5/12/08

Λουκάς Χρέλιας: Όλη η Ελλάδα είναι ένα πατάρι...

Σαν πρόλογος…
Όσο κι αν υπήρχε αβεβαιότητα για τη συνέχιση της ζωής, εξαιτίας του κομήτη του Χάλεϋ, δεν άφηναν στο έλεος του Θεού τις δουλειές τους. Ήταν εποχή που φύτευαν τον καπνό. Απ’ αυτόν ζούσαν.
Άνοιξη! Πάνω στη φούρια της δουλειάς. Τα φιντάνια μεγάλωσαν κι έπρεπε να φυτευτούν. Η οικογένεια του Κώστα Χρέλια δεν έχει το απαιτούμενο προσωπικό. Η γυναίκα του είναι έγκυος στον ένατο μήνα. Κοντά στις μέρες της. Η γριά Αφροδίτη τι να πρωτοκάνει μόνη της. Το καπνοχώραφο κάτω στο αμπέλι που είναι στη Φτέρη είναι έτοιμο και περιμένει το φύτεμα, και το φιντάνι αν δε φυτευτεί στην ώρα του, καταστροφή. Ο Κώστας Χρέλιας φυσάει και ξεφυσάει, πίνοντας τον καφέ του δίπλα στο καφενείο του Ντούλα.
«Τι κάνεις, Κώτσο; Τον φύτεψες τον καπνό;»
«Με τι χέρια, Ντούλα;»
«Εμ, βέβαια, εσύ μόνο παιδιά φυτεύεις στο χωράφι της Γοργώς... Δεν κάνεις και νισάφι».
«Βάρα με με τη σκούφια σου, ρε Ντούλα! Κι εσύ δεν πας πίσω... Δώσ’ μου μια βαρνάτσα... Εσύ έχεις το καφενείο και βρέξει χιονίσει τα κονομάς».
«Μη στενοχωριέσαι και θα τα βολέψουμε... Έλα, πιες...»
«Βίβα!»
«Βίβα...»

H γέννηση του Λουκά…
Η Άνοιξη ανοίγει την αγκαλιά της. Ξημερώνει Πρωτομαγιά. Ένα τσούρμο γυναίκες και κοριτσόπουλα μαζεύτηκαν πρωί πρωί στην αυλή. Βγάλανε το φιντάνι, φορτώνονται τις κανίστρες στο κεφάλι και τραβάνε για το χωράφι. Εκεί γίνεται καταμερισμός δουλειάς. Ένας θα κουβαλάει νερό από το Σκατλάρ ―ένα ρυάκι που κατεβαίνει από το Μετόχι κι έχει νερό ώς την άνοιξη το καλοκαίρι στερεύει―, άλλος ανοίγει αυλάκια στα κατεβατά, άλλος τρύπες που τις γεμίζει νερό για να φυτέψουν τα φιντάνια και οι γυναίκες θα φυτεύουν.
Η δουλειά άρχισε κι όλα πάνε καλά ώς την ώρα. Το ίδιο και στο σπίτι. Η κυρα-Γοργώ, με μια κοιλιά φουσκωμένη και με δυο κουτσούβελα, την Αμαλία και την Κούλα, τελειώνει το μαγείρεμα και ξεκινάει για το χωράφι με το κανίστρι στο κεφάλι. Κρατώντας με το ’να χέρι την Κούλα και με τ’ άλλο το κανίστρι και η Αμαλία πιασμένη από τη φούστα της μάνας της, κοντοζυγώνουν στο χωράφι. Από μακριά την είδε η Αγλαΐα, η μεγαλύτερη κόρη, κι έτρεξε να την ξαλαφρώσει. Σαν φτάσανε στο χωράφι και κάνει ν’ απιθώσει το κανίστρι με το φαγητό κάτω από την ελιά, βγάζει μια φωνή «αα!» και πιάνεται απ’ τον κορμό της ελιάς. Ακουμπάει την πλάτη της στον κορμό και σιγά σιγά γλιστράει και ξαπλώνει ακουμπιστά στη ρίζα της ελιάς... Η μικρή Αγλαΐα βάζει τα κλάματα και μπήζει τις φωνές. Οι γυναίκες αφήνουν το φύτεμα και τρέχουν να ιδούν τι συμβαίνει.
Οι αχτίνες του ανοιξιάτικου ήλιου διαπερνούσαν το πυκνό ανθισμένο φύλλωμα της ελιάς και ράντιζαν με ηλιοφώς το χλομό και λουσμένο με κρύο ιδρώτα πρόσωπο, φώτιζαν τη θεία μορφή της Γοργώς. Της αγίας Γοργώς, όπως την αποκαλούν ακόμα και τώρα όσοι τη γνώρισαν και την έζησαν ώς τα εκατόν δύο της χρόνια.
Άρχισαν οι πόνοι, σπάσανε τα νερά κι ο Κώστας ο άντρας της καβαλάει τ’ άλογο και τρέχει να φέρει τη μαμή, την κυρα-Φλώρινα, που ξεγεννούσε τις γυναίκες των γύρω χωριών. Τότε δεν υπήρχαν πολυτέλειες. Δεν υπήρχαν επιστήμονες ξεγεννήτρες, ούτε νοσοκομεία και κλινικές. Μόνο πρακτικές, και πολλές φορές λείπαν κι αυτές και ξεγεννιόντουσαν μόνες τους κι αβοήθητες οι γυναίκες.
Δεν άργησε ο Κώστας να ’ρθει με τη μαμή την κυρα-Φλώρινα. Η Γοργώ όμως είχε γεννήσει. Το παιδί είδε το φως κι άρχισε τα ουά-ουά...
«Πιδί, πιδί!» φώναξαν όλοι. «Να σας ζήσει!»
Και της γριάς της βάβας βούρκωσαν τα μάτια της κι έκανε το σταυρό της:
«Σ’ ευχαριστώ, Θειούλη μ’... Μου ’φιρις του Λούκα μ’».
Ένας πόνος κατέτρωγε τα σωθικά της βάβας Αφροδίτης κι ήταν ο πόνος της μεγάλος για το σκοτωμό του γιου της Λουκά.
Σε ξέσκεπο σπίτι γεννήθηκα, κάτω απ’ τον ίσκιο μιας ελιάς. Ήμουν η πέμπτη γέννα της μάνας μου. Προηγούντο ο Χαράλαμπος, η Αγλαΐα, η Αμαλία, η Κούλα και πέμπτος εγώ. Ακολούθησαν η Ρωμαλαία και το στερνοπαίδι ο Γιώργος.
Τα κορίτσια πέθαναν και μόνο η Αμαλία ξεγέλασε το Χάρο κι έζησε μέχρι τα εβδομήντα τέσσερά της χρόνια. Ως εκ θαύματος σώθηκε και το στερνοπαίδι, ο Γιώργος, και τούτο χάρη στην επιμονή του γιατρού Ζαχαρία Λέλου. Ταλαιπωρήθηκε όμως τα τελευταία του χρόνια με εξορίες στην Ικαρία και τη Μακρόνησο. Όσο για τον γιατρό Ζαχαρία Λέλο, που ήταν γεμάτος ανθρωπιά και καλοσύνη, ήθελα να σταθώ λίγο σ’ αυτό τον μεγάλο ανθρωπιστή, αλλά φοβάμαι μήπως δεν μπορέσω να αποδώσω αυτό που πραγματικά ήταν κι έμεινε ώς το τέλος της ζωής του, μια ψυχή γεμάτη καθαρότητα μεγαλοσύνης. Εκείνα τα χρόνια ήταν πολύ δύσκολα. Ούτε συγκοινωνία ούτε τηλέφωνο. Το μόνο μέσον επικοινωνίας με τη χώρα (Βραχώρι-Αγρίνιο) ήταν η σούστα. Κάθε πρωί έφευγε για το Αγρίνιο. Είκοσι χιλιόμετρα και το βράδυ έπρεπε να γυρίσει και πάλι στο χωριό. Συνολικά σαράντα χιλιόμετρα την ημέρα, ώσπου να φτάσεις έφευγες και δεν προλάβαινες να τελειώσεις τις δουλειές σου. Τη διαδρομή την έκανε με τη σούστα του ο θείος μου ο Λουκάς Χρέλιας, αδερφός του πατέρα μου. Για να πάμε στο Αγρίνιο, πρέπει να περάσουμε τα λάμια γιοφύρια ―τη σημερινή γέφυρα που ενώνει τη Μακρυνεία με την Τριχωνίδα, που τις χωρίζει ο αύλακας που ενώνει τις δύο λίμνες Τριχωνίδα και Λυσιμαχία. Τότε τα λάμια γιοφύρια ήταν ξύλινα. Πήραν την ονομασία αυτή γιατί μια εποχή θρυλολογείται πως ακουγόταν να βρυχιέται κάποιο στοιχειό που κρύβονταν μέσα στα καλάμια και τα παπύρια της λίμνης, κάποια λάμια. Δεν ξέρω κατά πόσο αληθεύει αυτός ο θρύλος ή είναι δημιούργημα αρρωστημένης φαντασίας. Ήταν τόσο πρόχειρα φτιαγμένα, που το χειμώνα, σαν πλημμύριζαν οι λίμνες, τα σκέπαζαν με τα νερά τους και διακόπτονταν η συγκοινωνία.
Το μύθο αυτό τον αναφέρω μόνο και μόνο για να δείξω σε ποια κατάσταση βρισκόταν εκείνη την εποχή η συγκοινωνία και πώς ζούσε ο κόσμος στερημένος από μέσα μαζικής μεταφοράς. Η βάβω είχε δυο παιδιά από τον πρώτο άντρα της, τον Κώστα και τον Λουκά. Ο Λουκάς ήταν ο αμαξηλάτης που έκανε τη συγκοινωνία με τη σούστα του, Μπουρλέσια-Αγρίνιο. Ήταν ωραίος νέος και λεβέντης, καθώς τον γνώρισα από μια φωτογραφία του που κρατούσε η βάβω σαν φυλαχτάρι κοντά στα εικονίσματα: ψηλός, καστανός, με ζωσμένο το σ’λάχι σε μέση δαχτυλίδι, ολάσπρη φουστανέλα, ανεμιστές φούντες στις γάμπες, μαύρη κεντητή με γιορντάνια σκούφια και κόκκινα γιορτινά τσαρούχια με μαύρες φούντες. Πραγματική ζωγραφιά ελληνικής λεβεντιάς.
Μια μέρα, κοντά στο γιοφύρι της Μπογλάστ, το άλογο του αφηνίασε και υπήρχε φόβος να αναποδογυρίσει η σούστα πάνω στη γέφυρα, και για να προλάβει το κακό, πήδησε και το τσαρούχι του πιάστηκε στο σκαλοπάτι κι ήρθε με το κεφάλι κάτω από τους τροχούς. Τον θρήνησε όλη η Μακρυνεία. Νωπός ο σκοτωμός του και μεγάλος ο πόνος της βάβας, στέρεψαν οι βρύσες των ματιών της και κάθε τόσο ξεμοναχιαζόταν κι άφηνε να ξεχειλίσει ο πόνος της αρχίζοντας μοιρολόγι που ακουγόταν σ’ όλη τη γειτονιά. Εκείνη τη χρονιά γεννήθηκα κι εγώ και μου δώσανε το όνομα του θείου Λουκά. Η γριά η βάβω μου δεν μπορούσε να με λέει Λουκά και με φώναζε χαϊδευτικά Κούκα.

O κομήτης του Χάλεϋ…
Τούτα που ’γραψα πιο πάνω και τούτα που θα γράψω τώρα δεν είναι παρά από διηγήσεις της βάβας μου και της μάνας μου, που σαν παραμύθι μάς τα ’λεγαν τα χειμωνιάτικα βράδια κοντά στο γωνολίθι ματιάζοντας τα καπνά, καθώς κι από γειτόνισσες που μαζεύονταν στην αυλή μας για κουτσομπολιό κι άρχιζαν το κουβεντολόι γύρω απ’ της ζωής τους τα περασμένα.
Πολλές φορές είχα ακούσει να μιλάνε για τον κομήτη που θα περνούσε το Μάη του 1910. Άκουσα να λένε πως ήταν σημαδιακές εκείνες οι μέρες. Ο κόσμος είχε τρομοκρατηθεί με τις διάφορες διαδόσεις και περίμενε τη συντέλεια, όπως έλεγε η Αποκάλυψη και όπως το επιβεβαίωνε κι ο Παπλάκης ―ο Κοσμάς ο Αιτωλός―, που ήταν και πατριώτης μας από ένα χωριό του Θέρμου. Είχε περάσει κι από τα χωριά μας κι έγινε θρύλος! Άκουσα τη γειτόνισσά μας την Ντούλαινα να λέει πως ό,τι είπε ο Παπλάκης βγήκε αληθινό. Πως θα ζωστεί τάχα η γη μ’ ένα σύρμα...
«Αμ τ’ άλλο;» πετάγεται η Αντριάνα του Βίτσα.
«Ποιο, μαρή τσούπα μ’;»
«Τα σιδηρένια π’λιά που θα πετάνε πάνω απ’ τα κεφάλια μας και θα σκορπάν φουτιές».
«Ιγώ, μαρές τσούπις μ’, όταν ήμνα μκρή, τον είδα τουν Παπλάκη».
Κι αμέσως πετιέται η Αρσενόη του Λέλου, που ήταν και γραμματιζούμενη και ήξερε περισσότερα γιατί είχε διαβάσει το βίο του πάτερ Κοσμά του Αιτωλού.
«Τι λες, κυρα-Αφροδίτη, όταν πέρασε ο Παπλάκης από τα χωριά μας, δεν ήταν γεννημένη ούτε η βάβα σου, όχι εσύ».
Κι αποσώνει η Μυργιαννοχρίσταινα:
«Ιγώ ακουστά τουν έχω. Καλά λέει η Αρσενόη».
Κι όλες μαζί οι μικρομάνες, για να δείξουν πως ξέρουν πολλά για τον Παπλάκη, συμφώνησαν με την πολύξερη Αρσενόη. Και δεν ήταν λίγες που μαζεύονταν στην αυλή μας: η Μυργιαννοχρίσταινα, η Βιτσνίκαινα, η Κουτσούναινα η Μπαρδάκαινα, η μικροπαντρεμένη Αντριάνα του Βίτσα που σκάρωσε μια ντουζίνα παιδιά και τόσες άλλες που δε θυμάμαι τα ονόματα, μαζεμένες κάτω από το γεροπλάτανο, όλες μικρομάνες και ταυτόχρονα γκαστρωμένες, τα λέγανε και κουτσομπόλευαν όλο το χωριό.
Καθώς βλέπετε η σοδειά της πατρίδας από παιδιά ήταν πολύ ικανοποιητική και την ετοίμαζαν για τους πολέμους που τότε ήτανε πολλοί και σκληροί. Γι’ αυτό και οι άντρες γινόντουσαν πολύτεκνοι για πολλούς ευκολονόητους λόγους. Όλοι θέλουν να πολεμήσουν για την πατρίδα, αλλά ―κακά τα ψέματα― η αγκαλιά ήταν κι αυτή καλή.
Όσο για τον κομήτη του Χάλεϋ που θα περνούσε, άκουσα πολλά και διάφορα. Όλος ο κόσμος είχε ξεσηκωθεί. Είχε παραμελήσει τις δουλειές του. Αφού θα γινότανε η συντέλεια, γιατί να δουλέψει; Ό,τι είχανε είχανε, γιατί να δουλέψουν αφού δε θα υπάρχουν αύριο; Καπνός να γίνει αφού όλα θα πεθάνουμε. Το ’χαν ρίξει στα γλέντια. Τι γλέντια! Ο Θεός να τα κάνει γλέντια με την ιδέα ότι από στιγμή σε στιγμή θα πέσει ο κομήτης και θα γίνουν όλα στάχτη. Τα βράδια ξενυχτούσαν ξαπλωμένοι στ’ αλώνια και στις αυλές κι άλλοι αδράζοντας την ευκαιρία ξεμοναχιάζονταν, γυναίκες κι άντρες, για να γευτούν την ηδονή της ζωής, μια και δε θα υπήρχε κανένας την επαύριο για να λογοδοτήσουν.
Τα πράγματα όμως ήρθανε αλλιώτικα. Ο κομήτης πέρασε μα δεν έπεσε, έφυγε μακριά από τη γη, και η ντόλτσε βίτα των προηγούμενων ημερών έγινε αφορμή να γίνουνε γρήγορα γάμοι, για να προλάβουν προτού φανεί ο καρπός στην κοιλιά ορισμένων κοριτσιών που... γεύτηκαν τον κομήτη τους.

Σχολικά χρόνια…
Σιγά σιγά μεγάλωνα, μέσα στη φτώχεια και τη μιζέρια. Τεσσάρω χρονώ βύζαινα τη μάνα μου και για να με αποκόψει δεν υπήρχαν τότε μπιμπίλες να με ξεγελάει, κι εγώ όλη την ώρα κρεμόμουνα από το βυζί της. Ώσπου μια μέρα σοφίστηκε και άλειψε το στήθος της γύρω από τη θηλή με ρετσίνι κι όταν πήγα να βυζάξω, κολλάγανε τα χείλια μου στο ρετσίνι και σιγά σιγά η βυζάχτρα μάνα μου απαλλάχτηκε από μένα που της ρουφούσα τη ζωή. Απαλλάχτηκε από μένα αλλά γκαστρώθηκε τη Ρωμαλαία.
Σαν έγινα επτά χρόνω και πήγα στο σχολειό, είχαμε για δάσκαλο τον Χαράλαμπο Κωνσταντάκη. Αργότερα τον πήρανε στρατιώτη και μείναμε χωρίς δάσκαλο. Χάσαμε τη χρονιά μας. Την άλλη χρονιά πηγαίναμε στα διπλανά χωριά, τη Γαβαλού και την Κάτω Μποτίνου (Δαφνιά), αργότερα μας ήρθε ένας εξαιρετικός δάσκαλος, Κερκυραίος την καταγωγή, ο Κάρμενος δε Λεονάρδος. Στο χωριό δεν υπήρχε εστιατόριο και είχαμε κανονίσει να φέρνουμε φαγητό από τα σπίτια μας με τη σειρά. Έμενε στο γραφείο του σχολείου, που το χρησιμοποιούσε για υπνοδωμάτιο.
Όταν ήμουνα στην τετάρτη τάξη, στη γιορτή του Ευαγγελισμού που μαθαίναμε όπως πάντα ποιήματα, μου ’δωσε ποίημα του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη για την 25η Μαρτίου. Στον Χρήστο Κίτσο αυτό που λέει «Τ’ άλογο τ’ άλογο, Ομέρ Βρυώνη» και το ’λεγε ο αφιλότιμος τόσο ωραία με στόμφο και παρασυρμένος από το μέτρο το τόνιζε μονότονα, κι όμως μ’ άρεσε ο τρόπος που το ’λεγε. Περιμέναμε πότε θα ’ρθει η σειρά του να πει το ποίημά του και παρασυρμένοι κι εμείς τον ακολουθούσαμε και γινότανε ένα βαχάτο, που πολλές φορές κι ο δάσκαλος γελούσε και μας διέκοπτε. Την ημέρα της γιορτής είπα κι εγώ το ποίημά μου κι ήμουνα καλός και πήρα και συγχαρητήρια. Στο «Ελληνικό Σχολείο» ―έτσι λέγαμε τότε το Σχολαρχείο. Ήταν τριτάξιο και είχαμε καλούς καθηγητές. Σχολάρχης ήταν ο Καλογιώργος, ντόπιος Γαβαλιώτης. Ο Κ. Βελιβάσης ήταν απ’ το Μέτσοβο, αλλά έγινε κι αυτός Γαβαλιώτης γιατί παντρεύτηκε Γαβαλιώτισσα κι έκανε οικογένεια. Είχαμε κι έναν κακό καθηγητή, τον γερμανικής καταγωγής καθηγητή των μαθηματικών Φρειδερίκο Κίσλιγκς· ως μαθηματικός άριστος, ως άνθρωπος όχι. Μισούσε τους μαθητές του, προσπαθούσε να βρει αφορμή ακόμα και σ’ αυτούς που ήταν καλοί στα μαθηματικά να τους τιμωρήσει, και η τιμωρία ήταν ξύλο, όχι από κείνο που βγήκε από τον Παράδεισο, που λέει η παροιμία, αλλά ξύλο να ματώνουν οι παλάμες από τις αγριλίσες βέργες που ήταν γεμάτες ρόζους. Θυμάμαι ένα περιστατικό. Μια μαθήτρια ―ήταν και συγγενής μου― η Σώκου, που, μόλις σήκωσε τη βέργα να τη χτυπήσει, από την τρομάρα της κατουρήθηκε. Όταν το ’μαθε ο πατέρας της, απόστρατος επιλοχίας του καιρού εκείνου, ήρθε στο σχολείο και ποιος είδε το Θεό και δεν τον φοβήθηκε. Την άλλη χρονιά μετατέθηκε στο Σχολαρχείο Μεσολογγίου. Αργότερα μας ήρθαν νέοι καθηγητές, ο θεολόγος Μακρόπουλος και ο εξαιρετικός Θόδωρος Τεντόπουλος, φιλόλογος. Και οι δύο εξαιρετικοί άνθρωποι και επιστήμονες.
Ο καθηγητής Θόδωρος Τεντόπουλος είχε και καλλιτεχνικές ιδιότητες. Στις 25 Μαρτίου θέλησε να κάμει μια όμορφη και ολοκληρωμένη καλλιτεχνική εθνική γιορτή. Διασκεύασε και σμίκρυνε το έργο του Περεσιάδη Εσμέ σε μία μεγάλη πράξη και έκανε τη διανομή των ρόλων. Έδωσε τους πρωταγωνιστικούς ρόλους σ’ άλλους μαθητές και μ’ άφησε τελευταίο. Μου ’δωσε το ρόλο του Αγγελιοφόρου. Πικράθηκα πολύ γιατί νόμιζα πως παραγκωνιζόμουνα. Είχα την εντύπωση πως ήμουν ο καλύτερος απ’ τους άλλους και δε γελάστηκα. Χωρίς να θέλω να αυτολογήσω, στο τέλος του έργου βγαίνω να αναγγείλω τη μεγάλη απόφαση των καπεταναίων και λέω: «Σας φέρνω χαράς βαγγέλια. Όλοι οι καπεταναίοι σήκωσαν τη σημαία της επανάστασης...» Το είπα τόσο στομφώδικα, που ενθουσιάστηκε ο κόσμος και σηκώθηκε όρθιος και φώναξε μαζί μου «Ζήτω η επανάσταση!» και χειροκροτούσε. Αυτή ήταν η μεγάλη στιγμή. Το πήρα απάνω μου.
Μετά το μονόπρακτο άρχισαν οι απαγγελίες διαφόρων ποιημάτων από τους μαθητές. Και πάλι ο Τεντόπουλος μ’ αφήνει τελευταίο. Το ’χα παράπονο που μ’ άφηνε τελευταίο και είχα περιέργεια να μάθω γιατί. Δεν το ’μαθα παρά μονάχα ύστερα από χρόνια, σαν έγινα ηθοποιός: το καλύτερο νούμερο βγαίνει πάντα τελευταίο. Απήγγειλα το «Ο βράχος και το κύμα» του Βαλαωρίτη. Δε μου τη δίδαξε κανείς αυτή την απαγγελία. Είχα τέτοια επιτυχία, που, εκτός από τα χειροκροτήματα που πήρα, δίναν και συγχαρητήρια στον καθηγητή και στον πατέρα μου, που είχαν βουρκώσει τα μάτια του από τη χαρά του και τη συγκίνηση. Ακόμα και τώρα, ύστερα από τόσα χρόνια, πολλοί συμμαθητές μου μου θυμίζουν εκείνες τις στιγμές της απαγγελίας. Αυτή ήταν η σημαδιακή χρονιά που χάραξε την τύχη μου και τη σταδιοδρομία μου. Από κείνη τη στιγμή μου καρφώθηκε να γίνω ηθοποιός ―έγινα;

Eξωσχολική ζωή…
Ας γυρίσω λίγο προς τα πίσω για να δώσω μια εικόνα απ’ την παιδική ηλικία και τις εξωσχολικές ώρες της ζωής, που έχουν χαράξει όμορφες κι άσχημες πινελιές στην ψυχή μου.
Το Μετόχι είναι δυόμισι χιλιάδες περίπου στρέμματα βοσκότοποι και μερικά καλλιεργήσιμα χωράφια του μοναστηριού της Παναγίας Κατερινούς, που τα νοίκιαζε για δεκαετίες ο πατέρας μου ο Κώστας Χρέλιας και τα χρησιμοποιούσε για βοσκή των ζώων που αγόραζε για σφάξιμο στο κρεοπωλείο του που είχε στη Γαβαλού, και μάλιστα στο παζάρι που γινότανε στις 8 του Σεπτέμβρη. Μια μικρή εμποροζωοπανήγυρις που κρατούσε οκτώ μέρες. Κόσμος μαζευόταν από τα γύρω χωριά με τα μαρτίνια τους που ’χαν για πούλημα και κάθε λογής κατοικίδια ζώα, που τα μεγάλωναν για να τα πουλήσουν στο παζάρι και να αγοράσουν ό,τι χρειαζούμενα για το σπίτι και προπαντός για τις προίκες των κοριτσιών.
Η Γαβαλού έχει κι αυτή την ιστορία της. Είναι παλιά πρωτεύουσα της επαρχίας Μακρυνείας και έδρα δημαρχιακής περιφέρειας, όχι μόνο γιατί είναι κέντρο περιφέρειας αλλά γιατί είναι και γενέτειρα του οπλαρχηγού Κίτσου Μακρή, που, όταν ζήτησε ο βασιλιάς Όθωνας για υπασπιστή του έναν οπλαρχηγό που να μην έχει προσκυνήσει Τούρκο και του υπέδειξαν τον καπετάν Μακρή, αυτός αρνήθηκε απαντώντας «Εγώ δεν προσκύνησα Τούρκο, θα προσκυνήσω Βαυαρό;» και σηκώθηκε κι έφυγε από το Μεσολόγγι μαζί με τη γυναίκα του κι ήρθε στη Γαβαλού κι έζησε ώς το θάνατό του.
Σε τούτα τα βοσκοτόπια, που ήταν βακούφικα από τον καιρό της Τουρκοκρατίας, πήγαινα κι εγώ με τον Ηλία Πανάγου και στήναμε το χειμώνα παγίδες και πιάναμε καλογιάννηδες.
Εκεί πάνω στο Μετόχι έμαθα και γράμματα, γιατί μόλις σχόλαγα από το σχολείο, πήγαινα να βοσκήσουν οι μαρτίνες του σπιτιού εκεί και έγραφα και διάβαζα της επομένης τα μαθήματα, και για να τα αποστηθίσω ―γιατί έτσι θέλανε οι καθηγητές να μαθαίνουμε τα μαθήματα, απ’ έξω χωρίς να παραλείπουμε ούτε ένα «και»―, φώναζα δυνατά κι ακουγόμουν στις γύρω ράχες. Τα καλοκαίρια όμως τις μαρτίνες τις πηγαίναμε για βοσκή στον κάμπο της Λαδικούς, μια παραλίμνια τοποθεσία. Ένα ρουμάνι με θεόρατα δέντρα που στους κορμούς τους σκαρφάλωναν οι αγριοκληματαριές, οι βάτοι και η αγράμπελη. Παρθένο δάσος με τα πελώρια μιλιόδεντρα και τα αιωνόβια πλατάνια. Ξεκινάγαμε το πρωί, βάζαμε μπροστά τις γίδες κι ακολουθούσαν τα σκυλιά μας και ξοπίσω το ξυπόλητο τάγμα, ο Νίκος ο Μυργιάννης, ο Γιάννης και ο Βαγγέλης ο Βίτσας και όλα τα παιδιά της γειτονιάς, και καθώς ήμασταν ξυπόλυτα, χτυπάγανε τα μεγάλα δάχτυλα των ποδιών μας στις πέτρες και ματώνανε. Δε χάναμε καιρό, αρπάζαμε ένα κομμάτι σβουνιά και τη βάζαμε απάνω στην πληγή να σταματήσει το αίμα. Βάζαμε με άγνοιά μας τον τέτανο. Είχαμε μπολιαστεί από χρόνια φαίνεται και είχαμε πάθει ανοσία, γιατί ζούσαμε κοντά στη φύση και η ίδια η φύση μάς προφύλασσε. Αλλά η λαϊκή φιλοσοφία λέει πως «πολλές φορές η στάμνα πάει στη βρύση μα μια μέρα θα ραγίσει». Αυτό συνέβη με την αδερφή μου την Κούλα, που πήγε στο βουνό μ’ άλλα κορίτσια για ξύλα και χτύπησε στη φτέρνα από ένα καρφί κι έπαθε τέτανο.
Τούτο το περιστατικό είχε τόσα απρόοπτα. Το βράδυ στον ύπνο της ξύπνησε με πονοκέφαλο. Όλη τη νύχτα υπέφερε το κορίτσι. Το πρωί ήρθε ο γιατρός, έδωσε κάτι φάρμακα, αλλά δεν κάνανε τίποτα. Δεν έδωσε και μεγάλη σημασία. Το βράδυ μας φέρνουν και καλά μαντάτα από το Αγρίνιο. Είδαν τον αδερφό μας τον Λάμπη που είχε έρθει από την Αλεξανδρούπολη όπου υπηρετούσε. Έρχεται ο Καμάρας που έκανε συγκοινωνία και φωνάζει τη μάνα, «Τα συχαρίκια, Γοργώ, ο γιος σας ήρθε στο Βραχώρι». Το βράδυ παίζαμε πεντόβολα μέσα στο σπίτι, εγώ, η Αμαλία και η Κούλα, που δεν ένιωθε καλά, μα με τη σκέψη πως αύριο θά ’ρθει ο αδερφός μας που είχαμε να τον δούμε πολύ καιρό, έκανε κουράγιο. Αργά όμως η Κούλα πονάει και κλαίει. Πονάει το κεφάλι της. Αναστατώθηκε το σπίτι, ο τέτανος έκανε τη δουλειά του, η Κούλα έμεινε αβοήθητη κι ώσπου να φέξει ξεψύχησε προφέροντας το όνομα του αδερφού μας. Το απόγιομα την κηδέψαμε. Ο Λάμπης δεν ήξερε τίποτε και μόλις φτάνει, βλέπει κόσμο στην αυλή του σπιτιού μας. Κατεβαίνει από την άμαξα του Καμάρα, τρέχει στο σπίτι κι εκεί μαθαίνει πως ο κόσμος που είναι μαζεμένος στην αυλή μόλις γύρισε από την κηδεία. Ποιον να παρηγορήσουν, τους γονείς ή τον αδερφό, που δεν πρόλαβε να φιλήσει έστω και νεκρή την αδερφή του που της είχε ιδιαίτερη αγάπη και αδυναμία.
Το καλοκαίρι σαν παιδιά ήμασταν ανήσυχα. Τα μεσημέρια δεν κοιμόμαστε, το σκάγαμε ξυπόλυτα και πηγαίναμε στα Γιάργια, κοντά στο ξωκλήσι της Αγίας Παρασκευής που είναι στη λίμνη. Τα Γιάργια είναι άνοιγμα καθαρό από νεροκάλαμα και παπύρια (ψαθιά). Εκεί μαθαίναμε κολύμπι, φτιάχνοντας σωσίβια με δυο μάτσα παπύρια που τα δέναμε παράλληλα με σχοινιά ή βούρλα και τα κάναμε σαν φορείο και ξαπλωμένα πάνω σ’ αυτά κρατιόμαστε στην επιφάνεια κι αρχίζαμε να κολυμπάμε. Τσαλαβουτιόμαστε ώρες ολόκληρες μέσα στα θολά νερά της λίμνης να δροσιστούμε κι όταν βγαίναμε και μας ζέσταινε ο μεσημεριάτικος ήλιος, μας τρέλαινε μια φαγούρα άλλο πράμα. Φτάναμε στο σημείο να βγάζουμε τα πουκάμισά μας και να κυλιόμαστε, όπως τα γαϊδούρια, πάνω στα ξερά χορτάρια ώσπου ματώναμε τις πλάτες.
Από τα Γιάργια πηγαίναμε και πάλι στο λόγγο όπου είχαμε δεμένες τις κατσίκες με φύλακες τα σκυλιά, που μας περίμεναν να τους πάμε αμοιβή για το φύλαγμα κανένα ξεροκόμματο. Βαδίζαμε στα χέρσα χωράφια που ήταν γεμάτα αγκάθια και τριβόλια που καρφώνονταν στις φτέρνες κι όταν τα βγάζαμε, πεταγόταν το αίμα τσαμπούνα. Δεν μας ένοιαζε, μαθημένα τα βουνά από χιόνια.
Σαν φτάναμε στο λόγγο κι αμολάγαμε τις γίδες να βοσκήσουν, ανάβαμε φωτιά κάτω από ψηλά δέντρα, για να μη μας προδώσει ο καπνός στον αγροφύλακα κι έρθει και μας πιάσει να ψήνουμε τα κλεμμένα καλαμπόκια.

Eκδρομή στο Kαρπενήσι…
Ο πατέρας μου δεν είχε τις δυνάμεις να εξακολουθήσω τα γράμματα, ήθελε να με κρατήσει κοντά του γιατί ο μεγάλος του γιος ο Λάμπης είχε φύγει και δεν επρόκειτο να γυρίσει στο χωριό. Εγώ όμως, που κατάλαβα τις διαθέσεις του γέρου, βάζω τους καθηγητές μου, τον Καλογιώργο και τον Βεληβάση, και τον έπεισαν να με στείλει στο Γυμνάσιο. Του ’πανε τόσο καλά λόγια για μένα, που ο γέρος καμάρωσε που είχε έναν τόσο καλό γιο και με όρεξη για γράμματα και τ’ αποφάσισε να με στείλει να δώσω εισαγωγικές εξετάσεις στο Γυμνάσιο Μεσολογγίου. Πήγα και επέτυχα, όπως όλοι οι μαθητές του Σχολαρχείου Γαβαλούς, που είχε φήμη καλή κι έβγαζε καλούς μαθητές.
Σαν τέλειωσαν οι εξετάσεις, μια ομάδα από τρεις γυναίκες που παραχειμώνιαζαν στο χωριό μας θα φεύγανε για το Κρίκελο. Νά η ευκαιρία, να πάω κι εγώ μαζί τους ώς το Κρίκελο κι από κει στο Καρπενήσι όπου παραθέριζε ο αδερφός μου.
Ένα πρωινό ξεκινάμε παίρνοντας το δρόμο για Ανάληψη, Καψοράχη, Μακρυνού, Γούστιανη, Σβαράλωνα. Όλα αυτά τα χωριά δίπλα στο δρόμο της λίμνης. Από τα Σβαράλωνα αφήνουμε τη λίμνη κι ανεβαίνουμε για τη Δερβέκιστα, από κει κατεβαίνουμε και περνάμε τον Φίδαρη. Περνώντας τον Φίδαρη, οι γυναίκες με βάλανε μισοκάπουλα σ’ ένα φορτωμένο μουλάρι για να μη βραχώ και πέρασα στην αντίπερα όχθη. Ανεβαίνουμε και πάλι και φτάνουμε στο χάνι του Λιόλου. Εκεί ξενυχτήσαμε για να σηκωθούμε πρωί πρωί να συνεχίσουμε το δρόμο μας. Περνάμε πάνω από τη Δουμνίστα, που βρίσκεται στο βάθος της ποταμιάς, κι από κει για το Κρίκελο. Αφήσαμε πίσω μας τον Κρικελοπόταμο με τα καταγάργαρα νερά που κατέβαιναν από τις χιονισμένες ακόμα βουνοκορφές. Μεγάλη εντύπωση μου ’κανε η Δουμνίστα που κείτονταν μέσα στη ρεματιά, σκεπασμένη με πρασινάδα και θεόρατα έλατα. Τούτο το χωριό το ’χα πλάσει με τη φαντασία μου από τα λεγόμενα του συμμαθητή και φίλου μου όταν τον άκουγα να λέει για το χωριό ―και δε γελάστηκα, είναι πράγματι μια φυσική ζωγραφιά πάνω σ’ εκείνα τα βουνά που έζησε ο Κρικέλας.
Σαν όνειρο έχει μείνει στη μνήμη μου αυτή η διαδρομή, ανάμεσα σε τρεις γυναίκες, όπως ανεβοκατεβαίναμε τις δασωμένες λαγκαδιές με τις βρυσούλες που μας ξεδιψάγανε τα δροσερά νερά τους. Ερημιά... Κανένας θόρυβος. Μόνο τα τιτιβίσματα των πουλιών και «των καθαρών νερών τα μουρμουρίσματα» που λέει ο Ξενόπουλος στη Στέλλα Βιολάντη. Ένα αλλόκοτο συναίσθημα με κυρίευε μέσα στης ερημιάς την ησυχία. Ένα συναίσθημα φόβου, δέους, πολλές φορές μου ’ρχότανε στο νου ιστορίες και παραμύθια με κλέφτες, με φονιάδες, με ληστές. Τα βράδια που ξαπλώναμε στην ερημιά για λίγο ύπνο, φρόντιζα να ’μαι ανάμεσα στις γυναίκες για προφύλαξη, κι ας ήμουνα ο μοναδικός άντρας ανάμεσα σε τρεις γυναίκες. Άντρας να σου πετύχει!... Δεκαέξι χρονώ παιδί ήμουνα. Τι να ’κανα; Δεν είχα πάει ούτε στο Αγρίνιο. Πρώτη φορά έβγαινα απ’ το σπίτι μου, μακριά απ’ τους δικούς μου. Φοβόμουνα ανύπαρκτους κινδύνους. Τι αντίθεση! Σήμερα, που τόσο εκπολιτίστηκε η κοινωνία, υπάρχουν περισσότεροι φόβοι και κίνδυνοι. Ο ξενόφερτος τρόπος ζωής μάς έχει δημιουργήσει το συναίσθημα της ανασφάλειας. Φοβόμαστε και μέσα στην αγκαλιά του σπιτιού μας. Η κοινωνία έχει γίνει ζούγκλα. Ο άνθρωπος θηρίο ανήμερο κι αδυσώπητο, χωρίς συγκίνηση, χωρίς ανθρωπιά, τίποτα. Δεν έχει ούτε ιερό ούτε όσιο. Η ζωή σου ζωή μου. Μπράβο, άνθρωπε! Καλή πρόοδο! Μην αφήσεις τίποτα όρθιο.
Δεν ξέρω κατά πόσο άλλαξε το χωριό του Κρικέλα που τόσο τραγούδησε ο Κώστας Κρυστάλλης. Κάτι θα του ’μεινε απ’ την παλιά του ομορφιά. Τα έλατα, οι μηλιές, οι κερασιές στα περιβόλια, τ’ αγιόκλημα, τα γιασεμιά κι οι τριανταφυλλιές στους φράχτες, οι πλακοστρωμένες αυλές οι σκεπασμένες από κληματαριές με τ’ άγουρα σταφύλια που κρεμόντουσαν σαν πολυέλαιοι πάνω από τα κεφάλια μας.
Αυτές τις φυσικές ομορφιές εκτιμούσαν οι παραθεριστές που πήγαιναν κάθε καλοκαίρι ν’ απολάψουν τον καθαρό αέρα τον γεμάτο οξυγόνο και τα κρύα του νερά. Γι’ αυτές τις ομορφιές πήγαινε και ο χωριανός μου ο Γιώργος Γαλανόπουλος με τη γυναίκα του τη Μένια.
Το εξοχικό στην άκρη του χωριού που πραγματικά είχε μια ωραία θέα, γι’ αυτό είχε και τ’ όνομα Καλή Θέα, είχε για σπεσιαλιτέ κοκορέτσι και σπληνάντερο και κρασάκι κοκκινέλι. Εδώ πήγαινε κάθε βράδυ με τη Μένια του ο Γαλανόπουλος. Εδώ έφερε κι εμένα δυο βραδιές το νιόπαντρο τότε ζευγάρι, που με φιλοξένησε και φρόντισε για τη μετάβασή μου στο Καρπενήσι. Ύστερα από δυο μέρες παραμονή στο όμορφο Κρίκελο, φεύγω με αγωγιάτη για να πάμε στο Καρπενήσι που με περίμενε ο αδερφός μου.
Επιτέλους! Νά μια φορά που κι εγώ σ’ όλη τη διαδρομή από Μακρυνεία-Καρπενήσι δε θα περπατούσα και θα πήγαινα καβάλα σε μουλάρι, «ώσπερ νέος Μεσσίας».
Και πάλι ποτάμια, πάλι λαγκαδιές και κακοτράχαλα μονοπάτια, σάρες και γκρεμοί, που θα προτιμούσα τα πόδια μου για σιγουριά να πατάω πέτρες και κοτρόνια παρά μουλαροκαβαλαρία. Από φόβο μην πέσω μαζί με το μουλάρι κάτω στη ρεματιά, δε βάσταξα και, με πρόσχημα ότι θέλω να κατουρήσω, κατέβηκα και δεν ξανανέβηκα, τράβηξα το δρόμο με τα πόδια κρατώντας το σχοινί του μουλαριού. Κι ήταν μακρύ το σχοινί του χαλιναριού κι εγώ περπατούσα λίγο μακριά από το μουλάρι, νιώθοντας σιγουριά πως άμα το μουλάρι γλιστρήσει, θα βρω την ευκαιρία ν’ αμολήσω το σχοινί για να μην παρασύρει κι εμένα στη ρεματιά.
Κάτι τέτοιες σκέψεις έκανα βαδίζοντας και καθώς ήμουνα αφηρημένος, γλιστρώ και παρ’ ολίγο θα ’πεφτα στη ρεματιά αν δεν κρατούσα το σχοινί του μουλαριού, που, μόλις είδε να πέφτω, σταμάτησε απότομα. Αλλιώς θα βρισκόμουνα στον πάτο της λαγκαδιάς αν δε βαστιόμουνα από το χαλινάρι.
Σαν να μην έφτανε η λαχτάρα που τράβηξα, έρχεται ο αγωγιάτης, μ’ αρπάζει από τ’ αυτί και μου λέει:
«Δε σου ’πα εγώ, μωρέ, ν’ ανεβείς ξανά στο μουλάρι: Αυτό το ζωντανό ξέρει και περπατάει καλύτερα από σένα».
Μπρος βαθύ και πίσω ρέμα! Ανεβαίνω ξανά στο μουλάρι με την ψυχή στο στόμα. Κρατιόμουν απ’ το σαμάρι λες κι ήμουνα φορτωμένο σακί. Σε λίγο φάνηκε το Καρπενήσι σκαρφαλωμένο στην πλαγιά του Βελουχιού. Το μάτι μου δεν ξεκόλλησε από αυτή την πανώρια ομορφιά του Καρπενησιού. Όσο προχωρούσαμε και κοντοφτάναμε, τόσο πιο όμορφο μου φαινότανε. Το μάτι μου δεν ήταν συνηθισμένο σε τέτοια θέα, γιατί τα χωριά μας κάτω στη Μακρυνεία ήταν παραλίμνια και καμποχώρια και σκεπασμένα με ελιόδεντρα. Σε τέτοιο πανόραμα δεν είχα συνηθίσει.
Μπήκαμε στο Καρπενήσι. Ο μεγάλος πλάτανος της πλατείας σκέπαζε τα στρωμένα τραπέζια που ήταν απλωμένα στην αυλή του μεγάλου καφενείου. Ήταν καλοκαίρι κι ο κόσμος στο κοντομεσήμερο γέμιζε τις καρέκλες και τα τραπέζια κάτω από τη σκιά κουβεντιάζοντας και πίνοντας το ουζάκι του.
«Λουκά! Εδώ είμαστε», ακούω μια φωνή.
Ήταν ο αδερφός μου με τη γυναίκα του την Αργυρώ, που τους είχε ειδοποιήσει ο Γαλανόπουλος και με περίμεναν.

Γυμνάσιο…
Μόλις γύρισα από το Καρπενήσι, ακόμα δεν με καλοσώρισαν οι δικοί μου, ξανάφυγα για το Μεσολόγγι, μιας και ο γέρος αποφάσισε να συνεχίσω το σχολείο. Πούλησε τα σταφύλια της χρονιάς για να με εφοδιάσει με τα απαραίτητα και για την αγορά των βιβλίων. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχε δωρέαν παιδεία και ήταν δύσκολο τα παιδιά των φτωχών να μάθουν γράμματα, αλλά ούτε και Γυμνάσιο στην περιοχή μας, όπως το Σχολαρχείο της Γαβαλούς, που μαζευόνταν όλα τα παιδιά των γύρω χωριών που ξεκινούσαν το πρωί και γύριζαν ποδαρόδρομο στα σπίτια τους και έχαναν ώρες και ώρες από το διάβασμά τους. Δεν υπήρχαν λεωφορεία όπως σήμερα. Για να πάει ένα παιδί εκείνη την εποχή στο Γυμνάσιο, έπρεπε πρώτα να εξασφαλίσει στέγη νοικιάζοντας δωμάτιο και εστιατόριο που θα του κρατούσε πίστωση. Κι έτσι ο καημένος ο πατέρας στερήθηκε της χρονιάς το κρασάκι του, που τ’ αγαπούσε πολύ όπως κι εγώ ―το μήλο κάτω απ’ τη μηλιά θα πέσει―, και πήγα κι εγώ μαζί με τ’ άλλα παιδιά στο Γυμνάσιο του Μεσολογγίου, που εκεί είχα και σπίτι να φιλοξενηθώ. Στο σπίτι της αδερφής της γυναίκας του αδερφού μου, στην Όλγα με τη θεία της, που καθόταν πλάι στον Αϊ-Παντελεήμονα, που μου φάνηκαν πάρα πολύ φιλόξενες και θεωρώ απαραίτητη υποχρέωσή μου να τις μνημονεύω τούτη τη στιγμή, γιατί μ’ αγάπησαν και με περιποιήθηκαν σαν παιδί και αδερφό.
Τα Χριστούγεννα, στις σχολικές διακοπές, πηγαίναμε να κάνουμε γιορτές στο χωριό μαζί με τους δικούς μας. Ο Κώστας ο Μπαγιώργος μας έβαζε όλους στο Φορντ σαραβαλάκι του και μας μετέφερε φορτωμένους σαν τσουβάλια και άλλους κρεμασμένους στα φτερά και στις πόρτες, και μουγκρίζοντας αυτό στην Κλεισούρα, ανέβαινε τον ανήφορο για να μας πάει στη Μακρυνεία. Οι γονείς μας μας περίμεναν πώς και πώς ύστερα από τρίμηνη απουσία. Χαιρόντουσαν και καμάρωναν για μας που θα γίνουμε γραμματιζούμενοι κι εμείς κορδωνόμασταν που μας είχαν «μη στάξει και μη βρέξει». Καημένοι γονείς, πόσο μεγάλη ήταν η χαρά σας!
Μια μέρα μαθαίνουμε πως στη Ματαράγκα έχει θέατρο και ο αδερφός μου, που ήταν στο χωριό γιατί ήρθε να γεννήσει η γυναίκα του τον Κώστα Χρέλια τον εγγονό, μόλις το άκουσε, μάζεψε μια παρέα και πήγαμε να παρακολουθήσουμε την παράσταση. Ο ηθοποιός Τάκης Μαυροκέφαλος με τη γυναίκα του θα έπαιζε το Κριτήριο του Π. Δημητρακοπούλου. Το καφενείο ήταν γεμάτο όταν πήγαμε. Η παράσταση άρχισε, τέλειωσε η πρώτη πράξη και δε βλέπω άλλο ηθοποιό, περνάει και η δεύτερη, πάλι ο ίδιος ηθοποιός, ώσπου τελείωσε και η τρίτη πράξη. Άρχισε η κωμωδία, που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν ήταν στο πρόγραμμα. Για μια στιγμή βλέπω στη σκηνή τον αδερφό μου τον Λάμπη. Τι έγινε; Ούτε κατάλαβα. Ο Λάμπης, που εργάστηκε φεγγάρια φεγγάρια στο θέατρο, ήξερε πολλές νούτικες κωμωδίες, κι έτσι όταν πήγε στο πίσω μέρος της σκηνής να χαιρετήσει τον ηθοποιό, σκαρώσανε στο άψε σβήσε την κωμωδία.
Μου ’καμε μεγάλη εντύπωση το παίξιμο του ηθοποιού Μαυροκέφαλου αλλά και το θεατρικό έργο. Στην πόρτα του καφενείου είχε κολλήσει ένα πρόγραμμα γραμμένο με πινέλο που έλεγε: «Το Κριτήριο της Δευτέρας Παρουσίας, η ψυχή ενώπιον Θεού και Διαβόλου απολογείται...» και λοιπά. Περίμενα στην παράσταση να ιδώ θεούς και διαβόλους, αλλά δεν είδα παρά μονάχα τον ηθοποιό μόνο του να βολοδέρνει στη σκηνή και μου καρφώθηκε γερά στη μνήμη μου. Με τούτο το έργο θ’ ασχοληθώ πιο κάτω. Έπρεπε όμως να βρω το βιβλίο που τόση εντύπωση μου έκανε. Το είχε ο αδερφός μου και το πήρα το διάβασα, το ξαναδιάβασα και δε χόρταινα να το διαβάζω. Με είχε κυριολεκτικά συνεπάρει το περιεχόμενο του έργου και το παίξιμο του ηθοποιού. Το σκηνικό ήταν φτωχό, ένα κόκκινο κι ένα μπλε χαρτί του μέτρου στο αριστερό της σκηνής και πίσω τους από μια λάμπα. Το μπλε συμβόλιζε το Θεό και το κόκκινο του Σατανά. Τα λόγια του Θεού και το Σατανά ―καθώς το θέλει ο συγγραφέας― υποτίθετο ότι τα άκουγε και τα επαναλάμβανε μεγαλοφώνως η ψυχή. Κι έτσι γινότανε διάλογος μεταξύ Θεού, Σατανά και ψυχής.
Οι υπόλοιπες γιορτάσιμες μέρες πέρασαν όπως συνήθως περνάνε στο χωριό.
Το ίδιο και στις πασχαλινές διακοπές. Ο αδερφός μου είχε ετοιμάσει για το Πάσχα με τον ερασιτεχνικό όμιλο τον Αγαπητικό της βοσκοπούλας, που θα παιζότανε στην αυλή του σπιτιού μας. Ο Λάμπης θα έπαιζε τον Μήτρο, ο Κώστας ο Μυργιάννης τον μπαρμπα-Χρόνη, ο Ανδρέας ο Μπάρλας την Κρουστάλλω. Κάποιοι διέβαλαν τον Μπάρλα κοροϊδεύοντάς τον και την τελευταία στιγμή αρνήθηκε να παίξει. Δεν έπρεπε όμως η παράσταση να αναβληθεί, γιατί είχαν ειδοποιηθεί και τα γύρω χωριά. Ο κλήρος έπεσε σ’ εμένα το πρωί της Δευτέρας του Πάσχα, αφού είχαν εξαντληθεί όλα τα μέσα για να λάβει μέρος ο Μπάρλας, ανέλαβα εγώ να παίξω την Κρουστάλλω. Από το πρωί άρχισα το διάβασμα, μου ’κανε συνέχεια πρόβες ο αδερφός μου κι έτσι το βράδυ ήμουνα ξεφτέρι. Δύσκολα βέβαια τα πράγματα, αλλά τα έβγαλα πέρα και στην παράσταση ήμουνα ο καλύτερος. Το μικρόβιο άρχισε να δουλεύει. Το σαράκι του θεάτρου μπήκε μέσα μου. Άρχισα να διαβάζω περιοδικά που έγραφαν για θεατρικά και κινηματογραφικά αστέρια. Για τη Μάρλεν Ντίτριχ, την Τζόαν Κρόφορντ, τον Ραμόν Νοβάρο, τον Ιβάν Πέτροβιτς και προπαντός για την Γκρέτα Γκάρμπο. Ήταν όλοι τους υπέροχοι στην εποχή τους και με το παίξιμό τους συνέπαιρναν τη νεολαία, που ονειροπολούσε να τους μοιάσει. Ένας απ’ αυτούς τους νεολαίους ήμουνα κι εγώ.
Σε λίγο τελειώνει η σχολική χρονιά κι αρχίζει το καλοκαίρι κι εμείς το ξυπόλυτο τάγμα αρχίσαμε τα ίδια. Κολύμπι στη λίμνη με τις βδέλλες, παγίδες που πιάναμε τους ασπρόκωλους και τους κεφαλάδες. Αυτά ήταν τα πουλάκια της εποχής, τα πιάναμε με τις παγίδες. Δεν προλαβαίναν τα πουλάκια να φάνε το δόλωμα και μένανε μ’ αυτό στο στόμα κάτω απ’ την παγίδα. Εμείς, που παρακολουθούσαμε την κίνηση του πουλιού, τρέχαμε και πιάναμε τα πουλάκια με την μπουκιά στο στόμα. Αμέσως τους μαδάγαμε την ουρά για να ιδούμε αν είναι παχιά κι ύστερα τα βάζαμε σε μια βέργινη σούβλα και τα ψήναμε και τα τρώγαμε. Σκληράδα στο ζενίθ, σαδιστική κτηνώδικη σκληράδα. Ζούγκλα, με το νόμο του δυνατότερου. Όρνια και γεράκια των βουνών, που κατασπαράζουν τα θύματά τους ζωντανά ξεσκίζοντας τις σάρκες τους.
Γιατί άραγε όσο είμαστε μικροί είμαστε σκληροί και άπονοι; Γιατί; Τρώγαμε τα πουλάκια που προ ολίγου στόλιζαν τη φύση με την ομορφιά τους και με τα τραγούδια τους. Τι είναι αλήθεια ο άνθρωπος!

Oπαδός του ΚΚΕ…
Στις αρχές Ιουλίου του 1927 ήρθε στο Αγρίνιο και μίλησε εκ μέρους του ΚΚΕ η Γαλάτεια Καζαντζάκη. Πολύς κόσμος παρακολούθησε την ομιλία της, απ’ όλα τα χωριά της Μακρυνείας και της Τριχωνίδας, της Παραχελωίτιδας και του Ξηρομέρου. Συγκεντρώθηκαν στη μεγάλη πλατεία του Αγρινίου. Ο αδερφός μου ο Λάμπης παίρνει την παρέα του κι εγώ μαζί και πάμε στο Αγρίνιο. Παρακολουθήσαμε την ομιλία της Γαλάτειας με μεγάλο ενδιαφέρον, παρόλο που μερικοί καλοθελητές και καθοδηγούμενοι από άλλες δυνάμεις θέλησαν να δημιουργήσουν επεισόδια, αλλά οι καπνεργάτες του Αγρινίου δεν χαρίζανε κάστανα στους ταραξίες, τους βάλανε στη θέση τους δέρνοντάς τους. Η αστυνομία όχι ότι δεν μπορούσε να επιβάλει την τάξη, αλλά έκανε τον αδιάφορο.
Ύστερα από καμιά δεκαπενταριά μέρες περίπου, και συγκεκριμένα ήταν Κυριακή μέρα του Αϊ-Λια, εμένα κι άλλους πέντε, συνομήλικούς του, τους Κώστα Μυργιάννη, Ανδρέα Βασιλάκη, Στάθη Μπάθα, Ανδρέα Μπάρλα και Θ. Βίτσα, μας πρότεινε να πάμε για κολύμπι στην Ανάληψη. Εκεί στην άκρη της λίμνης με την αμμουδιά και τα βαθύσκια πλατάνια, που πήγαιναν το καλοκαίρι οι γυναίκες για να κάνουν τις μπουγάδες τους. Εκεί λοιπόν στην ακρολιμνία πήγαμε να κάνουμε μπάνιο. Γδυθήκαμε τσίτσιδα, πέσαμε στα καθαρά νερά της λίμνης κι αρχίσαμε το κολύμπι. Ο Στάθης Μπάθας δεν ήξερε να κολυμπάει και του φτιάξαμε ένα σωσίβιο από παπύρια. Δεν ήξερε ο έρμος πώς να κολυμπήσει και με τις αδέξιες κινήσεις του διέλυσε το σωσίβιο κι άρχισε να φωνάζει «Βοήθεια, πνίγομαι». Τρέξανε και τον βοήθησαν, παρόλο που εκεί που βρισκόταν πάτωνε, αλλά από το φόβο του έβαλε τις φωνές όπως και κάθε άλλος που θα βρισκότανε στη θέση του.
Σαν βγήκαμε ύστερα από το μπάνιο μας μάζεψε κοντά του ο Λάμπης κι άρχισε να μας μιλάει για κοινωνικές αδικίες, για ισοτιμίες, για δικαιοσύνη, για την εργατιά που πάντα είναι αδικημένη και θυμάμαι ένα παράδειγμα απλό. Ρωτάει τον Μπάθα:
«Πόσα ζευγάρια παπούτσια φτιάχνεις την ημέρα;»
«Ένα».
«Πόσο μεροκάματο παίρνεις;»
«Τριάντα δραχμές».
«Πόσο κοστίζουν τα δέρματα;»
«Είκοσι πέντε δραχμές».
«Πόσο πουλιέται το ζευγάρι τα παπούτσια;»
«Εκατόν πενήντα δραχμές».
«Έχουμε και λέμε: τριάντα δραχμές μεροκάματο συν είκοσι πέντε έξοδα υλικών κι άλλες δέκα για νοίκια, λοιπόν εξήντα πέντε δραχμές. Το πουλάει εκατόν πενήντα. Τι μένει; Ογδόντα πέντε δραχμές κέρδος ο επιχειρηματίας. Αν έχει δέκα εργάτες σαν κι εσένα, θα βγάλει την ημέρα, αφαιρώντας όλα τα έξοδά του, οχτακόσιες πενήντα δραχμές. Αυτός παίρνει μεροκάματο οχτακόσιες πενήντα δραχμές κι εσύ τριάντα, και δε φτάνει αυτό, το τριαντάρι το δικό σου γίνεται δεκαπεντάρι, γιατί θα δουλέψεις έξι μήνες το χρόνο και θα σε πάψει επειδή θα ’χει υπερπαραγωγή. Και το αποτέλεσμα θα είναι εσύ που φτιάχνεις τα παπούτσια των άλλων να μην έχεις δικά σου να φορέσεις».
«Καλά λες, και μήπως τώρα που δουλεύω έχω καινούρια παπούτσια;»
Αυτά και κάτι παρόμοια μας είπε και πως πρέπει να οργανωθούμε για να μπορούμε να υπερασπιζόμαστε τα συμφέροντα της εργατιάς. Σ’ όλους αρέσανε αυτά που είπε και μείνανε σύμφωνοι να οργανωθούν.
Ας έρθουμε για λίγο στον Στάθη τον Μπάθα που φοβήθηκε μην πνιγεί. Μια λαϊκή παροιμία λέει: «Όποιου του μέλλει να πνιγεί ποτέ του δεν πεθαίνει». Την ίδια χρονιά ο Μπάθας κατέβηκε σ’ ένα πηγάδι που έβγαζε αναθυμιάσεις αερίων και έμεινε αναίσθητος στον πάτο του πηγαδιού. Επιχείρησε ο Νίκος ο Βίτσας να κατέβει, μα δεν πρόλαβε να φτάσει στη μέση και λιποθύμησε κι αυτός, κι ευτυχώς τον είχανε δεμένο και τον τραβήξανε λιπόθυμο. Τον Στάθη τον βγάλανε με τα τσιγκέλια.
Ας ξανάρθουμε πάλι στη συζήτηση κάτω από τα πλατάνια. Μας είπε για την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο και κατέληξε στον Καρλ Μαρξ, τον Λένιν και την Οχτωβριανή επανάσταση, και τόσα άλλα που μου άρεσαν κι έμειναν στο νου μου καρφωμένα με το σφυρί και το δρεπάνι. Σαν να ’ναι τώρα ζω εκείνες τις στιγμές κι άλλα τόσα χρόνια να περάσουν, δε θα ξεχάσω τα λόγια εκείνα του Λάμπη, κι από εκείνη τη στιγμή έγινα οπαδός και μέλος του περήφανου ΚΚΕ.

Διακοπή των σπουδών. Πρώτες παραστάσεις…
Κοντοζυγώνει ο Σεπτέμβρης και δεν ξέρω αν θα συνεχίσω το σχολείο. Ο γέρος αδυνατεί οικονομικά. Ο Λάμπης έχει διοριστεί στο γραφείο του Ταμείου Ασφάλισης Καπνεργατών (ΤΑΚ) στο Αγρίνιο. Νά μια ευκαιρία να συνεχίσω το σχολείο χωρίς να επιβαρύνω το γέρο. Θα μένω στο σπίτι του Λάμπη. Παίρνω αποφοιτήριο από το Γυμνάσιο Μεσολογγίου για το Αγρίνιο. Για κακή μου τύχη, στο Γυμνάσιο Αγρινίου την προηγούμενη χρονιά είχαν προχωρήσει σ’ όλα τα μαθήματα και προπαντός στα μαθηματικά. Είχαν προχωρήσει στην άλγεβρα, ενώ στο Μεσολόγγι δεν είχαμε αρχίσει. Δεν μπορούσα να προχωρήσω. Μου ήταν δύσκολο να μπω στο νόημα της άλγεβρας. Και δεν ήταν μόνο αυτό αφορμή, αλλά τον Λάμπη τον διώξανε από το γραφείο του ΤΑΚ κι έμεινε άνεργος. Πώς θα ζήσει τη γυναίκα με δυο μικρά κι εμένα; Γι’ αυτό πήρα την απόφαση να ξαναπάρω αποφοιτήριο από το Αγρίνιο για το Μεσολόγγι. Πάω ξανά στο Μεσολόγγι και βρίσκομαι μπροστά στο ίδιο πρόβλημα με την άλγεβρα, γιατί κι εδώ τώρα έχουν προχωρήσει. Δύσκολα, πολύ δύσκολα τα πράγματα. Δεν είχα ούτε βιβλία κι έπρεπε να πηγαίνω στα δωμάτια των συμμαθητών μου να διαβάζω και να γράφω. Όσο περνάει ο καιρός, τόσο δυσκολεύουν τα πράγματα. Οπωσδήποτε θα έμενα στην ίδια τάξη και δεν το ’θελα, είχα κι εγώ τον εγωισμό μου. Να μείνω στην ίδια τάξη; Τι ντροπή! Πώς θ’ αντίκριζα τον γέρο πατέρα μου, τους συγχωριανούς μου; Πολλές σκέψεις με βασάνιζαν. Εφιάλτες έβλεπα τα βράδια, στριφογύριζα στο κρεβάτι μου σαν κοτόπουλο στη σούβλα. Άρχισα να βάζω απουσίες στα μαθήματα που δεν προλάβαινα να διαβάσω. Με τη σκέψη πως αν με σήκωνε στον πίνακα ο καθηγητής, τι θα του ’λεγα, πώς θα δικαιολογούσα την αμελετησία μου; Αυτά μου τριβέλιζαν το μυαλό.
Πλησίαζαν οι Αποκριές και είχαν αρχίσει και οι εξετάσεις στο Γυμνάσιο. Εγώ απογοητευμένος από τα μαθήματα το ’χα ρίξει στο σορολόπ. Είχα πάρει την απόφαση να διακόψω το σχολείο, να μην ξοδεύω άδικα και τον πατέρα μου.
Εκείνες τις μέρες ήρθε ένας μουσικοδραματικός θίασος των Σπύρου Μπολίνη και του Σπύρου Μπίνη. Πρωταγωνίστρια η κόρη του Μπίνη η Γκόλφω και σουμπρέτα η κόρη του Μπολίνη η Σοφία και η μικρή Αιμιλία Μπολίνη. Ο Καμπανάκης και ο Λεβεντόπουλος κι ένας μουσικός που έπαιζε βιολοντσέλο, ο Αλέκος Δαμάσκος, ένας ωραίος νέος από καλή οικογένεια, που είχε ακολουθήσει το θίασο για χάρη των ωραίων ματιών της Σοφίας, την οποία και παντρεύτηκε αργότερα κι έκαμε ένα τσούρμο παιδιά. Το 1940 που ξανασυνεργαστήκαμε γίναμε και κουμπάροι. Του βάφτισα ένα κοριτσάκι που του πέθανε.
Ήταν και οι δύο ερωτευμένοι μέχρι τα μπούνια που λένε. Ο θίασος έμεινε δίνοντας παραστάσεις περίπου ένα μήνα ώς τις Αποκριές κι έπειτα θα πήγαινε στο Αγρίνιο. Πήγα δυο τρεις φορές και παρακολούθησα το θίασο, γνωρίστηκα με τους ηθοποιούς. Η ομορφιά και η τσαχπινιά της Σοφίας μ’ εντυπωσίασαν. Είχαμε την ίδια ηλικία, δεκαεφταράκια. Μιλώντας μαζί της μου κοβόταν η ανάσα, σαν πέφταν απάνω μου κείνα τα υγρά κι όλο σπίθες μάτια της που λες και σκόρπιζαν φωτιές ένιωθα κάτι αλλόκοτο. Χτύπησε μέσα στα στήθια μου ασυνήθιστο, αλλά δεν κράτησε πολύ, γιατί έμαθα πως ήταν ερωτευμένη με τον Αλέκο τον μουσικό. Για να μην τα πολυλογώ, τους είπα πως θέλω να βγω στο θέατρο, να γίνω ηθοποιός. Οι θιασάρχες, μόλις τ’ άκουσαν, άδραξαν την ευκαιρία ―είχαν ανάγκη από έναν νεαρό ηθοποιό καθώς και υποβολέα. Στην τελευταία παράσταση δώσαμε ραντεβού στο Αγρίνιο όπου θα πήγαινε ο θίασος. Ραντεβού την Τρίτη της Καθαροβδομάδας, γιατί τότε θα έφευγα κι εγώ από το χωριό, που θα πήγαινα να κάνω Αποκριές στο σπίτι μου.
Τις τελευταίες μέρες προ των Απόκρεω είχαν αρχίσει οι εξετάσεις στο Γυμνάσιο. Εγώ, όπως ήταν επόμενο, δεν τα πήγαινα καλά με τα μαθήματα λόγω ελλείψεως βιβλίων. Άρχισαν οι εξετάσεις κι όλα πήγαιναν καλά, όταν ήρθε η μέρα που θα δίναμε εξετάσεις στα θρησκευτικά. Ήταν δύσκολα τα πράγματα. Πήρα την κόλα του διαγωνίσματος, κανένα από τα θέματα που μας έβαλε ο καθηγητής δεν ήξερα. Ντρεπόμουνα να δώσω την κόλα λευκή, γιατί ο καθηγητής Αλεξόπουλος ήταν φίλος του πατέρα μου. Είχε υπηρετήσει κάποτε στο Σχολαρχείο της Γαβαλούς και μ’ αγαπούσε πολύ, κι αν έβλεπε λευκή την κόλα, θα μου ’κανε κατσάδα τρομερή. Περίμενα ν’ αρχίσουν να δίνουν τις κόλες οι συμμαθητές μου και μαζί τους να την παραδώσω κι εγώ. Σοφίστηκα να γράψω κάτι για να μην τη δώσω εντελώς λευκή κι αρχίζω να γράφω το ποίημα του Βαλαωρίτη «Ο απαγχονισμός του πατριάρχη Γρηγορίου του Ε΄». Αφού γέμισα σχεδόν την κόλα στην πρώτη σελίδα, στο τέλος θέλησα να διασκεδάσω τους στίχους και ανακατεύω τα ονόματα των ηρώων με ονόματα των χωριανών μου συμμαθητών.
Αφήνω την κόλα και όπου φύγει φύγει να μην την ιδεί ο καθηγητής, ο οποίος, μόλις την πήγα, ώσπου να διαβάσει και να συνειδητοποιήσει αυτό που έβλεπε, εγώ είχα κατέβει τις σκάλες του σχολείου. Διαβάζει και μένει κατάπληκτος. Τρίβει τα μάτια του, ξανακοιτάζει την κόλα και γυρίζει στους διαγωνιζόμενους και τους λέει:
«Ακούστε τι έγραψε ο Λουκάς...»
Μεταχειριζόταν πάντα το μικρό μου όνομα γιατί μ’ αγαπούσε πολύ. Με τρεμάμενα χείλη διάβασε τις αηδίες τις δικές μου κι όταν οι μαθητές άκουσαν τους τελευταίους αυτοσχέδιους στίχους και ξέσπασαν στα γέλια, ο καημένος ο καθηγητής κούνησε το κεφάλι του και με βουρκωμένα μάτια είπε:
«Είναι για γέλια ή για κλάματα; Ο φτωχός πατέρας του πετσοκόβεται από το πρωί ώς το βράδυ να του μάθει γράμματα. Τι θα πει σαν το μάθει;»
Αυτά μου τα είπανε οι συμμαθητές, όσοι δεν μπόρεσα να τους αποφύγω που κρυβόμουν από ντροπή.
Οι Αποκριές αυτής της χρονιάς για μένα ήταν σωστός εφιάλτης. Από τη μια μεριά ο φόβος μη μάθει ο πατέρας μου τα μαθητικά μου χάλια κι από την άλλη ντρεπόμουνα να βγω από το σπίτι γιατί οι συγχωριανοί συμμαθητές μου θα είχαν οπωσδήποτε διαδώσει τη μαθητική μου ανταρσία. Σάββατο, Κυριακή και Δευτέρα δεν είχα βγει πέρα από την αυλή μας, που είναι στο κέντρο του χωριού. Εφιαλτική η ζωή μου αυτές τις τρεις μέρες της Αποκριάς. Δεν έβλεπα την ώρα να ’ρθει το πρωί της Τρίτης για να φύγω.
Η βάβα μου η κακομοίρα ετοίμαζε το καλαθάκι με τα τρόφιμα που θα ’παιρνα μαζί μου: ψωμί, ελιές, λίγο τυρί απ’ τις κατσίκες μας κι έναν κόκορα μαδημένο, έτοιμο για το φούρνο, και ό,τι άλλο μπορούσε να μ’ ευχαριστήσει, καθώς και τα εσώρουχά μου πλυμένα και σιδερωμένα με το καρβουνοσίδερο, τα τσουράπια μου τα μάλλινα που τα έπλεκε με τα ζαρωμένα γέρικα χεράκια της. Όλα για τον Λουκά, να μάθει γράμματα για να μη μείνει κι αυτός στο χωριό ξώμαχος και ζευγάς στα χωράφια. Να γίνει επιστήμονας, όπως τα παιδιά του Σπύρου Σκαλτσά, για να μπορέσει μια μέρα να ξαποστάσει κι ο γερο-πατέρας του. Μεγάλη η χαρά τους που θα μάθαινα πολλά γράμματα. Καμάρι το ’χε η αδερφή μου η Αμαλία που θα ’χε αδερφό επιστήμονα. Εγώ όμως το βιολί μου. Είχε καρφωθεί μέσα μου να γίνω ηθοποιός όπως ο Ιβάν Πέτροβιτς, ο Ραμόν Νοβάρο, ο Χάρυ Μπορ κι άλλοι ηθοποιοί του κινηματογράφου της εποχής εκείνης.
Είμαι αναστατωμένος. Όλα μέσα στο κεφάλι μου ανακατωμένα. Η αγάπη της βάβας, ο πόνος της μάνας, η λατρεία και το καμάρι της αδερφής και ο πόνος του πατέρα. Ολόκληρη επανάσταση μέσα στην παιδική μου καρδιά κι όλα αυτά τα ανάκατα κι αξεχώριστα συναισθήματα νικήθηκαν από την αμετάκλητη απόφασή μου, την αγάπη μου για το θέατρο.
Κι έτσι την Τρίτη της Καθαροβδομάδας, μαζί μ’ όλα αυτά τα συναισθήματα, φορτώθηκα και μ’ όλες τις μελλοντικές ευθύνες. Πρωί πρωί μπήκα κι εγώ στο σαραβαλάκι λεωφορείο, όχι αυτό που πάει στο Μεσολόγγι, στο σχολείο, γιατί εκεί βρώμαγε μπαρούτι, αλλά εκείνο που πάει στο Αγρίνιο. Στο θέατρο.
Τα χρήματα που κρατούσα δεν ήταν περισσότερα από εκατό δραχμές. Αυτές μαζεύτηκαν από το γέρο και από τη βάβα για χαρτζιλίκι, γιατί στο Μεσολόγγι έτρωγα στο μαγέρικο του Αντώνη Ζαμπακόλα, που είχε τη Δημητρούλα για μαγείρισσα, που κάποτε, προτού πάει με τον Ζαμπακόλα, την είχαμε στο σπίτι μας με την κορούλα της, μια όμορφη κορούλα που της πέθανε. Στον Ζαμπακόλα είχε πίστωση ο γέρος.
Τώρα με τις εκατό δραχμές πώς θα τα βγάλω πέρα; Τι θα φάω και πού θα κοιμηθώ; Καινούριες σκέψεις, καινούριες υπευθυνότητες. Όλα αυτά ανακατεύονται στο μυαλό μου. Έχω μετανιώσει; Να πάρω το τρενάκι και να πάω στο Μεσολόγγι; Εκεί τα ’χω βρωμίσει. Πώς θα παρουσιαζόμουνα στον καθηγητή; Οι συμμαθητές μου θα με παίρναν στο «μεζέ». Με τι βιβλία θα εξακολουθούσα τα μαθήματα; Και το σπουδαιότερο είναι πως θα ’μενα στην ίδια τάξη. Και την επόμενη χρονιά ο γέρος δε θα μ’ έστελνε στο σχολείο. Έτσι κι αλλιώς το σχολείο ξόφλησε. Βρίσκομαι προ τετελεσμένου γεγονότος.
Πήγα στο θέατρο και βρήκα τους θιασάρχες Μπίνη και Μπολίνη. Τους είπα την απόφασή μου αλλά και ψέματα, ότι άφησα το σχολείο με τη συγκατάθεση του πατέρα για να ακολουθήσω το θίασο. Έτσι έγινα δεκτός στο θίασο και ανέλαβα αμέσως και καθήκοντα. Μου δώσανε το θεατρικό έργο που θα παίζανε το βράδυ, το Γιο του ίσκιου του Σπύρου Μελά, να το διαβάσω γιατί το βράδυ θα το υπέβαλλα.
Ύστερα πήγαμε στο μαγέρικο να φάμε. Έβγαλα το χωριάτικο ψωμί, τυρί κι ελιές, κι όλοι μαζί φάγαμε τη φασολάδα του μαγέρικου. Το βράδυ μετά την παράσταση θα τρώγαμε τον κόκορα που είχα μαζί μου, έτοιμο για την κατσαρόλα. Φώναξαν το μάγειρα και του είπαν να τον φτιάξει κοκκινιστό. Ο γερο-Μπολίνης τον ήθελε βραστό κι γερο-Μπίνης κοκκινιστό. Υπερίσχυσε η γνώμη του Μπίνη, που ήταν γερό ποτήρι, και έγινε κοκκινιστός γιατί έτσι τον θέλανε και τα κορίτσια.
Μετά την παράσταση πήγαμε στην ταβέρνα κι ώσπου να μας ετοιμάσει ο ταβερνιάρης, έγινε και ο λογαριασμός της είσπραξης της βραδιάς και δόθηκε μίτζα στον κάθε ηθοποιό, γιατί η μοιρασιά δινόταν κάθε Δευτέρα. Το μερίδιο δινόταν με κλίμακα δεκαδική. Δηλαδή οι πρωταγωνιστές θα παίρναν δέκα, ο αμέσως επόμενος εννέα και ούτω καθεξής, μέχρι το πέντε, δηλαδή μισό μερίδιο. Εδώ σε τούτο το θίασο είχε συμφωνηθεί η πρωταγωνίστρια να παίρνει μια ποσοστιαία μονάδα παραπάνω, δηλαδή έντεκα τα εκατό. Αυτή η κλίμακα ήταν πολύ κλεψιμαίικη και αδικούσε πολύ τα μικρά μερίδια κι εκείνος που θα ’παιρνε πέντε τα εκατό δε θα μπορούσε να ζήσει, γι’ αυτό είπανε τότε στο τραπέζι που τρώγαμε να γίνει η κλίμακα με βάση το τριάντα και να μην κατεβαίνει κάτω από τα είκοσι. Έτσι κι έγινε. Όταν κάνανε λογαριασμό τη Δευτέρα, μου ήρθε μερίδιο εβδομήντα δραχμές. Αυτό για μένα ήταν πάρα πολύ ικανοποιητικό. Μπορούσα να τα βολεύω και ένιωσα μια κάποια σιγουριά.
Στο Αγρίνιο δεν κάθισε ο θίασος πολλές μέρες, γιατί ήταν και Αποκριές κι ο κόσμος ήταν απασχολημένος με τα γλέντια, γι’ αυτό ο θίασος έφυγε για τον Κραβασαρά. Μεγάλη μου χαρά που πηγαίναμε πιο μακριά απ’ το χωριό μου, γιατί φοβόμουνα τον πατέρα μην έρθει και κάνει καμιά φασαρία. Στενοχωρήθηκε τόσο πολύ σαν έμαθε πως δεν πήγα στο σχολείο αλλά ακολούθησα το θέατρο, που έπεσε το βράδυ να κοιμηθεί και ξύπνησε από τη στενοχώρια του το πρωί με άσπρο μουστάκι. Τόσο πολύ του κόστισε που βγήκα στο θέατρο.
Μαγευτική θέα του Κραβασαρά. Το μικρό λιμανάκι του μέσα στον Αμβρακικό κόλπο, που τα ακύμαντα νερά του τα έσκιζαν μια φορά τη βδομάδα οι πλώρες των καραβιών που έκαναν τη συγκοινωνία, ήταν μια μαγεία για μένα που για πρώτη φορά αντίκριζα πλεούμενα.
Στο παραλιακό καφενείο του Φλώρου στήθηκε η σκηνή και κάθε βράδυ γέμιζε από θεατές διψασμένους για θεατρική ψυχαγωγία. Εδώ στον Κραβασαρά ανέβηκα για πρώτη φορά στη σκηνή σαν επαγγελματίας ηθοποιός. Υποδύθηκα τον Σταυράκη στην Μαρία Πενταγιώτισσα. Ο Σταυράκης ήταν ο εραστής της Μαρίας και καθώς με είχανε δεμένο και με ανακρίνανε, ήθελα να «παίξω» τραγικά. Κοκκίνιζα, σφιγγόμουνα κι έτρεμα, αλλά το τρεμούλιασμα δεν ήταν από το παίξιμο του ρόλου, εγώ έτρεμα σύγκορμος μπας και χάσω τη συνοχή στη σκηνή και τα κάνω θάλασσα. Ο γέρο-Μπίνης που κατάλαβε την αγωνία μου, για να μου δώσει θάρρος, μου πετάει ένα «Μπράβο, Λουκά». Ξεΐδρωσα και πήρα κουράγιο.
Τώρα το πράγμα είχε άλλη σημασία κι όχι αν έπαιξα καλά το ρόλο του Σταυράκη. Σημασία έχει πως ο θίασος είχε ανάγκη από έναν νέο, κι αυτός ο νέος ήμουνα εγώ, που θα μπορούσε ο θίασος να ανεβάσει τα γνωστά του έργα. Την άλλη μέρα μου δίνουν νέο ρόλο, του Εδουάρδο στο Ναύτη Βαν Βρουστ, και στη συνέχεια μεγαλύτερους ρόλους, που ταίριαζαν στην ηλικία μου και στην ηλικία της ενζενί Σοφίας που πάντα θα έπαιζα μαζί της. Τους ρόλους μου τους μάθαινα στα πεταχτά και γρήγορα απ’ έξω. Την είχα από μαθητής τη συνήθεια να αποστηθίζω εύκολα. Έπειτα ο πόθος μου για το θέατρο μου ’δινε περίσσια όρεξη και δύναμη. Από το πρωί ξεκινούσα με το βιβλίο υπό μάλης, έπαιρνα τον παραλιακό δρόμο που πάει για την Άρτα, την άραζα στης ακροθαλασσιάς τα βράχια και διάβαζα δυνατά για να συνηθίσω να λέω καθαρά και στρογγυλά τις λέξεις του κειμένου και να αποφύγω τη ρουμελιώτικη προφορά και τους ιδιωματισμούς που ήταν ριζωμένα μέσα μου και καταβρόχθιζα φωνήεντα και καταλήξεις. Παιδί ακόμα, τι να ’κανα; Μα έπρεπε να φανώ άξιος. Έπρεπε να γίνω καλός ηθοποιός, για να χαρούν κι οι γονείς μου που δεν είχαν μεγάλη εκτίμηση στο θέατρο. Τόσα ξέρανε και δικαιολογημένα έτσι σκεφτόντουσαν.
Διάβαζα και μελετούσα κάθε ρόλο του έργου για να μπω στο νόημα, γιατί δε γινόταν καμιά πρόβα κι έπρεπε να διαβάσω όλο το έργο. Οι ηθοποιοί τα ξέρανε τα έργα και τους ρόλους τους γιατί τους είχανε χιλιοπαίξει και ξέραν τι θα κάνουν και πώς θα σταθούν στη σκηνή, ενώ εγώ άπειρο παιδί του χωριού τι να ξέρω. Διαβάζοντας μεγαλοφώνως κοντά στη θάλασσα θυμόμουνα τον αρχαίο Δημοσθένη που ’βαζε χαλίκια στη γλώσσα του. Έτσι μάθαινα τους ρόλους μου.
Ένα πρωινό με φωνάζει ο γερο-Μπίνης και μου δίνει ένα μάτσο καπνό και μια φαλτσέτα τσαγκάρικη να τον κάνω χαρμάνι γιατί ήξερα από τέτοια. Βάζω τη φαλτσέτα στην από μέσα δεξιά τσέπη του σακακιού μου, με την αιχμή προς τα πάνω για να μη μου τρυπήσει η τσέπη. Παίρνω ένα ποδήλατο και τραβώ το δρόμο της Λευκάδας. Φτάνω μέχρι ένα ξωκλήσι, παραπέρα δεν πήγαινε ο δρόμος, κατεβαίνω γιατί δεν μπορούσα να γυρίσω ποδηλατώντας κι όπως κάνω να ξανανέβω στο ποδήλατο, η φαλτσέτα χτυπάει πάνω στη σέλα και καρφώνεται στα πλευρά μου. Το αίμα έτρεχε. Βάζω το μαντίλι μου και τρέχω γρήγορα στο ποδηλατάδικο. Με βλέπει ο ποδηλατάς κατακίτρινο. Με ρωτάει τι συνέβη και του δείχνω τα αίματα και την πληγή. Με παίρνει και πάμε στο φαρμακείο. Το τραύμα ήταν σοβαρό. Παρ’ ολίγο να έφτανε η φαλτσέτα στον πνεύμονα.
«Φτηνά τη γλύτωσες. Αν ήτανε από αριστερά, δύσκολα...» μου λέει ο φαρμακοποιός.
Μαθεύτηκε σ’ όλη την αγορά πως το παιδί του θιάσου παρ’ ολίγο να την κλάσει, όπως λένε στην πατρίδα μου. Ο γερο-Μπίνης φοβήθηκε γιατί θεώρησε τον εαυτό του υπεύθυνο. Εγώ όμως συνήλθα γρήγορα. Μαθημένος ήμουνα, είχα δοκιμάσει πολλές φορές τέτοιες καταστάσεις από γαϊδουροπεσίματα κι έχω ακόμα σημάδια στο κεφάλι μου. Το μόνο που φοβόμουνα μήπως το βράδυ δε μ’ αφήσουν να παίξω. Έγινα περδίκι! Τι είναι ο πόνος μπρος το θέατρο. Έπαιξα κι είχα και επιτυχία. Πάντα πονούσα, μα ο πόνος της πληγής μεταγγιζόταν στον πόνο της καρδιάς που εκφραζόταν με τους λυρικούς στίχους του έργου που έλεγα στην Αύρα, που την υποδυόταν η χαριτωμένη Σοφία, η οποία μόνο μέσα στο ρόλο της μου ανταποκρινόταν. Τρεις πόνοι: ο πόνος της φαλτσέτας, ο πόνος για την Αύρα του έργου και ο πόνος για τη Σοφία που πονούσε για τον Αλέκο της. Ένας πόνος 1+1+1 = μπουκάλα εγώ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: