Τι ήθελε τώρα και θυμήθηκε πάλι την Όλγα; Σάμπως κι έκανε τίποτ’ άλλο· κορόιδεψε τον εαυτό του. Τη σκεφτόταν συνεχώς, σε κάθε χειρονομία του κι απασχόληση, μηχανικά, όπως ικανοποιούσε τις σωματικές του ανάγκες, χωρίς ταραχή κι επιθυμία, χωρίς ένταση, όπως σκέφτεται κανείς τ’ αυτονόητα, έστω κι αν από τότε που την αποχαιρέτησε, τον περασμένο Σεπτέμβρη, του φαίνεται σαν να πέρασαν χρόνια. Έκαιε ο ήλιος και κυλούσαν δάκρυα στα μάγουλά της, αυτός είχε περάσει το μπράτσο στην πλάτη της, την έσφιγγε πάνω του· σε παρακαλώ, Όλγα, δίπλα μας είναι το Παρίσι, μόλις μου το ζητήσεις θα ’ρθω. Είχε συγκρατήσει απότομα τη φωνή του, πώς είναι δυνατόν, σκεφτόταν, ό,τι θέλω λέω. Η Όλγα τον άκουγε και δυνάμωναν τ’ αναφιλητά της, ο Μάρκος την παρηγορούσε και της σκούπιζε τα δάκρυα, του ζήτησε να της πει ένα ανέκδοτο, έπειτα να της υποσχεθεί ότι θα της έγραφε δυο γράμματα την εβδομάδα κι ότι θα της τηλεφωνούσε μέρα παρά μέρα. Την κοίταζε σαστισμένος, η ταραχή τον εμπόδιζε να σκεφτεί, αυτό το ξέσπασμά της καταμεσής του δρόμου στην πλατεία Συντάγματος περισσότερο τον είχε αιφνιδιάσει παρά συγκινήσει. Κάπως τον ενόχλησε κιόλας. Δεν το περίμενε κάθε φορά να επαναλαμβάνεται η σκηνή του αποχωρισμού, δεν ανεχόταν πια ούτε υπέφερε τόσο σπαραγμό. Πήρε το πρόσωπό της στις παλάμες του, τη φίλησε και στα δυο μάγουλα, ενώ την ίδια στιγμή φοβόταν μήπως τον βλέπει κανένας γνωστός, ακόμη κι η Σιμόν θα μπορούσε θαυμάσια να τον δει, εφόσον εκείνη ακριβώς την ημέρα είχε κατεβεί στο κέντρο μαζί με τα παιδιά για τα τελευταία τους ψώνια. Η Όλγα επιτέλους ηρέμησε, γελούσε αναρουφώντας τη μύτη της, τον παρακαλούσε να τη συγχωρήσει, προσπάθησε να του αστειευτεί, χωρίς να το θέλει, λέει, την πήραν τα ζουμιά. Πώς το ’πες αυτό; προσποιήθηκε τον κεφάτο, περπατούσαν κρατώντας σφιχτά τις παλάμες τους, κοιτάζονταν σιωπηλοί, ύστερα φιλήθηκαν, σ’ αγαπώ, της είπε, αύριο με την πρώτη ευκαιρία θα σου τηλεφωνήσω.
Τον άφησε και κατηφόριζε την Ερμού, έμεινε αυτός και την κοίταζε· υπάρχουν δυο κατηγορίες γυναικών, σκεφτόταν. Αυτές που αφού σ’ αποχαιρετίσουν γυρίζουν πίσω το κεφάλι να σε δουν για τελευταία φορά καθώς απομακρύνονται, κι αυτές που προχωρούν ρίχνοντας πέτρα πίσω τους. Η Όλγα του φάνηκε για μια στιγμή πως ρίχνει μικρά μικρά πετραδάκια, σαν καλαμάκι είναι, συλλογίστηκε και θόλωσαν τα μάτια του, θα πάρει τώρα και θα περιπλανιέται στους δρόμους. Την ώρα που έστριβε στο πρώτο στενό, ίσως για ν’ αποφύγει το βλέμμα του, σήκωσε ψηλά το χέρι και τον χαιρέτησε, χωρίς να γυρίσει το κεφάλι. Έτρεξε αμέσως να την προλάβει, ένιωθε πως την έχανε οριστικά, την είδε ακουμπισμένη σε μια κολόνα σαν μαρμαρωμένη, φάτσα με τη βιτρίνα απέναντί της. Ανάσανε ανακουφισμένος. Μόλις την άγγιξε, γύρισε και του γέλασε αγγελικά, μ’ ενθουσιασμό μικρού παιδιού. Σ’ ευχαριστώ, του είπε. Βρε, τι πουτάνα που μου είσαι! έκαμε και την έκλεισε στην αγκαλιά του. Η Όλγα άρχισε πάλι τους λυγμούς, την έσφιγγε πάνω του, ηρέμησε, σε παρακαλώ, αφού το είπαμε, αφού το ξέρεις πόσο σ’ αγαπώ, βήμα δεν θα κάνω χωρίς τη σκέψη σου. Έμειναν κάμποσο βουβοί, έπειτα επέμενε ο Μάρκος να την πάει στη στάση του τρόλεϊ. Η Όλγα αρνήθηκε, προτιμούσε να περπατήσει καμιά δυο ώρες, ώστε να επιστρέψει στο σπίτι της εξαντλημένη απ’ την κούραση και να κοιμηθεί αμέσως. Μα είναι ανάγκη να πάρεις τους δρόμους; γιατί δεν πας στον εξάδελφο σου, στη μάνα σου, κάπου, σε μια φίλη σου, δεν είναι ανάγκη να κλείνεσαι τόσο πολύ στον εαυτό σου. Δεν αντέχω, απελπίζομαι με τους άλλους, του είπε κοφτά. Ο Μάρκος υποχώρησε. Πάντα τον ξένιζε με την ακατανόητη συμπεριφορά της, την ίδια στιγμή που την ένιωθε να σβήνει ύψωνε ξαφνικά τη φωνή της και ταυτόχρονα πάλι χαλάρωνε, λες και της ένευαν από κάπου μακριά χανόταν πέρα το βλέμμα της, αγνοώντας τον ολοκληρωτικά. Ξαναφιλήθηκαν, χώρισαν.
Ανηφόριζε με σκυμμένο κεφάλι προς τον Κήπο να πάρει το λεωφορείο για το σπίτι της μάνας του. Και την ένιωσε απότομα πίσω του, γυρίζει και τη βλέπει κατακόκκινη, λαχανιασμένη, σ’ έξαλλη κατάσταση. Προτού προλάβει ν’ αντιδράσει, έκρυψε το πρόσωπό της στο λαιμό του και τον αγκάλιασε. Όλγα! μην τρελαθούμε, να χαρείς, σοβαρέψου, Όλγα, μας βλέπουν. Αυτή συνέχιζε να κλαίει γαντζωμένη επάνω του, αυτός μετανιωμένος που της μίλησε αυστηρά, τη χάιδευε στα μαλλιά· μα τι παιδί είσαι εσύ, τι πλάσμα, έλα, κοίταξέ με. Σήκωσε έπειτα από λίγο το κεφάλι η Όλγα και τον φίλησε. Ο Μάρκος ακούμπησε ασυναίσθητα τις παλάμες του στους ώμους της, προσπαθώντας να την κρατήσει σε κάποια απόσταση απ’ το σώμα του. Ξέχασα να σου το πω, με συγχωρείς, του ψιθύρισε, στον τηλεφωνικό θάλαμο, στην είσοδο της πολυκατοικίας, σου έχω φυλαγμένο ένα μεγάλο γράμμα. τσιγαρόχαρτα στη σχισμή, κατάλαβες; Την άκουγε κατάπληκτος, σαν αποσβολωμένος. Αυτή τον άφησε, σπρώχνοντάς τον ελαφρά, κι άρχισε να τρέχει αντίθετα. Έκαμε να τρέξει πίσω της, αλλά πέτρωσε. Και πρώτη φορά αναρωτήθηκε, χωρίς όμως την παραμικρή ανησυχία, ίσως μάλιστα και με κρυφή ανακούφιση, σαν να ξεδιάλυνε επιτέλους το μυστήριο που τον βασάνιζε, μήπως η Όλγα είναι ψυχασθενής, σίγουρα δεν είναι φυσιολογικά τούτα τα καμώματα. Αυτό θα κάνουν τώρα; θα τρέχουν και θα παίζουν κυνηγητό στο Σύνταγμα; Του φάνηκε αποκρουστικά γελοίο· ούτε καν γύρισε να τη δει τι απέγινε. Ανάσαινε με δυσφορία και συγχρόνως λυπόταν τον εαυτό του, σοβαρά, τούτη η κατάσταση δε γίνεται να συνεχιστεί επ’ άπειρον. Όχι, αυτός δεν υπέφερε όσο είχε υποφέρει την πρώτη φορά που αποχαιρετήθηκαν στο Ελληνικό. Αν δεν τον είχε σήμερα παρασύρει θα την αποχαιρετούσε νηφάλιος. Αυτή η γυναίκα θαρρείς και σκηνοθετεί τη σχέση τους, διαρκώς λες και τον υπνωτίζει να της φέρεται πότε έτσι και πότε αλλιώς, ανάλογα με τη φαντασία της. Ένιωσε να τον πνίγει αγανάκτηση· σταμάτησε στο περίπτερο και τηλεφώνησε στην Ουρανία, έχει κανονίσει, του είπε, να πάνε όλοι μαζί απόψε στου Τσιτσάνη. Έκλεισαν ραντεβού. Θα μπορούσε βέβαια να ’ταν κι η Όλγα μαζί του. Για τις εξόδους όμως με τους φίλους είχε τη Σιμόν, το θεωρούσε άπρεπο να την αφήνει στη μητέρα του. Εξάλλου απ’ το πρωί, κι είχε πια σουρουπώσει, με την Όλγα τριγύριζε. Γέλασε πικραμένος μ’ αυτό το εξάλλου. Ακριβώς σαν τους εκφωνητές των ειδήσεων, άψυχο και βολικό, προορισμένο να συνδέει τ’ ασύνδετα. Να δεις που μ’ εξάλλου κι άλλωστε θα κυλήσει την υπόλοιπη ζωή του. Τι άλλο θα μπορούσε να κάμει; Δε μετριέται βέβαια ο πόνος, αλλ’ αυτός όσο ήταν να πονέσει, πόνεσε. Ήρθαν στιγμές που πίστεψε ότι πλησίασε το τέλος του, αρκετά. Ούτε τότε με την Πάολα δεν είχε φτάσει σε τέτοια απελπισία.
*********************
Μάρω Δούκα:
«Η Πλωτή Πόλη»
σελ. 175-178
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου