18/1/09

Στην μαγευτική Αμπελακιώτισσα των Κραβάρων!


O φίλος μας ο Κυριάκος, δικηγόρος απ" το Βόλο, είναι - εκτός από φίλος καρδιάς - και ένας άτυπος ταξιδιωτικός μας σύμβουλος, ένας ζωντανός υπολογιστής, που στο πρώτο πάτημα του πλήκτρου (εννοώ στην πρώτη ερώτηση) δίνει πληροφορίες με ταχύτητα εκτυπωτή για βουνά, μονοπάτια, υψόμετρα, λίμνες, ποτάμια, φαράγγια (η ειδικότητά του), νησιά και βραχονησίδες, διαδρομές, αποστάσεις, ωραία σημεία - γνωστά και άγνωστα - σ" όλη τη χώρα. Πολλές φορές ως τώρα έχουμε ιδροκοπήσει αγκομαχώντας πίσω του, τα κριτήρια όμως και οι υποδείξεις του, μετά από τόσα τεστ, είναι πια υπεράνω αμφισβήτησης - Αποφασιστικός και παρορμητικός, δεν υποχωρεί σε κόπους και θυσίες, όταν βρεθεί μπροστά σε πρόκληση. Το πιο σημαντικό όμως είναι, ότι το στυλ του είναι μεταδοτικό και στους φίλους του. Ίσως γιατί, ως δικηγόρος, γνωρίζει άριστα τη δύναμη της πειθούς και την τέχνη τού να πείθει ...;
ΑΜΠΕΛΑΚΙΩΤΙΣΣΑ, ΠΡΩΤΗ ΕΠΑΦΗ.
-Και γιατί δεν πάτε μια βόλτα ως την ορεινή Ναυπακτία; ρωτάει με το πιο φυσικό του ύφος ο Κυριάκος. Ξέρω έναν τόπο, που είναι σαν να φτιάχτηκε για σας. Δάση με έλατα, φαράγγια, ατέλειωτες βουνοκορφές. Το κυριότερο είναι, ότι ελάχιστοι τον έχουν ανακαλύψει μέχρι τώρα. (Τι το ήθελε αυτό το τελευταίο;)
-Και πώς λέγεται Κυριάκο αυτός ο άγνωστος προορισμός;
-Αμπελακιώτισσα.
Δυο μέρες τώρα τριγυρνάμε μαζί του ασταμάτητα στην ορεινή Ευρυτανία, με το αυτοκίνητο ή με τα πόδια. Και ξαφνικά ο Κυριάκος, τη στιγμή ακριβώς της αναχώρησής μας για Θεσσαλονίκη, ρίχνει σαν βόμβα την ιδέα για ορεινή Ναυπακτία.
-Υπάρχει κάποιο κατάλυμα, κάποιος ξενώνας; ρωτάει η Άννα.
-Να σου πω, λέει ο Κυριάκος και κομπιάζει. Ένα χρόνο πριν που πρωτοπήγα, κάποιος έφτιαχνε εκεί έναν ξενώνα. Λογικά τώρα πρέπει να χει τελειώσει.
-Ξέρεις το όνομα του ιδιοκτήτη; Το τηλέφωνό του; τον ρωτάω.
-Ήταν ένας τύπος φανταστικός, δεν μου έδωσε τηλέφωνο κι ούτε θυμάμαι το όνομά του. Είχα μόλις διασχίσει το Φαράγγι του Κάκαβου (το όνομα του φαραγγιού δεν το είχε ο φίλος μας ξεχάσει) και μόλις με είδε έτσι καταϊδρωμένο, παράτησε τις δουλειές, μου πρόσφερε κρύο βουνίσιο νερό και μοιράστηκε μαζί μου ζυμωτό ψωμί, τυρί ντόπιο, ντομάτα απ" το χωριό κι ένα τσίπουρο αξέχαστο. (σημ. ποτέ Βολιώτης δεν ξεχνάει ένα καλό τσίπουρο). Ύστερα καθίσαμε μπροστά σε μια θέα εκπληκτική κι αρχίσαμε τις ιστορίες. Μου μίλησε για τα σχέδιά του να φέρει με τον ξενώνα κόσμο στο χωριό, ενθουσιάστηκα, του μίλησα για σας και για το περιοδικό σας κι έφυγα όταν έπεσε η νύχτα. Πέρασα ώρες αξέχαστες σ" εκείνη εκεί την ερημιά, πρέπει να πάτε, δεν θα το μετανιώσετε.
Κοιτάω την Άννα, με κοιτάει κι αυτή με πρόσωπο που λάμπει (νέες περιπέτειες γαρ στον ορίζοντα), τηλεφωνούμε στο γραφείο, διαμαρτύρονται, μας περνάνε για τρελλούς, ανοίγουμε χάρτες, εντοπίζουμε την Αμπελακιώτισσα (μια δρασκελιά είναι στην ευθεία από το Καρπενήσι) και, κάποια στιγμή, αντί για Θεσσαλονίκη στρίβουμε για Ναύπακτο.
-Περάστε απ" τον Προυσσό, επιμένει ο Κυριάκος. Είναι πιο μακρινή η διαδρομή (στην πραγματικότητα ήταν τριπλάσια) αλλά θα σας μείνει αξέχαστη.
Και ήταν πράγματι αξέχαστη: Μοναστήρι Προυσσού, θεαματικό και φημισμένο, με εκατοντάδες προσκυνητές και αυτοκίνητα, ρέματα, χαράδρες, δρόμοι που μετά βίας χωράνε δυο ποδήλατα, διαδρομές με μέση ωριαία ταχύτητα 30 χιλιομέτρων, διασχίσεις αυχένων με υψόμετρα πάνω από 1000 μέτρα, απέραντα ελατοδάση και ύστερα πάλι κάμπος, Λίμνη Τριχωνίδα, ζέστη αφόρητη, ποταμός Εύηνος, επιτέλους θαλασσινό αεράκι, Ναύπακτος, ο κόσμος κολυμπάει κι εμείς συνεχίζουμε, πάλι βουνό, πάλι στροφές, πάλι όλη η πιθανή και απίθανη ποικιλία του Ελληνικού τοπίου έχει περάσει από τα μάτια μας. Αργά το απόγευμα φτάνουμε στην Άνω Χώρα.
-Αυτό ήταν, λέει χαρούμενα η Άννα, 15 χιλιόμετρα έμειναν ακόμη.
15 ασφάλτινα χιλιόμετρα (χώμα είχε συναντήσει ο Κυριάκος) όλο στροφές, η μεγαλύτερη ευθεία δεν ξεπερνάει τα 50 μέτρα. Στενός και επικίνδυνος, κόβει ο δρόμος το βουνό σαν τεράστια χαρακιά, από κάτω είν" ο γκρεμός - το φαράγγι του φίλου μας - και απέναντι η Αμπελακιώτισσα, σκαρφαλωμένη στην πλαγιά της.
-Κάποιοι, κάποτε, πρέπει να τους κυνήγησαν πολύ τους πρώτους οικιστές, λέω στην Άννα. Δεν εξηγείται αλλιώς αυτή η απομάκρυνση του χωριού από τον κόσμο.
Μικρό χωριό, το διασχίζει ένας και μοναδικός στενόδρομος, πάνω από τα τελευταία σπίτια απλώνεται ένα σκούρο χρώμα συμπαγές - το ελατόδασος - και πιο ψηλά ακόμα γυμνές ορθοπλαγιές. Θυμάμαι τα λόγια του Κυριάκου: "Ο Ξενώνας είναι πάνω απ" το χωριό, στην ερημιά, σχεδόν μέσα στο δάσος". Έχει δίκιο ο φίλος μας αλλά μόνον κατά το ήμισυ. Ο Ξενώνας είναι μεν στο δάσος αλλά μόνον ερημιά δεν έχει γύρω του. Παντού υπάρχουν παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Φαίνεται πως πολλοί είν" αυτοί που παρατείνουν τις διακοπές του 15αύγουστου. Στο μικρό χώρο του εστιατορίου όλα τα τραπέζια είναι πιασμένα, ευτυχώς στον υπαίθριο χώρο υπάρχουν μερικά ελεύθερα.
-Και τώρα τί κάνουμε; λέει με απογοήτευση η Άννα.
-Αρχικά βρίσκουμε τον ιδιοκτήτη και του ζητάμε εκείνο το περίφημο τσίπουρο. Ύστερα βλέπουμε.
Ψηλός και γυμνασμένος, με γκρίζα μαλλιά ατημέλητα, με βήμα ανάλαφρο και ήρεμες κινήσεις, χωρίς ίχνος άγχους παρά την κοσμοσυρροή, ο Παναγιώτης Κανέλλος εντοπίζει αμέσως την παρουσία των νέων του πελατών και έρχεται να τους καλωσορίσει.
-Από τη Θεσσαλονίκη; ρωτάει έκπληκτος. Και πώς με βρήκατε εδώ πάνω βρε παιδιά;
-Κάποιες φήμες λένε, πως έχεις καλό τσίπουρο, τυρί ντόπιο και ζυμωτό ψωμί. Είναι αλήθεια;
Ο φίλος μας περνάει από έκπληξη σε έκπληξη.
-Ένα χρόνο πριν, όταν ακόμα ήσουνα γιαπί, ένας κουρασμένος πεζοπόρος έφτασε ως εδώ και γεύτηκε το ούζο, το τυρί και το ψωμί σου.
Σκέφτεται για λίγο ο Παναγιώτης κι ύστερα:
-Ναι, τον θυμάμαι, πώς θα μπορούσα να τον ξεχάσω; Ωραίος τύπος αλλά θεοπάλαβος, ο κόσμος δροσιζότανε στις θάλασσες κι αυτός ιδροκοπούσε με τις ώρες μέσα στο Φαράγγι του Κάκαβου.
-Κι αυτός θεοπάλαβο σε θεωρεί, που άφησες τον κάμπο κι ήρθες να χτίσεις ξενώνα στο βουνό. Συμφωνούσε όμως κι αυτός, πως είσαι ωραίος τύπος.
Φεύγει ο Παναγιώτης και επιστρέφει μετά από λίγο με τσίπουρο και μεζεδάκια.
-Συγχωρέστε με, που δεν μπορώ να μείνω άλλο μαζί σας. Θα τα ξαναπούμε αργότερα.
Ο ήλιος έχει χαθεί από ώρα πίσω απ" τις κορφές των έλατων, η μέρα πλησιάζει προς το τέλος της. Οι σκιές μακραίνουν, το φως παραμένει για λίγο ακόμα πάνω στις αντικρινές βουνοκορφές κι ύστερα χάνεται. Ένα ψυχρό βοριαδάκι αρχίζει να φυσάει απ" το βουνό, εδώ στα 900 μ. τίποτε δεν θυμίζει το θερμό Ελληνικό καλοκαίρι. Λίγη ώρα αργότερα μόνον με μπουφάν μπορούμε να μείνουμε έξω και ν' απολαύσουμε τη νύχτα.
Σιγά-σιγά οι παρέες αραιώνουν και το "Παν-δοχείο Δρυάδες" γαληνεύει. Εμφανίζεται ο Παναγιώτης μ" ένα ποτήρι τσίπουρο στο χέρι.
-Τώρα μπορώ να καθίσω και να πιω λίγο μαζί σας. Τι λέω όμως; Εσείς θάστε κουρασμένοι. Ελάτε λοιπόν να σας δείξω το δωμάτιό σας και τα λέμε το πρωί.

ΠΑΝΔΟΧΕΙΟ ΔΡΥΑΔΕΣ ΚΑΙ ΑΜΠΕΛΑΚΙΩΤΙΣΣΑ.
Αξίζει κάποιος να παραμένει στο κρεβάτι, όταν ο πρωινός ήλιος μπαίνει από τα τζάμια κι από την μπαλκονόπορτα το δροσερό αεράκι του βουνού; Κι όταν γύρω του η Φύση έχει ξυπνήσει από ώρα; Θάταν αδύνατον σ" αυτό το κάλεσμα ν" αντισταθούμε περισσότερο. Βγαίνουμε αμέσως στο μπαλκόνι και θυμόμαστε τα λόγια του Κυριάκου: "Η θέα είναι εκπληκτική, θα σας μαγέψει".
Βουνοκορφές η μια δίπλα στην άλλη, το βαθυπράσινο του έλατου συναντάει το γαλάζιο του ουρανού, πλαγιές ήπιες κι άλλες απόκρημνες, πλατάνια στις ρεματιές και δέντρα οπωροφόρα, πεζούλες με ξερολιθιές και χωραφάκια κι ανάμεσά τους ξεχωρίζει το Φαράγγι του Κάκκαβου, με τις ορθοπλαγιές και τους γκρεμούς του. Λίγο πιο χαμηλά απ" το μπαλκόνι μας φωτίζει ο ήλιος τις κόκκινες στέγες από την εκκλησία και τα σπιτάκια του χωριού. Εικόνα ειρηνική και ανθρώπινη, ποιος δεν θα θελε να ξεκινάει τη μέρα του με τέτοιες παραστάσεις!
Στη μικρή κουζίνα του δωματίου μας ο πρώτος πρωινός καφές μοσχοβολάει ευχάριστα, μας συντροφεύει για αρκετή ώρα στο μπαλκόνι. Τέσσερα ανεξάρτητα πέτρινα σπιτάκια έχει φτιάξει ο Παναγιώτης κι έδωσε στο καθένα όνομα διαφορετικό για να ξεχωρίζουν. Το πρώτο, το δικό μας, είναι η "Ερατώ" και ακολουθούν η "Ευρυδίκη", η "Τιθορέα" και η "Αμπελος". Δυο δωμάτια ακόμη υπάρχουν στον άνω όροφο του κεντρικού κτιρίου. Ξύλο και πέτρα εναλλάσσονται αρμονικά, επίπλωση και εξοπλισμός έχουν επιλεγεί με κριτήρια καλαισθησίας και ποιότητας. Η μόνη παρατήρηση αφορά στο μπάνιο που, ενώ ο συνολικός του χώρος είναι επαρκής, οι διαστάσεις του ντους θα πρεπε να ήταν λίγο μεγαλύτερες. Τα μπαλκόνια είναι υπέροχα. Όλα είναι πλακόστρωτα, ευρύχωρα, ανεξάρτητα το ένα από το άλλο και με θέα μαγευτική. Μεγάλα υπόστεγα από ξύλο έλατου τα προφυλάσσουν απ" τη βροχή, το προστατευτικό κιγκλίδωμα είναι από ξύλο κέδρου που εξακολουθεί να ευωδιάζει. Όλα είναι φτιαγμένα απ" τα χέρια του Παναγιώτη, λιτά και αφτειασίδωτα, με μόνο εργα-λείο το τσεκούρι.
-Κάποια ξύλα τα πέρασα απ" τον τόρνο και τα γυάλισα. Έτσι όπως τα είδα, μου φάνηκαν πο-λύ ξένα για τον τόπο και πολύ αταίριαστα με μένα. Τσεκούρι λοιπόν, να θυμάμαι και το πελέκημα.
Ζητάμε από τον Παναγιώτη να μας δώσει κάποιες πληροφορίες για το χωριό του, για τον τόπο του. Φέρνει και μας χαρίζει ένα ολόκληρο βιβλίο, που ξεπερνάει τις 300 σελίδες. Είναι γραμμένο από τον Κ.Δ. Παπαδημητρίου, δάσκαλο και ιστορικό συγγραφέα από την Αμπελακιώτισσα. Είναι ένα τεράστιο υλικό με στοιχεία ιστορικά, γεωφυσικά, λαογραφικά, δημογραφικά, ήθη και έθιμα, ασχολίες των κατοίκων, ντόπιο λεξιλόγιο και ιδιωματικές εκφράσεις.
Η Αμπελακιώτισσα λοιπόν είναι ένα από τα αρχαιότερα χωριά της ΒΑ Ναυπακτίας, χτισμένη στις ελατοσκέπαστες ανατολικές πλαγιές του Αη-Λιά. Απέναντί της υψώνονται οι όγκοι της Τσεκούρας και της Παναγιάς, ένα σύμπλεγμα πολυδαίδαλο, τραχύ, με στεγνούς βράχους και δασωμένες ρεματιές, πριονωτές ράχες και κυματερά κορφοβούνια, πλαγιές πνιγμένες στο έλατο, στο πλατάνι και τον κέδρο. Χτισμένη σε υψόμετρο 900 περίπου μ. η Αμπελακιώτισσα, ανήκει στα ορεινά χωριά της Ναυπακτίας, που είναι γενικώς γνωστά ως Κράβαρα. Υπάρχουν διάφορες εκδοχές για την προέλευση αυτής της ονομασίας. Σύμφωνα με την πιθανότερη η λέξη Κράβαρα είναι σλα-βική και σημαίνει βοϊδολίβαδο. Σλαβική ήταν και η ονομασία Κοζίτσα - η παλιότερη της Αμπελακιώτισσας - που σήμαινε γιδότοπο. Τη νέα του ονομασία πήρε το χωριό με το Διάταγμα της 12 Μαρτίου 1928.
Για την πρώτη κατοίκηση της Αμπελακιώτισσας δεν υπάρχουν ιστορικά στοιχεία και μόνον κάποια ευρήματα σε αρχαίους τάφους οδηγούν στο συμπέρασμα ότι κατοικήθηκε στην αρχαιότητα. Η ευρύτερη όμως περιφέρεια της Αιτωλίας είναι ιστορικά εξακριβωμένο, ότι κατοικήθηκε από παλιά, αφού οι Αιτωλοί πήραν μέρος με 40 καράβια στον Τρωϊκό Πόλεμο και ο Όμηρος εκθείασε την ανδρεία του βασιλιά τους Θόα. Στη συνέχεια η Αιτωλία αναφέρεται στην κάθοδο των Δωριέων, στον Πελοποννησιακό Πόλεμο και στα χρόνια των Μακεδόνων. Κατά τους Βυζαντινούς χρόνους η Αιτωλία αποτελεί επαρχία του Βυζαντίου. Για περίοδο τριών περίπου αιώνων (780 - 1067 μ.Χ) στην περιοχή εγκαταστάθηκαν Σλάβοι, που αργότερα αφομοιώθηκαν από τον ντόπιο πληθυσμό και εξελληνίστηκαν. Έρχονται τα χρόνια της τουρκοκρατίας, η Ναυπακτία καταλαμβάνεται από τους τούρκους το 1463 και τον Αύγουστο του 1499 πέφτει το κάστρο της Ναυπάκτου. Έκτοτε η περιοχή της Ναυπακτίας και της Αμπελακιώτισσας ακολουθούν την κοινή μοίρα όλων των Ελλήνων με αγώνες και θυσίες στα Ορλωφικά (1770), στην Επανάσταση του ΄21 και στους πολέμους του 1912-13 και 1940. Σήμερα η Αμπελακιώτισσα συνεχίζει τη ζωή της με 30 περίπου μόνιμους κατοίκους ενώ στα χρόνια του μεσοπολέμου ξεπερνούσε τους 600. Το καλοκαίρι όμως καθώς και στις αργίες, η Αμπελακιώτισσα ζωντανεύει. Πολλοί Αμπελακιώτες που ζουν σε αστικά κέντρα επανέρχονται για να χαρούν, παροδικά έστω, το θαυμάσιο κλίμα και τη φύση του χωριού τους. Ήδη δε, από τον Ιούλιο του 2001, το Πανδοχείο "Δρυάδες" αρχίζει να λειτουργεί ως πόλος έλξης για κάθε άνθρωπο της πόλης, που ονειρεύεται να ζήσει κάποιες μέρες με γαλήνη και απλότητα σ" ένα εξαίσιο βουνίσιο περιβάλλον.
Πίνουμε τον δεύτερο καφέ μας με συντροφιά τον Παναγιώτη και δυο ζευγαριών από Αθήνα. Μετά από τρεις συναρπαστικές μέρες στην Αμπελακιώτισσα, σκέφτονται με τρόμο την προοπτική της επανόδου στην Αθήνα. Το ίδιο σκεφτόμαστε κι εμείς, αν και σε μικρότερο βαθμό.
Ο Παναγιώτης αιφνιδιάζεται με την απόφασή μας ν" αναχωρήσουμε νωρίς το μεσημέρι.
-Μα τώρα που φεύγει ο κόσμος κι έχω επιτέλους λίγο χρόνο ελεύθερο, σκεφτόσαστε ν" αναχωρήσετε; Πότε θα διασχίσουμε το Φαράγγι; Πότε θ" ανεβούμε στην Τσεκούρα;
Είναι αλήθεια ότι η κόψη της Τσεκούρας, έχει εξάψει την επιθυμία μας να την γνωρίσουμε από κοντά. Και βέβαια το φαράγγι του Κάκαβου δεν παύει να είναι ένας από τους βασικούς μας στόχους.
-Την επόμενη φορά Παναγιώτη, που θα χουμε περισσότερο χρόνο, θα περάσουμε τον Κάκαβο και θ" ανεβούμε στην Τσεκούρα.
Κουνάει περίλυπα το κεφάλι του: "Ποιός ξέρει πότε θάναι η επόμενη φορά. Εγώ πάντως, όποτε και νάναι, θα σας περιμένω".
Τον αποχαιρετάμε, έτσι όπως αποχωριζόμαστε φίλους παλιούς και καρδιακούς. Ο Παναγιώτης Κανέλλος ανήκει σ" αυτή τη σπάνια κατηγορία ανθρώπων, που χωρίς να κάνουν τίποτε το ιδιαίτερο ή εξεζητημένο, σε κατακτούν με την απλότητα και την ανεπιτήδευτη φιλικότητά τους.
Λίγο πριν από το μεσημέρι εγκαταλείπουμε τη μακαριότητα και τη θέα των βουνών και ανηφορίζουμε από τον ξενώνα με βόρεια κατεύθυνση. Μπαίνουμε μέσα στο ελατόδασος του Αη-Λιά, σ" έναν χωματόδρομο, που άλλοτε είναι τραχύς και δύσβατος και άλλοτε ήπιος και φιλικός. Είμαστε αποφασισμένοι τη φορά αυτή να "κόψουμε δρόμο", να ανακαλύψουμε αυτή την πολυδαίδαλη διαδρομή, που διασχίζει ένα τμήμα της ορεινής Αιτωλοακαρνανίας, συνεχίζει στην ορεινή Ευρυτανία και καταλήγει στον Άγιο Νικόλαο, μερικά χιλιόμετρα έξω από το Καρπενήσι προς Λαμία.
Ανηφορίζουμε σε αυχένες με μεγάλα υψόμετρα, κατηφορίζουμε και περνάμε δίπλα από το νέο φράγμα του Εύηνου, συναντάμε διαδοχικά τα χωριά Περδικόβρυση, Κλεπά (κάπου εκεί χανόμαστε αναίτια κι ύστερα ξαναβρίσκουμε το δρόμο), Αράχοβα (εδώ μένουμε σχεδόν από βενζίνη και αγοράζουμε από ιδιώτη ακριβότερη), Δομνίστα (οι στροφές είναι πάντα αναρίθμητες και ατελείωτες), Κρίκελλο και κάποτε, μετά από σχεδόν 4 ώρες, φτάνουμε στον Άγιο Νικόλαο. Δρόμος για Λαμία, Εθνική Οδός, οι στροφές τελειώνουν, μα ταυτόχρονα έχει χαθεί κι η μαγεία των βουνών ...;
ΕΝΑ ΜΗΝΑ ΜΕΤΑ.
-Το λέτε σοβαρά; ρωτάει για άλλη μια φορά ο Παναγιώτης στο τηλέφωνο.
-Ναι φίλε μου, σε δυο μέρες θα τσουγκρίζουμε τα ποτήρια μας στον τόπο σου.
Νέες διαδρομές, νέες εικόνες σ" αυτή την ποικιλόμορφη Ελλάδα. Γιάννενα, Άρτα, Αμφιλοχία, λίμνες συνεχόμενες (Αμβρακία, Οζερός, Λυσιμάχεια), Αγρίνιο, Μεσολόγγι, (κάμπος ζέστη και κίνηση), Ναύπακτος (στροφές, βουνά, καθαρός αέρας, ηρεμία), Αμπελακιώτισσα. Απόγευμα και πάλι, η μέρα έχει μικρύνει αισθητά, την ώρα αυτή ο ήλιος φωτίζει μόνον την Τσεκούρα και τις απέναντι κορφές.
Γαλήνη επικρατεί στο Πανδοχείο. Πού είναι η κοσμοσυρροή της προηγούμενης φοράς; Καθημερινή όπως είναι, φαίνεται πως είμαστε οι μοναδικοί προνομιούχοι. Μια εξαίσια μυρωδιά, απροσδιόριστη, ξεφεύγει απ" την κουζίνα και φτάνει ως εμάς, πριν μπούμε ακόμα στο εσωτερικό.
-Τί καλό ετοιμάζεις φίλε μου και μοσχοβολάει έτσι;
Μας βλέπει ο Παναγιώτης ξαφνικά μπροστά του κι έρχεται να μας αγκαλιάσει.
-Ακόμα τίποτε το ιδιαίτερο, ψήνω λίγο ψωμάκι φρέσκο για το βράδυ.
-Εγώ δεν θέλω τίποτε άλλο, λέει η Άννα. Μου αρκεί το ψωμί σου, ντομάτα και τυρί.
-Το βράδυ θ" αλλάξεις γνώμη, λέει μ" ένα μυστηριώδες χαμόγελο ο Παναγιώτης.
Ωστόσο ελάτε τώρα να σας ετοιμάσω κάτι πρόχειρο και αμέσως μετά καλό είναι να ξαποστάσετε λιγάκι. Η "ΕΡΑΤΩ" είναι στρωμένη και σας περιμένει.
Άψογο πάντα το δωμάτιό μας, το ξαναβρίσκουμε μετά από ένα μήνα με χαρά. Βγαίνουμε για λίγο στο μπαλκόνι, απέναντι στο υπερθέαμα των κορυφών και φαραγγιών, που από την πρώτη μέρα τόσο μας γοήτεψε. Ύστερα, χαλαρωμένοι, αφηνόμαστε στην αγκαλιά του Μορφέα ...;
-Τί ώρα είναι; ακούγεται ξαφνικά η φωνή της Άννας.
Ανοίγω τα μάτια μου, ανάβω το φως, εννιά η ώρα. Έξω έχει πέσει το σκοτάδι, διακρίνονται μόνον οι σκούροι όγκοι των βουνών. Ένα ψυχρό βοριαδάκι κατεβαίνει απ" την Τσεκούρα, στο μπαλκόνι είναι αδύνατο να μείνει κανείς χωρίς μπουφάν. Στον κάμπο είναι ακόμα καλοκαίρι, μα εδώ στην Αμπελακιώτισσα έχουμε ήδη μπει σε άλλη εποχή. Ανεβαίνουμε τα πέτρινα σκαλοπάτια που οδηγούν στο εστιατόριο. Έξω από την κουζίνα υψώνεται καπνός, πλησιάζουμε, μια όμορφη θράκα είναι κιόλας έτοιμη να υποδεχτεί, άγνωστο τι. Στο άνοιγμα της πόρτας προβάλλει ο Παναγιώτης κρατώντας μια τεράστια σχάρα. Πάνω της είναι τοποθετημένα με τάξη μια ντουζίνα ωραία μελανούρια.
-Εδώ πάνω μελανούρια; του λέω έκπληκτος. Πίστευα πως στα κάρβουνα θα έψηνες μπριζόλες.
-Είναι ολόφρεσκα, τα πήρα το πρωί από τη Ναύπακτο ειδικά για σας. Ώσπου όμως να γίνουν, πάμε δίπλα σε μια άλλη φωτιά να ζεστανούμε, εδώ, έτσι όπως είναι ανοιχτά, θα μας φάει ο Βοριάς.
Το τζάκι στο εστιατόριο είναι ήδη αναμμένο, η παρουσία του γίνεται δεκτή με ευχαρίστηση.
Λίγο αργότερα εγκαταλείπουμε με ομόφωνη απόφαση το τζάκι, βρίσκουμε ένα απάνεμο σημείο και καθόμαστε στο ύπαιθρο. Ψάχνει ο φίλος μας και βρίσκει ένα ξεχασμένο λευκό κρασί από τα κορυφαία του Μακεδονικού Αμπελώνα. Το ανοίγει και μια καινούργια ευωδιά γεμίζει το τραπέζι μας. Οι τρεις μας μόνον, με τη νύχτα ολόγυρά μας, μένουμε καθισμένοι ως αργά απολαμβάνοντας μελανούρια κρασί και κουβεντούλα.
ΤΟ ΦΑΡΑΓΓΙ ΤΟΥ ΚΑΚΑΒΟΥ.
-Δεν νομίζω, ότι θα χρειαστούμε περισσότερα, λέει πρωί-πρωί ο Παναγιώτης. Πήρα μαζί μου ντομάτες απ" τον κήπο, μπόλικο τυρί κι ένα καρβέλι απ" το ψωμί που έφτιαξα χθες το απόγευμα. Νερό θα βρούμε στο φαράγγι.
Στις παρυφές της Άνω Χώρας μια μεγάλη πινακίδα καλλιτεχνικά σχεδιασμένη μας πληροφορεί για το σημείο εκκίνησης και την πορεία του φαραγγιού. Ξεκινάμε από υψόμετρο λίγο παραπάνω από τα 1000 μ. και μπαίνουμε αμέσως σ" ένα κατηφορικό μονοπάτι αρκετά καλά σηματοδοτημένο. Μια υπέροχη βλάστηση μας περιβάλλει με άφθονα έλατα, καστανιές και κέδρα, που σε αντίθεση με τους φουντωτούς θάμνους, που συναντάμε στα βου-νά της Βορείου Ελλάδος, εδώ έχουν κορμούς απόλυτα ευθυτενείς, που το ύψος τους ξεπερνάει και τα 8 μέτρα!
Ενώ αρχικά το μονοπάτι έδειχνε περιποιημένο, στη συνέχεια αρκετά σημεία, εμφανίζουν προχειρότητα στη διάνοιξη ή κακή συντήρηση. Το επισημαίνω στον Παναγιώτη, που χωρίς σχόλια, κουνάει το κεφάλι του. Μισή σχεδόν ώρα αργότερα, με κάποιες στάσεις για φωτογραφίσεις, φτάνουμε σ" ένα ειδυλλιακό ξέφωτο. Πολλά αγαθά έχει συγκεντρώσει εδώ η Φύση. Νοστιμώτατα κίτρινα κορόμηλα, μαύρα σταφύλια, καρύδια, ένα εγκαταλειμμένο παλιό καλυβάκι με θαυμάσια ξερολιθιά και άφθονη μυρωδάτη ρίγανη. Είναι αδύνατον τέτοια εποχή να συναντήσει κανείς ρίγανη στη Βόρειο Ελλάδα. Κάτω ακριβώς από το ξέφωτο, σε υψόμετρο 750 περίπου μέτρων, σχηματίζεται μια μικρή κοίτη χειμάρρου με λιγοστό νεράκι. Είναι ένα από αυτά τα δευτερεύοντα ρέματα που καταλήγουν στον Κότσαλο, το κεντρικό ποτάμι που διασχίζει το φαράγγι.
Περνάμε στην αντικρινή όχθη. Το μονοπάτι είναι άριστο, χαραγμένο και πατημένο αιώνες τώρα από ανθρώπους και υποζύγια, που διακινούντο ανάμεσα στην Άνω Χώρα και την Αμπελακιώτισσα. Σε μεγάλα τμήματα του μονοπατιού τα απόκρημνα πρανή υποστηρίζονται από ντουβάρια (μάντρες) καμωμένα με ξερολιθιά εξαιρετικής κατασκευής και αντοχής στο πέρασμα του χρόνου. Η φύση εξάλλου έχει περιβάλλει το μονοπάτι μ" ένα δάσος μεγαλειώδες, με κυριότερα δέντρα υπεραιωνόβιες καστανιές, έλατα και κέδρα. Το έδαφος είναι κατάσπαρτο με τεράστιες συγκεντρώσεις ρίγανης άριστης ποιότητας. Για αρκετή ώρα μαζεύουμε με ζήλο, προσέχοντας παράλληλα να μην την ξεριζώνουμε. Μια διαπεραστική στριγγιά φωνή, σπάει ξαφνικά την ηρεμία του δάσους.
-Νυφίτσα, λέει μονολεκτικά ο Παναγιώτης και συνεχίζει. Κι ενώ όλοι απολαμβάνουμε την υπέροχη αυτή διαδρομή, το μονοπάτι ξαφνικά σταματάει, φτάνει σε αδιέξοδο.
-Είναι αδύνατον, λέει ο Παναγιώτης. Κάπου μας ξέφυγε η σήμανση.
Μετά από μερικά λεπτά την εντοπίζουμε. Μας οδηγεί σε μια δασωμένη πλαγιά με απότομα πρανή, όπου απαιτείται εμπειρία ιχνηλάτου για να συνεχίσει κανείς ν" ακολουθεί το μονοπάτι. Αρχίζουμε να κατεβαίνουμε από όποιο σημείο θεωρεί ο καθένας ασφαλέστερο, το έδαφος πολύ συχνά είναι σαθρό και απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή. Μας παίρνει παραπάνω από ένα δεκάλεπτο για να ξαναβρεθούμε στην θαυμάσια χάραξη και την τοιχοποιΐα των παλιών μαστόρων. Δεν μπορώ ν" αποφύγω κάποιες συγκρίσεις ανάμεσα στους παλιούς και τους συγχρόνους. Μήπως αυτοί που ανέλαβαν τη διάνοιξη, την σηματοδότηση και τελικά την αξιοποίηση του Φαραγγιού του Κάκαβου θα έπρεπε έστω και τώρα να επανορθώσουν κάποιες κακοτεχνίες ;
Ήδη όμως για άλλη μια φορά η φύση του φαραγγιού μας αποζημιώνει. Ένας νέος ήχος φτάνει ως τα αυτιά μας. Είναι ο ήχος του νερού που κυλάει στην κεντρική κοίτη του Κότσαλου, με πολύ αξιόλογη ροή για την εποχή. Η βλάστηση οργιάζει, το μονοπάτι πάνω από την κοίτη γίνεται ανηφορικό και πετρώδες, εξακολουθεί όμως να είναι φαρδύ και ασφαλέστατο. Πρώτα εμφανίζονται δυο πανέμορφες λιμνούλες, μισοκρυμμένες ανάμεσα στα δέντρα, που οι διαστάσεις και το βάθος τους τις καθιστούν ιδανικές πισίνες για κολύμπι.
-Έτσι μου έρχεται να κατεβώ και να βουτήξω, να ξαναθυμηθώ το παρελθόν και τα ανέμελα νεανικά μου χρόνια στο χωριό, λέει ο φίλος μας.
Εξακολουθεί ν" ανηφορίζει το μονοπάτι, οι πλαγιές του φαραγγιού γίνονται πιο απότομες, μια νέα λιμνούλα προβάλλει με διάφανα νερά και, μερικές δεκάδες μέτρα πιο πάνω, στο στενότερο σημείο του φαραγγιού, σχηματίζεται μια γλυκύτατη καμπύλη, το πέτρινο γεφύρι. Έχω δει πολύ επιβλητικά πέτρινα γεφύρια στη ζωή μου, όμως τούτο εδώ το ταπεινό και απόμακρο γεφυράκι, έχει μια γοητεία μοναδική.
Ο δάσκαλος Λεωνίδας Λυμπέρης έγραφε στην "Φωνή της Αμπελακιώτισσας": "Επιβλητικό αντιστέκεται στο χρόνο το πετρόχτιστο γεφύρι στον Κάκαβο. Σε μια βαθιά χαραμάδα, που το ποτάμι ο Κότσαλος στενεύει, ανάμεσα στ" απόκρημνα βράχια του Αη-Νικόλα απ" τη ΒΑ πλευρά και του Ελατιά απ" τη ΝΔ, το γεφύρι ενώνει τις δυο απότομες όχθες. Απέχει μισή ώρα πεζοπορία απ" την Αμπελακιώτισσα (σημ. λίγο αισιόδοξη μέτρηση) και μια ώρα από την Άνω Χώρα. Το χτίσιμό του ανάγεται στα τέλη του 19ου αιώνα. Στη θέση του, όπως θυμούνται οι γεροντότεροι απ" τις διηγήσεις των γονιών τους, υπήρχε πριν ξύλινο γεφύρι. Τα ορμητικά νερά του ποταμού όμως κάποτε το παρέσυραν. Έτσι οι άντρες της Κόζιτσας δεν μπόρεσαν να πάνε στην Άνω Χώρα που ήταν τότε έδρα του Δήμου για να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα. Αυτό στάθηκε η αφορμή ν" αναζητήσουν μια μόνιμη λύση στον Κάκαβο. Έβαλαν στόχο να το κτίσουν και γρήγορα το κατόρθωσαν. Ηπειρώτες έμπειροι μαστόροι ανέλαβαν το χτίσιμό του. Χωρίς να ξέρουν μαθηματικούς τύπους, γνώριζαν καλά την ιδιαίτερη τεχνική για να γίνει πολύ στερεό και ν" αντέχει την ορμή του νερού.
Η πέτρα, ο τρόπος επεξεργασίας της αλλά και η τεχνική του χτισίματος, δημιούργησαν ένα κτίσμα, που ταυτίζεται με το γύρω χώρο. Αισθητικά το γεφύρι δημιουργεί την εντύπωση, ότι προβάλλει απ" τον ένα βράχο και σβήνει στον άλλο. Το γεφύρι διευκόλυνε τη συγκοινωνία και τις ανάγκες της επικοινωνίας. Απ" το λιθόστρωτο δρόμο του περνούσαν ταξιδιώτες, αγωγιάτες με τα μουλάρια τους, πραματευτάδες, ταχυδρόμοι, τσοπάνηδες με τα κοπάδια τους, προσκυνητές του Μοναστηριού.
Οι κάτοικοι της Άνω Χώρας και Κάτω Χώρας από κει μετέφεραν σιτάρι και καλαμπόκι στους μύλους του χωριού για άλεσμα. Από κει πέρα-σαν κατά την περίοδο της Κατοχής 3000 Ιταλοί, διερχόμενοι από το Αγρίνιο με κατεύθυνση την Άμφισσα. Σήμερα με τη διάνοιξη αυτοκινητοδρόμων ελκύει το ενδιαφέρον μόνο των ορειβατών και των θαυμαστών των βουνίσιων τοπίων".
Διασχίζουμε το γεφυράκι και συνεχίζουμε το ανηφορικό μονοπάτι, που θα μας φέρει στην Αμπελακιώτισσα. Διακόσια μέτρα όμως πιο πάνω, ο Παναγιώτης που προπορεύεται, μας κάνει νόημα να κατηφορίσουμε μαζί του ως την κοίτη του ποταμού.
Τρία λεπτά αργότερα βρισκόμαστε σ" ένα σημείο, που αν ήθελα να το περιγράψω επιγραμματικά, θα το ονόμαζα "Εργαστήρι Γλυπτικής της Φύσης". Είναι αδύνατον να υπολογίσει κανείς πόσες χιλιάδες χρόνια χρειάστηκε η Φύση και η συνεχής ροή του ποταμού, για να λαξέψουν με τέτοια μαεστρία τις κοιλότητες στους βράχους, ποιες γεωλογικές διεργασίες διαμόρφωσαν τα αλλεπάλληλα στρώματα των πετρωμάτων και ποιες συγκεντρώσεις μετάλλων χάρισαν αυτή την αφθονία χρωμάτων στα πετρώματα, μπορντώ, γκρι, καφέ και πράσινο. Το φως όμως στο σημείο αυτό του φαραγγιού είναι τόσο λιγοστό, που κάθε απόπειρα φωτογράφισης είναι αδύνατον ν" αποτυπώσει το θέαμα που χαίρεται το μάτι. Ας μείνει λοιπόν αυτή η σπάνια εικόνα μακριά από την δημοσιότητα και ας αποτελέσει οπτική και αισθητική ανταμοιβή μόνον για κείνους, που θα επιχειρήσουν τη διάσχιση του Φαραγγιού του Κάκαβου.
Μια ώρα σχεδόν μένουμε στο κρυφό αυτό σημείο του φαραγγιού. Βγάζει ο Παναγιώτης τα καλούδια του, ψωμί, τυρί, ντομάτα, γεύσεις κορυφαίες. Μαζεύουμε με υπομονή νεράκι από μια πηγούλα που σταλάζει. Δίπλα της κι ένα μικροσκοπικό βατραχάκι. Δεν μας ενοχλεί. Σπαθάτες πέστροφες διασχίζουν πού και πού τα κρυστάλλινα νερά, δυο-τρία δευτερόλεπτα προλαβαίνουμε να τις δούμε, ύστερα χάνονται.
Από το μισοσκόταδο, τη δροσιά και την υγρασία ξαναβγαίνουμε στο φως, στον ανήφορο. Λίγο πιο πάνω, στο "Ψηλό Λιθάρι", τελειώνει η ανάβαση, αλλάζουμε κατεύθυνση και, για πρώτη φορά μετά από τόσες ώρες, διακρίνονται απέναντί μας τα σπίτια της Αμπελακιώτισσας. Μερικά λεπτά αργότερα είμαστε και πάλι στην κοίτη του φαραγγιού, τη φορά όμως αυτή είναι φαρδιά και ομαλή, γεμάτη με πλατάνια.
-Θ" ανηφορίσουμε στο χωριό ή θέλετε να συνεχίσουμε την ακροποταμιά ως την άσφαλτο; ρωτάει ο Παναγιώτης.
Ψηφίζουμε την δεύτερη επιλογή και μετά από λίγη ώρα το μετανοιώνουμε. Μεσημέρι, ζέστη, ιδρώτας, αμέτρητες διασχίσεις του ρέματος πάνω σε πέτρες που γλιστράνε. Υπάρχουν όμως και ωραία σημεία, όπως παλιοί πετρόχτιστοι νερόμυλοι που είναι πια ερειπωμένοι, πετρώματα θεαματικά με το κόκκινο χρώμα του βωξίτη και άφθονα πλατάνια.
Μια ώρα και 15΄λεπτά αργότερα φτάνουμε επιτέλους στην άσφαλτο κι ένας φίλος του Παναγιώτη μας μεταφέρει στο χωριό μ" έναν μουσειακό "Σκαραβαίο".

ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ ΤΗΣ ΤΣΕΚΟΥΡΑΣ.
Δεν ξέρω πόσα πράγματα από το Φαράγγι του Κάκαβου ανακάλυψε ένα χρόνο πριν ο φίλος μας ο Κυριάκος. Το βέβαιο είναι, ότι με ξεναγό τον Παναγιώτη βρεθήκαμε στα ωραιότερα σημεία του φαραγγιού. Η διάσχισή του διήρκεσε συνολικά πάνω από πέντε ώρες, από τις οποίες δύο τουλάχιστον αφιερώθηκαν σε μεγάλες στάσεις, παρατηρήσεις, φωτογραφίσεις και συλλογή ρίγανης. Ήδη όμως ένας νέος στόχος προβάλλει επιτακτικά: η ανάβαση στην κορυφή της Τσεκούρας. Από την πρώτη στιγμή της άφιξής μας στην Αμπελακιώτισσα είχαμε αισθανθεί τη γοητεία, που εξασκούσε πάνω μας αυτή η βραχώδης κορυφή. Από την πρώτη κιόλας μέρα την ανάφερε ο Παναγιώτης στις κουβέντες του. Ήταν λοιπόν κάτι σαν μικρό χρέος για μας, να ατενίσουμε τον ορίζοντα από την κορυφή της Τσεκούρας.

-Πρέπει όμως να ξυπνήσουμε νωρίς. Αν μεσημεριάσουμε στον ανήφορο, θα υποφέρουμε από τη ζέστη, μας προειδοποιεί ο φίλος μας.
Στις εξήμιση το πρωί αντικρίζω τον σκοτεινό ακόμη όγκο του βουνού. Έτσι όπως διαγράφεται στον ουρανό χωρίς λεπτομέρειες και χρώματα, μοιάζει εχθρικός και απόμακρος. Μήπως δεν είναι τελικά απαραίτητο ν" ανεβούμε στην Τσεκούρα; Ήδη όμως ο πρωϊνός καφές είναι έτοιμος. Τον πίνουμε στο πλακόστρωτο του υπαίθριου χώρου. Αν και η ψύχρα είναι διαπεραστική, είναι υπέροχη η αίσθηση να βρισκόμαστε απέναντι από τις βουνοκορφές την ώρα που χαράζει. Γύρω από τις εφτάμιση μπαίνουμε στο αυτοκίνητο και ξεκινάμε παίρνοντας τον γνωστό μας χωματόδρομο για Περδικόβρυση. 7 χλμ πάνω από τον ξενώνα, σε μια στροφή του δρόμου με αρ-κετό χώρο για παρκάρισμα, σταματάμε.
-Απ" το σημείο αυτό ξεκινάει το μονοπάτι, λέει ο Παναγιώτης. Θα μπορούσαμε βέβαια ν" ακολουθήσουμε συντομότερη διαδρομή, κατευθείαν προς την κορυφή, είναι όμως πολύ κουραστική και απότομη.
Αρχίζει το μονοπάτι κακοτράχαλο και πετρώδες, με υποτυπώδη χάραξη σε μια απότομη πλαγιά. Το υψόμετρο στο σημείο εκκίνησης είναι περίπου 1300 μ., αυτό σημαίνει, ότι ως την κορυφή πρέπει να καλύψουμε μια υψομετρική διαφορά 400 μ. Η αρχική μας κατεύθυνση είναι Β-ΒΑ και συνεχίζεται για αρκετά μεγάλη απόσταση. Κυρίαρχα στοιχεία της διαδρομής είναι οι άφθονες πέτρες-μικρές και μεγάλες,- καθώς και η κυριαρχία των έλατων, μερικά από τα οποία είναι τεράστια, με ηλικία πολλών αιώνων.
Κάποια στιγμή το μονοπάτι αλλάζει κατεύθυνση, στρέφεται Α-ΝΑ. Σταδιακά τα δέντρα αραιώνουν, το έδαφος χάνει την πετρώδη του σύσταση, γίνεται μαλακό και ευχάριστο στο βάδισμα, με άφθονο χόρτο. Βγαίνουμε στη βόρεια πλευρά της Τσεκούρας, σε πανέμορφα λιβαδοτόπια, με απαλές καμπύλες και ομαλά οροπέδια. Μετά το αρχικό τραχύ και απότομο μονοπάτι η διάσχιση αυτών των λιβαδιών είναι ένας υπέροχος περίπατος. Τα τελευταία μικρά έλατα τα συναντάμε σε υψόμετρο 1700 περί-που μέτρων. Ήδη η απόσταση που απομένει είναι ελάχιστη, στις 9:30 ακριβώς βρισκόμαστε όλοι στην κορυφή της Τσεκούρας, 1 ώρα και 20΄ από τη στιγμή που ξεκινήσαμε. Είναι μια θαυμάσια μέρα του Σεπτέμβρη χωρίς κρύο, χωρίς αέρα, ο ήλιος έχει ήδη ψηλώσει αρκετά και μας ζεσταίνει ευχάριστα.
-Πίστευα πως θάταν δυσκολότερη η ανάβαση, λέει η Άννα. Τελικά η Τσεκούρα είναι πολύ πιο αθώα, από ό,τι υποδηλώνει το όνομά της.
Δεν έχει άδικο. Όταν μέχρι τα 1300 σχεδόν μέτρα φτάνει το αυτοκίνητο, τότε είναι πολύ απλό και εύκολο να φτάσει κανείς ως τα 1700. Μόνον που είναι αρκετά δύσκολο για κάποιον που δεν ξέρει την περιοχή να εντοπίσει ακριβώς το σημείο εκκίνησης. Μια, στοιχειώδης έστω σήμανση, είναι απαραίτητη. Η κορυφή αυτή καθ" εαυτή είναι ομαλή, πολύ ομαλότερη από την απόκρυμνη εντύπωση που δίνει, όταν αντικρίζει κανείς από μακριά την νότια βραχώδη ορθοπλαγιά της. Αν και με το υψόμετρο των 1732μ. δεν μπορεί να θεωρηθεί από τις ψηλότερες, η θέα προς κάθε σημείο του ορίζοντα είναι εντυπωσιακή, με πιο θεαματικό προς τα ΒΑ τον επιβλητικό ορεινό όγκο των Βαρδουσίων. Κάτω χαμηλά προς τα νότια, η Αμπελακιώτισσα μας γνέφει φιλικά.
-Νάστε καλά βρε παιδιά, λέει κάποια στιγμή ο Παναγιώτης. Χάρη σε σας ανέβηκα κι εγώ ύστερα από αρκετά χρόνια στην Τσεκούρα. Υπάρχουν όμως κι άλλες ωραίες κορυφές που μπορούμε ν" ανεβούμε, ο Προφητηλίας και, μακρύτερα ακόμη, το Τσακαλάκι. Προτείνω να κατεβούμε και να κάνουμε με την ησυχία μας ένα καινούργιο πρόγραμμα.
Κοιτάω με θλίψη τις απέναντι κορφές. Δεν ξέρει ακόμα ο Παναγιώτης, ότι σε λίγη μόνον ώρα από τώρα, θα μπαίνουμε στο αυτοκίνητο με προορισμό τη Θεσσαλονίκη...

ΕΠΙΛΟΓΟΣ.
Στην ορεινή Ναυπακτία θα ξαναπάμε. Όχι μόνο στον φίλο μας τον Παναγιώτη για να γαληνέψουμε στο κονάκι του αλλά και σ" όλη τη θαυμάσια γύρω περιοχή με τις τόσες κρυμμένες ομορφιές, τα δάση, τα φαράγγια, τα ποτάμια, τα γραφικά χωριά και τους ωραίους ξενώνες που συνεχώς δημιουργούνται.

Κι είμαστε βέβαιοι, πως κάθε φορά θ" αποκαλύπτεται στα μάτια μας κάποιο καινούργιο ωραίο πρόσωπο της συναρπαστικής μας χώρας.
ΚΕΙΜΕΝΟ: ΘΕΟΦΙΛΟΣ Δ. ΜΠΑΣΓΙΟΥΡΑΚΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: