14/12/13

Το μνήμα της μάνας.


Είχαν θερίσει πια, και οι χωρικοί άφηναν ελεύθερα στην εξοχή τα ζώα τους να βόσκουν νύχτα μέρα, βόδια και άλογα μαζί.
«Εμείς να μην αφήσομε έξω τη γαϊδουρίτσα μας», είπε η Σμαράγδα στον άντρα της το χαλκιά, το Ζαφείρη τον Τσιρίμπαση.
«Όλος ο κόσμος τ’ αφήνει έξω· γιατί εμείς όχι;»
«Oι άλλοι, αν πάθουν τίποτα, έχουν ν’ αγοράσουν κι άλλα. Εμείς; Πέρσι θυμάσαι που μας ψόφησε το μουλάρι, χρεωθήκαμε για να πάρομε τη γαϊδουρίτσα. Έχει και το πουλαράκι της και δεν κάνει να μείνει έξω. Ποιος ξέρει αν κανένας λύκος δεν τη βρει αδύνατη και μας τη φάει».
«Λύκος!… Πού βρέθηκε λύκος;»
«Ναι· στου Λάλα έκοψε κάμποσα πρόβατα κι έπνιξε μια φοράδα».
«Ε, τόσο μακριά μπορεί· μα στο χωριό μας χρόνια τώρα που δε φάνηκε».
Πού να ήξερε ο Τσιρίμπασης πως ο λύκος μπορεί να βραδιάσει στη Ρούμελη και περνώντας το γεφύρι του Ισθμού να ξημερωθεί στα βουνά του Μοριά!
Αλήθεια, το χωριό που ονόμασε η Σμαράγδα, το ρήμαξαν δυο λύκοι. Είχαν βγει συντροφιά να κυνηγήσουν. Κρύβονταν την ημέρα στο δάσος ή σε καμιά απόμερη σπηλιά και τη νύχτα ρίχνονταν στα κοπάδια. Ώσπου να πουν: «λύκος τριγυρνάει στις στάνες μας», ούτε λύκος φαινόταν ούτε τ’ αχνάρια του.
Σ’ ένα βουνό οι δύο λύκοι την ώρα που σκοτείνιαζε απάντησαν μια αλεπού. Ήταν βιαστική, μα κοντοστάθηκε και τους κοίταξε. Την κοίταξαν κι εκείνοι φιλικά, σαν να της έλεγαν πως είναι ξένοι και δεν ξέρουν πού έχει καλό κυνήγι. Η αλεπού οσμίσθηκε τριγύρω και σταμάτησε κάπου το κεφάλι της, σαν να τους έδειχνε κάτι σπουδαίο. Έπειτα τους έριξε μια ματιά κι έγινε άφαντη. Oι λύκοι κατάλαβαν τι ήθελε να τους πει:
«Πιο εύκολα θα κυνηγήσετε στου Τάση τη στάνη. Σκυλιά δεν έχει, και ο τσοπάνης αγαπά τον ύπνο. Είχε κάμποσες κότες και της πήρα όλες τη μια με την άλλη».
Oι δυο λύκοι προχώρησαν. Πήγαιναν σκυμμένοι στη γη με τα ποδάρια τους ανοιχτά, σα να πηδούσαν κι όχι να περπατούσαν. Τα ρουθούνια τους ήταν υγρά και μύριζαν το χώμα και τον αέρα από μακριά. Τα αυτιά τους άκουαν και τον παραμικρό ήχο· η μακριά και φουντωτή ουρά τους ήταν μισοσηκωμένη, για να μην κάνει θόρυβο στα κλαριά και στα χορτάρια. Όπως ήταν σταχτόμαυρη, μακριά και πυκνή η τρίχα τους, καθένας θα τους έπαιρνε για τσοπανόσκυλα. Έφτασαν έτσι σ’ ένα ψήλωμα και στάθηκαν να ιδούν πριν να βγούνε στ’ ανοιχτά. Αποκεί πότε κοίταζαν γύρω, πότε κοίταζε ο ένας τον άλλο σαν να κρυφομιλούσαν.
Η αστροφεγγιά φώτιζε τη στάνη σαν ημέρα. O ουρανός ήταν βαθιά γαλανός. O γαλαξίας τον εχώριζε τον ουρανό στη μέση σαν απέραντο ασημόστρωτο ποτάμι.
Μέσα στο μαντρί τα πρόβατα πλαγιασμένα καταγής, το ένα κοντά στο άλλο, φαίνονταν σα μεγάλη φλοκάτα απλωμένη στην αστροφεγγιά. Η πόρτα του μαντριού ήταν κλειστή, δεξιά κι αριστερά γυάλιζαν οι μεγάλες πέτρες, που κάθονται οι τσοπάνηδες την αυγή και αρμέγουν. Απάνω στα ξύλα φαίνονταν οι ξύλινες καρδάρες ανάποδα σαν καπέλα στραβοβαλμένα. Παραέξω σε δυο διχαλωτά ξύλα κρεμόταν το μαύρο λεβέτι που έβραζαν το γάλα. Και βαθιά μέσα στο μαντρί ξεχώριζε η καλυβούλα του τσοπάνη με τη στρογγυλή μικρή πορτούλα της, σα μεγάλο μάτι ορθάνοιχτο. Φωνή, μιλιά, τίποτα. Μόνο κάπου κάπου ένα κουδουνάκι ξυπνούσε τη νύχτα με τη φωνίτσα του: ντιν! ντιν! ντιν! …
Τέλος οι δύο λύκοι σηκώθηκαν, οσμίσθηκαν το δρόμο, και πλησίασαν πάλι τα κεφάλια τους να συνεννοηθούν· ήθελαν να ειπούν στη γλώσσα τους να μην έχουν εμπιστοσύνη στα λόγια της αλεπούς, να ριχτεί ο ένας στο μαντρί, και αν τύχει να είναι σκυλιά, να τα βάλει μαζί τους. Έτσι ο άλλος θα κατορθώσει ν’ αρπάξει ένα πρόβατο, θα πάρει τη ρεματιά και θα βγει στο Γεροντόβραχο. Εκεί ν’ ανταμώσουν να το φάνε. Έπεσαν έπειτα χάμω κι άρχισαν να σέρνονται κατά το μαντρί. Τόσο απαλά σέρνονταν, που ούτε λιθάρι κυλούσε, ούτε ξύλο σάλευε στο πέρασμά τους. Μα με όλη την προφύλαξη ακούστηκε κάποιο τρίξιμο στο μαντρί. Εκείνος που προχωρούσε λίγο εμπρός γύρισε και κοίταξε για τελευταία φορά το σύντροφό του. Ήθελε να του ειπεί: «Ψέματα μας είπε η ξαδέρφη μας η αλεπού… Όπως είπαμε».
Και αμέσως τινάχτηκε στα λιγνά ψηλά πόδια του, λύγισε το κορμί του, τέντωσε ίσα εμπρός το λαιμό του και το κεφάλι του χώθηκε σα σφήνα στο σκοτάδι. Την ίδια στιγμή δύο στρογγυλοί και μαλλιαροί ίσκιοι όρμησαν από το μαντρί και με φοβερά γαβγίσματα ρίχτηκαν απάνω του. Εκείνος το έβαλε στα πόδια.
O άλλος λύκος πήδησε στο μαντρί και πριν καλά να τον νιώσουν τα πρόβατα, άλλου ξέσκισε την κοιλιά, άλλου έσπασε τη ραχοκοκαλιά. Εκείνα πετάχτηκαν από τον ύπνο τρομαγμένα και στριμώχτηκαν το ένα κοντά στο άλλο. Στην άλλη άκρη του μαντριού, όσα μπόρεσαν πήδησαν το φράχτη και σκόρπισαν στο σκοτάδι. Τα περισσότερα στάθηκαν εκεί τρέμοντας, με το κεφάλι κρυμμένο στα πόδια το ένα του άλλου. O λύκος, άμα χόρτασε από αίμα, άρπαξε ένα πρόβατο στα δόντια του, πήδησε το μαντρί και πήρε τη ρεματιά.
Στο μεταξύ ξύπνησε ο βοσκός, άρπαξε τ’ όπλο του και άρχισε να πυροβολεί. Πυροβολούσε στον αέρα και φώναζε δυνατά, για να δώσει είδηση και στ’ άλλα μαντριά. Δεν άργησε ν’ ακουστούν και αποκεί άλλες τουφεκιές, φωνές και γαβγίσματα. Τα βουνά αντιλαλούσαν γύρω.
Καθώς έτρεχε ο λύκος, έξαφνα είδε μαύρον ίσκιο να κατρακυλά από το βουνό κι ένιωσε το ζεστό χνότο ενός σκύλου να του καίει την πλάτη. Χωρίς να θέλει, παράτησε καταγής το πρόβατο κι εξακολούθησε να τρέχει με πιο ανοιχτά πηδήματα. Όσο όμως κι αν έτρεχε δεν άργησε να αισθανθεί στα πίσω πόδια του άγριες δαγκωματιές. Τέλος, έπειτα από πολλά κατόρθωσε να ξεφύγει και να φτάσει στο Γεροντόβραχο. Έμεινε εκεί κάμποσες ημέρες, ώσπου να γιάνουν οι πληγές του. Αναγκάστηκε να τρέφεται με σκουλήκια. Του κάκου περίμενε το σύντροφό του.
Έπειτα, μόλις ένιωσε πως μπορούσε να περπατήσει, βγήκε πάλι στο κυνήγι. Στις ρεματιές έκανε ακόμη ζέστη· άρχισε κι ανέβαινε στα ψηλά. Κάτι όψιμα λαγουδάκια κι ένα κατσικάκι που έμεινε πίσω από τη συντροφιά του, τον έθρεψαν στο δρόμο και τον εδυνάμωσαν. Καθώς βγήκε σε μια ράχη, μύρισε ψοφίμι. Τα όρνια που είδε συναγμένα στο ψήλωμα και τα ρουθούνια του τον οδήγησαν γρήγορα σ’ έναν κέδρο. Τα όρνια πέταξαν σκούζοντας, όταν είδαν να πλησιάζει ο λύκος, σαν να θύμωσαν που τους χάλασε το φαγί τους. Κοιτάζει και τι βλέπει; Το σύντροφό του ελεεινό και άθλιο πτώμα· ούτε ο μισός δεν είχε μείνει.
Έξαφνα βλέπει ένα λαγό. Έτρεξε να τον κυνηγήσει. Τον έπιασε και τον έφαγε.
Από βουνό σε βουνό βρέθηκε μια βραδιά στο λιβάδι που έβοσκαν τα ζώα του χωριού. Το λιβάδι ανέβαινε σιγά σιγά σ’ ένα βουνό, σκεπασμένο μ’ έλατα, με κέδρα και πουρνάρια. Κάπου κάπου φούντωναν και μερικές γέρικες βελανιδιές.
O λύκος, καθώς είδε τόσα ζώα να βόσκουν στη μοναξιά, στάθηκε· του κεντήθηκε η όρεξη να τα βάλει με τα μεγάλα ζώα.
Έπεσε χάμω και άρχισε να σέρνεται απάνω στην ψηλή και δροσερή χλόη. Σερνόταν ήσυχα σα φίδι, μα, όσο προσεχτικά κι αν πλησίαζε, τα ζώα τον ένιωσαν. Τ’ άλογα χλιμίντρισαν ανήσυχα και τα βόδια μούγκρισαν. Και στη στιγμή όλα τ’ άλογα μαζεύτηκαν σ’ ένα μέρος, έσμιξαν τα κεφάλια τους, σα να ήταν όλα δεμένα σ’ ένα στύλο, και με τα κορμιά τους έκαμαν κύκλο. Το ίδιο έκαμαν και τα βόδια. Συνάχτηκαν, έβαλαν στη μέση τα μοσχάρια και τις αδύνατες αγελάδες, κι εκείνα στάθηκαν ολόγυρα με τα κεφάλια σκυμμένα κάτω και τα κέρατα έτοιμα. O λύκος σύρθηκε πρώτα μια δυο φορές γύρω στ’ άλογα και δοκίμασε να πηδήσει στη ράχη κανενός. Μα τ’ άλογα άρχισαν τέτοιες κλοτσιές με τα πίσω πόδια τους, που για πολλήν ώρα δεν έβλεπες παρά ατσαλένιες οπλές μέσα σε ουρές φουντωμένες. Πού να τολμήσει να πλησιάσει ο λύκος! Σύρθηκε έπειτα γύρω στα βόδια και δοκίμασε μ’ ένα πήδημα ν’ ανοίξει το λαιμό κανενός. Μα κάθε φορά που δοκίμαζε, αντί το λαιμό έβρισκε εμπρός του κάτι κέρατα μυτερά και δυνατά, έτοιμα να του σκίσουν την κοιλιά.
Μάκρυνε λοιπόν από κει για να συλλογιστεί καλύτερα τι να κάμει. Έξαφνα βλέπει τη γαϊδουρίτσα του Τσιρίμπαση με το πουλαράκι της. Ήταν ξεχασμένη σε κάποιο ψήλωμα, και τώρα που ένιωσε τον κίνδυνο έτρεξε τον κατήφορο για να χωθεί ανάμεσα στ’ άλογα. O λύκος έτρεξε να της κόψει το δρόμο.
Ένα σκυλάκι βρέθηκε συμμαζεμένο σε μια κουφάλα πουρναριού κι έτρεμε από το φόβο του. Μα όταν είδε το λύκο να χυθεί απάνω στη γαϊδουρίτσα, βγήκε κι έτρεξε για το χωριό.
O λύκος άρχισε να φέρνει γύρους τη γαϊδουρίτσα, όλο και στενότερους γύρους, να της δείχνει τα δόντια του. Εκείνη στάθηκε απελπισμένη. Έτρεμε ολόκληρη· αδύνατο να φτάσει στ’ άλογα. O λύκος έβαλε σημάδι το πουλαράκι και χύθηκε απάνω του. Μα τώρα ήρθε η σειρά της μάνας. Η γαϊδουρίτσα πήρε θάρρος και μπήκε ανάμεσα στο λύκο και το παιδί της. Με τα πίσω πόδια της άρχισε να κλοτσά και με το στήθος της να σπρώχνει το πουλαράκι της στην κουφάλα ενός έλατου. Μα εκείνο δεν τη βοηθούσε καθόλου· έτρεμε κι έστεκε ακίνητο. Πολλές φορές τέντωνε το κεφάλι του περίεργο να ιδεί τι γίνεται πίσω από τη μάνα του. Τέλος η γαϊδουρίτσα κατάφερε να βάλει μέσα το πουλαράκι, έκλεισε με το στήθος της την κουφάλα και με τα πίσω πόδια της έδινε κλοτσιές αδιάκοπα.
O λύκος άφρισε από τη λύσσα του. Πολλές φορές κατόρθωσε να μπήξει τα δόντια του στ’ αφύλαχτα πλευρά της γαϊδουρίτσας. Μα στο τέλος έπεσε κάτω από τις κλοτσιές της. Τα αίματα έτρεχαν από τα πλευρά της γαϊδουρίτσας· μα δεν έτρεχαν λιγότερα από το κεφάλι του λύκου. Η άμοιρη μάνα προστάτευε και με το αίμα της το παιδί της.
Έξαφνα ακούστηκαν μακριά βραχνά γαβγίσματα· ήταν ο Αράπης του γύφτου, ένα κατάμαυρο μεγάλο μαντρόσκυλο. Το σκυλάκι που έφυγε από το λιβάδι ήρθε λαχανιασμένο στο σπίτι του Τσιρίμπαση και με τα νοήματα έδωσε να καταλάβει πως η γαϊδουρίτσα τους κινδύνευε.
O Τσιρίμπασης κοιμόταν έξω από το σπίτι. O Αράπης τον τράβηξε από τα ρούχα, τον ξύπνησε και του έδειξε πως έπρεπε να πάρει το τουφέκι του και να τον ακολουθήσει. Τον τράβηξε άλλη μια φορά και έτρεξε εμπρός μαζί με το σκυλάκι.
Από τα γαβγίσματα του Αράπη ξύπνησε κι η Σμαράγδα.
«Πάει η γαϊδουρίτσα μου!», είπε.
O λύκος στο μεταξύ είχε καιρό να φύγει. Κατάλαβε πως καθώς ήταν κουρασμένος δύσκολα θα γλίτωνε από τα δόντια του Αράπη. Πήρε λοιπόν τον κατήφορο. Μα κι ο σκύλος τον πήρε από κοντά και τον έριξε στο δρόμο του χωριού. Σε μια στροφή τον αντίκρισε ο Τσιρίμπασης και με μια τουφεκιά τον ξάπλωσε κάτω.
O Αράπης έτρεξε, τον άρπαξε από το λαιμό, τον εσήκωσε ψηλά, τον τίναξε, κι αφού βεβαιώθηκε πως ήταν νεκρός, τον πήρε κι έτρεξε με χαρά στον αφέντη του.
Στο μεταξύ ξημέρωσε. Από τα γαβγίσματα των σκύλων και τις φωνές των τσοπάνηδων οι χωρικοί έμαθαν πως φάνηκε λύκος κι έτρεξαν στα χωράφια να ιδούν τα ζώα τους.
Σε λίγο μαζεύτηκαν γύρω από το έλατο. Η γαϊδουρίτσα ζούσε ακόμη, μα το αίμα έτρεχε από τις πληγές. Αγκομαχούσε τόσο θλιβερά, που ράγιζε του καθενός την καρδιά. Μόλις είδε τον Αράπη να σέρνει το λύκο, χάιδεψε με το κεφάλι της το πουλαράκι, έριξε μια ματιά ευχαριστημένη στο σκύλο και ξεψύχησε. Το πουλαράκι δεν είχε πάθει τίποτα, μα δύσκολα κατόρθωσαν να το βγάλουν αποκεί. Τόσο ήταν τρομαγμένο.
Κάποιος είπε με συγκίνηση:
«Τέτοια μάνα δεν πρέπει να τη φάνε τα κοράκια κι οι αλεπούδες. Λέω να τη θάψομε».
Όλοι το δέχτηκαν, έσκαψαν ένα λάκκο και την έθαψαν εκεί. Από τότε το μέρος εκείνο έμεινε να λέγεται «Το μνήμα της μάνας».

Ανδρέας Καρκαβίτσας.


Δεν υπάρχουν σχόλια: