13/11/09

ΟΙ ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΙ.


— Έλα συχάστε, διαβολάκια!
— Γιαννάκη Γιαννακάκη — κομάτι κρεατάκι…
Εις μεγάλην στενοχωρίαν ευρίσκετο ο Γιαννάκης, ο γιος του κυρ-Νικόλα του μυλωνά. Όπου εγύριζε τα μάτια του, όπου άπλωνε τα χέρια του δεν έπιανε άλλο από Καλικαντζάρους. Ήταν τόσοι δα κοντοί, σαν ένα καρύδι και είχαν τα γένια μακριά και τα πόδια τους τράγινα και ένα μυτερό ψηλό σκούφο εις το κεφάλι τους. Εσκέπαζαν όλο το πάτωμα του μύλου· βελόνι να έριχνες δεν θα έπεφτε χάμω.
Ο γιος του μυλωνά έψηνε εις την σούβλα χοιρινό και ξίγκι καθώς έσταζε εις τα κάρβουνα έβγαζε καπνό και πεντοβολούσε, που ήταν να λιγώνεται κανείς. Τα διαβολάκια φυσικά λιχούδικα δεν ημπορούσαν να κρατηθούν και τα μικρά σαν καρδαμόσπορος μάτια τους, άναβαν όπως τα κάρβουνα της θράκας. Εκείνα τουλάχιστον ερουφούσαν το λίπος· μα οι Καλικάντζαροι;
— Γιαννάκη Γιαννακάκη — κομάτι κρεατάκι! εζητιάνευαν αδιάκοπα, κολλώντας απάνου εις τον Γιαννάκη σαν τσιμπούρια.
— Έλα, συχάστε διαβολάκια· τους έλεγε καλοπιαστά εκείνος.
Και κάθε τόσο για να τα ξεφορτώνεται, έβγαζε από τη σούβλα μισοψημένο κομμάτι κρέας και το έριχνε στο σωρό! Εκείνοι χιμούσαν, πατείς με πατώ σε απάνω εις το κομμάτι, ούρλιαζαν, εχτυπιόνταν, δαγκώνονταν συναμεταξύ τους, ώσπου το κομμάτι εχώνευε εις την αχόρταγη κοιλιά μερικών. Οι άλλοι δυσαρεστημένοι ερίχνονταν πάλι εις τον Γιαννάκη τον τσίμπαγαν, τον έκρυβαν ολόκορμον. Και εκείνος επέταε άλλο κομμάτι και ύστερα άλλο ώσπου η σούβλα εκόντευε να μείνει δίχως κρέας και ο γιος του μυλωνά θεονήστικος.
Ο πατέρας του αρρώστησε ξαφνικά και έφυγε από το μύλο την αυγή. Ο Γιαννάκης έμεινε στο πόδι του να τελειώσει τ’ αλέσματα. Κάθε στιγμή φόρτωμα ξεφόρτωμα. Από τις πλάτες του γαϊδάρου έσερνε το σιτάρι στη σκάφη του μύλου και αποκεί πάλι, ζεστό το αλεύρι το έριχνε στο σακί και το εφόρτωνε ξανά εις τις πλάτες του ζώου. Όλη την ημέρα δεν ήβρε μια στιγμή να ησυχάσει το παιδί. Ούτε να φάει καλά καλά δεν μπόρεσε ώσπου νύχτωσε. Και τώρα που επίστευε πως ετελείωσαν πια τα βάσανά του, πλάκωσαν οι Καλικάντζαροι και ήθελαν παιχνίδια.
Μπρε όρεξη που την είχαν! Μα και γιατί να μην έχουν; Μήπως δούλεψαν ποτέ τους; Εκόπιασαν στη ζωή τους για το καρβέλι; Κάθονται όλη την ημέρα ξαπλωμένοι στις σπηλιές, χορταίνουν με τις σαύρες και τα φίδια που τους στέλνει η τύχη και βγαίνουν τη νύχτα να παιγνιδίζουν και να πειράζουν τους ανθρώπους. Καλό κι αυτό!
Και ο Γιαννάκης εβασάνιζε το μυαλό του με τι τρόπο θα πείσει τα διαβολάκια να τον αφήσουν να φάει.
— Να σας πω, ρε παιδιά· τους είπε μαλακά
— Να μας πει ο άγουρος ο κολοκυθομάγουλος!... Να μας πει ο άγουρος ο κολοκυθομάγουλος! εβάβιζαν αμέσως ομόφωνα οι Καλικάντζαροι.
Και συνάχτηκαν γύρω του, ανέβηκαν εις τα γόνατά του, εσκάλωσαν εις τους ώμους του· άλλοι κρεμάστηκαν από τα μουστάκια και το κοντό γουνάκι του, και για μια στιγμή τον σκέπασαν όλον σαν ήμερο γατάκι οι ποντικοί. Χαχάνιζαν μεταξύ τους σαν χήνες· τον τσιμπούσαν στα γυμνά τάχα για να τον χαϊδέψουν· τον δάγκωναν τάχα για να τον φιλήσουν και τριτς πριτς! τριτς πριτς! τριτς πριτς! έτριζαν και πορδοκοπούσαν ξαδιάντροπα, που έκαμαν το μύλο να βρομάει σκορδίλας.
Και παπάς θα γένεις Κώστα — έτσι το φερε η κατάρα· εσκέφτηκε ο Γιαννάκης. Έτσι που βρέ­θηκε ολομόναχος μέσα στο μύλο, όλα έπρεπε να τα υποφέρει. Τίποτε δεν μπορούσε να κάμει. Έπειτα ήξερε καλά πως οι Καλικάντζαροι, μόνον τα Δω­δεκαήμερα γυρίζουν εις τη γη και θέλουν να πει­ράζουν τους ανθρώπους. Όλον τον άλλο χρόνο βρίσκονται κάτω εις τα βαθειά και τ’ άπατα και πριονίζουν το Δέντρο της Ζωής που βαστάει τον κόσμο, με την κακή πρόθεση να καταστρέψουν τον κόσμο. Πριονίζουν πριονίζουν ως τα Δωδεκαή­μερα και δεν απομένει παρά μια φλούδα. Τότε όμως το αφήνουν και βγαίνουν εις τη γη για να χαρούν την ελευθερία που έχουν από τον Παντο­δύναμο να πειράξουν τους ανθρώπους. Το ξέρουν πως άμα γυρίσουν πάλι, θα εύρουν το Δέντρο θρε­μμένο και φτου κι από της αρχής.
Μα το αφήνουν· γιατί η χαρά τους να πειράζουν τους ανθρώπους είναι πολύ μεγάλη. Μα πόσο θα είναι η βασιλεία τους ακόμη; συλλογίζεται ο Γιαν­νάκης. Αύριο θ’ αγιάσουν τα νερά και με το χά­ραμα τα δαιμόνια θα φύγουν φοβισμένα για να κρυφτούν πάλι εις τις σπηλιές τους. Ώρες έχουν ακόμα. Και αυτές τις ώρες πρέπει να κάμει τρόπο να τις περάσει όσο μπορέσει καλύτερα μαζί τους.
— Μα συχάστε λοιπόν να σας πω! λέει με χα­μόγελο, πιάνοντας μερικούς απαλά για να τους ξεκολλήσει από πάνω του.
— Έλα, λέγε...
— Καθίστε πρώτα χάμου.
Ακούστηκε ένα δυνατό φαπ! σα να έσκασε κα­μιά φούσκα γεμάτη αέρα και όλοι οι Καλικάντζα­ροι βρέθηκαν κατάχαμα. Και εκεί που περίμεναν περίεργοι να τον ακούσουν, ο γιος του μυλωνά σοβαρός έβγαζε από τη σούβλα το κρέας κι έχαφτε ζεστά καυτά τα κομμάτια.
— Έλα, θα μας πεις; είπαν πολλοί ανυπόμονα.
— Μωρέ θα μας πεις! είπε θυμωμένα και ο Μπάκακας.
Αυτός ο Μπάκακας είναι ένα γεροντάκι με άσπρη γενειάδα, μακριά όσο δυο οργιές και από κάθε τρίχα της κρέμεται και ένα καλικαντζαρόπουλο, όπως εις τα ψιλά κλωνιά οι κουρμάδες. Όταν περιπατεί και σέρνεται η άσπρη γενειάδα του εις το χώμα, καθώς πηδούν τα Καλικαντζαρόπουλα απάνω, θαρρείς πως πηδούν τα ψάρια στην απόχη. Κρατούσε εις το χέρι του ένα λιανό ραβδί — το σκήπτρο του — και μ’ εκείνο εγινόταν σεβαστός εις τους συντρόφους του. Ο Γιαννάκης εκατάλαβε πως δεν μπορούσε να παίξει για πολύ με τον παμπό­νηρο Μπάκακα και ηθέλησε να μιλήσει. Μα δεν μπόρεσε γιατ’ ήταν μπουκωμένος και βιαζότανε να καταπιεί το κρέας που του ζεμάτισε το στόμα. Και όσο εβιαζόταν τόσο εκιντύνευε να πνιγεί και άνοιξε τα μάτια του σαν τάλαρα.
Το γεροντάκι κατάλαβε κι έγνεψε με θυμό εις τη συντροφιά. Εκείνοι χύθηκαν σαν μανιασμένοι απάνω στη σούβλα, άρπαξαν τα κρέατα, τα σκόρ­πισαν κατάχαμα και άρχισαν να τα κλωτσοπατούν με πείσμα.
— Τρίτσι πριτς... τρίτσι πριτς … έκαναν κοι­τάζοντας με γέλια και χάχανα το Γιαννάκη.
Ωστόσο ο μυλωνάς κάτι έφαγε και αν δεν εχόρτασε κάπως εκράτησε την πείνα του. Για τούτο δεν τον έμελλε και πολύ. Θύμωσε όμως περισσότερο για τα βρομερά παιγνίδια τους και απάνω εις το θυμό του, άρπαξε ένα δαυλί αναμμένο και το έριξε απάνω στα διαβολάκια.
Τρίτσι πριτς!... τρίτσι πρίτς!… τρίτσι πριτς!
Εσκόρπισαν όλοι εδώ κι εκεί σαν κοπάδι πρόβατα που βλέπουν το λύκο. Οι Καλικάντζαροι φοβούνται τη φωτιά. Δεν ξέχασαν ακόμα το τι τους έκαμε η πονηρή γριά, λίγο παραμπρός σε με­ρικούς απ’ αυτούς. Τους ξεγέλασε, τους έκλεισε εις ένα μικρό βουτσί και τους έκαψε ολοζώντανους. Και γιατί αυτό; Γιατί τ’ αναθεματισμένα πήγαν και ντρόπιασαν την κόρη της στον ύπνο. Την γκά­στρωσαν κι από τότε είναι τα καλικαντζαρόπουλα στον κόσμο…
Ωστόσο ο Γιαννάκης άρχισε να σκέπτεται εις τα σοβαρά πώς να γλυτώσει από δαύτους. Η νύχτα πήρε δρόμο· σε λίγο θα ξημέρωνε παραμονή των Φώτων και έπρεπε να πάει το άλεσμα σπίτι του, για να ζυμώσουν τα ψωμιά. Μα πώς να κάμει να ξεφύγει τα δαιμόνια;
— Παιδιά, χορεύουμε; ρώτησε ξαφνικά πηδώντας ορθός.
— Ναι, χορεύουμε! είπαν όλοι πρόθυμα.
Και άρχισαν να κινούν τα αραχνένια πόδια τους, άλλοι να σηκώνουν ψηλά τα χέρια, να φωνάζουν βραχνά, να σφυρίζουν κι ένας μικρός άρπαξε από κάπου ένα κουρέλι και το κουνούσε για μαντίλι τάχα.
— Όχι μέσα· είπε ο Γιαννάκης. Έξω, στο φεγγαράκι.
— Ναι έξω! εσυμφώνησαν όλοι.
Και κοπαδιαστά εχύθηκαν έξω και γέμισαν την αυλή του μύλου. Το φεγγάρι ήταν εις το μεσουράνημα· τα άστρα της αυγής ένα με το άλλο φαίνονταν λαμπρά εις τον ορίζοντα. Ο αγέρας που όλη τη νύχτα φυσούσε άγριος και κουνούσε τα δέντρα, εσάρωσε κάθε σύγνεφο από τον ουρανό. Μακριά φαίνονταν τα βουνά που έκλειαν ολόγυρα τον πλατύ κάμπο. Τα φύλλα των δέντρων λου­σμένα γυάλιζαν με την αυγινή δροσιά.
Οι Καλικάντζαροι με το γιο του μυλωνά χό­ρευαν και χόρευαν. Οι στριγκές φωνές τους γίνον­ται ένα με τα νυχτοπούλια και τα τριζόνια.
— Μωρέ παιδιά· τ’ άλογο φρουμάζει· είπεν ο Γιαννάκης ξαφνικά. Να ιδώ μια ματιά κι έφτασα.
Εμπήκε βιαστικά εις το μύλο, εφόρτωσε δύο σακιά αλεύρι στο άλογο, μπήκε σ’ άλλο σακί κι έπεσε απανογώμι εις το σαμάρι. Ντι! το ζώο και βγήκε από την άλλη πόρτα, παίρνοντας το δρόμο του χωριού.
Ωστόσο οι Καλικάτζαροι είχαν τόση όρεξη για χορό, που δεν επρόσεξαν καθόλου πως έλειπε ο μυλωνάς. Ένας με τον άλλον έμπαιναν μπροστά και χόρευαν διαβολεμένα κι ετραγουδούσαν δυνατά:
— Χορεύ’ η λάσπη κι η σβουνιά
κι η γιδοκακαρέτζα·
χορεύει το παλιόσκουτο
με την παλιανδρομίδα!...
— Μωρ' ο μυλωνάς τι έγινε; έξαφνα ο Μπάκακας.
— Ναι, ο μυλωνάς! πού είν' ο μυλωνάς! ερώ­τησαν και οι άλλοι μεταξύ τους.
Μερικοί έτρεξαν αμέσως εις το μύλο, έφεραν γύρα όλα τα σακιά, έψαξαν εις τη σκάφη, κοίτα­ξαν το βαρδάρι, χώθηκαν και κάτω από τη μυλό­πετρα· μα πουθενά Γιαννάκης.
— Έφυγε! είπαν κοιτάζοντας ένας τον άλλο με απορία και οργή.
— Τι να κάνουμε;
— Να τον φτάσουμε· επρόσταξε θυμωμένος ο Μπάκακας.
Εις την στιγμήν εχάθηκαν όλοι σαν ανεμοστρό­βιλος εμπρός, πατώντες τη λάσπη με φωνές και θόρυβο, σαν κοπάδι τσακάλια που βαβίζουν. Σε λίγο πρόφτασαν το άλογο του Γιαννάκη που πήγαινε εις το χωριό με το κανονικό βήμα του. Τριγύρισαν όλοι τ’ άλογο και κοίταξαν ν’ ανακα­λύψουν το μυλωνά.
— Να το ’να πλευρό, να και τ’ άλλο, να και τ’ απονογώμι· μα ο μυλωνάς πού είναι; ερωτούσαν μεταξύ τους αγαναχτισμένοι.
— Πίσω θα ’μεινε· είπε ο Μπάκακας. Αμέσως το ’βαλαν όλοι πίσω με σουρητά, τριποδίζοντας σαν άγρια πουλάρια. Έψαξαν όλο το δρόμο ως το μύλο, τους τράφους και τα βάτα, σήκωσαν και τα λιθάρια ακόμη· μα δεν απάντη­σαν πουθενά το Γιαννάκη. Εγύρισαν τότε πάλι κοντά εις το άλογο, που επήγαινε ήσυχα το δρόμο του και άρχισαν με περισσότερο πείσμα το ψάξιμο.
— Να το ’να πλευρό, να και τ’ άλλο, να και τ’ απονωγόμι· μα ο κερατάς ο μυλωνάς πού ’ναι; έλεγαν συναμεταξύ τους.
— Μπροστά πάει· φώναξε πάλι θυμωμένος ο Μπάκακας.
Τώρα έτρεξαν όλοι μπροστά, έψαξαν όλο το δρόμο ως τα πρώτα σπίτια του χωριού.
Ωστόσο ο Γιαννάκης χωμένος εις το σακί και μ’ όλο του το φόβο, δεν μπορούσε να κρατήσει τα γέλια, όσο έβλεπε τα τρεχάματα των Καλι­κατζάρων. Κάποτε σήκωνε φοβιχτά το κεφάλι και κοίταζε ανυπόμονα εμπρός να ιδεί το χωριό του. Τέλος κάτω από το πρώτο γλυκοχάραμα το είδε αριστερά, με τις πολλές μουριές του και τα άσπρα σπιτάκια του.
— Ξύλα κούτσουρα δαυλιά καυμένα! εφώναξε αμέσως με όλη του τη δύναμη.
Οι Καλικάτζαροι εγύρισαν και είδαν κι εκείνοι το χωριό. Κρύος φόβος τους κυρίεψε αμέσως και στάθηκαν για κάμποση ώρα άφωνοι, άλαλοι όπου βρισκόταν καθένας, σαν καρφωμένοι. Την ίδια στιγμή ακούστηκε από το χωριό το πρώτο λάλημα του πετεινού — Κουκούκου!...
— Πάμετε! είπε πικραμένος ο Μπάκακας, όταν είδε το Γιαννάκη καθισμένον απάνω εις το άλο­νό του να τους περιγελά. Δεν είναι πια δουλειά στον κόσμο. Οι άνθρωποι μας πέρασαν.
Και σηκώνοντας το ραβδί του ψηλά σα σημαία μπήκε μπροστά και οι άλλοι τον ακολουθούσαν φωνάζοντας:
Φεύγετε να φεύγουμε
γιατ' έφτασ' ο τουρλόπαπας
με την αγιαστήρα του
και με την πλαστήρα του.
Μας έβρεξε, μας άγιασε
και μας καψοκώλιασε!...
Τριτς πριτς! τριτς πριτς! τριτς πριτς!


ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΚΑΒΙΤΣΑΣ
ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
ΤΟΥ ΓΥΛΙΟΥ

Δεν υπάρχουν σχόλια: