(από το βιβλίο: Γεώργιος Δροσίνης, Σκόρπια φύλλα της ζωής μου, τόμος A΄, Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφελίμων Bιβλίων, 1985)
Ποιο παιδί δεν αγαπά τα ζώα και ποιο παιδί από τα πιο μικρά του χρόνια δε λαχταρά ν’ αποχτήσει κάτι ζωντανό δικό του, καθαυτό δικό του; Χαίρεται να το νιώθει στην εξουσία του, να το φροντίζει για την τροφή του, να του καθαρίζει το κλουβί του, αν είναι πουλί, να του συγυρίζει το σπιτάκι του ή τη γωνιά του, αν είναι τετράποδο. Κι εγώ είχα την τύχη να περάσουν πολλά ζωντανά από τα παιδιάτικά μου χέρια, τα περισσότερα σταλμένα από συγγενείς και φίλους στον πατέρα μου για μένα. Θυμούμαι το πρώτο μου καναρίνι, ένα μαυριδερό πουλάκι, που μπήκε στο σπίτι μας φευγάτο από κάπου αλλού, και το πιάσαμε με μια βρεμένη πετσέτα. Βρέθηκε θηλυκό και δεν κελαηδούσε. Το λέγαμε Μαυρίκα και μόνον συλλάβιζε κάποτε σιγαλά σιγαλά, σα λόγια προσευχής, σαν ένα μονότονο Κύριε ελέησον. Αλλά το πρώτο ονειρευτό για μένα πουλί ήταν η καρδερίνα με τα πολύχρωμα φτερά της και τη μαύρη προσωπίδα, που την έβλεπα κάποτε περαστική στα δέντρα του κήπου μας και συχνότερα σε κλουβιά κρεμασμένα έξω από καφενεία και κουρεία. Πώς ήθελα ν’ αποχτήσω κι εγώ μια δική μου καρδερίνα! Και το κατόρθωσα. Με την ανταλλαγή μερικών γυαλένιων βόλων, την πήρα από ένα συμμαθητή μου και την κρέμασα θριαμβευτικά μέσα σ’ ένα αδειανό κλουβί, που έτυχε στο σπίτι μας. Αλλά δεν έζησε πολύ. Σε λίγες μέρες τη βρήκα ένα πρωί άψυχη, πεσμένη κάτω από το καλαμάκι που κοιμούνταν τις νύχτες. Με τι λύπη την πήρα και την έθαψα σε γλάστρα με γιασεμί, για να ’χει ανθισμένο μνήμα! Θυμούμαι κι έναν κότσυφα κιτρινομύτη με τη μια φτερούγα κομμένη. Μου τον είχε φέρει ο πατέρας μου από τις Γούβες,* τον καιρό που δεν είχα πάει ακόμα εκεί. Τον είχε τουφεκίσει, και τα σκάγια τού είχαν σπάσει μόνον τη φτερούγα χωρίς να πειράξουν το κορμί του. Δεν μπορούσε να καλοπετάξει, κι ο πατέρας μου τον έπιασε ζωντανό. Ήταν μικρό πουλί ακόμα. Λυπήθηκε να το σκοτώσει κι αποφάσισε να το γιατρέψει και να μου το φέρει μέσα σ’ ένα καλαμένιο κλουβί, που του έκανε ο ίδιος. Γιατρεύτηκε, μεγάλωσε, κιτρίνισε η μύτη του σαν κεχριμπαρένια πίπα και ημέρεψε τόσο, που του δίναμε φαΐ με το χέρι. Κελαηδούσε γλυκόφωνα, τεχνίτης της φλογέρας, και μόνο δεν εφρόντιζε καθόλου για την καθαριότητα του κλουβιού του και του τόπου που ήταν τριγύρω του: πολύ χωριατομαθημένος. Όλα του όμως συχωρεμένα για το σφύριγμά του. Τον είχα ένα χρόνο. Και πνίγηκε με μια μεγάλη ρώγα σταφυλιού, που δεν μπόρεσε να καταπιεί και του ’κλεισε το λαιμό. Ο πατέρας μου δεν έτυχε στο σπίτι την ώρα εκείνη. Όταν ήρθε και το ’μαθε, μου είπε: – Κρίμα στο πουλί! άδικα πήγε. Δεν του ζουλούσες λιγάκι το λαιμό, να σκάσει η ρώγα μέσα και να γλιτώσει! Κι ένας πράσινος παπαγάλος ήρθε κάποτε στα χέρια μου για λίγο καιρό. Είχε μεγάλο χάλι: μισομαδημένα φτερά, νυσταγμένα μάτια κι όλος γρουσουζιά. Το καθετί τον ενοχλούσεν, όταν ήθελα να του καθαρίσω το κλουβί, να του βάλω φαΐ και νερό. Μου είπε κάποιος, που κάτι ήξερε από παπαγάλους, πως ήταν θηλυκός και ηλικιωμένος. Ίσως γι’ αυτό είχε και μια φωνή στρίγκλικη σα γριά παράξενη. Δεν έζησε περισσότερο από πέντ’ έξι μήνες, και ξεψύχησε με το τελευταίο του γρουσούζικο ξεφωνητό. Δεν τον λυπήθηκα καθόλου, γιατί μου είχε δαγκώσει δυο τρεις φορές τα δάχτυλα, κι ούτε επιθύμησα ν’ αποχτήσω άλλον παπαγάλο. Και περιστέρια μου είχαν χαρίσει, που δεν έμειναν για πολύ καιρό και ξεφτερούγισαν αγύριστα, για μεγάλη χαρά των υπηρετριών, που δεν πρόφταιναν να καθαρίζουν στην αυλή τις αταξίες τους. Και μια πέρδικα στο καλαμένιο της κλουβί μού ήρθε λεβέντισσα από κάποιο αιγαιοπελαγίτικο νησί, για να με ξυπνά κάθε ξημέρωμα με το νοσταλγικό της κράξιμο προς τις κυματόδαρτες πλαγιές του νησιού της. Σκυλιά δεν έλειψαν ποτέ από το σπίτι μας. Συνομήλική μου ήταν η Κίρκη, μια πανάγαθη ασπρόμαυρη σκυλίτσα με μακριά σγουρά μαλλιά και κρεμαστά αυτιά, ράτσας γερμανικής, που είχε πρωτοφέρει η βασίλισσα Αμαλία. Συντρόφισσα των παιγνιδιών μου, που ποτέ δε φαντάστηκε πως μπορούσε να με δαγκώσει, κι όταν ακόμα την καταδίκαζα να σέρνει σαν υποζύγιο τα καροτσάκια μου, κι αν δυσκολεύουνταν τη χτυπούσα με μια βέργα για να κάνω τον τέλειον αμαξά. Μεγαλώσαμε μαζί και γέρασε, με τα δικά της όρια της ηλικίας, για να πεθάνει, όταν εγώ δεν ήμουν ακόμα δεκαπέντε χρόνων. Άλλη σκυλίτσα, κάτασπρη, μαλλιαρή, η Λητώ, είχε τραγικό τέλος, γιατί έδειξε σημάδια λύσσας, κι ο πατέρας μου αναγκάστηκε να τη σκοτώσει με μια τουφεκιά μες στο στόμα της, αφού όρμησε καταπάνω του κι άρπαξε με τα δόντια την κάνα του τουφεκιού. Kαθαυτό δικό μου σκυλί αργότερα ήταν η Mπουλότ, μια χοντρούλα σκύλα του κυνηγιού μαυριδερή, κοντόμαλλη. Tην ήθελα για να την πάρω μαζί μου στις Γούβες το καλοκαίρι, που ταχτικά πια μου είχεν υποσχεθεί, πως θα με παίρνει μαζί του ο πατέρας μου. Kαθώς όλα τα κυνηγιάρικα σκυλιά ήταν ζημιάρικο και σκανταλιάρικο. Tις παντόφλες του πατέρα μου κάποτε, παρμένες από κάτω από το κρεβάτι του, τις βρήκαμε στο περιβόλι, θαμμένες στη ρίζα μιας πορτοκαλιάς. Kαι το χειρότερο: ένα χρυσό και σμαλτωμένο ρολογάκι, νυφικό δώρο της μητέρας μου, ακουμπισμένο στο τραπεζάκι, ανασηκώθηκε στα πίσω πόδια, γιατί θ’ άκουσε το τικ-τακ, το πήρε στο στόμα και το μάσησε με τα δόντια της. Ύστερα απ’ αυτό δεν μπορούσε πια να μείνει στο σπίτι. Kατά καλή τύχη είχαν τότε φέρει στην Aθήνα για κάποια δουλειά τον επιστάτη των Γουβών, έναν παλιόν ενωματάρχη Hπειρώτη, και ήταν να φύγει τις μέρες εκείνες του Γενάρη για τις Γούβες. Tου δώσαμε λοιπόν την Mπουλότ μαζί του. Έτσι θα την έβρισκα το καλοκαίρι, και μάλιστα γυμνασμένη για το κυνήγι. Όταν φτάσαμε καβάλα με τον πατέρα μου και συνοδό τον επιστάτη μπροστά από τον Πύργο των Γουβών, η Mπουλότ, που κοιμούνταν φύλακας στην πέτρινη σκάλα, όρμησε κατ’ απάνω μου, που πήγαινα πρώτος, κι ο επιστάτης μού φώναξε: ― Πρόσεξε, μην πεζέψεις πριν έρθω κοντά, γιατί είναι πολύ άγρια και δαγκώνει. Aλλά μόλις άκουσε τη φωνή μου και τ’ όνομά της, αναστύλωσε τ’ αυτιά ξαφνιασμένη. Kι άμα πήρε μυρωδιά, πήδησε απάνω μου, πριν πεζέψω, φιλώντας τα πόδια μου, τα ρούχα μου, το χέρι μου, που της άπλωσα να τη χαϊδέψω. Kι από την ώρα εκείνη παράτησε τον επιστάτη κι αφοσιώθηκε σ’ εμένα. M’ ακολουθούσε και στα κυνήγια των λαγών και στους περιπάτους μου. Kάθουνταν μπροστά στα πόδια μου, όταν έμενα στον εξώστη του Πύργου, και δεν τολμούσε κανένας να με πλησιάσει.Tις νύχτες δεν κοιμούνταν στη σκάλα καθώς πριν, αλλά κάτω από το παράθυρό μου. Kι όταν ήρθε η ώρα να φύγω από τις Γούβες, ο επιστάτης αναγκάστηκε να τη δέσει για να μην έρθει μαζί. Kι άκουα από τ’ άλογο για πολλή ώρα στο δρόμο τα κλαψιάρικα γαβγίσματά της. Ήταν όμως κακό το τέλος της. Tο άλλο καλοκαίρι δεν την βρήκα στον πύργο να ’ρθει να με προαπαντήσει, κι ο επιστάτης μού είπε, πως την είχαν σκοτώσει, γιατί είχε πάρει την κακή συνήθεια, να σηκώνει τις κλώσσες από τις φωλιές και να τρώει τ’ αυγά τους. Eίχε ρημάξει τις νοικοκυράδες του χωριού, κατά τη φράση του επιστάτη. Από το ζωολογικό μου κήπο πέρασαν κι άλλα ζωντανά: Μια χελώνα μεγάλη, που την έφερε ο γαλατάς μας για να τρώει τους ψύλλους! Εκείνη όμως θεωρούσε θρεπτικότερη τροφή τα χόρτα του κήπου και τα πίτουρα των ορνίθων. Για λίγον καιρό είχα κι ένα σκαντζόχοιρο μικρό, τρόφιμο κι αυτόν του κοτετσιού, που αψηφούσε τα τσιμπήματα του πετεινού, εχθρού του θανάσιμου. Απόχτησα κι έναν λαγό, που μου τον έστειλαν αλυσοδεμένο σα σκλάβο, γιατί το σκοινί το ’κοβε με τα δόντια. Ο κακόμοιρος, περνούσε τις πληχτικές ώρες του τρυπωμένος σε μια γωνιά του πλυσταριού. Δεν ξέρω πώς, μια μέρα, μου ήρθε η λαμπρά ιδέα να του κάνω λουτρό στη σκάφη, γιατί είχε μουντζουρωθεί από το τζάκι. Εκείνος όμως, ασυνήθιστος σε τέτοιες φροντίδες, άρχισε να τινάζεται και να κλοτσά, και με μούσκεψε με το νερό της σκάφης. Για να μη με καταλάβουν, ανέβηκα στην ταράτσα να στεγνώσω. Αλλά δε στέγνωσα καλά κι αναγκάστηκα να πω το κατόρθωμά μου, για να μ’ αλλάξουν ρούχα. Την άλλη μέρα ξύπνησα συναχωμένος, και την αιτία αναζήτησαν στο λουτρό του λαγού. Για να μην το επαναλάβω, ίσως και γιατί λέρωνε το πλυσταριό, ο πατέρας μου τον καταδίκασε σε θάνατο και μαγείρεμα, χωρίς εγώ να το μάθω –προφυλαγμένος για το συνάχι στην κάμαρά μου– παρά ύστερα από πολλές μέρες. Μου είπαν μάλιστα, στην αρχή, πως τον είχαν δώσει αλλού ζωντανόν. Πρώτη φορά γνώρισα τότε από μακριά και τη Σκύρο, που τόσο πολύ γνωρίστηκα μαζί της τα κατοπινά χρόνια της ζωής μου. Κάποιος φίλος του πατέρα μου του έφερε από κει ένα αγριόγιδο για μένα. Το είχαμε κι αυτό δεμένο παράμερα στο περιβόλι, για να μην κάνει ζημιά στα σπαρμένα λουλούδια. Όμως κάποτε έκοψε το σκοινί του και καταπάτησε κι έφαγε τα νεόβλαστα ζουμπούλια, που τα είχαμε σαν το πολυτιμότερο πετράδι. Κι έτσι αναγκαστήκαμε να το δώσομε σε κάποιον που είχε μεγάλο χτήμα στην Κολοκυθού. Ούτ’ έμαθα ποτέ τι απόγινε… Αλλά το πιο χαριτωμένο ζωντανό χάρισμα που έλαβα, ήταν δυο άσπρα πλουμιστά μοσχοπόντικα, σα μικρά κουνελάκια με κοντά αυτιά. Τόσο ήμερα, που γύριζαν ελεύθερα στο σπίτι από κάμαρα σε κάμαρα κι έτρωγαν από το χέρι μου ψωμί. Ένα πρωί όμως τα βρήκαν πνιγμένα και μισοφαγωμένα από κάποια ξένη γάτα, που είχε τρυπώσει τη νύχτα στο σπίτι μας. Το μόνο σπιτικό ζώο που δε συμπαθούσα ποτέ κι ούτ’ επιθύμησα να το αποχτήσω δικό μου, ήταν η γάτα. Τίποτε καλό δεν έκανε, παρά να τρώει τα ποντίκια, και τα κακά κι οι ζημίες της δε μετριούνταν. Και πρώτα πρώτα, ο χειρότερος εχθρός του περιβολιού: μας αφάνιζε τα τρυφερά φυτώρια. Έπειτα, κυνηγούσε τα σπουργίτια και τ’ άλλα πουλάκια, που πολλές φορές τα πήρα από τα δόντια της μισοφαγωμένα, και είχε όλη την όρεξη ν’ απλώσει τα νύχια της και στα πουλιά του σπιτιού, αν ήταν χαμηλότερα κρεμασμένα τα κλουβιά τους. Τις νύχτες με ξυπνούσαν τα νιαουρίσματά της στην αυλή και στον τοίχο της μάντρας. Τα χέρια μου ήταν συχνά τζαγκρουνισμένα, αν τύχαινε ν’ απλώσω για να τη χαϊδέψω. Καμιά αφοσίωση σ’ εκείνους που την έτρεφαν και τη φρόντιζαν στο σπίτι. Γενικά, μου έκανε την εντύπωση, όχι πως ήταν αυτή δική μας, αλλά πως μας θεωρούσε εμάς της υπηρεσίας της. Ο τύπος της απιστίας και της αχαριστίας. Η αντίθεση του σκυλιού. Γι’ αυτό κι η θανάσιμη έχθρα των δυο ζώων μεταξύ τους. Αλλά το ζώο που περισσότερο απ’ όλα λαχταρούσα να είχα από τα πιο παιδιάτικά μου χρόνια, δεν ευτύχησα να το αποχτήσω ποτέ: ένα αλογάκι καρυστινό. Καρυστινά τά ’λεγαν, ενώ πολύ αργότερα τα είδα στην πατρίδα τους τη Σκύρο, κοπαδιαστά κι ελεύθερα, και μου θύμισαν τον παιδιάτικο πόθο. Δυο πλουσιόπαιδα συνομήλικά μου, που κατοικούσαν κοντά στην Πλάκα, είχαν και καβαλίκευαν δυο τέτοια αλογάκια. Κι από τότε που τα είδα δεν εκαταδεχόμουν πια τα ψεύτικα, τα ξύλινα, που μου χάριζαν την Πρωτοχρονιά. Ήθελα ένα αλογάκι αληθινό. ― Ο πρώτος ανεκπλήρωτος πόθος της ζωής μου!
Ποιο παιδί δεν αγαπά τα ζώα και ποιο παιδί από τα πιο μικρά του χρόνια δε λαχταρά ν’ αποχτήσει κάτι ζωντανό δικό του, καθαυτό δικό του; Χαίρεται να το νιώθει στην εξουσία του, να το φροντίζει για την τροφή του, να του καθαρίζει το κλουβί του, αν είναι πουλί, να του συγυρίζει το σπιτάκι του ή τη γωνιά του, αν είναι τετράποδο. Κι εγώ είχα την τύχη να περάσουν πολλά ζωντανά από τα παιδιάτικά μου χέρια, τα περισσότερα σταλμένα από συγγενείς και φίλους στον πατέρα μου για μένα. Θυμούμαι το πρώτο μου καναρίνι, ένα μαυριδερό πουλάκι, που μπήκε στο σπίτι μας φευγάτο από κάπου αλλού, και το πιάσαμε με μια βρεμένη πετσέτα. Βρέθηκε θηλυκό και δεν κελαηδούσε. Το λέγαμε Μαυρίκα και μόνον συλλάβιζε κάποτε σιγαλά σιγαλά, σα λόγια προσευχής, σαν ένα μονότονο Κύριε ελέησον. Αλλά το πρώτο ονειρευτό για μένα πουλί ήταν η καρδερίνα με τα πολύχρωμα φτερά της και τη μαύρη προσωπίδα, που την έβλεπα κάποτε περαστική στα δέντρα του κήπου μας και συχνότερα σε κλουβιά κρεμασμένα έξω από καφενεία και κουρεία. Πώς ήθελα ν’ αποχτήσω κι εγώ μια δική μου καρδερίνα! Και το κατόρθωσα. Με την ανταλλαγή μερικών γυαλένιων βόλων, την πήρα από ένα συμμαθητή μου και την κρέμασα θριαμβευτικά μέσα σ’ ένα αδειανό κλουβί, που έτυχε στο σπίτι μας. Αλλά δεν έζησε πολύ. Σε λίγες μέρες τη βρήκα ένα πρωί άψυχη, πεσμένη κάτω από το καλαμάκι που κοιμούνταν τις νύχτες. Με τι λύπη την πήρα και την έθαψα σε γλάστρα με γιασεμί, για να ’χει ανθισμένο μνήμα! Θυμούμαι κι έναν κότσυφα κιτρινομύτη με τη μια φτερούγα κομμένη. Μου τον είχε φέρει ο πατέρας μου από τις Γούβες,* τον καιρό που δεν είχα πάει ακόμα εκεί. Τον είχε τουφεκίσει, και τα σκάγια τού είχαν σπάσει μόνον τη φτερούγα χωρίς να πειράξουν το κορμί του. Δεν μπορούσε να καλοπετάξει, κι ο πατέρας μου τον έπιασε ζωντανό. Ήταν μικρό πουλί ακόμα. Λυπήθηκε να το σκοτώσει κι αποφάσισε να το γιατρέψει και να μου το φέρει μέσα σ’ ένα καλαμένιο κλουβί, που του έκανε ο ίδιος. Γιατρεύτηκε, μεγάλωσε, κιτρίνισε η μύτη του σαν κεχριμπαρένια πίπα και ημέρεψε τόσο, που του δίναμε φαΐ με το χέρι. Κελαηδούσε γλυκόφωνα, τεχνίτης της φλογέρας, και μόνο δεν εφρόντιζε καθόλου για την καθαριότητα του κλουβιού του και του τόπου που ήταν τριγύρω του: πολύ χωριατομαθημένος. Όλα του όμως συχωρεμένα για το σφύριγμά του. Τον είχα ένα χρόνο. Και πνίγηκε με μια μεγάλη ρώγα σταφυλιού, που δεν μπόρεσε να καταπιεί και του ’κλεισε το λαιμό. Ο πατέρας μου δεν έτυχε στο σπίτι την ώρα εκείνη. Όταν ήρθε και το ’μαθε, μου είπε: – Κρίμα στο πουλί! άδικα πήγε. Δεν του ζουλούσες λιγάκι το λαιμό, να σκάσει η ρώγα μέσα και να γλιτώσει! Κι ένας πράσινος παπαγάλος ήρθε κάποτε στα χέρια μου για λίγο καιρό. Είχε μεγάλο χάλι: μισομαδημένα φτερά, νυσταγμένα μάτια κι όλος γρουσουζιά. Το καθετί τον ενοχλούσεν, όταν ήθελα να του καθαρίσω το κλουβί, να του βάλω φαΐ και νερό. Μου είπε κάποιος, που κάτι ήξερε από παπαγάλους, πως ήταν θηλυκός και ηλικιωμένος. Ίσως γι’ αυτό είχε και μια φωνή στρίγκλικη σα γριά παράξενη. Δεν έζησε περισσότερο από πέντ’ έξι μήνες, και ξεψύχησε με το τελευταίο του γρουσούζικο ξεφωνητό. Δεν τον λυπήθηκα καθόλου, γιατί μου είχε δαγκώσει δυο τρεις φορές τα δάχτυλα, κι ούτε επιθύμησα ν’ αποχτήσω άλλον παπαγάλο. Και περιστέρια μου είχαν χαρίσει, που δεν έμειναν για πολύ καιρό και ξεφτερούγισαν αγύριστα, για μεγάλη χαρά των υπηρετριών, που δεν πρόφταιναν να καθαρίζουν στην αυλή τις αταξίες τους. Και μια πέρδικα στο καλαμένιο της κλουβί μού ήρθε λεβέντισσα από κάποιο αιγαιοπελαγίτικο νησί, για να με ξυπνά κάθε ξημέρωμα με το νοσταλγικό της κράξιμο προς τις κυματόδαρτες πλαγιές του νησιού της. Σκυλιά δεν έλειψαν ποτέ από το σπίτι μας. Συνομήλική μου ήταν η Κίρκη, μια πανάγαθη ασπρόμαυρη σκυλίτσα με μακριά σγουρά μαλλιά και κρεμαστά αυτιά, ράτσας γερμανικής, που είχε πρωτοφέρει η βασίλισσα Αμαλία. Συντρόφισσα των παιγνιδιών μου, που ποτέ δε φαντάστηκε πως μπορούσε να με δαγκώσει, κι όταν ακόμα την καταδίκαζα να σέρνει σαν υποζύγιο τα καροτσάκια μου, κι αν δυσκολεύουνταν τη χτυπούσα με μια βέργα για να κάνω τον τέλειον αμαξά. Μεγαλώσαμε μαζί και γέρασε, με τα δικά της όρια της ηλικίας, για να πεθάνει, όταν εγώ δεν ήμουν ακόμα δεκαπέντε χρόνων. Άλλη σκυλίτσα, κάτασπρη, μαλλιαρή, η Λητώ, είχε τραγικό τέλος, γιατί έδειξε σημάδια λύσσας, κι ο πατέρας μου αναγκάστηκε να τη σκοτώσει με μια τουφεκιά μες στο στόμα της, αφού όρμησε καταπάνω του κι άρπαξε με τα δόντια την κάνα του τουφεκιού. Kαθαυτό δικό μου σκυλί αργότερα ήταν η Mπουλότ, μια χοντρούλα σκύλα του κυνηγιού μαυριδερή, κοντόμαλλη. Tην ήθελα για να την πάρω μαζί μου στις Γούβες το καλοκαίρι, που ταχτικά πια μου είχεν υποσχεθεί, πως θα με παίρνει μαζί του ο πατέρας μου. Kαθώς όλα τα κυνηγιάρικα σκυλιά ήταν ζημιάρικο και σκανταλιάρικο. Tις παντόφλες του πατέρα μου κάποτε, παρμένες από κάτω από το κρεβάτι του, τις βρήκαμε στο περιβόλι, θαμμένες στη ρίζα μιας πορτοκαλιάς. Kαι το χειρότερο: ένα χρυσό και σμαλτωμένο ρολογάκι, νυφικό δώρο της μητέρας μου, ακουμπισμένο στο τραπεζάκι, ανασηκώθηκε στα πίσω πόδια, γιατί θ’ άκουσε το τικ-τακ, το πήρε στο στόμα και το μάσησε με τα δόντια της. Ύστερα απ’ αυτό δεν μπορούσε πια να μείνει στο σπίτι. Kατά καλή τύχη είχαν τότε φέρει στην Aθήνα για κάποια δουλειά τον επιστάτη των Γουβών, έναν παλιόν ενωματάρχη Hπειρώτη, και ήταν να φύγει τις μέρες εκείνες του Γενάρη για τις Γούβες. Tου δώσαμε λοιπόν την Mπουλότ μαζί του. Έτσι θα την έβρισκα το καλοκαίρι, και μάλιστα γυμνασμένη για το κυνήγι. Όταν φτάσαμε καβάλα με τον πατέρα μου και συνοδό τον επιστάτη μπροστά από τον Πύργο των Γουβών, η Mπουλότ, που κοιμούνταν φύλακας στην πέτρινη σκάλα, όρμησε κατ’ απάνω μου, που πήγαινα πρώτος, κι ο επιστάτης μού φώναξε: ― Πρόσεξε, μην πεζέψεις πριν έρθω κοντά, γιατί είναι πολύ άγρια και δαγκώνει. Aλλά μόλις άκουσε τη φωνή μου και τ’ όνομά της, αναστύλωσε τ’ αυτιά ξαφνιασμένη. Kι άμα πήρε μυρωδιά, πήδησε απάνω μου, πριν πεζέψω, φιλώντας τα πόδια μου, τα ρούχα μου, το χέρι μου, που της άπλωσα να τη χαϊδέψω. Kι από την ώρα εκείνη παράτησε τον επιστάτη κι αφοσιώθηκε σ’ εμένα. M’ ακολουθούσε και στα κυνήγια των λαγών και στους περιπάτους μου. Kάθουνταν μπροστά στα πόδια μου, όταν έμενα στον εξώστη του Πύργου, και δεν τολμούσε κανένας να με πλησιάσει.Tις νύχτες δεν κοιμούνταν στη σκάλα καθώς πριν, αλλά κάτω από το παράθυρό μου. Kι όταν ήρθε η ώρα να φύγω από τις Γούβες, ο επιστάτης αναγκάστηκε να τη δέσει για να μην έρθει μαζί. Kι άκουα από τ’ άλογο για πολλή ώρα στο δρόμο τα κλαψιάρικα γαβγίσματά της. Ήταν όμως κακό το τέλος της. Tο άλλο καλοκαίρι δεν την βρήκα στον πύργο να ’ρθει να με προαπαντήσει, κι ο επιστάτης μού είπε, πως την είχαν σκοτώσει, γιατί είχε πάρει την κακή συνήθεια, να σηκώνει τις κλώσσες από τις φωλιές και να τρώει τ’ αυγά τους. Eίχε ρημάξει τις νοικοκυράδες του χωριού, κατά τη φράση του επιστάτη. Από το ζωολογικό μου κήπο πέρασαν κι άλλα ζωντανά: Μια χελώνα μεγάλη, που την έφερε ο γαλατάς μας για να τρώει τους ψύλλους! Εκείνη όμως θεωρούσε θρεπτικότερη τροφή τα χόρτα του κήπου και τα πίτουρα των ορνίθων. Για λίγον καιρό είχα κι ένα σκαντζόχοιρο μικρό, τρόφιμο κι αυτόν του κοτετσιού, που αψηφούσε τα τσιμπήματα του πετεινού, εχθρού του θανάσιμου. Απόχτησα κι έναν λαγό, που μου τον έστειλαν αλυσοδεμένο σα σκλάβο, γιατί το σκοινί το ’κοβε με τα δόντια. Ο κακόμοιρος, περνούσε τις πληχτικές ώρες του τρυπωμένος σε μια γωνιά του πλυσταριού. Δεν ξέρω πώς, μια μέρα, μου ήρθε η λαμπρά ιδέα να του κάνω λουτρό στη σκάφη, γιατί είχε μουντζουρωθεί από το τζάκι. Εκείνος όμως, ασυνήθιστος σε τέτοιες φροντίδες, άρχισε να τινάζεται και να κλοτσά, και με μούσκεψε με το νερό της σκάφης. Για να μη με καταλάβουν, ανέβηκα στην ταράτσα να στεγνώσω. Αλλά δε στέγνωσα καλά κι αναγκάστηκα να πω το κατόρθωμά μου, για να μ’ αλλάξουν ρούχα. Την άλλη μέρα ξύπνησα συναχωμένος, και την αιτία αναζήτησαν στο λουτρό του λαγού. Για να μην το επαναλάβω, ίσως και γιατί λέρωνε το πλυσταριό, ο πατέρας μου τον καταδίκασε σε θάνατο και μαγείρεμα, χωρίς εγώ να το μάθω –προφυλαγμένος για το συνάχι στην κάμαρά μου– παρά ύστερα από πολλές μέρες. Μου είπαν μάλιστα, στην αρχή, πως τον είχαν δώσει αλλού ζωντανόν. Πρώτη φορά γνώρισα τότε από μακριά και τη Σκύρο, που τόσο πολύ γνωρίστηκα μαζί της τα κατοπινά χρόνια της ζωής μου. Κάποιος φίλος του πατέρα μου του έφερε από κει ένα αγριόγιδο για μένα. Το είχαμε κι αυτό δεμένο παράμερα στο περιβόλι, για να μην κάνει ζημιά στα σπαρμένα λουλούδια. Όμως κάποτε έκοψε το σκοινί του και καταπάτησε κι έφαγε τα νεόβλαστα ζουμπούλια, που τα είχαμε σαν το πολυτιμότερο πετράδι. Κι έτσι αναγκαστήκαμε να το δώσομε σε κάποιον που είχε μεγάλο χτήμα στην Κολοκυθού. Ούτ’ έμαθα ποτέ τι απόγινε… Αλλά το πιο χαριτωμένο ζωντανό χάρισμα που έλαβα, ήταν δυο άσπρα πλουμιστά μοσχοπόντικα, σα μικρά κουνελάκια με κοντά αυτιά. Τόσο ήμερα, που γύριζαν ελεύθερα στο σπίτι από κάμαρα σε κάμαρα κι έτρωγαν από το χέρι μου ψωμί. Ένα πρωί όμως τα βρήκαν πνιγμένα και μισοφαγωμένα από κάποια ξένη γάτα, που είχε τρυπώσει τη νύχτα στο σπίτι μας. Το μόνο σπιτικό ζώο που δε συμπαθούσα ποτέ κι ούτ’ επιθύμησα να το αποχτήσω δικό μου, ήταν η γάτα. Τίποτε καλό δεν έκανε, παρά να τρώει τα ποντίκια, και τα κακά κι οι ζημίες της δε μετριούνταν. Και πρώτα πρώτα, ο χειρότερος εχθρός του περιβολιού: μας αφάνιζε τα τρυφερά φυτώρια. Έπειτα, κυνηγούσε τα σπουργίτια και τ’ άλλα πουλάκια, που πολλές φορές τα πήρα από τα δόντια της μισοφαγωμένα, και είχε όλη την όρεξη ν’ απλώσει τα νύχια της και στα πουλιά του σπιτιού, αν ήταν χαμηλότερα κρεμασμένα τα κλουβιά τους. Τις νύχτες με ξυπνούσαν τα νιαουρίσματά της στην αυλή και στον τοίχο της μάντρας. Τα χέρια μου ήταν συχνά τζαγκρουνισμένα, αν τύχαινε ν’ απλώσω για να τη χαϊδέψω. Καμιά αφοσίωση σ’ εκείνους που την έτρεφαν και τη φρόντιζαν στο σπίτι. Γενικά, μου έκανε την εντύπωση, όχι πως ήταν αυτή δική μας, αλλά πως μας θεωρούσε εμάς της υπηρεσίας της. Ο τύπος της απιστίας και της αχαριστίας. Η αντίθεση του σκυλιού. Γι’ αυτό κι η θανάσιμη έχθρα των δυο ζώων μεταξύ τους. Αλλά το ζώο που περισσότερο απ’ όλα λαχταρούσα να είχα από τα πιο παιδιάτικά μου χρόνια, δεν ευτύχησα να το αποχτήσω ποτέ: ένα αλογάκι καρυστινό. Καρυστινά τά ’λεγαν, ενώ πολύ αργότερα τα είδα στην πατρίδα τους τη Σκύρο, κοπαδιαστά κι ελεύθερα, και μου θύμισαν τον παιδιάτικο πόθο. Δυο πλουσιόπαιδα συνομήλικά μου, που κατοικούσαν κοντά στην Πλάκα, είχαν και καβαλίκευαν δυο τέτοια αλογάκια. Κι από τότε που τα είδα δεν εκαταδεχόμουν πια τα ψεύτικα, τα ξύλινα, που μου χάριζαν την Πρωτοχρονιά. Ήθελα ένα αλογάκι αληθινό. ― Ο πρώτος ανεκπλήρωτος πόθος της ζωής μου!
* Γούβες: τοποθεσία στην Εύβοια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου