27/2/13

Θυμηθείτε: η Ιταλία δεν είναι μοναδική αλλά και δεν είναι και ίδια περίπτωση.

Του Paul Krugman.
Αναδημοσίευση από την εφημερίδα "The New York Times".
Πριν από δύο μήνες, όταν ο Μάριο Μόντι παραιτήθηκε από την πρωθυπουργία της Ιταλίας, ο Economist έγραψε ότι «η ερχόμενη προεκλογική εκστρατεία θα δείξει, πάνω από όλα, πόσο ώριμοι και ρεαλιστές είναι οι Ιταλοί ψηφοφόροι». Η ώριμη, ρεαλιστική επιλογή, θα πρέπει να υποθέσουμε, θα ήταν η επιστροφή του Μόντι - τον οποίον στην πραγματικότητα επέβαλαν στην Ιταλία οι δανειστές της - στην πρωθυπουργία, αυτή τη φορά με την λαϊκή εντολή.
Ε λοιπόν, τα πράγματα δεν είναι καλά. Το κόμμα του Μόντι είναι τέταρτο, πίσω όχι μόνο από τον αστείο Μπερλουσκόνι αλλά και από τον κωμικό ηθοποιό Μπέπε Γκρίλο, το ασυνάρτητο πρόγραμμα του οποίου δεν τον εμπόδισε να γίνει μια ισχυρή πολιτική δύναμη.
Είναι μια έκτακτη κατάσταση, που έχει προκαλέσει πολλά σχόλια για την ιταλική πολιτική κουλτούρα. Αλλά χωρίς να προσπαθώ να υπερασπιστώ την πολιτική του «μπούνγκα μπούνγκα», ας κάνω το προφανές ερώτημα: τί καλό έχει πετύχει ακριβώς στην Ιταλία, ή στο σύνολο της  Ευρώπης, αυτό που περνάει σήμερα για ώριμος ρεαλισμός;
Διότι ο Μόντι ήταν στην πραγματικότητα ο ανθύπατος που επιβλήθηκε από την Γερμανία για να εφαρμόσει την δημοσιονομική λιτότητα σε μια ήδη πάσχουσα οικονομία. Η προθυμία για την εφαρμογή μιας λιτότητας άνευ ορίων είναι ο ορισμός της ευυποληψίας στους ευρωπαϊκούς πολιτικούς κύκλους. Και δεν θα πείραζε, αν είχαν πράγματι αποτελέσματα οι πολιτικές της λιτότητας - αλλά δεν έχουν. Και αντί να φαίνονται ώριμοι ή ρεαλιστές, οι υπέρμαχοι της λιτότητας ακούγονται όλο και πιο νευρικοί και παραληρηματικοί.
Σκεφτείτε πώς τα πράγματα έφτασαν σε αυτό το σημείο σήμερα. Όταν η Ευρώπη άρχισε να εφαρμόζει την αυστηρή πολιτική της λιτότητας, κορυφαία στελέχη της απέρριψαν τις ανησυχίες ότι η περικοπή των κρατικών δαπανών και η αύξηση των φόρων σε υποβαθμισμένες οικονομίες θα μπορούσε να εμβαθύνει ακόμη περισσότερο την οικονομική τους ύφεση. Αντίθετα, επέμεναν πως οι πολιτικές αυτές θα ενισχύσουν πραγματικά τις οικονομίες δίνοντάς τους εμπιστοσύνη έναντι των αγορών. 
Αλλά η νεράιδα της εμπιστοσύνης δεν εμφανίστηκε ποτέ στην Ευρώπη. Τα ευρωπαϊκά έθνη με την επιβολή σκληρής λιτότητας εισήλθαν πιο βαθιά στην οικονομική ύφεση: όσο σκληρότερη η λιτότητα τόσο βαθύτερη τελικά και η ύφεση. Η σχέση ανάμεσα στη λιτότητα και την ύφεση είναι τόσο εμφανής, που το ΔΝΤ, με ένα εντυπωσιακό mea culpa, ομολόγησε ότι είχε υποτιμήσει την ζημιά που θα έκανε η λιτότητα.
Εν τω μεταξύ, η πολιτική της λιτότητας δεν έχει επιτύχει καν ακόμη και το ελάχιστο στόχο για τον οποίο υποτίθεται πως εφαρμόζεται: τη μείωση της δανειακής επιβάρυνσης. Αντ 'αυτού, οι χώρες που υπόκεινται στην σκληρή λιτότητα έχουν δει το λόγο του χρέους προς το ΑΕΠ να αυξάνεται, επειδή η συρρίκνωση των οικονομιών τους έχει ξεπεράσει κάθε μείωση του ποσοστού δανεισμού τους. Και επειδή οι πολιτικές λιτότητας δεν αντισταθμίστηκαν από επενδυτικές πολιτικές αλλού, η ευρωπαϊκή οικονομία στο σύνολό της - η οποία ποτέ δεν είχε πετύχει να ανακάμψει από την ύφεση του 2008/9 - είναι και πάλι σε ύφεση, με την ανεργία να καλπάζει σε όλο και πιο ψηλά ποσοστά.
Η μόνη καλή είδηση ​​είναι ότι οι αγορές ομολόγων έχουν ηρεμήσει, σε μεγάλο βαθμό χάρη στη δεδηλωμένη βούληση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να παρέμβει και να αγοράσει δημόσιο χρέος όταν είναι απαραίτητο. Ως αποτέλεσμα, μια κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος που θα μπορούσε να καταστρέψει το ευρώ έχει αποφευχθεί. Αλλά αυτό μάλλον αδιάφορο για τα εκατομμύρια των Ευρωπαίων που έχουν χάσει τη δουλειά τους.
Με δεδομένα όλα αυτά, θα περίμενε κανείς κάποια αναθεώρηση και ενδοσκόπηση από τους Ευρωπαίους αξιωματούχους, κάποιους υπαινιγμούς ευελιξίας. Αντί αυτών, όμως, οι ανώτατοι αξιωματούχοι επιμένουν ακόμη περισσότερο ότι η λιτότητα είναι ο μόνος αληθινός δρόμος.
Έτσι, τον Ιανουάριο του 2011, ο Ολι Ρεν,  αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εξήρε τα προγράμματα λιτότητας στην Ελλάδα, την Ισπανία και την Πορτογαλία και προέβλεψε ότι το ελληνικό πρόγραμμα θα αποδώσει τελικά καρπούς. Από τότε η ανεργία μπορεί να έχει εκτοξευθεί σε αυτές τις τρεις χώρες - αλλά ο κ. Ρεν συνεχίζει να είναι αρκετά βέβαιος για την πολιτική της λιτότητας, και τον Δεκέμβριο του 2012 δημοσίευσε ένα άρθρο με τον τίτλο "Η Ευρώπη πρέπει να μείνει η πορεία λιτότητας."
Ω, και το αποκορύφωμα ήταν η απάντηση του κ. Ρεν σε επιστημονικές μελέτες που απέδειξαν ότι οι αρνητικές επιπτώσεις της λιτότητας είναι πολύ μεγαλύτερες από ό,τι αναμενόταν:  ο αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής απέστειλε μια επιστολή στους υπουργούς οικονομικών της Ένωσης αλλά και στο ΔΝΤ, δηλώνοντας ότι οι μελέτες αυτές είναι επιβλαβείς, επειδή απειλούν να διαβρώσουν την εμπιστοσύνη στην εφαρμοζόμενη πολιτική!
Σε αυτό το κλίμα οι πολιτικοί παρατηρητές και οι οικονομικοί αναλυτές στο εξωτερικό ήταν τρομοκρατημένοι για τις εκλογές στην Ιταλία, και δικαίως: ακόμη και αν δεν έγινε πραγματικότητα ο εφιάλτης της επιστροφής του Μπερλουσκόνι στην εξουσία, τα μεγάλα ποσοστά του Μπερλουσκόνι, ή του Γκρίλο, ή και των δύο, μπορούν να αποσταθεροποιήσουν όχι μόνο την Ιταλία αλλά και ολόκληρη την Ευρώπη.
Αλλά θυμηθείτε: η Ιταλία δεν είναι μοναδική περίπτωση. Ανυπόληπτοι πολιτικοί βρίσκονται σε άνοδο σε όλη την Νότια Ευρώπη. Και ο λόγος για τον οποίον συμβαίνει αυτό είναι επειδή οι ευυπόληπτοι Ευρωπαίοι δεν παραδέχονται ότι οι πολιτικές που έχουν επιβάλει στους δανειζόμενους είναι μια καταστροφική αποτυχία. Αν δεν αλλάξει αυτό, οι εκλογές στην Ιταλία θα είναι απλώς μια πρόγευση της επικίνδυνης ριζοσπαστικοποίησης που έρχεται.



Δεν υπάρχουν σχόλια: