26/1/09

Βελανιδιά.

Η βελανιδιά ή βαλανιδιά ή δρυς (λατ. Quercus) είναι γένος φυτών της οικογένειας των φηγιδών (λατ. Fagaceae) με 531 αυτοφυή είδη του βόρειου ημισφαίριου της γης.
Είναι δέντρα ψηλά, αιωνόβια που βρίσκονται είτε σε πεδινές είτε σε ορεινές περιοχές. Η βελανιδιά είναι δένδρο φυλλοβόλο ή ημιαειθαλές ύψους μέχρι 15 μ., πλάτους κόμης μέχρι 13 μ. και διαμέτρου κορμού μέχρι 1 μ. Όταν αναπτύσσεται σε ελεύθερο χώρο, έχει ευρεία στρογγυλόμορφη κόμη με χοντρά κλαδιά, ανθεκτική σε δυνατούς ανέμους. Τα άνθη εμφανίζονται τον Απρίλιο - Μάιο και βρίσκονται ξεχωριστά στο ίδιο άτομο. Οι καρποί της είναι κυπελλόμορφα κάρυα (βελανίδια) μεγάλων διαστάσεων με μήκος 2,5-4,5 εκατ. και πλάτος 1,5-2,5 εκατ. και παράγονται κάθε έτος. Τα φύλλα της βελανιδιάς είναι δερματώδη, με σκληρή επιδερμίδα, που διατηρούνται πράσινα μέχρι αργά το χειμώνα, πολλές φορές και μέχρι την αρχή της άνοιξης.
Ο καρπός της βελανιδιάς είναι το βελανίδι, χρήσιμο για ζωοτροφές και στη βυρσοδεψία. Το ξύλο όλων των ειδών είναι βαρύ, σκληρό και δεν σαπίζει εύκολα. Χρησιμοποιείται στην οικοδομική, ναυπηγική, επιπλοποιία, στην κατασκευή σανίδων, δοκαριών και παρασκευάζονται από αυτό ξυλάνθρακες πολύ καλής ποιότητας. Η δρυς ήταν το ιερό δέντρο των αρχαίων Ελλήνων. Ήταν αφιερωμένο στο Δία και αποτελούσε σύμβολο δύναμης. Τα κλαδιά του ιερού αυτού δέντρου θρόιζαν στους χρησμούς στο Μαντείο της Δωδώνης. Σε ώρες ανάγκης οι καρποί της, οι δρυαβάλανοι, χρησίμευαν ακόμη και για τροφή. Τα «κύπελλα» των βελανιδιών της, γεμάτα σε περιεκτικότητα από τανίνη, ήταν για εκατοντάδες χρόνια το απαραίτητο υλικό για την επεξεργασία των δερμάτων.Μέσα στα δάση της βελανιδιάς ζούσαν οι Δρυάδες ή Αμαδρυάδες Νύμφες, που προστάτευαν τα ιερά δέντρα. Οι Δρυάδες Νύμφες χαίρονταν με τη βροχή, έκλαιγαν όταν η βελανιδιά δεν είχε φύλλα και πέθαιναν, όταν το δέντρο κοβόταν. Γι' αυτό και η υλοτόμηση της βελανιδιάς απαγορευόταν με ειδικούς νόμους.
Είναι ενθαρρυντικό το αυξανόμενο ενδιαφέρον τα τελευταία χρόνια για τα δάση βελανιδιάς. Το πρόγραμμα έχει ήδη προχωρήσει στην καταγραφή των δασών βαλανιδιάς στην Ελλάδα και μερικά από τα αποτελέσματα ακολουθούν. Στην Κρήτη δεν υπάρχουν φυσικά δάση βαλανιδιάς. Τα λίγα δέντρα που έχουν απομείνει είναι παλαιότερες καλλιέργειες βελανιδιάς, που τώρα βρίσκονται μεταξύ παραθεριστικών κατοικιών, στο νομό Ρεθύμνου. Στην Μυτιλήνη, τα φυσικά δάση είναι μεγάλα σε ηλικία και αραιά. Εντοπίζονται στο κέντρο του νησιού σε ηφαιστιογενή πετρώματα, στις υπώρειες του όρους Όλυμπος. Η βόσκηση είναι έντονη μέσα στα δάση, ενώ υπάρχουν και εγκαταλελειμμένες καλλιέργειες, που ήταν κυρίως σε βαθμίδες. Στη Λακωνία πυκνές συστάδες βαλανιδιάς εμφανίζονται δυτικά της περιοχής του Γυθείου. Αποτελούνται από μικρής ηλικίας δένδρα και βρίσκονται σε μικρούς λόφους, σε απότομες κλίσεις, όπου ήταν αδύνατη η γεωργική εκμετάλλευση και η οικιστική ανάπτυξη. Εκτεταμένη έκταση καλύπτουν και αραιά δάση βελανιδιάς, μεγάλης ηλικίας. Αυτά τα μεγάλης ηλικίας δάση εμφανίζονται είτε σε ήπιες κλίσεις με έντονη βόσκηση, είτε σε χαράδρες με έντονες κλίσεις. Στη Δυτική Ελλάδα, και συγκεκριμένα από τη Στροφιλιά Πελοποννήσου μέχρι και την Θεσπρωτία μεγάλης ηλικίας, αραιά δάση εμφανίζονται διάσπαρτα κυρίως σε πεδινές και ημιλοφώδεις περιοχές. Στην περιοχή αυτή γίνεται φανερό ότι τα δάση Βελανιδιάς, παλαιότερα πρέπει να επικρατούσαν σε όλη την πεδινή περιοχή όπου τώρα βρίσκονται γεωργικές καλλιέργειες και οικισμοί.Το Βελανιδοδάσος Ξηρομέρου καταλαμβάνει συνολική έκταση 130.000 στρεμμάτων περίπου και είναι το μεγαλύτερο σε έκταση στην περιοχή των Βαλκανίων. Βρίσκεται στην δυτική πλευρά του νομού Αιτωλοακαρνανίας και εκτείνεται από την παραλιακή περιοχή των όρμων Αστακού και Πλατυγιαλίου μέχρι τον ποταμό Αχελώο στα ανατολικά και στη λίμνη Οζερό στα βορειοανατολικά. Πρόκειται για ένα δημόσιας ιδιοκτησίας δάσος μέσα στο οποίο υπάρχουν και ιδιωτικές εκτάσεις, κυρίως καλλιέργειες και βοσκότοποι. Στην Αλεξανδρούπολη είναι χαρακτηριστική η εμφάνιση των μεμονωμένων, μεγάλης ηλικίας δένδρων μέσα στις γεωργικές καλλιέργειες. Εντυπωσιακή μορφή έχει και το αραιό δάσος που σχηματίζει σε μίξη με το Juniperus excelsa, σε χαμηλούς λόφους. Το δάσος εμφανίζεται άναρχο και χωρίς ιδιαίτερες ανθρώπινες επεμβάσεις. Σε πολλές περιοχές, όπως στο Κουριζόμενο δάσος στον Αλμυρό Βόλου, τα λίγα δένδρα που υπήρχαν έχουν εξαφανιστεί και μόνο μεμονωμένα δένδρα έχουν απομείνει στις άκρες των δρόμων, απομεινάρια μιας άλλης εποχής.

Τα κυριότερα είδη που βρίσκονται στην Ελλάδα και την Κύπρο είναι :
1. Η ήμερη βελανιδιά (δρυς αιγίλωψ, λατ. Quercus aegilops). Φτάνει τα 30 μέτρα σε ύψος και ευδοκιμεί σε θερμό και ξηρό περιβάλλον, βρίσκεται στις περιοχές της Ανατολικής Μεσογείου σε πεδινές περιοχές, καθώς και στους πρόποδες των βουνών. Τα φύλλα της είναι δερματώδη, ωοειδή με οξείες παρυφές , χνουδωτά. Ο καρπός της είναι σκληρό κάρυο κυπελλοφόρο και μονόσπερμο. Το κύπελλο του καρπού φέρει πυκνά αγκαθωτά λέπια. Πάντως υπάρχουν και άκαρπα δέντρα και αυτό αποδίδεται στην κακή ανθοφορία. Το ξύλο της είναι βαρύ και πολύ σκληρό. Στην Ελλάδα βρίσκεται στις Κυκλάδες, βόρειες Σποράδες, Αττική, Ρόδο, Κρήτη, Θεσσαλία και Βοιωτία. Από τα κύπελλα των καρπών βγαίνει εκχύλισμα που είναι χρήσιμο στη βαφική και τη βυρσοδεψία.
2. Η δρυς η έμμισχος (λατ. Quercus robur). Φτάνει σε ύψος τα 25 μέτρα και σχηματίζει μεγάλα δάση στις περιοχές της Βορείου και κεντρικής Ευρώπης Ο κορμός της έχει χρώμα γκριζωπό ή σκούρο γκρίζο και ο φλοιός βαθιές ρωγμές. Τα φύλλα της αναπτύσσονται μαζί με τα άνθη και είναι ενωμένα, λεία και έχουν ακανόνιστους λοβούς. Τα βαλανίδια έχουν χαρακτηριστικό μακρύ ποδίσκο. Στην Ελλάδα βρίσκεται σε χαμηλές ορεινές περιοχές και σε υψόμετρο από 800-1000 μέτρα. Είναι γνωστή και με τις ονομασίες ρουπάκι, ρένια και ροτούκι.
3. Η δρυς η άμισχος (δρυς η πετραία, λατ. Quercus petraea). Διαφέρει από την έμμισχο στο ότι τα βαλανίδια της έχουν μικρό μίσχο. Μαζί με την έμμισχο αποτελούν τις άγριες βελανιδιές.
4. Δρυς η Μακεδονική (λατ. Quercus trojana). Φτάνει σε ύψος τα 20 μέτρα και βρίσκεται στις περιοχές των Βαλκανίων. Στην Ελλάδα βρίσκεται με μεμονωμένα δέντρα σε δασικές περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης.
5. Η δρυς η κήρρις (λατ. Quercus cerris). Συγγενικό είδος με τα προηγούμενα. Βρίσκεται σε πολλές Ευρωπαϊκές χώρες και στην Ελλάδα είναι αναμεμειγμένη με άλλα δέντρα. Γνωστή και με τις ονομασίες τσέρο και ρουπάκι. Ο φλοιός της έχει βαθιές, ευθύγραμμες ρωγμές και τα βελανίδια της είναι μεγάλα, μακριά με κύπελλο που φέρει πολλά λέπια.
6. Η λατζιά (δρυς η κληθρόφυλλη, λατ. Quercus alnifolia), θαμνώδες αειθαλές ενδημικό είδος της Κύπρου.
7. Το πουρνάρι ή πρίνος (δρυς η κοκκοφόρος, λατ. Quercus coccifera), θαμνώδης αείφυλλος σκληρόφυλλος θάμνος με ευρεία εξάπλωση στην περιοχή της Μεσογείου.
8. Η δρυς η βαφική (λατ. Quercus infectoria), ημιφυλλοβόλο δέντρο με εξάπλωση από τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου μέχρι το ΝΔ. Ιράν.
9. Η Αριά (Quercus ilex) αειθαλές δένδρο με σφαιρική κόμη και γκριζοπράσινα μικρά φύλλα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: