Οι προϋποθέσεις με τις οποίες
ξεκινάμε δεν είναι αυθαίρετες, δεν είναι
δόγματα, είναι πραγματικές προϋποθέσεις,
από τις οποίες μόνον στη φαντασία μπορεί να αφαιρέσει κανείς. Πρόκειται
για τα πραγματικά άτομα, για τη δράση
τους και για τις υλικές βιοτικές τους συνθήκες, τόσο τις προδεδομένες όσο και εκείνες που
γεννιούνται από τη δική τους δράση. Αυτές λοιπόν οι προϋποθέσεις είναι
διαπιστώσιμες δια της καθαρά εμπειρικής οδού.
Η πρώτη προϋπόθεση κάθε
ανθρώπινης ιστορίας είναι φυσικά η ύπαρξη έμβιων ανθρώπινων ατόμων. Το πρώτο λοιπόν διαπιστώσιμο
γεγονός είναι η σωματική οργάνωση αυτών των ατόμων και η σχέση τους προς την υπόλοιπη φύση η οποία σχέση τίθεται
μέσω αυτής της οργάνωσης. Ο τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι παράγουν τα μέσα
διατροφής τους εξαρτάται εν πρώτοις από
την ιδιοσυστασία των ίδιων των προδεδομένων μέσων διατροφής τα οποία χρήζουν αναπαραγωγής. Αυτός ο τρόπος παραγωγής
δεν πρέπει να παρατηρηθεί μόνον από την πλευρά αναπαραγωγής της φυσικής ύπαρξης των ατόμων. Πολύ περισσότερο, αποτελεί ήδη ένα συγκεκριμένο είδος δραστηριότητας αυτών των ατόμων, ένα
συγκεκριμένο είδος να εκφράζουν το
βίο τους, ένα συγκεκριμένο τρόπο ζωής τους. Όπως τα άτομα εκφράζουν το βίο
τους, έτσι και είναι τα ίδια. Αυτό που
[αυτά] είναι, συμπίπτει λοιπόν με
την παραγωγή τους, τόσο με το τι παράγουν όσο και με το πώς
παράγουν.
Αυτό λοιπόν που είναι τα άτομα
εξαρτάται από τις υλικές συνθήκες
της παραγωγής τους. Το δεδομένο είναι λοιπόν το εξής: συγκεκριμένα άτομα, τα οποία είναι παραγωγικώς δραστήρια με συγκεκριμένο τρόπο, εμπλέκονται σ’αυτές τις συγκεκριμένες
κοινωνικές και πολιτικές
σχέσεις. Η εμπειρική παρατήρηση πρέπει
σε κάθε μεμονωμένη περίπτωση να αναδεικνύει
εμπειρικά και χωρίς ουδεμία μυστικοποίηση και θεωρησιακότητα τη συνάφεια της κοινωνικής και πολιτικής διάρθρωσης με
την παραγωγή.
Η κοινωνική διάρθρωση και το κράτος προκύπτουν διαρκώς από τη βιοτική διαδικασία συγκεκριμένων
ατόμων· αλλά αυτών των ατόμων όχι όπως ενδεχομένως
εμφανίζονται στη δική τους ή σε μια ξένη παράσταση, αλλά όπως πραγματικά
είναι, δηλαδή πώς δρουν, πώς παράγουν με υλικό τρόπο, δηλαδή πώς είναι δραστήρια υπό συγκεκριμένα υλικά όρια, προϋποθέσεις και συνθήκες
που είναι ανεξάρτητες από την αυθαιρεσία τους. Η κοινωνική ενεργός
δύναμη, δηλαδή η πολλαπλασιασμένη
παραγωγική δύναμη που προκύπτει
από τη σύμπραξη των διαφόρων ατόμων η οποία είναι καθορισμένη από τον εργασιακό καταμερισμό, καθώς η σύμπραξη δεν είναι αυτόβουλη αλλά
αυτοφυής, εμφανίζεται σ’
αυτά τα άτομα όχι ως δική τους,
ενωμένη ενεργός δύναμη, αλλά ως
ξένη δύναμη που βρίσκεται έξω από
αυτά, για την οποία δεν γνωρίζουν το πόθεν και το προς ποια κατεύθυνση, την
οποία λοιπόν δεν μπορούν να κυριαρχήσουν,
και η οποία αντιθέτως διανύει πλέον μια ιδιόμορφη σειρά φάσεων και εξελικτικών επιπέδων η οποία είναι
ανεξάρτητη από τη βούληση και την
πορεία των ανθρώπων, πολύ δε περισσότερο διευθύνει αυτή τη βούληση και την
πορεία.
Η ιστορία δεν είναι τίποτε άλλο παρά η επαλληλία των μεμονωμένων
γενεών, από τις οποίες η καθεμιά
εκμεταλλεύεται τα υλικά, τα
κεφάλαια, τις παραγωγικές δυνάμεις που
της έχουν μεταβιβάσει οι
άλλες, δηλαδή συνεχίζει αφενός την
παραδοσιακή δραστηριότητα υπό τελείως μεταβαλλόμενες
συνθήκες, και αφετέρου τροποποιεί με τελείως μεταβαλλόμενη δραστηριότητα τις παλαιές συνθήκες, πράγμα
το οποίο μπορεί να διαστρεβλωθεί θεωρησιακά με τέτοιο τρόπο ώστε η ύστερη ιστορία να καταστεί
σκοπός της πρότερης, φέρ’ ειπείν ότι η ανακάλυψη της Αμερικής καθίσταται σκοπός για την
προώθηση της Γαλλικής Επανάστασης, ώστε
η ιστορία διατηρεί τους διακριτούς
σκοπούς της και καθίσταται «ένα πρόσωπο
δίπλα σε άλλα πρόσωπα» (όπως: «αυτοσυνείδηση, κριτική, Μοναδικός» κ.λπ.), ενώ
αυτό που χαρακτηρίζεται με τις λέξεις «προσδιορισμός»,
«σκοπός», «σπέρμα», «ιδέα» της πρότερης ιστορίας δεν είναι τίποτε άλλο από μια αφαίρεση από την ύστερη
ιστορία, μια αφαίρεση από την ενεργή
επιρροή που ασκεί η πρότερη
ιστορία στην ύστερη. Όσο περισσότερο λοιπόν στη διάρκεια αυτής της εξέλιξης
εκτείνονται οι μεμονωμένοι αλληλεπιδρώντες
κύκλοι, όσο περισσότερο η αρχική κλειστότητα των μεμονωμένων εθνοτήτων αφανίζεται μέσω του υπό διαμόρφωση
τρόπου παραγωγής, της συναλλαγής και του αυτοφυούς καταμερισμού εργασίας μεταξύ των διαφόρων εθνών, τόσο περισσότερο η ιστορία γίνεται παγκόσμια ιστορία ώστε, για παράδειγμα, όταν επινοείται μια μηχανή στην Αγγλία
καθιστά άνεργους αναρίθμητους
εργάτες στην Ινδία και στην Κίνα και ανατρέπει τη συνολική μορφή ύπαρξης αυτών των βασιλείων, και η εφεύρεση αυτή καθίσταται κοσμοϊστορικό
δεδομένο· ή όταν η ζάχαρη και ο καφές απέδειξαν το 19ο αιώνα την
κοσμοϊστορική σημασία τους μέσω του ότι
ο ηπειρωτικός αποκλεισμός του Ναπολέοντα προκάλεσε έλλειψη αυτών των προϊόντων
και ώθησε τους Γερμανούς σε
εξέγερση ενάντια στον Ναπολέοντα συγκροτώντας έτσι την πραγματική βάση των ένδοξων απελευθερωτικών πολέμων του
1813. Από εδώ προκύπτει ότι αυτή η μετατροπή της ιστορίας σε
παγκόσμια ιστορία δεν είναι μια απλή αφηρημένη πράξη της «αυτοσυνείδησης», του παγκόσμιου πνεύματος ή κάποιου άλλου
μεταφυσικού φαντάσματος, αλλά είναι
μια εντελώς υλική, εμπειρικά αποδείξιμη
πράξη, μια πράξη την απόδειξη για την οποία προσφέρει κάθε άτομο όπως πάει και έρχεται, όπως τρώει,
πίνει και ντύνεται.
Οι σκέψεις της κυρίαρχης τάξης είναι σε κάθε περίοδο οι
κυρίαρχες σκέψεις, δηλαδή η τάξη που αποτελεί την κυρίαρχη υλική δύναμη
της κοινωνίας είναι ταυτόχρονα η κυρίαρχη
πνευματική της δύναμη. Η τάξη που διαθέτει τα μέσα για την υλική παραγωγή, διαθέτει έτσι ταυτόχρονα και τα μέσα
της πνευματικής παραγωγής, ώστε με τον τρόπο αυτόν της υποτάσσονται κατά μέσο όρο οι σκέψεις εκείνων που δεν
διαθέτουν τα μέσα της πνευματικής
παραγωγής. Οι κυρίαρχες σκέψεις δεν
είναι τίποτε άλλο από την ιδεατή έκφραση
των κυρίαρχων υλικών σχέσεων, οι
κυρίαρχες υλικές σχέσεις που έχουν συλληφθεί
ως σκέψεις· δηλαδή οι σχέσεις που
καθιστούν ακριβώς μια τάξη
κυρίαρχη, δηλαδή οι σκέψεις της
κυριαρχίας της. Τα άτομα που αποτελούν την
κυρίαρχη τάξη, έχουν μεταξύ άλλων
και συνείδηση και συνεπώς σκέφτονται· εφόσον λοιπόν κυριαρχούν ως τάξη και
καθορίζουν το συνολικό εύρος μιας ιστορικής περιόδου, είναι αυτονόητο
ότι το κάνουν αυτό σε πλήρες εύρος, δηλαδή μεταξύ άλλων κυριαρχούν επίσης ως διανοητές, ως παραγωγοί σκέψεων, καθορίζουν την παραγωγή και κατανομή των
σκέψεων της περιόδου τους· δηλαδή οι
σκέψεις τους είναι οι κυρίαρχες σκέψεις της περιόδου. Για παράδειγμα, σε μια περίοδο και σε μια
χώρα όπου η βασιλική δύναμη, η
αριστοκρατία και η αστική τάξη αγωνίζονται για την κυριαρχία, εκεί δηλαδή όπου η κυριαρχία είναι διαιρεμένη,
αναδεικνύεται ως κυρίαρχη σκέψη το δόγμα της διαίρεσης των εξουσιών, η οποία πλέον διατυπώνεται ως «αιώνιος
νόμος».
Ο καταμερισμός της εργασίας, τον οποίο ήδη προηγουμένως απαντήσαμε ως μία των κυριότερων δυνάμεων της μέχρι σήμερα ιστορίας, εκφράζεται και στην κυρίαρχη τάξη ως καταμερισμός της πνευματικής και της υλικής εργασίας, ώστε εντός αυτής της τάξης το ένα τμήμα εμφανίζεται ως οι διανοητές αυτής της τάξης (οι ενεργοί στοχαστές ιδεολόγοι της, οι οποίοι καθιστούν κύρια προσοδοφόρα απασχόλησή τους τη διαμόρφωση της ψευδαίσθησης αυτής της τάξης για τον εαυτό της), ενώ οι άλλοι συμπεριφέρονται περισσότερο παθητικά και αποδεκτικά σ’ αυτές τις σκέψεις και τις ψευδαισθήσεις, διότι στην πραγματικότητα είναι τα ενεργά μέλη αυτής της τάξης και έχουν λιγότερο χρόνο να θρέφουν σκέψεις και ψευδαισθήσεις γι’αυτούς τους ίδιους. Εντός αυτής της τάξης ο διχασμός αυτός μπορεί μάλιστα να αναπτυχθεί σε συγκεκριμένη αντιπαλότητα και εχθρότητα των δύο μερών, η οποία, όμως, με κάθε πρακτική σύγκρουση όπου κινδυνεύει η ίδια η τάξη, εκπίπτει από μόνη της, όπως άλλωστε αφανίζεται και η επίφαση ως εάν οι κυρίαρχες σκέψεις να μην ήταν οι σκέψεις της κυρίαρχης τάξης και ότι δήθεν είχαν δύναμη ξεχωριστή από τη δύναμη αυτής της τάξης.
Η ύπαρξη επαναστατικών σκέψεων σε μια συγκεκριμένη περίοδο προϋποθέτει ήδη την ύπαρξη μιας επαναστατικής τάξης, για τις προϋποθέσεις της οποίας ειπώθηκαν ήδη προηγουμένως τα αναγκαία. Εάν λοιπόν κανείς κατά τη σύλληψη της ιστορικής πορείας αποκόψει τις σκέψεις της κυρίαρχης τάξης από την κυρίαρχη τάξη, εάν τις καταστήσει αυτοτελείς, θα παραμείνει στο σημείο ότι σε μια περίοδο κυριάρχησαν αυτές και αυτές οι σκέψεις χωρίς να νοιάζεται για τις συνθήκες της παραγωγής και για τους παραγωγούς αυτών των σκέψεων, εάν αφαιρέσει δηλαδή τα άτομα και τις κοσμικές συνθήκες στις οποίες βασίζονται οι ιδέες, τότε μπορεί, για παράδειγμα, να πει ότι κατά την περίοδο κυριαρχίας της αριστοκρατίας κυριαρχούσαν οι έννοιες τιμή, πίστη κ.λπ., κατά τη διάρκεια της αστικής κυριαρχίας οι έννοιες ελευθερία, ισότητα κ.λπ. Αυτές οι «κυρίαρχες έννοιες» θα έχουν τόσο πιο γενική και περιεκτική μορφή όσο περισσότερο η κυρίαρχη τάξη είναι αναγκασμένη να παραθέσει το συμφέρον της ως συμφέρον όλων των μελών της κοινωνίας. Η ίδια η κυρίαρχη τάξη έχει κατά μέσον όρο την παράσταση ότι κυριαρχούσαν αυτές οι έννοιές της και τις διαχωρίζει από τις κυρίαρχες παραστάσεις προηγούμενων περιόδων μόνον από το ότι τις παραθέτει ως αιώνιες αλήθειες. Η ίδια η κυρίαρχη τάξη φαντάζεται κατά μέσον όρο κάτι τέτοιο. Αυτή η αντίληψη περί ιστορίας, η οποία είναι κοινή σε όλους τους ιστοριογράφους κυρίως από τον 18ο αιώνα, θα σκοντάψει αναγκαστικά στο φαινόμενο ότι κυριαρχούν όλο και πιο αφηρημένες σκέψεις, δηλαδή σκέψεις που λαμβάνουν όλο και περισσότερο την μορφή της γενικότητας.
Κάθε νέα τάξη η οποία τίθεται στη θέση μιας άλλης που κυριαρχούσε πριν από αυτήν, είναι αναγκασμένη, ήδη για να διεκπεραιώσει το σκοπό της, να παραθέσει το συμφέρον της ως το κοινό συμφέρον όλων των μελών της κοινωνίας, δηλαδή με ιδεατή έκφραση: να αποδώσει στις σκέψεις της τη μορφή της γενικότητας, να την παραθέσει ως την μοναδική έλλογη, γενικά ισχύουσα. Η επαναστατική τάξη, ήδη επειδή βρίσκεται αντιμέτωπη με μια τάξη, εμφανίζεται εκ των προτέρων όχι ως τάξη άλλα ως εκπρόσωπος της συνολικής κοινωνίας, εμφανίζεται ως η συνολική μάζα της κοινωνίας απέναντι στην μοναδική, κυρίαρχη τάξη. Μπορεί να το κάνει αυτό διότι στην αρχή το συμφέρον της συναρτάται πραγματικά σε μεγάλο βαθμό με το κοινό συμφέρον όλων των υπόλοιπων μη κυρίαρχων τάξεων, καθώς υπό την πίεση των μέχρι τώρα συνθηκών δεν μπορούσε να αναπτυχθεί ως ιδιαίτερο συμφέρον μιας ιδιαίτερης τάξης. Η νίκη της ωφελεί συνεπώς επίσης πολλά άτομα των υπόλοιπων τάξεων που δεν έχουν καταλήξει στην κυριαρχία, αλλά αυτό μόνον εφόσον θέτει πλέον αυτά τα άτομα στη θέση να ανέλθουν στην κυρίαρχη τάξη. Όταν η γαλλική αστική τάξη κατέρριψε την κυριαρχία της αριστοκρατίας, κατέστησε δυνατό για πολλούς προλετάριους να υπερβούν το προλεταριάτο, αλλά μόνον εφόσον έγιναν αστοί. Κάθε νέα τάξη συγκροτεί λοιπόν την κυριαρχία της σε διαρκώς μεγαλύτερη βάση απ’ ότι οι μέχρι τότε κυρίαρχες τάξεις, ενώ αργότερα η αντίθεση μεταξύ των μη κυρίαρχων προς την κυρίαρχη τάξη αναπτύσσεται με τόσο μεγαλύτερη οξύτητα και βάθος. Μέσα από τα δύο αυτά στοιχεία καθορίζεται το ότι ο αγώνας που μέλλει να διεξαχθεί ενάντια σ’αυτή τη νέα κυρίαρχη τάξη εργάζεται προς μια καθοριστικότερη, ριζοσπαστικότερη άρνηση των μέχρι σήμερα κοινωνικών συνθηκών απ’ότι μπορούσαν να το κάνουν όλες οι τάξεις που μέχρι σήμερα επιδίωκαν την εξουσία.
Ο καταμερισμός της εργασίας, τον οποίο ήδη προηγουμένως απαντήσαμε ως μία των κυριότερων δυνάμεων της μέχρι σήμερα ιστορίας, εκφράζεται και στην κυρίαρχη τάξη ως καταμερισμός της πνευματικής και της υλικής εργασίας, ώστε εντός αυτής της τάξης το ένα τμήμα εμφανίζεται ως οι διανοητές αυτής της τάξης (οι ενεργοί στοχαστές ιδεολόγοι της, οι οποίοι καθιστούν κύρια προσοδοφόρα απασχόλησή τους τη διαμόρφωση της ψευδαίσθησης αυτής της τάξης για τον εαυτό της), ενώ οι άλλοι συμπεριφέρονται περισσότερο παθητικά και αποδεκτικά σ’ αυτές τις σκέψεις και τις ψευδαισθήσεις, διότι στην πραγματικότητα είναι τα ενεργά μέλη αυτής της τάξης και έχουν λιγότερο χρόνο να θρέφουν σκέψεις και ψευδαισθήσεις γι’αυτούς τους ίδιους. Εντός αυτής της τάξης ο διχασμός αυτός μπορεί μάλιστα να αναπτυχθεί σε συγκεκριμένη αντιπαλότητα και εχθρότητα των δύο μερών, η οποία, όμως, με κάθε πρακτική σύγκρουση όπου κινδυνεύει η ίδια η τάξη, εκπίπτει από μόνη της, όπως άλλωστε αφανίζεται και η επίφαση ως εάν οι κυρίαρχες σκέψεις να μην ήταν οι σκέψεις της κυρίαρχης τάξης και ότι δήθεν είχαν δύναμη ξεχωριστή από τη δύναμη αυτής της τάξης.
Η ύπαρξη επαναστατικών σκέψεων σε μια συγκεκριμένη περίοδο προϋποθέτει ήδη την ύπαρξη μιας επαναστατικής τάξης, για τις προϋποθέσεις της οποίας ειπώθηκαν ήδη προηγουμένως τα αναγκαία. Εάν λοιπόν κανείς κατά τη σύλληψη της ιστορικής πορείας αποκόψει τις σκέψεις της κυρίαρχης τάξης από την κυρίαρχη τάξη, εάν τις καταστήσει αυτοτελείς, θα παραμείνει στο σημείο ότι σε μια περίοδο κυριάρχησαν αυτές και αυτές οι σκέψεις χωρίς να νοιάζεται για τις συνθήκες της παραγωγής και για τους παραγωγούς αυτών των σκέψεων, εάν αφαιρέσει δηλαδή τα άτομα και τις κοσμικές συνθήκες στις οποίες βασίζονται οι ιδέες, τότε μπορεί, για παράδειγμα, να πει ότι κατά την περίοδο κυριαρχίας της αριστοκρατίας κυριαρχούσαν οι έννοιες τιμή, πίστη κ.λπ., κατά τη διάρκεια της αστικής κυριαρχίας οι έννοιες ελευθερία, ισότητα κ.λπ. Αυτές οι «κυρίαρχες έννοιες» θα έχουν τόσο πιο γενική και περιεκτική μορφή όσο περισσότερο η κυρίαρχη τάξη είναι αναγκασμένη να παραθέσει το συμφέρον της ως συμφέρον όλων των μελών της κοινωνίας. Η ίδια η κυρίαρχη τάξη έχει κατά μέσον όρο την παράσταση ότι κυριαρχούσαν αυτές οι έννοιές της και τις διαχωρίζει από τις κυρίαρχες παραστάσεις προηγούμενων περιόδων μόνον από το ότι τις παραθέτει ως αιώνιες αλήθειες. Η ίδια η κυρίαρχη τάξη φαντάζεται κατά μέσον όρο κάτι τέτοιο. Αυτή η αντίληψη περί ιστορίας, η οποία είναι κοινή σε όλους τους ιστοριογράφους κυρίως από τον 18ο αιώνα, θα σκοντάψει αναγκαστικά στο φαινόμενο ότι κυριαρχούν όλο και πιο αφηρημένες σκέψεις, δηλαδή σκέψεις που λαμβάνουν όλο και περισσότερο την μορφή της γενικότητας.
Κάθε νέα τάξη η οποία τίθεται στη θέση μιας άλλης που κυριαρχούσε πριν από αυτήν, είναι αναγκασμένη, ήδη για να διεκπεραιώσει το σκοπό της, να παραθέσει το συμφέρον της ως το κοινό συμφέρον όλων των μελών της κοινωνίας, δηλαδή με ιδεατή έκφραση: να αποδώσει στις σκέψεις της τη μορφή της γενικότητας, να την παραθέσει ως την μοναδική έλλογη, γενικά ισχύουσα. Η επαναστατική τάξη, ήδη επειδή βρίσκεται αντιμέτωπη με μια τάξη, εμφανίζεται εκ των προτέρων όχι ως τάξη άλλα ως εκπρόσωπος της συνολικής κοινωνίας, εμφανίζεται ως η συνολική μάζα της κοινωνίας απέναντι στην μοναδική, κυρίαρχη τάξη. Μπορεί να το κάνει αυτό διότι στην αρχή το συμφέρον της συναρτάται πραγματικά σε μεγάλο βαθμό με το κοινό συμφέρον όλων των υπόλοιπων μη κυρίαρχων τάξεων, καθώς υπό την πίεση των μέχρι τώρα συνθηκών δεν μπορούσε να αναπτυχθεί ως ιδιαίτερο συμφέρον μιας ιδιαίτερης τάξης. Η νίκη της ωφελεί συνεπώς επίσης πολλά άτομα των υπόλοιπων τάξεων που δεν έχουν καταλήξει στην κυριαρχία, αλλά αυτό μόνον εφόσον θέτει πλέον αυτά τα άτομα στη θέση να ανέλθουν στην κυρίαρχη τάξη. Όταν η γαλλική αστική τάξη κατέρριψε την κυριαρχία της αριστοκρατίας, κατέστησε δυνατό για πολλούς προλετάριους να υπερβούν το προλεταριάτο, αλλά μόνον εφόσον έγιναν αστοί. Κάθε νέα τάξη συγκροτεί λοιπόν την κυριαρχία της σε διαρκώς μεγαλύτερη βάση απ’ ότι οι μέχρι τότε κυρίαρχες τάξεις, ενώ αργότερα η αντίθεση μεταξύ των μη κυρίαρχων προς την κυρίαρχη τάξη αναπτύσσεται με τόσο μεγαλύτερη οξύτητα και βάθος. Μέσα από τα δύο αυτά στοιχεία καθορίζεται το ότι ο αγώνας που μέλλει να διεξαχθεί ενάντια σ’αυτή τη νέα κυρίαρχη τάξη εργάζεται προς μια καθοριστικότερη, ριζοσπαστικότερη άρνηση των μέχρι σήμερα κοινωνικών συνθηκών απ’ότι μπορούσαν να το κάνουν όλες οι τάξεις που μέχρι σήμερα επιδίωκαν την εξουσία.
Όλη αυτή η επίφαση, ως εάν η κυριαρχία μιας συγκεκριμένης τάξης
να είναι μόνον η κυριαρχία ορισμένων σκέψεων, παύει βεβαίως αφ’ εαυτής από τη
στιγμή που παύει εν γένει η κυριαρχία των τάξεων να αποτελεί τη μορφή της
κοινωνικής διάταξης, από τη στιγμή
δηλαδή που δεν είναι πλέον αναγκαίο να παρατίθεται ένα ιδιαίτερο συμφέρον ως
γενικό ή να παρατίθεται «το Γενικό» ως κυρίαρχο.
Στη μεγάλη βιομηχανία και στον ανταγωνισμό όλες οι συνθήκες ύπαρξης, οι καθοριστικότητες και οι μονοπλευρικότητες των ατόμων έχουν συντηχθεί στις δύο απλούστατες μορφές: ατομική ιδιοκτησία και εργασία. Με το χρήμα κάθε μορφή συναλλαγής όπως και η ίδια η συναλλαγή έχει τεθεί ως τυχαία για τα άτομα. Οφείλεται λοιπόν στο χρήμα ότι όλη η μέχρι σήμερα συναλλαγή ήταν συναλλαγή των ατόμων υπό ορισμένες συνθήκες, όχι των ατόμων ως ατόμων.
Αυτές οι συνθήκες έχουν μειωθεί σε δύο – συσσωρευμένη εργασία ή ατομική ιδιοκτησία [αφενός], ή πραγματική εργασία [αφετέρου]. Εάν παύσει μία από τις δύο, τότε ανακόπτεται η συναλλαγή. Οι ίδιοι οι σύγχρονοι οικονομολόγοι, π.χ. ο Sismondi, ο Cherbuliez κ.λπ. αντιπαραθέτουν την association des individus [ένωση των ατόμων] στην association des capitaux [ένωση των κεφαλαίων]. Από την άλλη πλευρά τα άτομα έχουν πλήρως υπαχθεί στον καταμερισμό της εργασίας και με τον τρόπο αυτόν έχουν περιέλθει στην πληρέστερη μεταξύ τους εξάρτηση. Η ατομική ιδιοκτησία, εφόσον εντός της εργασίας αντιπαρατίθεται στην εργασία, αναπτύσσεται από την αναγκαιότητα της συσσώρευσης και στην αρχή έχει ακόμη τη μορφή της κοινότητας, αλλά με την περαιτέρω εξέλιξη προσεγγίζει όλο και περισσότερο τηνεωτερική μορφή της ατομικής ιδιοκτησίας. Μέσω του καταμερισμού της εργασίας είναι ήδη εκ των προτέρων δεδομένος ο καταμερισμός επίσης των εργασιακών συνθηκών, των εργαλείων και των υλικών και συνεπώς ο κατακερματισμός του συσσωρευμένου κεφαλαίου σε διαφορετικούς ιδιοκτήτες, και συνεπώς ο κατακερματισμός μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, και οι διάφορες μορφές της ιδιοκτησίας. Όσο περισσότερο διαμορφώνεται ο καταμερισμός της εργασίας και όσο περισσότερο αυξάνεται η συσσώρευση, τόσο οξύτερα διαμορφώνεται και αυτός ο κατακερματισμός. Η ίδια η εργασία μπορεί να υπάρξει μόνον υπό την προϋπόθεση αυτού του κατακερματισμού.
Στη μεγάλη βιομηχανία και στον ανταγωνισμό όλες οι συνθήκες ύπαρξης, οι καθοριστικότητες και οι μονοπλευρικότητες των ατόμων έχουν συντηχθεί στις δύο απλούστατες μορφές: ατομική ιδιοκτησία και εργασία. Με το χρήμα κάθε μορφή συναλλαγής όπως και η ίδια η συναλλαγή έχει τεθεί ως τυχαία για τα άτομα. Οφείλεται λοιπόν στο χρήμα ότι όλη η μέχρι σήμερα συναλλαγή ήταν συναλλαγή των ατόμων υπό ορισμένες συνθήκες, όχι των ατόμων ως ατόμων.
Αυτές οι συνθήκες έχουν μειωθεί σε δύο – συσσωρευμένη εργασία ή ατομική ιδιοκτησία [αφενός], ή πραγματική εργασία [αφετέρου]. Εάν παύσει μία από τις δύο, τότε ανακόπτεται η συναλλαγή. Οι ίδιοι οι σύγχρονοι οικονομολόγοι, π.χ. ο Sismondi, ο Cherbuliez κ.λπ. αντιπαραθέτουν την association des individus [ένωση των ατόμων] στην association des capitaux [ένωση των κεφαλαίων]. Από την άλλη πλευρά τα άτομα έχουν πλήρως υπαχθεί στον καταμερισμό της εργασίας και με τον τρόπο αυτόν έχουν περιέλθει στην πληρέστερη μεταξύ τους εξάρτηση. Η ατομική ιδιοκτησία, εφόσον εντός της εργασίας αντιπαρατίθεται στην εργασία, αναπτύσσεται από την αναγκαιότητα της συσσώρευσης και στην αρχή έχει ακόμη τη μορφή της κοινότητας, αλλά με την περαιτέρω εξέλιξη προσεγγίζει όλο και περισσότερο τηνεωτερική μορφή της ατομικής ιδιοκτησίας. Μέσω του καταμερισμού της εργασίας είναι ήδη εκ των προτέρων δεδομένος ο καταμερισμός επίσης των εργασιακών συνθηκών, των εργαλείων και των υλικών και συνεπώς ο κατακερματισμός του συσσωρευμένου κεφαλαίου σε διαφορετικούς ιδιοκτήτες, και συνεπώς ο κατακερματισμός μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, και οι διάφορες μορφές της ιδιοκτησίας. Όσο περισσότερο διαμορφώνεται ο καταμερισμός της εργασίας και όσο περισσότερο αυξάνεται η συσσώρευση, τόσο οξύτερα διαμορφώνεται και αυτός ο κατακερματισμός. Η ίδια η εργασία μπορεί να υπάρξει μόνον υπό την προϋπόθεση αυτού του κατακερματισμού.
Εδώ λοιπόν αναδεικνύονται δύο
Fakta. Πρώτον, εμφανίζονται οι παραγωγικές δυνάμεις ως τελείως
ανεξάρτητες και αποσπασμένες από τα άτομα,
ως ένας ιδιαίτερος κόσμος δίπλα στα άτομα, πράγμα που έχει τη βάση του στο ότι τα
άτομα, τις δυνάμεις των οποίων
αποτελούν, υπάρχουν κατακερματισμένα και σε αντίθεση μεταξύ τους, ενώ,
αφετέρου, αυτές οι δυνάμεις είναι
πραγματικές δυνάμεις μόνον στη συναλλαγή και συνάφεια αυτών των ατόμων. Δηλαδή
από τη μια πλευρά μια ολότητα παραγωγικών δυνάμεων οι οποίες έχουν λάβει
εμπράγματη μορφή και δεν είναι πλέον για τα άτομα δυνάμεις των ατόμων αλλά της
ατομικής ιδιοκτησίας, και συνεπώς είναι
των ατόμων μόνον εφόσον αυτά είναι ατομικοί ιδιοκτήτες. Σε καμία προηγούμενη περίοδο
δεν είχαν προσλάβει οι παραγωγικές δυνάμεις αυτή την αδιάφορη μορφή για τη συναλλαγή
των ατόμων ως ατόμων, διότι η ίδια η συναλλαγή τους ήταν μικρόμυαλη. Από την άλλη
πλευρά απέναντι σ’ αυτές τις παραγωγικές δυνάμεις βρίσκεται η πλειονότητα των
ατόμων, από τα οποία έχουν αποσπαστεί
αυτές οι δυνάμεις και τα οποία έχουν συνεπώς γίνει αφηρημένα άτομα, στερημένα κάθε πραγματικού βιοτικού περιεχομένου, και τα οποία μόνον έτσι τίθενται στη θέση να
έλθουν σε μεταξύ τους επαφή ως άτομα. Η
μοναδική συνάφεια στην οποία βρίσκονται ακόμη με τις παραγωγικές δυνάμεις και
με τη δική τους ύπαρξη, η εργασία, έχει απωλέσει σ’ αυτά τα άτομα την επίφαση της αυτενεργοποίησης
και διατηρεί το βίο της εφόσον τον μαραίνει. Ενώ στις πρώιμες περιόδους η αυτενεργοποίηση
και η γέννηση του υλικού βίου ήταν διαχωρισμένες μέσω του ότι ανάγονταν σε
διαφορετικά πρόσωπα, και η γέννηση του
υλικού βίου ίσχυε ακόμη ως υποδεέστερο είδος αυτενεργοποίησης λόγω του
περιορισμένου χαρακτήρα των ατόμων, τώρα
διαχωρίζονται με τέτοιο τρόπο ώστε ο υλικός βίος εμφανίζεται ως σκοπός, και η
γέννηση αυτού του υλικού βίου, η εργασία
(η οποία πλέον είναι η μοναδική δυνατή,
αλλά όπως είδαμε, αρνητική μορφή αυτενεργοποίησης)
εμφανίζεται ως μέσον.
Έχουμε καταλήξει λοιπόν στο
σημείο όπου τα άτομα πρέπει να ιδιοποιηθούν τη δεδομένη ολότητα παραγωγικών
δυνάμεων, όχι μόνον για να έχουν
πρόσβαση στην αυτενεργοποίησή τους, αλλά
για να διασφαλίσουν εν γένει την ύπαρξή τους.
Αυτή η ιδιοποίηση είναι αρχικά καθορισμένη από το προς ιδιοποίηση
αντικείμενο – τις παραγωγικές δυνάμεις
που έχουν αναπτυχθεί σε ολότητα και υπάρχουν μόνον εντός της οικουμενικής
συναλλαγής. Αυτή η ιδιοποίηση θα πρέπει
λοιπόν ήδη από αυτή την πλευρά να έχει έναν οικουμενικό χαρακτήρα που να
αντιστοιχεί στις παραγωγικές δυνάμεις και στη συναλλαγή. Η ιδιοποίηση αυτών των δυνάμεων δεν είναι
τίποτε άλλο από την εξέλιξη των ατομικών ικανοτήτων που αντιστοιχούν στα υλικά
παραγωγικά εργαλεία. Ήδη γι’ αυτό το λόγο η ιδιοποίηση μιας ολότητας παραγωγικών
εργαλείων είναι η εξέλιξη μιας ολότητας ικανοτήτων στα ίδια τα άτομα. Επιπλέον,
αυτή η ιδιοποίηση καθορίζεται από τα
ιδιοποιούντα άτομα. Μόνον οι προλετάριοι, που είναι πλήρως αποκλεισμένοι από κάθε
αυτενεργοποίηση, είναι σε θέση να επιβάλουν την πλήρη τους, όχι πλέον μικρόμυαλη, αυτενεργοποίηση, η οποία συνίσταται στην ιδιοποίηση μιας
ολότητας παραγωγικών δυνάμεων και της εξέλιξης μιας ολότητας ικανοτήτων που
έχει τεθεί από την πρώτη. Όλες οι προηγούμενες επαναστατικές ιδιοποιήσεις ήταν
μικρόμυαλες· κάποια άτομα, η αυτενεργοποίηση των οποίων ήταν
περιορισμένη από ένα περιορισμένο παραγωγικό εργαλείο και από περιορισμένη
συναλλαγή, ιδιοποιούνταν αυτό το περιορισμένο παραγωγικό εργαλείο και κατέληγαν
έτσι σε νέο περιορισμό. Το παραγωγικό
εργαλείο τους γινόταν η ιδιοκτησία τους, αλλά αυτά τα ίδια συνέχιζαν να υπάγονται στον
καταμερισμό της εργασίας και στο δικό τους παραγωγικό εργαλείο. Σε όλες τις μέχρι τώρα ιδιοποιήσεις, μια μάζα ατόμων παρέμενε υπαγόμενη σε ένα και
μοναδικό εργαλείο παραγωγής· στην
ιδιοποίηση των προλετάριων θα πρέπει μια μάζα παραγωγικών εργαλείων να υπαχθεί
σε κάθε άτομο και η ιδιοκτησία θα πρέπεινα υπαχθεί σε όλους. Η σύγχρονη, οικουμενική συναλλαγή δεν μπορεί να υπαχθεί
στα άτομα, παρά μόνον όταν υπαχθεί σε όλα τα άτομα. Περαιτέρω, η ιδιοποίηση είναι καθορισμένη από τον τρόπο
διεκπεραίωσής της. Μπορεί να ολοκληρωθεί μόνον μέσω μιας ένωσης, η οποία μέσω του χαρακτήρα του προλεταριάτου
δεν μπορεί παρά να είναι επίσης οικουμενική,
και μέσω μιας επανάστασης, στην
οποία αφενός καταπίπτει η ενεργός δύναμη του μέχρι τώρα τρόπου παραγωγής και
συναλλαγής και της κοινωνικής διάρθρωσης,
και αφετέρου αναπτύσσεται ο οικουμενικός χαρακτήρας του προλεταριάτου
καθώς και η απαραίτητη ενέργεια προς διεκπεραίωση της ιδιοποίησης, [ενώ] επιπλέον το προλεταριάτο απεκδύεται ό,τι του
έχει απομείνει από την μέχρι τότε κοινωνική του θέση.
Μόνον σ’ αυτό το επίπεδο συμπίπτει η αυτενεργοποίηση
με τον υλικό βίο, πράγμα που αντιστοιχεί
με την εξέλιξη των ατόμων σε ολικά άτομα [totalen Individuen] και με την αποτίναξη κάθε αυτοφυούς
χαρακτήρα· και κατόπιν αντιστοιχεί η
μετατροπή της εργασίας σε αυτενεργοποίηση και η μετατροπή τής μέχρι τότε υπό
όρους συναλλαγής στη συναλλαγή των ατόμων ως τέτοιων. Με την ιδιοποίηση των ολικών παραγωγικών
δυνάμεων από τα ενωμένα άτομα παύει η ατομική ιδιοκτησία. Ενώ στην μέχρι σήμερα ιστορία μια ιδιαίτερη
συνθήκη εμφανιζόταν πάντα ως τυχαία, τώρα πλέον η ίδια η διάκριση των ατόμων, ο
ιδιαίτερος ατομικός πορισμός του καθενός έχει γίνει κάτι το τυχαίο. Οι φιλόσοφοι έχουν θέσει ως ιδεώδες στην
παράστασή τους με την ονομασία «ο
άνθρωπος» τα άτομα που δεν έχουν υπαχθεί
στον καταμερισμό της εργασίας, και έχουν
συλλάβει την συνολική πορεία που αναπτύξαμε ως την εξελικτική πορεία «του ανθρώπου», ώστε στα μέχρι σήμερα άτομα
υπεισάχθηκε σε κάθε ιστορικό επίπεδο «ο
άνθρωπος» και παρατέθηκε ως η κινητήρια
δύναμη της ιστορίας. Η συνολική πορεία
συνελήφθη λοιπόν ως διαδικασία αυτοαλλοτρίωσης
«του ανθρώπου» και αυτό οφείλεται ουσιαστικά στο ότι το άτομο του μέσου όρου
του ύστερου επιπέδου υπεισάχθηκε στο πρότερο επίπεδο και η ύστερη συνείδηση υπεισάχθηκε
στα πρότερα άτομα. Μέσω αυτής της
αντιστροφής, η οποία εξαρχής αφαιρούσε από
τις πραγματικές συνθήκες, ήταν δυνατή η
μετατροπή της συνολικής ιστορίας σε μια εξελικτική διαδικασία της συνείδησης.
(Αποσπάσματα – Μετάφραση: Θανάσης Γκιούρας).
Κ. Μαρξ, Φ. Ένγκελς. "Γερμανική ιδεολογία".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου