4/2/14

Δωρίδα: Δώρο της φύσης!

Ψαροχώρια και ελατοδάση, ειδυλλιακές παραλίες και βαθιά φαράγγια, βράχια που βουτούν στη θάλασσα και χιονισμένες κορυφές που τρυπούν τον ουρανό… Εικόνες και κομμάτια της φύσης που συνηθίζουμε να θεωρούμε ετερόκλητα, εδώ, στην πληθωρική γη της Δωρίδας, συνυπάρχουν αρμονικά.
Ένα οδοιπορικό της Ζερμαίν Αλεξάκη και του Θοδωρή Αθανασιάδη στην Δωρίδα.
Αναδημοσίευση από την εφημερίδα "Έθνος".
Στάθηκα για λίγο στο φυσικό μπαλκόνι της Καλλιθέας που ορθώνεται 800 μέτρα ψηλότερα από τη στάθμη της θάλασσας. Το θέαμα ήταν αφοπλιστικά μαγευτικό! Ο Κορινθιακός κόλπος, ασάλευτος σαν λίμνη, έλαμπε στο φως του χειμωνιάτικου ήλιου. Αντίκρυ προς την πλευρά του Μοριά τα χιονισμένα ακροβούνια του Χελμού, της Ζήριας, του Παναχαϊκού θαρρείς και κοιτούσαν από μακριά τα δρώμενα της κλειστής θάλασσας.
Τριζόνια, πανοραμική άποψη.
Τα χωριά και τα λιμανάκια της στερεοελλαδίτικης ακτής απολάμβαναν τη λιακάδα αναπολώντας τις ζεστές μέρες του καλοκαιριού, τότε που οι παραλίες γεμίζουν από κόσμο. Στη δυτική άκρη του κάδρου η νέα γέφυρα Ρίου-Αντίρριου έδειχνε από ψηλά μικρή και ασήμαντη. Τα σύννεφα έτρεχαν βιαστικά πάνω από τα κορφοβούνια των ρουμελιώτικων βουνών και κατηφόριζαν προς τη θάλασσα. Ξαφνικά, η χαραμάδα του ήλιου έκλεισε και πήρε μαζί της το καλοκαιρινό όνειρο.
Θέα από την χειμωνιάτικη Καλλίθεα προς τα γαλάζια νερά του Κορινθιακού.
Οι αλλαγές του καιρού, ξαφνικές και γρήγορες εδώ στην πανέμορφη Δωρίδα, υπενθυμίζουν πόσο λίγο απέχουν τα κύματα από τα έλατα, οι ακρογιαλιές από τα χιόνια. Ανάμεσα στα ορεινά χωριά και στις παράκτιες πόλεις οι αποστάσεις είναι μικρές και καλύπτονται με άνεση ακόμη και στο χρονικό διάστημα ενός Σαββατοκύριακου. Μαγικός τούτος ο τόπος, εύκολα σε κερδίζει και σε κρατά κοντά του όλες τις εποχές του χρόνου.
 Ο φάρος στο ακρωτήρι Ψαρομύτα της Ερατεινής, αντίκρυ διακρίνονται οι μοραΐτικες ακτές.
Από την Πάτρα, το Αγρίνιο ή οποιαδήποτε άλλη πόλη της Δυτικής Ελλάδας προσεγγίσουμε μέσω Ναυπάκτου, διανύοντας ελάχιστα χιλιόμετρα, το Ευπάλιο, το Μοναστηράκι, τον Μαραθιά, τη Γλυφάδα, τον Αγιο Νικόλαο, την Ερατεινή. Ερχόμενοι από την ανατολική Ελλάδα αφήνουμε πίσω το κοσμοπολίτικο Γαλαξίδι και ακολουθώντας τον δρόμο που διατρέχει τη βόρεια ακτογραμμή του Κορινθιακού κόλπου, ανακαλύπτουμε ένα προς ένα τα γραφικά λιμανάκια του. Σε όλη την παράκτια πορεία οι εναλλαγές του γαλάζιου και του πράσινου είναι συνεχείς και κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον του ταξιδιώτη.
Στην παραλία του Αγίου Νικολάου θα βρείτε καλές ψαροταβέρνες.
Τους καλοκαιρινούς μήνες αυτές οι ακτές μεταμορφώνονται σε πολύβουα θέρετρα, καθώς παντού υπάρχουν παραλιακά ξενοδοχεία και άφθονα ενοικιαζόμενα δωμάτια. Τώρα το χειμώνα αλλά και την άνοιξη ο επισκέπτης θα έχει την ευκαιρία να απολαύσει τα καταπράσινα τοπία στο ακρωτήρι της Ψαρομύτας, της Σεργούλας ή στο Σκάλωμα, ν' ατενίσει τα σύννεφα να κυνηγούν το θαλασσινό ορίζοντα και ν' αφεθεί στη γλυκιά μελαγχολία της μολυβένιας θάλασσας στα λιμανάκια της Γλυφάδας, της Σπηλιάς, της Ερατεινής, του Μαραθιά. Την ίδια εποχή ακολουθώντας τις στράτες των βουνών εύκολα θα ανηφορίσει για τα ελατοσκέπαστα χωριά Παλιοξάρι, Ποτιδανία, Τείχιο, Περιθιώτισσα ή μπορεί να εξερευνήσει τις πλατανοσκέπαστες όχθες του ποταμού Μόρνου κοντά στο Ευπάλιο.
Εκδρομές με βάση την Ερατεινή.
Η Ερατεινή είναι το μεγαλύτερο από τα χωριά της παραλιακής ζώνης με σημαντική υποδομή και όμορφο λιμάνι, αγκυροβόλιο σήμερα για ψαροκάικα.
Το λιμάνι της Ερατεινής. 
Υπήρξε ανέκαθεν κομβικό σημείο της περιοχής, αφού στο λιμάνι της έπιαναν κάποτε τα πλοία της γραμμής. Ετσι όλοι όσοι ήθελαν να ταξιδέψουν προς Πειραιά κατέβαιναν από τα γύρω ορεινά χωριά, μια και μέχρι το 1973 δεν είχε κατασκευαστεί ακόμα ο παραλιακός δρόμος και οι μετακινήσεις γίνονταν μόνο ακτοπλοϊκώς. Δικαιολογημένα το παραθαλάσσιο χωριό ήταν τότε γνωστό με το όνομα «Χάνι», αφού εδώ αποθηκεύονταν τα εμπορεύματα και διανυκτέρευαν οι άνθρωποι που επρόκειτο να ταξιδεύσουν είτε προς την Πελοπόννησο είτε προς την Αθήνα. Σήμερα η Ερατεινή είναι έδρα του καλλικρατικού Δήμου Δωρίδας, αλλά και σημαντικός καλοκαιρινός προορισμός, καθώς διαθέτει αρκετά ξενοδοχεία και υπέροχες αμμουδιές.

Μόλις 2 χιλιόμετρα δυτικά από το λιμάνι της Ερατεινής (αξίζει να έρθετε από τον παραλιακό δρόμο) κατά μήκος της παραλίας αναπτύσσεται το χωριό Τολοφώνας (παλιότερα Βιτρινίτσα), που διαθέτει μία από τις καλύτερες οργανωμένες ακρογιαλιές του Κορινθιακού κόλπου. Σε μικρή απόσταση από το κύμα, στην κορυφή γειτονικού υψώματος διακρίνονται τμήματα του φρουρίου και του τείχους της αρχαίας πόλης ΤολοφώναςΣτην αγροτική τοποθεσία Παλαιόκαστρο (πάνω από την εθνική οδό Ιτέας–Ναύπακτου), πολύ κοντά στην κοίτη του ποταμού Ξεριά, διασώζονται τμήματα της βυζαντινής εκκλησίας της Ευαγγελίστριας Πολυπορτούς.
Μοναστηράκι, η παραλία και η λιμνούλα στο Παραθάλασσο.
Αν έχετε διάθεση για εξερευνήσεις, διαλέξτε την ώρα του δειλινού. Αξίζει να κατευθυνθείτε προς τον κάβο της Ψαρομύτας, όπου δεσπόζει από το 1894 ο πέτρινος φάρος. Θα οδηγήσετε σε χωματόδρομο, όμως αξίζει τον κόπο, αφού η θέα προς τον Κορινθιακό κόλπο, τις ακτές του Αιγαίου στην αντικρινή Πελοπόννησο, αλλά και προς το Ρίο - Αντίρριο είναι απίθανη. Διανύοντας μόλις 6 χιλιόμετρα από την παραλία του Τολοφώνα, θα βρεθείτε στο γραφικό λιμανάκι του Αγίου Νικολάου. Πήρε το όνομά του από το εκκλησάκι που δεσπόζει πάνω σε βραχονησίδα στο κέντρο του κόλπου.
Η βοτσαλωτή παραλία Σκάλωμα. 
Από εδώ αναχωρούσε το φεριμπότ για το Αίγιο, μια γραμμή που εξυπηρετούσε ταξιδιώτες και ντόπιους για αρκετό καιρό και πιθανόν σύμφωνα με τις υποσχέσεις των τοπικών φορέων να λειτουργήσει ξανά πριν από το Πάσχα. Η παραλία μπροστά από τον ψαράδικο οικισμό είναι στρωμένη με ψιλό βότσαλο, ενώ ιδιαίτερα δημοφιλείς χειμώνα-καλοκαίρι είναι οι ψαροταβέρνες που παρατάσσονται κατά μήκος της προκυμαίας και του παράκτιου δρόμου.
Το λιμανάκι του Μαραθιά στα... χειμωνιάτικά του.

Ανατολικά της Ερατεινής συναντάμε τον ορμίσκο Πάνορμος ή ακτή Λεμονιάς. Η περιοχή στην αρχαιότητα κατοικούνταν από τους Οζολούς Λοκρούς και εδώ αναπτυσσόταν το πολεοδομικό συγκρότημα της πόλης Φαιστίνος, γνωστή για το Ιερό του Απόλλωνα σύμφωνα με αναφορές του αρχαίου περιηγητή Παυσανία. Πρόκειται για ένα μικρό αγκυροβόλιο που χάρη στα σπίτια του, που σχεδόν ακουμπούν στο κύμα, και τη μικροσκοπική βοτσαλωτή παραλία του χαρίζει μια ένα ευχάριστη νησιώτικη εικόνα.
Τα Τριζόνια του Κορινθιακού.
Ενα και μοναδικό είναι το κατοικήσιμο νησί του Κορινθιακού κόλπου και αυτό βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής από τα Δωρικά παράλια. Φυσικά μιλάμε για το μικρονήσι Τριζόνια που κολυμπά σε θαλάσσιο δίαυλο, μόλις 500 μέτρα μακριά από την ηπειρωτική ακτή.
Το ορεινό κεφαλοχώρι Παλιοξάρι. Απέναντι, μέσα στα σύννεφα, προβάλλουν τα βουνά της Ναυπάκτου.
Σε μικρή απόσταση επίσης βρίσκονται οι νησίδες Πρασούδι, Αϊ-Γιάννης και Πλάνεμι, που όμως είναι ακατοίκητες. Πιθανόν οι πρώτοι κάτοικοι που κατέφυγαν εδώ κυνηγημένοι από τους Τούρκους ήρθαν από την Ηπειρο ή την ορεινή Ρούμελη και έκτισαν τον ψαράδικο οικισμό που βλέπουμε σήμερα.
Από το λιμανάκι Χάνια Τριζονιών της Δωρίδας αναχωρούν καθημερινά τα πλοιάρια που μεταφέρουν ανθρώπους και εμπορεύματα στα Τριζόνια. Καθώς απαγορεύονται τα αυτοκίνητα και κάθε είδους οχήματα, η ησυχία είναι εξασφαλισμένη. Ο μοναδικός οικισμός των Τριζονιών βρίσκεται κτισμένος στο στενότερο σημείο του νησιού, στον μυχό ενός ορμίσκου που βλέπει την απέναντι ακτή της Ρούμελης. Μερικά νησιώτικα σπιτάκια με πρόσχαρες λουλουδιασμένες αυλές, γραφικά καλντερίμια και μερικές παραλιακές ταβέρνες θα σε καλωσορίσουν στο νησί και θα σε μυήσουν χωρίς καμιά δυσκολία στους ήπιους ρυθμούς του.
 Το Τρανό Ρέμα είναι ένα από τα πολλά μικρά ορεινά ποτάμια που τροφοδοτούν τον Μόρνο.
Λίγα μέτρα από το λιμάνι και προς τα νότια διαγράφεται ένας δεύτερος βαθύς και καλογραμμένος κόλπος. Εδώ, μόλις πριν από λίγα χρόνια δημιουργήθηκε μια μεγάλη μαρίνα η οποία χρησιμοποιείται ως ενδιάμεσος σταθμός για σκάφη αναψυχής που κατευθύνονται από τον Σαρωνικό και το Αιγαίο προς τον Πατραϊκό και το Ιόνιο ή αντίστροφα. Το σκηνικό γύρω από το μικρό λιμάνι είναι λιτό, ευχάριστο και θυμίζει Ιόνιο. Στη δυτική άκρη της προκυμαίας σε μια βραχώδη έξαρση κρυμμένη μέσα στα πεύκα ξεχωρίζει η μεγάλη εκκλησιά του Αγίου Γεωργίου (1955), κτισμένη σε ιδανικό σημείο - αγνάντι στον θαλάσσιο δίαυλο.
Πέτρινη βρύση στο χωριό Ποτιδανία.
Αν αγαπάτε τους ήσυχους περιπάτους στην κατάφυτη ενδοχώρα, αλλά και τις απάνεμες ακρογιαλιές, τα Τριζόνια θα αποδειχθούν ο δικός σας, μικρός παράδεισος. Το λιλιπούτειο νησί, χωρίς γεωμορφολογικές εξάρσεις, περπατιέται απ' άκρη σ' άκρη μέσα σε 2 ώρες. Από το λιμανάκι φεύγει στενός χωματόδρομος με κατεύθυνση βορειοδυτική που καταλήγει στο ακρωτήρι Κοχυλάς, το δυτικότερο άκρο του νησιού, αλλά και στη θέση Παλιόκαστρο όπου υπάρχουν υπολείμματα μεσαιωνικού πύργου (περίπου 1.500 μέτρα). Ενας άλλος δρόμος που γίνεται μονοπάτι ξεκινά από το άκρο της μαρίνας και τραβά νότια ακολουθώντας το περίγραμμα της ακτής για το ακρωτήρι Πούντα. Είναι μια ήπια περιπατητική διαδρομή που ξεδιπλώνεται για περίπου 2 χλμ. μέσα από περιβόλια και λιόδεντρα.
Ιδανικός συνδυασμός βουνού και θάλασσας.
Αν δεις τη φωτογραφία του χωρίς να το έχεις επισκεφθεί, το Μοναστηράκι θυμίζει κουκλίστικο ψαροχώρι του Ιονίου και δίκαια έχει χαρακτηρισθεί με παλαιότερο Βασιλικό Διάταγμα και Υπουργική Απόφαση ως «τόπος τουριστικός και ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους».
Η ιστορική μονή Βαρνάκοβας.
Κι όμως, για να έρθετε έως εδώ, θα χρειασθείτε μόνο αυτοκίνητο, ενώ σίγουρα θ' απολαύσετε τη νησιώτικη ατμόσφαιρα τρώγοντας το ψαράκι σας σε κάποια από τις καλές ψαροταβέρνες ή σεργιανίζοντας στην προκυμαία εκεί που δένουν τα καΐκια. Το χωριό πήρε το όνομά του από το παλιό μοναστήρι που προϋπήρχε στο σημείο όπου σήμερα ορθώνεται ο ναός του Αγ. Μάρκου. Σε μικρή απόσταση από το λιμάνι στη θέση «Παραθάλασσο» συναντάμε τη μικρή γαλάζια λίμνη που συμπληρώνει το ήδη ενδιαφέρον σκηνικό.
Η Αρτοτίνα αγναντεύει τα Βαρδούσια. 
Στα δυτικά ο όρμος καταλήγει στο ακρωτήρι «Κόκκινος» ή «Κοκκινόβραχος», όπου οι αρχαιολόγοι τοποθετούν την αρχαία πόλη Ερυθρές, η οποία καταποντίστηκε στη θάλασσα μετά από ισχυρό σεισμό. Η υποθαλάσσια θέση της εντοπίζεται 500 μέτρα από τη στεριά, σε σημείο που οι ντόπιοι ονομάζουν «Ξέρα».
Σε μικρή απόσταση από το ακρωτήρι ξεδιπλώνεται η απλωτή αμμουδιά της Χιλιαδούς, μία από τις μεγαλύτερες σε μήκος της Στερεάς Ελλάδας που βρέχονται από τον Κορινθιακό κόλπο, ιδανική το καλοκαίρι για κολύμπι, αλλά και ανάλογα οργανωμένη για θαλάσσια σπορ (wind surf και kite surf).
Απέναντι από τα Τριζόνια και σε όλο το μήκος της ακτογραμμής από τον Αγιο Νικόλαο έως το Μοναστηράκι, συναντάμε μερικά από τα ομορφότερα ψαροχώρια της ηπειρωτικής Ελλάδας. Η πρόσβαση σε τούτα τα παραλιακά χωριουδάκια είναι εύκολη μέσω του εθνικού δρόμου Ιτέας – Ναυπάκτου. Ο Αγιος Σπυρίδωνας, η Σπηλιά, η Γλυφάδα, η Παραλία της Σεργούλας διαθέτουν θαυμάσιες ακρογιαλιές, μικρές ξενοδοχειακές μονάδες και ποιοτικές ταβέρνες. Επιπλέον πρόκειται για έναν τόπο κατάφυτο από πλατάνια, πεύκα, ελιές και οπωροφόρα δέντρα που φθάνουν μέχρι την ακρογιαλιά και πολύ συχνά οι ρίζες τους αγγίζουν το θαλασσινό νερό, δίνοντας το ιδιαίτερο στίγμα αυτής της μοναδικής γωνιάς της Δωρίδας που το καλοκαίρι κατακλύζεται από χιλιάδες επισκέπτες.
Το Λιδορίκι, αθέατο από τη θάλασσα, στην αγκαλιά των κορυφογραμμών. 
Σε αρκετά σημεία της ακτής αναβλύζουν πηγές και ρυάκια με γάργαρο νερό που χύνονται στη θάλασσα. Μάλιστα, στην περιοχή της Σεργούλας που παλιότερα λεγόταν Μύλοι, λειτουργούσαν αρκετοί νερόμυλοι. Ενας από αυτούς, ο μύλος του Παπαπολίτη, κρυμμένος σε πλατανόδασος στις όχθες του Σεργουλοπόταμου, έχει χαρακτηρισθεί διατηρητέο μνημείο.
Ομως δεν είναι μόνο οι παραθαλάσσιοι οικισμοί αυτοί που μονοπωλούν το ενδιαφέρον.
Εντονα ανηφορικοί, με πολλές στροφές αλλά σύντομοι δρόμοι θα σας φέρουν στα ορεινά χωριά που κυριολεκτικά μοιάζουν να κρέμονται πάνω από τον γαλάζιο καμβά του Κορινθιακού. Κυριότερο προσόν αυτών των απόμερων κοινοτήτων είναι η εκπληκτική θέα προς την πλευρά της θάλασσας που, όταν υπάρχει διαύγεια στην ατμόσφαιρα, γίνεται πανοραμική κατά μήκος και πλάτος του κόλπου.
Παραδοσιακή πέτρινη κατοικία στο χωριό Καρούτες. 
Ετσι με σύντομες παρακάμψεις από την παραλία του Αγ. Σπυρίδωνα, θα επισκεφθείτε την Καλλιθέα (8 χλμ.) για να δείτε τον θεόρατο πλάτανο με περίμετρο κορμού 10,70 μ. που έχει χαρακτηρισθεί διατηρητέο μνημείο της φύσης. Από την παραλία της Σπηλιάς θα ανηφορίσετε για την Ελιά ή Βελενίκος (6 χλμ.) με την όμορφη θέα και από την παραλία της Σεργούλας θα προσεγγίσετε τον ομώνυμο ορεινό οικισμό (6 χλμ.).
Αν έχετε όχημα με κίνηση και στους τέσσερις τροχούς, από την Ελιά ή την Καλλιθέα μπορείτε να συνεχίσετε την ανάβασή σας στη ράχη του βουνού, να αναζητήσετε την εκκλησία της Αγ. Ελεούσας, κτισμένη στην εσοχή απόκρημνου βράχου, ή να καταλήξετε στο Δαφνοχώρι, το πιο ορεινό χωριό της περιοχής, κτισμένο καθώς είναι σε ύψος 920 μέτρων.
 Το φράγμα του Μόρνου ύψους 126 μέτρων είναι το ψηλότερο χωμάτινο φράγμα της Ευρώπης.
Στον δρόμο προς Ναύπακτο θα συναντήσετε τον Μαραθιά, ένα από τα πιο γνωστά καλοκαιρινά θέρετρα με θαυμάσια διαμορφωμένη προκυμαία και καλή υποδομή. Το σημερινό χωριό εκτείνεται στις προσχώσεις που σχημάτισαν τα ρέματα της περιοχής. Από το παραλιακό χωριό αξίζει να ανηφορίσετε τον χωματόδρομο μέσα από τα κτήματα και δίπλα στην κοίτη του Καρουτιοπόταμου έως το στένωμα του μικρού φαραγγιού που ξανοίγεται μερικές δεκάδες μέτρα πιο πίσω από την ακτή. Στην είσοδό του ορθώνουν το ανάστημά τους θεόρατοι ογκόλιθοι. Ενας από αυτούς φιλοξενεί στην κορφή του το εκκλησάκι της Αγίας Ελεούσας, που είναι και το πιο εύκολα προσβάσιμο. Πιο βαθιά στο φαράγγι, στα κοιλώματα άλλων βράχων, διακρίνονται σκήτες μοναχών που υπήρχαν παλιότερα εδώ.
Από το χωριό Συκιά θα πεζοπορήσετε έως την είσοδο των δύο σπηλαίων όπου βρίσκονται ο ναοί του Αγ. Δημητρίου και της Ζωοδόχου Πηγής. 
Βόρεια από την παραλία του Μαραθιά, στα απόκρημνα πρανή του βουνού (υψόμ. 550), συναντάμε το χωριό Πύργος. Τώρα πια δεν ζει κανείς εδώ τον χειμώνα αφού οι κάτοικοι, αναζητώντας την ευκολία του δρόμου, κατέβηκαν στα παραθαλάσσια χωριά Σεργούλα και Μαραθιά. Ωστόσο τα ίχνη αρχαίου οικισμού και οχυρού πύργου που έχουν εντοπισθεί στην περιοχή μαρτυρούν ότι κατοικείται από τα πανάρχαια χρόνια. Ενας παραλιακός οδικός άξονας συνδέει την ακτή του Μαραθιά με την πανέμορφη παραλία Σκάλωμα. Η ονομασία της περιοχής δείχνει ότι εδώ βρισκόταν η «μικρή σκάλα», ο μόλος δηλαδή όπου άραζαν καΐκια. Τα λαμπερά βότσαλα και τα πλατάνια που γέρνουν πάνω από το ακροθαλάσσι χαρίζουν μια ξεχωριστή πινελιά στην τοπιογραφία της πανέμορφης αυτής περιοχής.
Σημείο αναφοράς στην περιμετρική διαδρομή της λίμνης του Μόρνου είναι η πηγή Βελούχοβο. 
Το Ευπάλιο και τα μοναστήρια του.
Το Ευπάλιο, μια ήσυχη γεωργοκτηνοτροφική κωμόπολη κτισμένη κατά μήκος του ποταμού Μανδήλω, βρίσκεται στο δυτικότερο όριο του νομού Φωκίδας, σε μικρή απόσταση από τη θάλασσα του Κορινθιακού κόλπου και την κοίτη του ποταμού Μόρνου.
Από τα πλέον εντυπωσιακά βουνά της Ελλάδας, τα Βαρδούσια.
Για πρώτη φορά αναφέρεται στην ιστορία από τον Θουκυδίδη στον Πελοποννησιακό πόλεμο. Επί τουρκοκρατίας ονομαζόταν «Σουλές», πιθανόν από τον τοπικό πασά Σουλεϊμάν. Ο περιηγητής και Γάλλος πρόξενος στα Γιάννενα, Πουκεβίλ, αναφέρει στο βιβλίο του «Ταξίδιον εις Ελλάδα» ότι στις αρχές του 19ου αιώνα στο Σουλέ ζούσαν 15 οικογένειες. Εδώ θα έρθετε για να δείτε το Λαογραφικό Μουσείο που λειτουργεί από το 1996 όπου εκτίθενται εργαλεία και αντικείμενα καθημερινής χρήσης του 19ου με αρχές του 20ού αιώνα. Επισκέψιμο είναι επίσης το νέο Λαογραφικό Μουσείο στο χωριό Μανάγουλη (8 χλμ. από Ευπάλιο). Πληροφορίες για τα μουσεία και τις πολιτιστικές εκδηλώσεις του Δήμου Δωρίδας θα βρείτε στις υπηρεσίες των δημοτικών αρχών.
 Τους άνομβρους μήνες τα σπίτια του χωριού Κάλλιο αναδύονται από τον λασπωμένο βυθό της λίμνης.
Βόρεια από το σημερινό Ευπάλιο σε κατάφυτη τοποθεσία συναντάμε το ιστορικό εκκλησάκι του Αϊ-Γιάννη, ό,τι απέμεινε από το μεγάλο μοναστικό συγκρότημα που χτίστηκε το 1150 μ.Χ. από τον αυτοκράτορα Μανουήλ Α' τον Κομνηνό. Ζητήστε από τους ντόπιους να σας υποδείξουν τον δρόμο για την αρχαία ακρόπολη που βρίσκεται στη θέση «Παλιόκαστρο» ή «Γύρος» (από τη στρογγυλεμένη κορυφή του λόφου). Ο χώρος δεν είναι οργανωμένος, καθώς οι ανασκαφές έχουν σταματήσει, όμως με λίγη προσοχή είναι ορατά τμήματα των αρχαίων τειχών.Το Ευπάλιο είναι το κατάλληλο ορμητήριο για να πραγματοποιήσετε εξορμήσεις κυρίως προς τον ορεινό όγκο και τα χωριά της λεκάνης του ποταμού Μόρνου.
Από την Αρτοτίνα ξεκινά το ορειβατικό μονοπάτι Ε4 που δρασκελίζει τα Βαρδούσια. Τον χειμώνα η ανάβαση χρειάζεται κατάλληλο εξοπλισμό και ανάλογη εμπειρία. 
Μια ενδιαφέρουσα, σύντομη εκδρομή πραγματοποιείται προς το χωριό Καστράκι απ' όπου θ' ανηφορίσετε για το Τρίκορφο (παλαιότερα Βλαχοκάτουνο που σημαίνει καταυλισμός Βλάχων). Στην είσοδο του Τρίκορφου συναντάμε το σύγχρονο μοναστήρι του Αγ. Νεκταρίου και λίγο ψηλότερα τη Μονή Αγίων Αυγουστίνου και Σεραφείμ του Σαφώφ.
Από το Ευπάλιο αν κατευθυνθείτε δυτικά θα φτάσετε στο Καστράκι, θα περάσετε την πεντάτοξη γέφυρα του Μόρνου, που κτίσθηκε το 1939, και εύκολα θα βγείτε στη Ναύπακτο.
Ομως, αν θέλετε να πραγματοποιήσετε μια ολοκληρωμένη ορεινή διάσχιση, ασφαλτοστρωμένη μάλιστα στο σύνολό της, θα κατευθυνθείτε προς τα χωριά Τείχιο, Παλιοξάρι, Ποτιδανία.
Θέα από τις γειτονιές της Πενταγιούς προς τις ψηλότερες κορυφές των Βαρδουσίων. 
Με σύντομη παράκαμψη θα επισκεφθείτε το ιστορικό μοναστήρι της Βαρνάκοβας, που θεωρείται ένα από τα παλαιοτέρα και σημαντικότερα της Ρούμελης, αφού η ίδρυσή του από τον Oσιο Αρσένιο τον Βαρνακοβίτη ανάγεται στους χρόνους του βυζαντινού αυτοκράτορα Μιχαήλ Ζ' Δούκα (1071-1078). Η διαδρομή μέχρι την είσοδο του μοναστηριού, παρόλο που έχει αρκετές στροφές, αξίζει τον κόπο, καθώς διασχίζει πλούσιο δρυοδάσος. Το μοναστήρι που βρίσκεται σε υψόμετρο 750 μέτρων έχει συνδέσει το όνομά του με πολλές σημαντικές ιστορικές στιγμές του τόπου. Το 1826, μετά την καταστροφή του Μεσολογγίου, ο Κιουταχής με 4.000 στρατιώτες πολιορκεί την Βαρνάκοβα. Οι έγκλειστοι -ανάμεσά τους και ο Κίτσος Τζαβέλας- προβάλλουν σφοδρή αντίσταση και τελικά πραγματοποιούν ηρωική έξοδο. Στη συνέχεια οι Τούρκοι ανατινάζουν το μοναστήρι.
Σήμερα, η μονή, παρά τις εξωτερικές νεωτεριστικές επεμβάσεις που έχουν αλλοιώσει την αυθεντική αρχιτεκτονική της μορφή, έχει κηρυχθεί διατηρητέο μνημείο. Το μοναστήρι είναι γυναικείο και επισκέψιμο.
Ορεινές αποδράσεις γύρω από τον Μόρνο. 
Μόλις περάσετε τη διασταύρωση για μονή Βαρνάκοβας και λίγο πριν από το "Χάνι Ρέρεση", θα δείτε δεξιά τον στενότερο ασφάλτινο ανηφορικό δρόμο που χάνεται στο πλούσιο ανάγλυφο του όρους Τρίκορφο. Αυτή είναι μια θαυμάσια ορεινή διαδρομή που σπάνια αναφέρουν ακόμα και οι πιο ψαγμένοι ταξιδιωτικοί οδηγοί. Μια διαδρομή με ανατολικό προσανατολισμό που διασχίζει πανέμορφα ελατοδάση και συνδέει μεταξύ τους ένα πλήθος απόμερων χωριών που βρίσκονται στο νότιο άκρο της λεκάνης του ποταμού Μόρνου.
Πρώτο θα συναντήσουμε το Τείχιο να κουρνιάζει στα πρανή της κορφής Βίγλα (υψόμ. 650). Η σημερινή του ονομασία (παλιότερα λέγονταν Λυκοχώρι) οφείλεται στην αρχαία αιτωλική πόλη Τείχιον, που όμως ακόμη δεν έχει εντοπισθεί η πραγματική θέση της. Ο οικισμός διατηρεί αρκετά από τα παλιά παραδοσιακά πετρόκτιστα σπίτια του και είναι τόπος καταγωγής της σημαντικής μουσικοσυνθέτριας Ελένης Καραΐνδρου. Από το Τείχιο ο δρόμος συνεχίζει να σκαρφαλώνει σε μεγαλύτερα υψόμετρα ώσπου φτάνει στο Παλιοξάρι, παλιό και ακμάζον χωριό - σε αυτό αναφέρονται οι περιηγητές του 19ου αιώνα, ο Αγγλος Ληκ και ο Γάλλος Πουκεβίλ- που προσφέρει θαυμάσια θέα στα βουνά της Ναυπακτίας. Επόμενη στάση η Ποτιδανία (υψόμ. 850), μια ορεινή κοινότητα που ζει στην αγκαλιά πλούσιου μεικτού δάσους ελάτων και βελανιδιών. Με καθαρό καιρό η θέα απογειώνεται μέχρι τα κορφοβούνια της Γκιώνας και των Βαρδουσίων. Στο υπαίθριο αμφιθέατρο της Ποτιδανίας το καλοκαίρι πραγματοποιούνται σημαντικές πολιτιστικές εκδηλώσεις. 
Ποτιδανία.
Επίσης από εδώ ξεκινούν πεζοπορικά μονοπάτια προς την κορφή του όρους Τρίκορφο (υψόμ.1.550), αλλά και σε άλλες τοποθεσίες φυσικού κάλλους. Δέκα χιλιόμετρα ανατολικά της Ποτιδανίας φτάνουμε στο χωριό Περιθιώτισσα, που θα μας ανταμείψει με την όμορφη πλατεία του Αγίου Δημητρίου την οποία σκιάζει ο πλάτανος και δροσίζουν οι κρήνες. Μπορείτε να συνεχίσετε έως το χωριό Στίλια ή να κατηφορίσετε το ασφαλτοστρωμένο οδόστρωμα που οδηγεί στην κοίτη του ποταμού Μόρνου. Μόλις διασχίσετε με προσοχή το ποτάμι -καθώς ο δρόμος περνά μέσα από την κοίτη του-, θα βγείτε στον επαρχιακό άξονα Λιδορικίου - Ναυπάκτου. Αν τραβήξετε δεξιά, θα καταλήξετε στο φράγμα του Μόρνου, ενώ αν στραφείτε αριστερά θα κατηφορίσετε με κατεύθυνση προς Ναύπακτο, παράλληλη με την κοίτη του ποταμού.
 
Διαδρομή περιπέτειας: Το χωριό Στίλια, κτισμένο σε ύψος 850 μέτρων ανάμεσα σε δυο παραπόταμους του Μόρνου, δημιουργήθηκε στα τέλη του 18ου αιώνα, μετά τη συνένωση διαφόρων μικρότερων κτηνοτροφικών οικισμών. Από εδώ μπορείτε να κατηφορίσετε για τα παράλια της Ερατεινής ακολουθώντας τον στενό και με άφθονες στροφές ασφαλτόδρομο που περνά από το χωριό Μηλιά -γνωστό παλιότερα για τα ασβεστοκάμινά του- και Σώταινα, απολαμβάνοντας την αεροπορικών διαστάσεων θέα στον Κορινθιακό κόλπο. Αν έχετε τετρακίνητο όχημα, από τον ανεμοδαρμένο αυχένα Μπούχωρη μπορείτε να συνεχίσετε σε μέτριας βατότητας χωματόδρομο προς το χωριό Αβορος, που κοιτά προς την πλευρά της λεκάνης της λίμνης του Μόρνου (6 χλμ.). Το χωριό είναι γνωστό για το μεγάλο τριήμερο πανηγύρι με τα ιδιαίτερα έθιμα που γίνεται εδώ τον Δεκαπενταύγουστο στη μεγάλη πλατεία. Από Αβορο θα κατηφορίσετε πλέον σε άσφαλτο προς Δωρικό και φράγμα Μόρνου.
Αρτοτίνα: Tο μπαλκόνι των Βαρδουσίων.
Είκοσι χιλιόμετρα χωρίζουν την Πενταγιού από την Αρτοτίνα. Η διαδρομή σκαρφαλώνει σε μεγάλο υψόμετρο προσφέροντας ανεπανάληπτες εικόνες στα δάση και τις χαράδρες των Βαρδουσίων. Βέβαια, τώρα τον χειμώνα χρειάζεται προσοχή η διάσχιση του αυχένα μέχρι τη διασταύρωση του Διχωρίου (1500 υψ.), αλλά αξίζει τον κόπο η όποια ταλαιπωρία.
Το χωριό βρίσκεται στα 1.100 μέτρα υψόμετρο, όμως οι ψηλότερες γειτονιές είναι κτισμένες μέχρι και τα 1.300 μέτρα.
Οι πρώτοι κάτοικοι της Αρτοτίνας ήταν νομάδες κτηνοτρόφοι που έφερναν τα κοπάδια τους από τα πεδινά της Αιτωλοακαρνανίας και της Ηπείρου στα αλπικά λιβάδια των Βαρδουσίων. Σιγά σιγά, οι πρόχειρες εγκαταστάσεις έγιναν μόνιμες, καθώς εδώ στα ελευθέρα Βαρδούσια δεν έφταναν οι φοροεισπράκτορες των Τούρκων. Ετσι δημιουργήθηκαν οι πρώτοι οικιστικοί πυρήνες που αργότερα σχημάτισαν την Αρτοτίνα. Πιθανόν οι πλέον πολυάριθμοι κάτοικοι να ήταν Αρτινοί και έτσι το νέο χωριό ονομάστηκε κατά παράφραση Αρτοτίνα.
Οσο και να ακούγεται σήμερα παράδοξο, για αρκετά χρόνια μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους η Αρτοτίνα παρέμενε στην ουσία ένα μεθοριακό χωριό του νεότευκτου ελληνικού κράτους και για τον λόγο αυτόν υπέφερε από συνεχείς επιδρομές ληστών οι οποίοι στη συνέχεια κατέφευγαν στην τούρκικη επικράτεια.
Ερχόμενοι από Πενταγιού και μόλις μπείτε στον οικισμό θα δείτε το πετρόκτιστο σπίτι του οπλαρχηγού Ανδρίτσου Σιαφάκα (κτίσμα του 1810) που λειτουργεί σαν Λαογραφικό και Ιστορικό Μουσείο.
Εντυπωσιακή είναι η μεγάλη πλατεία όπου δεσπόζει ο μεγαλόπρεπος ναός του Αϊ-Γιώργη (1905). Ολόγυρα αναπτύσσονται αρκετά καφενεία και εμπορικά μαγαζιά, αφού η Αρτοτίνα ήταν πολυσύχναστο κεφαλοχώρι τουλάχιστον μέχρι τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο.
Τώρα πια, ειδικά τον χειμώνα, μόλις και μετά βίας ζουν εδώ 50-60 μόνιμοι κάτοικοι. Ωστόσο η δημιουργία ξενώνα, οι απαράμιλλες φυσικές ομορφιές της ορεινής Φωκίδας και η απίθανη θέα που προσφέρει το χωριό στα ανταριασμένα Βαρδούσια καθιστούν τον οικισμό έναν πραγματικά δελεαστικό φυσιολατρικό προορισμό.
Από εδώ ξεκινά το ορειβατικό μονοπάτι Ε4 που δρασκελίζει τα Βαρδούσια και καταλήγει στο χωριό Αθανάσιος Διάκος. Πρόκειται για μια θαυμάσια πεζοπορική διαδρομή που τους καλοκαιρινούς μήνες είναι ιδιαίτερα δημοφιλής στους ορειβατικούς κύκλους. Τον χειμώνα όμως χρειάζεται κατάλληλο εξοπλισμό και ανάλογη εμπειρία.
Οδικώς από την Αρτοτίνα μπορείτε να συνεχίσετε τον ασφάλτινο δρόμο που κατηφορίζει για την κοιλάδα του Εύηνου ποταμού, γνωστός στους ντόπιους σαν Φιδάρης.
Στα μισά περίπου της διαδρομής θα συναντήσετε το ιστορικό μοναστήρι του Αϊ-Γιάννη του Προδρόμου, όπου διακόνεψε από παιδί ο Αθανάσιος Διάκος, που σύμφωνα με τους Αρτοτινούς γεννήθηκε στο χωριό τους το 1781.
Στο πλευρό των μοναχών μαθαίνει τα πρώτα του γράμματα και αργότερα χειροτονείται διάκος. Οταν όμως αρχίζουν οι διώξεις των Τούρκων, καταφεύγει στις σπηλιές των Βαρδουσίων και γίνεται κλέφτης πολεμώντας τους Τούρκους ασταμάτητα μέχρι το τέλος, στη θρυλική μάχη της Αλαμάνας τον Απρίλη 1821.
Από το μοναστήρι του Αϊ-Γιάννη ο δρόμος καταλήγει στη γέφυρα του Εύηνου κι από εκεί ανηφορίζει προς την πλευρά του όρους Οξιά, μια πορεία γεμάτη στροφές και σημεία δύσκολα τον χειμώνα, την οποία όμως αξίζει να πραγματοποιήσετε εάν θέλετε να συνεχίσετε προς Φθιώτιδα ή Ευρυτανία.
Στην αγκαλιά της Γκιώνας και των Βαρδουσίων.
Αθέατο από τη θάλασσα, κρυμμένο στο πλούσιο ρουμελιώτικο ανάγλυφο σε υψόμετρο 550 μέτρων, το Λιδορίκι ζει εδώ και αιώνες με την ανάσα των κορυφογραμμών. Στην αγκαλιά των βουνών του βρίσκεται προστατευμένος ο κυριότερος ταμιευτήρας νερού υδροδότησης της πρωτεύουσας, ενώ οι αμέτρητες φυσικές ομορφιές της περιοχής δεν αφήνουν ασυγκίνητο τον επισκέπτη. Αδιαπέραστα ελατοδάση, αλπικά λιβάδια και γάργαρα ρυάκια που διασχίζουν καταπράσινες κοιλάδες στολίζουν τον τόπο που πρόσφερε στέγη και ασφάλεια σε μερικές από τις ιστορικότερες κοινότητες της Ρούμελης.
Περίκλειστη καθώς είναι από τις ακρώρειες της Γκιώνας και των Βαρδουσίων, η περιοχή ήταν ήδη από τα χρόνια της Φραγκοκρατίας λημέρι των κάθε λογής κατατρεγμένων, αφού οι σκληροτράχηλοι ορεσίβιοι είχαν αντισταθεί σθεναρά στη διείσδυση των Λατίνων στην ευρύτερη ορεινή περιοχή. Καθ' όλη τη διάρκεια της τουρκοκρατίας, οι Λιδορικιότες συχνά - πυκνά κατέφευγαν στα βουνά για να γίνουν κλέφτες και να γλιτώσουν από την καταπίεση και τις φορoεπιδρομές των Οθωμανών. Κάποιοι από αυτούς (Διάκος, Σκαλτσοδήμος, Σιαφάκας, Γούλας), καταχωρίστηκαν για τη δράση τους στο πάνθεο των ηρώων.
Στις 28 Μαρτίου του 1821 το Λιδορίκι υψώνει τη σημαία της Επανάστασης. Ωστόσο, οι Τούρκοι εκδιώχθηκαν οριστικά από το χωριό και γενικότερα από τον ορεινό όγκο, με τη βοήθεια του Λ. Τζαβέλλα, το 1828.
Ανηφορίζοντας από τα παράλια του Κορινθιακού κόλπου ο ορίζοντας παίρνει πλέον σχήμα και διαστάσεις, γεμίζει οξύκορφες γραμμές, συμπαγείς ακρώρειες και βαθυπράσινους όγκους γεμάτους κωνοφόρα.
Σήμερα, τη σκληρή γεωμορφολογία της περιοχής έχει γλυκάνει η παρουσία της τεχνητής λίμνης του Μόρνου με τις γαλάζιες καμπύλες της και τον υγρό καθρέφτη που πάνω του χωρά όλη η ομορφιά των γύρω βουνών.
Το σημερινό Λιδορίκι είναι μια γεωκτηνοτροφική πολίχνη με περίπου 1.500 μόνιμους κατοίκους, που εξακολουθούν να κάνουν το ίδιο καλά αυτό που ήξεραν και οι πρόγονοί τους, να ασχολούνται δηλαδή κυρίως με την κτηνοτροφία, αλλά και την υλοτομία και τη γεωργία και λιγότερο με το εμπόριο. Ερχόμενοι από την Αθήνα -μέσω Αράχοβας ή Διστόμου- δεν θα χρειαστεί να διανύσετε συνολικά περισσότερο από 235 χλμ. μέχρι το Λιδορίκι. Απ' τη Θεσσαλονίκη -μέσω Θερμοπυλών- η ορεινή πολίχνη απέχει 380 χλμ. και από την Πάτρα μέσω Ναυπάκτου 95 χλμ.
Οι υποδομές στην περιοχή, μετά τη δημιουργία μικρών ξενοδοχειακών μονάδων και παραδοσιακών ξενώνων, θεωρούνται καλές και οι επισκέπτες δεν θα στερηθούν τίποτα σε ανέσεις προκειμένου να εξερευνήσουν την πανέμορφη ορεινή αυτή τοπιογραφία.
Περίπατοι στο Λιδορίκι.
Από τις ψηλότερες γειτονιές η θέα προς τη λεκάνη της λίμνης είναι πραγματικά εντυπωσιακή. Αυτό όμως που αξίζει να ζήσεις στο Λιδορίκι του 21ου αιώνα είναι μια βόλτα στον πυρήνα του παλιού χωριού που οι ντόπιοι ακόμη το λένε Βαρούσι - στα ουγγρικά σημαίνει συνοικία ή προάστιο όπου ζούσαν πληθυσμοί χριστιανών, μια ονομασία που συναντάται συχνά σε πόλεις της Ελλάδας όπως τα Τρίκαλα, η Εδεσσα, η Βέροια, αλλά και των Βαλκανίων.
Στο κέντρο της πολίχνης ξεχωρίζει το πέτρινο κτίριο όπου στεγάζεται το Αρχαιολογικό Μουσείο. Εδώ φυλάσσονται κάποια από τα ευρήματα των ανασκαφών της Αρχαίας Καλλίπολης, η οποία καταστράφηκε το 279 π.Χ. από την επιδρομή των Γαλατών. Ο υπόλοιπος αρχαιολογικός χώρος έχει χαθεί πλέον κάτω από τα νερά της τεχνητής λίμνης του Μόρνου.
Γύρω από την πλατεία που σκιάζεται από τον θεόρατο πλάτανο βρίσκονται τα περισσότερα μαγαζιά, οι παλιοί καφενέδες που κάποτε έσφυζαν από ζωή, καθώς και τα ονομαστά κρεοπωλεία και γαλακτοπωλεία που πωλούν ακόμα εκλεκτά κρέατα, ντόπιες μυζήθρες, γιαούρτι και κτηνοτροφικά προϊόντα που προέρχονται από ζώα που βόσκουν στις υπώρειες της Γκιώνας και των Βαρδουσίων.
Αξίζει να πάτε ως το κοντινό χωριό Καρούτες (8 χλμ. άσφαλτος από το Λιδορίκι), που βρίσκεται κρυμμένο μέσα σε πυκνό ελατόδασος. Το λιτό μνημείο θυμίζει πως εδώ τον Αύγουστο του 1944 ύστερα από σκληρή μάχη, οι αντάρτες του ΕΛΑΣ εξολόθρευσαν γερμανική μονάδα ορεινών καταδρομών.
Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα είναι η διαδρομή από Λιδορίκι προς Παύλιανη, που διασχίζει την ορεινή Φωκίδα και περνά στη γη της Φθιώτιδας. Στην πορεία σας θα συναντήσετε το χωριό Λευκαδίτη και τη Συκιά, έναν ποιμενικό οικισμό διάσημο στους κύκλους των αναρριχητών για την περίφημη «ορθοπλαγιά της Γκιώνας», που είναι ένα από τα πιο ενδιαφέροντα φυσικά αναρριχητικά πεδία της Ευρώπης. Δυστυχώς, η αναγγελία για τη δημιουργία Κέντρου Αναρρίχησης με ανάλογη υποδομή, χώρους διανυκτέρευσης, υποδοχής και ενημέρωσης, δεν έχει ακόμα υλοποιηθεί.
Από τη Συκιά αξίζει να πεζοπορήσετε ως το σπήλαιο της Ζωοδ. Πηγής (γνωστό και σαν Αρσαλή). Το σημαδεμένο μονοπάτι χάνεται μέσα στα έλατα και καταλήγει ύστερα από 45 λεπτά στην είσοδο των δύο σπηλαίων όπου βρίσκονται οι ναοί του Αγ. Δημητρίου και της Ζωοδόχου Πηγής (υψόμ. 980).
Λίμνη Μόρνου, ανθρώπινο δημιούργημα.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, ένα φράγμα ύψους 126 μέτρων (το ψηλότερο χωμάτινο φράγμα της Ευρώπης) έφραξε τη φυσική ροή του ποταμού Μόρνου, με αποτέλεσμα να πλημμυρίσει η κοιλάδα της Βελάς και να δημιουργηθεί η τεχνητή λίμνη από τα νερά της οποίας ξεδιψά σήμερα η πρωτεύουσα. Ενα κανάλι μήκους 192 χιλιομέτρων φέρνει το νερό που γεννιέται από τα χιόνια των βουνοκορφών της ορεινής Δωρίδας, στις βρύσες των Αθηναίων. Ξεκινώντας από το Λιδορίκι μπορείτε να κάνετε μια ευχάριστη εκδρομή οδηγώντας για 65 χιλιόμετρα περιμετρικά των όχθεων της λίμνης.
Ο δρόμος είναι στο σύνολό του ασφάλτινος, αλλά έχει –όπως είναι φυσικό- πολλές στροφές, οπότε με χιονόπτωση ή μετά από κακοκαιρία χρειάζεται προσοχή. Σημείο αναφοράς σε αυτή την όμορφη διαδρομή είναι η πηγή Βελούχοβο, ο κυριότερος τροφοδότης νερού μετά τον ποταμό Μόρνο. Θα τη βρείτε κοντά στο βυθισμένο χωριό Κάλλιο.
Από εδώ ακολουθώντας στενό χωματόδρομο μπορείτε να ανηφορίσετε ως την ακρόπολη του Αρχαίου Κάλλιου, απ' όπου η θέα στις όχθες της λίμνης είναι καταπληκτική. Πλάι στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου διακρίνονται τμήματα του αρχαίου τείχους. Με σύντομες παρακάμψεις από την αρχική σας πορεία θα επισκεφθείτε τα χωριά Κλήμα, Κόκκινο, Περιβόλι και το Δωρικό, όπου διασώζονται αρκετά παραδοσιακά πέτρινα σπίτια. Λίγο πιο μακριά, στη νοτιοδυτική πλευρά των Βαρδουσίων, κρυμμένοι στα δύσβατα πρανή είναι οι οικισμοί Δάφνος, Ψηλό Χωριό, Διακόπι και Διχώρι, που αξίζουν της προσοχή σας, καθώς αγκαλιάζονται ολόγυρα από πυκνόφυτο δάσος ελάτων και βελανιδιάς. Νότια και ανατολικά από το φράγμα σε υψόμετρο 580 μέτρων βρίσκεται το χωριό Μαλανδρίνο, που υπάρχει εδώ από τον 14ο αιώνα στη θέση όπου πιθανόν βρισκόταν ο Αρχαίος Φύσκος (4ος π.Χ. αιώνας), έδρα των Εσπερίων Λοκρών. Στην περιοχή έχουν ανασκαφεί τμήματα οχύρωσης που αποτελούν μέρος της αρχαίας ακρόπολης. 
Βαρδούσια: Oι «Αλπεις» της Ρούμελης.
Και να θέλεις να αγνοήσεις τα Βαρδούσια, δεν γίνεται! Η πελώρια θωριά τους και οι αλπικές κορυφές που ξεπροβάλλουν μέσα από τα σύννεφα καρφώνοντας τον ουρανό, θα σε εντυπωσιάσουν. Κοιτώντας τον επιβλητικό αυτό ορεινό όγκο, καθώς περιδιαβαίνεις τις όχθες της λίμνης του Μόρνου, θα διαπιστώσεις πως δικαιολογημένα οι ορειβάτες τα αποκαλούν «Αλπεις της Ρούμελης». Το αρχαίο ελληνικό όνομα του βουνού ήταν Κόραξ, ενώ ο αρχαίος γεωγράφος και ιστορικός Στράβων το ονόμασε «Μέγιστον όρος» εξαιτίας της εντυπωσιακής παρουσίας του. Αρκετές κορυφές ξεπερνούν τα 2.000 μέτρα, ανάμεσά τους ο Κόρακας (2.495 μ.), ο Κοκκινιάς (2.404 μ.), η Πυραμίδα (2.348 μ.), η Πλάκα (2.320 μ.), η Αλογόραχη (2.265 μ.).
Μεγάλες περιοχές του βουνού καλύπτονται από δάση ελάτης, βελανιδιάς καστανιάς και κέδρων. Ομως η πραγματική χλωριδική πανδαισία βρίσκεται στα αλπικά λιβάδια που ξανοίγονται σε ύψος 1.800 έως 2.000 μέτρων, με πολλά σπάνια, ενδημικά είδη (όπως η Caphalaria glaberrima, η Campanula colu-mnaris, η Acbillea barbeyana). Από τα μεγάλα θηλαστικά που ζουν εδώ το πιο σημαντικό είναι το αγριόγιδο, που δυστυχώς διώκεται ανελέητα από λαθροθήρες, και ο λύκος, στο νοτιότερο πιθανότατα σημείο εξάπλωσής του στη Βαλκανική χερσόνησο. Αξιόλογη είναι επίσης η ορνιθοπανίδα καθώς μέρος των Βαρδουσίων έχει χαρακτηρισθεί ως «Ζώνη Ειδικής Προστασίας», όπου κυριαρχούν τα μεγάλα αρπακτικά, φιδαετοί, λίγα ζευγάρια των σπάνιων πια χρυσαετών, πετρίτες κ.ά.
Υπάρχουν πολλοί «τολμηροί» δρόμοι που διατρέχουν τις απόκρημνες πλαγιές και συνδέουν μεταξύ τους χωριά και απόμερες κοινότητες με το Λιδορίκι. Ισως η πιο ενδιαφέρουσα ορεινή διαδρομή που μπορεί να πραγματοποιηθεί με αυτοκίνητο περνά από το κεφαλοχώρι Κροκύλειο, συνεχίζει για τη θρυλική Πενταγιού και ολοκληρώνεται στο πιο ορεινό χωριό της περιοχής, την αγέρωχη Αρτοτίνα, (60 χλμ. από Λιδορίκι), που δικαιολογημένα κατέχει τον τίτλο «μπαλκόνι των Βαρδουσίων».
Το Κροκύλειο βρίσκεται κτισμένο αμφιθεατρικά σε ύψος 850 μέτρων, σκαρφαλωμένο σε πλαγιά γεμάτη περιβόλια, καστανιές και καρυδιές. Στην είσοδο του χωριού μας υποδέχεται ένα εντυπωσιακό πετρόκτιστο κεφαλάρι με μεγάλη παροχή νερού όλο τον χρόνο. Σε μικρή απόσταση βρίσκεται το μνημείο του στρατηγού, πολιτικού και συγγραφέα Γιάννη Μακρυγιάννη, που γεννήθηκε τo 1794 στoν συνοικισμό Αβορίτι του Κροκυλείου και έπαιξε καθοριστικό ρόλο στον ξεσηκωμό του 1821.
Κροκύλειο.
Στο κέντρο του χωριού ξεχωρίζει ο επιβλητικός ναός του Αϊ-Γιώργη με το περίτεχνο ξυλόγλυπτο τέμπλο που κατασκευάστηκε το 1857. Στο κοντινό ύψωμα του Αϊ-Λιά, εντοπίζεται πιθανόν η θέση όπου βρίσκονταν το αρχαίο Κροκύλειο, που αναφέρεται από τον ιστορικό Θουκυδίδη. Η αρχαία πόλη καταστράφηκε από τον Αθηναίο στρατηγό Δημοσθένη, το 426 π.Χ.
Μετά το Κροκύλειο ο δρόμος κερδίζει συνεχώς ύψος και η ανάβαση μας δείχνει τα δόντια της. Για εννέα χιλιόμετρα διαρκούν οι στροφές και το συνεχές στριφογύρισμα ώσπου οι στέγες της όμορφης Πενταγιούς ξεπροβάλλουν στον ορίζοντα.
Βρισκόμαστε σε ύψος 900 μέτρων και η θέα προς τις ψηλότερες κορυφές των Βαρδουσιών είναι πέραν κάθε περιγραφής.
Πενταγιοί.
Η Πενταγιού κτίσθηκε τον 16ο αιώνα και λέγεται ότι οι πέντε δρόμοι που ξεκινούσαν από το κέντρο της και κατευθύνονταν προς τα γύρω χωριά ευθύνονται για το όνομά της. Κατά άλλους, η ονομασία προήλθε από τα πέντε αδέλφια -πέντε γιοι- που πρωτοεγκαταστάθηκαν στο χωριό.
Στην πλακόστρωτη πλατεία με τον πλάτανο, όπου δεσπόζει ο ναός των Παμμεγίστων Ταξιαρχών χτυπά σήμερα, τουλάχιστον τα καλοκαιρία που οι ντόπιοι γυρνούν στις πατρογονικές τους εστίες, η καρδιά του χωριού.
Ομως, η Πενταγιού έμεινε στην ιστορία από τα καμώματα της πεντάμορφης Μαρίας Πενταγιώτισσας που έγινε θρύλος για την αξεπέραστη ομορφιά της αλλά και την πολυτάραχη ερωτική ζωή της, καθώς, σύμφωνα με το δημώδες άσμα «στην ποδιά της σφάζονταν παλικάρια», την εποχή που βασιλιάς στην ελεύθερη πια Ελλάδα ήταν ο Οθωνας. Τα ροζ σκάνδαλα της Πενταγιώτισσας έγιναν λαϊκά τραγούδια, ιστορίες που διηγούνταν οι παλιότεροι στους νεότερους, αλλά και πηγή έμπνευσης θεατρικών έργων και κινηματογραφικών ταινιών.

Δεν υπάρχουν σχόλια: