Στίχοι: Μ. Βαμβακάρης,
Μουσική: Μ. Βαμβακάρης,
Πρώτη εκτέλεση: Γρ. Μπιθικώτσης
Τι πάθος ατελείωτο, ατελείωτο
που είναι το δικό μου
Όλοι να θέλουν τη ζωή, τη ζωή
κι εγώ το θάνατό μου
Απελπίστηκα μανούλα μου
να υποφέρω
κουράστηκα μες στη ζωή
το χάρο να γυρεύω
Όσο είναι η νύχτα σκοτεινή, σκοτεινή
έτσι 'ναι κι η καρδιά μου
και σαν τη σιγανή βροχή
τρέχουν τα δάκρυά μου
Απελπίστηκα μανούλα μου
να υποφέρω
κουράστηκα μες στη ζωή
το χάρο να γυρεύω
Θα πά' να έβρω μια σπηλιά, μια σπηλιά
με πέτρες και με χώμα
εκεί θ' αφήσω κόκαλα
ζωή, ψυχή και σώμα
****************
"Τι πάθος ατελείωτο που είναι το δικό μου
Όλοι να θέλουν τη ζωή κι εγώ τον θάνατό μου…"
****************
Πώς έγραψε ο Μάρκος αυτό το τραγούδι:
Στάθηκε και φώναξε τον μικρό που είχε ξεχαστεί και τσαλαβουτούσε σε μια λακκούβα με λασπόνερα. Τα παπούτσια του είχαν μουσκέψει, οι λάσπες είχαν βάψει και τα γόνατά του, αλλά κράταγε το μπουζουκάκι του ψηλά, το προφύλασσε, να μην πέσουν νερά πάνω του. Αυτό πιο πολύ του ράγισε την καρδιά. Ήξερε ότι ο μικρός δεν ήταν πια και τόσο μικρός –έκλεινε τα 11, καταλάβαινε καλά την ανέχεια, την φτώχεια, την ντροπή της ζητείας που γέμιζε το πιάτο τους. Μακάρι τα πράγματα να ήταν διαφορετικά. Μακάρι ο ίδιος να ήταν διαφορετικός. Μακάρι να μην έπαιρνε στο λαιμό του και τις άλλες, τις αθώες ψυχούλες.
Το παιδί τον πλησίασε τρέχοντας και τον έπιασε από το χέρι.
«Πρόσεξε μην πέσεις», του είπε μηχανικά. «Θυμάμαι μια φορά, στην ηλικία σου θα ήμουνα, κι έτρεχα έτσι όπως εσύ, γλίστρησα σε μια πέτρα και γύρισε το πόδι μου…»
Σε κάθε λέξη η φωνή του χαμήλωνε, μέχρι που σταμάτησε να μιλάει. Κοιτούσε μπροστά και χαμηλά, τα χαλίκια και τις πέτρες του δρόμου που κοκκίνιζαν στο ηλιοβασίλεμα. Το τελευταίο θαλασσί του ουρανού που μεταμορφωνόταν σε μαύρο. Ένιωθε τον φρέσκο αέρα της θάλασσας να περνάει μέσα από τα χαλάσματα και τις παράγκες για να τον χαϊδέψει στο πρόσωπο, να ξεκουράσει λιγάκι το αποκαμωμένο του σώμα. Κατανοούσε το μικρό θαύμα μέσα στα γκρεμίδια, την ομορφιά που τον περικύκλωνε, αλλά δεν μπορούσε να γίνει μέρος της. Να την αιστανθεί έστω –η ίδια η ζωή τον πετούσε έξω. Στροβιλιζόταν στο κενό και δεν είχε από πουθενά να κρατηθεί. Να ξεχαστεί, έστω.
Ένας αναστεναγμός του ξέφυγε. Τα πνευμόνια του άδειασαν απ’ το οξυγόνο και δεν έλεγαν να γεμίσουν. Τον έπιανε συχνά αυτή η δύσπνοια, το αίσθημα ότι δεν μπορεί να χορτάσει αέρα τέτοιες στιγμές μεγάλης στεναχώριας και άγχους.
Κοντοστάθηκε. Έβγαλε ένα τσιγάρο από την τσέπη του σακακιού του και το άναψε. Μακρά, μεγάλη, βαθιά τζούρα κοιτώντας τα πορτοκαλί σύννεφα στον ορίζοντα. Η νικοτίνη κατακάθισε στα πνευμόνια του – ο καπνός βγήκε κι ένιωσε κάπως καλλίτερα. Τουλάχιστον θα έβγαζε τη μέρα.
Το παιδί τον κοιτούσε στα μάτια. Ξερογλειφόταν.
«Είσαι μικρός ακόμα γι’ αυτόν τον διάολο», είπε και προχώρησε.
Ήξερε βέβαια ότι ο γιος του φούμαρε στη ζούλα – πολλές φορές όταν γύριζε σπίτι απ’ τις αλάνες βρώμαγε τσιγαρίλα. Δεν τον μάλωνε, δεν φώναζε, δεν είχε την δύναμη για κάτι τέτοιο κι ας του το ζήταγε ξανά και ξανά η γυναίκα του. Κατά βάθος ήξερε ότι δεν είχε και νόημα –θυμόταν τα δικά του πολύ καλά. Αλλά δεν θα τον ενθάρρυνε κιόλας να καπνίζει μπροστά του. Ένας σεβασμός προς τον πατέρα έπρεπε να υπάρχει…
Στάθηκε έξω από τον καφενέ και τράβηξε δυο γερές τζούρες μέχρι που η κάφτρα καψάλισε τα δάχτυλά του. Ο κοσμάκης περπατούσε βιαστικά –οι περισσότεροι που περνούσαν από δίπλα του τον χαιρέταγαν· οι γυναίκες είχαν βγάλει τα σκαμνιά τους μπροστά στις πόρτες των σπιτιών τους και καθόταν δυο-δυο, τρεις-τρεις προσέχοντας τα παιδιά που τρεχοβολούσαν. Πέταξε την γόπα και την πάτησε με τη μύτη του δεξιού του παπουτσιού.
«Έτοιμος;» ρώτησε τον μικρό, αλλά πιο πολύ στον εαυτό του απευθυνόταν. Τον εαυτό του ήθελε να ενθαρρύνει. Να βουτήξει για μια ακόμα φορά στην ξεφτίλα για τα χρειώδη.
Βαθιά ανάσα.
Άνοιξε την πόρτα του καφενέ και χαιρέτησε χωρίς να κοιτάζει κανέναν συγκεκριμένα κουνώντας μόνο το κεφάλι του. Κάθισε στο βάθος δεξιά κι έσφιξε το μπουζούκι στην αγκαλιά του. Ο μικρός τον μιμήθηκε. Βάλθηκε να το κουρδίζει κοιτώντας με την άκρη του ματιού του την πελατεία. Ψόφια πράγματα. Μια παρέα από 4-5 σοβατζήδες δίπλα στη σόμπα έπαιζαν τάβλι, ένας αγαπητικός με λιγδερό μαλλί παραδίπλα και πιο πέρα κάτι γερόντια και κάποιες άγνωστες φάτσες –τίποτα.
Το κούρδισμα έγινε ταξίμι ραστ και το ταξίμι τραγούδι –ένα από τα πρώτα-πρώτα που φωνογράφησε κι αγαπήθηκε πολύ. Τότε. Που ο κόσμος ήταν αθώος και ήξερε να εκτιμά κι άλλα πράγματα κι όχι μόνο το χρήμα. Άρχισε να το τραγουδάει σιγανά, αλλά η φωνή του λύθηκε όσο προχωρούσε και δυνάμωνε. Το φχαριστιόταν κι ο ίδιος. Ο μικρός δίπλα του είχε μπει και τα πήγαινε καλά. Έκανε και λάθη –παιδί ήταν ακόμα– αλλά ήταν σωστότατος στους ρυθμούς, που είναι το σημαντικότερο, και μπορούσε να σκαρώνει όμορφα ταξιμάκια. Αν του έδινε ο Θεός υγεία και συνέχιζε έτσι, στο τέλος θα γινόταν σπουδαίος και τρανός. Θα ξεπερνούσε τον και τον ίδιο ακόμα.
Τελείωσε το τραγούδι κι ένιωσε να τον πλησιάζει ο Αλέκος, ο καφετζής. Παραγγελιά – καλό σημάδι – θα έβγαινε και απόψε το μεροφάι.
Γύρισε το αφτί του προς το μέρος του Αλέκου και περίμενε να τον ακούσει χωρίς να κοιτάζει. Ο καφετζής έσκυψε εμπιστευτικά, αλλά με φωνή που ακουγόταν καθαρά σε όλο το μαγαζί, του είπε:
«Μάρκο, εντάξει, αλλά αν δηλαδή τελείωσες, τα παιδιά λένε να βάλουμε το γραμμόφωνο.»
Δεν γύρισε να τον κοιτάξει. Ούτε είπε και τίποτα. Έμεινε για μια στιγμή μόνο ακίνητος στην καρέκλα του. Ή και για μια ώρα / για ένα χρόνο. Ακίνητος. Έπειτα σηκώθηκε αργά, κοίταξε το παιδί και βγήκε έξω.
Περπάτησαν αμίλητοι 100 – 150 μέτρα νιώθοντας ακόμα τα βλέμματά τους πάνω του. Μετά δεν άντεξε: Έπεσε χάμω, μέσα στις λάσπες, με το μπουζούκι σφιχτά δεμένο στον κόρφο του και ξέσπασε σε ένα στεγνό, βουβό κλάμα. Δεν άντεχε άλλο. Δεν πήγαινε άλλο. Δεν ήθελε. Τίποτα δεν είχε νόημα στη ζωή του κι ό,τι δεν το κατέστρεφε ο ίδιος, χανόταν από μόνο του. Μακάρι, μακάρι να τον έκοβε τώρα αμέσως ο Θεός. Μακάρι για να γλίτωνε κι ο ίδιος και οι άλλοι που βασάνιζε.
Μη μπορώντας να βρει ρυθμό στην ανάσα του από τους λυγμούς, άρχισε να παίζει με τον αντίχειρα ένα σιγανό ταξίμι σε ουσάκ που κατέληξε κιουρτί. Τα λόγια του τα έφερε ο καημός και κόλλησαν αυτόματα πάνω στη μουσική που φτιαχνόταν:
"Τι πάθος ατελείωτο που είναι το δικό μου
Όλοι να θέλουν τη ζωή κι εγώ τον θάνατό μου…"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου