11/5/09

Τα "χάνια" της Ευρυτανίας...

Τα χάνια παλιά, όταν οι μετακινήσεις γίνονταν με τα ζώα ή με τα πόδια, αποτελούσαν τους ενδιάμεσους σταθμοί ξεκούρασης, προστασίας και τροφοδοσίας ανθρώπων και ζώων. Σήμερα, απέμειναν λίγα που άλλαξαν μορφή ή και ονομασία. Συναντάμε (ή ακούμε στο δρόμο μας) ακόμα, τα χάνια "του Μπαλτά" (προς τον Προυσό), "της Κωστάντως" (στο Καλεσμένο), του "Πλατανιά" και του "Πανέτσου" (στη Μεσαία Κάψη, από τη μεριά της Λαμίας). Το κείμενο του κ. Παναγιώτη Βλάχου, που ακολουθεί, μας παρουσιάζει τα "Χάνια της Ευρυτανίας" και το ρόλο τους σε μια σημαντική αποτύπωση της καθημερινότητας στην περιοχή μας, πριν από πολλά χρόνια... (Εμείς κάναμε μικρή παρέμβαση στο αρχικό κείμενο, που ήταν γραμμένο στην καθαρεύουσα, ελπίζοντας να μην αλλάξαμε τον πλούτο που μεταφέρει).



Οι μεγάλες αποστάσεις, που ήταν υποχρεωμένοι οι άνθρωποι να διανύουν, με την ανεπάρκεια των συγκοινωνιακών μέσων επέβαλλαν την ίδρυση ενδιαμέσων σταθμών για ανάπαυση, διανυκτέρευση και ανεφοδιασμό. Η ύπαρξη των σταθμών αυτών τεκμηριώνεται ήδη από την απώτατη αρχαιότητα, γενικεύεται δε κατά το Βυζάντιο και την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Πρόκειται για τα Πανδοχεία, τα «Καραβάν σεράγια» ή τα Χάνια. (Η λέξη «χαν» είναι περσική ή τουρκική και σημαίνει ξενώνα, ξενοδοχείο, κοινώς χάνι και μεταφορικά ευρύ, μεγάλο κτίριο. Κατά την αρχαιότητα τα ευρισκόμενα στις οδικές αρτηρίες όχι πολυτελή αυτά κτίσματα για πρόσκαιρη παραμονή των ξένων αποκαλούνταν "πανδοχεία". Η ύπαρξή τους μαρτυρείται και στην Καινή Διαθήκη, στην παραβολή του Καλού Σαμαρείτη, που εμπιστεύθηκε την περιποίηση του "εμπεσόντος εις τους ληστάς" οδοιπόρου σε πανδοχείο. Στο Βυζάντιο λειτούργησαν διαφόρων ειδών "φιλανθρωπικά καταστήματα", μεταξύ των οποίων τα "ξενοδοχεία" ή "ξενώνες". Αυτά απετέλεσαν τα πρότυπα των «μουσαφίρ οντάδων», που υπήρχαν κατά την Τουρκοκρατία. Στα ιδρύματα αυτά του Βυζαντίου ο πτωχός ταξιδιώτης, ο αναξιοπαθών οδοιπόρος εύρισκε κατάλυμα για διανυκτέρευση, θέρμανση και λιτή τροφή).Τα χάνια ήταν απλά οικήματα, που χτίζονταν σ' επίκαιρα και γραφικά σημεία της υπαίθρου κατά μήκος οδικών αρτηριών με δροσερή πηγή ή με τρεχούμενο κοντά κρύο νερό. Χάνια, με μεγαλύτερα οικοδομικά συγκροτήματα, υπήρχαν και μέσα στις πόλεις και χρησίμευαν για ολιγοήμερη πρόχειρη διαμονή ή πολυήμερη στέγαση ατόμων και ομάδων. (Δηλαδή ήταν ξενοδοχεία ή πανδοχεία, ξενώνες του παλιού τύπου). Η Ευρυτανία, περιοχή απομονωμένη στο παρελθόν και δύσβατη, είχε ανάγκη τέτοιων σταθμών για την διευκόλυνση των διακινουμένων κατοίκων της είτε εντός της περιοχής, είτε εκτός αυτής Είναι γνωστό, άλλωστε, ότι η Ευρυτανία με το πενιχρό εισόδημα των κατοίκων της ήταν σημαντική αφετηρία αποδημιών, οι οποίες συνεχίστηκαν μέχρι τις μέρες μας. Τα χάνια της Ευρυτανίας ήταν κοινόχρηστα κτίσματα, απαραίτητα για ταξιδιώτες, οδοιπόρους, ξένους και σε ορισμένες περιπτώσεις κατάλληλα και χρήσιμα για κρατικές ή στρατιωτικές ανάγκες. Στο χτίσιμό τους παρουσιάζουν διάφορους τύπους και ποικιλίες παραλλαγών στην διαρρύθμιση των χώρων και το μέγεθος.Συνήθως ήταν λιθόκτιστα μονώροφα, σπάνια διώροφα, κτίσματα, με απλή αρχιτεκτονική, τετράγωνα ή επιμήκη για την δημιουργία επαρκούς χώρου φιλοξενίας, στεγασμένα με σχιστόλιθους ("πλάκες"). Κατά κανόνα αποτελούνταν από ενιαίο χώρο με διαμορφωμένη σε μια γωνία, συνήθως κοντά στην είσοδο, της υποτυπώδους κουζίνας, του πάγκου για τη συναλλαγή και των προθηκών - ραφιών για την τοποθέτηση των ειδών που θα πωλούνταν . Σε μια πλευρά τους βρίσκονταν η εστία, το τζάκι, όπου κατά τις μακρές νύκτες του χειμώνα καίγονταν φωτιά, τροφοδοτούμενη ασταμάτητα για την θέρμανση του χώρου και την διάχυση θαλπωρής για τους με ελάχιστα κλινοσκεπάσματα και υποτυπώδη στρώματα διανυκτερεύοντες ή το στέγνωμά τους, όταν τα ρούχα τους ήταν βρεγμένα. Συνήθως υπήρχε και δεύτερο παρακείμενο μικρό δωμάτιο, με τζάκι κι αυτό, όπου διανυκτέρευε ο ιδιοκτήτης του χανιού. Κοντά στο κυρίως οίκημα υπήρχε διώροφο κτίσμα ευτελέστερης κατασκευής, στεγασμένο συνήθως με τσίγκο. Το ισόγειό του χρησίμευε για το στάβλισμα των ζώων, με τα οποία κινούνταν οι ταξιδιώτες. Στο ανώγειο ("κεράνη") γίνονταν από την άνοιξη μέχρι το φθινόπωρο η αποθήκευση χορταριού κι άλλων ζωοτροφών, που διατίθονταν με πληρωμή. Μεταξύ των δύο κτισμάτων παρεμβάλλονταν ευρύχωρη σχετικά αυλή για τη διακίνηση ανθρώπων και ζώων, τις φορτοεκφορτώσεις ή το δέσιμο των υποζύγιων για ανάπαυση ή πρόχειρο γεύμα των ιδιοκτητών τους. Με την αρχή του καλοκαιριού σε μια πλευρά της αυλής διαμορφώνονταν ειδικός χώρος, στρωμένος με κλαδιά έλατου ή φύλλα φτέρης, που ανανεώνονταν κατά περιόδους, με ανάλογο στέγαστρο, αποκαλούμενο "κρεββάτι" ή "τσαρδάκι". Εκεί εύρισκαν αναψυχή οι πεζοπόροι διαβάτες, κάθονταν στη σκιά να ανακτήσουν δυνάμεις για να συνεχίσουν την κοπιαστική τους πορεία. Όχι σπάνια κοντά στα χάνια και στην παρυφή των δρόμων υπήρχε προσκυνητάρι ("εικόνισμα"), δείγμα της θρησκευτικότητας των κατοίκων. Οι διαβάτες, "κεκοπιακότες" από την επίμονη πολύωρη οδοιπορία αισθάνονταν την ανάγκη ν' απευθύνουν ενδόμυχη προσευχή για την ψυχική τους τόνωση και να επικαλεστούν την θεία αντίληψη για την ευόδωση των επιχειρημάτων τους.Κατά καιρούς, ιδιαιτέρα σε χάνια κοντά στο Καρπενήσι, δίπλα στο χάνι και σε προχειρότερο κτίσμα υπήρχε σιδηρουργείο ("γύφτικο"). Εκεί όσοι πήγαιναν προς το κέντρο για προμήθειες, δικαστικές υποθέσεις ή άλλες συναλλαγές άφηναν τα γεωργικά και κοπτικά εργαλεία τους (τσαπιά, υνιά, τσεκούρια κλπ.) για επισκευή ("χάρκεμα"), και επιστρέφοντας τα έπαιρναν έτοιμα για τη συνέχιση του "αγώνα της επιβίωσης".Τα Ευρυτανικά χάνια βρίσκονταν κυρίως στο δρόμο απ' τ' ʼγραφα μέχρι το Καρπενήσι, κεντρική ημιονική αρτηρία, η οποία έκοβε το σημερινό Ν. Ευρυτανίας και συνέδεε τα περισσότερα χωριά της με το διοικητικό και εμπορικό κέντρο της περιοχής, που ήταν το Καρπενήσι. Η κεντρική αυτή αρτηρία, με εγκάρσιες παρόδους, εξυπηρετούσε τους τέως Δήμους Αγράφων, Αγραίων και Απεραντίων, που ήταν και οι πολυανθρωπότεροι της περιοχής. Λιγότερα χάνια υπήρχαν και σ' άλλους δρόμους, ημιονικούς κι αυτούς, αν λάβουμε υπ' όψιν ότι πριν το 1940 μόνη αμαξιτή οδός ήταν αυτή που συνέδεε το Καρπενήσι με το Γαύρο, κοντά στο Μεγάλο Χωριό, απ’ όπου ανεφοδιάζονταν ο τέως Δήμος Αρακυνθίων. Η περιφέρεια του τ. δήμου Δολόπων, βρίσκονταν σε περισσότερη, εμπορική κυρίως, επικοινωνία με την Θεσσαλία (Καρδίτσα). Χάνια, ως μεγαλύτερο συγκρότημα κτισμάτων, υπήρχαν και στην πόλη του Καρπενησίου. Διέθεταν στάβλο για τα ζώα και εργαστήρια για την εξυπηρέτηση των διακινουμένων, όπως σαγματοποιεία ("σαμαράδικα"), πεταλωτήρια, σιδηρουργεία. Συνήθως ο σιδηρουργός - πεταλωτής ήταν κι εμπειρικός κτηνίατρος, "εξειδικευμένος" ιδιαίτερα στην αντιμετώπιση ασθενειών των αλόγων και των μουλαριών. [Οι εμπειρικοί αυτοί κτηνίατροι, λέγονταν "αλμπάνηδες" (από το τουρκικού nalbant, αλμπάνης = πεταλωτής). Επειδή ορισμένοι αποτύγχαναν στις επεμβάσεις τους στη θεραπεία των ζώων (καυτηριασμοί, μικροεγχειρήσεις, κατάγματα) ή τις έκαναν με αδεξιότητα, το όνομα αποδόθηκε σκωπτικά και σε τυχόν αδέξιους γιατρούς ή άπειρους τεχνίτες). Η οργάνωση των χανίων της Ευρυτανίας ήταν σχεδόν πανομοιότυπη. Ήταν ιδιωτικές επιχειρήσεις χαμηλής απόδοσης και διατηρούσαν μέρος του "φιλανθρωπικού" χαρακτήρα, που είχαν κατά το παρελθόν. Το χάνι διηύθυνε ο ιδιοκτήτης του, άνδρας ή γυναίκα. Πρόσχαρος πάντοτε και ενήμερος, γιατί τα χάνια ήταν και κέντρα διακίνησης πληροφοριών, υποδέχονταν τους ξένους. Για την εξυπηρέτησή τους φρόντιζε ο ίδιος, βοηθούμενος και από τους οικείους του σε περιόδους "αιχμής".Πρόσφερε, σε χαμηλή συνήθως τιμή, τα διάφορα είδη (ποτά, λουκούμι, φαγητά), αν και οι πελάτες τους έφερναν μαζί τους πρόχειρα φαγητά, κι "έτρωγαν απ' τον τροβά τους". Επίσης, διευθετούσε το χώρο για τη διανυκτέρευσή τους, ενώ με τη λάμπα ή το "φανάρι θυέλλης" οδηγούσε την νύχτα τους κατόχους των ζώων στο στάβλο, πουλώντας τους τη χορτονομή, που ζύγιζε με το "καντάρι" ή την "παλάντζα".Όταν έφταναν εκεί πολλοί ταξιδιώτες, δημιουργούνταν συμφόρηση στο χάνι και στο στάβλο. Τότε οι ταξιδιώτες κυριολεκτικά στιβάζονταν πάνω στους σάκους των εμπορευμάτων που μετέφεραν ή διανυκτέρευαν ξαπλωμένοι γύρω απ’ τη φωτιά "κλέβοντας λίγο ύπνο" ανάμεσα σ' ατέρμονες συζητήσεις και... ανεκδοτολογία. Το πρόβλημα γινόταν τότε μεγαλύτερο για τα ζώα τους, όταν δεν επαρκούσε ο στάβλος, ενώ οι καιρικές συνθήκες δεν επέτρεπαν την παραμονή τους στο ύπαιθρο. Οι "χαντζήδες", πρόσωπα έμπιστα και εχέμυθα, διευκόλυναν τους διακινούμενους ακόμα και στη διάθεση των προϊόντων και εμπορευμάτων τους, τα οποία τους εμπιστεύονταν για πώληση, παίρνοντας το αντίτιμο σε νέα επικοινωνία τους.Τακτικοί πελάτες στα χάνια ήταν οι "αγωγιάτες", επάγγελμα που συναντάμε προπολεμικά στα χωριά της Ευρυτανίας και κυρίως στο Καρπενήσι, οι "πρόδρομοι" των αυτοκινητιστών. Πραγματοποιούσαν επί πληρωμή ιδιωτικές μεταφορές εμπορευμάτων, κρασιών (σε ασκιά), διακινούσαν ιδιώτες, γιατρούς για επίσκεψη σε ασθενείς, κρατικούς λειτουργούς για την εκτέλεση υπηρεσίας, κυρίως όμως μετέφεραν δημητριακά (σιτάρι, καλαμπόκι) της Αγροτικής Τράπεζας απ' το Καρπενήσι στα πρατήρια των απομακρυσμένων χωριών για τον ανεφοδιασμό των κατοίκων.Τα χάνια ήταν ακόμη προσφιλή καταφύγια για διανυκτέρευση ή μικρή ανάπαυση των μαθητών, οι οποίοι, διανύοντας πολλές φορές πολύωρη πορεία, πήγαιναν απ' τα χωριά τους στο Καρπενήσι, όπου λειτουργούσε το μοναδικό τότε πλήρες Γυμνάσιο του Ν. Ευρυτανίας. Οι ομάδες τους, μικρά "καραβάνια" πεζοπόρων υπό βροχή, με χιόνι ή ζέστα, με το σακούλι στον ώμο και τα λίγα τρόφιμα, ιδιαιτέρα στην Κατοχή, έδιναν τόνο χαράς στους κουρασμένους διαβάτες με τα τραγούδια και τις ζωηρές τους συζητήσεις. Κατά τη θερινή περίοδο η ζωή στα χάνια γίνονταν πιο ζωηρή και πολύμορφη. Εκτός απ' τους διαβάτες κινούνταν και συναλλάσσονταν μ’ αυτά καλλιεργητές των γύρω αγρών, αγροφύλακες, υδρονομείς ("νεροφόροι"), αλωνιστές, οι οποίοι και τα χρησιμοποιούσαν ως ορμητήρια για να κατανέμουν τα άλογα (τις "θηλειές") και το ανάλογο προσωπικό ώστε να καλύπτουν τις ανάγκες στα διάφορα αλώνια των χωριών για το αλώνισμα των σιτηρών.Η κίνηση γίνονταν στην κυριολεξία έντονη και συνεχής όλο το εικοσιτετράωρο τις μέρες λειτουργίας στο Καρπενήσι ή σ' άλλα κέντρα του νομού (Φραγκίστα, Τατάρνα κλπ.) των εμποροπανηγύρεων ("παζαριών"). Εμπορευόμενοι μετέφεραν τις "πραμάτειες" τους, Αγραφιώτες κτηνοτρόφοι, "τσελιγκάδες" εκμεταλλευόμενοι την δροσιά της νύχτας "κουβαλούσαν" με τα αλογομούλαρα τα εκλεκτά τυροκομικά τους προϊόντα, χωρικοί οδηγούσαν προς πώληση τα αργοκίνητα βόδια τους, Σαρακατσαναίοι ζωέμποροι έφεραν απ' τη Θεσσαλία για πώληση τα μικρά μουλάρια τους, τις "λακνιές", που ακολουθούσαν συνήθως την γέρικη φοράδα - οδηγό τους. Εύθυμο τόνο προσέδιναν στην κίνηση τις μέρες των παζαριών και οι διακινούμενοι "γύφτοι" με τα "εμπόρια" τους και ιδιαίτερα τα "γαϊδουρομούλαρα", γέρικα ως επί το πλείστον και ελαττωματικά, που πουλούσαν ή αντάλλασσαν δίνοντας ή παίρνοντας πιο πολλά χρήματα. (Απ' αυτές τις συναλλαγές παροιμιώδης έμεινε η φράση "τράμπα και πανωτίμι", ανταλλαγή με καταβολή επί πλέον χρημάτων εκ μέρους ενός από τους συναλλασσόμενους).Διαφορετικός ήταν ο κόσμος των διακινουμένων κατά τις μέρες των θρησκευτικών πανηγυριών, ιδιαιτέρα των "περιπύστων προσκυνημάτων" της Ευρυτανίας, των Ιερών Μοναστηριών Προυσού και Τατάρνας. Ομάδες προσκυνητών με σεβασμό και ιερό δέος, με τα αφιερώματα τους όδευαν πεζή, ορισμένοι και ξυπόλυτοι, για την εκπλήρωση "τάματος" προς το Μοναστήρι. Τα χάνια ήταν οι ενδιάμεσοι σταθμοί για ανάπαυση και μικρή αναψυχή. [Εκείνες τις μέρες, των θρησκευτικών πανηγυριών ή των εμποροπανηγύρεων (παζαριών), σε επίκαιρα σημεία των δρόμων και μάλιστα κοντά σε δροσερές πηγές δημιουργούνταν, σε πρόχειρα παραπήγματα, εφήμερα χάνια, όπου προσφέρονταν αναψυκτικά (καφές, λουκούμι, ρακί) και ανακούφιζαν τους οδοιπόρους. Οι παλιότεροι θυμούνται το χάνι στην τοποθεσία "Καραμέτη" ("Βρύση Κατσαντώνη"), που λειτουργούσε ο Στενωματιώτης Βασίλειος Γ. Μαντέκας τις μέρες της εμποροπανήγυρης και ζωοπανήγυρης του "Αη Λια" στο Καρπενήσι, στα τέλη Ιουλίου, οπότε έφταναν εκεί για εμπορικές πράξεις πάρα πολλοί Αγραίοι, Απεράντιοι και Αγραφιώτες]. Περισσότερο γνωστό ήταν το πρόχειρο χάνι στο Δερματόρρεμα, όπου κάτω απ' τη σκιά των πλατανιών, εύρισκαν αναψυχή οι ομάδες των πολυάριθμων προσκυνητών, που διακινούνταν προς το μοναστήρι του Προυσού, το Δεκαπενταύγουστο και μέχρι τη γιορτή του Τίμιου Σταυρού. Από τη συνήθειά τους μάλιστα να σταματάνε εκεί, για να δροσιστούν και να γευθούν τα δροσερά σύκα που διέθεταν οι κάτοικοι του χωριού Δερμάτι, έμεινε το εύθυμο παρακέλευσμα: "Στοπ, Δερματόρρεμα".Τα χάνια ήταν για πάρα πολλά χρόνια ο μοναδικός σταθμός και το κατάλυμα όλων των κοινωνικών τάξεων. Οικονομικά εύποροι, αλλά και πτωχοί, έμποροι, εμπορευόμενοι και "πραματευτάδες" - "γυρολόγοι", περιηγητές, διαβάτες και μεταφορείς, ταχυδρόμοι και προσκυνητές, μαθητές και "συμπεθερικά", που κινούνταν από χωριό σε χωριό, στάθμευαν σ' αυτά. Εκεί κατέλυαν ακόμη και ομάδες εργατών και μαστόρων (κτιστών, χαλκουργών - "καλαντζήδων", "ντενεκεντζήδων" κλπ.), που κινούνταν από χωριό σε χωριό για τη δουλειά τους.Αυτή ήταν η παρουσία και η προσφορά των χανίων μέχρι και το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η Κατοχή και οι μεταγενέστερες περιπέτειες της περιοχής συνέβαλαν στην παρακμή και τον αφανισμό τους. Ορισμένα απ’ αυτά πυρπολήθηκαν, άλλα εγκαταλείφθηκαν, γιατί η διάνοιξη αμαξιτών οδών και η σταδιακή επέκταση του οδικού δικτύου στη περιοχή είχε ως επακόλουθο την αχρήστευση των παλιών ημιονικών δρόμων. Σ' όσα ελάχιστα απ’ αυτά απέμειναν η κίνησή τους είναι περιορισμένη. Οι πολύ παλιότεροι βλέποντας τα ερείπιά τους ή και μοναχικούς τους χώρους, όπου βρίσκονταν τα παλιά χάνια, αναπολούν τις εποχές, που τα χωριά της Ευρυτανίας έσφυζαν από ζωή, οι κάτοικοι τους έκαναν σκληρό αγώνα επιβίωσης, ενώ τα χάνια παρουσίαζαν πυκνή κίνηση και έντονη δραστηριότητα.Για την ιστορία του τόπου μας μνημονεύονται τα σημαντικότερα απ' αυτά. Η αδρή νοερή περιήγηση στα χάνια της Ευρυτανίας προκαλεί από πρώτη άποψη εντύπωση. Ο αριθμός τους είναι δυσανάλογα μεγάλος σε σχέση με την έκταση της περιοχής. Σε τούτο, εκτός από την ύπαρξη εύρωστων οικισμών, με ενεργά διακινούμενο πληθυσμό, συνετέλεσε και η γεωγραφική της θέση. Η Ευρυτανία, στο κέντρο της Στερεάς, συνδέει την Ανατολική με την Δυτική Ελλάδα και την Θεσσαλία με την Αιτωλοακαρνανία, με συνέπεια την διακίνηση μεγάλου αριθμού ξένων οδοιπόρων. ʼλλωστε η δυσχέρεια κίνησης λόγω του ορεινού εδάφους της και οι δυσμενείς συνθήκες το χειμώνα επέβαλλαν την ύπαρξη σε πυκνά διαστήματα σταθμών διανυκτέρευσης, ανεφοδιασμού και αναψυχής.

1. Χάνι Μαγούλας, δίπλα στην ονομαστή πηγή του Αχελώου "Μαρδάχα", κοντά στην παλιά γέφυρα της Τατάρνας. Αυτό κατά την εποχή της ακμής του αποτελούνταν από ολόκληρο κτιριακό συγκρότημα, που συγκροτούσαν τρία κυρίως κτίρια. Το πρώτο ήταν διώροφο, το ανώγειο που είχε κατάλληλη διαρρύθμιση σε αίθουσα εστιατορίου - καφενείου και μαγειρείου και δύο υπνοδωμάτια, ενώ το κατώι χρησιμοποιούνταν για την αποθήκευση τροφίμων και ζωοτροφών. Το δεύτερο, πίσω από το πρώτο, ισόγειο χρησίμευε για τον σταβλισμό των ζώων και το τρίτο, προς τη δυτική πλευρά, στέγαζε το σιδηρουργείο και το πεταλωτήριο. Όλα τα κτίρια σε οικόπεδο 400 περίπου τετρ. μέτρων ανήκαν κατά κυριότητα στην Ιερά Μονή Τατάρνας ("βακούφι"), η οποία, κατόπιν πλειοδοτικής δημοπρασίας, τα μίσθωνε σε διάφορους κατά καιρούς εκμισθωτές ("χαντζήδες"). [Από τους τελευταίους "χαντζήδες" μνημονεύονται ο κατά το πρώτο τέταρτο του περασμένου αιώνα Κωνσταντίνος Κόπανος, (πατέρας του Καρπενησιώτη δικηγόρου Διονυσίου Κ. Κόπανου), και ο επίσης Ταταρνιώτης Χαρίδημος Νάκκας, πρακτικός "οδοντίατρος", από τους τύπους εκείνους, οι οποίοι στα χωριά μας, χωρίς νάρκωση ή άλλη προφύλαξη, έβγαζαν δόντια, προσφέροντας στους πονεμένους ασθενείς, μετά την άκρως επώδυνη επέμβαση, αλατόνερο ή τσίπουρο για απολύμανση. Την σειρά κλείνει ο καταγόμενος από την Παλαιοκατούνα χαντζής Ευάγγελος Γαλάνης]. Το χάνι αυτό κατακλύσθηκε από τα νερά της τεχνητής λίμνης των Κρεμαστών.

2. Χάνι Μανόλη, κοντά στην παλιά ομώνυμη γέφυρα του Αγραφιώτη ποταμού. Αποτελούνταν από μικρό κτήριο εστιατορίου - καφενείου, ενώ δίπλα, σε απόσταση 30 μέτρων, υπήρχε υδρόμυλος και σπιτοκάλυβο για την διαμονή του ιδιοκτήτη Μανόλη Μυζάλη και των διερχομένων από εκεί. Ανήκε στη διοικητική περιφέρεια Κερασοχωρίου. Κατακλύσθηκε κι' αυτό από τα νερά της λίμνης των Κρεμαστών.

3. Χάνι Γούλα, νεώτερο, σε απόσταση ενός χιλιομέτρου νοτιώτερα από εκείνο του Μανόλη, επίσης στον ποταμό Αγραφιώτη, στην περιοχή Δυτικής Φραγκίστας. Διέθετε δύο κτίσματα, εστιατόριο - καφενείο και ενδιαίτημα για τους διερχόμενους. Μετά την κάλυψή του από την λίμνη των Κρεμαστών ο ιδιοκτήτης του Δημήτριος Αθ. Γούλας μετέφερε την επιχείρησή του στη θέση "Φτερόλακκα", όπου τη διατήρησε καφενείο μέχρι το θάνατό του (1967). Το κτίριο αυτό σώζεται ακόμα.

4. Χάνια Βαρβαριάδας. Σε απόσταση 10 - 12 χιλιομέτρων βόρεια από το Χάνι Μανόλη επί της ανατολικής όχθης του Αγραφιώτη, με κατεύθυνση προς τις πηγές του και στο δρόμο για τα Άγραφα υπήρχαν τρία στη σειρά χάνια σε ιδιωτικές οικοπεδικές εκτάσεις. Ήταν: α) το Χάνι Κοντογούνη, β) το Χάνι Χόντου και γ) το Χάνι Τσιγαρίδα.

5. Χάνι της Κωνσταντίνας. Υπήρχε στην απέναντι όχθη του Αγραφιώτη ποταμού και σε απόσταση 3 - 4 χιλιομέτρων βόρεια των προηγούμενων, σε περιφέρεια που ανήκε στην παλιά Κοινότητα του Μοναστηρακίου.

6. Χάνι της Κωτσίστας ή Κοτσίστας. Βρισκόταν σε απόσταση 3 χιλιόμετρα βορειότερα από το προηγούμενο και στην ίδια όχθη του ποταμού στην περιφέρεια Μοναστηρακίου.

7. Χάνι του Ντάλλα, στην Κρέντη, του "Πλιού", όπως ονομάζονταν το χωριό, με τη γνωστή εκεί κοντά ιστορική του τοποθεσία "Του Πουλιού η βρύση".

8. Χάνι Καροπλεσίτη, στη θέση "Λειβάδια" της Βίνιανης, όπου μεταπολεμικά χτίσθηκε το νέο χωριό της Βίνιανης. Ήταν αξιόλογο κτίσμα με ιδιαίτερα δωμάτια και δυνατότητες ανέσεων, τις οποίες δεν διέθεταν τότε άλλα χάνια. Ο ιδιοκτήτης του Γεώργιος Καροπλεσίτης, ο πρόσχαρος "μπάρμπα Γιώργος", διέθεσε τις οικονομίες του από την εργασία του στην Αμερική και τόχτισε με "τουριστικές", θάλεγε κανείς, για την εποχή του προδιαγραφές, αναμένοντας, όπως επαναλάμβανε συχνά, τη "ρόδα". Και η "ρόδα" ήρθε, ο αμαξιτός δρόμος έγινε, τ' αυτοκίνητα περνάνε, αλλά ο προοδευτικός και οραματιστής εκείνος χαντζής δεν πρόλαβε να ιδεί πραγματοποιούμενο το όνειρό του.

9. Χάνι Θεοχάρη. Βρίσκονταν στη θέση "Λιβανή" στην περιφέρεια της Βίνιανης.

10. Χάνι Καραγκούνη, στην περιφέρεια του χωριού Καλεσμένο, δίπλα στη γέφυρα της Μέγδοβας. Εξακολουθεί να λειτουργεί με άλλη διεύθυνση. Εδώ σταματούν αρκετά αυτοκίνητα, γιατί το τοπίο του ποταμού είναι ειδυλλιακό και προσφέρεται για σύντομη αναψυχή.

11. Χάνι Κωνσταντίνου Βλάχου, στη θέση "Ζουλούμη" της περιφερείας Στενώματος. Εγκαταλείφθηκε νωρίς, γιατί ο δρόμος προς το Καρπενήσι άλλαξε χάραξη.

12. Χάνι Κοσκινά, στη θέση "Εικόνισμα" της περιφερείας Στενώματος. Η λειτουργία του διεκόπηκε νωρίς.

13. Χάνι Κωτσοκάλη, στην ιδία τοποθεσία, διάδοχο του προηγούμενου. Αποτέλεσε σημαντικό σταθμό των διακινουμένων προς το Καρπενήσι Αγραφιωτών, Απεραντίων και Αγραίων. Την διεύθυνσή του, αναπληρώνοντας τα ασχολούμενα και με αγροτικές εργασίες και αγώγια παιδιά της Κωνσταντίνο και Σεραφείμ, είχε η μητέρα τους, η δυναμική Κωτσικαλομήτραινα.

14. Χάνι Σερπάνου. Βρίσκονταν κοντά στο προηγούμενο με ανάλογη δραστηριότητα. Ήταν περισσότερο γνωστό ως "Χάνι της Ρήνως", γιατί ο ιδιοκτήτης του Βασίλειος Σερπάνος, ασχολούμενος και μ' άλλες εργασίες, αναπληρώνονταν από την δραστήρια μητέρα του.

15. Βλαχαίικο Χάνι, στην θέση "Καρανάση" της περιφερείας Στενώματος, σε ελατόφυτη περιοχή με ωραία θέα, ευρύ ορίζοντα και δροσερή πηγή. ʼρχισε την λειτουργία του σε παράπηγμα το 1906, λιθόκτιστο οικοδόμημα με σταβλαχυρώνα κι άλλα υποστατικά έγινε το 1912. Οι ιδιοκτήτες του αδελφοί Χαράλαμπος και Δημήτριος Βλάχος κι ο γιος του δεύτερου Γιώργος, διακρίθηκαν ως συστηματικοί "χαντζήδες", ευγενικοί, περιποιητικοί, αφιλοχρήματοι. Διέθεταν φίλους σ' όλα τα "πέρα χωριά", οι οποίοι στις μετακινήσεις τους προς το Καρπενήσι συνδύαζαν να καταλύουν στο χάνι τους.

16. Μπαλταίικα Χάνια, στο δρόμο Καρπενησίου - Προυσού και σε μικρή το ένα από το άλλο απόσταση. Πρόσφεραν σημαντικές υπηρεσίες στους διακινούμενους από και προς τα χωριά του τ. δήμου Αρακυνθίων και νοτιότερα, ιδιαίτερα δε προς τους πολυάριθμους προσκυνητές απ' όλη την Ευρυτανία, τη Στερεά κι άλλα μέρη της Ελλάδας, οι οποίοι, κυρίως το καλοκαίρι, πήγαιναν μαζικά να προσκυνήσουν στην Παναγία την Προυσιώτισσα. Αργότερα το "κάτω χάνι" σταμάτησε να λειτουργεί, και η όλη δε δραστηριότητα περιορίστηκε στο "επάνω", όπου ο γνωστός "μπάρμπα Θανάσης" Μπαλτάς, πρόσχαρος και ανεκδοτολόγος, καθώς και ο συμπαθής και πρόθυμος γιος του Γιάννης, ο οποίος το διατηρεί μέχρι σήμερα, πρόσφεραν στους διαβάτες και προσκυνητές τις υπηρεσίες τους. Το Χάνι Μπαλτά, παρ' ότι η παραλλαγή του αμαξιτού δρόμου προς τον Προυσό το παρακάμπτει ήδη, εξακολουθεί να λειτουργεί, ενώ αξίζει να διατηρηθεί, έστω με κάποια προσαρμογή στα σύγχρονα δεδομένα και τις απαιτήσεις, ως επιβίωση μιας εποχής, σκληρής ίσως, με ανθρώπους "πεζοπορούντες, κοπιώντας και πεφορτισμένους", που βρίσκονταν όμως συναισθηματικά ο ένας κοντά στον άλλον και συναλλάσσονταν με εγκαρδιότητα και γνησιότητα στις διαπροσωπικές τους σχέσεις.

17. Χάνι Δερματά. Υπήρχε προπολεμικά στο Καρπενήσι. Διέθετε κυρίως στάβλους και ζωοτροφές για τα πολλά ζώα, με τα οποία έρχονταν στην πόλη για εμπορικές συναλλαγές, τακτοποίηση διοικητικών και δικαστικών υποθέσεων ή την επίσκεψη πολλών Ευρυτάνων, που είχαν παιδιά τα οποία φοιτούσαν ως μαθητές τότε στο Γυμνάσιο Καρπενησίου, αλλά και τον ανεφοδιασμό με τρόφιμα, από τα χωριά τους που βρίσκονταν εκείνη την εποχή σε ακμή. Γύρω από το προαύλιό του υπήρχαν σαγματοποιεία και πεταλωτήρια. Ο ιδιοκτήτης του Κωνσταντίνος Δερματάς, διακρίνονταν και για τις εμπειρικές κτηνιατρικές του γνώσεις.
Η αλλαγή των συνθηκών ζωής και οι δυνατότητες ευχερούς πλέον επικοινωνίας κατέστησαν περιττή την ύπαρξη των χανίων. Τα αντικατέστησαν γενικά τα Motel των δημόσιων δρόμων με τα πρατήρια βενζίνης, για τον ανεφοδιασμό των αυτοκινήτων και τα Self - Service, για την εξυπηρέτηση των ανθρώπων. Σχέσεις απρόσωποι, χωρίς θέρμη ψυχής και πνευματική επικοινωνία. Στα ερείπια των χανίων κυκλοφορούν σαύρες και άλλα ερπετά, στα δένδρα που απέμειναν στις άδειες σήμερα (άλλοτε πολυθόρυβες) αυλές, τους κουρνιάζουν μοναχικά πουλιά, που με τους μονότονες κραυγές τους θρηνούν για έναν κόσμο, που πέρασε χωρίς επιστροφή. Ισχύει κι εδώ η ρήση του σκοτεινού εξ Ιωνίας φιλοσόφου: "Πάντα ρει, πάντα χωρεί και ουδέν μένει".

Δεν υπάρχουν σχόλια: