Ο θρύλος του μεγάλου, του ανυπότακτου καπετάνιου του ΕΛΑΣ, του Αρη Βελουχιώτη μένει πάντα ζωντανός. Στις 16 Ιουνίου συμπληρώνονται 64 χρόνια από τότε που έπαψε να χτυπά η φλογερή καρδιά του. Η επέτειος είναι μια αφορμή μνήμης και τιμής για την προσωπικότητα και την προσφορά του.
«Ένας λεβέντης έσβησε : Αρης Βελουχιώτης »
N.Μάθεση, M.Χιώτη - Μ. Γενίτσαρη
(Στίχοι - σύνθεση του 1945).
«Αντιλαλούνε τα βουνά
κλαίνε τα κλαψοπούλια,
ο Βελουχιώτης χάθηκε
ψηλά σε μια ραχούλα.
«Αντιλαλούνε τα βουνά
κλαίνε τα κλαψοπούλια,
ο Βελουχιώτης χάθηκε
ψηλά σε μια ραχούλα.
Το κλαψοπούλι θλιβερά
σκορπάει τη λαλιά του,
φαίνεται πως έχασε
τη μόνη συντροφιά του.
Τι έχεις κλαψοπούλι μου
και χαμηλά κοιτάζεις;
για πες μου τι σε πλήγωσε
και βαριαναστενάζεις.
Μαράθηκαν τα λούλουδα
χάθηκε το φεγγάρι,
ένας λεβέντης έσβησε
που τόνε λέγαν Αρη.
Κείνος δεν θέλει κλάματα
ούτε και μοιρολόγια,
θέλει αγώνες και χαρές
αρματωσιές και βόλια».
- Σχόλια:
1. Οι στίχοι γράφτηκαν από τον Νίκο Μάθεση το 1945 και το μελοποίησε αρχικά ο Μανώλης Χιώτης, σε ρυθμό χασαποσέρβικο, από τον οποίο γράφτηκε και η τελευταία στροφή. Όταν μίλησε ο Μάθεσης, το 1974, στον Κώστα Χατζηδουλή για την ύπαρξη του τραγουδιού, δεν μπορούσε να θυμηθεί τη μελωδία. Ο δε Χιώτης είχε πεθάνει ήδη το 1970. Έτσι μελοποίησε ξανά τους στίχους ο Μιχάλης Γενίτσαρης, σε ρυθμό ζεϊμπέκικο, στη μνήμη και των δύο προηγούμενων δημιουργών.
2. Ο ίδιος ο Μάθεσης, λέει στον Κ. Χατζηδουλή, για το πώς έγραψε το τραγούδι: «Λίγο μετά που σκοτώθηκε ο Άρης Βελουχιώτης το 'γραψα. Είχε τρία τετράστιχα και όχι τέσσερα. Ο Άρης, ήτανε φίνος άντρας, μάγκας κι αγωνιστής και Έλληνας. Κατάλαβες; Μιλάει ο Μάθεσης. Υπήρχανε κι άλλοι αγωνιστές, δηλαδή που θέλανε να τους λένε έτσι, αλλά αυτοί ήτανε αγωνιστές για την πάρτη τους. Δηλαδή, αποφάγια. Άλλη ταρίφα αυτοί. Όταν έσβησε το καντίλι του παλικαριού, έκατσα και το 'γραψα, γιατί έγινε θρήνος. Θρήνος και ύμνος. Το θέμα είναι παλιό, πολύ παλιό -η ιδέα. Τα λόγια δικά μου και τιμής πρόσωπο ο Άρης. Μετά συναντήθηκα με το Χιώτη, που είχε έρθει με τον Παπαϊωάννου, το Στεφανάκη και το Γενίτσαρη, να παίξουνε σ' ένα χορό, στο Χατζηκυριάκειο. Είπα του Χιώτη για το τραγούδι και δώσαμε ραντεβού και του 'δωσα τα λόγια. Έβαλε ένα τετράστιχο ακόμα ο Μανώλης, το τελευταίο, κι άλλαξε το "Νεκροπούλι" που είχα εγώ και το 'κανε "Κλαψοπούλι". Δεν είπα τίποτα. Ο Μανώλης ήτανε φίλος μου, καλός άντρας και μάγκας από τους λίγους. Άμα θες να μάθεις ποιοι είναι οι μάγκες, κοίτα το Χιώτη. Εξηγήσεις ζόρικες, ρεμπέτικες και ψυχή μόρτικια μεγάλη. Μιλάω εγώ ο Μάθεσης. Το 'παμε: προσφορά για το παιδί που χάθηκε, ήτανε το τραγούδι. Ζούλα γίνανε όλα. Βλέπεις, εγώ και σ' αυτό το περιβόλι, είχα τσαμπουκάδες. Ένα απόγευμα που ήμουνα τότες στην Αθήνα, παρέα με το Νίκο Γούναρη, είδα στο δρόμο τυχαία, σε μια στοά, τον αρχηγό τότες του κόμματος. Αυτόνε που δεν ήτανε όνομα και πράμα δεν ήτανε, λέμε, γλυκός στις εξηγήσεις του. Του τα 'χα μαζεμένα από τότε. Αυτός ήτανε όλα του τα χρόνια, μολύβι με σπασμένη μύτη. Κατάλαβες; Μετά άκουσα τη μουσική που έβαλε ο Χιώτης. Χασαποσέρβικο ήτανε, πολύ ζόρικο τραγούδι. Δίσκος δεν έγινε όμως, γιατί όλοι αυτοί εδώ οι λάγιοι, δεν αφήνανε. Γι' αυτό τους έχω μαζέψει πολλά...».
3. Αγραμμοφώνητο τότε. Πρωτοκυκλοφόρησε το 1980 ερμηνευμένο από τον Γιώργο Νταλάρα, με κάποιες αλλαγές στους στίχους.
4. Περιλαμβάνεται στο LP «ΡΕΜΠΕΤΙΚΑ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ», MINOS DAL-MSM 391, 1980.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου