Του Δημοσθένη Βουτυρά.
Μόλις μπήκε ο Πιλάλας στο κρασοπωλιό του Κουζίνα είδε ότι και σ΄ αυτό τα ίδια γινόντουσαν, την ίδια είχαν ομιλία κείνη, που άκουσε και στ΄ άλλα μαγαζιά. Κάθισε παράμερα, κοντά στην τρύπα του υπογείου, που βρισκόνταν τα κρασιά, και όπου κάτω, στο τελευταίο σκαλοπάτι, είδε ένα φανάρι ριχμένο μαζί με μια σκούπα.
Ο Μαργώνης, ένας αδύνατος, γυρτός, φορώντας μόνο το γιλέκο, μιλούσε, αυτός ρητόρευε μέσα κει.
Η παρέα του καμιά δεκαριά, άλλοι όρθιοι και άλλοι καθισμένοι, τον άκουγε.
Κ΄ έλεγε ο Μαργώνης κουνώντας τα χέρια του:
— Μα για σκεφθείτε το λιγάκι, σκεφθείτε το! Να σε κάνει τόσες ατιμίες και να τις δέχεται, να τις λούζεται! και στο τέλος να πάρει ένα χαμένο και να το κόψει λάσπη να του φύγει! Καλά ίσαμε δω, στο διάολο! Αν και για μένα είναι αυτό! Τι τα θέλατε; Με το τόσο δα, που θα δεις, ξεκαθάρισμα! Γιατί άμα τ΄ αφήσεις… ε, φουκαρά μου, πάει! Το κακό θα μεγαλώσει σιγά, σιγά και συ θα το συνηθίσεις, χωρίς να το καταλάβεις! Μια κι όξω! Είναι καλύτερο! Λοιπόν, που λέτε, ύστερα απ’ αυτά κι απ΄ αυτά να πάει τον άτιμο! να πάει και να την μαζέψει, άμα την παράτησε στους πέντε δρόμους, κείνος ο χαλές, και μας την κουβάλησε εδώ! Ακούτε, μωρέ ακούτε! Σκότωμα θέλει ο άτιμος, σκότωμα!
— Μωρέ, μυστήριο, μυστήριο! έκανε ο Πέλαγος, ένας χοντρός αντράκλας, κόκκινος, με τις τρίχες του μουστακιού του άγριες να στέκονται.
— Σκότωμα, μα το σταυρό, θέλει! είπαν πολλοί και με μάτια ξαγριωμένα κοιτάξανε τριγύρω, και αντικριστήκανε με τα ειρωνικά μάτια του Πιλάλη, που μαζεμένος καθόταν κοντά στην πόρτα του υπογείου.
— Μωρέ παιδιά, αυτό θα το θυμάμαι στη ζήση μου, είπε ο κοντός κατσαρομάλλης Βαμπάς κουνώντας σιγά το κεφάλι του.
Ήτανε καθισμένος κοντά στην πόρτα, που έβγαινε στη μάντρα, όπου έξω κει, ένα πλήθος παπάκια με το λαιμό τεντωμένο, ίσιο το κεφάλι, κοίταζαν ένα παιδί μισόγυμνο που τους ετοίμαζε το φαΐ τους κομματιάζοντας μ΄ ένα ψαλίδι έντερα.
Πάλι έλαβε το λόγο ο Μαργώνης.
Έπρεπε, έλεγε, να τον διώξουν απ΄ τη χώρα τον Κοντίνα, έπρεπε! Όλα τα τριγύρω χωριά θα τους περγελούσαν και ντροπή και ντροπή θα είχανε!
— Μωρέ, αλήθεια! Καλά που μου τόπες! είπε και ο Κλάπης, που φορούσε αυτήν την ημέρα, κόκκινο ζουνάρι πλατύ, και στεκόταν όρθιος, πάνω απ΄ τον χοντρό Παχουλή, εγώ που πάω γύρα, εγώ θα φάω την πρώτη σπαλιόρα!
— Μωρέ μυστήριο, μυστήριο! είπε ο Πέλαγος με τη χοντρή φωνή του.
— Τον άτιμο!
— Σκότωμα θέλει το σκυλί!
— Μωρέ διώξιμο, του φτάνει!
Στην πόρτα, κείνη τη στιγμή, φάνηκε η Βαράντενα να κοιτάζει μέσα…
*
* *
Αυτή τη γυναίκα ο Πιλάλας, άμα την έβλεπε θυμόταν κάτι που είχε φκιάξει σε πολλούς και σ΄ αυτόν ακόμα.
Η Βαράντενα έλειπε χρόνια απ΄ την πατρίδα της, και όταν ήρθε, οι γυναίκες που την βλέπανε έτσι κοιλαρού, νομίζανε πως ήταν έγκυος και της στέλνανε μεζέ απ΄ το φαΐ τους που μαγερεύανε, από φόβο μη είχε μυρίσει και της πέσει το παιδί. Και δεν άφηνε πόρτα, για πόρτα. Κι αυτή τότρωγε χωρίς να πει την αλήθεια. Αυτό τόχε πάθει και η γυναίκα του Πιλάλα, και της έστειλε, Γενάρη μήνα, σταφύλια, που φύλαγε για την εορτή του άντρα της, γιατί είδε ότι τάχε δει! ...
Η κυρά Βαράντενα ήταν αδελφή του Πελάγου και είχε μέσα στη χώρα, όνομα για τρομερή καβγατζού. Είχε, λέγανε, και δύναμη τρομερή, που τον άντρα της, έναν κοντό, ανθρωπάκο, τον έπιανε και τον έκανέ τόπι στα χέρια της.
Και πρωί, πρωί, ακόμα είχε πιαστεί. Την είδε ο Πιλάλας να μαλώνει με την γυναίκα του μπαρμπέρη του Χειλά. Είχαν πιαστεί μαλλιά με μαλλιά, γιατί η γυναίκα του Χειλά είχε τολμήσει να υπερασπιστεί τον Κοντίνα, που πήρε τη γυναίκα του πίσω. Και γρήγορα, γρήγορα βγήκε νικήτρια. Ξερίζωσε μια τούφα μαλλιά της μπαρμπέρενας, την κυνήγησε κ΄ έριξε πέτρες στην πόρτα της, που πρόφτασε αυτή και την μαντάλωσε, φωνάζοντας άγρια με φωνή, που νόμισαν πολλοί, που δεν είχανε δει ποιος μάλωνε, πως της είχε τσακωθεί ο Πέλαγος ο αδελφός της:
— Όλες θα σας κάψω καρακάξες, που θέλετε να μας κάνετε δω σάντα φασάν!
Αυτή τη λέξη θέλησε ο Πιλάλας να την μάθει και ρώτησε έναν, που έκανε ότι ήξερε όλες τις γλώσσες, γιατί είχε πάει στην Αμερική και ήτανε με καράβια. Κόκκαλο όμως αυτός! Δεν την ήξερε. Αυτά θα τάχε μάθει η Βαράντενα, στην πρωτεύουσα, που ήτανε τόσα χρόνια!
Απ΄ εκείνη τη στιγμή ο Πιλάλας την έβλεπε με άλλο μάτι. Δεν ήταν μόνο, η Βαράντενα η καβγατζού, αλλά και μια γυναίκα, πούξερε κάτι λέξεις, σε μια γλώσσα, που άλλος στη χώρα δεν είχε ακούσει!
Η Βαράντενα αφού στάθηκε για λίγο, κοιτάζοντας μέσα, φώναξε με χοντρή φωνή σαν αντρίκια χοντρή:
— Μα δε θάρθεις! Τι ακόμα θα μπεκρουλιάζεις!
Όλοι στραφήκανε.
— Έλα λοιπόν! σήκω γρήγορα! έκανε κείνη στον αδελφό της.
— Άσε μας, κυρά Βαράντενα, να ζήσεις! της είπε παρακλητικά ο Κλάπας με το κόκκινο ζουνάρι, έχουμε την κουβέντα του Κοντίνα!
— Μη μου τον θυμίζεις! έκανε αυτή σηκώνοντας λίγο το χέρι της σα νάθελε να φράξει το αυτί της. Τον άτιμο!
Και μπήκε μέσα στην ταβέρνα και πλησίασε την παρέα.
— Τι να σας πω, μωρέ παιδιά, τους είπε βάζοντας το χέρι στη μέση της, και κουνώντας αργά το κεφάλι, να μη με λένε Βαράντενα αν δεν του ξεριζώσω το μουστάκι! Να! …
Και σήκωσε το χέρι της και έκανε ένα μεγάλο σταυρό.
— Μπράβο κυρά Βαράντενα!
— Να μας ζήσεις, κυρά Βαράντενα! Στην υγειά σου! της είπε ο Κλάπας κ΄ έσκυψε και πήρε το ποτήρι του.
— Να μας ζήσεις! είπαν και οι άλλοι παίρνοντας τα ποτήρια τους.
— Μα για σταθείτε! να πάρει κι ένα κρασί η κυρά Βαράντενα! Παιδί ένα κρασί! πρόσταξε ο Μαργώνης.
— Αμέσως! ακούστηκε μια φωνή βραχνή, και από πίσω απ΄ το τεζάχι, ξεφύτρωσε ο ταβερνιάρης κοντός, φαλακρός, βρώμικος με μια ποδιά σκούρα μικρή εμπρός του, μη λερώσει το βρώμικο, άσπρο στενό κοντοβράκι του.
— Ξέρεις τι έλεγα, κυρά Βαράντενα, εδώ στην παρέα; πως αυτός ο άτιμος προσβάλλει όλη τη χώρα!
— Αυτό ν΄ ακούγεται!
— Κι άλλο, ξακολούθησε ο Μαργώνης, δεν είναι παρά να τον κάνουμε να πάρει δρόμο απ΄ εδώ! Να του πούμε, δηλαδής, πως δεν τον σηκώνει πια ο αέρας του τόπου μας, και για την υγειά του, αν την θέλει, ν΄ αλλάξει τον αέρα!
— Καλό είναι, μα εγώ θέλω πρώτα να τον κάνουμε παστό στο ξύλο! και να του κόψουμε μουστάκι, όλα! είπε η Βαράντενα.
— Μωρέ εγώ ήθελα να τον ξεκάνουμε τον μαγκούφη! είπε ο κατσαρομάλλης.
— Κ΄ εγώ! έκανε ένας με μαλλιά ψαρά, σηκώνοντας το χέρι του, κ΄ εγώ αυτό λέω! Κι όχι να του πούμε και να του ξεροπούμε! Στο διάολο να πάει το παλιόσκυλο!
— Μπράβο, μπάρμπα Γλαρά, μπράβο, να μας ζήσεις! του είπε ο Κλάρης, που άκουγε με τόνα χέρι χωμένο στο κόκκινο ζουνάρι του.
— Κ΄ εγώ αυτό λέω!
— Σκότωμα θέλει!
— Γδάρσιμο!
— Να του βγάλω το μάτι έτσι!
— Μωρέ μυστήριο, μυστήριο! είπε ο Πέλαγος.
Ο Πιλάλας άρχισε σιγά να τραγουδά:
"Χίλια τσουβάλια ζάχαρη
ερρίξανε στη λίμνη
για να γλυκάνει το νερό
να πιει κυρά Φροσύνη…"
Η παρέα στράφηκε και τον είδε.
— Ε, ε, μωρέ Πιλάλα! Τραγούδι! Μωρέ πού το βρίσκει το κέφι! είπε ο μπάρμπα Γλαράς.
— Ο Πιλάλας είναι σαν τη γριά, που χτενιζόταν και το χωριό καιόταν! έτσι.
— Το κρασί σου! έκανε ο ταβερνιάρης στη Βαράντενα, που μιλούσε, παρουσιάζοντάς της ένα ποτήρι γεμάτο κρασί.
Ο Πιλάλας ξακολούθησε να τραγουδά κοιτάζοντας με την άκρη του ματιού κάποτε, την παρέα.
Και η παρέα πάλι τα ίδια μιλούσε, με τη Βαράντενα στη μέση, να λέει κι αυτή.
Ο τοίχος από πάνω τους ήτανε γεμάτος μύγες, μαύριζε ενώ άλλες πλήθος, πετούσανε γύρω, καθόνταν πάνω στην παρέα, την ενοχλούσαν…
Απ΄ την πόρτα της αυλής, που δεν φαινόντουσαν τώρα τα παπάκια, ένα αεράκι δροσερό ήρθε, αλλά γεμάτο βρώμια, βούρκου, σαπίλας.
Ο Πιλάλας άρχισε να νυστάζει και σκέφτηκε να τραβήξει για το σπίτι του.
Αλλ΄ έξω, απ΄ το δρόμο, μια βουή, ένας θόρυβος ήρθε δυνατός…
— Μα τι είναι; τι τρέχει; ρώτησε η παρέα.
Ένας άντρας γυρτός με μουστάκια να του κρύβουνε το στόμα, μπήκε ορμητικά:
— Ο Κοντίνας: Δε βγαίνετε να τον δείτε! Έχει μούτρα και βγαίνει έξω!
— Ο Κοντίνας!
— Μωρέ χάθηκε η ντροπή!
Κι όλοι με φωνές τρέξανε στην πόρτα.
Παρά λίγο, είδανε να περνά ένας μελαχρινός αδύνατος με ψάθινο καπέλο. Βάδιζε κοιτάζοντας ίσια.
Απ΄ το διπλανό καφενείο απ΄ τις άλλες ταβέρνες είχανε βγει πολλοί, πλήθη, και τον κοιτάζανε…
— Ούξω να χαθείς ντροπιασμένε! του φώναζε η Βαράντενα.
— Ούξω! φώναξαν και οι σύντροφοί της.
— Ούξω! ούρλιαξαν τότε και οι άλλοι.
Και με μιας η μικρή πλατεία, η ήσυχη γέμισε από φωνές…
Ο Κοντίνας στάθηκε και γύρισε και τους κοίταξε και πάλι ξακολούθησε το δρόμο του.
— Μωρέ, έχεις μούτρα και κοιτάζεις!
— Να στα μάτια σου, ντροπιασμένε! του φώναξε η Βαράντενα με τεντωμένα δάχτυλα, άτιμε!
Κ΄ έσκυψε και πήρε πέτρα και την πέταξε.
Η πέτρα έπεσε κοντά του.
Άλλοι τη μιμηθήκανε και βροχή από πέτρες ξετινάχτηκε.
Αυτός ξακολουθούσε να φεύγει.
— Απάνω του, μωρέ, τι τον φυλάτε! τους φώναξε η Βαράντενα.
— Σκοτώστε τον!
— Επάνω του!
Και το πλήθος όρμησε πίσω του με τις πέτρες.
— Χτυπάτε τον!
Αυτός προχωρούσε τώρα γρήγορα.
Οι πέτρες περνούσαν απ΄ το κεφάλι του, δίπλα του, πέφτανε κοντά του. Αυτός προχωρούσε. Και χωρίς να τον χτυπήσει ακόμα, καμιά πέτρα, βγήκε έξω απ΄ το χωριό, αλλά καθώς έκανε να περάσει ένα χαντάκι, δυο πέτρες μαζί τον χτυπήσανε. Το ψάθινό του καπέλο τινάχτηκε μεσ΄ το χαντάκι, αυτός έπεσε κάτω.
— Ω, ω! ούρλιασε το πλήθος.
Αλλ΄ αυτός σηκώθηκε γρήγορα και άμα είδε τους διώχτες του να πλησιάζουν, άρχισε να τρέχει.
Το πρόσωπό του ήτανε γεμάτο αίμα.
Φαινότανε να θέλει να πάει προς τις καλαμιές που πυκνές φαινόντουσαν να σαλεύουν λίγο πιο πέρα.
Είδανε ότι κλονιζόταν όσο πήγαινε, κι αφήσανε φωνές θριαμβευτικές:
— Α, α!
Και τον χτυπούσαν, πετούσαν τις πέτρες πάνω του με φωνές, ξεφωνητά σαν τρελοί, μανιακοί, τέρατα διψασμένα απ΄ αίμα.
Ξαφνικά ο Κοντίνας άφησε φωνή μεγάλη κι έπεσε, σωριάστηκε χάμω, λίγα βήματα απ΄ τις καλαμιές.
*
* *
Σε λίγο το μέρος ερήμωσε. Ένας άνθρωπος μόνο, βρισκότανε ξαπλωμένος κάτω, στη γη.
Και οι καλαμιές θρομβούσαν γλυκά σα να ευχαριστούσαν τον πλάστη που τις έκανε καλαμιές και δεν τις έκανε ανθρώπους!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου