Μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους και τους Βενετούς, το 1204, στη Δυτική Ελλάδα δημιουργήθηκε από το Μιχαήλ Κομνηνό το Δεσποτάτο της Ηπείρου. Το κράτος αυτό γνώρισε μεγάλη ακμή τα επόμενα χρόνια με ηγεμόνες τον Θεόδωρο Α΄ και τον Μιχαήλ Β΄ και επέκτεινε τα όριά του βόρεια μέχρι το Δυρράχιο, νότια μέχρι τις ακτές της Πελοποννήσου και έφτασε με επι ηγεμονίας Θεόδωρου Α΄, να αποσπάσει από τους Λομβάρδους ακόμη και τη Θεσσαλονίκη. Σε λίγο ο στρατός του Δεσποτάτου έφτασε να απειλεί τους Φράγκους της Κωνσταντινούπολης. Όμως, ηττήθηκε από τους Βούλγαρους και αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Η περιοχή της Δυτικής Ελλάδας, από την εποχή που αποτελούσε τμήμα του Δεσποτάτου της Ηπείρου, είχε αμιγές χριστιανικό ελληνικό πληθυσμό. Την εποχή αυτή είχε αρχίσει μια αθρόα κάθοδος από το βορρά, αλβανικών φυλών. Οι Αλβανοί ήταν νομάδες και ήταν οργανωμένοι σε φάρες. Πρώτα εισχώρησαν στην περιοχή της Θεσσαλίας. Βοηθούμενοι από τους Σέρβους, εισχώρησαν στην Αιτωλοακαρνανία το 13ο και το 14ο αιώνα. Συγκεκριμένα, μετά τη μάχη του Αχελώου το 1358, ο αρχηγός των Αλβανών, Κάρολος Θώπια, νίκησε στην Αιτωλία τον Νικηφόρο Β΄ (1) . Επακόλουθο αυτής της νίκης υπήρξε η ίδρυση δύο μικρών αλβανικών πριγκιπάτων, το ένα στην Άρτα, από τον Πέτρο Λιόσα και το άλλο στο Αγγελόκαστρο από τον Γκιν Μπούα Σπάτα.
Ο Γκίνης Μπούας Σπάτας αναγνωρίστηκε από το Σέρβο Δεσπότη των Ιωαννίνων, Συμεών Ουρόσι, δεσπότης του Αγγελοκάστρου, των περιοχών του Κάτω Αχελώου και των κάστρων της ευρύτερης περιοχής της Ακαρνανίας. Το 1360 ο Γκίνης Μπούας καταλαμβάνει το Κάστρο της Ναυπάκτου. Το 1374 ο Πέτρος Λιόσας, δεσπότης της Άρτας, των Ρώγων και της Αμφιλοχίας, πέθανε και ο Γκίνης Μπούας Σπάτας εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία και άρπαξε την εξουσία και στην Άρτα. Στην Αιτωλοακαρνανία άφησε ηγεμόνα τον αδερφό του, Σγουρό. Ο Σγουρός στη συνέχεια κατέλαβε το κάστρο του Δραγαμέστου, το οποίο αργότερα παραχώρησε ως προίκα στην κόρη του Στερίνα που παντρεύτηκε το Βενετό Φραγκίσκο Φοσκάρη. Οι Αλβανοί κράτησαν για περίπου πενήντα χρόνια την περιοχή της Αικτωλοακαρνανίας και τα κάστρα της.
Στην ταραγμένη περίοδο του 15ου αιώνα η αλλαγή των κυριάρχων δεν έγινε για όλες τις περιοχές της Ελλάδας την ίδια χρονολογία. Η βαθμιαία ή απότομη μεταλλαγή εξαρτήθηκε από τη διαφορετική κατά τόπους ιστορική πραγματικότητα, τις περιβάλλουσες το χώρο δυνάμεις, τις συγκρούσεις των ισχυρών αλλά και τη γεωγραφική θέση της περιοχής. Οι Τούρκοι επικράτησαν στη Θεσσαλία και στην περιοχή της Ευρυτανίας, πριν από την πτώση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας (γύρω στα 1393). Στην Αιτωλοακαρνανία η μοιραία «μάχη του Αχελώου» στα 1358 σηματοδότησε την παρουσία των Αλβανών στο χώρο και την κατάληψη όλων των φρουρίων και θέσεων που ανήκαν στο βυζαντινό κράτος της Ηπείρου. Η δράση των αλβανικών γενών επεκτείνεται σε όλο το χώρο της δυτικής Στερεάς Ελλάδας και συμπίπτει με την περίοδο της έσχατης παρακμής του υστεροβυζαντινού Ελληνισμού.
Με την κατάληψη των Κάστρων της Δυτικής Ελλάδας οι Αλβανοί δεσπότες, καταπίεζαν τους ντόπιους και έκαναν επιδρομές στην περιοχή της Λευκάδος, που τότε άνηκε στο Βασίλειο της Νεαπόλεως και είχε ηγεμόνα τον Κάρολο Α΄ Τόκκο (2) .Το αποτέλεσμα ήταν να προκαλέσουν την εισβολή του Καρόλου Τόκου στην Αιτωλοακαρνανία. Tο 1405 το Βραχώρι, το Αγγελόκαστρο και άλλοι οικισμοί προσαρτήθηκαν στις κτίσεις του Κάρολου Α΄ Τόκκου και από τότε ονομάστηκε Κάρλελι.
Ο Κάρολος Α', κληρονόμος των τίτλων του κόμη της Κεφαλληνίας και του δούκα της Λευκάδας, προικισμένος με μεγάλες ικανότητες, φιλόδοξος αλλά και με στρατηγικές ικανότητες, θέλησε να εκδιώξει τους Αλβανούς από την περιοχή και να επεκτείνει την κυριαρχία του από τα νησιά στα ηπειρωτικά εδάφη και σε όλη την πρώην επικράτεια του κράτους της Ηπείρου. Πρωταρχικός στόχος ήταν η κατάληψη του Αγγελόκαστρου, που συνέχιζε να είναι σημαντικότατο πόλισμα, διοικητικό, οικονομικό και εμπορικό κέντρο όλης της περιοχής του Αχελώου. Με δύναμη μισθοφόρων και με τους πληθυσμούς που ήλπιζαν σε ηπιότερη και ειρηνική διαβίωση με το μέρος του, ο Κάρολος επιτίθεται στο οχυρό. Νικήθηκε κατ' αρχάς από τις αλβανικές δυνάμεις, οι οποίες είχαν καλέσει σε βοήθεια τον Γιουσούφ Μπέη από την ήδη τουρκοκρατούμενη Θεσσαλία. Οι Τούρκοι όμως απέτυχαν να εδραιώσουν την νίκη τους και να κρατήσουν την περιοχή. Έτσι ο Κάρολος Α' κατάφερε να επικρατήσει τελικά (1405), αλλά ως φόρου υποτελής στον Σουλτάνο και με υποχρέωση να διατηρεί καλές σχέσεις με τους Οθωμανούς. Η μετριοπαθής και ειρηνική πολιτική του κράτησε ως το θάνατο του (1430). Η αντίστροφη μέτρηση όμως για την πλήρη επικράτηση των Τούρκων στην Ελλάδα, είχε προ πολού αρχίσει. Επί διαδόχου και ανιψιού του, Καρόλου Β', ο Σινάν Πασάς, κύριος στα Γιάννενα, ολοκλήρωσε σταδιακά την κατάληψη όλων των οχυρών θέσεων (Αγγελόκαστρο 1460, Βόνιτσα 1479, Ναύπακτος 1499) και εδραίωσε τη νέα μακρόχρονη κυριαρχία των Τούρκων στην περιοχή.
Το 1407, η Ναύπακτος κυριεύεται από τους Ενετούς και παραμένει στην κατοχή τους για 92 χρόνια. Οι μυστικές διαπραγματεύσεις του Αλβανού Σπάτα με τους Τούρκους, ανησύχησαν τους Βενετούς μήπως και η Ναύπακτος πέσει στα χέρια τους και γίνει ορμητήριο Τουρκοπειρατών στον Κορινθιακό και ιδιαίτερα μήπως κινδυνεύσει η Κέρκυρα. Γι’ αυτό αποφάσισαν να καταλάβουν τη Ναύπακτο. Έτσι το 1407 η πόλη κυριεύτηκε από τους Ενετούς. Διατυπώθηκαν δύο εκδοχές για τον τρόπο κατάληψης. Σύμφωνα με την πρώτη, ο Αλβανός κυρίαρχος Παύλος Μπούα Σπάτα, πούλησε τη Ναύπακτο στους Ενετούς για 1500 δουκάτα. Κατά τη δεύτερη εκδοχή, η ενετική μοίρα με ναύαρχο τον Fentino Michiel έπλευσε στη Ναύπακτο και αποβίβασε ομάδα πεζοναυτών με επικεφαλής τον Bertuccio Diedo. Οι καταδρομείς όμως, αφού έκαψαν ένα πύργο, αναγκάστηκαν από τους αμυνόμενους να συμπτυχθούν με πολλούς τραυματίες. Μετά από αυτή την αποτυχία, ο ναύαρχος Michiel, δελέασε τον Σπάτα και τον κατάφερε να έρθει στο βενετικό στρατόπεδο για διαπραγματεύσεις. Εκεί τον εκβίασε και με την απειλή ότι θα του πάρει το κεφάλι αν δεν του παραδώσει τη Ναύπακτο, τον ανάγκασε να υποκύψει και να του πουλήσει το φρούριο για 1500 χρυσά δουκάτα.
Έτσι η Ναύπακτος παραχωρήθηκε στους Ενετούς. Το χρονικό αυτό διάστημα, στην πόλη κατασκευάζονται νέα κτίρια, εμπορικοί σταθμοί, αποθήκες, ενώ το κάστρο συντηρείται, ενισχύεται, και αποκτά την σημερινή του μορφή. Είναι το μοναδικό κάστρο στην Ευρώπη με πέντε αμυντικά διαζώματα, πέντε αμυντικές ζώνες, δηλαδή. Ο Κάρολος Τόκκος το 1418 επειδή θεωρούσα τη Ναύπακτο σφήνα μέσα στην επικράτειά του, ζήτησε από τους Βενετούς να την αγοράσει. Υπερήφανη ήταν η απάντηση της Βενετικής πολιτείας: «Ουδέποτε συνηθίζετε να πουλάει τα φρούρια αυτής και ευπορεί ικανώς και εν περιπτώσει καθ’ ήν ταύτα δεν είναι κερδαλέα να υφίσταται τας δαπάνας αυτών». Επανειλημμένα οι Τούρκοι, με άγρια φιλοδοξία, προσπάθησαν να καταλάβουν τη Ναύπακτο, που τη θεωρούσαν και αυτοί, σπουδαία στρατηγική θέση στην περιοχή. Τον Νοέμβριο του 1463, ο Ομάρ Πασάς, αξιωματικός με πολλές ικανότητες, επικεφαλής 30000 εμπειροπόλεμων οπλιτών, άρχισε τη στενή πολιορκία του κάστρου της Ναυπάκτου που διήρκησε οκτώ ολόκληρους μήνες. Αλλά η ηρωική αντίσταση των υπερασπιστών και ο ανέλπιστος αντιπερισπασμός του Ενετού ναυάρχου Λωρεδάνου, ανάγκασαν τον Ομάρ να απομακρυνθεί, ανταλλάσσοντας τους αιχμαλώτους με τους δικούς του. Η αποτυχία του Ομάρ ανησύχησε τους Τούρκους, μα δεν τους αποθάρρυνε. Το μεγάλο Σουλτανικό Συμβούλιο αποφάσισε νέα εκστρατεία εναντίον της Ναυπάκτου, γιατί πίστευαν ότι η κατοχή της είναι απαραίτητη για την κατοχύρωση της κυριαρχίας τους στη Νότια Ελλάδα. Στρατιωτικές δυνάμεις 30000 οπλιτών με αρχηγό τον Σουλεϊμάν Πασά, κύκλωσαν τη Ναύπακτο το 1477 και την πολιορκούσαν στενά τρεις μήνες. Η πρώτη έφοδος των Τούρκων, στο μεγάλο άνοιγμα του τείχους, που έκαναν οι οβίδες τους, αποκρούστηκε με επιτυχία από το γενναίο υπερασπιστή της πόλης Ζώρις και τους στρατιώτες του. Αλλά και η δεύτερη έφοδος με όλες τις δυνάμεις και αρχηγό τον ίδιο τον Σουλεϊμάν Πασά, αναχαιτίστηκε από τους υπερασπιστές του κάστρου και το στόλο του Ενετού ναυάρχου Λωρεδάνου, που έσπευσε να ενισχύσει την άμυνα της πόλης. Ο Σουλεϊμάν αγανακτισμένος με την αποτυχία του, έλυσε τη πολιορκία, αφού γκρέμισε το εξωτερικό τείχος του κάστρου και κατέστρεψε τα εγκαταλειμμένα προάστια της πόλης. Το 1499, η πόλη περιέρχεται στα χέρια των Οθωμανών (3) . Ο Σουλτάνος Βαγιαζήτ Β΄, θέλοντας να εξασφαλίσει την είσοδο του Κορινθιακού από ενδεχόμενη δυτική επίθεση, έχτισε τα δύο κάστρα του Ρίου και του Αντιρρίου, τα «Μικρά Δαρδανέλλια». Το οθωμανικό κράτος, κράτος με στρατιωτική διοργάνωση, στήριζε όλη του τη δύναμη στους σπαχήδες. Οι έφιπποι αυτοί θωρακοφόροι συμμετείχαν στις εκστρατείες με στρατό που συντηρούσαν με το εισόδημα που τους εξασφάλιζε η κάρπωση των φόρων από τη γη που τους είχε παραχωρηθεί, τα τιμάρια, χωρίς όμως να έχουν δικαιώματα πλήρους κυριότητας σε αυτά. Οι χριστιανοί δουλοπάροικοι που ζούσαν στα τιμάρια ήταν δεμένοι με τη γη που καλλιεργούσαν. Στο Κάρλελι, εκτός από τα τιμάρια υπήρχαν και πλούσιες γαίες, των οποίων οι πρόσοδοι ανήκαν στο δημόσιο θησαυροφυλάκιο ή παραχωρήθηκαν στη βασιλομήτορα του Σουλτάνου. Αυτές οι πλουτοφόρες πηγές ήταν τα διβάρια των λιμνοθαλασσών, ο μεγάλος βελανιδιώνας του Ξηρόμερου, οι λίμνες και οι αλυκές της περιοχής. Σύμφωνα με τη διοικητική διαίρεση του οθωμανικού κράτους (4) η περιοχή της Αιτωλοακαρνανίας περιελάμβανε το βοεβοδαλίκι Αντολικού και Μεσολογγίου και τους Καζάδες Αγγελόκαστρου ή Ζυγού, Βόνιτσας, Ξηρόμερου, Βάλτου (χωρίς την Αμφιλοχία), Βραχωρίου, Ναυπάκτου ή Βενετικού, Κραβάρων και Απόκουρου.
Το 16ο αιώνα η γνωστή ναυμαχία της Ναυπάκτου (5) , μία από τις περιφημότερες συγκρούσεις της παγκόσμιας πολεμικής ναυτικής ιστορίας, αποτέλεσε το γεγονός που κατέρριψε την πεποίθηση των Χριστιανών για το αήττητο των Τούρκων στη θάλασσα. Στις 7 Οκτωβρίου 1571, στην είσοδο του Πατραϊκού κόλπου, γνωστού τότε ως κόλπου της Ναυπάκτου, συγκρούσθηκαν ο οθωμανικός στόλος με το συμμαχικό στόλο των ευρωπαϊκών δυνάμεων, της Αγίας Έδρας και με πλήθος ελληνικών πλοίων που εξοπλίσθηκαν και διοικούνταν από Έλληνες. Οι Οθωμανοί ηττήθηκαν ολοσχερώς, αλλά οι χριστιανικές δυνάμεις δεν αξιοποίησαν ουσιαστικά και στρατηγικά τη νίκη τους. Λίγο καιρό μετά διχογνώμησαν, διαλύθηκαν και η Βενετία υπέγραψε ειρήνη με τους Τούρκους.
Ο αντίκτυπος όμως της θριαμβευτικής νίκης ήταν τόσο ισχυρός που στις τουρκοκρατούμενες περιοχές εκδηλώθηκαν έντονες συνωμοτικές κινήσεις και εξεγέρσεις (6) . Έτσι, ζωηρός επαναστατικός αναβρασμός παρατηρήθηκε στην Αιτωλοακαρνανία. Το 1585 ο αρματολός Θόδωρος Μπούας Γρίβας (7) μέσα σε μία νύχτα σκότωσε τους φρουρούς της Βόνιτσας και του Ξηρόμερου. Προχώρησε προς τον Αετό, αλλά οι Τούρκοι με τον Πασά της Ναυπάκτου του επιτέθηκαν. Η σύγκρουση έγινε στον Αχελώο, ο Μπούας τραυματίστηκε θανάσιμα και οι Τούρκοι εκδικήθηκαν ερημώνοντας την περιοχή και αντικαθιστώντας τους οπλαρχηγούς στα αρματολίκια.
Οι Τούρκοι επί Μουράτ Β' μη μπορώντας να καταλάβουν τους ατίθασους κατοίκους των ορεινών Αγράφων και ενδιαφερόμενοι για την είσπραξη από αυτούς κάποιας φορολογίας, αναγκάστηκαν να ανανεώσουν τα προϋπάρχοντα από τους Βυζαντινούς προνόμια αυτονομίας και αυτοδιοίκησης από το τέλος του 15ου αιώνα και στη συνέχεια από την αρχή του 16ου, να υπογράψουν με τους Αγραφιώτες τη γνωστή «συνθήκη του Ταμασίου» (8) . Το πρώτο αρματολίκι αναγνωρίστηκε στα Άγραφα για την τήρηση της τάξης και την ασφάλεια των διαβάσεων και την υποχρέωση των προεστών για τη μεταφορά της φορολογίας, που καθορίστηκε κατά κοινότητα, στην έδρα της Τουρκικής αυτοκρατορίας, την Πόλη. Κατά τα μέσα του 16ου αιώνα δημιουργούνται τα αρματολίκια Βάλτου και Ξηρομέρου και στα τέλη περίπου του 18ου αιώνα αντίστοιχα του Βλοχού, του Απόκουρου, του Ζυγού και των Κραβάρων. Αλλά προτού καν αναγνωριστούν τα αρματολίκια και πολύ περισσότερο ύστερα από την αναγνώρισή τους, τα ορεινά της Δυτικής Ελλάδας υπήρξαν φυσικό καταφύγιο των διωκομένων από τις γύρω περιοχές και το ορμητήριο της κλεφτουριάς, και των αρματολών. Η πρώτη σοβαρή επαναστατική πράξη μνημονεύεται το 1585 με την εξέγερση του Θεόδωρου Γρίβα. Αξίζει επίσης να αναφέρουμε το κίνημα που οργανώθηκε το 1601 στο μοναστήρι της Τατάρνας από το γενναίο φιλόσοφο και φιλελεύθερο Μητροπολίτη "Τρίκκης και Λαρίσης" Διονύσιο το Β΄ τον Σκυλόσοφο (9) και που δυστυχώς απέτυχε με αποτέλεσμα τη σφαγή και τις λεηλασίες των αγραφιώτικων πληθυσμών και μερικών κληρικών. Τότε απαγχονίστηκε και ο επίσκοπος Φαναρίου και Νεοχωρίου Σεραφείμ, που θεωρήθηκε ως συνεργός και αναγνωρίστηκε ύστερα από το ορθόδοξο Πατριαρχείο της Πόλης ως θαυματουργός Άγιος.
Είναι πράγματι αξιοθαύμαστο πως ο τόπος αυτός με τόσες αντιξοότητες φυσικές και ανθρώπινες κατόρθωσε στα μαύρα χρόνια της σκλαβιάς και διαφύλαξε με όλες του της δυνάμεις τις ιερές παρακαταθήκες των προγόνων μας. Η ιδέα της ελευθερίας, η γλώσσα μας, η θρησκεία μας, τα ήθη και έθιμά μας, σ' αυτά τα δυσκολοπάτητα βουνά και στα τραχιά κατσάβραχά μας, κατορθώθηκε και διατηρήθηκαν αλώβητα. Στην τετρακοσιόχρονη σκλαβιά τα καλυβόσπιτα της Ευρυτανίας, και τα μοναστήρια της είχαν μεταβληθεί σε λημέρια κλεφταρματολών. Από τα απόμερα αγροτόσπιτα των κατοίκων της Ευρυτανίας, τα σκαρφαλωμένα στις άγονες βουνοπλαγιές της, βγήκαν όχι λίγα και ηρωικά παλικάρια, που πήραν μέρος στον ιερό αγώνα του '21. Από αυτά τέλος τα ταπεινά αγροτόσπιτα βγήκαν οι έξοχοι πολεμιστές, που πολλοί έδωσαν και τη ζωή τους για την επιτυχία των εθνικών μας αγώνων. Εκτός του κινήματος του Διονυσίου, που αναφέραμε, θα πρέπει να σημειωθεί και η δράση του περίφημου μικρού Χορμόπουλου, αρματολού των Αγράφων και του Λιβίνη, αρματολού του Καρπενησίου, οι οποίοι ηγήθηκαν σε επανάσταση κατά των Τούρκων (1684 - 1690). Αλλά και γενικότερα, τόσο στην περίοδο της δουλείας λόγο των κινημάτων και των διαφόρων επιδρομών, άλλοτε μεν από τον Λυμπεράκη Γερακάρη (1688 - 1697), άλλοτε από τους Βενετούς και τέλος από τη ρωσική επέμβαση με τα Ορλωφικά (1770), όσο και κατά τα χρόνια της επανάστασης, η προσφορά των Αιτωλών και των Ευρυτάνων υπήρξε αποδεδειγμένα αξιόλογη.
(1) Ο Νικηφόρος Β' Ορσίνι ή Νικηφόρος Β' Δούκας, ήταν Δεσπότης της Ηπείρου από το 1335 ως το 1338 και από το 1356 ως το 1359. Το Δεσποτάτο την εποχή του γνώρισε αλλεπάλληλες εισβολές, υπήρξε ο τελευταίος Δεσπότης της δυναστείας Ορσίνι. Ήταν γιος του Ιωάννη Ορσίνι και της Άννας Παλαιολογίνας. Όταν η μητέρα του δηλητηρίασε τον πατέρα του το 1335, ο επτάχρονος μόλις Νικηφόρος έγινε Δεσπότης. Η μητέρα του είχε αναλάβει ουσιαστικά τις τύχες του Δεσποτάτου, όμως απέτυχε να αποτρέψει τον Βυζαντινό Αυτοκράτορα Ανδρόνικο Γ' Παλαιολόγο, από την επικείμενη εισβολή. Τα βυζαντινά στρατεύματα κατέλαβαν της κτήσεις του Δεσποτάτου στην Θεσσαλία και προήλασαν ως τα Ιωάννινα. Εν τω μεταξύ αλβανικά φύλα βρήκαν την ευκαιρία να εξεγερθούν στα βόρεια εδάφη του Δεσποτάτου, όμως οι όποιες εξεγέρσεις απέτυχαν μετά την εδραίωση της βυζαντινής κυριαρχίας σε αυτή την περιοχή, το 1337. Ο Ανδρόνικος κάλεσε την Άννα σε διαπραγματεύσεις το 1337, όμως αρνήθηκε να αναγνωρίσει την τυπική βυζαντινή επικυριαρχία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας επί του Δεσποτάτου. Κρατώντας την Άννα αιχμάλωτη, πάντρεψε τον Νικηφόρο με την Μαρία Καντακουζηνή, κόρη του έμπιστού του Ιωάννη Καντακουζηνού. Οι αντιβυζαντινοί κύκλοι όμως του Δεσποτάτου φυγάδευσαν τον Νικηφόρο εκτός Δεσποτάτου και τον έστειλαν στους Ιταλούς συγγενείς του στον Τάραντα, ελπίζοντας σε παλινόρθωσή του με ιταλική παρέμβαση. Το 1339 ξέσπασε αντιβυζαντινή εξέγερση στην Άρτα και ο Νικηφόρος εστάλη μυστικά στην περιοχή να την στηρίξει. Όμως ο Ανδρόνικος Γ' και ο Ιωάννης Καντακουζηνός την κατέπνιξαν γρήγορα και ο Νικηφόρος βρέθηκε πολιορκημένος στο Θωμόκαστρο (παραλιακή τοποθεσία της Ηπείρου). Βρισκόμενος σε δύσκολη κατάσταση, συμβιβάστηκε και παντρεύτηκε την Μαρία Καντακουζηνή, του δόθηκε ο βυζαντινός τίτλος του Πανυπερσέβαστου και οδηγήθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Κατά την διάρκεια του βυζαντινού εμφυλίου (1341-1347), παρέμεινε με το μέρος του πεθερού του Ιωάννη Καντακουζηνού. Όταν ο πεθερός του πέτυχε και έγινε αυτοκράτορας (Ιωάννης ΣΤ'), ο Νικηφόρος προήχθη στον τίτλο του Δεσπότη. Το 1351 διορίστηκε κυβερνήτης του Αίνου της Θράκης και άλλων παραπλήσιων πόλεων του Ελλησπόντου.Το 1355, όταν αναζωπυρώθηκε ο βυζαντινός εμφύλιος, και μετά τον θάνατο του Στέφανου Δ' Δουσάν βασιλιά (τσάρου) της Σερβίας, ο οποίος κατέλαβε την Ήπειρο την δεκαετία του 1340, ο Νικηφόρος έσπευσε στην Ήπειρο να στηρίξει τον ηπειρώτικο αγώνα. Εκμεταλλευόμενος την αναρχία από τον θάνατο του Σέρβου ηγεμόνα της Θεσσαλίας, ο Νικηφόρος κατέλαβε την περιοχή την άνοιξη του 1356 και προέλασε προς την Ήπειρο. Κυνήγησε τον αδελφό του Σέρβου βασιλιά (ο οποίος είχε παντρευτεί την αδελφή του Θωμαΐδα) και ανακατέλαβε την Άρτα και άλλες κύριες πόλεις τις Ηπείρου. Πολλές περιοχές τις, όμως, υπαίθρου λεηλατούνταν από αλβανικά φύλλα το οποία ήταν δύσκολο να ελεγχθούν. Για να ενισχύσει τη θέση του και να αποτρέψει σερβική αντεπίθεση, ο Νικηφόρος σκέφτηκε σοβαρά να διαζευχθεί την Μαρία Καντακουζηνή και να παντρευτεί κάποια Σέρβα πριγκίπισσα. Όμως η ηπειρώτικη αριστοκρατία διαμαρτυρήθηκε έντονα και απέτρεψε αυτή την κίνηση, καθώς η Μαρία ήταν εξαιρετικά δημοφιλής στην Ήπειρο. Ο Νικηφόρος επίσης προσέγγισε τον Συμεών Ούρεση Παλαιολόγο. Το 1358 ο Νικηφόρος σκοτώθηκε κοντά στον Αχελώο ποταμό σε συμπλοκή με αλβανικά φύλλα.
(2) Ο Κάρολος Α’ Τόκκος ήταν Κόμης παλατινός Κεφαλληνίας Ζακύνθου (περίπου 1376 - 1429), Δούκας Λευκάδας και Δεσπότης Ηπείρου 1411 - 1429. Ο Κάρολος γεννήθηκε περίπου το 1372. Διαδέχθηκε τον πατέρα του Λεονάρδο Α’ Τόκκο μετά τον θάνατό του. Άνδρας φιλόδοξος, επέκτεινε την κυριαρχία του στις ηγεμονίες Άρτας, Ακαρνανίας, Ιωαννίνων, νότιας Αλβανίας και διαφόρων τμημάτων της Ηλείας στην Πελοπόννησο. Παντρεύτηκε την Φραγκίσκα, θυγατέρα του Δούκα των Αθηνών Νέριου Α’ Ατζιαϊόλι που είχε τον τίτλο της Βασίλισσας των Ρωμαίων. Μετά τον θάνατο του πεθερού του έστειλε τον αδελφό του Λεονάρδο Β’ και κατέλαβε με την βία την Κόρινθο και τα Μέγαρα το 1395, που ανήκαν στο Δουκάτο των Αθηνών. Κυβερνούσε τις κτήσεις του με Αρμοστές και έγινε ένας από τους ισχυρότερους Φράγκους δυνάστες στην Ελλάδα, πετυχαίνοντας από τον Βασιλιά της Νάπολης, στον οποίο ήταν υποτελής, την κατάργηση, ύστερα από 170 χρόνια, των φεουδαλικών δεσμών της Κομητείας του με το Πριγκιπάτο της Αχαΐας. Στην διαμάχη του με τους Παλαιολόγους για τις κτήσεις του στην Πελοπόννησο, λύση έδωσε η μεσολάβηση του ιστορικού Φραντζή και σαν επισφράγισμα της συμφωνίας ο Κάρολος έδωσε την ανηψιά του Μαγδαληνή Τόκκο, θυγατέρα του αδελφού του Λεονάρδου Β’, σαν σύζυγο στο δεσπότη του Μορέα και μετέπειτα τελευταίο Βυζαντινό Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Παλαιολόγο. Το 1399 ανέθεσε την διακυβέρνηση της Ζακύνθου σαν κληρονομική κτήση στον αδελφό του Λεονάρδο Β’, ο οποίος το 1407 καταλαμβάνει και λεηλατεί με τον στρατό του το κάστρο Χλεμούτσι στην απέναντι ακτή της Πελοποννήσου. Το 1411 προσκλήθηκε στα Ιωάννινα ως διάδοχος του αποθανόντα θείου του Ησαϋ Μπουοντελμόντι παρά την αντίδραση του Μαυρίκιου Μπούα Ηγεμόνα της Άρτας. Σε μάχη που έγινε το 1414 ο Μαυρίκιος σκοτώθηκε και ο Κάρολος πολιόρκησε την Άρτα και την κατέλαβε. Έτσι σύμφωνα με το χρονικό των Τόκκων η Ήπειρος μαζί με ορισμένα από τα Ιόνια νησιά αποτέλεσαν και πάλι ενιαία πολιτική οντότητα. Ο Κάρολος αυτοαναγορεύτηκε Δεσπότης της Άρτας και των Ιωαννίνων. Υπερηφανευόταν ο ίδιος, σύμφωνα με τoυς χρονικογράφους, που υιοθέτησε αυτό τον τίτλο και επιδείκνυε την ελληνικότητά του, υπογράφοντας τις αποφάσεις και τα έγγραφά του σε ελληνική γλώσσα με κόκκινο μελάνι, με το οποίο υπέγραφαν οι βυζαντινοί δεσπότες. Επειδή δεν είχε δικά του νόμιμα παιδιά στη ζωή, υιοθέτησε τα παιδιά του αδελφού του Λεονάρδου Β’ την ίδια χρονιά. Το 1415 ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας Μανουήλ Β' Παλαιολόγος απονέμει στον Κάρολο τον τίτλο του Δεσπότη καθώς οι Τόκκοι εξουσίαζαν πλέον τις μεγαλύτερες πόλεις της Ηπείρου. Πέθανε στα Ιωάννινα στις 4 Ιουλίου 1429 και τον διαδέχθηκε ο ανεψιός του Κάρολος Β’ Τόκκος.
(3) Ο σουλτάνος Βαγιαζήτ Β', μετά από αρκετά χρόνια εμφύλιας διαμάχης και αφού τελικά κατατρόπωσε τον αδελφό του καί σφετεριστή του θρόνου Τζέμ, αναθεώρησε τήν ως τότε εφεκτική του στάση έναντι των Βενετών. Τόν Ιούλιο του 1499 ισχυρός τουρκικός στόλος, υπό τή διοίκηση του καπουδάν Δαούδ πασά, εμφανίσθηκε στά δυτικά της Πελοποννήσου. Ο ίδιος ο σουλτάνος μετέφερε στή Στερεά τίς στρατιές καί τό πυροβολικό του. Ο βενετός αρχιναύαρχος Γριμάνης (Grimani) πού περιπολούσε στό Ιόνιο, ενισχύθηκε μέ πλοία των οποίων τή διοίκηση τήν είχε ο Λορεδάνος. Η ναυμαχία των δύο πανίσχυρων στόλων έλαβε μέρος ανοικτά του κάβο-Πάπα (ακρωτήριο Αράξου) καί ενώ ο Λορεδάνος συνεπλάκη μέ τή ναυαρχίδα του, μέ τόν περίφημο κουρσάρο Μπαράκ, ο Γριμάνης απέφυγε νά τόν βοηθήσει. Στά δύο πλοία των προαναφερομένων εκδηλώθηκε πυρκαγιά, καί χάθηκαν οι δύο γενναίοι ναυτικοί μέ τό σύνολο των πληρωμάτων τους. Ο κακεντρεχής Grimani οπισθοχώρησε, αφήνοντας αφύλακτη τήν είσοδο γιά τόν Κορινθιακό κόλπο καί επιτρέποντας τόν οθωμανικό στόλο νά εισέλθει καί νά αποκλείσει τό σημαντικότατο λιμάνι της Ναυπάκτου (Lepanto). Είχε ήδη καταφθάσει καί ο στρατός του Βαγιαζήτ καί έντρομοι οι πρόκριτοι της Ναυπάκτου Ιωάννης Μούσκος, Λοΐζος Δρακόπουλος καί Δημήτριος Μονάζης έπεισαν τόν βενετό διοικητή Moro νά παραδώση τήν πόλη. Οι Βενετοί έχασαν τό σημαντικό τους εμπορικό κέντρο (fiore de Levante) καί εκτέλεσαν τόν υπαίτιο Moro μέ δημόσιο απαγχονισμό. Ο Βαγιαζήτ στό μεταξύ έκτισε δύο κάστρα στήν είσοδο του Κορινθιακού κόλπου (Ρίο καί Αντίρριο), τά οποία ονόμασε "Μικρά Δαρδανέλλια", πρίν φύγει γιά νά διαχειμάσει στήν Αδριανούπολη.
(4) Μετά 1453, το οθωμανικόν κράτος διαιρέθηκε σε ευρείες διοικητικές περιφέρειες τα μπεηλερμπεηλίκια ή εγιαλέτια, όπως ονομάσθηκαν μετά το 1591 επί Μουράτ Γ’ (1574-1595). (Αντιστοιχούσαν προς τις γενικές διοικήσεις Πελοποννήσου, Μακεδονίας κ.λ.π., στις οποίες ήταν διαιρεμένη παλαιότερα η Ελλάδα, αν και το εγιαλέτιον ήταν συνήθως περιφέρεια κατά πολύ ευρύτερη αυτών). Αυτή η μέγιστη διοικητική περιφέρεια του οθωμανικού κράτους ήταν διαιρεμένη, κατά περίπτωση, σε μεγάλο ή μικρό αριθμό σαντζακίων (νομών).
Κάθε σαντζάκιον (νομός) διαιρούνταν σε μικρότερες διοικητικές περιφέρειες, τους καζάδες (επαρχίες).
Κάθε καζάς (επαρχία) ήταν διαιρεμένος στους ναχιγιέδες. (Ο ναχιγές αντιστοιχούσε προς τους παλαιότερους ελληνικούς δήμους, οι οποίοι συναποτελούνταν από πολλά χωριά, με μια κύρια πόλη τουλάχιστον ως πρωτεύουσα).
Η Στερεά Ελλάδα ήταν διαιρεμένη σε τρία σαντζάκια (νομούς):
-το σαντζάκιον του Κάρλελι,
-το σαντζάκιον της Ναυπάκτου, και
-το σαντζάκιον του Ευρίπου.
(Για ένα χρονικό διάστημα το ανατολικό και κεντρικό τμήμα της Στερεάς υπάγονταν στο σαντζάκιον Τρικάλων, ενώ ο καζάς Αγράφων ανήκε μονίμως στο Σαντζάκιον των Τρικάλων, το οποίο όμως δεν συντρέχει λόγος να θεωρηθεί ως τέταρτο σαντζάκιον της Στερεάς).
(5) Μετά τη κατάληψη της Κύπρου από τον Σουλτάνο Σελήμ Β΄ τον Αύγουστο του 1570, μία σειρά στρατιωτικών επιτυχιών, κατέστησε τους Οθωμανούς κυρίαρχους στη λεκάνη της Μεσογείου. Ο κίνδυνος, πλέον, για την Ευρώπη γινόταν όλο και πιο ορατός. Οι Οθωμανοί δεν αποτελούσαν μόνον θρησκευτική, αλλά και εδαφική και εμπορική απειλή. Τα περισσότερα από τα κράτη της Δυτικής Ευρώπης ήταν μεγάλες εμπορικές δυνάμεις. Ως εκ τούτου, μία επέκταση των Οθωμανών στα δικά τους όρια, θα περιόριζε -αν δεν εξαφάνιζε κιόλας- το δικό τους εμπόριο. Επιπλέον, οι τουρκικές θηριωδίες εξαγρίωσαν όχι μόνον τους ηγέτες, αλλά και τους λαούς της Ευρώπης.
Υπό αυτές τις συνθήκες, και με πρωτοβουλία του Πάπα Πίου Ε', στίς 20 Μαΐου 1571 συγκροτήθηκε στρατιωτική συμμαχία μεταξύ χριστιανικών κρατών: ο Ιερός Συνασπισμός (Sacra Liga Antiturca). Στη συμμαχία αυτή συμμετείχαν η Ισπανία, η Βενετία, η Ρώμη, η Σαβοΐα, το τάγμα των Ιωαννιτών Ιπποτών, η Γένουα.
Η ανάθεση της αρχιστρατηγίας των Ευρωπαϊκών δυνάμεων, δόθηκε στόν Δόν Χουάν (Don Juan) τόν Αυστριακό, ο οποίος είχε ήδη δεχθεί ελληνικές αντιπροσωπείες, πού τόν καλούσαν νά αναλάβει επιχειρήσεις στήν κατεχόμενη ελληνική χερσόνησο. Πράγματι στίς 16 Σεπτεμβρίου 1571, ο ενωμένος χριστιανικός στόλος απέπλευσε από τή Μεσσήνη της Σικελίας. Ο βασιλιάς της Ισπανίας είχε προσφέρει 81 γαλέρες καί 30 φρεγάτες μέ 7000 Ισπανούς, 6000 Γερμανούς καί 5000 Ιταλούς στρατιώτες, η Βενετία συμμετείχε μέ 108 γαλέρες, 6 γαλεάσσες καί 5000 πεζούς, ο πάπας προσέφερε 12 γαλέρες πλήρως εξοπλισμένες, οι ιππότες της Μάλτας τέσσερις καί η Γένουα διέθεσε 11 γαλέρες μέ διοικητή τόν Τζιαναντρέα Ντόρια, ανηψιό του περίφημου Γενουάτη ναυάρχου. Στήν βενετική δύναμη περιλαμβάνονταν καί πλοία πού είχαν εξοπλίσει οι Ρωμηοί υπήκοοι της Γαληνοτάτης, κυρίως από τήν Κρήτη. Σημαντική συμβολή στόν εξοπλισμό των πλοίων καί στή χρηματοδότηση της αποστολής είχαν οι: Πέτρος Αυγουστίνης, Ιωάννης Δαπιράς, Ανδρέας Καλλέργης, Γεώργιος Καλλέργης, Δράκος Μακρής, Ανδρέας Στρατηγός, Γεώργιος Γαβράς, Αντώνιος Ευδαιμονογιάννης, Μανούσος Θεοτοκόπουλος (αδελφός του περίφημου ζωγράφου), Χριστόφορος Κοντοκάλης, Πέτρος Μπούας, Γεώργιος Κοκκίνης, Δημήτριος Κομούτος κ.ά. Ο τουρκικός στόλος πού είχε ήδη αποπλέυσει από τό ναύσταθμο της Κωνσταντινούπολης, περιελάμβανε 230 γαλέρες καί άλλα μικρότερα σκάφη. Γενικός αρχηγός ήταν ο καπουδάν Μουεζιν-ζάντε Αλή πασάς, ενώ διοικητής του πεζικού, πού επέβαινε στά πλοία, ήταν ο Πετράου πασάς. Μαζί τους βρίσκονταν οι γνωστοί κουρσάροι Ουλούτζ Αλή (αρνησίθρησκος Ιταλός) καί Καρακόζα μέ αλγερινά πληρώματα. Tήν αυγή της 7ης Οκτωβρίου οι δύο στόλοι συναντήθηκαν στίς Εχινάδες, βραχονησίδες πού βρίσκονται στίς εκβολές του Αχελώου καί άρχισαν νά πλησιάζουν ο ένας τόν άλλο μέ βραδύτητα, ενώ τά πληρώματα ετοιμάζονταν γιά τήν σύγκρουση πού θά ακολουθούσε. Νά σημειώσουμε ότι οι κωπηλάτες των τουρκικών πλοίων στήν πλειοψηφία τους ήταν Ελληνες σκλάβοι, οι οποίοι κινήθηκαν όσο αδέξια μπορούσαν, γιά νά δυσχεράνουν τήν πλοήγηση των σκαφών, καί ήταν αυτοί πού αργότερα θά είχαν τίς περισσότερες απώλειες, αφού όντας αλυσοδεμένοι θά βυθίζονταν αργότερα μαζί μέ τό πλοία του οθωμανικού στόλου. Οι οθωμανοί υστερούσαν σέ ισχύ πυροβόλων ενώ υπερτερούσαν σέ μάχιμους άνδρες οι οποίοι ήταν εξοπλισμένοι κυρίως μέ τόξα καί γιαταγάνια. Οι Ευρωπαίοι στρατιώτες ήταν εξοπλισμένοι κυρίως μέ αρκεβούζια, τά πρωτόγονα όπλα της εποχής εκείνης. Τήν αριστερή καί βόρεια πτέρυγα, κοντά στό ακρωτήριο Σκρόφα, τήν διοικούσε ο γηραιός Ενετός Αγκοστίνο Μπαρμπαρίγκο μαζί μέ τούς Αντόνιο ντά Κανάλε καί Μάρκο Κουερίνι. Απέναντί τους τέθηκε η δεξιά πτέρυγα των Τούρκων μέ διοικητές τόν Μεχμέτ Σουλίκ Σιρόκο, κυβερνήτη της Αλεξάνδρειας καί τόν Μεχμέτ Μπέγκ, σαντζάκμπεη της Χαλκίδος. Στό κέντρο της χριστιανικής παράταξης τοποθετήθηκε η "la Reale", γαλέρα του δον Χουάν, ο οποίος πλαισιωνόταν από τόν Βενιέρ καί τόν Μαρκαντόνιο Κολόνα, αρχηγό των παπικών δυνάμεων. Απέναντι βρισκόνταν ο διοικητής του μωαμεθανικού στόλου, Αλή καπουδάν πασάς μαζί μέ τόν Πετράου πασά. Τέλος στή δεξιά πλευρά των χριστιανών, τά πλοία τά διοικούσε ο Γενουάτης Τζιαναντρέα Ντόρια καί απέναντί του είχε τόν περίφημο κουρσάρο Ουλούτζ Αλή. Πρίν αρχίσει η ναυμαχία ο δον Χουάν επιβιβάσθηκε σέ ένα ελαφρύ σκάφος καί πέρασε μπροστά από τά πλοία του στόλου γιά νά εμψυχώσει τούς άνδρες του, οι οποίοι απάντησαν μέ ζητωκραυγές. Ταυτόχρονα ιερείς μετέφεραν τόν Εσταυρωμένο από τήν πλώρη στήν πρύμνη καλώντας τά πληρώματα νά πολεμήσουν υπέρ της χριστιανικής πίστης. Γύρω στίς 09:00 ο δον Χουάν έριξε τήν πρώτη βολή από τή ναυαρχίδα του, καλώντας τόν αντίπαλο ναύαρχο νά έρθει νά τόν αντιμετωπίσει. Τό ελαφρύ δυτικό αεράκι πού άρχισε νά πνέει θά ευνοούσε τά χριστιανικά πλοία, αφού ο καπνός των κανονιών θά πήγαινε στήν πλευρά των μουσουλμάνων. Οι πρώτοι οι οποίοι επιτέθηκαν μέ φανατισμό ήταν από τήν αριστερή πτέρυγα, οι Βενετοί Αμπρότζιο καί Αντώνιο Μπραγκαντίν, συγγενείς του ομώνυμου υπερασπιστή της Αμμοχώστου, οι οποίοι μόλις είχαν πληροφορηθεί τό μαρτυρικό του τέλος. Μέ τρείς εύστοχες βολές βύθισαν τήν πρώτη εχθρική γαλέρα πρός μεγάλη θλίψη του Αλή καπουδάν πασά, ο οποίος άρχισε νά τραβά τά γένια του, διαισθάνοντας τήν εξέλιξη. Καί ενώ οι βενετικές γαλέρες στό βόρεια τμήμα προξενούσαν αναστάτωση στίς αντίστοιχες τουρκικές, ο Μεχμέτ Σιρόκο, μέ μία παράτολμη κυκλωτική κίνηση, απείλησε τή ναυαρχίδα του Αγκοστίνο Μπαρμπαρίγκο, ο οποίος τραυματίστηκε από βέλος στό μάτι, όταν σπαχήδες πήδησαν στό πλοίο του. Σέ βοήθεια ήρθαν η γαλέρα του ανηψιού του Μαρίνο Κονταρίνι, καί αυτή του Μάρκο Κουερίνι. Καί ενώ η μάχη γινόταν σώμα μέ σώμα καί τά πληρώματα πολεμούσαν λυσσασμένα, οι χριστιανοί κωπηλάτες της ναυαρχίδας του Σιρόκο έσπασαν τά δεσμά τους καί κατέλαβαν τό σκάφος. Τά τουρκικά πλοία πλέον της βορειας πλευράς, βούλιαζαν τό ένα μετά τό άλλο, καί οι Τούρκοι σκοτώνονταν σωρηδόν. Οσοι είχαν τή δύναμη νά κολυμπήσουν στήν στεριά καί πρός τή λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου, κατασφάζονταν από τούς Ελληνες πού παρακολουθούσαν από εκεί τήν εξέλιξη της μάχης. Στό κέντρο της παράταξης, τά χριστιανικά πλοία υπό τήν ηγεσία του δον Χουάν, έπλευσαν εναντίον του εχθρού, καλυπτόμενα από τή δύναμη του πυρός πού τούς παρείχαν οι γαλεάσσες. Μία από τίς βολές έσπασε τό πίσω κατάρτι της ναυαρχίδας του Αλή, ενώ οι απώλειες στά υπόλοιπα τουρκικά σκάφη ήταν εξίσου σημαντικές. Πρός τό μεσημέρι οι δύο αντίπαλες ναυαρχίδες είχαν ενωθεί μεταξύ τους, ενώ είχαν συγκεντρωθεί γύρω τους 30 ακόμα σκάφη. Οι γενίτσαροι από τό σκάφος του Αλή κατέλαβαν τήν πλώρη της γαλέρας του δον Χουάν καί δέχονταν τά πυρά των 400 αρκεβουζιοφόρων. Πρός βοήθειά του δον Χουάν, έσπευσε ο Βενετός ναύαρχος Βενιέρ, ο Ιταλός μισθοφόρος Μαρκαντόνιο Κολόνα καί ο Τζιοβάνι Μπατίστα Κονταρίνι. Οταν ο Πετράου πασάς τραυματίστηκε από εμπρηστικό βλήμα καί εγκατέλειψε τή γαλέρα του, επικράτησε σύγχυση στά τουρκικά πληρώματα καί επωφελήθηκε ο Κολόνα ο οποίος έπεσε μέ δύναμη στή ναυαρχίδα του Αλή καί έδινε διαταγή στούς στρατιώτες του νά τήν καταλάβουν. Ο καπουδάν πασάς σκοτώθηκε καί τότε οι Ευρωπαίοι άρχισαν νά σκοτώνουν αδιακρίτως τούς πανικόβλητους Οθωμανούς, τά σώματα των οποίων έπεφταν στήν κοκκινισμένη από τό αίμα τους θάλασσα. Τά τουρκικά πλοία βυθίζονταν μαζί μέ τούς αλυσοδεμένους χριστιανούς κωπηλάτους, οι κραυγές των οποίων δονούσαν τόν αέρα.Στό νότιο τομέα, η ναυμαχία εξελίχθηκε κοντά στό ακρωτήριο πάπα (Αραξος) καί ούτε ο Γενουάτης Ντόρια, ούτε ο κουρσάρος Ουλούτζ Αλή πολέμησαν μέ πάθος γιά τή νίκη, καθώς τά συμφέροντα καί των δύο δέν διακυβεύονταν άμεσα. Ο τελευταίος μάλιστα συνέλαβε τή ναυαρχίδα των Ιωαννιτών ιπποτών της Μάλτας καί κατόρθωσε νά διαφύγει αργά τό απόγευμα, τήν ώρα πού στά υπόλοιπα χριστιανικά πλοία ακούγονταν οι πανηγυρισμοί της νίκης. Η καταστροφή του Οθωμανικού στόλου ήταν ολοσχερής, 30000 περίπου άνδρες σκοτώθηκαν συμπεριλαμβανομένου καί του ναυάρχου Αλή καί 120 άλλων κυβερνητών. Η χριστιανική νίκη πανηγυρίσθηκε σέ όλη τήν Ευρώπη όπου τελέσθηκαν δοξολογίες σέ όλες τίς μητροπόλεις. Ο δον Χούαν έγινε θρύλος, ενώ στή νίκη συμμετείχε, ως απλός στρατιώτης, καί ο μεγάλος Ισπανός συγγραφέας του "Δόν Κιχώτη", Θερβάντες. Δυστυχώς όμως η νίκη έμεινε ανεκμετάλευτη τελείως από τίς Ευρωπαϊκές δυνάμεις οι οποίες θά μορούσαν νά εισέλθουν ανενόχλητες ακόμα καί στήν Προποντίδα. Ο σουλτάνος αργότερα πολύ ορθά θά έλεγε. "Οι χριστιανοί μού έκοψαν τά γένια στή Ναύπακτο αλλά εγώ τούς έκοψα τό χέρι στήν Κύπρο. Τά γένια θά ξαναβγούν, τό χέρι όμως δέν θά ξαναγίνει." Πράγματι τόν επόμενο χρόνο θά κατασκεύαζε αξιόμαχο στόλο καί πάλι μέ αρχιναύαρχο τόν Ουλούτζ Αλή, οι Βενετοί όμως θά έχαναν τήν Κύπρο γιά πάντα.
(6) Καί τό Χρονικόν του Γαλαξειδίου μας βεβαιώνει ότι μετά τήν καταστροφή της τουρκικής αρμάδας οι Ελληνες αναθάρρησαν καί επαναστάτησαν σέ πολλές περιοχές. Στό Γαλαξείδι, στό Λοιδορίκι καί στή Βιτρινίτζα (Ερατεινή) σηκώθηκαν οι κάτοικοι, πήραν τά όπλα καί κτύπησαν τά στρατεύματα πού έρχονταν από τά Σάλονα (Αμφισσα). Οταν όμως ο χριστιανικός στόλος δέν έδωσε συνέχεια στήν επιτυχία του, οι Ρωμηοί δείλιασαν καί διαλύθηκαν. Ο μπέης τότε κάλεσε στά Σάλωνα τούς πρόκριτους από τίς τρείς επαναστατημένες πόλεις γιά νά συμφιλιωθούνε καί νά μιλήσουνε γιά ειρήνη, δίνοντας όρκο ότι δέν θά τούς πείραζε. Πράγματι οι άρχοντες έφτασαν στό σεράϊ του μπέη καί παραθέτω τήν συνέχεια από τήν αφήγηση του μοναχού, στό Χρονικόν του Γαλαξειδίου:
"Εξεκινήσασι γούν εικοσιτρείς οι πρώτοι νοικοκυραίοι Γαλαξειδιώτες μαζή μέ τούς Βιτρινιτζιώταις καί Λοιδορικιώταις καί επήγασι στό Σάλονα, καί ο μπέης τούς εδέχτηκε μέ τιμαίς καί χαρά ψεύτικη καί αφηγώντας τό πώς εγελασθήκασι από τούς Φράγκους καί εσηκώσαν άρματα, ο μπέης τούς εσυχώρησε καί εσυβούλεψε νά ήνε πάντα φρόνιμοι καί νά τηράγουν τή δουλιά τους, καί τό πουρνό σύνταχτα νά μισέψουσι.
Τό βράδυ εδιάταξε καί τούς επιάσασι ένα ένα, καί τούς εδέσασι μέ σίδερα, καί τούς εβάλλασι σέ ένα σκοτεινό μπουτρούμι καί εκεί μέ τά σπαθιά τούς εσφάξασι όλους, ογδόηντα χωρίς νά λείπει κανένας, καί ένας μονάχα από χωριό Βουνοχώρα, πού τόν ελέγασι Δημήτρη Λυκοθανάση, έστωντας ανδρειωμένος άνθρωπος, έσπασε τά σίδερα, καί αρπάζοντας τό σπαθί ενού τζελάτη έσφαξε δυό Τούρκους καί τόν πορτιέρη, καί τρέχωντας ωσάν ελάφι έγλυσε από τό μακελειό.... εσκοτωθήκασι γουν μέ χίλια βασανιστήρια οι άλλοι ογδόηντα, οι πρώτοι κεφαλάδες καί τά ανδρειότερα παλληκάρια, μέ απιστιά μεγάλη, όλοι γιά τήν πατρίδα καί τήν θρησκεία."
(7) Ο Θεόδωρος Γρίβας-Μπούας ήταν αρματολός της Ακαρνανίας, απόγονος του Αλβανού δεσπότη και δυνάστη της Αιτωλίας Μπούα (14ο αι.). Όταν κατέλαβαν οι Τούρκοι την Ακαρνανία οι Γριβαίοι πέρασαν στα Επτάνησα. Κατόπιν εγκαταστάθηκαν στην Περατιά. Ο πρώτος που αναφέρεται στην Περατιά είναι ο Θεόδωρος Γρίβας-Μπούας, ο οποίος ήταν που ξεσηκώθηκε εναντίον των Τούρκων το 1585 μαζί με τον Μάλαμο και τον Πούλιο Δράκο. Οι οπλαρχηγοί κατάλαβαν τη Βόνιτσα τον Αετό και την Άρτα, όμως σε μία μάχη κοντά στον Αχελώο ο Γρίβας τραυματίστηκε και έφυγε για την Ιθάκη όπου και πέθανε από το τραύμα του. Ο Δράκος και ο Μάλαμος κατέφυγαν στα απόκρημνα βουνά του Σουλίου. Στην Περατιά σκοτώθηκε σε μάχη ο αδερφός του Γρίβα. Η περιοχή από τότε λέγεται «του Μπούα τ’ Αυλάκι».
(8) ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΟΥ ΤΑΜΑΣΙΟΥ:
Απαντα τα χωρία των Αγράφων αποτελούσιν αυτονομίαν, η οποία διοικείται υπό συμβουλίου, έχοντος έδραν την παρά το οροπέδιον Νεβροπόλεως ονομαστήν κωμόπολιν (Κασαμπά) Νεοχώριον. Ουδεμία τουρκική οικογένεια επιτρέπεται νακατοικήση εις τα χωρία των Αγράφων, εκτός του Φαναρίου. Οι κάτοικοι των πεδινών και ορεινών μερών επικοινωνούν ελευθέρως. Εκάστη κοινότης των Αγράφων υποχρεούται να πληρώνη εις την Υψηλήν Πύλην ετησίως πεντήκοντα χιλιάδας γρόσια. Το ποσόν δε τούτο θ’ αποστέλλεται παρά του ειρημένου συμβουλίου δι εμπίστου προσώπου εις την έδραν της ευδαιμονίας (ΚΠολιν). Εγένετω εν Ταμασίω τη 10η Μαίου 1525.
Βέιλερ Βέης Αρχιστράτηγος Θεσσαλίας.
Οι προύχοντες των Αγράφων.
(9) Από τίς πιό αξιόλογες επαναστατικές κινήσεις στίς αρχές του 17ου αι. είναι οι δύο εξεγέρσεις (Θεσσαλία καί Ήπειρο) πού οργάνωσε ένας άλλος ιερωμένος, ο μητροπολίτης Λαρίσης - Τρίκκης Διονύσιος Β', ο επονομαζόμενος "Φιλόσοφος" ή "Σκυλόσοφος". Ο Διονύσιος καταγόταν από σχετικά εύπορη οικογένεια καί σέ νεαρή ηλικία έγινε μοναχός στή μονή Αγίου Δημητρίου του Διχούνη, κοντά στό Κεράσοβο Θεσπρωτίας. Αργότερα σπούδασε στήν Ιταλία φιλολογία, φιλοσοφία καί ιατρική καί στήν πολύπλευρη μόρφωσή του οφείλεται η επωνυμία του "Φιλόσοφος". Επί της πατριαρχίας του Ιερεμία Β' του Τρανού, ο Διονύσιος αναφέρεται ως μέγας αρχιδιάκονος, έπειτα ως πρωτοσύγκελλος στόν Γαλατά καί τέλος ως έξαρχος μέ αποστολή στίς εκκλησίες της Θεσσαλίας, Ηπείρου καί Πελοποννήσου. Ο Διονύσιος τό 1600 ήταν μητροπολίτης στά Τρίκαλα καί βρισκόταν σέ επαφή μέ κλεφταρματολούς της Πίνδου, ενώ διατηρούσε καί αλληλογραφία μέ τόν αυτοκράτορα της Αυστρίας Ροδόλφο Β'. Το 1601 ο ηρωϊκός Μητροπολίτης Διονύσιος ο Φιλόσοφος ξεκίνησε την επανάστασή του απ' το Μοναστήρι της Τατάρνας. Η επανάσταση του Διονυσίου στή Θεσσαλία, γρήγορα απέτυχε καί ακολούθησαν σκληρά αντίποινα των Τούρκων. Το Μοναστήρι της Τατάρνας «πατήθηκε», κατεστράφη από ορδές Τουρκαλβανών Ανάμεσα στά θύματα ήταν καί ο Σεραφείμ αρχιεπίσκοπος Νεοχωρίου καί Φαναρίου που ανακυρήχθηκε από τήν εκκλησία νεομάρτυρας. (Τό μαρτύριο του Σεραφείμ περιγράφεται μέ λεπτομέρειες από Ηπειρώτη χρονογράφο καί σύμφωνα μέ αυτόν ζητήθηκε από τό νεομάρτυρα νά γίνει μουσουλμάνος γιά να σωθεί. Οταν αυτός αρνήθηκε, βασανίσθηκε γιά πολλές ημέρες από τόν Χαμουζά μπέη, καί στό τέλος παλουκώθηκε). Ο Διονύσιος μετά τήν αποτυχία του κινήματος κατέφυγε στήν Ιταλία ενά καθαιρέθηκε από τό Οικουμενικό Πατριαρχείο στίς 15 Μαΐου 1601 ως "τολμηρώς καί αλογίστως αποστασίαν μελετήσας κατά της βασιλείας του πολυχρονίου Μεχμέτ".
Στή Δύση, ο Διονύσιος συνέχισε νά αγωνίζεται γιά νά εξασφαλίσει βοήθεια γιά τήν απελευθέρωση των συμπατριωτών του, ενώ φέρεται νά προέβη σέ πλαστογραφία εγγράφων γιά νά γίνει πιστευτός. Τό 1602 απηύθυνε έκκληση πρός τόν αυτοκράτορα της Γερμανίας καί τό καλοκαίρι του 1603 έφθασε στήν Ισπανία, μαζί μέ τούς Σταύρο Αψαρά, Εμμανουήλ Ηγούμενο καί Σκαρλάτο Μάτσα, γιά νά συναντήσει τόν βασιλιά Φίλιππο Γ'. Αποτέλεσμα αυτής της επίσκεψης ήταν η δραστηριοποίηση στήν σκλαβωμένη Ελλάδα, πολλών Ισπανών πρακτόρων, οι οποίοι κατέφθαναν κυρίως από τό Ισπανικό βασίλειο της Νεαπόλεως. Ο Διονύσιος επέστρεψε κρυφά στό μοναστήρι του Αγίου Δημητρίου του Δηχούνη στά 1609, συνεχίζοντας αν καί ηλικιωμένος (65 ετών) νά μεταδίδει τόν πόθο γιά τήν φλόγα της ελευθερίας στούς απλούς χωρικούς. Ομως βρήκε ισχυρή αντίδραση από τουρκόφιλη μερίδα, κυρίως κληρικών, οι οποίοι μέ επικεφαλής τόν μοναχό Μάξιμο τόν Πελοποννήσιο, τόν κατηγορούσαν καί τόν χλεύαζαν ώστε νά τόν υποτιμήσουν στά μάτια του απλού λαού. Ο επαναστατικός αναβρασμός όμως εξαπλώθηκε στήν Ήπειρο στούς κατοίκους χωριών καί κωμοπόλεων ενώ ξεχώρισαν γιά τήν δράση τους ο γραμματικός του Οσμάν πασά των Ιωαννίνων Λάμπρος, ο Ντελή Γιώργος καί ο Ζώτος Τσίριπος από τήν Παραμυθιά. Τόν Σεπτέμβριο του 1611, χίλιοι γεωργοί καί βοσκοί μέ ακόντια καί τόξα όρμησαν στά τουρκοχώρια Ζαραβούσα καί Τουρκογρανίτσα καί κατέσφαξαν τούς κατοίκους τους. Επειτα κινήθηκαν στά Ιωάννινα καί τή νύκτα της 11ης Σεπτεμβρίου ξεχύθηκαν στην πόλη ψάλλοντας "Κύριε ελέησον" καί φωνάζοντας "χαράτζι χαρατζόπουλον", ειρωνευόμενοι τούς τουρκικούς φόρους ενώ πυρπόλησαν τό διοικητήριο του Οσμάν πασά, ο οποίος όμως κατόρθωσε νά διαφύγη.
Τήν επόμενη μέρα ο πασάς επανήλθε καί μέ λίγους ιππείς, χριστιανούς σπαχήδες καί μέ τούς τουρκόφιλους κληρικούς, οπαδούς του Μαξίμου, διέλυσε εύκολα τούς επαναστάτες. Ο Διονύσιος κρύφτηκε στή σπηλιά της εκκλησίας του Ιωάννου του Προδρόμου, όπου τόν ανακάλυψε καί τόν κατέδωσε κάποιος Εβραίος. Ο Διονύσιος γδάρθηκε ζωντανός, τό δέρμα του τό γέμισαν μέ άχυρα καί αφού τό περιέφεραν από πόλη σέ πόλη τό έστειλαν μαζί μέ 85 κεφάλια στόν σουλτάνο. Τούς συνεργάτες του Διονύσιου τούς συνέλαβαν καί αυτούς, τούς σούβλισαν καί τούς έψησαν ζωντανούς. Οι σφαγές καί η τρομοκρατία απλώθηκαν σέ ολόκληρη τήν Ήπειρο, τό μοναστήρι του Αγίου Δημητρίου κατασκάφτηκε καί οι χριστιανοί πού ζούσαν στό κάστρο των Ιωαννίνων εκδιώχθησαν.
Βέιλερ Βέης Αρχιστράτηγος Θεσσαλίας.
Οι προύχοντες των Αγράφων.
(9) Από τίς πιό αξιόλογες επαναστατικές κινήσεις στίς αρχές του 17ου αι. είναι οι δύο εξεγέρσεις (Θεσσαλία καί Ήπειρο) πού οργάνωσε ένας άλλος ιερωμένος, ο μητροπολίτης Λαρίσης - Τρίκκης Διονύσιος Β', ο επονομαζόμενος "Φιλόσοφος" ή "Σκυλόσοφος". Ο Διονύσιος καταγόταν από σχετικά εύπορη οικογένεια καί σέ νεαρή ηλικία έγινε μοναχός στή μονή Αγίου Δημητρίου του Διχούνη, κοντά στό Κεράσοβο Θεσπρωτίας. Αργότερα σπούδασε στήν Ιταλία φιλολογία, φιλοσοφία καί ιατρική καί στήν πολύπλευρη μόρφωσή του οφείλεται η επωνυμία του "Φιλόσοφος". Επί της πατριαρχίας του Ιερεμία Β' του Τρανού, ο Διονύσιος αναφέρεται ως μέγας αρχιδιάκονος, έπειτα ως πρωτοσύγκελλος στόν Γαλατά καί τέλος ως έξαρχος μέ αποστολή στίς εκκλησίες της Θεσσαλίας, Ηπείρου καί Πελοποννήσου. Ο Διονύσιος τό 1600 ήταν μητροπολίτης στά Τρίκαλα καί βρισκόταν σέ επαφή μέ κλεφταρματολούς της Πίνδου, ενώ διατηρούσε καί αλληλογραφία μέ τόν αυτοκράτορα της Αυστρίας Ροδόλφο Β'. Το 1601 ο ηρωϊκός Μητροπολίτης Διονύσιος ο Φιλόσοφος ξεκίνησε την επανάστασή του απ' το Μοναστήρι της Τατάρνας. Η επανάσταση του Διονυσίου στή Θεσσαλία, γρήγορα απέτυχε καί ακολούθησαν σκληρά αντίποινα των Τούρκων. Το Μοναστήρι της Τατάρνας «πατήθηκε», κατεστράφη από ορδές Τουρκαλβανών Ανάμεσα στά θύματα ήταν καί ο Σεραφείμ αρχιεπίσκοπος Νεοχωρίου καί Φαναρίου που ανακυρήχθηκε από τήν εκκλησία νεομάρτυρας. (Τό μαρτύριο του Σεραφείμ περιγράφεται μέ λεπτομέρειες από Ηπειρώτη χρονογράφο καί σύμφωνα μέ αυτόν ζητήθηκε από τό νεομάρτυρα νά γίνει μουσουλμάνος γιά να σωθεί. Οταν αυτός αρνήθηκε, βασανίσθηκε γιά πολλές ημέρες από τόν Χαμουζά μπέη, καί στό τέλος παλουκώθηκε). Ο Διονύσιος μετά τήν αποτυχία του κινήματος κατέφυγε στήν Ιταλία ενά καθαιρέθηκε από τό Οικουμενικό Πατριαρχείο στίς 15 Μαΐου 1601 ως "τολμηρώς καί αλογίστως αποστασίαν μελετήσας κατά της βασιλείας του πολυχρονίου Μεχμέτ".
Στή Δύση, ο Διονύσιος συνέχισε νά αγωνίζεται γιά νά εξασφαλίσει βοήθεια γιά τήν απελευθέρωση των συμπατριωτών του, ενώ φέρεται νά προέβη σέ πλαστογραφία εγγράφων γιά νά γίνει πιστευτός. Τό 1602 απηύθυνε έκκληση πρός τόν αυτοκράτορα της Γερμανίας καί τό καλοκαίρι του 1603 έφθασε στήν Ισπανία, μαζί μέ τούς Σταύρο Αψαρά, Εμμανουήλ Ηγούμενο καί Σκαρλάτο Μάτσα, γιά νά συναντήσει τόν βασιλιά Φίλιππο Γ'. Αποτέλεσμα αυτής της επίσκεψης ήταν η δραστηριοποίηση στήν σκλαβωμένη Ελλάδα, πολλών Ισπανών πρακτόρων, οι οποίοι κατέφθαναν κυρίως από τό Ισπανικό βασίλειο της Νεαπόλεως. Ο Διονύσιος επέστρεψε κρυφά στό μοναστήρι του Αγίου Δημητρίου του Δηχούνη στά 1609, συνεχίζοντας αν καί ηλικιωμένος (65 ετών) νά μεταδίδει τόν πόθο γιά τήν φλόγα της ελευθερίας στούς απλούς χωρικούς. Ομως βρήκε ισχυρή αντίδραση από τουρκόφιλη μερίδα, κυρίως κληρικών, οι οποίοι μέ επικεφαλής τόν μοναχό Μάξιμο τόν Πελοποννήσιο, τόν κατηγορούσαν καί τόν χλεύαζαν ώστε νά τόν υποτιμήσουν στά μάτια του απλού λαού. Ο επαναστατικός αναβρασμός όμως εξαπλώθηκε στήν Ήπειρο στούς κατοίκους χωριών καί κωμοπόλεων ενώ ξεχώρισαν γιά τήν δράση τους ο γραμματικός του Οσμάν πασά των Ιωαννίνων Λάμπρος, ο Ντελή Γιώργος καί ο Ζώτος Τσίριπος από τήν Παραμυθιά. Τόν Σεπτέμβριο του 1611, χίλιοι γεωργοί καί βοσκοί μέ ακόντια καί τόξα όρμησαν στά τουρκοχώρια Ζαραβούσα καί Τουρκογρανίτσα καί κατέσφαξαν τούς κατοίκους τους. Επειτα κινήθηκαν στά Ιωάννινα καί τή νύκτα της 11ης Σεπτεμβρίου ξεχύθηκαν στην πόλη ψάλλοντας "Κύριε ελέησον" καί φωνάζοντας "χαράτζι χαρατζόπουλον", ειρωνευόμενοι τούς τουρκικούς φόρους ενώ πυρπόλησαν τό διοικητήριο του Οσμάν πασά, ο οποίος όμως κατόρθωσε νά διαφύγη.
Τήν επόμενη μέρα ο πασάς επανήλθε καί μέ λίγους ιππείς, χριστιανούς σπαχήδες καί μέ τούς τουρκόφιλους κληρικούς, οπαδούς του Μαξίμου, διέλυσε εύκολα τούς επαναστάτες. Ο Διονύσιος κρύφτηκε στή σπηλιά της εκκλησίας του Ιωάννου του Προδρόμου, όπου τόν ανακάλυψε καί τόν κατέδωσε κάποιος Εβραίος. Ο Διονύσιος γδάρθηκε ζωντανός, τό δέρμα του τό γέμισαν μέ άχυρα καί αφού τό περιέφεραν από πόλη σέ πόλη τό έστειλαν μαζί μέ 85 κεφάλια στόν σουλτάνο. Τούς συνεργάτες του Διονύσιου τούς συνέλαβαν καί αυτούς, τούς σούβλισαν καί τούς έψησαν ζωντανούς. Οι σφαγές καί η τρομοκρατία απλώθηκαν σέ ολόκληρη τήν Ήπειρο, τό μοναστήρι του Αγίου Δημητρίου κατασκάφτηκε καί οι χριστιανοί πού ζούσαν στό κάστρο των Ιωαννίνων εκδιώχθησαν.
2 σχόλια:
ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΣΟΥ ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΑ ΓΙΑ ΟΛΗ ΤΗΝ ΔΟΥΛΕΙΑ ΣΟΥ.
ΕΠΕΤΡΕΨΕ ΜΟΥ ΝΑ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΩ ΤΟ ΓΡΑΦΟΜΕΝΟ ΣΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΟΝΟΜΑΣΙΑ "ΜΠΟΧΩΡΙ" , ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΟΥΘΕΝΑ (ΑΠ ΟΤΙ ΓΝΩΡΙΖΩ) ΚΑΜΙΑ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΠΟΥ ΝΑ ΑΝΑΦΕΡΕΙ ΠΩΣ Ο Θεοδ. Γριβας ΕΜΕΝΕ ΕΣΤΩ ΚΑΙ ΓΙΑ ΜΙΚΡΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ ΕΔΩ , Ή ΠΩΣ Η "ΚΟΥΛΙΑ" (ΕΤΣΙ ΟΝΟΜΑΖΕΤΑΙ ΤΟ ΠΥΡΓΟΣΠΙΤΟ) ΗΤΑΝ ΚΑΤΟΙΚΙΑ ΤΟΥ ΓΡΙΒΑ - ΜΠΟΥΑ.
ΕΑΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΚΑΠΟΙΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΟΥ ΝΑ ΑΠΔΕΙΚΝΥΟΥΝ ΤΟ ΑΝΤΙΘΕΤΟ , ΘΑ ΣΟΥ ΗΜΟΥΝ ΥΠΟΧΡΕΟΣ ΕΑΝ ΜΟΥ ΤΑ ΓΝΩΣΤΟΠΟΙΟΥΣΕΣ.
ΚΑΙ ΠΑΛΘΙ ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΛΗ ΣΟΥ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ.
ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ ΠΑΝΟΣ
ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΛΑΟΓΡ. ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΕΥΗΝΟΧΩΡΙΟΥ "Ο ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ"
email: evinos2002@yahoo.gr
www.evinochori.gr
Oι εν λόγω αλβανοι ειναι οντως αλβανοι η αρβανιτες;
Δημοσίευση σχολίου