8/1/12

Η πολιτική της Κοινωνικής Οικολογίας!


Βάσεις για τη διαμόρφωση κομμουναλιστικών προγραμμάτων!

του Eirik Eiglad.

Τα σύγχρονα ριζοσπαστικά κινήματα δεν δείχνουν ιδιαίτερη εκτίμηση στη θεωρία1. Το «Μη θεωρητικολογείτε!» φαίνεται να είναι το πολιτικό σύνθημα πολλών αυτοαποκαλούμενων ριζοσπαστών σήμερα, που αντιθέτως δίνουν έμφαση στον ακτιβισμό και τη διαμαρτυρία. Πολλές από τις θεωρούμενες σύγχρονες εκφράσεις της Αριστεράς2 εμφανίζουν μια ισχυρή απώθηση της θεωρίας ενώ κάποια νέα κοινωνικά κινήματα προωθούν τον παραλογισμό ως αρετή. Συνεπώς είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με μια πραγματιστική αποτελμάτωση, με λαiφστάιλ προσανατολισμούς και απολίτικες συμπεριφορές. Είναι λοιπόν άμεσα αναγκαίες οι εναλλακτικές σε αυτό  το διανοητικό εκφυλισμό προσεγγίσεις3. Από αυτήν την άποψη, η κοινωνική οικολογία και ο κομμουναλισμός της ξεχωρίζουν χάρη σε μια συνεκτική πολιτική φιλοσοφία και μια επαναστατική προσέγγιση. 
Η ανάδυση του Κομμουναλισμού της Κοινωνικής Οικολογίας!
Η κοινωνική οικολογία αναδύθηκε ως απόκριση στην πτώση του παραδοσιακού ριζοσπαστισμού, ο οποίος είχε βασιστεί αποκλειστικά στη μάχη μεταξύ μισθωτής εργασίας  και κεφαλαίου. Μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η νέα ριζική ανάπτυξη του καπιταλισμού μείωσε το αριθμητικό μέγεθος του προλεταριάτου. Συγχρόνως, η επιτυχία των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων σε αρκετές περιοχές του Δυτικού κόσμου ανακούφισε κάποια από τα αμεσότερα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα που δημιούργησε η οικονομία της αγοράς, οδηγώντας στη στενή συνεργασία μεταξύ εργατικών σωματείων και κυβερνήσεων, προκειμένου να καταστεί ο καπιταλισμός περισσότερο αποδεκτός. Στα χρόνια που επακολούθησαν και παρά τους ισχυρισμούς των Μαρξιστών, κατέστη σαφές ότι το κίνημα των εργατών δεν αποτελούσε την ηγεμονική δύναμη για κοινωνική αλλαγή.
Στις αρχές της δεκαετίας του ΄60 ένας νέος ριζοσπαστισμός αναπτύσσεται γύρω από τα νέα ζητήματα που αναδύονται στην κοινωνική ατζέντα. Η γυναικεία καταπίεση και η οικολογική καταστροφή, ο ρατσισμός και ο πόλεμος του Βιετνάμ οδήγησαν σε νέα ισχυρά κοινωνικά κινήματα, μαζί με ένα ευρύ φάσμα πρωτοβουλιών των πολιτών- καμία από τις οποίες δεν μπορούσε να ενσωματωθεί σε κινήματα προσανατολισμένα στα ζητήματα της βιομηχανίας. Αυτές οι ριζοσπαστικές τάσεις επηρέασαν σημαντικά τις λαϊκές συμπεριφορές. Δυστυχώς όμως, λόγω των ισχυρών περιορισμών τους,  τα κινήματα αυτά δεν υλοποίησαν το δυναμικό τους ούτως ώστε να αποτελέσουν πραγματικά απελευθερωτικές κοινωνικές δυνάμεις.
Στην πραγματικότητα παρέμειναν διασπασμένα και καπελωμένα με επιλεκτικό τρόπο από την κυρίαρχη κουλτούρα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το ξέσπασμα μιας ιδιοσυγκρασιακής πολιτικής (identity politics) και τη μείωση των συνεκτικών ριζοσπαστικών προσεγγίσεων που απαιτούσαν θεμελιωδώς διαφοροποιημένες κοινωνικές σχέσεις. Αρκετοί αγώνες συγχωνεύτηκαν με υπαρξιακά, ακόμη και προσωπικά ζητήματα, αψηφώντας την ανάγκη για θεωρητική διερεύνηση σε βάθος, και οι οργανώσεις τους απέκτησαν εξειδικευμένη φύση, προσανατολιζόμενες αυστηρά σε μεμονωμένα ζητήματα. Αυτή η εξέλιξη των «νέων κοινωνικών κινημάτων», όπως ονομάστηκαν, συνδυάστηκε με εξελίξεις μέσα στα πανεπιστήμια: μετά την αποτυχία της Αριστεράς να υλοποιήσει μια απελευθερωτική και συνεργατική κοινωνίας εκατοντάδες απογοητευμένοι ριζοσπάστες συρρεύσανε στα πανεπιστήμια και στο όνομα του αντι-ολοκληρωτισμού, ξεκίνησαν μια ακαδημαϊκή σταυροφορία εναντίον της αντικειμενικότητας του επαναστατικού σχεδίου. 4
Αηδιασμένοι από το δογματισμό και τον αυταρχισμό των καθιερωμένων εργατικών κομμάτων, που είχαν οδηγήσει την Ανατολή στον σταλινικό ολοκληρωτισμό και τη Δύση στον κοινωνικό συντηρητισμό, οι ακαδημαϊκοί αυτοί δεν σταμάτησαν να κατακρίνουν τον χυδαίο μαρξισμό και τις εξουσιαστικές δομές οργάνωσης. Στο όνομα του μεταμοντερνισμού, του ηθικού σχετικισμού και του «κοινωνικού αποδομισμού», εκδήλωσαν την αντίθεσή τους στον ολοκληρωτισμό με έναν παρανοϊκό τρόπο. H πρόοδος αποπέμφθηκε ως ψευδαίσθηση, η εκπαίδευση απεικονίστηκε ως εξουσιαστική, η ιδεολογία θεωρήθηκε δογματική και ο ίδιος ο λόγος (reason) απορρίφθηκε- τα χαρακτηριστικά δηλαδή που προσδιορίζουν οποιαδήποτε κοινωνική θεωρία φέρει νόημα. Καθώς αποτραβήχτηκαν από τη δημόσια σφαίρα, μέσα στα πανεπιστήμια, απαξίωσαν ακόμη και τις ίδιες αξίες που είχαν εμπνεύσει τους επαναστάτες για περισσότερο από ενάμιση αιώνα. Αντί να επαναπροσδιορίσουν το επαναστατικό σχέδιο, αυτοί οι πρότεροι ριζοσπάστες ουσιαστικά το εγκατέλειψαν ολοκληρωτικά, επιδιδόμενοι κυρίως σε κριτικές που εξειδικεύονταν σε συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της υφιστάμενης κοινωνίας.
Όμως εξακολουθεί να υπάρχει η αναγκαιότητα για θεμελιώδη αλλαγή των  βασικών συσχετισμών  που συγκροτούν  την κοινωνία. Όχι μόνο συνεχίζει να υπάρχει το κοινωνικό πρόβλημα της αθέμιτης εκμετάλλευσης, αλλά επιπλέον άλλες μορφές αποξένωσης και καταπίεσης απαιτούν την προσοχή μας, όπως ο αυξανόμενος συγκεντρωτισμός, η κοινωνική ομογενοποίηση και η ταυτόχρονη τροποποίηση ευρύτερων από ποτέ τομέων της πολιτιστικής δραστηριότητας. Επιπλέον, οι οικολογικές επιταγές καθιστούν αναγκαία την αναθεώρηση του ρόλου της κοινωνίας στη βιόσφαιρα. Οι ρίζες αυτών των δεινών εντοπίζονται βασικά στις κυριαρχικές κοινωνικές δομές και συγκεκριμένα στο οικονομικό σύστημα του καπιταλισμού. Όσο η δυναμική της οικονομίας της αγοράς και οι ανταγωνιστικές επιταγές της, θα δρέπουν διαρκώς καρπούς εις βάρος των ανθρωπίνων όντων και της βιόσφαιρας, προφανώς θα είναι αναγκαία μια επαναστατική κοινωνική προσέγγιση προκειμένου να απαλλαγούμε διαπαντός από τον καπιταλισμό και τις ιεραρχίες. Ένα τέτοιο εγχείρημα πρέπει να υπερβαίνει τις παραδοσιακές μορφές του σοσιαλισμού και του αναρχισμού, και σαφώς οτιδήποτε περνάει ως «αριστερίστικο» ή «ριζοσπαστικό» σήμερα. Παρόλα αυτά, πρέπει να διατηρήσουμε και συγχρόνως να διευρύνουμε τα καλύτερα χαρακτηριστικά της παραδοσιακής Αριστεράς, όπως τη σύνδεσή της  με το λόγο, την  εποικοδομητική ουτοπική θεωρία, την ταξική της  ανάλυση και την συμμετοχή  στο δημόσιο βίο και τους κοινωνικούς αγώνες. Δεν μπορούμε να επιτρέψουμε στην πολιτική μας να είναι αυθαίρετη, αντίθετα πρέπει να τη θεμελιώσουμε τόσο ιδεολογικά όσο και ιστορικά, στα πλαίσια της ριζοσπαστικής κοινωνικής θεωρίας και της επαναστατικής παράδοσης.
Η κοινωνική οικολογία, ανταποκρινόμενη σε αυτή την πρόκληση, εμφανίστηκε με μια συγκροτημένη πολιτική φιλοσοφία. Η προσέγγιση αυτή, που εισήχθη το 1964 από τον ριζοσπάστη Αμερικανό στοχαστή Μάρεi Μπούκτσιν (Murray Bookchin), ενοποίησε τις απελευθερωτικές ιδέες του κοινωνικού αναρχισμού με τα οικολογικά ζητήματα, και ταυτόχρονα κατάφερε να διατηρήσει τα καλύτερα στοιχεία της μαρξιστικής παράδοσης, ιδιαίτερα την κριτική της για τον καπιταλισμό.5 Το σχέδιό της για επαναστατική κοινωνική αλλαγή πήρε τη μορφή του ελευθεριακού κοινοτισμού (libertarian municipalism). Η δημιουργία μιας οικολογικής κοινωνίας απαιτεί ευρεία αποκέντρωση της κοινωνικής ζωής προς μια περισσότερο ανθρώπινη κλίμακα και τη μετάβαση σε οικολογικούς τρόπους παραγωγής. Σύμφωνα με αυτή την κοινωνική οικολογική ανάλυση, ο καπιταλισμός και το κράτος είναι ουσιαστικά οι βασικές αιτίες της παρούσης κοινωνικής και οικολογικής κρίσης και πρέπει να εξαλειφθούν μαζί με όλες τις άλλες μορφές ιεραρχίας και κυριαρχίας. Οι ριζοσπάστες ακτιβιστές πρέπει να δημιουργήσουν νέες απελευθερωτικές κοινωνικές σχέσεις και θεσμούς. Η θεμελιώδης λύση των κοινωνικών και οικολογικών μας προβλημάτων είναι η ενδυνάμωση των ανθρώπων και η διαμόρφωση μιας  ελευθεριακής σοσιαλιστικής κοινωνίας.
Η κοινωνική οικολογία οδήγησε στην ανάπτυξη μιας κομμουναλιστικής ιδεολογίας- διατηρώντας αυτή τη θεμελιώδη ανάλυση- η οποία μας δίνει το όραμα μιας ορθολογικής οικολογικής κοινωνίας, όπως επίσης και ένα απτό πλαίσιο για μια ριζοσπαστική κοινωνική και πολιτική πρακτική. Η πολιτική του κομμουναλισμού- ο ελευθεριακός κοινοτισμός- ορίζει μια προσπάθεια ενίσχυσης και αναδιαμόρφωσης των δήμων εις βάρος του συγκεντρωτικού κράτους. Στοχεύει στη δημιουργία και τη ενίσχυση των  λαϊκών συνελεύσεων στους δήμους και στη μετατροπή τους σε  φόρουμ, όπου όλοι οι πολίτες θα μπορούν να συμμετέχουν συλλογικά στη διαμόρφωση του δικού τους μέλλοντος. Αυτές οι λαϊκές συνελεύσεις θα αποφασίζουν για όλα τα σημαντικά ζητήματα της κοινότητας, όπως την εκπαίδευση, την άμυνα, τη φροντίδα της υγείας, την παραγωγή και τη διανομή (των αγαθών). Οι δημοκρατικές  κοινότητες θα συνενώνονται σε συνομοσπονδίες, μια μορφή περιφερειακής οργάνωσης στην οποία τα άτομα-μέλη ενός συνομοσπονδιακού συμβουλίου είναι εξουσιοδοτημένα και ανακλητά από τις αντίστοιχες λαϊκές συνελεύσεις.
Οι κομμουναλιστές κάνουν σαφή διάκριση μεταξύ των δημοκρατικών συνελεύσεων, που λαμβάνουν όλες τις πολιτικές αποφάσεις, και των συμβουλίων και επιτροπών, που αναλαμβάνουν διοικητικές και συντονιστικές λειτουργίες. Αυτές οι δημοτικές συνομοσπονδίες πρέπει να προκαλέσουν, να συγκρουστούν και τελικά να αντικαταστήσουν το κράτος και την ίδια την συγκεντρωτική εξουσία. Επιπλέον, ο κομμουναλισμός θα αντικαταστήσει τον καπιταλισμό με μια κοινοτικοποιημένη οικονομία, κατευθυνόμενη από τις αρχές της κοινοκτημοσύνης (sharing) και της αλληλεγγύης. Οι εκδημοκρατισμένες κοινότητες θα προσαρμοστούν με προσοχή στα φυσικά τους περιβάλλοντα, με τη βοήθεια των οικολογικών τεχνολογιών και γνώσεων, προσπαθώντας να δημιουργήσουν μια οικολογική ισορροπία μεταξύ γης και πόλης.
Αν και ο ελευθεριακός κοινοτισμός αρθρώθηκε συνειδητά μέσα στους κύκλους της κοινωνικής οικολογίας τα τελευταία τριάντα χρόνια, αναμφισβήτητα έχει βαθιές ρίζες στους κοινωνικούς αγώνες. Ιστορικά, η πολιτική του κομμουναλισμού αναδύεται στην αρχαία μάχη μεταξύ της ανεξαρτησίας των πόλεων και των ιμπεριαλιστικών φιλοδοξιών του κράτους. Από τη μία, οι πολίτες πάλευαν για να διατηρήσουν και να επεκτείνουν πολιτικές αρετές και δημοτικές ελευθερίες, και από την άλλη οι ευγενείς, οι βασιλείς και οι αυτοκράτορες κατέβαλλαν κάθε προσπάθεια να καταστείλουν την τοπική αυτονομία και συνομοσπονδία.6 Κατά καιρούς υπήρχαν εκτονώσεις αυτής της έντασης, με αιματηρούς εμφύλιους πολέμους και επαναστατικές ανακατατάξεις, οι πιο αξιόλογες από τις οποίες ήταν η Γαλλική Επανάσταση του 1789-94 και η Παρισινή κομμούνα του 1871- κατά την τελευταία οι πολίτες του Παρισιού διεκδίκησαν την αντικατάσταση του γαλλικού κράτους από μια δημοτική συνομοσπονδία. 7
Ο Κομμουναλισμός ως Διαλεκτική Προσέγγιση!
Ενώ ο Μεταμοντερνισμός και ο φιλοσοφικός και ηθικός σχετικισμός του, εστίασαν την προσοχή τους στην ιδεολογική νομιμοποίηση της κυρίαρχης τάξης πραγμάτων, οι κοινωνικοί οικολόγοι πρότειναν μια εφικτή εναλλακτική για την αναβίωση της ριζοσπαστικής Αριστεράς, με βλέψη προς τη θεμελιώδη αλλαγή της κοινωνίας.8 Ωστόσο, ο κομμουναλισμός είναι κάτι παραπάνω από την πολιτική θεωρία και την πρακτική του ελευθεριακού κοινοτισμού. Πρέπει κανείς να εξετάσει τον κοινοτισμό ως μια λογικά συνεπή πολιτική φιλοσοφία, προκειμένου να είναι σε θέση να αντιληφθεί πλήρως την επαναστατική κοινωνική του προσέγγιση. Εκτός από μια ελευθεριακή πολιτική και μια αντιιεραρχική κοινωνική ανάλυση, είναι η φιλοσοφία εκείνη που έδωσε στον κοινοτισμό την εξελικτική και ηθική του ουσία -δηλαδή, το διαλεκτικό νατουραλισμό.
Ο διαλεκτικός νατουραλισμός αποτελεί έναν τρόπο αντίληψης της κοινωνίας και του φυσικού κόσμου μέσω της ερμηνείας τους ως εξελικτικών φαινομένων.9 Από αυτή τη σκοπιά η φύση είναι η ίδια η εξέλιξή της, όπως ακριβώς η κοινωνία αποτελεί την ίδια την ιστορία της. Τα βιολογικά ή κοινωνικά φαινόμενα δεν μπορούν να εξηγηθούν πλήρως μόνο με όρους σταθερότητας ή της πραγματικής τους υπόστασης- θα πρέπει αθροιστικά να συνδεθούν με το παρελθόν και το μέλλον τους. Μια νατουραλιστική διαλεκτική πρέπει να διερευνά όλες τις δυνατότητες και τη λογική που τις διέπει, προκειμένου να συμπεράνει πώς πρέπει να εξελιχθούν σε περίπτωση που υπερισχύσει ο λόγος. Το ηθικό «πρέπει να», το οποίο μπορεί να θεμελιωθεί αντικειμενικά, οφείλει πάντοτε να αποτελεί μια κατευθυντήρια γραμμή για την πρόκληση και τη βελτίωση της υφιστάμενης κατάστασης, και να μας οδηγεί πέρα από τον ρεφορμισμό, τον πραγματισμό και τον υποκειμενισμό που προωθείται από τους ριζοσπάστες σήμερα. Μια τέτοια διαλεκτική κατανόηση, με τις τεράστιες ηθικές προεκτάσεις της, είναι απολύτως απαραίτητη για την ερμηνεία της πολιτικής διάστασης του κομμουναλισμού.
Καταρχάς ο διαλεκτικός νατουραλισμός εδραιώνει τον αγώνα για μια ορθολογική κοινωνία στην μακρά και επίπονη πορεία της ανθρωπότητας προς ευρύτερες μορφές κοινωνικής συνύπαρξης και ανθρώπινης υποκειμενικότητας. Πιο συγκεκριμένα, τοποθετεί αυτόν το αγώνα στο ευρύτερο πλαίσιο των δυνατοτήτων της κοινωνίας για συνεργασία, ελευθερία και αυτοσυνείδηση. Εφόσον η ιστορία δεν υποδηλώνει μια σταδιακή διεύρυνση της ελευθερίας και της αυτοσυνείδησης, η ανθρωπότητα πρέπει συνειδητά να επιδιώκει την ανάπτυξη συνεργατικών και ελευθεριακών θεσμών, που θα προάγουν την πρόοδό της.10 Επομένως, μια ελευθεριακή σοσιαλιστική κοινωνία δεν αποτελεί ατομική επιλογή ή ένα «φαντασιακό» (όπως έχει χαρακτηριστεί από συγκεκριμένους πρόσφατα κοινωνικούς οικολόγους), αλλά πρέπει να θεωρείται ως κοινωνική οργάνωση στην πιο λογική της μορφή, μετά από διεξοδική μελέτη της ανάδυσης του ανθρώπινου πολιτισμού και των κοινωνικών θεσμών του. Οι κομμουναλιστές θεωρούν την σύγχρονη κοινωνία παράλογη και αναζητούν το ορθολογικό στοιχείο στην ανθρώπινη ιστορία, προκειμένου να βελτιώσουν την ανθρώπινη κατάσταση και να ξαναφτιάξουν τη σχέση μεταξύ κοινωνίας και φυσικού κόσμου. Μια τέτοια διαλεκτική ανάλυση αρνείται την προφανή «πραγματικότητα» του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, καθώς και τον πραγματιστικό «ρεαλισμό» των ρεφορμιστών πολιτικών, των λόμπι, και των ακτιβιστών, στην υλοποίηση των δυνατοτήτων της ανθρωπότητας για ελευθερία και ορθολογικότητα.11
Δεύτερον, μια διαλεκτική προσέγγιση είναι απαραίτητη προκειμένου να κατανοηθεί η λανθάνουσα ένταση μεταξύ του κράτους και του δήμου. Αυτή η ιστορική αντιπαράθεση είναι στην ουσία της ανταγωνιστική, και έτσι η αναβίωση της κοινοτικής ζωής και της δημοκρατίας των δήμων μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο με την καταστροφή του κράτους. Η κοινότητα, μπορεί να αποτελέσει, στην πλήρη υλοποίησή της μια δυναμική και άμεση δημοκρατία. Αντιθέτως, όπως έχει δείξει ο τελευταίος αιώνας, το κράτος δεν είναι ποτέ δημοκρατικό αλλά λόγω της εσωτερικής λογικής του είναι ολοκληρωτικό, καθώς αποτελεί μια συγκεντρωτική και επαγγελματικοποιημένη μηχανή που διαχειρίζεται ένα κοινωνικό μονοπώλιο βίας. Κατά καιρούς, η λανθάνουσα ένταση μεταξύ κοινότητας και κράτους ξεσπά σε ολέθριες κοινωνικές διαμάχες, αλλά κυρίως η διαμάχη είναι σιωπηρή και κατά τη διάρκειά της οι δημοτικές ελευθερίες χάνουν σταθερά έδαφος από τις επαγγελματικές κρατιστικές ελίτ. Στα πλαίσια της διαμόρφωσης μιας ελευθεριακής και οικολογικής κοινωνίας όμως δεν μπορεί να υπάρξει συμβιβασμός με το κράτος καθώς όλη η δύναμη που συγκεντρώνουν οι δήμοι είναι εις βάρος της δύναμης του κράτους και αντίστροφα. Η διαπίστωση αυτή είναι ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του ελευθεριακού κοινοτισμού και καθορίζει τον ιστορικό του ρόλο.
Τέλος, οι κομμουναλιστές μεταφέρουν αυτή τη διαλεκτική προσέγγιση στη σφαίρα του ακτιβισμού. Ο κομμουναλισμός δηλώνει ότι οι συνομοσπονδίες των δημοκρατικών κοινοτήτων συνθέτουν το θεσμικό πλαίσιο της λογικής και οικολογικής κοινωνίας. Η αναβίωση της δημόσιας σφαίρας μπορεί να παράξει ένα ευρύτατο πεδίο για τους ριζοσπάστες ακτιβιστές. Βέβαια, οι κομμουναλιστές πρέπει να αναπτύξουν σαφή προγράμματα για τη σταδιακή υλοποίηση αυτού του οράματος. Η κοινωνική επανάσταση που επιζητούμε απαιτεί μια μακρά και άνιση διαδικασία. Γι' αυτό η προσεκτική διαμόρφωση των προγραμμάτων είναι εξέχουσας σημασίας και συνιστά μια διαλεκτική στιγμή στο ακτιβιστικό έργο μας. Τελικώς, με το να επιδιώκουν μια ολική αναδόμηση της κοινωνίας στη βάση της  ελευθεριακότητας και ισότητας, οι προγραμματικές απαιτήσεις μας βοηθούν να λειτουργήσουμε ως επαναστάτες σε μια περίοδο αντίδρασης. Στην πραγματικότητα τα κομμουναλιστικά προγράμματα αποτελούν το σύνδεσμο μεταξύ των ιδανικών μας και της πραγματικότητας που βιώνουμε. Τα προγράμματα αυτά καθιστούν δυνατή για εμάς τη διατήρηση των ουτοπιστικών μας βλέψεων ενώ ταυτόχρονα εμπλεκόμαστε στην πρακτική πολιτική και τον ακτιβισμό.
Η καπιταλιστική κοινωνία υποχρεώνει τους κομμουναλιστές να υιοθετούν μια πιο δεσμευτική εναντίωση σε αυτή, ωστόσο πρέπει να αναγνωριστεί από όλους ότι η επαναστατική αλλαγή εμπεριέχει μια διαδικασία ωρίμανσης. Η κοινωνική επανάσταση δεν είναι εύκολη υπόθεση καθώς, ιδιαίτερα σήμερα, η κινητοποίηση μεγάλων μαζών  κάτω από  το λάβαρο της κοινοτικής δημοκρατίας και της κοινωνικής επανάστασης είναι αρκετά δύσκολη.12 Η ίδια η Γαλλική Επανάσταση υπήρξε το αποτέλεσμα μιας μακράς κοινωνικής ωρίμανσης των πολιτών του Παρισιού και κατέστη δυνατή μόνο μετά από σχεδόν έναν αιώνα επίδρασης του Διαφωτισμού στην κοινωνική σκέψη και φιλοσοφία.
Αυτό δεν σημαίνει ότι είμαστε υποχρεωμένοι να περιμένουμε ώσπου να εξεγερθεί αυθόρμητα ο πληθυσμός, ή να περιοριστούμε στη διάδοση ιδεών. Ο κομμουναλισμός προάγει μια πολιτική που στοχεύει στην κινητοποίηση, την εκπαίδευση και την ενδυνάμωση των ανθρώπων μέσω της εγκαθίδρυσης λαϊκών συνελεύσεων και την εισαγωγή της ριζοσπαστικής κοινωνικής ατζέντας. 13 Από αυτή τη σκοπιά, η κοινωνική επανάσταση θα αποτελέσει την «τελική διαμάχη» που θα υπερνικήσει τον καπιταλισμό και το κράτος μια για πάντα. Στο βαθμό που οι κοινωνικές διεργασίες δεν είναι προκαθορισμένες, η διαμόρφωση μιας λογικής κοινωνίας πρέπει να αποτελέσει το πιο συνειδητό εγχείρημα από πλευράς των ριζοσπαστών ακτιβιστών : «Ο κόσμος των γεγονότων δεν είναι έλλογος αλλά πρέπει να οδηγεί προς τον λόγο».14 Οι ριζοσπάστες πρέπει να υλοποιήσουν μια ορθολογική κοινωνία μέσω μιας ορθολογικής αντίληψης (rational insight) και αποφασιστικής θέλησης, για την οποία μια διαλεκτική προσέγγιση και μια οργανωμένη ανθρώπινη επενέργεια είναι απολύτως απαραίτητες. 
Κομμουναλιστικά Προγράμματα!
Ο Καρλ Μαρξ είχε ξεκάθαρα κατανοήσει αυτή την ευθύνη όταν διατεινόταν ότι πρέπει να επιδιώξουμε όχι μόνο να κατανοήσουμε τον κόσμο αλλά και να τον αλλάξουμε.15 Οι οργανώσεις των κομμουναλιστών πρέπει να αναπτύξουν προγράμματα μέσα από τα οποία θα μεταφέρουν τη φιλοσοφική τους προσέγγιση από την περιοχή της κοινωνικής ανάλυσης σε εκείνη του πολιτικού ακτιβισμού. Οι προγραμματικές διεκδικήσεις μπορούν να παρουσιάσουν ριζοσπαστικές δημοτιστικές ιδέες με ξεκάθαρο και περιεκτικό τρόπο. Πιο συγκεκριμένα, αυτές οι διεκδικήσεις πρέπει να κυμαίνονται μεταξύ του ιδανικού μας για μια μελλοντική κοινωνία και των πιο άμεσων μελημάτων μας. Στην επαναστατική θεωρία αυτή η κλιμάκωση έχει περιγραφεί επακριβώς  με τη διάκριση μεταξύ μέγιστων, ελάχιστων και απαραίτητων μεταβατικών διεκδικήσεων. Η ιδέα των μέγιστων και ελάχιστων προγραμμάτων αναπτύχθηκε συνειδητά για πρώτη φορά από την Σοσιαλιστική Διεθνή και εξακολουθεί να είναι έγκυρη ακόμα και σήμερα. Η προγραμματική πρακτική βοήθησε στην ανάπτυξη και στην επιρροή πολλών σοσιαλιστικών κομμάτων και ριζοσπαστικών οργανώσεων- αλίμονο όμως-  η περιορισμένη κατανόησή τους του ρόλου του κράτους, οδήγησε όχι σε μια σοσιαλιστική κοινωνία, αλλά στον εκφυλισμό τους.
Οι κομμουναλιστές πρέπει να αντλήσουν την ουσία αυτής της  προγραμματικής προσέγγισης προκειμένου να διαμορφώσουν μια ικανοποιητική επαναστατική πρακτική, κατάλληλη για την εποχή μας. Είναι προφανές ότι θα πρέπει να εμπλακούν στους καθημερινούς κοινωνικούς αγώνες και να συμμετάσχουν στην καθημερινή πολιτική ζωή. Από αυτή τη σκοπιά, ο κοινοτισμός προσθέτει μια νέα διάσταση στην παραδοσιακό αναρχισμό και σοσιαλισμό, γιατί επαναπροσδιορίζει την πολιτική ζωή ως μια αυθεντική σφαίρα της επαναστατικής δράσης. Εάν οραματιστούμε τους μακροπρόθεσμους στόχους μας μέσω της ριζοσπαστικοποίησης όλων των διεκδικήσεων σε κάθε φάση της πορείας, τότε η εμπλοκή και η συμμετοχή δεν χρειάζεται να έχουν τη μορφή του φιλελεύθερου ρεφορμισμού. Οι αξιώσεις του κομμουναλισμού πρέπει να θέσουν τους άμεσους αγώνες στο πλαίσιο των βαθύτερων κοινωνικών ερωτημάτων και να καταστήσουν επιτακτική, στη συνείδηση του κόσμου, την ανάγκη για επαναστατική αλλαγή. Υπάρχουν υλικές, πολιτιστικές και ψυχολογικές ανάγκες που θα πρέπει να αντιμετωπιστούν προτού επιτευχθεί μια επανάσταση, και οι κομμουναλιστές ανταποκρίνονται σε αυτές με τα προγράμματα και τις δραστηριότητές τους.
Η διαλεκτική των κομμουναλιστικών προγραμμάτων έγκειται στην εξελικτική τους πρόθεση και στη ριζοσπαστική κλιμάκωση των διεκδικήσεών τους. Κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης του 1789-94 υπήρχε πληθώρα νέων επαναστατικών θεσμών, πολλοί εκ των οποίων -παραδόξως- δημιουργήθηκαν από τη μοναρχία και την εθνική συνέλευση στην πορεία όμως μεταλλάχθηκαν από τους ανθρώπους ώστε να συναντήσουν τις αυξανόμενες ανάγκες και τις δημοκρατικές βλέψεις. Οι Παρισινοί τομείς, για παράδειγμα, δημιουργήθηκαν από τις περιφερειακές εκλογικές συνελεύσεις που ιδρύθηκαν από τη μοναρχία για να αντικαταστήσουν τις συνελεύσεις των Γενικών Τάξεων. Με την ίδρυση και την ενδυνάμωση των τομεακών συνελεύσεων, το άνοιγμα αυτών των τομέων στα πιο φτωχά τμήματα της κοινωνίας και με την εκλογή ενός μεγάλου αριθμού επιτροπών που ανέλαβαν διάφορες ευθύνες, η επανάσταση άγγιξε σαρωτικές αναλογίες και απείλησε το ίδιο το κράτος των Ιακωβίνων.
Δυστυχώς οι επαναστάτες απέτυχαν να εξασφαλίσουν τόσο την  τομεακή τους δημοκρατία όσο και την  ίδια την επανάσταση, κυρίως λόγω της έλλειψης οργάνωσης και της αποτυχίας τους να αναπτύξουν μια συνεκτική θεωρία για να καθοδηγήσουν την πρακτική τους. Οι επαναστάτες σήμερα δεν μπορούν να αντέξουν το κόστος που θα έχει το να επιτρέψουν στα γεγονότα να δρομολογήσουν από μόνα τους την πορεία της κοινωνικής επανάστασης, αλλά πρέπει να μάθουν από τα επιτεύγματα, τις ήττες και τις ανεπάρκειες των παρελθουσών επαναστάσεων μέσα από προσεγμένες ιστορικές μελέτες. Ο κομμουναλισμός ενοποιεί τους ελευθεριακούς σκοπούς με τα ελευθεριακά μέσα, και οι ριζοσπάστες ακτιβιστές θα πρέπει να δουλέψουν προς την κατεύθυνση της εισήγησης και της σταδιακής ανάπτυξης επαναστατικών θεσμών, όπως επίσης και την προαγωγή ενός νέου Διαφωτισμού. Η προετοιμασία και η οργάνωση είναι κρίσιμες για το επαναστατικό σχέδιο και τη μετάβαση σε μια ελευθεριακή και οικολογική κοινωνία. Οι ριζοσπάστες θα πρέπει να χρησιμοποιούν τις προγραμματικές διατυπώσεις και παρουσιάσεις, ως το απολύτως απαραίτητο εργαλείο για αυτή τη μετάβαση.
Ωστόσο, πρέπει να δώσω έμφαση στο γεγονός ότι τα κομμουναλιστικά προγράμματα δεν στοχεύουν στο να παράσχουν ένα προσχέδιο κοινωνικής επανοργάνωσης. Η ουτοπιστική διάσταση του επαναστατικού πλάνου είναι απαραίτητη για τη διατήρηση του οράματος ενός ορθολογικού μέλλοντος. Πάνω από όλα έχουμε μια ηθική δέσμευση να αποδώσουμε τον κόσμο ορθολογικά, και κανένα πρόγραμμα ή πλάνο δεν μπορεί να υποκαταστήσει αυτή την διαλεκτική κατανόηση. Αντιθέτως, την συμπληρώνει με πρακτική δράση και δημοκρατικές μορφές οργάνωσης. 
Οι Δυνατότητες και η Ανάγκη για Προγραμματική Αλλαγή!
Ένα απελευθερωτικό πολιτικό κίνημα οφείλει να προβάλλει τις δυνατότητες που υπάρχουν στις κοινότητες και στους πολιτισμούς, οι οποίες πρέπει να εμπεριέχονται στα προγράμματά του. Τα προγράμματα αυτά πρέπει να είναι ευέλικτα και να προσαρμόζονται στις εκάστοτε τοπικές συνθήκες,  διατυπώνοντας τις τρέχουσες πιεστικές ανάγκες και προσφέροντας ριζοσπαστικές λύσεις σε άμεσα προβλήματα. Όμως, προκειμένου να διατηρήσει τον κομμουναλιστικό χαρακτήρα του, ένα πρόγραμμα θα πρέπει εκτός από την τοπική και περιφερειακή εφαρμογή των ελάχιστων διεκδικήσεων, να περιλαμβάνει και μέγιστες διεκδικήσεις όπως είναι η κατάλυση όλων των μορφών ιεραρχίας και κυριαρχίας, η ίδρυση κοινοτικών συνομοσπονδιών και η εφαρμογή ενός νέου ηθικού οικονομικού συστήματος. Εν ολίγοις, οι κομμουναλιστές θα παλέψουν για αυτές τις διεκδικήσεις με τελική πρόθεση την καταστροφή των ορίων που μας επιβάλλει ο καπιταλισμός και το κράτος, και την υλοποίηση μιας ορθολογικής κοινωνίας.
Το περιεχόμενο αυτών των προγραμμάτων μπορεί να εξαχθεί από τις απελευθερωτικές δυνατότητες που βρίσκονται σε λανθάνουσα κατάσταση στις τοπικές παραδόσεις, τις θεσμικές δομές, τους κοινωνικούς αγώνες, τα πολιτιστικά γνωρίσματα και ιδιαίτερα στην ίδια την ανθρώπινη ιστορία.16 Προκειμένου να διευκολυνθεί η υλοποίησή τους, οι κοινοτιστές πρέπει να δώσουν στα προγράμματα αυτά κατανοητή και συνεκτική μορφή. Σχεδόν καθημερινά εμφανίζονται ζητήματα που χρίζουν της δημόσιας προσοχής, όπως το κλείσιμο ενός σχολείου, η ρύπανση ενός ποταμού, οι ρατσιστικές επιθέσεις εναντίων μεταναστών ή το κτίσιμο ενός εμπορικού κέντρου. Όταν εγείρονται τέτοια ζητήματα, οι κομμουναλιστές πρέπει να διατυπώνουν τη γνώμη τους σε όλους τους χώρους, και να συσχετίζουν τα επιμέρους ζητήματα με τα ευρύτερα.  
Φανταστείτε για παράδειγμα ένα κοινωνικό πρόβλημα, όπως είναι η τρέχουσα επίθεση κατά  των δημόσιων υπηρεσιών. Σε πολλά μέρη του βιομηχανικού κόσμου, ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός καταστρέφει επιτεύγματα στον τομέα της ευημερίας, που κάποτε είχαν βοηθήσει τον καπιταλισμό να ξεπεράσει προηγούμενες κρίσεις. Στη Νορβηγία σήμερα, οι δημόσιες υπηρεσίες σταδιακά καταστρέφονται στο όνομα της ιδιωτικοποίησης και της εκλογίκευσης, λες και οι άνθρωποι, η κοινοτική ζωή και  ο πολιτισμός, είναι αναλώσιμα προϊόντα που μπορούν να εγκαταλειφθούν ή ακόμη και να πουληθούν στην αγορά. Πολλοί το αντιλαμβάνονται αυτό, αλλά τους φαίνεται δύσκολο  να δράσουν ενάντια σε αυτή τη διαδικασία ή ακόμη και να διατυπώσουν τη γνώμη τους πάνω στο θέμα. Η λαϊκή αντίσταση σε αυτή την πολιτική περιορίζεται στον τομέα της εργασίας εντός του καπιταλιστικού πλαισίου. Από αυτή την άποψη οι κομμουναλιστές έχουν πολλά να προσφέρουν με τις ιδέες του κοινοτισμού, της συνομοσπονδίας και την ίδρυση λαϊκών συνελεύσεων. Εάν σχεδόν οποιοδήποτε κοινωνικό ή οικολογικό πρόβλημα, αναδιατυπωθεί με όρους ενός κομμουναλιστικού προγράμματος, μπορεί να επιτευχθεί η στροφή της δημόσιας προσοχής στις αιτίες ενός προβλήματος και όχι αποκλειστικά στις επιπτώσεις του.
Σε αντίθεση με το μεταμοντερνισμό και τον μεταδομισμό, ο κομμουναλισμός προάγει ένα συνεκτικό σύνολο ιδεών που είναι σχετικό και εφαρμόσιμο στα κοινωνικά δεδομένα της εποχής μας. Ο θεμελιώδης στόχος του είναι να εξαλειφθεί η αστική κοινωνική οργάνωση που αποδυναμώνει την κοινωνία και καταστρέφει το φυσικό κόσμο. Η κάποτε σημαντική κοινωνική δύναμη, η Αριστερά, σήμερα χάνει έδαφος εξαιτίας μιας σειράς από ατομιστικά φαντασιακά, μυστικισμό, διαφόρων ειδών πνευματισμούς και επιμεριστικές ταυτότητες (particularistic identities) ή μέσω προσωπικών επαναστάσεων. Ο καπιταλισμός και το κράτος παρουσιάζουν επιμελημένη οχύρωση και αυτοπεποίθηση, και θα χρειαστεί μια σοβαρή αντίδραση- σε τελική ανάλυση μια αποφασιστική, οργανωμένη και πραγματικά πολιτική κίνηση - για να κλονίσει τα θεμέλιά τους. Οι θεσμοί αυτοί δεν πρόκειται να εξαφανιστούν από μόνοι τους,  λόγω αλλαγών στην ατομική συμπεριφορά ή λόγω καλοπροαίρετων κομμουναλιστικών εγχειρημάτων. Αυτό δεν είναι παιχνίδι, ακαδημαϊκή εργασία ή θεατρική παράσταση, και οι ριζοσπάστες ακτιβιστές δεν μπορούν να λειτουργήσουν χωρίς την ύπαρξη θεωρητικών, πολιτικών και βιωμένων πρακτικών που να σχετίζονται με την κοινωνική αλλαγή και να ενοποιούνται  σε ένα σώμα συνεκτικών πολιτικών ιδεών. 
Ενώ τα κομμουναλιστικά προγράμματα μπορούν να διαμορφωθούν και να παρουσιαστούν διαφοροποιημένα, βασίζονται τελικά στην αντοχή και την μακροπρόθεσμη δέσμευση των οργανώσεων που πρεσβεύουν  τις συγκεκριμένες διεκδικήσεις. Οι επαναστάτες κομμουναλιστές πρέπει να διαμορφώσουν ισχυρές οργανώσεις που θα διατυπώσουν έντονα τις διεκδικήσεις τους και θα επιδιώξουν την διεύρυνση της κοινωνικής συνείδησης, όπως επίσης και τη συμμετοχή στην αναδόμηση των δήμων. Ενώ όλες οι χώρες και οι περιφέρειες έχουν τις δικές τους συγκεκριμένες παραδόσεις ως προς τη λαϊκή διακυβέρνηση, μοιράζονται καθολικές δυνατότητες για πολιτικά δικαιώματα και κοινωνική επανάσταση. Πολλά εξαρτώνται από το εάν οι επαναστάτες θα είναι σε θέση να εκμεταλλευτούν αυτές τις δυνατότητες, με την κατάλληλη εκπαίδευση και ενδυνάμωση, προκειμένου να φέρουν την ανθρωπότητα σε ένα νέο ιστορικό στάδιο εξέλιξης.
Μετάφραση: Ελίζα Κολοβού, Αρετή Καραμήτσιου,
Επιμέλεια: Ελίζα Κολοβού.
Αναδημοσίευση από το περιοδικό "Ευτοπία
Σημειώσεις: 
1) Το παρόν κείμενο αρχικά δημοσιεύτηκε στο Left Green Perspectives # 40 (February 1999). Προκειμένου να δημοσιευτεί εδώ τροποποιήθηκε ελαφρώς. (Είχε γραφτεί πριν από την εξέγερση των ριζοσπαστών διαδηλωτών παγκοσμίως, ενάντια στην «παγκοσμιοποίηση», που σημαδεύτηκε από τις μεγάλες διαδηλώσεις στο Σιάτλ το Νοέμβριο του 1999, αλλά σε καμία περίπτωση δεν έχασε τη συνάφειά του.)
2) Σ.τ.Ε.: Στις περισσότερες χώρες του εξωτερικού ο όρος «αριστερά» χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει εκτός από τους μαρξιστές και τους αναρχικούς- αντιεξουσιαστές.
3) Για μια γενική επισκόπηση της κοινωνικής οικολογίας και της κομμουναλιστικής πολιτικής ο αναγνώστης πρέπει να διαβάσει τουλάχιστον το βιβλίο του Μάρεϊ Μπούκτσιν "Remaking Society: Pathways to a Green Future" (Montreal: Black Rose Books, 1989) και το «Η πολιτική της Κοινωνικής Οικολογίας: Ελευθεριακός Κοινοτισμός» της Τζάνετ Μπιλ (Janet Biehl, The Politics of Social Ecology: Libertarian Municipalism Montreal: Black Rose Books, 1997). [Σ.τ.Ε.: το πρώτο κυκλοφορεί στα ελληνικά. Βλέπε: Μπούκτσιν, Μάρεϊ, Ξαναφτιάχνοντας την κοινωνία, μτφρ. Τάσος Κυπριανίδης, Εξάντας, Αθήνα, 1993] 
4) Αυτό το ακαδημαϊκό ρεύμα διαδόθηκε ευρέως στη Γαλλία μετά την αποτυχία των γεγονότων του Μαΐου-Ιουνίου στο Παρίσι το 1968. 
5) Το «Οικολογία και επαναστατική σκέψη» ("Ecology and Revolutionary Thought") του Μάρεϊ  Μπούκτσιν  πρωτογράφτηκε το 1964 και επανεκδόθηκε στο Post-Scarcity Anarchism (Montreal: Black Rose Books, 1986) Η πρώτη φορά που προάχθηκε ο ελευθεριακός κοινοτισμός, ήταν στο άρθρο του Anarchos Group, "Spring Offensives and Summer Vacations," Anarchos, no. 4 (June 1972), επίσης γραμμένο από τον Μάρεi  Μπούκτσιν. [Σ.τ.Ε.: Για ένα πολύ μικρό μέρος του άρθρου «Οικολογία και επαναστατική σκέψη» στα ελληνικά βλέπε το Μπούκτσιν, Μάρεϊ & Ρόμπερτς, Άλαν, Η Οικολογία και η Επαναστατική Σκέψη, Ελεύθερος Τύπος, μτφρ. Νίκος Αλεξίου, Αθήνα, χ.χ.] 
6) Για μια εκτενή μελέτη των ιστορικών και θεωρητικών θεμελίων του ελευθεριακού κοινοτισμού, βλέπε το "From Urbanization to Cities: Toward a New Politics of Citizenship" (London: Cassell, 1995), του Μάρεi  Μπούκτσιν. 
7) Οι μαρξιστές και ομοίως οι αναρχικοί αγκάλιασαν αυτή την πολιτική κληρονομιά, αλλά είναι μόνο με τον ελευθεριακό κοινοτισμό που η τάση για συμμετοχή σε συνελεύσεις και διαμόρφωση συλλογικοτήτων  θεωρείται σε ένα προσεκτικό θεωρητικό, ιστορικό και προγραμματικό πλαίσιο. 
8) Αρκετοί ριζοσπάστες θεωρητικοί προσπάθησαν να θεμελιώσουν τον αγώνα για δημοκρατική πολιτική σε κοινωνικά  «κοινωνικά φαντασιακά» (Καστοριάδης) ή ένα «δημοκρατικό σχετικισμό» (Φωτόπουλος), αλλά οι κατηγορίες τους τείνουν να διαλυθούν σε υποκειμενικές μεταμοντερνιστικές αυθαιρεσίες, και αποτυγχάνουν να εξηγήσουν γιατί πρέπει να επιλέξουμε συγκεκριμένα «φαντασιακά» ή πολιτικές προσεγγίσεις αντί άλλων. [Σ.τ.Ε.: Η έννοια του «δημοκρατικού σχετικισμού» (democratic relativism), που δεν είναι τόσο γνωστή όσο το «φαντασιακό» του Καστοριάδη, συναντάται στο έργο του αυστριακού αιρετικού φιλοσόφου Πωλ Φεγεράμπεντ (Paul Feyerabend). Ο Φεγεράμπεντ ως «δημοκρατικό σχετικισμό» εννοεί τη μορφή του σχετικισμού σύμφωνα με την οποία διαφορετικές κοινωνίες αντιμετωπίζουν τον κόσμο με διαφορετικό τρόπο και λαμβάνουν τις αποφάσεις τους δημοκρατικά. Βλέπε συγκεκριμένα: Φεγεράμπεντ, Πωλ, Αποχαιρετισμός στον Λόγο, μτφρ. Πάρις Μπουρλάκις, Εκκρεμές, Αθήνα, 2002, σ.σ. 80-90. Για τις θέσεις του Φωτόπουλου αναφορικά με τον δημοκρατικό σχετικισμό βλέπε: Φωτόπουλος, Τάκης, "Η «αντικειμενικότητα» του απελευθερωτικού προτάγματος", Κοινωνία και Φύση 2, Σεπτέμβριος- Δεκέμβριος 1992, σ.σ. 15-43] 
9) Για περαιτέρω αποσαφήνιση του διαλεκτικού νατουραλισμού, δες το «Η φιλοσοφία της Κοινωνικής Οικολογίας: Κείμενα για το Διαλεκτικό Νατουραλισμό», του Μάρεi Μπούκτσιν (The Philosophy of Social Ecology: Essays on Dialectical Naturalism, Montreal: Black Rose Books, αναθεωρημένη έκδοση 1995), καθώς επίσης και το «Διαλεκτική στην Ηθική της Κοινωνικής Οικολογίας» της Τζάνετ Μπιλ, στο «Βρίσκοντας το δρόμο μας: Επανεξετάζοντας την Οικοφεμινιστική Πολιτική» (Janet Biehl, "Dialectics in the Ethics of Social Ecology," στο Finding Our Way: Rethinking Ecofeminist Politics,Montreal: Black Rose Books, 1991). Το «Ξαναγοητεύοντας την Ανθρωπότητα: Μια Υπεράσπιση του Ανθρώπινου Πνεύματος  ενάντια στον Αντιανθρωπισμό, τη Μισανθρωπία, το Μυστικισμό και τον Πρωτογονισμό» του Μπούκτσιν (Re-enchanting Humanity: A Defence of the Human Spirit Against Antihumanism, Misantropy, Mysticism, and Primitivism, London: Cassell, 1995), εμπεδώνει ιστορικά αυτές τις φιλοσοφικές ιδέες. [Σ.τ.Ε.: Για ένα από τα κείμενα που περιλαμβάνονται στη συλλογή  «Η φιλοσοφία της Κοινωνικής Οικολογίας» του Μπούκτσιν βλέπε: "Ένας Φιλοσοφικός Νατουραλισμός", Κοινωνία και Φύση 2, Σεπτέμβριος- Δεκέμβριος 1992, σ.σ. 74-102. Για ένα μικρό μέρος του βιβλίου «Ξαναγοητεύοντας την Ανθρωπότητα» βλέπε: Μάρραιη, Μπούκτσιν, "Η σχέση του Χάιντεγγερ και της φιλοσοφίας του με το ναζισμό", Ελευθεριακή Κίνηση 16, Δεκέμβριος 2005, σ.σ. 3-12] 
10)   Για μια συζήτηση πάνω στη διαφορά μεταξύ των ανθρώπινων δυνατοτήτων για τη διαμόρφωση μιας ελευθεριακής κοινωνίας και της ικανότητας δημιουργίας ολοκληρωτικών καθεστώτων, δες το «Ιστορία, Πολιτισμός και Πρόοδος» ("History, Civilization and Progress") στο Φιλοσοφία της Κοινωνικής Οικολογίας, σ. 159-161 (Philosophy of Social Ecology, pp. 159-161), του Μπούκτσιν. [Σ.τ.Ε.: Σε ελληνική μετάφραση βλέπε: Bookchin, Murray, Ιστορία, Πολιτισμός και Πρόοδος,
Περίγραμμα μιας κριτικής του σύγχρονου σχετικισμού, μτφρ. Θοδωρής Βελισσάρης & Γεώργιος Δαρεμάς, Ισνάφι, Ιωάννινα, 2005] 
11) Η διάκριση μεταξύ της άμεσης παρούσας εμπειρικής πραγματικότητας (Realitat) και της διαλεκτικής πραγματικότητας (Wirklichkeit)  που έκανε ο Χέγκελ στην Επιστήμη της Λογικής  (Science of Logic), είναι θεμελιώδης ως προς το τι θεωρούμε «πραγματικό». [Σ.τ.Ε.: τη διάκριση αυτή αποδέχεται και ο Bookchin. Βλέπε: Bookchin, Murray, "Ένας Φιλοσοφικός Νατουραλισμός", Κοινωνία και Φύση 2, Σεπτέμβριος- Δεκέμβριος 1992, σ. 93] 
12) Οι πρόσφατες διαδηλώσεις σε Σιάτλ, Πράγα και Γένοβα, σίγουρα αποτελούν μεγάλες κινητοποιήσεις αλλά το περιεχόμενό τους ήταν ασαφές και - αντί να οδηγήσουν στην προαγωγή μιας ώριμης μορφής πολιτικής δημιουργικότητας- περιορίστηκαν στο να αποτελούν πράξεις διαμαρτυρίας. Η μάχη για μια έλλογη κοινωνία πρέπει να αποτελεί μια διαδικασία λαϊκού διαφωτισμού και ριζοσπαστικής οργάνωσης. 
13)   Οι ίδιες οι λαϊκές συνελεύσεις θα αποτελούν τους καταλληλότερους θεσμούς για την εισαγωγή και επιδίωξη των προγραμματικών μας διεκδικήσεων.( Σίγουρα θα αποτελούν την αρένα για την ταξική πάλη, καθώς η διεκδίκηση της λήξης της εκμετάλλευσης είναι κρίσιμο συστατικό στοιχείο της κομμουναλιστικής ατζέντας) 
14) Herbert Marcuse, "Reason and Revolution: Hegel and the Rise of Social Theory", Boston: Beacon Press, 1941, σ. 156. Η έμφαση στο πρωτότυπο. [Σ.τ.Ε.: Στα ελληνικά κυκλοφορεί ως: Herbert Marcuse, Λόγος και Επανάσταση, μτφρ. Γ. Λυκιαρδόπουλος, Ύψιλον, Αθήνα, 1985, σ. 160] 
15) «Οι φιλόσοφοι εξηγούσαν μόνο τον κόσμο με διάφορους τρόπους. Το ζήτημα είναι να τον μεταβάλλουμε.», Καρλ Μαρξ, Theses on Feuerbach,  στο The Marx-Engels Reader, ed. Robert C. Tucker (New York and London: W.W. Norton & Co., 1972), σ. 145. [Σ.τ.Ε.: Σε ελληνική μετάφραση, από την οποία χρησιμοποιήθηκε και η μετάφραση: Καρλ Μαρξ, "Θέσεις για τον Φόυερμπαχ", στο Φρίντριχ Ένγκελς, Λουδοβίκος Φόυερμπαχ, και το τέλος της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας, Θεμέλιο, 1967, σ. 90]    
16) Δες το «Κοινωνική Οικολογία και Κοινοτική Ανάπτυξη» του Νταν Τσόντορκοφ ( Dan Chodorkoff, "Social Ecology and Community Development») στο Κοινωνία και Φύση τ1,ν.1 (1992) ( SocietyandNature, vol. 1, no. 1,1992) και την ομιλία  της Τζάνετ Μπίελ στο Συνέδριο Ελευθεριακού Κοινοτισμού που πραγματοποιήθηκε στο Πλέινφιλντ του Βέρμοντ  το 1999, και είχε τον τίτλο : «Επαναστατικό Δυναμικό του Δήμου» (Janet Biehl,  "The Revolutionary Potential of the Municipality," speech delivered at the Libertarian Municipalism Conference in Plainfield, Vermont, 1999, Unpublished manuscript) και ιδιαίτερα τις σελίδες 201-245 στο  «Νέα Δημοτική Ατζέντα», που περιλαμβάνεται στο Από την Αστικοποίηση στις Πόλεις του Μπούκτσιν (Murray Bookchin's "The New Municipal Agenda," pp. 201-245, in FromUrbanizationtoCities.) [Σ.τ.Ε.: Για την ελληνική μετάφραση του πρώτου κειμένου βλέπε: Chodorkoff, Daniel, "Η κοινωνική οικολογία και η ανάπτυξη της κοινότητας", Κοινωνία και Φύση 1, Μάιος- Αύγουστος 1992, σ.σ. 129-140]

Δεν υπάρχουν σχόλια: