στον ασφυκτικό συνωστισμό και το αλληλοπάτημα που έγινε προ των πυλών. Από τους υπόλοιπους Αιτωλούς άλλοι καταπατήθηκαν και άλλοι γκρεμίστηκαν κατά την φυγή τους από δύσβατα μονοπάτια. Και όσοι απ’ αυτούς σωθήκανε πέταξαν τα όπλα τους κατά τρόπον επαίσχυντο και έτρεξαν στα πλοία τους με τα οποία έφυγαν.» Και ο ιστορικός Πολύβιος επιλέγει: Από αμέλεια λοιπόν οι Αιγειράτες έχασαν την πατρίδα τους αλλά παραδόξως την απέκτησαν και πάλι με το θάρρος και την γενναιότητά τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου