13/7/11

Κατσικίσια αφτιά...


Ητανε μια φορά ένας βασιλιάς που τόνε λέγανε Τροϊανό κι είχε κατσικίσια αφτιά. Κάθε πρωί φώναζε έναν από τους μπαρμπέρηδες της πολιτείας να τόνε ξυρίσει, αλλά απ' αυτούς που πήγαιναν κανείς δεν γύριζε πίσω, γιατί με το που τέλειωναν το ξύρισμά τους, ρώταγε ο βασιλιάς μην είδαν επάνω του τίποτα παράξενο.
-«Βασιλιά μου, έχεις κατσικίσια αφτιά» αποκρίνονταν αυτοί, και τότε τους έπαιρνε το κεφάλι.
Μια μέρα ήρθε η σειρά ενός μπαρμπέρη που από τον φόβο του έκανε τάχα πως αρρώστησε κι έστειλε τον παραγιό του. Ο νέος παρουσιάστηκε στον βασιλιά, κι όταν εκείνος τον ρώτησε γιατί δεν ήρθε ο μάστορας, του αποκρίθηκε πως ήταν άρρωστος. Κάθισε λοιπόν ο βασιλιάς, έβγαλε την κορόνα του, κι ο παραγιός άρχισε να τον ξυρίζει. Πρόσεξε αμέσως τα κατσικίσια αφτιά, αλλά ούτε σάστισε ούτε έχασκε, μόνο συνέχισε τη δουλειά του. Σαν τέλειωσε, τον ρώτησε ο Τροϊανός μην είδε τίποτα παράξενο, κι αυτός του αποκρίθηκε πως όχι, τίποτα δεν είδε. Ο βασιλιάς του μέτρησε είκοσι δουκάτα και του παράγγειλε να 'ρχεται από δω και πέρα κάθε πρωί μόνον αυτός να τον ξυρίζει.
Σαν γύρισε ο παραγιός στο μπαρμπέρικο, τον ρώτησε ο μάστορας πώς ήτανε στου βασιλιά. -«Καλά» αποκρίθηκε το παιδί, του έδειξε τα δουκάτα και του είπε πως ο βασιλιάς θέλει να τον ξυρίζει πια μόνον αυτός κάθε πρωί. Αλλά για τα κατσικίσια αφτιά του βασιλιά, μιλιά!
Από κείνη την ημέρα πήγαινε κάθε πρωί στον βασιλιά ο παραγιός για ξύρισμα κι έπαιρνε κάθε φορά είκοσι δουκάτα. Για τ' αφτιά του βασιλιά Τροϊανού δεν έβγαζε άχνα σε κανέναν. Αλλά το μυστικό που κρατούσε μέσα του άρχισε με τον καιρό να τον βασανίζει και να τον τρώει. Του σάλεψε του παιδιού και άρχισε μέρα με τη μέρα να μαραζώνει. Κάτι κατάλαβε ο μπαρμπέρης και τον ρώτησε τι έχει και κατάντησε έτσι. Ρώτα από δω, ρώτα από κει, του αποκρίθηκε το παιδί πως κρύβει στην καρδιά του ένα φοβερό μυστικό, μα δεν τολμάει να το πει κανενός.
- Αχ, και να το 'λεγα κάπου, αμέσως θα γινόμουνα καλά!- είπε.
- Πες το σε μένα -είπε ο μπαρμπέρης- και θα 'ναι σαν να μην το 'χεις πει πουθενά. Αν πάλι με φοβάσαι, σύρε στον πνευματικό και ξομολογήσου το. Αν μήτε σ' αυτόν δεν θες να το πεις, τράβα σε μιαν ερημιά έξω απ' την πόλη, σκάψε μια τρύπα, χώσε μέσα το κεφάλι σου και πες το τρεις φορές φωναχτά. Μετά σκέπασε πάλι την τρύπα με χώμα και θάψε το μυστικό σου.
Τούτη την τρίτη συμβουλή άκουσε κι ο παραγιός. Βγήκε σε μιαν ερημιά, έσκαψε μια τρύπα, έχωσε το κεφάλι του και φώναξε τρεις φορές:
«Κάτω απ' την κορόνα
του Τροϊανού του βασιλιά,
κρύβονται κατσικίσια αφτιά!»
Υστερα σκέπασε το μυστικό του με χώμα, ησύχασε και γύρισε σπίτι του τραγουδώντας.
Επειτα από λίγο καιρό, εκεί όπου 'χε σκάψει φύτρωσε και θέριεψε μια ωραία και ίσια κουφοξυλιά. Οι τσομπάνηδες που βοσκούσαν τα πρόβατα γύρω απ' την πόλη τη βρήκαν κι έκοψαν μερικά κλαριά να φτιάξουν φλογέρες, μα σαν άρχισαν να παίζουν, οι φλογέρες σφύριξαν μ' ανθρώπινη φωνή:
«Κάτω απ' την κορόνα
του Τροϊανού του βασιλιά,
κρύβονται κατσικίσια αφτιά!»
Αυτό διαλαλήθηκε αμέσως σε όλη την πόλη και στα γύρω χωριά. Τα παιδιά έτρεχαν κι έκοβαν τα κλαριά της κουφοξυλιάς που σφύριζαν:
«Κάτω απ' την κορόνα
του Τροϊανού του βασιλιά,
κρύβονται κατσικίσια αφτιά!»
Ακουσε ο βασιλιάς τα παιδιά και αμέσως κάλεσε τον παραγιό του μπαρμπέρη και του είπε:
- Μωρέ τι πήγες κι είπες σ' όλον τον κόσμο για μένα!
Ο κακομοίρης άρχισε να τρέμει απ' τον φόβο του και να ορκίζεται πως ποτέ δεν μίλησε σε κανέναν, μόλο που κάθε πρωί έβλεπε τ' αφτιά του βασιλιά. Θυμωμένος ο βασιλιάς τράβηξε το σπαθί του να τόνε κόψει, και τότες ο παραγιός του φανέρωσε πως το 'χε ξομολογηθεί στο χώμα και πως σε κείνο το μέρος είχε βλαστήσει μια κουφοξυλιά που κάθε κλαρί της διαλαλούσε το μυστικό του.
Ο βασιλιάς τον ανέβασε σε μιαν άμαξα και τράβηξαν μαζί για την κουφοξυλιά, να δει αν αυτό ήταν αλήθεια. Εκεί βρήκαν μονάχα ένα κλαρί. Ο Τροϊανός διέταξε να φτιάξουν μια φλογέρα από κείνο το κλαρί που απέμεινε, να ιδεί πώς θα σφυρίξει. Κι η φλογέρα έβγαλε φωνή:
«Κάτω απ' την κορόνα
του Τροϊανού του βασιλιά,
κρύβονται κατσικίσια αφτιά!»
Τότες εγέλασε ο βασιλιάς Τροϊανός, γιατί κατάλαβε πως τίποτε στον κόσμο δεν μπορεί να μείνει κρυφό. Χάρισε του παραγιού τη ζωή, κι από τότε μπορούσε ο καθένας άφοβα να τον ξυρίζει.

***********************

Σέρβικο παραμύθι, μεταφρασμένο από τον Μόμα Ράντιτς, στη σειρά «Του κόσμου τα παραμύθια» των εκδόσεων «Απόπειρα».

Δεν υπάρχουν σχόλια: