Το μεσημέρι της 29ης Νοεμβρίου 1964, ο εορτασμός της επετείου της
ανατίναξης της Γέφυρας του Γοργοποτάμου αμαυρώθηκε από μία νέα
έκρηξη, με θύματα δεκατρείς νεκρούς και δεκάδες τραυματίες. Ο
δημοσιογράφος Γιάννης Ράγκος αποκαλύπτει ότι η έκρηξη αυτή προκλήθηκε
από νάρκη που είχε τοποθετηθεί το φθινόπωρο του 1963, στα πλαίσια
"μυστικής επιχείρησης" που οργανώθηκε από `Ελληνες αξιωματικούς και
πράκτορες της CIA με σκοπό την αποσταθεροποίηση του πολιτικού κλίματος.
`Ενα μοναδικό ντοκουμέντο, με αδημοσίευτες φωτογραφίες, για μία άγνωστη
πτυχή της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας.Το βιβλίο «Η Νάρκη - Υπόθεση “Γοργοπόταμος- 1964”» του Γ. Ράγκου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Εντός» (Αθήνα, 2000) . Ο
ερευνητής-δημοσιογράφος , στην έρευνά του «Η Νάρκη», αποκαλύπτει μία
από τις πιο αιματηρές σκευωρίες του «εθνικού καθεστώτος»: Το καλοκαίρι
του 1963 οργανώθηκε από Έλληνες αξιωματικούς και πράκτορες της CIA, μία
«μυστική επιχείρηση» τοποθέτησης ναρκών στην περιοχή γύρω από τη Γέφυρα
του Γοργοποτάμου. Η επιχείρηση, που υλοποιήθηκε το φθινόπωρο του ίδιου
έτους στο περιθώριο της στρατιωτικής άσκησης «Ζευς», ήταν ενταγμένη σε
ένα ευρύτερο πλέγμα ενεργειών που θα αποσταθεροποιούσαν το ελληνικό
πολιτικό σύστημα και θα οδηγούσαν στην επιβολή της δικτατορίας.Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί πλούσια βιβλιογραφία και υλικό αρχείου,
καθώς και συνεντεύξεις με πρωταγωνιστές της εποχής. Σε ειδικό παράρτημα
δημοσιεύονται σπάνιες φωτογραφίες και σκηνές από την ταινία του
κινηματογραφιστή Γ. Χαντζόπουλου, που απαθανάτισε τυχαία την έκρηξη και
τις στιγμές που ακολούθησαν.
Η νάρκη του Γοργοποτάμου:Έγκλημα χωρίς τιμωρία!
Στις 1.22΄ το μεσημέρι της Κυριακής 29 Νοεμβρίου 1964, η περιοχή γύρω
από τη γέφυρα του Γοργοποτάμου «γεμίζει» με τρόμο. Η έκρηξη μιας νάρκης
σκορπίζει τη φρίκη. Δεκατρείς άνθρωποι χάνουν τη ζωή τους και 80
τραυματίζονται, τη στιγμή που τιμάται -για πρώτη φορά επισήμως- η Εθνική
Αντίσταση.
Το αιματηρό και, ταυτοχρόνως, οδυνηρό αυτό γεγονός, αν και αποτελεί κορυφαία υπόθεση της προδικτατορικής (μετεμφυλιακής) περιόδου, παραμένει στο «σκοτάδι» της ιστορίας. Μια επίμονη διάζευξη τροφοδοτεί ένα ιστορικοπολιτικό «θρίλερ»: η έκρηξη οφειλόταν σε τυχαίο συμβάν ή αποτελούσε προμελετημένη εγκληματική πράξη με πολιτικούς στόχους;
Η Κυριακή 29 Νοεμβρίου 1964 ήταν μια σχετικώς ηλιόλουστη μέρα, παρά το γεγονός πως ο χειμώνας είχε μπει από καιρό. Στην περιοχή, γύρω από τη γέφυρα του Γοργοποτάμου, πλήθος κόσμου, που συνολικώς υπολογίστηκε σε 15-20.000 ανθρώπους, ήταν συγκεντρωμένοι για τον εορτασμό της 22ης επετείου του κατοχικού σαμποτάζ. Ήταν η πρώτη φορά που ο εορτασμός αυτός είχε επίσημο χαρακτήρα, καθώς η κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου την είχε υιοθετήσει και το υπουργείο Εσωτερικών είχε διαμορφώσει το σχετικό πρόγραμμα. Όμως, δεν είχε προβλεφθεί η επίσημη παράσταση και η κατάθεση στεφάνων από την πλευρά των αντιστασιακών οργανώσεων, γεγονός που είχε προκαλέσει εντάσεις πριν από την έναρξη, αλλά και κατά την διάρκεια των εκδηλώσεων, λόγω των διαμαρτυριών των αντιστασιακών. Για να μην οξυνθούν περαιτέρω τα πνεύματα, αποφασίστηκε η σύντμηση του χρόνου της εκδήλωσης και η περικοπή του προγράμματος.
Γύρω στις 1.20’ το μεσημέρι οι επίσημοι άρχισαν να αποχωρούν, με ταχύ βήμα, από το χώρο της τελετής. Τη στιγμή που πλησίαζαν στα αυτοκίνητά τους ακολουθούμενοι από το πλήθος, ένας εκκωφαντικός ήχος έκρηξης ακούστηκε και αμέσως μια δέσμη καπνού και σκόνης υψώθηκε. Κάποιοι υπέθεσαν πως επρόκειτο για τη συμβολική αναπαράσταση του σαμποτάζ και αμέριμνοι έστρεψαν το βλέμμα τους προς το σημείο της έκρηξης. Σχεδόν αμέσως, όμως, ξέσπασαν οι πρώτες οιμωγές και κραυγές πόνου «Παναγιά μου!», «δεν έχω το πόδι μου!», «μας σκοτώνουν», «το παιδάκι μου!».
Το αιματηρό και, ταυτοχρόνως, οδυνηρό αυτό γεγονός, αν και αποτελεί κορυφαία υπόθεση της προδικτατορικής (μετεμφυλιακής) περιόδου, παραμένει στο «σκοτάδι» της ιστορίας. Μια επίμονη διάζευξη τροφοδοτεί ένα ιστορικοπολιτικό «θρίλερ»: η έκρηξη οφειλόταν σε τυχαίο συμβάν ή αποτελούσε προμελετημένη εγκληματική πράξη με πολιτικούς στόχους;
Η Κυριακή 29 Νοεμβρίου 1964 ήταν μια σχετικώς ηλιόλουστη μέρα, παρά το γεγονός πως ο χειμώνας είχε μπει από καιρό. Στην περιοχή, γύρω από τη γέφυρα του Γοργοποτάμου, πλήθος κόσμου, που συνολικώς υπολογίστηκε σε 15-20.000 ανθρώπους, ήταν συγκεντρωμένοι για τον εορτασμό της 22ης επετείου του κατοχικού σαμποτάζ. Ήταν η πρώτη φορά που ο εορτασμός αυτός είχε επίσημο χαρακτήρα, καθώς η κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου την είχε υιοθετήσει και το υπουργείο Εσωτερικών είχε διαμορφώσει το σχετικό πρόγραμμα. Όμως, δεν είχε προβλεφθεί η επίσημη παράσταση και η κατάθεση στεφάνων από την πλευρά των αντιστασιακών οργανώσεων, γεγονός που είχε προκαλέσει εντάσεις πριν από την έναρξη, αλλά και κατά την διάρκεια των εκδηλώσεων, λόγω των διαμαρτυριών των αντιστασιακών. Για να μην οξυνθούν περαιτέρω τα πνεύματα, αποφασίστηκε η σύντμηση του χρόνου της εκδήλωσης και η περικοπή του προγράμματος.
Γύρω στις 1.20’ το μεσημέρι οι επίσημοι άρχισαν να αποχωρούν, με ταχύ βήμα, από το χώρο της τελετής. Τη στιγμή που πλησίαζαν στα αυτοκίνητά τους ακολουθούμενοι από το πλήθος, ένας εκκωφαντικός ήχος έκρηξης ακούστηκε και αμέσως μια δέσμη καπνού και σκόνης υψώθηκε. Κάποιοι υπέθεσαν πως επρόκειτο για τη συμβολική αναπαράσταση του σαμποτάζ και αμέριμνοι έστρεψαν το βλέμμα τους προς το σημείο της έκρηξης. Σχεδόν αμέσως, όμως, ξέσπασαν οι πρώτες οιμωγές και κραυγές πόνου «Παναγιά μου!», «δεν έχω το πόδι μου!», «μας σκοτώνουν», «το παιδάκι μου!».
Κάποιοι είδαν ένα
αντικείμενο, που έμοιαζε με ανθρώπινο κρανίο, να «πηδά» στον αέρα.
Σε απόσταση 90-100 μέτρων από το χώρο του εορτασμού και 4,5 μέτρα από τη μικρή ατραπό που συνέδεε το χωριό του Γοργοποτάμου με την ομώνυμη γέφυρα, άνθρωποι γεμάτοι απόγνωση αντίκριζαν εικόνα φρίκης.
Σε απόσταση 90-100 μέτρων από το χώρο του εορτασμού και 4,5 μέτρα από τη μικρή ατραπό που συνέδεε το χωριό του Γοργοποτάμου με την ομώνυμη γέφυρα, άνθρωποι γεμάτοι απόγνωση αντίκριζαν εικόνα φρίκης.
Η έκρηξη
είχε σκορπίσει το θάνατο. Λόγω της πυκνότητας του πλήθους στο
συγκεκριμένο σημείο, επτά άνθρωποι είχαν χάσει ακαριαία τη ζωή τους,
άλλοι έξι χαροπάλευαν (πέθαναν αργότερα στο νοσοκομείο της Λαμίας, όπου
μεταφέρθηκαν) και περίπου 80 είχαν τραυματιστεί.
Αστραπιαία, κυκλοφόρησε η πληροφορία πως οι χωροφύλακες, που βρίσκονταν στην περιοχή για τα μέτρα τάξης, πετούσαν χειροβομβίδες κατά του πλήθους. Η έκπληξη και η οδύνη μετατράπηκαν, σε μια στιγμή, σε οργή. Κάποιοι κινήθηκαν απειλητικά εναντίον τους με σκοπό να τους λυντσάρουν, αλλά χάρη στην επέμβαση ορισμένων ψυχραιμότερων, τα σοβαρότερα επεισόδια αποφεύχθηκαν.
Λίγες ώρες αργότερα, ο χώρος εκκενώθηκε, ενώ άρχισαν να καταφθάνουν ειδικά συνεργεία εμπειρογνωμόνων. Γρήγορα διαπιστώθηκε πως η έκρηξη οφειλόταν σε νάρκη, την οποία είχε πατήσει ο εορταστής Χρ. Κεστίνης, βρίσκοντας τραγικό θάνατο.
Την επόμενη μέρα, μια 7μελής επιτροπή στρατιωτικών πραγματογνωμόνων, που είχε συγκροτηθεί με απόφαση του υφυπουργού Εθνικής Άμυνας Μιχ. Παπακωνσταντίνου (ήταν παρών στον εορτασμό, ως εκπρόσωπος της κυβέρνησης), αφού εξέτασε, επί τόπου, όλα τα ευρήματα κατέληξε στο πόρισμά της: η νάρκη ήταν αμερικανικής κατασκευής «τύπου Μ2Α3 κατά προσωπικού» και «ανήκε προφανώς εις το ναρκοπέδιον ΑΒ10 και ειδικότερον εις την ΓΔ ή ΔΕ ναρκοζώνην τούτου». Σύμφωνα με το ίδιο πόρισμα, το ναρκοπέδιο αυτό είχε στρωθεί «κατά το Σεπτέμβριον του 1949 (…) ανατολικώς της γέφυρας του Γοργοποτάμου, περιλαμβάνον κατά το μητρώον 88 νάρκας Μ2Α3 Αμερ. Τύπου (…)» και είχε αποναρκοθετηθεί το Δεκέμβριο του 1957. Κατόπιν, όλος ο χώρος είχε δοθεί στην ελεύθερη διακίνηση. Το πόρισμα κατέληγε στο συμπέρασμα πως η επίμαχη νάρκη «είχε προφανώς τοποθετηθή προ πολλών ετών κατά την στρώσιν του προστατευτικού της γέφυρας ναρκοπεδίου ΑΒ10, μη ανευρεθείσα κατά την άρσιν των λοιπών ναρκών. Δύναται να προέρχεται εκ των εν τοις Μητρώοις αναγραφομένων 88 ναρκών, δεν αποκλείεται όμως να είχε τοποθετηθή συμπληρωματικώς είτε μόνη είτε μετ΄ άλλων χωρίς να καταχωρηθή εις τα υπόλοιπα μητρώα» και πρότεινε «να θεωρηθή το γεγονός της εκρήξεως της νάρκης τυχαίον συμβάν, μη συνδεόμενον με πράξεις η ενέργειας σκοπίμους και λαβούσας χώραν κατά το πρόσφατον παρελθόν».(1)
Τη θεωρεία περί πλημμελώς εκκαθαρισμένου ναρκοπεδίου, ήρθε να συμπληρώσει το στοιχείο πως την 1η, 12η και 14η Δεκεμβρίου βρέθηκαν από συνεργεία ναρκοσυλλεκτών, που εξέτασαν εκ νέου όλη την περιοχή, άλλες τρεις νάρκες (!), η μία εκ των οποίων, όπως σημειωνόταν στο ίδιο πόρισμα «ανευρέθη επί της επιφανείας του εδάφους, (…) εις απόστασιν 100 περίπου μέτρων από της εκραγείσης, (…) άνευ πυροδοτικού μηχανισμού, (…) προερχομένη προφανώς από τας νάρκας του ναρκοπεδίου».
Την 1η Δεκεμβρίου, σε μια θυελλώδη συνεδρίαση της Βουλής στην οποία σημειώθηκαν πολλές αντεγκλήσεις και φραστικοί διαξιφισμοί, ο πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου, αφού ανέγνωσε τα πορίσματα των στρατιωτικών εμπειρογνωμόνων και των ιατροδικαστών, έσπευσε να κλείσει το θέμα και να «απαντήσει» στα εύλογα ερωτήματα που είχαν δημιουργηθεί, λέγοντας πως «δεν υπάρχουν πλέον ερωτηματικά. Η απάντησις έχει δοθή. Είναι οριστική και πλήρης. Υπήρξε δυστύχημα».(2)
Αστραπιαία, κυκλοφόρησε η πληροφορία πως οι χωροφύλακες, που βρίσκονταν στην περιοχή για τα μέτρα τάξης, πετούσαν χειροβομβίδες κατά του πλήθους. Η έκπληξη και η οδύνη μετατράπηκαν, σε μια στιγμή, σε οργή. Κάποιοι κινήθηκαν απειλητικά εναντίον τους με σκοπό να τους λυντσάρουν, αλλά χάρη στην επέμβαση ορισμένων ψυχραιμότερων, τα σοβαρότερα επεισόδια αποφεύχθηκαν.
Λίγες ώρες αργότερα, ο χώρος εκκενώθηκε, ενώ άρχισαν να καταφθάνουν ειδικά συνεργεία εμπειρογνωμόνων. Γρήγορα διαπιστώθηκε πως η έκρηξη οφειλόταν σε νάρκη, την οποία είχε πατήσει ο εορταστής Χρ. Κεστίνης, βρίσκοντας τραγικό θάνατο.
Την επόμενη μέρα, μια 7μελής επιτροπή στρατιωτικών πραγματογνωμόνων, που είχε συγκροτηθεί με απόφαση του υφυπουργού Εθνικής Άμυνας Μιχ. Παπακωνσταντίνου (ήταν παρών στον εορτασμό, ως εκπρόσωπος της κυβέρνησης), αφού εξέτασε, επί τόπου, όλα τα ευρήματα κατέληξε στο πόρισμά της: η νάρκη ήταν αμερικανικής κατασκευής «τύπου Μ2Α3 κατά προσωπικού» και «ανήκε προφανώς εις το ναρκοπέδιον ΑΒ10 και ειδικότερον εις την ΓΔ ή ΔΕ ναρκοζώνην τούτου». Σύμφωνα με το ίδιο πόρισμα, το ναρκοπέδιο αυτό είχε στρωθεί «κατά το Σεπτέμβριον του 1949 (…) ανατολικώς της γέφυρας του Γοργοποτάμου, περιλαμβάνον κατά το μητρώον 88 νάρκας Μ2Α3 Αμερ. Τύπου (…)» και είχε αποναρκοθετηθεί το Δεκέμβριο του 1957. Κατόπιν, όλος ο χώρος είχε δοθεί στην ελεύθερη διακίνηση. Το πόρισμα κατέληγε στο συμπέρασμα πως η επίμαχη νάρκη «είχε προφανώς τοποθετηθή προ πολλών ετών κατά την στρώσιν του προστατευτικού της γέφυρας ναρκοπεδίου ΑΒ10, μη ανευρεθείσα κατά την άρσιν των λοιπών ναρκών. Δύναται να προέρχεται εκ των εν τοις Μητρώοις αναγραφομένων 88 ναρκών, δεν αποκλείεται όμως να είχε τοποθετηθή συμπληρωματικώς είτε μόνη είτε μετ΄ άλλων χωρίς να καταχωρηθή εις τα υπόλοιπα μητρώα» και πρότεινε «να θεωρηθή το γεγονός της εκρήξεως της νάρκης τυχαίον συμβάν, μη συνδεόμενον με πράξεις η ενέργειας σκοπίμους και λαβούσας χώραν κατά το πρόσφατον παρελθόν».(1)
Τη θεωρεία περί πλημμελώς εκκαθαρισμένου ναρκοπεδίου, ήρθε να συμπληρώσει το στοιχείο πως την 1η, 12η και 14η Δεκεμβρίου βρέθηκαν από συνεργεία ναρκοσυλλεκτών, που εξέτασαν εκ νέου όλη την περιοχή, άλλες τρεις νάρκες (!), η μία εκ των οποίων, όπως σημειωνόταν στο ίδιο πόρισμα «ανευρέθη επί της επιφανείας του εδάφους, (…) εις απόστασιν 100 περίπου μέτρων από της εκραγείσης, (…) άνευ πυροδοτικού μηχανισμού, (…) προερχομένη προφανώς από τας νάρκας του ναρκοπεδίου».
Την 1η Δεκεμβρίου, σε μια θυελλώδη συνεδρίαση της Βουλής στην οποία σημειώθηκαν πολλές αντεγκλήσεις και φραστικοί διαξιφισμοί, ο πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου, αφού ανέγνωσε τα πορίσματα των στρατιωτικών εμπειρογνωμόνων και των ιατροδικαστών, έσπευσε να κλείσει το θέμα και να «απαντήσει» στα εύλογα ερωτήματα που είχαν δημιουργηθεί, λέγοντας πως «δεν υπάρχουν πλέον ερωτηματικά. Η απάντησις έχει δοθή. Είναι οριστική και πλήρης. Υπήρξε δυστύχημα».(2)
ΤΑ «ΚΕΝΑ» ΤΟΥ ΠΟΡΙΣΜΑΤΟΣ!
Ωστόσο,
ο εισαγγελέας Πρωτοδικών Λαμίας, ήδη από τις 30 Νοεμβρίου, είχε ασκήσει
αυτεπάγγελτη δίωξη για τα αδικήματα «ανθρωποκτονίαι εκ προθέσεως,
απόπειραι ανθρωποκτονιών κ.λπ.».(3) Ο ανακριτής εξέτασε σειρά μαρτύρων
και τα επίσημα πορίσματα και «μετά το πέρας της κυρίας ανακρίσεως η
δικογραφία ετέθη υπό του (…) Εισαγγελέως εις το αρχείον, δεχθέντος ότι
επρόκειτο περί τυχαίου γεγονότος και ουχί περί εγκληματικής
ενέργειας».(4)
Όμως, δεν άργησε να διαφανεί πως τα στοιχεία και τα συμπεράσματα του πορίσματος παρουσίαζαν «κενά», ασάφειες και αδυναμίες λογικής στήριξής του.
Ήδη, μόλις μία εβδομάδα μετά τα γεγονότα, ο υπεύθυνος αξιωματικός κατά την αποναρκοθέτηση του ναρκοπεδίου το 1957 Λ. Τσάσης, είχε δηλώσει στην εφημερίδα «Αυγή» (6/12/1964) πως «όσες νάρκες ήταν γραμμένες στα μητρώα τις βγάλαμε όλες», χωρίς ποτέ να διαψευστεί.
Επιπλέον, το πόρισμα παρουσίαζε σημαντικές εσωτερικές αντιφάσεις:
● Για παράδειγμα, ενώ βεβαίωνε πως η νάρκη «άνηκε προφανώς (σ.σ.: ο όρος «προφανώς» ουδόλως δικαιολογείται από τα στοιχεία τεκμηρίωσης που παρατίθενται σ΄ αυτό) εις το ναρκοπέδιον ΑΒ10» και «είχε προφανώς τοποθετηθή προ πολλών ετών, κατά την στρώσιν του (…) ναρκοπεδίου» δεν απέκλειε, ταυτοχρόνως, το ενδεχόμενο «να είχε τοποθετηθή συμπληρωματικώς, είτε μόνη είτε μετ’ άλλων (…)», ενώ δεν διευκρίνιζε ποιος μπορεί να τοποθέτησε με κίνδυνο της ζωής του μία ή περισσότερες συμπληρωματικές νάρκες, χωρίς μάλιστα να τις καταγράψει στα σχετικά μητρώα.
● Ενώ σημείωνε πως η επίμαχη νάρκη «άνηκε (…) εις την ΓΔ ή ΔΕ ζώνην» του ναρκοπεδίου, δεν εξηγούσε γιατί δεν αφαιρέθηκε από το συνεργείο αποναρκοθέτησης, καθώς η συγκεκριμένη θέση της σε ναρκοζώνη και το γεγονός πως τα όρια του ναρκοπεδίου ήταν σημασμένα με συρματόπλεγμα, καθιστούσαν ευχερή τον εντοπισμό της. Το Γ.Ε.Σ. αρνήθηκε να δημοσιοποιήσει το σχεδιάγραμμα του ναρκοπεδίου, αν και ζητήθηκε επιμόνως από στελέχη της Ε.Δ.Α. και συγγενείς των θυμάτων.
● Ενώ συμπέραινε πως «ο μέγας αριθμός θυμάτων» οφειλόταν, εκτός των άλλων, «εις τον εις την όλην περιοχήν παρατηρηθέντα συνωστισμόν» δεν διευκρίνιζε γιατί η νάρκη δεν είχε εκραγεί κατά της διάρκεια των επτά ετών που είχαν μεσολαβήσει από την αποναρκοθέτηση ή ακόμα γιατί δεν εξερράγη νωρίτερα εκείνη τη μέρα, καθώς ήδη από τις 10 το πρωί, είχαν συγκεντρωθεί στην περιοχή περισσότερα από 10.000 άτομα(5) και, σύμφωνα με μαρτυρίες αυτοπτών μαρτύρων, κυκλοφορούσαν ελεύθερα γύρω από το σημείο που σημειώθηκε η έκρηξη;
Πέραν αυτών, είναι αξιοσημείωτο πως όλες οι έρευνες διεξήχθησαν με ταχύτητα και προχειρότητα, παρά τη σοβαρότητα της υπόθεσης:
● Δεν εξετάστηκε αναλυτικά, παρά μόνο «δια γυμνού οφθαλμού», αν τα διάφορα τμήματα της νάρκης είχαν την ίδια παλαιότητα, ώστε να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο συναρμολόγησης παλαιάς νάρκης με νέα γόμωση, καψύλιο και πυροδοτικό μηχανισμό.
● Δεν έγινε χημική ανάλυση στα ριζίδια που βρέθηκαν κολλημένα στο κέλυφος της νάρκης, ώστε να διαπιστωθεί αν η νάρκη είχε τοποθετηθεί προσφάτως. Οι γεωπόνοι που τα εξέτασαν «μακροσκοπικώς» σημείωσαν στο δικό τους πόρισμα πως «(…) άπαντα τα ριζίδια δεν είναι προσφάτου αναπτύξεως (ηλικίας), αλλά παλαιοτέρας τοιαύτης και οπωσδήποτε πέραν του ενός έτους (…)»(6), αλλά είναι προφανές πως η παλαιότητα ενός έτους διαφέρει ουσιωδώς από τα … 15 χρόνια, όπως θα έπρεπε να συμβαίνει αν η νάρκη είχε τοποθετηθεί το 1949!
● Δεν διευκρινίστηκε αν η επίμαχη νάρκη ήταν παγιδευμένη -βρέθηκε κομμένο σύρμα παγίδευσης- αφού σε μια τέτοια περίπτωση οπωσδήποτε θα ήταν σημειωμένη στο σχεδιάγραμμα του ναρκοπεδίου και επομένως θα είχε αφαιρεθεί από το συνεργείο αποναρκοθέτησης.
● Δεν δόθηκε καμία απάντηση πώς δεν είχε γίνει αντιληπτή η νάρκη που βρέθηκε (αν αυτό είναι ακριβές και δεν αποτελεί εύρημα της επιτροπής για να στηρίξει την εκδοχή περί πλημμελώς εκκαθαρισμένου ναρκοπεδίου ) «(…) επί της επιφανείας του εδάφους (…)» και κυρίως πώς … βρέθηκε στην επιφάνεια του εδάφους.
Η υπόθεση έκλεισε σύντομα ως τυχαίο συμβάν, παρά τις προσπάθειες ορισμένων και κυρίως του δικηγόρου Χρ. Ραχιώτη (στις 12 Φεβρουαρίου 1965 κατέθεσε μακροσκελές υπόμνημα προς τον ανακριτή Λαμίας και τον εισαγγελέα Εφετών Αθήνας) να την κρατήσουν ανοικτή και να προχωρήσουν οι έρευνες. Ωστόσο, ακόμα και με βάση την επίσημη εκδοχή, θα έπρεπε να αποδοθούν ευθύνες για την πλημμελή αποναρκοθέτηση, αλλά και για την απόφαση να δοθεί ο χώρος στην ελεύθερη διακίνηση. Κάτι τέτοιο ουδέποτε συνέβη.
Αντιθέτως, το Μάιο του 1965, 18 άτομα που βρίσκονταν στις 29 Νοεμβρίου στο χώρο του Γοργοποτάμου δικάστηκαν με ποικίλες κατηγορίες (στάση, αντιποίηση αρχής, παράβαση Α.Ν. 942/1946, περιύβριση αρχής, επικίνδυνες σωματικές βλάβες κ.α.) για όσα συνέβησαν πριν, κατά τη διάρκεια αλλά κυρίως μετά τη λήξη της τελετής. Από αυτούς, οι δώδεκα καταδικάσθηκαν σε ποικίλες ποινές και οι έξι αθωώθηκαν. Η δίκη αυτή (έμεινε γνωστή ως η «Δίκη του Γοργοποτάμου» ή «Δίκη της Λαμίας») αποτέλεσε και την τυπική λήξη της υπόθεσης.
Όμως, το νήμα ξεκινά πολύ πριν από τις 29 Νοεμβρίου 1964.
Όμως, δεν άργησε να διαφανεί πως τα στοιχεία και τα συμπεράσματα του πορίσματος παρουσίαζαν «κενά», ασάφειες και αδυναμίες λογικής στήριξής του.
Ήδη, μόλις μία εβδομάδα μετά τα γεγονότα, ο υπεύθυνος αξιωματικός κατά την αποναρκοθέτηση του ναρκοπεδίου το 1957 Λ. Τσάσης, είχε δηλώσει στην εφημερίδα «Αυγή» (6/12/1964) πως «όσες νάρκες ήταν γραμμένες στα μητρώα τις βγάλαμε όλες», χωρίς ποτέ να διαψευστεί.
Επιπλέον, το πόρισμα παρουσίαζε σημαντικές εσωτερικές αντιφάσεις:
● Για παράδειγμα, ενώ βεβαίωνε πως η νάρκη «άνηκε προφανώς (σ.σ.: ο όρος «προφανώς» ουδόλως δικαιολογείται από τα στοιχεία τεκμηρίωσης που παρατίθενται σ΄ αυτό) εις το ναρκοπέδιον ΑΒ10» και «είχε προφανώς τοποθετηθή προ πολλών ετών, κατά την στρώσιν του (…) ναρκοπεδίου» δεν απέκλειε, ταυτοχρόνως, το ενδεχόμενο «να είχε τοποθετηθή συμπληρωματικώς, είτε μόνη είτε μετ’ άλλων (…)», ενώ δεν διευκρίνιζε ποιος μπορεί να τοποθέτησε με κίνδυνο της ζωής του μία ή περισσότερες συμπληρωματικές νάρκες, χωρίς μάλιστα να τις καταγράψει στα σχετικά μητρώα.
● Ενώ σημείωνε πως η επίμαχη νάρκη «άνηκε (…) εις την ΓΔ ή ΔΕ ζώνην» του ναρκοπεδίου, δεν εξηγούσε γιατί δεν αφαιρέθηκε από το συνεργείο αποναρκοθέτησης, καθώς η συγκεκριμένη θέση της σε ναρκοζώνη και το γεγονός πως τα όρια του ναρκοπεδίου ήταν σημασμένα με συρματόπλεγμα, καθιστούσαν ευχερή τον εντοπισμό της. Το Γ.Ε.Σ. αρνήθηκε να δημοσιοποιήσει το σχεδιάγραμμα του ναρκοπεδίου, αν και ζητήθηκε επιμόνως από στελέχη της Ε.Δ.Α. και συγγενείς των θυμάτων.
● Ενώ συμπέραινε πως «ο μέγας αριθμός θυμάτων» οφειλόταν, εκτός των άλλων, «εις τον εις την όλην περιοχήν παρατηρηθέντα συνωστισμόν» δεν διευκρίνιζε γιατί η νάρκη δεν είχε εκραγεί κατά της διάρκεια των επτά ετών που είχαν μεσολαβήσει από την αποναρκοθέτηση ή ακόμα γιατί δεν εξερράγη νωρίτερα εκείνη τη μέρα, καθώς ήδη από τις 10 το πρωί, είχαν συγκεντρωθεί στην περιοχή περισσότερα από 10.000 άτομα(5) και, σύμφωνα με μαρτυρίες αυτοπτών μαρτύρων, κυκλοφορούσαν ελεύθερα γύρω από το σημείο που σημειώθηκε η έκρηξη;
Πέραν αυτών, είναι αξιοσημείωτο πως όλες οι έρευνες διεξήχθησαν με ταχύτητα και προχειρότητα, παρά τη σοβαρότητα της υπόθεσης:
● Δεν εξετάστηκε αναλυτικά, παρά μόνο «δια γυμνού οφθαλμού», αν τα διάφορα τμήματα της νάρκης είχαν την ίδια παλαιότητα, ώστε να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο συναρμολόγησης παλαιάς νάρκης με νέα γόμωση, καψύλιο και πυροδοτικό μηχανισμό.
● Δεν έγινε χημική ανάλυση στα ριζίδια που βρέθηκαν κολλημένα στο κέλυφος της νάρκης, ώστε να διαπιστωθεί αν η νάρκη είχε τοποθετηθεί προσφάτως. Οι γεωπόνοι που τα εξέτασαν «μακροσκοπικώς» σημείωσαν στο δικό τους πόρισμα πως «(…) άπαντα τα ριζίδια δεν είναι προσφάτου αναπτύξεως (ηλικίας), αλλά παλαιοτέρας τοιαύτης και οπωσδήποτε πέραν του ενός έτους (…)»(6), αλλά είναι προφανές πως η παλαιότητα ενός έτους διαφέρει ουσιωδώς από τα … 15 χρόνια, όπως θα έπρεπε να συμβαίνει αν η νάρκη είχε τοποθετηθεί το 1949!
● Δεν διευκρινίστηκε αν η επίμαχη νάρκη ήταν παγιδευμένη -βρέθηκε κομμένο σύρμα παγίδευσης- αφού σε μια τέτοια περίπτωση οπωσδήποτε θα ήταν σημειωμένη στο σχεδιάγραμμα του ναρκοπεδίου και επομένως θα είχε αφαιρεθεί από το συνεργείο αποναρκοθέτησης.
● Δεν δόθηκε καμία απάντηση πώς δεν είχε γίνει αντιληπτή η νάρκη που βρέθηκε (αν αυτό είναι ακριβές και δεν αποτελεί εύρημα της επιτροπής για να στηρίξει την εκδοχή περί πλημμελώς εκκαθαρισμένου ναρκοπεδίου ) «(…) επί της επιφανείας του εδάφους (…)» και κυρίως πώς … βρέθηκε στην επιφάνεια του εδάφους.
Η υπόθεση έκλεισε σύντομα ως τυχαίο συμβάν, παρά τις προσπάθειες ορισμένων και κυρίως του δικηγόρου Χρ. Ραχιώτη (στις 12 Φεβρουαρίου 1965 κατέθεσε μακροσκελές υπόμνημα προς τον ανακριτή Λαμίας και τον εισαγγελέα Εφετών Αθήνας) να την κρατήσουν ανοικτή και να προχωρήσουν οι έρευνες. Ωστόσο, ακόμα και με βάση την επίσημη εκδοχή, θα έπρεπε να αποδοθούν ευθύνες για την πλημμελή αποναρκοθέτηση, αλλά και για την απόφαση να δοθεί ο χώρος στην ελεύθερη διακίνηση. Κάτι τέτοιο ουδέποτε συνέβη.
Αντιθέτως, το Μάιο του 1965, 18 άτομα που βρίσκονταν στις 29 Νοεμβρίου στο χώρο του Γοργοποτάμου δικάστηκαν με ποικίλες κατηγορίες (στάση, αντιποίηση αρχής, παράβαση Α.Ν. 942/1946, περιύβριση αρχής, επικίνδυνες σωματικές βλάβες κ.α.) για όσα συνέβησαν πριν, κατά τη διάρκεια αλλά κυρίως μετά τη λήξη της τελετής. Από αυτούς, οι δώδεκα καταδικάσθηκαν σε ποικίλες ποινές και οι έξι αθωώθηκαν. Η δίκη αυτή (έμεινε γνωστή ως η «Δίκη του Γοργοποτάμου» ή «Δίκη της Λαμίας») αποτέλεσε και την τυπική λήξη της υπόθεσης.
Όμως, το νήμα ξεκινά πολύ πριν από τις 29 Νοεμβρίου 1964.
Η ΑΣΚΗΣΗ «ΖΕΥΣ» ΚΑΙ Η ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ «ARROW-1»!
Ιούνιος
1963. Μέσα στη θύελλα των γεγονότων που ακολουθούν τη δολοφονία του
βουλευτή Γρ. Λαμπράκη στη Θεσσαλονίκη, ο πρωθυπουργός Κων. Καραμανλής
παραιτείται και στη θέση του αναλαμβάνει ο Παν. Πιπινέλης. Τον
Σεπτέμβριο προκηρύσσονται εκλογές για τις 3 Νοεμβρίου. Την ίδια περίοδο,
ομάδα αξιωματικών έχει ήδη προχωρήσει στους σχεδιασμούς της για την
πραγματοποίηση πραξικοπήματος και αναζητά τον κατάλληλο χρόνο εκδήλωσής
του. Αλλά, στο μεταξύ, απαιτούνται προπαρασκευαστικές ενέργειες που θα
το προετοιμάσουν…
Στα μέσα του Ιουνίου του 1963, τρεις ανώτεροι Έλληνες αξιωματικοί μετέβησαν στην αμερικανική βάση του Μπαντ-Τολντζ της Δυτικής (τότε) Γερμανίας, όπου συνεργάστηκαν με Αμερικανούς συναδέλφους τους, για την προετοιμασία της ετήσιας προγραμματισμένης στρατιωτικής άσκησης καταδρομών «Ζευς 63». Επρόκειτο για εκπαιδευτική άσκηση ανορθόδοξου πολέμου, που προβλεπόταν να πραγματοποιηθεί από 1-30 Σεπτεμβρίου σε 20 επιχειρησιακά τμήματα, σε ολόκληρη την Ελλάδα.(7) Ως ένα από αυτά είχε ορισθεί η περιοχή της γέφυρας Παπαδιάς (στο όρος Οίτη), η οποία απέχει περίπου 20 χιλ. από το Γοργοπόταμο.
Τα Λ.Ο.Κ. διατηρούσαν, ήδη από το 1951, στενούς δεσμούς με το κλιμάκιο της C.I.A. στην Ελλάδα. Το 1955, στο πλαίσιο της πανευρωπαϊκής επιχείρησης «Stay Behind», είχε υπογραφεί μυστική ελληνοαμερικανική συμφωνία («Κόκκινη Προβιά»), με την οποία προβλεπόταν η δημιουργία ενός παραστρατιωτικού δικτύου που θα διεξήγαγε ανορθόδοξο πόλεμο, σε περίπτωση κομμουνιστικής εισβολής ή έκρηξης κομμουνιστικού πραξικοπήματος στην Ελλάδα. Το δίκτυο αυτό στελέχωναν 3.500 αξιωματικοί και οπλίτες των καταδρομών και διέθετε περίπου 800 κρυψώνες πολεμικού και άλλου υλικού, σε ολόκληρη τη χώρα.
Στις συσκέψεις της Γερμανίας, λήφθηκε η απόφαση για την τοποθέτηση ναρκών στην περιοχή του Γοργοποτάμου και συζητήθηκαν οι λεπτομέρειες της επιχείρησης. Η (κοινή) άσκηση Ελλήνων και Αμερικανών καταδρομέων πρόσφερε την κατάλληλη προκάλυψη. Οι εμπνευστές του σχεδίου επιδίωκαν ένα αιματηρό «κτύπημα», στο πλαίσιο ενός ευρύτερου σχεδίου για αποσταθεροποίηση του πολιτικού συστήματος.
Το Σεπτέμβριο του 1963 δύο άνδρες -πιθανότατα ελληνοαμερικανοί- που τυπικώς συμμετείχαν στο κλιμάκιο της άσκησης στην Οίτη, τοποθέτησαν τις νάρκες στην περιοχή Γοργοποτάμου. Είχαν φτάσει χωριστά με ελικόπτερο ή μικρό αεροπλάνο στο αεροδρόμιο της Λαμίας και από κει, κρυφά με τα πόδια, στον Γοργοπόταμο. Τοποθέτησαν τέσσερις (ή και περισσότερες) παλιές νάρκες με νέα γόμωση και καψύλιο και στη συνέχεια τις ασφάλισαν με την ειδική περόνη. Το γεγονός αυτό, δικαιολογεί γιατί οι νάρκες δεν εξερράγησαν, τυχαίως, στο ενδιάμεσο διάστημα. Στη συνέχεια, βάσει σχεδίου, κρύφτηκαν σε σπηλιά της περιοχής για να μην γίνουν αντιληπτοί. Την επιχείρηση ναρκοθέτησης της περιοχής γνώριζαν ο αμερικανός λοχαγός Κρέϋβεν (μίλησε, αργότερα, για την υπόθεση σε αμερικανική εφημερίδα) και πιθανώς ένας, τουλάχιστον, Έλληνας αξιωματικός, οι οποίοι συμμετείχαν στο κλιμάκιο της Οίτης.
Όταν η ύπαρξη των δύο «αγνώστων» ανδρών έγινε γνωστή από ένα τυχαίο περιστατικό (τους εντόπισε ένας βοσκός της περιοχής), μεταφέρθηκαν, εσπευσμένως, με τζιπ στη Στυλίδα και από εκεί φυγαδεύτηκαν, με αμερικανικό υποβρύχιο, στην αμερικανική βάση του Ραμστάϊν της Γερμανίας.
Η τοποθέτηση των ναρκών είχε ως στόχο τον εορτασμό του Γοργοποτάμου το 1963, που εκείνη τη χρονιά πραγματοποιήθηκε, με πρωτοβουλία των αντιστασιακών οργανώσεων, στις 27 Νοεμβρίου. Εντούτοις, το εγχείρημα εκείνης της χρονιάς αναβλήθηκε για ποικίλους λόγους. Έτσι, οι νάρκες παρέμειναν στο έδαφος, με αποτέλεσμα στο διάστημα των 14 μηνών που μεσολάβησαν ως το Νοέμβριο του 1964 να υποστούν φυσικές αλλοιώσεις και να ενισχυθεί η εντύπωση περί παλαιότητάς τους.
Το επόμενο έτος, η συγκυρία ήταν ευνοϊκότερη, καθώς η κυβέρνηση (από τον Φεβρουάριο του 1964) της Ε.Κ. δεχόταν τα πυρά της αντιπολίτευσης για ανοχή απέναντι στον «κομμουνιστικό κίνδυνο», ενώ την ίδια στιγμή πύκνωναν οι ζυμώσεις για την πραγματοποίηση του πραξικοπήματος, το οποίο απαιτούσε, ωστόσο, προπαρασκευαστικές ενέργειες που θα το προετοίμαζαν.
Τις μέρες που προηγήθηκαν του εορτασμού, οι δράστες επισκέφθηκαν την περιοχή για να διαπιστώσουν, τεχνικώς, την ετοιμότητα των ναρκών. Συγκεκριμένες μαρτυρίες που είδαν το φως της δημοσιότητας (μαρτυρία Δ. Δημητρίου, μαρτυρία Στρ. Τσίρκα στο βιβλίο του «Χαμένη Άνοιξη», ανώνυμες επιστολές προς το Δήμαρχο Λαμιέων Απ. Κουνούπη, αναφορές τοπικών στελεχών της Ε.Δ.Α. κ.α.) έκαναν λόγο για ύποπτες κινήσεις «αγνώστων» στην περιοχή.(8)
Το πρωί εκείνης της μέρας, οι δράστες βρίσκονταν στην περιοχή, αθέατοι ανάμεσα στο πυκνό πλήθος, έτοιμοι να δράσουν, απασφαλίζοντας τις νάρκες. Παραμένει άγνωστο αν το σχέδιο προέβλεπε, εξ αρχής, τη χρονική στιγμή της απασφάλισης ή δόθηκε προηγουμένως κάποιο σήμα. Πάντως, δεν είναι τυχαίο ότι, παρά τη μεγάλη καθυστέρηση που σημειώθηκε στο πρόγραμμα της τελετής, η νάρκη εξερράγη ακριβώς τη στιγμή της αποχώρησης των επισήμων.
Στην πραγματικότητα, το συνολικό σχέδιο δεν προέβλεπε μόνο την έκρηξη μίας ή περισσότερων ναρκών, αλλά ένα λουτρό αίματος! Για το σκοπό αυτό, στις 29 Νοεμβρίου, στην περιοχή του Γοργοποτάμου είχαν διατεθεί, πέραν των ανδρών της Χωροφυλακής, μονάδες του στρατού αλλά και της Χωροφυλακής Χημικών Μέσων. Οι δράστες αποσκοπούσαν σε γενικευμένα επεισόδια μεταξύ των εορταστών και των ανδρών της χωροφυλακής, δημιουργία κατάστασης «εκτάκτου ανάγκης» και επιβολή στρατιωτικού νόμου, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η «κομμουνιστική ανταρσία». Μια τέτοια εξέλιξη ήταν δυνατόν, με κατάλληλους χειρισμούς, να οδηγήσει ακόμα και στην ανατροπή της κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου, γεγονός που διευκόλυνε τους ευρύτερους σχεδιασμούς της συνωμοτικής ομάδας η οποία προετοίμαζε το πραξικόπημα. Το ίδιο βράδυ, στην Αθήνα, ισχυρές δυνάμεις της αστυνομίας τέθηκαν σε κατάσταση συναγερμού. Εντέχνως, είχε διαδοθεί πως τα γεγονότα του Γοργοποτάμου προκάλεσαν οι κομμουνιστές, οι οποίοι είχαν «πάρει τα όπλα» και ετοίμαζαν «επανάσταση»!
Στις 5 Αυγούστου 1965, η εφημερίδα «Έθνος» δημοσίευσε αναφορά που αποδιδόταν στον στρατιωτικό ακόλουθο των Η.Π.Α. στην Αθήνα, απευθυνόταν προς το υπουργείο Άμυνας των Η.Π.Α. και αφορούσε στα γεγονότα του Γοργοποτάμου.(9) Στο έγγραφο σημειωνόταν, μεταξύ άλλων, πως όσοι συμμετείχαν στην επιχείρηση του Γοργοποτάμου «(…) ενημερώθησαν πλήρως και ενήργησαν υπό τον αυστηρόν έλεγχον των αξιωματικών της C.I.A» ενώ «ουδεμίαν είχον επαφήν με τον τοπικόν πληθυσμόν ή μετά των συγγενών των και μετεφέρθησαν αμέσως εις βάσιν εις Γερμανίαν». Επίσης, ο συντάκτης του εκτιμούσε πως «αναμφιβόλως η επιχείρησις θα ήτο πολύ περισσότερον αποτελεσματική, εάν οι φίλοι μας εξεμεταλεύοντο καταλλήλως την κατάστασιν, η οποία εδημιουργήθη εις την χώραν» και δεν παρέλειπε να αποδώσει έπαινο σε αυτούς που «ενήργησαν βάσει σχεδίου και οι οποίοι δικαιούνται να ανταμειφθούν, συμφώνως προς την απαίτησίν των». Σύμφωνα με το έγγραφο, λεπτομέρειες της επιχείρησης, που έφερε το κωδικό όνομα «Arrow-1», γνώριζαν ακόμα ο πρέσβης και στελέχη της διπλωματικής αποστολής των Η.Π.Α. στην Αθήνα.
Η αμερικανική πρεσβεία διέψευσε κατηγορηματικά την ύπαρξη αυτού του εγγράφου, αλλά όχι και το περιεχόμενό του! Ήταν, άραγε, μια έμμεση αποδοχή της συμμετοχής του αμερικανικού παράγοντα στην υπόθεση;
Στα μέσα του Ιουνίου του 1963, τρεις ανώτεροι Έλληνες αξιωματικοί μετέβησαν στην αμερικανική βάση του Μπαντ-Τολντζ της Δυτικής (τότε) Γερμανίας, όπου συνεργάστηκαν με Αμερικανούς συναδέλφους τους, για την προετοιμασία της ετήσιας προγραμματισμένης στρατιωτικής άσκησης καταδρομών «Ζευς 63». Επρόκειτο για εκπαιδευτική άσκηση ανορθόδοξου πολέμου, που προβλεπόταν να πραγματοποιηθεί από 1-30 Σεπτεμβρίου σε 20 επιχειρησιακά τμήματα, σε ολόκληρη την Ελλάδα.(7) Ως ένα από αυτά είχε ορισθεί η περιοχή της γέφυρας Παπαδιάς (στο όρος Οίτη), η οποία απέχει περίπου 20 χιλ. από το Γοργοπόταμο.
Τα Λ.Ο.Κ. διατηρούσαν, ήδη από το 1951, στενούς δεσμούς με το κλιμάκιο της C.I.A. στην Ελλάδα. Το 1955, στο πλαίσιο της πανευρωπαϊκής επιχείρησης «Stay Behind», είχε υπογραφεί μυστική ελληνοαμερικανική συμφωνία («Κόκκινη Προβιά»), με την οποία προβλεπόταν η δημιουργία ενός παραστρατιωτικού δικτύου που θα διεξήγαγε ανορθόδοξο πόλεμο, σε περίπτωση κομμουνιστικής εισβολής ή έκρηξης κομμουνιστικού πραξικοπήματος στην Ελλάδα. Το δίκτυο αυτό στελέχωναν 3.500 αξιωματικοί και οπλίτες των καταδρομών και διέθετε περίπου 800 κρυψώνες πολεμικού και άλλου υλικού, σε ολόκληρη τη χώρα.
Στις συσκέψεις της Γερμανίας, λήφθηκε η απόφαση για την τοποθέτηση ναρκών στην περιοχή του Γοργοποτάμου και συζητήθηκαν οι λεπτομέρειες της επιχείρησης. Η (κοινή) άσκηση Ελλήνων και Αμερικανών καταδρομέων πρόσφερε την κατάλληλη προκάλυψη. Οι εμπνευστές του σχεδίου επιδίωκαν ένα αιματηρό «κτύπημα», στο πλαίσιο ενός ευρύτερου σχεδίου για αποσταθεροποίηση του πολιτικού συστήματος.
Το Σεπτέμβριο του 1963 δύο άνδρες -πιθανότατα ελληνοαμερικανοί- που τυπικώς συμμετείχαν στο κλιμάκιο της άσκησης στην Οίτη, τοποθέτησαν τις νάρκες στην περιοχή Γοργοποτάμου. Είχαν φτάσει χωριστά με ελικόπτερο ή μικρό αεροπλάνο στο αεροδρόμιο της Λαμίας και από κει, κρυφά με τα πόδια, στον Γοργοπόταμο. Τοποθέτησαν τέσσερις (ή και περισσότερες) παλιές νάρκες με νέα γόμωση και καψύλιο και στη συνέχεια τις ασφάλισαν με την ειδική περόνη. Το γεγονός αυτό, δικαιολογεί γιατί οι νάρκες δεν εξερράγησαν, τυχαίως, στο ενδιάμεσο διάστημα. Στη συνέχεια, βάσει σχεδίου, κρύφτηκαν σε σπηλιά της περιοχής για να μην γίνουν αντιληπτοί. Την επιχείρηση ναρκοθέτησης της περιοχής γνώριζαν ο αμερικανός λοχαγός Κρέϋβεν (μίλησε, αργότερα, για την υπόθεση σε αμερικανική εφημερίδα) και πιθανώς ένας, τουλάχιστον, Έλληνας αξιωματικός, οι οποίοι συμμετείχαν στο κλιμάκιο της Οίτης.
Όταν η ύπαρξη των δύο «αγνώστων» ανδρών έγινε γνωστή από ένα τυχαίο περιστατικό (τους εντόπισε ένας βοσκός της περιοχής), μεταφέρθηκαν, εσπευσμένως, με τζιπ στη Στυλίδα και από εκεί φυγαδεύτηκαν, με αμερικανικό υποβρύχιο, στην αμερικανική βάση του Ραμστάϊν της Γερμανίας.
Η τοποθέτηση των ναρκών είχε ως στόχο τον εορτασμό του Γοργοποτάμου το 1963, που εκείνη τη χρονιά πραγματοποιήθηκε, με πρωτοβουλία των αντιστασιακών οργανώσεων, στις 27 Νοεμβρίου. Εντούτοις, το εγχείρημα εκείνης της χρονιάς αναβλήθηκε για ποικίλους λόγους. Έτσι, οι νάρκες παρέμειναν στο έδαφος, με αποτέλεσμα στο διάστημα των 14 μηνών που μεσολάβησαν ως το Νοέμβριο του 1964 να υποστούν φυσικές αλλοιώσεις και να ενισχυθεί η εντύπωση περί παλαιότητάς τους.
Το επόμενο έτος, η συγκυρία ήταν ευνοϊκότερη, καθώς η κυβέρνηση (από τον Φεβρουάριο του 1964) της Ε.Κ. δεχόταν τα πυρά της αντιπολίτευσης για ανοχή απέναντι στον «κομμουνιστικό κίνδυνο», ενώ την ίδια στιγμή πύκνωναν οι ζυμώσεις για την πραγματοποίηση του πραξικοπήματος, το οποίο απαιτούσε, ωστόσο, προπαρασκευαστικές ενέργειες που θα το προετοίμαζαν.
Τις μέρες που προηγήθηκαν του εορτασμού, οι δράστες επισκέφθηκαν την περιοχή για να διαπιστώσουν, τεχνικώς, την ετοιμότητα των ναρκών. Συγκεκριμένες μαρτυρίες που είδαν το φως της δημοσιότητας (μαρτυρία Δ. Δημητρίου, μαρτυρία Στρ. Τσίρκα στο βιβλίο του «Χαμένη Άνοιξη», ανώνυμες επιστολές προς το Δήμαρχο Λαμιέων Απ. Κουνούπη, αναφορές τοπικών στελεχών της Ε.Δ.Α. κ.α.) έκαναν λόγο για ύποπτες κινήσεις «αγνώστων» στην περιοχή.(8)
Το πρωί εκείνης της μέρας, οι δράστες βρίσκονταν στην περιοχή, αθέατοι ανάμεσα στο πυκνό πλήθος, έτοιμοι να δράσουν, απασφαλίζοντας τις νάρκες. Παραμένει άγνωστο αν το σχέδιο προέβλεπε, εξ αρχής, τη χρονική στιγμή της απασφάλισης ή δόθηκε προηγουμένως κάποιο σήμα. Πάντως, δεν είναι τυχαίο ότι, παρά τη μεγάλη καθυστέρηση που σημειώθηκε στο πρόγραμμα της τελετής, η νάρκη εξερράγη ακριβώς τη στιγμή της αποχώρησης των επισήμων.
Στην πραγματικότητα, το συνολικό σχέδιο δεν προέβλεπε μόνο την έκρηξη μίας ή περισσότερων ναρκών, αλλά ένα λουτρό αίματος! Για το σκοπό αυτό, στις 29 Νοεμβρίου, στην περιοχή του Γοργοποτάμου είχαν διατεθεί, πέραν των ανδρών της Χωροφυλακής, μονάδες του στρατού αλλά και της Χωροφυλακής Χημικών Μέσων. Οι δράστες αποσκοπούσαν σε γενικευμένα επεισόδια μεταξύ των εορταστών και των ανδρών της χωροφυλακής, δημιουργία κατάστασης «εκτάκτου ανάγκης» και επιβολή στρατιωτικού νόμου, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η «κομμουνιστική ανταρσία». Μια τέτοια εξέλιξη ήταν δυνατόν, με κατάλληλους χειρισμούς, να οδηγήσει ακόμα και στην ανατροπή της κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου, γεγονός που διευκόλυνε τους ευρύτερους σχεδιασμούς της συνωμοτικής ομάδας η οποία προετοίμαζε το πραξικόπημα. Το ίδιο βράδυ, στην Αθήνα, ισχυρές δυνάμεις της αστυνομίας τέθηκαν σε κατάσταση συναγερμού. Εντέχνως, είχε διαδοθεί πως τα γεγονότα του Γοργοποτάμου προκάλεσαν οι κομμουνιστές, οι οποίοι είχαν «πάρει τα όπλα» και ετοίμαζαν «επανάσταση»!
Στις 5 Αυγούστου 1965, η εφημερίδα «Έθνος» δημοσίευσε αναφορά που αποδιδόταν στον στρατιωτικό ακόλουθο των Η.Π.Α. στην Αθήνα, απευθυνόταν προς το υπουργείο Άμυνας των Η.Π.Α. και αφορούσε στα γεγονότα του Γοργοποτάμου.(9) Στο έγγραφο σημειωνόταν, μεταξύ άλλων, πως όσοι συμμετείχαν στην επιχείρηση του Γοργοποτάμου «(…) ενημερώθησαν πλήρως και ενήργησαν υπό τον αυστηρόν έλεγχον των αξιωματικών της C.I.A» ενώ «ουδεμίαν είχον επαφήν με τον τοπικόν πληθυσμόν ή μετά των συγγενών των και μετεφέρθησαν αμέσως εις βάσιν εις Γερμανίαν». Επίσης, ο συντάκτης του εκτιμούσε πως «αναμφιβόλως η επιχείρησις θα ήτο πολύ περισσότερον αποτελεσματική, εάν οι φίλοι μας εξεμεταλεύοντο καταλλήλως την κατάστασιν, η οποία εδημιουργήθη εις την χώραν» και δεν παρέλειπε να αποδώσει έπαινο σε αυτούς που «ενήργησαν βάσει σχεδίου και οι οποίοι δικαιούνται να ανταμειφθούν, συμφώνως προς την απαίτησίν των». Σύμφωνα με το έγγραφο, λεπτομέρειες της επιχείρησης, που έφερε το κωδικό όνομα «Arrow-1», γνώριζαν ακόμα ο πρέσβης και στελέχη της διπλωματικής αποστολής των Η.Π.Α. στην Αθήνα.
Η αμερικανική πρεσβεία διέψευσε κατηγορηματικά την ύπαρξη αυτού του εγγράφου, αλλά όχι και το περιεχόμενό του! Ήταν, άραγε, μια έμμεση αποδοχή της συμμετοχής του αμερικανικού παράγοντα στην υπόθεση;
Σχεδόν μισό αιώνα αργότερα, το έγκλημα του Γοργοποτάμου παραμένει χωρίς
τιμωρία. Κι αν το ποινικό μέρος της υπόθεσης έχει, από καιρό,
παραγραφεί, μένει η ανάγκη να αποδοθούν οι ιστορικές ευθύνες και να
δικαιωθούν, έστω και με αυτό τον τρόπο, τα θύματα …
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
(1) Πόρισμα επιτροπής στρατιωτικών πραγματογνωμόνων (30 Νοεμβρίου 1964)
(2) Πρακτικά συζητήσεων Βουλής – Συνεδρίαση 1/12/1964 (τόμος Α΄, συνεδριάσεις Α-ΚΗ)
(3) Βιβλίο Μερίδων Ανακριτών Λαμίας, εγγραφή 30 Νοεμβρίου 1964, αύξων αριθμός μερίδος 7
(4) Υπ. αριθ. 52/1967 βούλευμα Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λαμίας – 27/3/1967 (3ο φύλλο)
(5) Βλ. φωτογραφία εφημ. «Έθνος» 30/11/1964
(6) Υπ. αριθ. 52/1967 βούλευμα Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λαμίας – 27/3/1967 (2ο φύλλο)
(7) Διαταγή 3ου Ε.Γ. Διοίκησης Καταδρομών υπ’ αριθ. Φ.334/16/546276/22.5.63
(8) Για τις μαρτυρίες αυτές βλ. σχετικά: Γιάννης Ράγκος «Η ΝΑΡΚΗ - Υπόθεση ‘Γοργοπόταμος, Νοέμβριος 1964’» (εκδόσεις «Εντός» - Αθήνα, 2000)
(9) Βλ. εφημ. «Έθνος» 5/8/1965
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
(1) Πόρισμα επιτροπής στρατιωτικών πραγματογνωμόνων (30 Νοεμβρίου 1964)
(2) Πρακτικά συζητήσεων Βουλής – Συνεδρίαση 1/12/1964 (τόμος Α΄, συνεδριάσεις Α-ΚΗ)
(3) Βιβλίο Μερίδων Ανακριτών Λαμίας, εγγραφή 30 Νοεμβρίου 1964, αύξων αριθμός μερίδος 7
(4) Υπ. αριθ. 52/1967 βούλευμα Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λαμίας – 27/3/1967 (3ο φύλλο)
(5) Βλ. φωτογραφία εφημ. «Έθνος» 30/11/1964
(6) Υπ. αριθ. 52/1967 βούλευμα Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λαμίας – 27/3/1967 (2ο φύλλο)
(7) Διαταγή 3ου Ε.Γ. Διοίκησης Καταδρομών υπ’ αριθ. Φ.334/16/546276/22.5.63
(8) Για τις μαρτυρίες αυτές βλ. σχετικά: Γιάννης Ράγκος «Η ΝΑΡΚΗ - Υπόθεση ‘Γοργοπόταμος, Νοέμβριος 1964’» (εκδόσεις «Εντός» - Αθήνα, 2000)
(9) Βλ. εφημ. «Έθνος» 5/8/1965
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου