1/11/16

Το τσακάλι και το λαγουδάκι.

Ένα λευκό τσακάλι κυνηγά ένα λευκό λαγουδάκι. Στις απέραντες χιονισμένες στέπες του Καναδά. Το σαρκοβόρο είναι πεινασμένο και άγριο ως την άκρη των νυχιών κι ως την άκρη της τρίχας του. Το λαγουδάκι το αλαλιάζει τρελός ο φόβος του θανάτου. Τρέχει σα σφαίρα.
Το ένστικτο του ολέθρου, που πλακώνει, πολλαπλασιά­ζει τις δυνάμεις φυγής στο αθώο ζώο. Η οργή της πείνας, που δεν αντέχεται, πολλαπλασιάζει τις δυνάμεις καταδίω­ξης του αγριμιού. Πόλεμος φρικαλέος χωρίς όρια και χω­ρίς όρους ξετυλίγεται στο πεδίο της φύσης.
Παρακολουθούμε τη σκηνή στην οθόνη. Ένα μόλις πή­δημα χωρίζει το χορτοφάγο από το σαρκοβόρο. Τα δόντια του κακού ζουλαπιού λάμπουνε λευκοπυρωμένα καρφιά στην παγωνιά. Το δέρμα του τρυφερού λαγού το ταράζουν ριπές από έξαλλες φρικιάσεις. Νιώθει κιόλας στη ράχη του το αγκομαχητό του αγριμιού.
– Μη! φωνάζουμε έντρομοι. Όχι! Να σωθεί το αθώο άκακο ζώο. Να μην ιδούμε να το σπαράζουν τα ιδρωμένα δόντια. Να μην ιδούμε τη σάρκα του πώς ξεσκίζεται. Τα ποδαράκια του να τρέμουν τρομαλέα, και να τινάζουνται στον αέρα σφαδάζοντας. Το αχνιστό αίμα πώς θα βάφει το αλέκιαστο χιόνι.
Ορμόφυχα και αυθόρμητα, σα να μας κυνηγά τους ίδι­ους η τρομάρα, ψηφίζουμε σωτηρία για το λαγό και αστο­χιά για το τσακάλι. Φωνάζουμε, βόηθα, θεέ! Πάψε το κα­κό και το άδικο που συντελιέται τώρα στη φύση! Πάψε την οργή σου!
Ξαφνικά και ενώ το αγρίμι αγγίζει με το μουσούδι του την ουρά του λαγού, γίνεται το απρόσμενο. Η δύναμη όρασης του τσακαλιού μπερδεύεται με το χιόνι. Σε μια στροφή του λαγού το τσακάλι τραβάει ευθεία. Χάνει από­τομα το ρυθμό του. Αποσυντονίζεται το τέμπο της κίνη­σης. Η κάθετη ευθυβολία στο στόχο, που η φύση χωρίς οίκτο και χωρίς λύπηση αξιώνει για τη στιγμή, ταράζε­ται.
Αυτό ήταν. Ο λαγός κερδίζει απόσταση. Ξεμακραίνει. Όλο και ξεμακραίνει. Ένα, δύο, πέντε, δέκα μέτρα. Σε λί­γο έχει χαθεί από το οπτικό πεδίο βολής του τσακαλιού.
Το σαρκοβόρο σταματά. Κοιτάζει ατενώς. Τίποτα. Ο λευκός ορίζοντας μπροστά του έχει γίνει ένα αδιάφορο χάος. Άβυσσος ερημιάς και ολέθρου. Το απλανές βλέμμα του τσακαλιού, ξέτυχο ανάμεσα στην ηλιθιότητα και στην ανεξήγητη απορία, είναι ό,τι απόμεινε από τη σκηνή.
– Μπράβο! φωνάζουμε, και φτεροκοπάμε τα χέρια και τα πόδια μας. Λύνεται ο κακός μας βραχνάς. Η ανάσα μας ξαναγυρίζει. Ένα αίσθημα λύτρωσης χτυπά σαν το γέλιο τη διάθεσή μας. Δόξα στον κόσμο και στο θεό. Το λαγουδάκι εγλύτωσε.
Λάθος, τίμιε αναγνώστη. Το λαγουδάκι εγλύτωσε, αλλά το τσακάλι θα πεθάνει από την πείνα.
Αυτό δεν τό ’χαμέ σκεφθεί.
Η ιστορία μας χαρίζει δύο συμπεράσματα. Το ένα είναι συμπέρασμα περί της μεθόδου. Ότι η σκέψη μας είναι μο­νόδρομος. Όλοι πονάμε το λαγουδάκι. Γιατί είναι το υπο­ψήφιο αναίτιο θύμα. Το αδύναμο πλάσμα της φύσης. Κα­νείς δεν συμπονά το τσακάλι. Το αιμοδιψές και το αιμοβόρο. Γιατί κανείς δε σκέφτεται ότι και κείνο είναι το υποψήφιο αναίτιο θύμα, στην περίπτωση που θα του ξεφύγει ο λαγός. Όπως και έγινε, δηλαδή.
Εμάθαμε να σκεφτόμαστε με οδηγό το ακρατές μας συ­ναίσθημα. Ανάλατα και πλαδαρά. Ευνουχισμένα, γελοία, και μονόφθαλμα. Και παροπλίσαμε τη λογική και τη γνώση.
Το άλλο είναι συμπέρασμα περί της ουσίας.
Μπροστά στα μάτια μας ξετυλίχτηκε ένα επεισόδιο της φύσης με δύο όρους ισοσθενείς και αντίρροπους. Και ως προς την αγριότητα ακραίους.
Εδώ είναι για να ζήσει το ένα από τα δύο. Ή το τσακάλι ή ο λαγός. Ή ο λαγός ή το τσακάλι. Ούτε και τα δύο γίνε­ται να ζήσουν, ούτε και τα δύο γίνεται να πεθάνουν. Αλλά ή το ένα ή το άλλο. Τρίτον δε δίδεται. Tertiumnondatur.
Ωστόσο, αν φύγουμε από τη λογική του είτε… είτε, και πάμε στη λογική του τόσο… όσο, ο συλλογισμός μας θα ξετυλιχθεί εντελώς διαφορετικά. Από αντιθετικός γίνεται συμπληρωματικός.
Θέλω να ειπώ: για να ζήσει το τσακάλι, πρέπει να πεθάνει ο λαγός· και αντίστροφα, για να ζήσει ο λαγός πρέ­πει να πεθάνει το τσακάλι.
Με άλλα λόγια, η ζωή στο προκείμενο είναι συνάρτηση του θανάτου, και ο θάνατος είναι συνάρτηση της ζωής. Ζει το τσακάλι; αυτό σημαίνει ότι χρεωστά τη ζωή του στο θάνατο του λαγού. Ζει ο λαγός; αυτό σημαίνει ότι χρεωστά τη ζωή του στο θάνατο του τσακαλιού. Το ένα ζει χάρη στο θάνατο. Το άλλο πεθαίνει χάρη στη ζωή.
Το εξαγόμενο είναι πως η βάση σε κάθε μορφή ζωής είναι ο θάνατος. Ο θάνατος είναι το θεμέλιο και η αιτία και η σωτηρία της ζωής. Χωρίς θάνατο δεν υπάρχει ζωή. Ζωή και θάνατος είναι τα δύο μισά που δίνουν εκείνο το απλό και απόλυτο φαινόμενο, που το ονομάζουμε φύση, φύεσθαι, γέννηση, natura.
Ο βαθύτερος, δηλαδή, νόμος της φύσης δεν είναι ή το ένα ή το άλλο ανεξάρτητα από το ένα ή το άλλο. Αλλά εί­ναι ή το ένα ή το άλλο μέσα από το ένα ή το άλλο. Είναι η ζωή του λαγού μέσα από το θάνατο του τσακαλιού, ή η ζωή του τσακαλιού μέσα από το θάνατο του λαγού. Δε δί­νεται, δηλαδή, ούτε το πρώτο ούτε το δεύτερο, αλλά μόνο το τρίτο δίνεται, που προκύπτει σαν απροσδιοριστία του πρώτου και του δεύτερου. Μόνον tertiumdatur.
Αυτή η κυρίαρχη τάξη μέσα στη φύση καταργεί τον ένα από τους τέσσερες νόμους της κλασικής λογικής. Κα­ταργεί το νόμο του τρίτου ή μέσου αποκλείσεως. Prin- cipium exclusi tertii sive medii.
Και νά ’τανε μόνο αυτό! Γιατί όχι μόνο καταργεί το νόμο του τρίτου ή μέσου αποκλείσεως, αλλά αντίστροφα ιδρύει και επιβάλλει τον αντίθετό του σαν τον κυρίαρχο νόμο της λογικής απάνου στον οποίο στηρίζεται και ο πρώτος νόμος της ταυτότητας (Α είναι Α), και ο δεύτερος νόμος της αντίφασης (Α δεν είναι όχι Α).
Ο νέος νόμος της μή αποκλείσεως του μέσου ή του τρί­του, Principium non exclusi tertii sive medii, μετά το 1927 που ο Χάιζενμπεργκ διατύπωσε την αρχή της Απροσδιορι­στίας (Unscharferelation) γίνεται ο υπερνόμος και της λογι­κής του ανθρώπου και της φύσης του κόσμου.

Δημήτρης Λιαντίνης – "Γκέμα".

Δεν υπάρχουν σχόλια: