3/2/13

Καταδικάζουμε την Βία σημαίνει πολεμάμε να εξαλείψουμε ότι γεννάει Βία!

Περί βίας και αντι-βίας!
του Τάσου Μπέτζελου.   
Αναδημοσίευση από το περιοδικό "Εκτός Γραμμής".
«Το πιο επικίνδυνο πράγμα στη βία είναι η ορθολογικότητά της»
(Μ. Φουκώ)
Πώς γίνεται άραγε να υπάρχει παντού τόση βία αφού όλοι την καταδικάζουν «απερίφραστα»; Ποιοι την ασκούν αφού όλοι είναι εναντίον της; Πώς γίνεται επίσης να υπάρχει τόση βία αλλά και τόση γενικολογία γύρω απ’ αυτήν; Φαίνεται λοιπόν ότι απαραίτητο συμπλήρωμα αυτής της «ομόθυμης και καθολικής καταδίκης της βίας» είναι η άγνοια για την ίδια τη βία. Αυτήν ακριβώς την άγνοια αλλά και γενικολογία προσπάθησε να αντιπαλέψει ο Ζορζ Λαμπικά (1930-2009), τόσο με το βιβλίο του "Θεωρία της βίας" (2007), όσο και με πλήθος παρεμβάσεων που έκανε κυρίως μετά την 11η Σεπτέμβρη του 2001, σε ένα κλίμα όπου αυτά που είχε να πει δεν ήταν εύκολο να ακουστούν. Το γενικό πνεύμα αυτών των παρεμβάσεων συνοψίζεται στη συνέντευξη που είχε παραχωρήσει στο περιοδικό "Critique communiste".
Είναι η βία των καταπιεσμένων επιλογή;
Ο Ζορζ Λαμπικά δεν ήταν πάντως από εκείνους που καταδίκαζαν «τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται». Διότι δεν θεωρούσε ότι μπορεί να εξισωθεί η βία των κυρίαρχων με τη βία των κυριαρχούμενων. Διότι δεν ήθελε να αντιμετωπίσει τη βία με γενικόλογους όρους, σαν να επρόκειτο για κάποια μεταφυσική οντότητα. Διότι αυτή η αντίθεση "βίας και μη βίας" δεν σήμαινε τίποτα για εκείνον, όσο δεν συγκεκριμενοποιείται η βία στην οποία αναφέρεται κανείς και το πλαίσιο στο οποίο λαμβάνει χώρα (ως στοιχείο μιας συγκυρίας). Και μάλιστα, ο Ζορζ Λαμπικά δεν τόνιζε απλώς ότι δεν υπάρχει βία παρά μόνο εν καταστάσει, ότι επομένως δεν υπάρχει βία γενικώς κι αορίστως (για να τοποθετηθεί κανείς υπέρ ή εναντίον της), αλλά ενδιαφερόταν πρωτίστως να προσδιορίσει τη συγκυρία στην οποία αναπτύσσεται όλη αυτή η γενικολογία περί μη βίας. Και συσχέτιζε τον περιρρέοντα φετιχισμό της μη βίας με μια άλλη θέση που τα τελευταία χρόνια έτυχε μεγάλης προβολής: εκείνης που μας καλεί «να αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να πάρουμε την εξουσία». Κατά τον Λαμπικά η μία θέση παραπέμπει στην άλλη, αποτελώντας δύο βασικά συμπτώματα της υποχώρησης του επαναστατικού κινήματος. Απ’ αυτήν την άποψη, ο Λαμπικά δεν επεδίωξε απλώς να αντιπαρατεθεί στον φετιχισμό της μη βίας, αλλά και να επαναφέρει στην ημερήσια διάταξη το ζήτημα της επαναστατικής βίας, διότι θεωρούσε ότι κάθε άλλη τοποθέτηση συνιστά έκφραση εθελοδουλίας.
Μολονότι οι παρεμβάσεις του Λαμπικά σε σχέση με τη βία έγιναν ολοένα και πυκνότερες τα τελευταία χρόνια της ζωής του, δεν ήταν και οι μόνες. Όπως υπενθυμίζει στη συνέντευξή του στο περιοδικό Critique communiste, ήταν συντάκτης του λήμματος «Βία» στο Κριτικό λεξικό του Μαρξισμού (1982), το οποίο ξεκινούσε ως εξής: «Η βία δεν συνιστά έννοια. Είναι μια πρακτική έμφυτη στις κοινωνικές σχέσεις των οποίων και εκφράζει διάφορες μορφές». Αυτή ακριβώς ήταν πάντα για τον Λαμπικά μια πρώτη οριοθέτηση, η οποία του επέτρεπε να αναδεικνύει τις πολλαπλές μορφές βίας, να μην περιορίζεται στις πιο εμφανείς και ασφαλώς να μην εξισώνει όλες τις μορφές βίας στο πλαίσιο μιας γενικόλογης θεώρησης.
Η πρώτη αυτή θέση συμπληρωνόταν με μια δεύτερη: η βία των καταπιεσμένων δεν συνιστά επιλογή, αλλά αποτέλεσμα της βίας που υφίστανται, της βίας που είναι σύμφυτη σε ένα σύστημα εκμετάλλευσης. Πρόκειται για τον βασικό άξονα της προβληματικής του Λαμπικά. Οι καταπιεσμένοι δεν επιλέγουν τη βία, αναγκάζονται να καταφύγουν σε αυτήν επειδή παλεύουν με τα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους (ακόμη κι αν για κάποιους αυτό σημαίνει ότι το μοναδικό μέσο είναι το σώμα τους, ότι η μόνη «τεχνολογία» που μπορούν να αντιτάξουν είναι το σώμα τους, εφόσον δεν έχουν άλλον τρόπο να υπερασπιστούν την πατρίδα τους). Ακούμε πολλές φορές να γίνεται λόγος για τον «κύκλο της βίας», για την ανάγκη να αποκηρυχθεί η βία. Ο Λαμπικά όμως αναφερόταν στη διαδικασία που συνδέει πραγματικά τη βία και την αντι-βία: η βία ενός συστήματος που παράγει οδύνη δεν μπορεί παρά να παράγει αντι-βία απ’ την πλευρά των καταπιεσμένων. Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο η βία των καταπιεσμένων δεν συνιστά επιλογή, αλλά αναγκαία συνέπεια: «Η βίαιη δράση δεν είναι ποτέ το αντικείμενο μιας επιλογής. Κατά κανόνα, η βία, είτε είναι ατομική είτε συλλογική, προκύπτει απ’ την οδύνη. Αν την παρουσιάζουμε ως επιλογή, κρύβουμε την αιτία της».
Πολιτική της πολιτοσύνης;
Υιοθετώντας αυτήν την οπτική, ο Λαμπικά ερχόταν ασφαλώς σε ρήξη με την προβληματική που αναπτύσσει ο Ετιέν Μπαλιμπάρ την τελευταία εικοσαετία (σε αυτόν εξάλλου αναφέρεται πρωτίστως όταν μιλάει στη συνέντευξή του στο Critique communiste για τους Λένιν-Γκάντι). Πράγματι, ο Μπαλιμπάρ εστιάζει την προσοχή του στις εμφανείς πλευρές της βίας (στην ακραία βία), και προτείνει ως αντίδοτο μια «πολιτική της πολιτοσύνης», μια πολιτική δηλαδή η οποία θα επιδιώκει να εξουδετερώσει τις ακραίες εκφάνσεις της βίας προκειμένου να εξασφαλιστεί χώρος για την πολιτική και κατ’ επέκταση και για μια πολιτική της χειραφέτησης. Η «πολιτική της πολιτοσύνης» επιδιώκει να μειώσει τη βία, να την αποκλιμακώσει και να διακόψει έναν κύκλο βίας που κατά τον Μπαλιμπάρ δεν μπορεί να μεταστραφεί σε θετική κατεύθυνση. Ωστόσο, μια τέτοια πολιτική δεν αφήνει στο απυρόβλητο τις αιτίες που παράγουν την «ακραία βία» και την «ωμότητα», αλλά και τη συστημική και δομική βία; Πέραν αυτού, δεν ξεχνιέται έτσι ο ρόλος της οικονομίας και των παραγωγικών σχέσεων; Επιπλέον, δεν εκφράζει περισσότερο την ανάγκη του συστήματος να διαχειριστεί τους κινδύνους που αντιμετωπίζει, παρά την ανάγκη των καταπιεσμένων να απαλλαγούν οριστικά τόσο απ’ τις πιο ακραίες μορφές βίας όσο και απ’ αυτό που γεννά τη βία, δηλαδή ένα καθορισμένο σύστημα εκμετάλλευσης;
Εξάλλου, όπως τόνιζε ο Λαμπικά, η χειρότερη βία δεν είναι η σωματική και ορατή βία, αλλά η βία που είναι σύμφυτη στις σχέσεις εκμετάλλευσης, η βία που παράγει τη φτώχεια και καθιστά περιττό ένα κομμάτι της ανθρωπότητας. Και μάλιστα, ο Λαμπικά θεωρούσε ότι τα τελευταία χρόνια η «αιματηρή» βία υποτάσσεται ολοένα και περισσότερο στη «σιωπηρή» βία, στην καθημερινή βία (ανεργία, φτώχεια, ευέλικτες εργασιακές σχέσεις κλπ), και ότι σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο μετατρέπεται η οδύνη σε αντι-βία. Με αυτήν την έννοια, η οδύνη είναι εξίσου πολύπλευρη όσο και η βία, και δεν αφορά μόνο την άμεση και ορατή βία. Αναφερόμενος μάλιστα στο ΔΝΤ, ο Λαμπικά έλεγε ότι είναι μια οργάνωση κακοποιών με εκατομμύρια θύματα, ενώ αποκαλούσε «καπιταλιστική φυλακή» την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Επανάσταση και Δημοκρατία.
Ο Λαμπικά δεν δεχόταν λοιπόν να καταδικάσει και να αποκηρύξει τη βία των καταπιεσμένων. Προτιμούσε να κατανοεί παρά να χλευάζει. Και αναφερόταν συχνά στα κείμενά του ειρωνικά σε όσους σπεύδουν να αποκηρύξουν τη βία «απ’ όπου κι αν προέρχεται», επισημαίνοντας ότι πρακτικά μόνον η άκρα αριστερά (και μάλιστα όχι ολόκληρη) δεν έχει ενδώσει στον φετιχισμό της μη βίας και στην συνακόλουθη εθελοδουλία. Προφανώς, δεν αντικατέστησε τον φετιχισμό της μη βίας με τον φετιχισμό της βίας. Τουναντίον, τόνιζε ότι αν σε μια αφόρητη κατάσταση (που βιώνεται και αναγνωρίζεται ως τέτοια) η εξέγερση δεν βρει τον δρόμο της, και δεν μετατραπεί σε επανάσταση, τότε θα περιοριστεί σε ένα ξέσπασμα αυθόρμητων και αποσπασματικών ταραχών που θα είναι ευκολότερο να κατασταλούν από το σύστημα.
Το ζητούμενο ήταν πάντα για τον Λαμπικά να ενοποιηθούν οι αντιστάσεις, να μαζικοποιηθούν και να εκφράσουν την απαίτηση για δημοκρατία που διαπνέει τις μάζες. Έτσι εξάλλου όριζε τον κομμουνισμό: μια δημοκρατία που ωθείται μέχρι την επανάσταση, και μια επανάσταση που βασίζεται στη δημοκρατία των μαζών. Ο Λαμπικά γνώριζε καλά ότι αυτός ο δρόμος είναι επίσης συνυφασμένος με την επαναστατική βία. Σημαίνει αυτό ότι δεν υπάρχει άλλη δυνατότητα; Η απάντηση του Λαμπικά ήταν ξεκάθαρη: μπορεί πράγματι, σε ορισμένες ιδιαίτερες περιπτώσεις, να υπάρχει δυνατότητα επιλογής και σε αυτήν την περίπτωση είναι σαφώς προτιμότερη η ειρηνική δράση. Την οποία όμως θα κληθούν να ακολουθήσουν εκείνοι ακριβώς που δεν φοβούνται να επικαλεστούν την επαναστατική βία και όχι όσοι έχουν εξαρχής αποκηρύξει «κάθε μορφής βία»: «Γνωρίσαμε μάλιστα, και ευχόμαστε να δούμε και στο μέλλον, μη βίαιες επαναστάσεις. Προς μεγάλη χαρά όλων, και κυρίως εκείνων που δεν θα φοβηθούν να επικαλεστούν την επαναστατική βία».
Για το ανέφικτο της μη βίας!
Συνέντευξη του Ζορζ Λαμπικά στο περιοδικό Critique Communiste. 

Critique communiste: Το βιβλίο σου εντυπωσιάζει με το εύρος των αναφορών του και την παιδεία που υποδηλώνει. Ωστόσο, επιβεβαιώνει μια διαπίστωση που μοιάζει προφανής, ότι δηλαδή η βία υπάρχει πάντα και παντού. Ποιος ο λόγος, λοιπόν, όλης αυτής της εργασίας; 
Georges Labica: 
Ήθελα εδώ και μια εικοσαετία να γράψω για τη βία. Η βία είναι παρούσα στην Ιστορία, και τη συναντούμε κάθε στιγμή στη νεωτερικότητά μας. Είναι αδύνατον να διαβάσουμε μια εφημερίδα ή να ανοίξουμε την τηλεόραση χωρίς να τη βρούμε μπροστά μας. Με επηρέασε επίσης ο πολλαπλασιασμός των κρουσμάτων ενδοοικογενειακής βίας: βλέπουμε κάθε είδους εξεγέρσεις και οδύνες να ξεπηδούν απ’ τους κόλπους των οικογενειών. Αλλά στη βάση του προβληματισμού μου υπάρχει καταρχάς το ερώτημα του πολιτικού αγώνα και της επανάστασης: η αναγκαιότητα να στοχαστούμε τη βία στην καρδιά ακριβώς της επανάστασης. Μελετούσα το έργο του Φανόν όταν οι Βιετναμέζοι διεξήγαγαν πολεμική εναντίον των θέσεών του, και ενδιαφέρθηκα για τη βία στη Γαλλική Επανάσταση, με επίκεντρο το ζήτημα της Τρομοκρατίας. Στην πραγματικότητα, είχα ήδη γράψει αρκετά γι’ αυτό το θέμα: το άρθρο «βία» στο Κριτικό λεξικό του μαρξισμού, ένα βιβλιαράκι για τον Ροβεσπιέρο και την τρομοκρατία, ένα άλλο για τον Λένιν κ.λπ. Οδηγήθηκα στο συμπέρασμα ότι έπρεπε να διασαφηνίσω το ζήτημα, και ότι για να το κάνω αυτό χρειάζεται να γράψω ένα βιβλίο. Για χρόνια, όμως, δεν κατάφερνα να αφοσιωθώ σε αυτό το καθήκον. Τελικώς, αυτό που με ώθησε να περάσω στην πράξη ήταν το γεγονός ότι δεν με ικανοποιούσαν οι πολυάριθμες εργασίες που διάβαζα γι’ αυτό το θέμα. Ήταν πλούσιες, αλλά συχνά περιγραφικές, και μάλιστα κάπως ηθικοπλαστικές. Εγώ, όμως, ήθελα να μελετήσω σε ποιο βαθμό ήταν αναγκαίο να αποκατασταθεί σήμερα η χειραφετητική βία. Γι’ αυτό καταπιάστηκα με τη συγκεκριμένη εργασία. Όλο αυτόν τον καιρό συγκέντρωσα τόνους από παραπομπές, αλλά με ενδιέφερε να μην ενδώσω σε μια ιδιοτροπία που απεχθάνομαι, ενός φιγουρατζή που παρουσιάζει τις γνώσεις του και επιδεικνύει την ευρύτητα των αναγνωσμάτων του. Συγχρόνως, χρησιμοποίησα όλα αυτά τα βιβλία ως υλικό για την εργασία μου. Έπρεπε, λοιπόν, να προχωρήσω κάπως έτσι. Με τη διαφορά ότι δικό μου αντικείμενο ήταν, ασφαλώς, να σκεφτώ τη σύγχρονη βία. 
Critique Communiste: Η κατάληξη του στοχασμού σου, αν κατάλαβα καλά, οδηγεί στο ζήτημα της εξουσίας: βία και εξουσία είναι εγγενώς συνυφασμένες. 
Georges Labica: 
Απολύτως. Πρέπει να σημειώσουμε ότι η βία δεν είναι έννοια. Από φιλοσοφική σκοπιά, συνιστά ένα ανεύρετο αντικείμενο. Στην πραγματικότητα, ο στοχασμός πάνω στη βία εμφανίστηκε πριν από πενήντα χρόνια περίπου, μαζί με την κυριαρχία της βίας στην κοινωνία, επειδή ο εικοστός αιώνας ήταν σε ολόκληρη την ιστορία της ανθρωπότητας εκείνος που χαρακτηρίστηκε απ’ την πιο αχαλίνωτη βία, από μια βία μαζική, τεχνολογική κ.λπ. Ωστόσο, υπάρχει στις κοινωνίες μας μια απόλυτη καταδίκη της βίας, και τούτο χωρίς κανέναν προβληματισμό αναφορικά με τα περιεχόμενα αυτής της βίας. Η βία ξεκινά με την τρικλοποδιά του σχολιαρόπαιδου και φτάνει στον παλαιστίνιο καμικάζι, περνώντας απ’ τις διάφορες μορφές αντίστασης που εκδηλώνονται στη Λατινική Αμερική. Πρέπει να ξεκινήσουμε απ’ την παγκοσμιοποίηση, που είναι μια παγκοσμιοποίηση της βίας. Πώς θα μπορούσαμε να μη δούμε ότι το σύστημα δεν υπήρξε ποτέ φορέας τόσης βίας; Στρατιωτικής βίας, την οποία γνωρίζουμε και ξέρουμε γιατί, και βίας της οικονομίας… Συγχρόνως, η απαγόρευση της βίας εσωτερικεύεται απ’ τις συνειδήσεις, ακόμη και τις πιο μαχητικές. Γεγονός που επιτρέπει στο κράτος να κατέχει το απόλυτο μονοπώλιο της βίας, απ’ το σχολείο μέχρι τις κοινωνικές και τις ένοπλες συγκρούσεις. Υπάρχει, λοιπόν, το εξής παράδοξο: κάθε έκκληση στη δράση ή την εξέγερση ξεκινά με μια δήλωση αρχής σύμφωνα με την οποία δεν τίθεται ασφαλώς ζήτημα καταφυγής σε οποιαδήποτε βία! Ωστόσο, δεν βλέπουμε με ποιον τρόπο θα μπορούσαν οι κυριαρχούμενοι, ακόμη και στις σημερινές κοινωνίες αφθονίας, να επιβάλουν την εξουσία τους, ή επίσης το συνασπισμό τους στην εξουσία, χωρίς να καταφύγουν σε μια αντι-βία που τους επιβάλλεται απ’ το σύστημα. 
Critique Communiste: Θα λέγαμε ότι επιβάλλεται μια προσταγή μη βίας; 
Georges Labica: 
Η μη βία δεν παραπέμπει, πλέον, σε ένα ηθικο-πολιτικό ρεύμα σκέψης, όπως συνέβαινε με τον Γκάντι και τους διαδόχους του, είναι ένα είδος ταμπού, που γενικεύεται λόγω της κρατικής δύναμης και ενισχύεται από όλα όσα συνέβησαν: την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, την αποτυχία του κομμουνισμού, την καταστολή στην Κίνα κ.λπ. Όσοι τάσσονταν υπέρ μιας εξεγερτικής δράσης βρίσκονται σε αμηχανία, σκέφτονται ότι είναι καλύτερα να τα παρατήσουμε, παρά να περάσουμε τα ίδια. Αυτή είναι η βάση της μη βίας. Και κατά τη γνώμη μου, αυτό ακριβώς το σκεπτικό πρέπει να τεθεί υπό αμφισβήτηση. Από ολόκληρη την Ιστορία συνάγεται ένα αδιαμφισβήτητο δίδαγμα, σύμφωνα με το οποίο όταν οι κυριαρχούμενοι καταφεύγουν στη βία, αυτοί πάντα πληρώνουν το τίμημα! Αυτό σημαίνει ότι η βία δεν είναι αντικείμενο μιας επιλογής, λόγου χάρη μιας επιλογής ανάμεσα στον Γκάντι και τον Λένιν. Δεν πρόκειται για παιχνίδι τράπουλας: η κατάσταση υπαγορεύει τα μέσα. Ο ίδιος ο Γκάντι απέδειξε ότι δεν υποστήριζε με απόλυτο τρόπο τη μη βία, εν αντιθέσει με ό,τι μπορεί να πιστεύουμε. 
Critique communiste: Η ανάγνωση του βιβλίου σου οδηγεί στη σκέψη ότι η βία που κατατρύχει την κοινωνία μας είναι μια βία εγγύτητας, στην οποία παραπέμπει η έννοια της ανασφάλειας, και γίνεται αντιληπτή ως επιστροφή της αγριότητας. Μεμιάς, η θεσμοποιημένη βία, η βία του κράτους, συσκοτίζεται, και μάλιστα βιώνεται ως φορέας εκπολιτισμού… 
Georges Labica: 
Πιστεύω ότι όλα αυτά συνδέονται με μια πρόσφατη εξέλιξη, που εμφανίστηκε την τελευταία δεκαετία. Περάσαμε απ’ το ιδεώδες των δικαιωμάτων του ανθρώπου, που γνωρίζουμε πόσο τα υπολόγιζαν οι ισχυροί, στο ιδεώδες του αγώνα κατά της τρομοκρατίας. Βλέπουμε με ποιον τρόπο η 11η Σεπτεμβρίου στις ΗΠΑ χρησίμευσε ως πρόσχημα για μια πολιτική (που προϋπήρχε στην πραγματικότητα), η οποία προωθήθηκε με τον Patriot Act και όλα τα επακόλουθά  του στις νομοθεσίες των διαφόρων χωρών. Ο αγώνας κατά της τρομοκρατίας επέτρεψε τη γενικευμένη αστυνόμευση των κοινωνιών, την απαγόρευση των κοινωνικών διεκδικήσεων και πρωτόγνωρες μορφές ελέγχου των πολιτών. Η κατάσταση αυτή παραπέμπει σε ένα θεμελιώδες δεδομένο: η παγκοσμιοποίηση, δηλαδή το σημερινό στάδιο του καπιταλισμού, χαρακτηρίζεται απ’ το γεγονός ότι η καταστροφική δεσπόζουσα του καπιταλισμού έχει υπερισχύσει επί της θετικής δεσπόζουσας. Αυτό αφορά τα αγαθά, καθώς καταστρέφονται εμπορεύματα σε μαζική κλίμακα, ακόμη και τα μέσα παραγωγής τους, καταστρέφονται υπηρεσίες, όπως γίνεται με τις δημόσιες υπηρεσίες, καταστρέφονται κεφάλαια και καταστρέφονται άτομα και λαοί. Πίσω απ’ την έννοια της φτώχειας –αυτής της φτώχειας που προσελκύει το ενδιαφέρον όλου του κόσμου– κρύβεται το γεγονός ότι στη σημερινή ανάπτυξη του καπιταλισμού υπάρχουν άνθρωποι που είναι περιττοί: δομική ανεργία, μετανάστευση κ.λπ. Και σε πλανητική κλίμακα, μπορούμε να πούμε ότι ο παλαιστινιακός λαός είναι ένας λαός περιττός… Όλους αυτούς δεν μπορούμε να τους εξαφανίσουμε, πρέπει να συμβιώνουμε μαζί τους, αλλά είναι περιττοί! Οι σκέψεις αυτές δεν είναι ενθαρρυντικές, αλλά αν δεν αντικρίσουμε κατάματα την πραγματικότητα δεν θα βρούμε το δρόμο της επανάστασης. Αυτό είναι, όμως, αφετηρία για έναν άλλο στοχασμό, που αφορά την άρρηκτη σχέση επανάστασης και δημοκρατίας. Πρέπει να ξεριζώσουμε την ιδέα ότι η δημοκρατία αντιτίθεται στην επανάσταση και ότι η επανάσταση ταυτίζεται με την τρομοκρατία. Πρέπει να σταματήσουμε όλο αυτό το ιδεολογικό και μιντιακό σφυροκόπημα, που στερεί απ’ τους ανθρώπους την αυτονομία της σκέψης. 
Critique communiste: Θα έλεγες ότι αυτή η πίεση που ασκούν τα μέσα ενημέρωσης στις συνειδήσεις μας είναι μια μορφή βίας; 
Georges Labica: 
Ναι, είναι μια βία που συσκοτίζει τη βία του συστήματος. Υπάρχει μια τεράστια δυσαναλογία ανάμεσα στα ελάχιστα επιχειρήματα που επιτρέπουν να νομιμοποιείται το σύστημα και στο εύρος των καταγγελιών που προκαλεί. Η παραπληροφόρηση, τα ψεύδη και η αποβλάκωση που προωθούνται από τα μέσα ενημέρωσης επιχειρούν να συσκοτίσουν αυτή την πραγματικότητα. 
Δικές μας υποσημειώσεις
1) Η Βία όπως και κάθε μορφή ανθρώπινης πράξης δεν μπορεί παρά να ιδωθεί μέσα στις συγκεκριμένες χωροχρονικές και κοινωνικές συνθήκες στις οποίες διαπράττεται! Κάθε ανθρώπινη πράξη έχει ένα υπόβαθρο και μια εξήγηση: το ίδιο ισχύει και για την βια! Η βια δεν είναι συνυφασμένη με την ανθρώπινη φύση και ιστορία όπως θέλουν πολλοί να πιστεύουμε: αντιθέτως είναι συνυφασμένη με συγκεκριμένες ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες, και βρίσκεται σε άμεση συσχέτιση με συγκεκριμένα στάδια της ανθρώπινης εξέλιξης και της κοινωνικής οργάνωσης! Θα υποστηρίξει όμως κάποιος -και εκ πρώτης όψεως καλά θα κάνει- πως μια γροθιά στην σύγχρονη εποχή έχει το ίδιο αποτέλεσμα με μια γροθιά στην αρχαιότητα: στην καλύτερη των περιπτώσεων ένα μαυρισμένο μάτι ή μια σπασμένη οδοντοστοιχία- κι ένας βιασμός είναι πάντα βιασμός, ανεξάρτητα αν ο θύτης ήταν ένας Πατρίκιος στην αρχαία Ρώμη ή αν το θύμα είναι ένα μικρό παιδί στο σύγχρονο Βέλγιο, και εν μέρει θα έχει δίκαιο αν υποστηρίξει κάτι τέτοιο.  Όμως το χέρι που θα δώσει την γροθιά δεν δρα μόνο του και κυρίως δεν δρα αυτοτελώς: την εντολή την δίνει ο εγκέφαλος! Το ίδιο ισχύει και για το χέρι που θα σηκώσει ένα όπλο: είτε αυτό είναι πέτρινο τσεκούρι είτε Καλάσνικοφ. Ο ανθρώπινος εγκέφαλος είναι αυτός που θα σηκώσει το χέρι είτε για να χαϊδέψει ένα μωρό, είτε για να σκοτώσει μια γιαγιά. Ο ανθρώπινος εγκέφαλος είναι αυτός που προκάλεσε την καταστροφή στην Γκουερνίκα αλλά και αυτός που μπόρεσε να ζωγραφίσει την "Καταστροφή της Γκουερνίκα"! Και καθώς ο ανθρώπινος εγκέφαλος είναι ένα πολύπλοκο δίκτυο νευρωνικών συνάψεων μπορεί μεν οι λειτουργίες του να είναι γενετικά καθορισμένες, αλλά η χρήση τους είναι αποτέλεσμα ιστορικών και οικογενειακών καταβολών και κοινωνικών και ατομικών εμπειριών. Για αυτό όπως συμβαίνει και με κάθε ανθρώπινη πράξη έτσι και η Βια έχει καθορισμένο χωροχρονικό κοινωνικοατομικό υπόβαθρο. Κλασικό παράδειγμα προς επιβεβαίωση αυτού είναι το πως η κοινωνία ακόμη και σήμερα ξεχωρίζει την βία από την εγκληματικότητα: αυτό που ορίζουν οι σύγχρονες κοινωνίες ως παραβατική συμπεριφορά δεν είναι καθόλου το ίδιο με αυτό που όριζαν στις διάφορες φάσεις εξέλιξής του ως σήμερα, και σίγουρα δεν θα είναι το ίδιο και στο Μέλλον. Πάρτε ως παράδειγμα την Δουλεία. Σήμερα θεωρείται έγκλημα, στην εποχή όμως του Σπάρτακου έγκλημα ήταν η άρνηση της Δουλείας. Θέλοντας να αποφύγουμε να μακρηγορήσουμε δεν θα αναλύσουμε- επί του παρόντος- τις διάφορες μορφές βίας:σωματική ή ψυχολογική, ατομική ή συλλογική, επιθετική ή αμυντική, ψυχοπαθολογική, οικογενειακή, κοινωνική, κρατική, συστημική, επαναστατική κ.α. Συνεπώς μια γενική και απροσδιόριστη καταδίκη της βίας είναι ανέφικτη και εξυπηρετεί "ύποπτους" σκοπούς. Πολύ περισσότερο όταν αυτοί που μας καλούν "να καταδικάσουμε την βία από όπου κι αν προέρχεται", είναι οι ίδιοι που αναπαράγουν κυριαρχικά  μοντέλα βίας στην κοινωνία: είναι σαν να ο βιαστής να καλεί το θύμα του ...να καταδικάσει την βια και να απαιτεί από αυτό να μην αμυνθεί! Και είναι εξίσου τραγικό ένας στρατός κατοχής να στηλιτεύει την αντίσταση του λαού της χώρας που έχει κατακτήσει, και να την χαρακτηρίζει ως τρομοκρατία. Όπως είναι πραγματικά γελοίο να ζητούν οι άνθρωποι που καταπιέζουν με οποιοδήποτε τρόπο- αλλά πάντα μέσω της εξουσίας που κατέχουν: είτε στο σπίτι, είτε στο σχολείο, είτε στην δουλειά τους- από αυτούς που καταπιέζουν να καταδικάσουν οι τελευταίοι την Βία: δηλαδή οι καταπιεσμένοι να καταδικάσουν την Βία για να μπορούν οι καταπιεστές τους να συνεχίσουν το "θεάρεστο" έργο τους! Αν το ζητούμενο είναι τελικά να "καταδικάσουμε την βία" ο καλύτερος τρόπος για αυτό είναι "να καταδικάσουμε καθετί που γεννάει βία": στο σχολείο, στην οικογένεια, στην δουλεία, στην κοινωνία, στην πολιτική, στις σχέσεις μας, στην ζωή μας! Τι είναι λοιπόν αυτό που γεννά την βία στην ζωή μας; Ας το σκεφτούμε καλύτερα πριν απαντήσουμε εύκολα! Η έννοια της Βίας μπορεί να αναλυθεί μόνο με την κατανόηση των κοινωνικών κανόνων που ορίζουν την συμπεριφορά των ατόμων. Πέρα από κάποιες περιπτώσεις καθαρής Ψυχοπαθολογίας, η βία είναι καθαρά κοινωνικό φαινόμενο και εκφράζεται σε ατομικό ή κοινωνικό επίπεδο. Ο τρομοκράτης δεν γεννιέται τρομοκράτης όπως και ο αστυνομικός δεν γεννιέται αστυνομικός. Ο κλέφτης δεν γεννιέται κλέφτης: είτε εξαναγκάζεται να γίνει λόγω συνθηκών π.χ. επειδή πεινάει αυτός και η οικογένειά του, είτε το επιδιώκει να γίνει στα πλαίσια του κοινωνικού ανταγωνισμού- αποσκοπώντας μέσω του εύκολου πλουτισμού να αναβαθμίσει την εξουσιαστική του θέση στην κοινωνία όπως π.χ. συμβαίνει στις περιπτώσεις διασπάθισης δημοσίου χρήματος (προσέξτε μια ουσιώδη διαφορά: ο πρώτος θα κατηγορηθεί και θα στιγματιστεί ως κλέφτης και ο δεύτερος θα χαρακτηριστεί καταχραστής- και πιθανά να αποτελέσει και κοινωνικό πρότυπο ...εξυπνάδας!). Συνεπώς το θέμα δεν είναι τι ορίζεται γενικά ως Βια, αλλά τι η κοινωνία αποδέχεται ως Βία, και τι τελικά το ηθικό σύστημα αξιών της ορίζει ως παραβατική συμπεριφορά.  Μόνο μια κοινωνία που θα μπορεί να εξελίσσεται συνεχώς και ανοικτά, που θα μπορεί να γεννά και να αφομοιώνει το "νέο"  και που δεν θα έρχεται  σε αντίθεση με τον εαυτό της, θα μπορέσει να καταδικάσει την βία ολοκληρωτικά και να την κλείσει τελικά στο χρονοντούλαπο της ανθρώπινης προϊστορίας! Μια κοινωνία όπου το άτομο δεν θα έρχεται σε σύγκρουση με τον εαυτό του και άρα και με τους άλλους! Μια κοινωνία που δεν θα εξουσιάζει και δεν θα εξουσιάζεται! Και μια νέα γενιά ανθρώπων που δεν θα θέλουν ούτε να εξουσιάζονται από κανένα ούτε θα επιδιώκουν να εξουσιάσουν και κανένα: τον ερωτικό τους σύντροφο, το παιδί τους, τον διπλανό τους! Ουτοπία; Το να θεωρούμε "κάτι" πως είναι "ουτοπικό" σημαίνει πως ενώ εμάς αυτό μας φαίνεται ωραίο και ιδεατό, πιστεύουμε ότι δεν θα μπορέσει να εφαρμοστεί και να λειτουργήσει γιατί θα συναντήσει τις αντιδράσεις των άλλων. Αν όμως τελικά αυτό το "κάτι" είναι θέληση της πλειοψηφίας της Κοινωνίας τότε αυτό που χωρίζει την ουτοπία από την πραγματικότητα δεν είναι παρά η δράση! Ας ξεκινήσουμε λοιπόν την δράση μας σήμερα καταδικάζοντας με τον πιο αποφασιστικό τρόπο την κύρια πηγή βίας στην ζωή μας: την εξουσιαστική κοινωνία!           
2) Παίρνοντας ως αφορμή την ιστορία της Τυραννίδας και των Τυραννοκτόνων της Αρχαίας Αθήνας, ας προσπαθήσουμε να αντλήσουμε ορισμένα συμπεράσματα που μπορεί να μοιάζουν "ηθικοπλαστικά" θα μας βοηθήσουν όμως να κατανοήσουμε "το τι είναι τελικά η Βία", στο που "αποσκοπεί" ιστορικά ο ρόλος της και τι τελικά "νομιμοποιεί" την ύπαρξή της στην ανθρώπινη ζωή
Οι Τυραννοκτόνοι Αρμόδιος και Αριστογείτονας ως γνωστών ήταν ένα ερωτικό ζευγάρι της αρχαίας Αθήνας που το καλοκαίρι του 514 π.Χ. σκότωσε τον Πεισιστρατίδη τύραννο Ίππαρχο, για λόγους προσωπικής εκδίκησης και ερωτικής αντιζηλίας. Ο Ίππαρχος μαζί με τον αδερφό του Ιππία ήταν γιοι του τυράννου των Αθηνών Πεισίστρατου τον οποίο και διαδέχθηκαν στην εξουσία της Αθήνας το 527 π.Χ. Οι δύο Πεισιστρατίδες συγκυβέρνησαν μαζί για περίπου 13 χρόνια, μέχρι το καλοκαίρι του 514 π.Χ., όταν οι Αρμόδιος και Αριστογείτονας σκότωσαν τελικά τον Ίππαρχο. 
Ο Πεισίστρατος υπήρξε κατά τρία διαφορετικά διαστήματα και για συνολικά περίπου 20 χρόνια, στυγνός τύραννος των Αθηνών, στην περίοδο 561 έως 527 π.Χ. Ήταν γόνος αριστοκρατικής οικογένειας η οποία καταγόταν από την Αυλώνα της Αττικής. Γεννήθηκε γύρω στο 607 π.Χ. και ήταν γιος ενός πλούσιου άνδρα που είχε ακίνητη περιουσία στα μεσόγεια, πιθανόν στο Μαραθώνα ή στη Βραυρώνα, του Ιπποκράτη. Η μητέρα του ήταν ξαδέλφη της μητέρας του Σόλωνα και ίσως αυτό ήταν η αιτία που κάποιοι ιστορικοί αναφέρουν στενή σχέση μεταξύ των δύο ανδρών. Στην Αθήνα εκείνη την περίοδο κυριαρχούσε πολιτική αναταραχή με έντονες διαμάχες. Η απογοήτευση από τα "μέτρα του Σόλωνα", που τόσο οι φτωχοί όσο και οι προνομιούχοι θεωρούσαν ημίμετρα-ο καθένας για τους λόγους του, ήταν μεγάλη και η πόλη είχε φτάσει στο σημείο να μη μπορεί να εκλέξει ηγεσία. Ο Πεισίστρατος ευφυής και φιλόδοξος, εκμεταλλευόμενος αυτήν την πολιτική αναταραχή προσπάθησε αρχικά δυο φορές να καταλάβει την εξουσία με "στρατηγήματα" και τεχνάσματα, τα αποτελέσματα των οποίων είχαν βραχυπρόθεσμη επιτυχία και τον οδήγησαν δυο φορές στην εξορία. Την πρώτη φορά, το 561 π.Χ., αυτοτραυματίστηκε ο ίδιος και μαχαίρωσε τα μουλάρια του. Εμφανίστηκε αιμόφυρτος στην αγορά με δυο πληγωμένα μουλάρια, και υποστήριξε ότι γλίτωσε από βέβαιη δολοφονία, καθώς υπερασπιζόταν τα ...δίκαια των αδυνάμων. Δεν κατονόμασε τους αντιπάλους που του επιτέθηκαν αλλά παρενέβη ένας φίλος του και άρχων, ο Αριστίων, που είπε ότι ο δήμος πρέπει να εκδώσει ψήφισμα για την προστασία του Πεισίστρατου. Σύμφωνα με το ψήφισμα θα επιτρεπόταν πλέον ο Πεισίστρατος να διαθέτει προσωπική φρουρά από ενόπλους και συγκεκριμένα από 50 κορυνηφόρους (άνδρες οπλισμένους με ρόπαλα). Ο Σόλωνας αντέδρασε σε αυτό εντονότατα, αλλά δεν εισακούσθηκε. Κατηγόρησε ευθέως τον Πεισίστρατο ότι είχε αυτοτραυματιστεί σαν τον Οδυσσέα, μόνον που εκείνος το είχε κάνει για να ξεγελάσει εχθρούς, ενώ ο Πεισίστρατος ήθελε να ξεγελάσει συμπολίτες του. Έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου για τη δημοκρατία λέγοντας ότι στόχος του Πεισίστρατου ήταν να χρησιμοποιήσει τους ενόπλους άνδρες για να καταλύσει τη δημοκρατία. Διαπίστωσε όμως ότι οι μεν αριστοκρατικοί φοβούνταν να αντιδράσουν (μια που ήταν και ύποπτοι για το υποτιθέμενο επεισόδιο εναντίον του Πεισίστρατου) οι δε δημοκρατικοί ήταν σύσσωμοι με το μέρος του Πεισίστρατου. Οπότε ο Σόλωνας είπε στο δήμο το περιβόητο "αποχαυνωθήκατε όλοι σας" και αποχώρησε αποκαρδιωμένος. Όντως ο Πεισίστρατος χρησιμοποίησε πολύ σύντομα αυτή την προσωπική φρουρά - την οποία τεχνηέντως αύξησε σημαντικά σε αριθμό - και κατέλαβε την Ακρόπολη και την εξουσία. Ο Πεισίστρατος δεν κατέλυσε τότε τις βασικές δημοκρατικές λειτουργίες και προσπάθησε να κυβερνήσει προσωποπαγώς δίχως να θίξει το πολίτευμα σε καίρια σημεία, πλην όμως πολύ γρήγορα (ίσως σε λίγους μήνες ή το πολύ μέσα σε ένα χρόνο), ανατράπηκε και εξορίστηκε. Στην ανατροπή του πρωταγωνίστησαν οι συνασπισμένοι εναντίον του εκπρόσωποι των ολιγαρχικών και των εμπόρων, δηλαδή οι Λυκούργος και Μεγακλής. Πλην όμως η λυκοφιλία των δύο ανδρών που εκπροσωπούσαν συμφέροντα αντίθετων κοινωνικών ομάδων, δεν κράτησε πολύ. Οι ολιγαρχικοί ήθελαν να αλλάξει η κατάσταση εις βάρος της αστικής τάξης ώστε η πολιτική εξουσία να περάσει και πάλι αποκλειστικά στα χέρια των ευγενών (δηλαδή των γαιοκτημόνων ουσιαστικά), οι δε έμποροι που είχαν πια αρκετά χρήματα απαιτούσαν να έχουν άποψη στα πολιτικά και στήριζαν τον Μεγακλή για να αντισταθεί στις ολιγαρχικές κινήσεις. Ο Πεισίστρατος, εκμεταλλευόμενος τη νέα διαμάχη των αντιπάλων του, συμμάχησε με το Μεγακλή, ο οποίος για να απαλλαγεί από το Λυκούργο και τους ολιγαρχικούς, και θεωρώντας ότι ο πλούτος του αρκούσε για να ελέγξει τον Πεισίστρατο, δέχτηκε να τον στηρίξει σε μια μορφή ήπιας τυραννίας ώστε να μην ανατραπεί το σύστημα του Σόλωνα. Του έδωσε μάλιστα για σύζυγο την κόρη του ώστε τα παιδιά που θα αποκτούσε με αυτήν να ένωναν τις δύο οικογένειες, των Αλκμεωνιδών και των Πεισιστρατιδών. Με αυτό τον όρο ο Μεγακλής βοήθησε τον Πεισίστρατο να καταλάβει την εξουσία. Για να κερδίσει την εύνοια των Αθηναίων αυτή τη φορά ο Πεισίστρατος επινόησε ένα τέχνασμα που ο Αριστοτέλης περιγράφει ως χονδροειδέστατο. Έβαλε πάνω σε άρμα μια νεαρή και υψηλή γυναίκα ντυμένη με πανοπλία και περικεφαλαία και εν πομπή την έφερε από την Παιανία στην Ακρόπολη διαδίδοντας ότι ήρθε η ίδια η Αθηνά για να τον στέψει άρχοντα της πόλης. Ο λαός της Αθήνας πράγματι εντυπωσιάστηκε και ο Πεισίστρατος έγινε τύραννος για δεύτερη φορά το 558 π.Χ.


Αυτή τη φορά η τυραννίδα κράτησε περίπου 2 χρόνια. Πάντως σύντομα η συμμαχία του Πεισίστρατου με τον Αλκμεωνίδη Μεγακλή άρχισε να κλονίζεται επειδή ο τύραννος έδειξε εξαρχής ότι απέφευγε να κάνει παιδιά με την κόρη του πολιτικού συμμάχου του. Ο Μεγακλής ήταν γενικά σε δύσκολη θέση γιατί ο λαός των Αθηνών δεν συμπαθούσε τους Αλκμεωνίδες λόγω του "Κυλωνείου Άγους" αλλά και επειδή μεγάλη μερίδα του πληθυσμού ήταν φτωχή και έκλεινε προς την δημοκρατική πτέρυγα. Οι δημοκρατικοί στήριζαν απόλυτα τον Πεισίστρατο και οι έμποροι δεν αρκούσαν για να τον ανατρέψουν. Ο Μεγακλής συμμάχησε λοιπόν το 556 π.Χ. με τον Λυκούργο για άλλη μια φορά και έτσι κατάφερε πάλι να ανατρέψει τον Πεισίστρατο. Αν και εξόριστος και χωρίς περιουσία, ο Πεισίστρατος δεν έμεινε άπραγος. Κατόρθωσε χάρη στην επινοητικότητά του να αποκτήσει τον έλεγχο ορυχείων αργύρου και χρυσού στη Μακεδονία και τη Θράκη, και να πλουτίσει. Έτσι, με μισθοφόρους από το Άργος και στρατό που του εξασφάλισε ο φίλος του Λύγδαμης από το νησί της Νάξου, και αριστοκράτες φίλους του από τη Θήβα, τη Θεσσαλία και την Ερέτρια, ο Πεισίστρατος έπλευσε από την Ερέτρια στον Μαραθώνα. Από εκεί εξεστράτευσε κατά της Αθήνας και νικώντας τις δυνάμεις του Λυκούργου και Μεγακλή που τον περίμεναν στην Παλλήνη, έγινε κυρίαρχος των Αθηνών για τρίτη φορά, το 545 π.Χ., και μέχρι το τέλος της ζωής του, οπότε και παρέδωσε την εξουσία στους δύο του γιους, τους Πεισιστρατίδες.
Η τυραννίδα των Πεισιστρατιδών τα πρώτα χρόνια φαίνεται να ήταν σχετικά ήπια και ίσως αρχικά πιο διαλλακτική από αυτήν του πατέρα τους. Οι φόροι μειώθηκαν και η οικονομία της Αθήνας ήταν σε καλή κατάσταση. Με εξαίρεση την οικογενειοκρατία και τον περιορισμό της πολιτικής δράσης, δεν φαίνεται να υπήρχε έντονη λαϊκή δυσαρέσκεια στο πρώτο διάστημα της κυβέρνησης των Πεισιστρατιδών. Το εμπόριο ανθούσε, οι γεωργοί εξακολουθούσαν να επιδοτούνται, γίνονταν πολλά δημόσια έργα και η Αθήνα, χάρη στον Ίππαρχο κυρίως, είχε αρχίσει να γίνεται παράλληλα ένα λαμπρό πολιτισμικό κέντρο. Για την 14ετή συγκυβέρνηση των δύο Πεισιστρατιδών ελάχιστα ιστορικά στοιχεία υπάρχουν ώστε να μπορεί κάποιος να διαχωρίσει με σιγουριά τις ενέργειες του Ιππία από του Ίππαρχου- και ποιος ήταν πραγματικά ο ιθύνων νους της Τυραννίας. Κάποιοι θεωρούν σημαντικότερο πολιτικό πρόσωπο στην τυραννίδα τον ΄Ιππαρχο, αλλά αυτό μπορεί να οφείλεται στην φροντίδα του για τον εμπλουτισμό της βιβλιοθήκης του πατέρα του και γενικά στην ιδιαίτερη μέριμνά του για τα πολιτισμικά. Ο Αριστοτέλης και ο Θουκυδίδης είναι κάθετοι στην πρωτοκαθεδρία του Ιππία. Γράφουν με βεβαιότητα ότι ο Ίππαρχος ενδιαφερόταν μόνον για τις τέχνες και τον έρωτα και ότι ο ουσιαστικός ηγέτης ήταν ο Ιππίας. Αναφέρουν επίσης ότι ο μόνος λόγος για τον οποίο γνώρισε τόση δημοσιότητα το όνομα του Ίππαρχου, ήταν το γεγονός και μόνο ότι δολοφονήθηκε- πράγμα που οδήγησε τελικά στο τέλος της Τυραννίδας. Η δολοφονία του Ίππαρχου σίγουρα δεν μπορεί να θεωρηθεί αμιγώς πολιτική ενέργεια. Οι δύο δράστες Αρμόδιος και ο Αριστογείτονας επί της ουσίας 
άσκησαν μια πράξη "ατομικής βίας" και μάλιστα με κίνητρα προσωπικής αντεκδίκησης και για λόγους καθαρά ερωτικής αντιζηλίας! Ο ίδιος όμως ο αθηναϊκός λαός έδωσε εν συνεχεία στην πράξη αυτή έντονα πολιτική χροιά, μεγαλοποιώντας ταυτόχρονα και την αποτελεσματικότητά της. Τα πραγματικά αίτια που όπλισαν τα χέρια των δύο Τυραννοκτόνων δεν αμφισβητούνται από κανένα ιστορικό και οι περισσότεροι δέχονται ότι αυτά ήταν η σεξουαλική παρενόχληση του Ίππαρχου προς το νεαρό Αρμόδιο, η ερωτική αντιζηλία που προκλήθηκε και οι προσβολές που επακολούθησαν. Οι ιστορικοί συμφωνούν ότι το ερωτικό πάθος και οι προσβολές είναι πιθανό να γέννησαν στη συνέχεια και αντιτυραννικά αισθήματα στους δύο δράστες αφού ουσιαστικά αυτοί βίωναν μια "κατάχρηση εξουσίας" –αφενός με τη μορφή της σεξουαλικής παρενόχλησης, αφετέρου με την κοινωνική περιθωριοποίηση που επέβαλε στον Αρμόδιο ο Ίππαρχος. Εντούτοις αυτά τα πολιτικά στοιχεία –αν πράγματι υπήρξαν- δεν τεκμηριώνονται ιστορικά τόσο έντονα στις ενέργειες του ζεύγους, ώστε να αιτιολογούν την ορμή με την οποία οι Αθηναίοι, λαός και πολιτικοί, ηρωοποίησαν τους δύο άνδρες ως ημίθεους τέσσερα χρόνια αργότερα, το 510 π.Χ., δηλαδή μετά την  οριστική ανατροπή της τυραννίδας και την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας. 

Κύρια πηγή για τα γεγονότα είναι ο Θουκυδίδης, ο οποίος γράφει γι' αυτά σε μια εποχή κατά την οποία ο περισσότερος κόσμος πίστευε πως η τυραννίδα των Πεισιστρατιδών είχε ανατραπεί κυρίως χάρη στον Αρμόδιο και στον Αριστογείτονα. 
Ο ίδιος διαφωνεί απόλυτα με αυτό, θεωρώντας το ιστορική ανακρίβεια. Γράφει ότι «η τυραννίδα δεν ανατράπηκε από το λαό ή τους Τυραννοκτόνους, αλλά από τους Λακεδαιμονίους» και συνεχίζει αφαιρώντας την πολιτική βαρύτητα της ενέργειας και τονίζοντας την προσωπική, αφού γράφει ότι «η τολμηρή πράξη του Αριστογείτονα και του Αρμόδιου ήταν αποτέλεσμα ερωτικού πάθους και εκδίκησης».

Ο Αρμόδιος ήταν ένας όμορφος νέος και ερωτικός σύντροφος του μέσου αστού Αριστογείτονα. Όταν ο Ίππαρχος έκανε δελεαστικές ερωτικές προτάσεις στον όμορφο Αρμόδιο, εκείνος τις απέρριψε και είπε μάλιστα τα καθέκαστα στον προστάτη του Αριστογείτονα. Ο Αριστογείτονας θίχθηκε ως εραστής αλλά και φοβήθηκε την εξουσία του Ίππαρχου -μήπως δηλαδή του άρπαζε τον Αρμόδιο με τη βία- οπότε «άρχισε να μηχανεύεται κάποια σχέδια που να είναι στις δυνατότητές του, ώστε να μπορέσει να καταλύσει την τυραννίδα» –όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Θουκυδίδης. Στο μεταξύ ο Ίππαρχος έκανε και άλλη προσπάθεια να σαγηνεύσει τον Αρμόδιο και αυτός τον απέκρουσε για δεύτερη φορά. Τότε ο Ίππαρχος θύμωσε και αποφάσισε να τον εκδικηθεί, χωρίς όμως να χρησιμοποιήσει αμιγώς σωματική βία αλλά βασίστηκε στην ψυχολογική της εκδοχή. Συγκεκριμένα, κάλεσε την αδελφή του Αρμόδιου να συμμετάσχει στην πομπή των Παναθηναίων και όταν εκείνη ανταποκρίθηκε, την πλησίασε (ο ίδιος ή εκπρόσωπός του) και δημοσίως την έδιωξε κακήν κακώς, φωνάζοντας ότι «ήταν ανάξια για μια τέτοια τιμή». Δεν είναι βέβαιο τι εννοούσε όταν την αποκάλεσε ανάξια, αλλά κατά τους περισσότερους ιστορικούς, επειδή στην πομπή μετείχαν μόνον παρθένα κορίτσια, η φράση υποδήλωνε ότι εκείνη δεν ήταν.
Πάντως η προσβολή όποιο νόημα κι αν είχε ήταν βαριά την εποχή εκείνη και έπαιξε φαίνεται τον καταλυτικό ρόλο. Το ζεύγος των Αρμόδιου και ο Αριστογείτονα εξοργισμένο αποφάσισε να σκοτώσει τον Ίππαρχο. Σύμφωνα με τον Θουκυδίδη ο Αρμόδιος και ο Αριστογείτονας δεν θέλησαν να συνωμοτήσουν με πολλούς, ακριβώς για να μη διαρρεύσει το σχέδιό τους. Πόνταραν εξάλλου και στη δυσαρέσκεια μερίδας του λαού και πίστευαν ότι αν επιτίθεντο στον Ίππαρχο μέσα στην κοσμοσυρροή της γιορτής με πολλούς πολίτες ενόπλους, θα ξεσηκώνονταν αμέσως και άλλοι που θα ήθελαν την ελευθερία τους. Επέλεξαν να δολοφονήσουν τον Ίππαρχο μια συγκεκριμένη ημέρα των Παναθηναίων των Μεγάλων, επειδή μόνον τότε μπορούσαν οι πολίτες να κυκλοφορούν στο δρόμο ένοπλοι χωρίς να επισύρουν υποψίες.
Όταν όμως πήγαν να εφαρμόσουν το σχέδιό τους, είδαν έναν συνωμότη που του είχαν εκμυστηρευτεί τα σχέδιά τους και ήταν ταυτόχρονα και φίλος του Ιππία, να του μιλά στο αυτί. Πίστεψαν ότι μαρτυρούσε το σχέδιό τους στον τύραννο και ότι -όπως γράφει ο Θουκυδίδης- αν δεν κινούνταν αστραπιαία θα συλλαμβάνονταν και θα τους εκτελούσαν προτού καν σκοτώσουν εκείνον για τον οποίο τα έκαναν όλα αυτά, δηλαδή τον Ίππαρχο. Οπότε έκαναν βεβιασμένες και σπασμωδικές κινήσεις, έτρεξαν προς τον Ίππαρχο που ήξεραν ότι βρισκόταν στο Λεωκόριον και τον σκότωσαν «με οργή μεγάλη ο μεν Αρμόδιος για την τρομερή προσβολή που του έκανε, ο δε Αριστογείτων από ερωτική αντιζήλεια».
Η σωματοφυλακή του Ίππαρχου σκότωσε επί τόπου τον Αρμόδιο. Ο Αριστογείτονας, αν και μέσα στην αναμπουμπούλα και την κοσμοσυρροή διέφυγε για λίγο, πιάστηκε πολύ γρήγορα. Ο Ιππίας στην αρχή αντέδρασε πολύ ψύχραιμα όταν πληροφορήθηκε τα καθέκαστα και ζήτησε από τους πολίτες να αφήσουν κάτω τα όπλα τους ώστε να συλληφθούν πιο εύκολα οι τυχόν συνένοχοι των δραστών –θεώρησε ύποπτους όσους έφεραν σπαθί ή μαχαίρι, γιατί το έθιμο απαιτούσε στην πομπή να φέρουν μόνον ασπίδα και δόρυ. Στη συνέχεια, μετά από αθρόες συλλήψεις, ασχολήθηκε με την ανάκριση του Αριστογείτονα, ο οποίος υπέκυψε στα βασανιστήρια πολύ γρήγορα. 
Κατά την διάρκεια του βασανισμού του ο Αριστογείτονας φέρετε να αποκάλυψε πολλά ονόματα συνωμοτών που ήταν μάλιστα και φίλοι του Ιππία. Ο Αριστοτέλης δεν είναι βέβαιος για το κατά πόσον ο τυραννοκτόνος έδινε τα πραγματικά ονόματα των συνεργατών του. Αναφέρει ότι μπορεί όσα κατέδιδε να ευσταθούσαν, αλλά μπορεί και να κατονόμαζε σκόπιμα φίλους του Ιππία που ήταν στην πραγματικότητα αμέτοχοι, επιδιώκοντας να εκτελεστούν και έτσι να αποδυναμωθεί αλλά και να απομονωθεί ακόμα περισσότερο ο Ιππίας. Ο τύραννος όντως τότε εκτέλεσε πολλούς από εκείνους που κατονόμασε ο Αριστογείτονας. 
Ανάμεσα στα θύματα των βασανιστηρίων που ακολούθησαν την τυραννοκτονία, αναφέρεται και μία γυναίκα, η Λέαινα, την οποία ο Ιππίας συνέλαβε και βασάνισε επειδή ήταν ερωμένη του Αρμόδιου και του Αριστογείτονα. Παρά τα βασανιστήρια, εκείνη, είτε επειδή δεν ήξερε τίποτε είτε επειδή ήταν αποφασισμένη να προστατέψει τους φίλους των Τυραννοκτόνων, δεν είπε τίποτε. Σύμφωνα με την παράδοση δάγκωσε ή έκοψε μόνη της τη γλώσσα της, ακριβώς για να μη μιλήσει. Οι Αθηναίοι προς τιμή της μετά το 510 π.Χ. έστησαν στα Προπύλαια έναν χάλκινο λέοντα χωρίς γλώσσα.
Σύμφωνα με μια εκδοχή, ο ίδιος ο Ιππίας έγινε έξαλλος και σκότωσε τελικά με τα ίδια του τα χέρια τον Αριστογείτονα, όταν ο τελευταίος του είπε ότι όσα του είχε αποκαλύψει για την υποτιθέμενη συμμετοχή φίλων του στη συνωμοσία ήταν ψέματα και ότι έτσι είχε καταφέρει να τον κάνει να εκτελέσει όλους τους φίλους του.
Μετά το θάνατο του Ίππαρχου η στάση του Ιππία άλλαξε σε πολλά και η τυραννίδα σκλήρυνε. Ο Ιππίας κυβέρνησε μόνος του για τέσσερα χρόνια, μέχρι το καλοκαίρι του 510 π.Χ. οπότε και η τυραννίδα ανατράπηκε με στρατιωτική επέμβαση του βασιλιά της Σπάρτης Κλεομένη.
Όταν πέθανε ο Ίππαρχος, ο Ιππίας βρέθηκε πολιτικά και ψυχικά απομονωμένος. Ήταν πεπεισμένος ότι εξυφαινόταν αντιτυραννική συνωμοσία και δεν ήξερε ποιον να εμπιστευτεί. Αυτή η πεποίθησή του, σε συνδυασμό πιθανόν και με την οδύνη για την απώλεια του αδελφού του, αλλά και την αγωνία για την ίδια του την ζωή, τον οδήγησε στη λήψη αυστηρότερων μέτρων και όλοι οι ιστορικοί συμφωνούν πως στο εξής η τυραννίδα έγινε σκληρότερη. Παράλληλα όμως ο Ιππίας αντιμετώπιζε και τον επεκτατισμό των Περσών. Αυτό το 513 π.Χ., με την εκστρατεία του Δαρείου στη Σκυθία, οι Πέρσες είχαν εδραιωθεί στη Θράκη και την ανατολική Μακεδονία, στερώντας έτσι από τον Αθηναίο τύραννο από το χρυσάφι του Παγγαίου, χάρη στο οποίο συντηρούσε τον μισθοφορικό στρατό του. Διάφορα οικονομικά προβλήματα-που δεν ερμηνεύονται αποκλειστικά από την διακοπή εισοδημάτων από το Παγγαίο- οδήγησαν τον Ιππία και σε μια καθαρά "φορομπηχτική πολιτική" που του στέρησε ίσως και τα τελευταία λαϊκά ερείσματα που είχε. Αυτή την πολιτική ορισμένοι την αποδίδουν στο μίσος του προς τους πολίτες εξαιτίας του φόνου του αδελφού του, όμως οι υπόλοιπες ενέργειές του δεν δείχνουν κάτι τέτοιο και το πιθανότερο είναι ότι το ταμείο της πόλης ήταν πράγματι προβληματικό. Φορολόγησε πάντως τα μπαλκόνια, τις εξωτερικές σκάλες που οδηγούσαν σε πρώτο όροφο, τις αυλές και όσες πόρτες σπιτιών άνοιγαν προς τα έξω. Χαρακτήρισε όλα τα προαναφερόμενα κρατική περιουσία και είπε στους δημότες ότι τους ανήκε μόνον ό,τι δεν εξείχε από το σπίτι τους. Οι δημότες αναγκάστηκαν τότε για να τα διατηρήσουν, να τα αγοράσουν από το κράτος. Παράλληλα φορολόγησε με μεγάλο για την εποχή ποσό τόσο τις γεννήσεις όσο και τους θανάτους –για κάθε θάνατο ή γέννηση στην οικογένειά τους, οι Αθηναίοι έπρεπε να καταβάλλουν (σε σημερινά μέτρα όγκου) ένα λίτρο κριθάρι, άλλο τόσο σιτάρι και έναν ασημένιο οβολό.



Επίσης προχώρησε με ανορθόδοξο τρόπο στην υποτίμηση του νομίσματος υποσχόμενος ότι θα κυκλοφορήσει νέα κέρματα –πήρε όλα τα παλιά σε χαμηλότερη τιμή και μετά επανακυκλοφόρησε τα ίδια. Άλλο μέτρο που φέρεται να πήρε ήταν καθαρά υπέρ των ολιγαρχικών. Συγκεκριμένα τους πρότεινε αντί να πληρώσουν ως όφειλαν ένα μεγάλο ποσό για χορηγία τριήρεως ή για άλλο μεγάλο έργο, να καταθέσουν ένα ποσό μικρότερο από αυτό στο ταμείο του κράτους και να γραφτεί το όνομά τους ως χορηγών –δηλαδή εκείνοι γράφονταν ως χορηγοί δίνοντας λιγότερα χρήματα από το κανονικό, το κράτος (ή ο ίδιος ο Ιππίας) συγκέντρωνε μετρητά και η πραγματική χορηγία (τριήρης ή συσσίτια) ποτέ δεν πραγματοποιείτο. Τελικά η λαϊκή δυσαρέσκεια διογκώθηκε εναντίον του αλλά ήταν η επέμβαση μιας ξένης δύναμης- της Σπάρτης που κατέλυσε τελικά την Τυραννία του. 
Στην ανατροπή του Ιππία έπαιξε καθοριστικό ρόλο το "χρήμα των Αλκμεωνιδών". Συγκεκριμένα, οι Αλκμεωνίδες κινούνταν εναντίον της τυραννίδας όχι μόνον στρατιωτικά, αλλά και διπλωματικά. Είχαν φροντίσει να διαθέσουν πολλά χρήματα για την ανακαίνιση του Μαντείου των Δελφών μετά την καταστροφή του το 548 π.Χ. από πυρκαϊά, και έτσι είχαν κερδίσει την εύνοια της πόλης των Δελφών αλλά και του Μαντείου και της Πυθίας. Αυτό ή και η άμεση δωροδοκία της Πυθίας είχε σαν αποτέλεσμα κάθε φορά που πήγαινε Σπαρτιάτης για χρησμό, εκείνη να ολοκληρώνει τα λεγόμενά της πάντα με την ίδια επωδό: «και να ελευθερώσετε την Αθήνα». Παράλληλα οι Αλκμεωνίδες υποστήριζαν από χρόνια ότι η φωτιά που είχε καταστρέψει το Μαντείο ήταν εμπρησμός από ανθρώπους του Πεισίστρατου. Ο Ιππίας επιπλέον είχε καλές σχέσεις με το Άργος, που τότε ήταν ισχυρό και εχθρικό προς τη Σπάρτη. Όλα αυτά δημιουργούσαν αρνητικό κλίμα στη Σπάρτη για την αθηναϊκή κυβέρνηση των Πεισιστρατιδών. Ο βασιλιάς της Σπάρτης Κλεομένης ίσως προβληματιζόταν έντονα και για την περίπτωση που ο Ιππίας "μήδιζε", δηλαδή γινόταν υποχείριο των Περσών στην Ελλάδα και άρα πλέον απειλούσε δυναμικά τη Σπάρτη. Δεν μπορεί κανείς να ξέρει τα πραγματικά κίνητρά του Σπαρτιάτη βασιλιά, αλλά επισήμως επικαλέσθηκε τους επανειλημμένους χρησμούς του Μαντείου των Δελφών και έπεισε την πόλη του να ανατρέψει την τυραννίδα των Αθηνών. Όπερ και εγένετο το καλοκαίρι του 510 π.Χ. Η στρατιωτική επέμβαση των Σπαρτιατών ήταν επιτυχής και ο Ιππίας πολιορκήθηκε στην Ακρόπολη των Αθηνών. Ενώ η κατάσταση ήταν στάσιμη, έκανε το λάθος να προσπαθήσει να φυγαδεύσει από το φρούριο της ακρόπολης τους συγγενείς του. Ο Κλεομένης το έμαθε, τους συνέλαβε ως ομήρους, εκβίασε με τη ζωή τους τον Ιππία και αυτός αποχώρησε από την Ακρόπολη, με αντάλλαγμα να αφήσουν εκείνον και την οικογένειά του να φύγουν από την Αττική ζωντανοί. Τους δόθηκε περιθώριο 5 ημερών και όντως οι Πεισιστρατίδες έφυγαν για να καταφύγουν στον ετεροθαλή αδελφό του Ιππία, Ηγησίστρατο. Στη συνέχεια οι Αθηναίοι προχώρησαν σε δίκες και καταδίκες Πεισιστρατικών, γιατί ναι μεν οι συγγενείς του Πεισίστρατου προστατεύονταν από την συμφωνία που είχε προηγηθεί ανάμεσα στον Ιππία και τον Κλεομένη ( ήταν "υπόσπονδοι" και συνεπώς δεν μπορούσαν να τους πειράξουν), αλλά οι οπαδοί τους δεν είχαν καμία ανάλογη προστασία. Τελικά την εξουσία στην Αθήνα την ανέλαβε ο Κλεισθένης, της οικογένειας των Αλκμεωνιδών, ο οποίος και έθεσε τις βάσεις για τη δημοκρατική μεταρρύθμιση της Αθήνας. 
Με το τέλος της τυραννίας του Ιππία, ανέλαβε να μεταρρυθμίσει το πολίτευμα της Αθήνας και να το καταστήσει δημοκρατικότερο. Γι' αυτό τον σκοπό διαχώρισε τους Αθηναίους σε δέκα φυλές με δέκα δήμους η καθεμιά. Σε κάθε φυλή φρόντισε να ανήκουν πολίτες από διάφορες περιοχές της Αττικής και έτσι οι πλούσιοι ευγενείς έπαψαν να αποτελούν μόνοι τους μια ισχυρή τάξη και αναμίχθηκαν με τους υπόλοιπους πολίτες. Ο Κλεισθένης έδωσε όλη την εξουσία στην Εκκλησία του δήμου. Από αυτήν εκλέγονταν και οι δέκα στρατηγοί που διοικούσαν όχι μόνο το στρατό αλλά και το ίδιο το κράτος. Επιπρόσθετα, η βουλή των 400, όργανο που θέσπισε ο Σόλωνας αντικαταστήθηκε από νέα βουλή με 500 βουλευτές. Αυτοί εκλέγονταν κάθε χρόνο με κλήρο 50 από κάθε φυλή. Έτσι, όλοι οι πολίτες είχαν πιθανότητα να γίνουν κάποτε βουλευτές. Έργο της βουλής ήταν να προετοιμάζει τα θέματα που θα συζητούσε η Εκκλησία του δήμου. Επίσης, ο Κλεισθένης, για να προστατέψει το νέο πολίτευμα, καθιέρωσε τον "οστρακισμό". Κάθε πολίτης έγραφε πάνω σε ένα κομμάτι από σπασμένο αγγείο (όστρακο) το όνομα του πολιτικού που θεωρούσε πιο επικίνδυνο για τη δημοκρατία. Μετρούσαν κατόπιν τα όστρακα και εξόριζαν για 10 χρόνια όποιον είχε συγκεντρώσει 6 χιλιάδες όστρακα με το όνομά του. Έτσι γεννήθηκε στην Αθήνα η δημοκρατία, το πολίτευμα που δίνει σε όλους του πολίτες το δικαίωμα αλλά και το καθήκον να συμμετέχουν στη διακυβέρνηση του κράτους. Η δημοκρατία ήταν μια από τις πιο σημαντικές κατακτήσεις των αρχαίων Ελλήνων. Έτσι έπαψαν η συγγένεια και η καταγωγή να παίζουν ρόλο στην πολιτική ζωή της Αθήνας. Με το μέτρο αυτό ο Κλεισθένης "έδωσε την πολιτεία στον λαό", όπως έγραψε αργότερα ο Αριστοτέλης.


Ο Ιππίας στο μεταξύ είχε καταφύγει στην δούλεψη των Περσών και μάλιστα συμμετείχε παρά τη μεγάλη του ηλικία στην εκστρατεία του Δαρείου στην Ελλάδα ως σύμβουλος, ώστε μεταξύ άλλων να υποδείξει στους Πέρσες το κατάλληλο σημείο για απόβαση. Μια νύχτα πριν αρχίσει η εκστρατεία του Δαρείου, είχε δει μάλιστα στον ύπνο του ότι κοιμόταν με τη μητέρα του και το είχε ερμηνεύσει περιχαρής ως ένδειξη πως οι Πέρσες θα νικούσαν και ο ίδιος θα επανερχόταν στην πατρίδα του ως ηγέτης. Όταν όμως τα πλοία των Περσών λίγο πριν από το Μαραθώνα σταμάτησαν σε μια νησίδα, έτυχε να φταρνιστεί πολύ έντονα και λόγω της μεγάλης του ηλικίας, του έπεσαν δυο-τρία δόντια στην άμμο. Προσπάθησε σαν τρελός να τα βρει, αλλά στάθηκε αδύνατον. Από εκείνη τη στιγμή ήταν βέβαιος πως αυτό αποτελούσε οιωνό ότι οι Πέρσες θα ηττούνταν και εκείνος δεν θα ξανάβρισκε ποτέ την δύναμή του –δηλαδή την εξουσία. Σύμφωνα με την επικρατέστερη εκδοχή, ο Ιππίας πέθανε στο γυρισμό των Περσών κάπου στο Αιγαίο, μάλλον στη Λήμνο.
Δεν νομίζουμε ότι υπάρχει καλύτερη ιστορία από αυτήν που να αναδεικνύει με πιο πασιφανή και προφανή τρόπο την αλληλοσύνδεση που έχουν μεταξύ τους οι διάφορες μορφές βίας και τον ρόλο που παίζουν τελικά στο ιστορικό γίγνεσθαι! Αρκεί κάποιος να προσέξει πως και με ποιο τρόπο τελικά η Βία διαμορφώνει και διαμορφώνεται η ίδια από τον ρου της Ιστορίας. Είναι ο κοινωνικός "Φόβος της Βίας" που χρησιμοποιείται ως τέχνασμα από τον Πεισίστρατο για να τον οδηγήσει στην εξουσία, και όμως λίγα χρόνια αργότερα ένα περιστατικό "Προσωπικής Βίας" θα ηρωοποιηθεί από την ίδια αυτή Κοινωνία, και θα αποτελέσει αφορμή για την Αλλαγή της Εξουσίας. Η Τυραννοκτονία είναι επί της ουσίας ένα περιστατικό "Ατομικής Βίας" που αποκτά κοινωνικές και ιστορικές προεκτάσεις. Όπως και στην περίπτωση του Ίππαρχου είναι η "Βία της Εξουσίας" που ενώ είναι κοινωνική τελικά εξατομικεύεται στο πρόσωπο του Αρμόδιου. Το συμπέρασμα δεν μπορεί να είναι κανένα άλλο πέρα από τι ότι η Βία είναι συνυφασμένη με τα αίτια που την γεννούν και κρίνεται από τα αποτελέσματα τα οποία επιφέρει. Τα αγάλματα των δύο Τυραννοκτόνων αυτό αποδεικνύουν: Το πρωτότυπο γλυπτό, έργο του Αντήνορος, που είχε στηθεί από τους Αθηναίους στην Αγορά, δεν σώζεται στις μέρες μας. Κατά την περσική εισβολή του 480 π.Χ. στην Αθήνα, μεταφέρθηκε στην Περσία. Παρά το γεγονός ότι ο Μέγας Αλέξανδρος, κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του στην Ασία, το είδε και το επέστρεψε στην Αθήνα, καμία περιγραφή γι’ αυτό δεν μας έχει κληροδοτηθεί. Μετά την απαγωγή του αρχικού χάλκινου γλυπτού από τους Πέρσες, οι γλύπτες Κριτίος και Νησιώτης ανέλαβαν να φιλοτεχνήσουν ένα δεύτερο, επίσης από χαλκό (477-476 π.Χ.), το οποίο παρέμεινε εκτεθειμένο στην Αγορά καθ’ όλη τη διάρκεια της αρχαιότητας. Φαίνεται δέ ότι έχαιρε ιδιαίτερης φήμης, υπόθεση που επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι αποτυπώθηκε σε πολλά μαρμάρινα αντίγραφα της ρωμαϊκής εποχής. Το αρτιότερα διατηρημένο από αυτά είναι εκείνο της περιόδου του αυτοκράτορα Αδριανού (2ος αι. μ.Χ.), από την έπαυλή του στο Tivoli (το κεφάλι του Αριστογείτονος συμπληρώθηκε από άλλο αντίγραφο του Μουσείου Conservatori της Ρώμης).




3) Εν κατακλείδι: οι μόνοι που έχουν  το ηθικό δικαίωμα να "καταδικάζουν την βία από όπου κι αν αυτή προέρχεται" είναι αυτοί που θέλουν να συντρίψουν καθετί που γεννάει και δίνει τροφή στην Βία- όλα τα άλλα είναι προφάσεις της "εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσης γυνής"!   

Δεν υπάρχουν σχόλια: