1/10/09

ΤΑ ΑΓΡΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΗΜΕΡΑ ΤΟΥ ΒΟΥΝΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΛΟΓΓΟΥ: Η ΝΥΦΙΤΣΑ.


Ιδού και ο τρόμος των κοριτσιών. Περιέρχεται την νύκτα τα σπίτια και κατακόβει τα υφάδια των αργαλειών, χώνεται εις τα φορτσέρια και σχίζει τα φο­ρέματα, αναποδογυρίζει τους γίκους και πριονίζει τα υφάσματα, ημπορεί, τέλος εις μίαν νύκτα να κάμη κουρέλια όλην την προίκα ενός κοριτσιού. Ήτο λοι­πόν επόμενον να πλεχθή ολόκληρος ιστορία επάνω εις το ξανθοκόκκινον αυτό τετράποδον - είναι περίπου σαν μεγάλο ποντίκι - το οποίον αφθονεί εις τα σπίτια και τους κήπους των χωρικών.
Κατά την ιστορίαν αυτήν, η Νυφίτσα - η οποία εις πολλά μέρη συγχέεται με την Βερβέραν - ήτο μελλόνυμφος. Όταν ήλθεν η παραμονή του γάμου της, η αδελφή, της έκλεψε την προίκα της και την άφησε δίχως «ράμμα στο βελόνι». Έκτοτε η ατυχής αναζη­τεί μέσα στα σπίτια τα εργόχειρά της και όπου εύρη γίκον νομίζει ότι είναι ο ιδικός της. Στρώνεται λοιπόν και τον λιανίζει με τα δόντια της, έκτος αν εύρη πα­ρέκει καμιά ρόκαν, οπότε κάθεται και γνέθει διά να συμπληρώση την προίκα της.
Διότι, κατά την παράδοσιν, η Νυφίτσα ήτο τόσον εργατική, ώστε δεν άφηνεν ούτε ώραν δίχως να δουλεύει είτε εις τον αργαλειόν της είτε εις την ρόκαν της. Άλλως τε τα κορίτσια φρονούν, ότι η ρόκα, την οποίαν τοποθετούν παρά τον γίκον των, είναι μία ομολογία προς την Νυφίτσαν, ότι η προίκα είναι ιδική της και τοιουτοτρόπως δεν έχει λόγον να θυμώση.
Πολλά βράδια η Νυφίτσα παρουσιάζεται εις τα νυχτέρια των κοριτσιών. Περιφέρεται δίπλα των ως να αναζητή κάτι. Το θάρρος αυτό το έχει πάρει εκ του ότι ποτέ δεν την πειράζουν. Τουναντίον μάλιστα ούτε γυρίζουν μάτια προς αυτήν. Εξακολουθούν την εργασίαν των και, ως να μη την αντελήφθησαν τάχα, ομιλούν διά την Νυφίτσαν:
- Καλή και άξια κοπέλλα που ’ναι η Νυφίτσα... Έφκιασε την προίκα της και ακόμη δουλεύει... Είπαν ένα λόγο, πως την επάνω Κυριακήν η Νυφίτσα παν­τρεύεται...
Άμα η Νυφίτσα φύγη, ώστε να μην ακούη, τότε πλέον αρχίζει από τα κορίτσια η διακωμώδησις των γάμων της.
Πέντε πόντικοι
και δεκοχτώ νυφίτσες
γάμον έκαναν
μ’ ένα κλωνί σιτάρι
και το ήλιαζαν
στης βατσινιάς το φύλλο
το γοργοάλεθαν
στου σφονδυλιού την πλάκα
σκνίπα ζύμωνε
κουνούπι ανεβατίζει
κι ο σκαντζόχοιρος
κοντοσυμπάει το φούρνο·
σπίθα πήδησε
του καίει το ποδαράκι
τρέχει ο μπάκακας
με το νερό στο στόμα,
τρέχει ο ψύλλος
με πάτερο στον ώμο
- Πού να τόνε θάψωμε,
πού να τόνε πάμε
- Στην κυρά την Παναγιά
πόχει ανώγια και κατώγια,
κι εκατό σανίδια.
Στους υπερλάμπρους στίχους του «Multiple Splendeur» τραγουδεί ο Βεράρεν τους πρωτοπλάστους, που «μη γνωρίζοντες τίποτε, ανεκάλυπταν την οδύνην, το κακόν, την ηδονήν, το καλόν.» Τα μάτια των και ο εγκέφαλος των επνίγοντο από νέα δράματα και εντυπώσεις. Ενώ λοιπόν «κατετρώγαν την χαράν ως μίαν άπειρον λείαν», ήρχιζαν να ονομάζουν τα πράγ­ματα «με προχείρους κραυγάς», αι οποίαι αργότερον έγιναν λέξεις, άλλαι διστακτικαί «βαφόμεναι με χί­λια χρώματα», και άλλαι πίπτουσαι και αγειρόμεναι «σταθεραί και καθαραί» πέριξ της ιδέας, ψάλλουσαι την ειλικρινή και θείαν έκπληξιν των αυτιών, των μα­τιών, των χεριών, των ρωθώνων, εμπρός στους καρ­πούς, στα λουλούδια, στα νερά και στους λόγγους. Έκτοτε, λέγει, επέρασε καιρός επάνω στα πρώτα αυτά ψελλίσματα της ανθρωπίνης ψυχής, βασιλείς και λαοί διεσταυρώθησαν στις θάλασσες, στα βουνά και στους κάμπους, οι οποίοι έρριψαν προς την ηχώ τας διαφόρους λέξεις των, το πλήθος ολόκληρον ωσαύτως ειργάσθη επάνω εις την γλώσσαν· αλλ’ όμως ζουν ακόμη αι πρώται εντυπώσεις των αφελών ανθρώπων εμπρός εις το πλήθος των φαινομένων της Γης και του Ουρανού.
Αι πρώται αύται εντυπώσεις νομίζω ότι αποτελούν, κατά το πλείστον, τας λαϊκάς παραδόσεις. Όσον ευμορφότεραι είναι, τόσον ωραιότερα μας αποκαλύπτεται η ψυχή των ανθρώπων, οι οποίοι μας εγέννησαν.
Οι άνθρωποι δε οι οποίοι αγωνίζονται ηλιθίως ν’ α­νακαλύψουν ποίας αρχαίας δοξασίας λείψανον είναι αυτή η παράδοσις και πόσον η άλλη σχετίζεται με την δείνα σελίδα της αρχαίας Μυθολογίας, αυτοί οι άνθρωποι πρέπει να μας είναι μισητοί μέχρι θανάτου. Διότι ζητούν να ευρίσκη έλεος υπό τον ήλιον η ύπαρξίς μας μόνον αν εις τας διηγήσεις του παππού μας και της γιαγιάς μας ζουν αι γνώμαι και τα συναισθήματα του Ξενοφώντος και του Θουκυδίδου.
Εις την παράδοσιν της Νυφίτσας ανακαλύπτω μίαν ψυχήν γεμάτην ευμορφιάν. Ένα μικρόν καταστρεπτικόν ζώον το ετύλιξε με μετάξια και στολίδια. Έβλεπα προχθές εις ένα κήπον πλήθος από μικρές κούκλες επάνω στις ροδακινιές. Τι νομίζετε ότι συμβαίνει; Τας φκιάνουν και τας δένουν εκεί οι χωρικοί διά να γλυτώσουν τα ροδάκινα των από την Νυφίτσαν. Άμα η ροδακινιά δεν έχη κούκλαν, η Νυφίτσα έχει διάθεσιν να ρίψη κάτω όλα τα ροδάκινα. Άμα βλέπη κούκλαν, ίσως διότι της αρέσουν περισσότερον τα κόκκινα κουρέλια, αφήνει εις την ησυχίαν των τα ροδάκινα και επιτίθεται εναντίον της.
Η παράδοσις λέγει, ότι το μίσος αυτό οφείλεται εις το ότι η Νυφίτσα είχε προίκα και ένα κήπον με ροδακινιές, μηλιές, αχλαδιές, και την κούκλαν την παίρνει διά την αδελφήν της, η οποία εσφετερίσθη μαζί με την προίκα της και τον κήπον της.
Βλέπετε ότι ο εξωραϊσμός του μικρού αυτού δαί­μονος επροχώρησε μέχρι τοιούτου σημείου, ώστε να μην αφήνεται αδικαιολόγητος καμμία κακή διάθεσίς του. Τι θα ωφελούσεν αν παρουσιάζετο ως ένα ον καταστροφής; Τίποτε απολύτως. Τουλάχιστον με την παράδοσιν αυτήν και τα κορίτσια σώζουν την προίκα των - αφού η Νυφίτσα, όπως σας είπα, άμα ευρίσκη ρόκαν δίπλα εις τον γίκον, ασχολείται με αυτήν - και οι κηπουροί τα ροδάκινά των, επί πλέον δε και ημείς γευόμεθα μίαν ωραίαν ιστορίαν, η οποία, όπως όλαι αι ελληνικαί παραδόσεις, αποκαλύπτει μίαν ψυχήν πλημμυρισμένην από συναίσθημα εξαιρετικής ευμορφιάς.
Εις τον κάμπον του Ωροπού, όπως και εις άλλους πολύ ομαλούς κάμπους, οι Ευρυτάνες ποιμένες τα πρόβατά των, τα οποία εδώ επάνω είναι γεμάτα κου­δούνια και κύπρια, τα «ξαρματώνουν» εντελώς, διότι ο «κάμπος είναι ζαλερός και τρώει το γλεντερό κο­πάδι.» Υποθέτω ότι, επειδή είναι πολύ επίπεδος ο κάμπος, τα βαριά κουδούνια, κάμπτοντα νυχθημερόν τα κεφάλια των κοπαδιών, επιφέρουν εγκεφαλικήν υπεραιμίαν, πράγμα το οποίον εδώ εις τα ορεινά δεν συμβαίνει λόγω των εδαφικών ανωμαλιών.
Ήθελα να μάθω κατά τι θα ωφελούσε περισσότερον τους πατριώτας μου κτηνοτρόφους η ερμηνεία αυτή, την οποίαν πιθανόν και να μη εδέχοντο. Σώζουν λοι­πόν αυτοί τα πρόβατα των ερμηνεύοντες, όπως σας είπα το φαινόμενον, εγώ δε εις την διήγησιν της πα­ραδόσεως, όπως και της Νυφίτσας την διήγησιν, γυ­ρίζω χρόνια πίσω και κουβεντιάζω με τον παππού, με τη γιαγιά μου και με τον προσπαππού μου και θερα­πεύομαι από την ευμορφιάν της φαντασίας. Έκτος πλέον αν ο κ. Σκιάς και ο κ. Γαρδίκας επιμένουν ότι συνδιαλέγομαι με τον Αριστογείτονα και με την κυρίαν Πεισιστράτου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: