Προσπαθώ να θυμηθώ τη μέρα που πρωτοάκουσα τη λέξη: «παλιοκομουνιστές». Συνόδευε τις λέξεις «κακούργο», «μπαστάρντο» και κάτι άλλες βρισιές, στα αρβανίτικα, που δεν τις θυμάμαι. Κι ακόμα να σου πω την αλήθεια δεν έχω καταλάβει καλά καλά γιατί με πείραξε τόσο. Πώς είναι δυνατό να μη με πειράζει το «μπαστάρδε», να μη με πειράζει το «κακούργο», κι αυτή η λέξη να σφυρίζει στ’ αυτιά μου ακόμη, μέχρι σήμερα. Κάτι σαν σφύριγμα φιδιού, κάτι... Τα άλλα δεν με πείραζαν τόσο. Ούτε οι πέτρες που περνούσαν σύρριζα δίπλα στο κεφάλι μου. Απ’ όλες τις βρισιές της γριάς της Μούργαινας, αυτή μου φαινόταν η πιο βαριά. Ίσως γιατί καταλάβαινα πως κρύβει αλήθεια. Την ένιωθα σαν μια βαριά κληρονομική κατάρα. Κάτι που το παίρνεις με τα γονίδια. Τι κάθομαι και τσαμπουνάω τώρα. Ακούς εκεί «γονίδια». Λες και στα έξι σου χρόνια είχες ξανακούσει τη λέξη. Εδώ δεν την ήξερε τότε καλά καλά ο ίδιος ο Ουάτσον. Ίσως εκείνες τις μέρες να την ξεφούρνιζε για πρώτη φορά. Κάπου εκεί στο Καίμπριτζ της Αγγλίας. Εκεί που η Ευρώπη, στα μέσα της δεκαετίας του ’50, έμπαινε στη νέα εποχή, που η ανθρωπότητα έμπαινε στην νέα εποχή της. Το Μαυρομμάτι όμως καλά κρατούσε. Η Ελλάδα καλά κρατούσε. Λες γι’ αυτό να τα ονόμασαν «πέτρινα» χρόνια; Φαίνεται πως το πετροβολητό θα ήταν του συρμού και αλλού τότε. Πάντως στο Μαυρομμάτι, και σ’ όλα τα αρβανιτοχώρια της Βοιωτίας, ήταν συνηθισμένο φαινόμενο. Έτσι κι αλλιώς οι πέτρες ήταν μπόλικες. Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι πέτρες, οι φράκτες που χώριζαν τις αυλές ήταν χτισμένοι με πέτρες. Η τελευταία άσφαλτος βρισκόταν 6-7 χιλιόμετρα μακριά, εκεί, κάτω στον κάμπο της Θήβας. Μπορούσες να την δεις από ψηλά, λίγο να έκανες προς τα εκεί, στη βορινή άκρη του χωριού. Αντίκριζες προς τα ανατολικά τον κάμπο της Θήβας και λίγο αριστερότερα τον κάμπο της Κωπαΐδας. Παρ’ όλο που είχε πρόσφατα αποξηρανθεί, ψηλά από το χωριό φάνταζε ακόμη σαν λίμνη. Μια λίμνη που η μια της άκρη χανόταν στο βάθος του ορίζοντα και η άλλη ακουμπούσε στα πόδια ενός γυμνού βουνού, της Σφίγγας. Αργότερα έμαθα πως ήταν το βουνό του Οιδίποδα. Εκεί που ο μυθικός ήρωας σκότωσε το ανθρωπόμορφο τέρας, που ρωτούσε τους περαστικούς τι είν’ αυτό που περπατά πρώτα στα τέσσερα, μετά στα δύο και μετά στα τρία. Ένας τόπος γεμάτος με ιστορία. Γεμάτος με μύθους που χάνονται πίσω στο βάθος της ανθρώπινης ιστορίας. Προς τα νοτιοδυτικά το χωριό ακουμπάει στους πρόποδες του Ελικώνα, του βουνού που ζούσαν οι Νύμφες. Και πιο πέρα φαίνεται ο χωματόδρομος που συνδέει το χωριό προς τα νότια με το Ρημόκαστρο, τις αρχαίες Θεσπιές. Και καθώς συνεχίζει συναντάει τον Καραντά, τη Δομβραίνα, τα Χόστια. Χωριά που λίγα χρόνια πριν είδαν μάχες ανάμεσα στους αντάρτες του ΕΛΑΣ και τους Γερμανούς, τους αντάρτες και τους Χίτες. Το χώμα των νεκροταφείων τους ήταν φρεσκοσκαμμένο μετά τον εμφύλιο σπαραγμό. Τα σπίτια μετράνε λιγοστούς άντρες. Άλλοι νεκροί, άλλοι στην εσωτερική εξορία και άλλοι στην άλλη την εξορία... Σαν τον Κολιγιάννη. Και σαν το θείο τον Θοδωρή, τον αδερφό του μακαρίτη του πατέρα. Όλοι στο χωριό ψιθυρίζουν πως είναι κι αυτός εκεί με τους «άλλους», στο «παραπέτασμα». Αυτός ο «κιαρατάς» ο αδερφός μου τα έφταιγε όλα. Γιατί μοιάζει τόσο του πατέρα. Έτσι δεν έλεγαν όλοι; – Φτυστός, Μαρία μου, ο συχωρεμένος ο Βασίλης! Γι’ αυτό μας γνώρισε η Μούργαινα. Όπως μας γνώριζαν και όλοι οι άλλοι. – Τα παιδιά του Βασίλη του Χαϊδίτσα. Επίθετα είχαμε μόνο όταν πηγαίναμε στο σχολείο. Τον άλλο καιρό γνωριζόμασταν με τα «χαϊδευτικά» μας. Του Τούμση, του Βαρελά, του Πλατσοβίτση, του Γανωτή, του Ρουμπίτση.... – «Η Μαρίκα του Ρουμπίτση πού της τάνοιξαν το πίτσι». Κάτι είχε ακουσθεί για τους Γερμανούς. Με τη θέλησή της... τη βίασαν. Δεν ξέρω ακριβώς. Το δίστιχο όμως έμεινε. Μισά ελληνικά, μισά αρβανίτικα. Όπως όλα τότε στο χωριό. Μισά και μισά. Εκτός από το σχολείο. Εκεί τα ξεχνούσαμε τα αρβανίτικα ως διά μαγείας. Αλίμονο σ’ εκείνον που θα του ξέφευγε κάτι στ’ αρβανίτικα. Ο δάσκαλος, ο Κιώρης, δε χάριζε κάστανα άμα άκουγε αρβανίτικη λέξη. Η βίτσα του, από κλαρί ελιάς, σου άφηνε σημάδια. Τι Κιώρης δηλαδή, που έβλεπε σαν το διάολο. Ήταν όμως ο μοναδικός στο χωριό που φορούσε γυαλιά. Γι’ αυτό και στα μάτια των χωριανών φάνταζε αόμματος, Κιώρης. Τα τούρκικα που μιλούσαμε στο σπίτι με βοηθούσαν να καταλάβω πως κιώρ είναι ο τυφλός. Αυτό όμως είναι μια άλλη ιστορία. Τα αρβανίτικα ήταν η μητρική γλώσσα όλων των συγχωριανών. Υπήρχαν τρεις κατηγορίες ανθρώπων: οι γεροντότεροι μιλούσαν μόνο αρβανίτικα, αλλά καταλάβαιναν και λίγα ελληνικά. Οι μεσαίες ηλικίες μιλούσαν και τις δύο γλώσσες ενώ εμείς τα παιδιά μιλούσαμε ελληνικά, αλλά στο σπίτι ή μεταξύ μας, όταν θέλαμε να δείξουμε τη μαγκιά μας, μιλούσαμε αρβανίτικα. Για πολλά χρόνια είχα την απορία τι στο καλό σήμαινε αυτό. Το τελευταίο πράγμα που θα μπορούσα να δεχθώ και για τον εαυτό μου και για τους άλλους ήταν πως δεν είμαστε Έλληνες. Ήμασταν όλοι φανατικά πατριώτες. Ήξερα ότι και ο πατέρας και ο θείος ο Θοδωρής πολέμησαν από τους πρώτους στην Αλβανία μαζί με πολλούς άλλους συγχωριανούς και συντοπίτες. Αγαπούσαμε όλοι την πατρίδα και μαθαίναμε με περηφάνια τα ποιήματα στο σχολείο: «Της πατρίδας μου η σημαία έχει χρώμα γαλανό, και στη μέση χαραγμένο έναν κάτασπρο σταυρό». Αργότερα διάβασα ότι και ο Καραϊσκάκης, ο Μπότσαρης, η Μπουμπουλίνα και ο Μακρυγιάννης ήταν όλοι Αρβανίτες. Ενώ σε πολλά μέρη της Ελλάδας, το διάγγελμα της Επανάστασης του ’21 διαβάστηκε στα αρβανίτικα, γιατί αυτά καταλάβαιναν πολλοί από τους κατοίκους της παλιάς Ελλάδας. Και βέβαια δεν είχαν μάθει αρβανίτικα με μέθοδο άνευ διδασκάλου, επειδή δεν είχαν τίποτε καλύτερο να κάνουν. Απλούστατα, στα χρόνια που ακολούθησαν τη φράγκικη κατοχή, μεγάλα κομμάτια της χώρας είχαν ερημώσει από τους πολέμους και τις αρρώστιες. Έτσι, χριστιανικά αλβανικά φύλα μετακινήθηκαν σιγά σιγά προς τα κάτω, εγκαταστάθηκαν σε διάφορα σημεία και αναμείχθηκαν με τους ντόπιους, δημιουργώντας έτσι μια νέα φυλή Νεοελλήνων με ελληνική εθνική συνείδηση, η οποία πήρε πιο συγκεκριμένη μορφή στους αγώνες ενάντια στους Τούρκους. Το αξιοσημείωτο, πάντως είναι ότι η αρβανίτικη γλώσσα κρατήθηκε ζωντανή στο χωριό, όπως και αλλού, για πάνω από πέντε αιώνες και εξαφανίσθηκε σχεδόν τελείως στις τρεις δεκαετίες που ακολούθησαν τα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια. – Αυτός ο Πέτρος τα έφταιγε όλα. Εφόσον του είπα να μην περάσουμε από τους Μουργαίους. Αφού η γριά βλέπει και στο σκοτάδι... Και τώρα την έφαγε στο κεφάλι. Καλά να πάθει! Άντε τώρα να γλιτώσεις από τη μάνα και τη γριά. Η μία θα κρατάει και η άλλη θα δέρνει με τη σκούπα. Μας έχουν πει χίλιες φορές να γυρνάμε στο σπίτι μόλις πέσει ο ήλιος. Ευτυχώς, τις πολλές τις έφαγε αυτός. Πάντα αυτός την τραβάει την μπόρα! – Μαμά, τι σημαίνει κομουνιστής; – Πού την άκουσες αυτή τη λέξη; – Έτσι μας φώναζε η Μούργαινα. – Κοιμήσου τώρα, έχω δουλειά. Πάντα έχει δουλειά. Έχει αναμμένη τη λάμπα, κάθεται στο ντιβάνι σκεπασμένη και κεντάει. Με τις ώρες. Τη βλέπω από τα στρωσίδια για λίγο, μέχρι να με πάρει ο ύπνος. Τα χέρια της πηγαίνουν μηχανή. Σεντόνια, πετσέτες, τραπεζομάντιλα. Η προίκα στους Αρβανίτες είναι ιερή. Κι αυτή η χήρα, η Αρμένισσα από την Κοκκινιά, είναι δώρο εξ ουρανού. Το κέντημα ήταν κάτι σχεδόν άγνωστο σ’ αυτά τα κακοτράχαλα μέρη, σε αντίθεση με τον αργαλειό και τα υφαντά που ήταν πάντα μέρος της καθημερινής ζωής και κουλτούρας σε ένα τυπικό αρβανίτικο σπίτι. Ο αργαλειός λειτουργούσε σαν παραγωγός τέχνης (μια και υφαίνονταν σ’ αυτόν σπουδαία κομμάτια για την καθημερινή ζωή, όπως βελέντζες και κουβέρτες), αλλά και σαν καταβόθρα για όλα τα άχρηστα πανιά και ρούχα: με τη βοήθειά του, ό,τι άχρηστο υπήρχε, κοβόταν σχολαστικά σε λουρίδες και μετατρεπόταν σε κουρελού. Οι χωριάτισσες ήταν επίσης πολύ ικανές στο πλέξιμο. Σχεδόν όλες οι γυναίκες που θυμάμαι από τα παιδικά μου χρόνια κουβαλούσαν μαζί τους πάντα μια ρόκα με μαλλί ή τις βελόνες με το πλεκτό τους. Κυρίως οι γριές, οι πλιάκες. Όλες μαυροφορεμένες, όλες ρυτιδιασμένες και με μια ρόκα ή δυο βελόνες πλεξίματος στο χέρι. Το λεπτό κέντημα όμως πάνω στο λινό ήταν κάτι σπάνιο και γι’ αυτό πολύτιμο για τα μέρη αυτά. Η συσκευή που χρησιμοποιούσε η μάνα μου ήταν το άκρον άωτο της απλότητας: όλο κι όλο δύο στρόγγυλα στεφάνια από ξύλο, που εφάρμοζαν το ένα μέσα στο άλλο και ένα μικρό βελονάκι με γλωσσίδι στην άκρη. Από ’κεί και πέρα η τέχνη των χεριών και η ταχύτητα. Ατέλειωτες ώρες σκυμμένη εκεί πάνω και το χέρι να πηγαίνει μηχανή. Και το άγχος μη λερώσεις το άσπρο λινό γιατί το πλύσιμο ήταν δύσκολο· έφευγε η κόλλα. Και να μην παγώσουν τα χέρια μέσα στην κρύα κάμαρη. Το τζάκι δεν μπορούσε να καίει όλο το βράδυ. Πιο εύκολη ήταν η γκαζιέρα. Την άναβε, την είχε δίπλα και όταν κρύωναν τα χέρια τα ζέσταινε για λίγο. Και πάλι το βελόνι, και πάλι λίγο ζέσταμα... Η νύχτα προχωρούσε. Και όταν έφθανε το πρώτο φως της μέρας πρωτοαντίκριζε μικρά καλλιτεχνήματα σε άσπρο φόντο. Η μάνα μου δεν πληρωνόταν σχεδόν ποτέ σε χρήμα για τη δουλειά της. Αντί για λεφτά έπαιρνε πράγματα και τρόφιμα. Ένα σακί αλεύρι ή πέντε κότες ή ένα ντενεκέ λάδι. Ή δύο αυγά για κάθε πόντο. Ξέχασα να σας πω ότι μαντάριζε και κάλτσες νάιλον. Γιατί τότε οι νάιλον κάλτσες ήταν σπάνιο είδος και φυσικά αναντικατάστατο. Όταν έφευγε ένας πόντος έπρεπε να διορθωθεί. Πολλά χρόνια αργότερα ανακαλύφθηκαν τα ηλεκτρικά βελονάκια. Μα στο χωριό τότε ακόμα δεν υπήρχε ούτε καν ηλεκτρικό ρεύμα. Όλα έπρεπε να γίνουν στο χέρι. Έβαζε, λοιπόν, η μάνα μου ένα φλιτζάνι του καφέ μέσα στην κάλτσα και έφερνε τον πόντο στο χείλος του φλιτζανιού. Και μετά άρχιζε το μαντάρισμα. Όσο προχωρούσε το βελονάκι προχωρούσε και το φλιτζάνι μέσα στην κάλτσα. Ώρες ατέλειωτες, βασανιστικές... Αλλά εμάς δε μας έλειπε ποτέ το καλό φαγητό. Υπήρχαν πάντα στο σπίτι αυγά, μέλι, κοτόπουλο, λάδι, ελιές, τυρί... Και όταν το Σάββατο έσφαζαν οι χασάπηδες κανένα γουρούνι ή κανένα πρόβατο είχαμε και πατσά. Γιατί τους έλεγε η γιαγιά μου και της κρατούσαν τα ποδαράκια και δεν τα πέταγαν στα σκυλιά. Δεν μας έλειπε ούτε το καλό το ντύσιμο. Γιατί σχεδόν κάθε μήνα ερχόταν το δέμα από την Αμερική. Ωραία ιστορία κι αυτή... Όλα ξεκίνησαν από μια φωτογραφία. Βρήκε η μάνα σε κάτι χαρτιά του μακαρίτη του πατέρα μια φωτογραφία που είχε μια αφιέρωση από πίσω και μια διεύθυνση στα εγγλέζικα: «Στον αγαπημένο μου ανεψιό, ο θείος σου Νικ Άθανς»... Πήρε τη φωτογραφία και πήγε στη Θήβα. Εκεί κοντά στο ταχυδρομείο που είχαν το τραπεζάκι τους οι γραμματικοί. Τους υπαγόρευες ό,τι ήθελες κι αυτοί το έγραφαν. Και τους υπαγόρεψε: Αγαπητέ θείε: «Είμαι η χήρα του ανεψιού σου του Βασίλη». (Φυσικά του αποσιώπησε το γεγονός ότι ο αγαπημένος του ανεψιός πέθανε σαν κομουνιστής ή επειδή ήταν τέτοιος). «Δεν ξέρω αν έχεις μάθει πως ο άντρας μου πέθανε και με άφησε χήρα με δύο ορφανά και τα βγάζω πέρα δύσκολα. Είμαι μόνη και δεν έχω βοήθεια από πουθενά. Πήρα το θάρρος να σου γράψω γιατί και συ ξέρεις τι θα πει ανέχεια γιατί η ανέχεια σε έφερε στην ξενιτιά...» Η απάντηση έφτασε αρκετά σύντομα σε διεύθυνση ενός φιλικού σπιτιού στη Θήβα και συνοδευόταν από ένα δέμα. «Αγαπητή ανεψιά, συγκινήθηκα από το γράμμα σου... Από εδώ και πέρα θα σε βοηθήσω όσο μπορώ για να ανακουφίσω τον πόνο σου...» Και έτσι ο θείος από την Αμερική αποδείχθηκε σωτήριος. Κάθε τόσο ερχόταν ένα δέμα με ρούχα και σοκολάτες που για μας ήταν δώρο εξ ουρανού. Αυτό που, βέβαια, δεν διαλευκάνθηκε ποτέ στο μυαλό των χωριανών ήταν πού τα βρίσκει τόσο ωραία ρούχα η χήρα και ντύνει τα παιδιά της έτσι... Το μυστήριο κράτησε πολλά χρόνια. Η ουσία όμως είναι ότι εγώ στα πέντε μου χρόνια φορούσα τζιν όταν ακόμα και οι πλούσιοι εκείνη την εποχή δεν το είχαν φορέσει ποτέ στα παιδιά τους. Ακόμα και μπουφάν αλά Τζέημς Ντην. Σε μια εποχή που το ντύσιμο όπως και το φαγητό κόστιζαν. Κυρίως τα παπούτσια. Στα πιο πολλά ελληνικά χωριά οι άνθρωποι φορούσαν τσαρούχια από λάστιχα αυτοκινήτων. Κι αυτά σπάνιζαν, αφού και τα αυτοκίνητα ήταν σπάνια. Θυμάμαι το ντύσιμο των ανθρώπων στο χωριό να είναι σχεδόν ομοιόμορφο. Κυρίως, στις γυναίκες. Οι περισσότερες από τα τριάντα και πάνω ήταν μόνιμα μαυροφορεμένες. Και η αιτία ήταν πολύ απλή: αν πέθαινε συγγενής πρώτου βαθμού έπρεπε να τον πενθήσουν φορώντας μαύρα γύρω στα δύο με τρία χρόνια. Αν ήταν πιο μακρινός, γύρω στους έξι μήνες. Φυσικά, οι περισσότερες δεν προλάβαιναν να βγάλουν τα μαύρα, μια και προτού να τελειώσει το ένα πένθος, άρχιζε το άλλο.
...
Πήγα φαντάρος στα χρόνια της χούντας. Ήταν μετά τη βασική εκπαίδευση και υπηρετούσα σε ένα τάγμα ανεπιθύμητων, κοντά στα σύνορα. – Σε θέλουν στο Α2. Έτσι έλεγαν την υπηρεσία του Στρατού που ειδικευόταν στην παρακολούθηση. Δηλαδή στο σπιουνάρισμα. Νιώθω ένα σφίξιμο. Ξέρω πως δεν είναι ποτέ για καλό όταν σε καλούν εκεί. Στέκομαι όρθιος μπροστά στον αξιωματικό του γραφείου. Μου κάνει ερωτήσεις, ενώ συμβουλεύεται ένα φάκελο που έχει μπροστά του. Διαισθάνομαι πως είναι ο φάκελος μου και το σφίξιμο γίνεται πανικός. – Τι δουλειά κάνει η μητέρα σου; – Πού βρίσκεται τώρα ο αδελφός σου; – Με τι ασχολείται; – Τι σπούδασες εσύ; Οι ερωτήσεις διαδέχονται η μία την άλλη κι εγώ απαντάω, προσπαθώντας να μην κάνω κάποια χοντρή γκάφα. Κάποια στιγμή έχω οπτική επαφή με ένα σημείο του κειμένου (ή μήπως το άφησε επίτηδες για να το δώ;) «Υιός συμμορίτου», «αποθανόντος» ή «εκτελεσθέντος» ή κάτι τέτοιο. Σαν να σου λένε πως έχεις από γεννησιμιού σου το μικρόβιο της χολέρας. Κι ότι αυτοί το ξέρουν. Εκεί κατάλαβα για πρώτη μου φορά ότι ο κάθε άνθρωπος δεν είναι μόνο αυτό που φαίνεται, αυτό που νομίζει πως είναι. Δεν είσαι μόνο αυτά που έχεις κάνει εσύ για τον εαυτό σου και με τον εαυτό σου, αυτά που σου έμαθαν ή έμαθες στη ζωή σου. Αυτό που έγινες παίζοντας με τ’ άλλα παιδιά, μιλώντας ή ακούγοντας τους γύρω σου, πηγαίνοντας στο σχολείο ή το πανεπιστήμιο, αυτά που έμαθες ρωτώντας τη μάνα σου, τον πατέρα σου ή τον παππού σου. Πηγαίνοντας στην εκκλησία ή το σφαιριστήριο. Στο καφενείο... Είσαι πάντα και κάτι άλλο. Κουβαλάς μέσα σου και κάποιους άλλους. Τους δικούς σου. Αυτά που ήσαν εκείνοι. Αυτά που έκαναν εκείνοι ή έγιναν μ’ αυτούς. Κουβαλάς κι αυτά που έπαθαν ή πέρασαν. Πάνω στα βουνά της Ευρυτανίας δεν είχε πεθάνει μόνο ο θείος μου ο Θοδωρής. Είχε πεθάνει και κάτι από μένα. Στις φυλακές της Αίγινας ή της Χαλκίδας ήμουν κι εγώ φυλακισμένος μαζί με το θείο Νάσο. Οι βασανιστές του πατέρα μου είχαν σκοτώσει κάτι κι από μένα. Ακόμη κι αν ο πατέρας μου είχε ζήσει μια ήσυχη και ειρηνική ζωή, θα ήμουν πάντα ο ανεψιός εκείνου του «Θοδωρή» ή του γνωστού «Νάσου». Ένας διαρκής κίνδυνος για την ασφάλεια της χώρας. Ήμουν για πάντα ένα μίασμα, υιός συμμορίτου, ανεψιός συμμοριτών.
...
Θυμάμαι σαν χθες τη μέρα που ο θείος ο Νάσος βγήκε από τη φυλακή. Ήταν κάμποσες μέρες πριν που ακούστηκε στο χωριό ότι θα ερχόταν. Τον πρωτοείδα στο μεγάλο δωμάτιο, του άλλου μου του θείου, του Κίτσου. (Κίτσος είναι για τους Αρβανίτες το υποκοριστικό του Χρήστου). Δε μου φάνηκε καθόλου εγκληματίας. Ούτε και στο μυαλό μου τον είχα έτσι. Ένας μάλλον γελαστός άνθρωπος, με παράξενα γαλανά μάτια, ξερακιανός. Ήταν αμέτρητες οι φορές που είχα ακούσει τη γιαγιά μου τη Χαϊδίτσα να μοιρολογάει στ’ αρβανίτικα για το στερνοπαίδι της αυτό. Έπαιρνε ένα καλάθι όπου έβαζε ένα κομμάτι καρβέλι και ένα μπουκάλι κρασί, καβάλαγε το γαϊδούρι και πήγαινε για το αμπέλι... Εκεί ψηλά στην Καρύδω. Περνούσε ατέλειωτες ώρες μοιρολογώντας τους τρεις γιούς της από το δεύτερο γάμο. Είχε μείνει χήρα με τρία ορφανά μετά το θάνατο του κυρ-Τάσου, του πρώτου της άντρα, όταν εμφανίσθηκε και τη ζήτησε αυτός ο μάστορας από τη Βόρεια Ήπειρο. Ο παππούς μου ο μπαρμπα-Πέτρος. Έκαναν τρία αγόρια μαζί. Τον Θοδωρή, τον πατέρα μου τον Βασίλη και τον Νάσο. Δεν της έμεινε κανένας από τους τρεις. Ο ένας σκοτωμένος, ο άλλος «Aγνοούμενος» και ο τρίτος στη φυλακή. Το θείο μου τον Θοδωρή (όπως και τον πατέρα) τον ήξερα μόνο από τη φωτογραφία. Ήταν και οι δυο τους δίπλα δίπλα, όπως τους είχε ενώσει ο φωτογράφος (μάλλον από άσχετες φωτογραφίες). Πρόσωπο κανονικό, γαλανά μάτια, μάλλον σκληρό βλέμμα, πυκνά φρύδια. Το βλέμμα του έδειχνε άνθρωπο αποφασιστικό. Μάλλον ηγετικό. Αργότερα έμαθα πως ήταν από τα σκληροπυρηνικά μέλη του παράνομου ΚΚΕ στην περιοχή. Στρατολογήθηκε νωρίς στις τάξεις του κόμματος και του ΕΑΜ όταν βρέθηκε, πριν τον πόλεμο, να δουλεύει σερβιτόρος στην Αθήνα. Νομίζω ότι ήταν αυτός που μύησε τα άλλα αδέλφια στο μαρξισμό-λενινισμό. Στην πραγματικότητα, αυτός ήταν που ξεκίνησε όλη την ιστορία της οργάνωσης στο χωριό. Μια οργάνωση, που στα χρόνια της γερμανικής Κατοχής θα φτάσει να αριθμεί μέχρι και διακόσια μέλη μόνο στο Μαυρομμάτι. Η γιαγιά η Χάιδω δεν πίστεψε ποτέ της ότι ο γιος της ο Θοδωρής είχε σκοτωθεί στη διάρκεια του Εμφυλίου. Είχε πάντα την ελπίδα ότι βρίσκεται κάπου στο παραπέτασμα, όπως ψιθυριζόταν στο χωριό, και πως κάποτε θα έπαιρνε νέα του, όταν θα έστρωναν τα πράγματα. Πέθανε, χωρίς να στρώσουν τα πράγματα και χωρίς να πάρει ποτέ νέα του γιού της. Κι όταν κάποτε γύρισε στο χωριό ο άλλος ο φυλακισμένος, ο Λούκας ο Πανούσης, έμαθα από το στόμα του την απλή αλήθεια. – Ο θείος σου σκοτώθηκε σε μία μάχη κοντά στο Καρπενήσι. Αναγνώρισαν το πτώμα του από τη θήκη του περιστρόφου που κουβαλούσαν οι αξιωματικοί του Δημοκρατικού Στρατού. Το πτώμα ήταν παραμορφωμένο, αλλά η θήκη του όπλου πρόβαλε έξω από το χιόνι. Η πραγματική ιστορία μάλλον είναι η εξής: Την άνοιξη του 1949, σκόρπιες ανταρτικές ομάδες από την περιοχή της Ανατολικής Στερεάς κινούνται δυτικά και ενώνονται με τον κύριο όγκο του Δημοκρατικού Στρατού στην περιοχή των Αγράφων και της Ευρυτανίας. Ανάμεσα σ’ αυτούς και ο θείος μου ο Θοδωρής. Διοικητής σε κάποιο από τα σώματα αυτά είναι ο καπετάν Γιώτης (ο Φλωράκης). Σε κάποια στιγμή παίρνει τη διαταγή να καταλάβουν το Καρπενήσι. Κατάφεραν οι αντάρτες να καταλάβουν την πόλη και να την κρατήσουν για μικρό χρονικό διάστημα. Στην υποχώρηση που ακολούθησε έχασαν ένα άνδρα. Το θείο μου τον Θοδωρή. – Νάσο, από ’δώ τα παιδιά του Βασίλη. Βροχή τα δάκρυα. Συγκίνηση. Είχε μπει εκεί μέσα σχεδόν έφηβος και τώρα κόντευε τα τριάντα. Τα πιο ωραία χρόνια πίσω από τα σίδερα. Στο έλεος του κάθε ΕΣΑτζή. Να μην έχεις νιώσει το γυναικείο χάδι. Να μην έχεις δικό σου σπιτικό. Για μένα ήταν σαν ξένος. Θυμάμαι όμως τη μέρα που τον είχαμε επισκεφθεί με τη μάνα στη φυλακή. Στη Χαλκίδα, νομίζω. Θα πρέπει να ήμουν γύρω στα τέσσερα. Θυμάμαι τη σκηνή στο επισκεπτήριο. Την έντονη κίνηση και το πλήθος. Αλλά κυρίως τον τρόπο που καλούσαν τους φυλακισμένους. Φαντάζομαι πως σχεδόν όλοι ήσαν πολιτικοί κρατούμενοι. Έλεγες σε κάποιον εκεί μπροστά το όνομα του δικού σου προσώπου και αυτοί που ήταν μπροστά το φώναζαν προς τα πίσω. – Παπαζάχοοος, Παπαζάχοοος, Παπαζάχοοος... – Ιατρίδηηης, Ιατρίδηηης, Ιατρίδηηης... Έτσι το μήνυμα έφτανε στα ενδότερα της φυλακής. Ήταν ένα είδος εσωτερικού τηλεφώνου. Αργότερα, θα μου εξηγήσει ο θείος μου, πως είχαν δικό τους κράχτη και φώναζαν τα ονόματα εκείνων που είχαν επισκεπτήριο με έναν ορισμένο τρόπο, γιατί πολλές φορές περίμεναν απ’ έξω διάφορες ομάδες παρακρατικών και μπουζούριαζαν στο ξύλο διάφορους κρατούμενους, με αφορμή το επισκεπτήριο. Θυμάμαι μόνο πως ήρθε ο θείος μου χωρίς να θυμάμαι το πρόσωπό του ακριβώς. Και ότι ήταν χαρούμενος. Τα χρήματα που του πήγαμε θα του ήταν πολύτιμα. Τα είχε μαζεμένα η γιαγιά δραχμή δραχμή. Τα μάζευε κάνοντας την πρακτική γιατρό. Την ορθοπεδικό. Σαν κοπέλα είχε μείνει χρόνια κοντά σε κάποιον βλάχο, που φαίνεται πως ήταν διάσημος πρακτικός γιατρός. Δεν ξέρω αν ήταν επίθετο ή παρατσούκλι. Έτσι κι αλλιώς όποιος έμενε πέρα από το τελευταίο αρβανιτοχώρι, το Μούλκι, ήταν για μας «βλάχος». Μου φαίνεται πως υπήρχαν μόνο τρεις κατηγορίες ανθρώπων: οι Αρβανίτες, οι γύφτοι και οι βλάχοι. Αντέγραψε η γιαγιά λίγη από την τέχνη του και την εφάρμοζε με επιμέλεια στο χωριό. Όποιος είχε σπασμένο χέρι, στραμπουλιγμένο πόδι σ’ αυτήν κατέφευγε. Έρχονταν από τα γύρω χωριά και την αναζητούσαν. Τη θυμάμαι να ψαχουλεύει με σχολαστικότητα το χτυπημένο μέλος, να το αλείβει με λάδι, να το βάζει στη θέση του. Η αμοιβή ήταν προαιρετική αλλά όλο και υπήρχε. Πότε μια δραχμή, πότε κάποιο αυγό. Τα μάζευε με υπομονή η γιαγιά η Χαϊδίτσα και τα έβαζε στον κόρφο της. Απ’ αυτά έδινε πότε πότε και στον αδελφό μου τον Πέτρο. Της θύμιζε τόσο τον πατέρα και κάθε φορά που τον έβλεπε έβαζε τα κλάματα. Πάντα έλεγαν στο χωριό πως εκείνος έμοιαζε του πατέρα κι εγώ της μάνας... – Βασίλη μου, του έλεγε, και όλο και του έβαζε στα χέρια του κάποιο νόμισμα. Ζήλευα τρομερά. Γι’ αυτήν ήταν σαν να μην υπήρχα και της το είχα φυλαγμένο. Κάποια μέρα διασταυρωθήκαμε σε κάποιο σημείο του χωριού. Με φώναξε με το όνομά μου και ήρθε προς το μέρος μου. – Άι στο διάολο πουτάνα. Ήταν η πληρωμένη μου απάντηση. Πήγε με κλάματα και παραπονέθηκε στη μάνα μου. – Ακούς εκεί να με πει πουτάνα... Δεν πιστεύω «νούσια» να τα δασκαλεύεις εσύ έτσι τα παιδιά... – Ο μικρός το έχει καημό πως δεν του δίνεις τίποτε αυτουνού... Όλα στον μεγάλο τα δίνεις. Κι αυτός ζηλεύει.... Φαίνεται πως η εξήγηση βρήκε τόπο, γιατί από εκείνη την ημέρα όλο και κάτι ψιλό μου έδινε. Τα χρήματα τα μάζευε δεκάρα δεκάρα η φουκαριάρα όχι για τον εαυτό της, αλλά κυρίως για το φυλακισμένο γιο της. Και με κάθε ευκαιρία του έστελνε. Έτσι, ο θείος μου κάλυπτε ένα μέρος από τα έξοδά του. Βέβαια, η διαδικασία της αποστολής δεν ήταν εύκολη. Το πιο κοντινό ταχυδρομείο βρισκόταν στη Θήβα. Μα η γιαγιά μου είχε πάει στη Θήβα μόνο μια φορά: αμέσως μετά τα Δεκεμβριανά για να μείνει μπουζουριασμένη στη φυλακή μαζί με τους δύο θείους μου, τον Νάσο και τον Κίτσο για 3-4 μήνες. Κράτησαν το θείο μου τον Νάσο και αυτή με το θείο Χρήστο επέστρεψαν στο χωριό. Στη Θήβα δεν ξαναπήγε. Μα ακόμη και ταχυδρομείο να υπήρχε στο χωριό ποιος θα το εμπιστευόταν να στείλει λεφτά σε κάποιον κρατούμενο, και μάλιστα πολιτικό! Έτσι, το ρόλο αυτό τον ανέλαβε η μάνα μου. Και βέβαια, όσο ο θείος μου ο Νάσος ήταν στις φυλακές της Θήβας ή της Χαλκίδας τα πράγματα ήσαν κάπως καλύτερα. Όταν όμως μεταφέρθηκε στην Αθήνα, εκεί άρχισαν τα ζόρια για τη μάνα. Γιατί η Αθήνα της εποχής αυτής είναι μια απέραντη φυλακή. Υπάρχουν φυλακές στου Αβέρωφ στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, αλλά και κάπου στην Κηφισιά, στην Καλλιθέα, στον Πειραιά. Για κάποιους λόγους περίεργους μεταφέρουν συνεχώς τους κρατούμενους από φυλακή σε φυλακή. Έτσι, χωρίς ειδοποίηση, χωρίς εξήγηση. Της έτυχε μια φορά της μάνας μου να γυρίσει τρεις φυλακές μέχρι να εντοπίσει το θείο μου και να του δώσει τα χρήματα. Και όλα αυτά με τα άθλια μέσα της εποχής. Της πήρε τρεις μέρες γεμάτες, χώρια την ταλαιπωρία και τα έξοδα. Τα χρήματα αυτά βοηθούσαν το θείο μου να επιβιώσει στις άθλιες συνθήκες των φυλακών καλύπτοντας ένα μέρος από τα έξοδά του. Κάποια άλλα έξοδα τα κάλυπτε από την πώληση των χειροτεχνημάτων. Τα είχα δει αρκετές φορές σε κάποια σπίτια του χωριού. Καραβάκια φτιαγμένα στο χέρι ή κορνίζες για φωτογραφίες τοίχου ή καρφιτσοθήκες. Από κάτω υπήρχε κάποιο σκληρό χαρτόνι και γύρω γύρω τύλιγαν οι κρατούμενοι με σχολαστικότητα κάποιο είδος χόρτου σε δύο χρώματα. Θύμιζαν κάτι σαν κέντημα, σαν πίνακα... Στο πρώτο στρατοδικείο καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη. Βρέθηκε για λίγο στη Γυάρο, έκανε έφεση, και στο δεύτερο δικαστήριο μετέτρεψαν την ποινή του σε εικοσαετή κάθειρξη. Πέρασε την υπόλοιπη ποινή στην Αίγινα, με θαλαμάρχη για ένα διάστημα τον Μανόλη Γλέζο. Η φυλακή όμως ήταν που με μπέρδευε τόσο πολύ. Ήξερα ότι στη φυλακή πηγαίνουν οι κακοί. Οι κλέφτες. Οι κακούργοι. Και ο δικός μου ο θείος ήταν στη φυλακή. Δεν μπορούσα να φαντασθώ ότι ο δικός μου θείος ήταν εγκληματίας. Ούτε όμως τολμούσα να ρωτήσω. Από την άλλη, κανένας στο χωριό δε μιλούσε με κακία για το θείο. Αντίθετα. Τα σχόλια που συνόδευαν την αναφορά στο όνομά του κάθε φορά που το ’φερνε η κουβέντα, ήταν σχόλια συμπάθειας: – Α, το φουκαρά το Νάσο... – Άτυχος κι αυτός ο Θανάσης. Μήπως έφταιγε σε τίποτα; Δεκάξι χρονών ήταν στην Κατοχή, πού να ξέρει από πολιτικά; Την πλήρωσε και για τους άλλους. Εκείνο που δεν πρόβλεψαν οι έξυπνοι αρμόδιοι ήταν το μετά. Το άβγαλτο χωριατόπαιδο μέσα στις φυλακές συναναστράφηκε με την αφρόκρεμα της ελληνικής διανόησης που ήταν εκείνη την εποχή (και κάθε εποχή) οι Έλληνες αριστεροί. Και, φυσικά, ήταν σχεδόν όλοι πίσω από τα ίδια σίδερα. Έτσι, μπορεί να μην πρόλαβε να πάει σαν τον αδελφό του στο «Σχολαρχείο», θήτεψε όμως σε ένα από τα πιο καλά πανεπιστήμια. Και όταν βρέθηκε έξω και γίνανε οι καιροί πιο εύκολοι, η γλώσσα πήγαινε ροδάνι. Μέχρι τότε, όμως, και «έξω» τα πράγματα ήταν δύσκολα. Οι δουλειές σπάνιζαν. Αλλά ακόμη και όταν υπήρχε δουλειά, ποιος έπαιρνε στη δούλεψή του έναν πρώην πολιτικό κρατούμενο; Ευτυχώς, υπήρχαν και οι βαριές δουλειές για τις οποίες δεν έβρισκαν και τόσο εύκολα εργατικά χέρια. Για πρώτη φορά φτιάχνονταν στην Ελλάδα κεντρικοί οδικοί άξονες, που έπρεπε να περάσουν μέσα από πετρώδη και κακοτράχαλα μέρη. Για διαμονή στο χωριό ούτε κουβέντα. Εκεί ίσχυε ακόμη το δίκαιο των Μουργαίων και των παρακρατικών. Όχι πως στην πόλη ήταν ιδανικά τα πράγματα, αλλά όπως και να το κάνεις, κάπως χανόσουν και περνούσες απαρατήρητος. Έτσι, για κάμποσα χρόνια, στις αρχές της δεκαετίας του ’60, απασχολήθηκε στο φτιάξιμο των δρόμων, μέχρι να αποκτήσει κάποια χωράφια, οικογένεια και σπιτικό.
...
Έχετε παρευρεθεί ποτέ σε βασανισμό παιδιού; Φαντάζομαι όχι. Εγώ ναι. Στου αδελφού μου. Σας ανέφερα και πριν ότι ήταν σχεδόν τρία χρόνια μεγαλύτερός μου. Άρα θα ήταν τότε περίπου οκτώ χρονών. Ο Λιάμης θα πρέπει να ήταν ανάμεσα στους δολοφόνους του πατέρα. (Αυτό όμως το έμαθα πολύ αργότερα). Είχε μια κόρη συνομήλικη. Παίζαμε αμέριμνοι σε μια αυτοσχέδια τσουλήθρα από λάσπη. Θα ήμασταν 6-7 παιδιά. Τσουλάγαμε ο ένας πίσω από τον άλλο σε σειρά. Κάπου έξω από το τελευταίο οικόπεδο του χωριού. Λίγο πιο πάνω από το ρέμα. Και τότε εμφανίσθηκε. Σαν να τον γέννησε η γη. Άρπαξε τον Πέτρο από το μπράτσο μουρμουρίζοντας κάτι για «κακά πράγματα» και κάτι για την κόρη του. «Τώρα θα δεις παλιοκομουνιστή»... Μουρμούριζε σέρνοντας τον φουκαρά τον Πέτρο, που προσπαθούσε να ψελλίσει κάτι αποσβολωμένος. Από ξωπίσω και εμείς τα παιδιά. Μυριζόμασταν φάση αλλά δεν φανταζόμασταν τι θα επακολουθήσει. Το στειλιάρι το είχε έτοιμο εκεί πίσω από την πόρτα του σπιτιού του. Σαν να το είχε προγραμματισμένο. Δεν ξέρω αν ήταν πιωμένος ή αν ήταν φτιαγμένος... Θυμάμαι μόνο τα χτυπήματα. Δε θυμάμαι ούτε καν τις κραυγές του. Μόνο το γκαπ γκουπ που γινόταν μπροστά στα μάτια όλων εμάς των παιδιών. Και ένα διαρκές βρίσιμο στα αρβανίτικα. Σαν να ήταν κάτι που κράτησε αιώνες. Δε θυμάμαι πώς τελείωσε, ούτε πώς φτάσαμε στο σπίτι. Θυμάμαι μόνο τους θρήνους και τις κατάρες των δύο γυναικών. Της μάνας μου και της γιαγιάς μου. Σε μια κίνηση απελπισίας η μάνα μάς πήρε απ’ το χέρι να πάμε στο πιο κοντινό αστυνομικό τμήμα. Στο διπλανό χωριό. Όσα χρόνια θυμόμουν τον εαυτό μου, δεν υπήρχε αστυνομία στο χωριό. Το πιο κοντινό αστυνομικό τμήμα ήταν στο διπλανό χωριό, το Ρημόκαστρο. Μια ώρα δρόμο με τα πόδια. Αστυνομικόν Τμήμα Θεσπιών. Έτσι έγραφε απ’ έξω. Πολύ μετά έμαθα για τους επτακόσιους Θεσπιείς και έκανα την βρόμικη σκέψη πως γεννήθηκα στη χώρα των κορόιδων. Γιατί, σχεδόν, κανείς δεν θυμάται τους επτακόσιους Θεσπιείς που έμειναν να πολεμήσουν στις Θερμοπύλες, και που ήσαν και οι πραγματικοί ήρωες. Οι τριακόσιοι Σπαρτιάτες, δεν είχαν άλλη επιλογή. Γι’ αυτούς ίσχυε αδυσώπητα το «Ή ταν, ή επί τας». Όποιος επέστρεφε ζωντανός και νικημένος ήταν σαν ζωντανός νεκρός. Υπήρχε χωρίς να υπάρχει. Θα αγνοούσε την ύπαρξή του και η ίδια η μάνα του. Ενώ οι Θεσπιείς... Μπορούσαν να φύγουν όπως οι υπόλοιποι Έλληνες χωρίς κανείς να τους κατηγορήσει. Είχαν επιλογή. Οι ίδιοι όμως διάλεξαν, με τη θέλησή τους, το βέβαιο θάνατο. Ήσαν οι πραγματικοί ήρωες. Και ταυτόχρονα τα κορόιδα της ιστορίας. Γιατί όλοι θυμούνται το «ω ξειν αγγέλλειν Λακεδαιμονίοις...». Κανένας δεν ύμνησε ποτέ το θάρρος τους και ο θρύλος αναφέρεται σχεδόν πάντα στον Λεωνίδα και τα παλικάρια του. Θεσπιές ήταν στα χαρτιά. Ρημόκαστρο το ήξερα εγώ. Ήταν μέσα στα πλαίσια της ελληνοποίησης: Μούλκι, Κασκαβέλι, Χόστια. Αν και ο σταθμάρχης στα λεωφορεία της γραμμής, όταν πηγαίναμε καμιά φορά στην πόλη, φώναζε: «Ερημόκαστρον!». Τώρα, μετά τη χούντα έχουν όλα ελληνοπρεπή ονόματα: Λεωντάριον, Ακραίφνιον. Αφέλεια που την είχε και η μάνα μου! Ίσως αυτή η αφέλεια να της γλίτωσε τη ζωή. Μας πήρε άρον άρον από το χέρι και περπατήσαμε μια ώρα μες τις λάσπες για να δούμε το διοικητή στο Ρημόκαστρο. Σκέφθηκε πως το λέει και το Ευαγγέλιο. Ο άρχοντας είναι διορισμένος από το Θεό για να τιμωράει τους κακούς. Δε γίνεται κοτζάμ διοικητής. Κάτι θα έκανε μόλις έβλεπε τις μελανιές στο σώμα του Πέτρου. Αυτός όμως δεν συγκινείται από κάτι τέτοια. – Σήκω φύγε κυρά μου. Πήγαινε σπίτι σου και μη βγάζεις τσιμουδιά. Πάλι καλά που δεν έπαθες τίποτε χειρότερο. Τι χειρότερο να πάθει δηλαδή. Υπάρχει τίποτε χειρότερο από το βασανισμό ενός παιδιού; Οι περισσότεροι από μας τιμάμε και σεβόμαστε αυτούς που έχουν βασανιστεί γι’ αυτά που πιστεύουν. Ακόμη και όταν δεν συμφωνούμε με την ιδεολογία τους. Πιο μετάλλιο όμως θα ήταν ποτέ άξιο να δώσει μια ικανοποίηση σε ένα παιδί που βασανίσθηκε για το πιστεύω των άλλων, των δικών του; Εκείνοι, τουλάχιστον, όπως λέει και εκείνος ο γνωστός συγγραφέας που «δε σκοτώθηκε τόσο νωρίς», είχαν το δικαίωμα κάποιας επιλογής. Μπορούσαν όποτε ήθελαν να βάλουν μια υπογραφή και να γλιτώσουν από τα μαρτύρια. Να αυτομολήσουν ή να κρυφθούν... Ένα παιδί όμως; Τι επιλογή να έχει; Δεν διάλεξε ο Πέτρος τον πατέρα του. Αλλά το ξύλο και τα πετροβολήματα ήταν γιατί είχε πατέρα του το συγκεκριμένο άνθρωπο. Τον τιμωρούσαν για πράγματα που δεν γνώριζε. Γι’ αυτά που δεν έκανε. Γι’ αυτά που έγιναν πριν απ’ αυτόν, χωρίς αυτόν. Φύγαμε άπραγοι, όπως είχαμε πάει. Και οι μελανιές κάποια στιγμή γιατρεύτηκαν. Χάθηκαν. Εκείνο που δεν χάθηκε ήταν ο φόβος που σε κάνει να αντιδράς περίεργα. Ανάλογα με το ποιος είσαι, ανάλογα με το πώς έχεις μάθει, το πώς έχεις μεγαλώσει, ανάλογα με το είδος του φόβου, το μέγεθός του. Το πώς τον βίωσαν οι γύρω σου, το τι περίμεναν από σένα. Τη μάνα μου, λ.χ. δεν την θυμάμαι ποτέ να είναι φοβισμένη όσο ήμουν παιδί. Ακόμη και όταν φοβόταν έκρυβε το φόβο της για να μη φοβηθούμε κι εμείς. Τη θυμάμαι οργισμένη, πολλές φορές αγανακτισμένη. Ιδιαίτερα όταν κάτι απειλούσε εμάς τα παιδιά. Ορμούσε μες τα όλα, φώναζε, διαμαρτυρόταν, χωρίς φόβο, με πάθος. Πολύ αργότερα, όταν ησύχασαν τα πράγματα, όταν εμείς μεγαλώσαμε και φύγαμε ακολουθώντας ο καθένας το δρόμο του, τότε της βγήκε. Άρχισε να κλειδαμπαρώνει πόρτες και παράθυρα ακόμη και όταν είχε καύσωνα. Τράβαγε από μέσα τις κουρτίνες. Έβαζε καρέκλες πίσω από τις πόρτες. Έτσι, χωρίς λόγο, χωρίς νόημα. Του Πέτρου, όμως «του βγήκε» πολύ σύντομα. Στα ξαφνικά άρχισε να έχει ακατάσχετες αιμορραγίες από τη μύτη. Άρχιζαν χωρίς λόγο και συνέχιζαν για πολλή ώρα, για ώρες. Σκηνές που τις έχω διώξει από το μυαλό. Λεκάνες με αίμα. Φόβος θανάτου. Εικόνες απόγνωσης. Τη μάνα να κλαίει όταν νόμιζε ότι δεν την έβλεπε κανείς. Οι γιατροί στη Λιβαδειά και στην Αθήνα δεν μπορούσαν να διαγνώσουν καμία σωματική αιτία ή βλάβη. Κι ο φουκαράς αυτός αδυνάτιζε, κιτρίνιζε. Κι όλοι τον είχαν «του πεθαμού». Παρόλα αυτά, έζησε. Κάποια στιγμή, μετά από κάμποσους μήνες, οι αιμορραγίες σταμάτησαν απότομα, έτσι όπως άρχισαν. Ανάμεσα στις απώλειες συγκαταλέγεται και μια σχολική χρονιά.
...
Η μάνα μου είχε έρθει στο χωριό από την Κοκκινιά, στη διάρκεια της Κατοχής. Η Κοκκινιά ήταν προπολεμικά το κέντρο της προσφυγιάς. Χιλιάδες ελληνικές και αρμένικες οικογένειες συνωστίζονταν στους τενεκεδομαχαλάδες. Έκοβαν κάθε είδους τενεκέδες που έβρισκαν και τους χρησιμοποιούσαν για δομικό υλικό. Κάτι σαν τα πλαστικά που χρησιμοποιούν στις μέρες μας οι πρόσφυγες και οι τσιγγάνοι. Η ιστορία επαναλαμβάνεται. Στη διπλανή παράγκα από αυτή της γιαγιάς μου, εκεί στην οδό Μεγάρων, έμενε η οικογένεια της Μαρίκας Νίνου. Τότε την έλεγαν Βαγγελιώ. Της είχαν δώσει το όνομα του καραβιού που τους μετέφερε από τη Σμύρνη στον Πειραιά. Γεννήθηκε πάνω στο πλοίο την ώρα του ταξιδιού. Ο καπετάνιος τη βάπτισε Βαγγελιώ. Ήταν τρία χρόνια μικρότερη από τη μάνα μου, αλλά δε φαίνεται να έμοιαζαν πολύ σαν χαρακτήρες. Εκείνη ζωηρή και ατίθαση, φλέρταρε με όλα τα αγόρια της γειτονιάς. Η μάνα μου, περιστοιχιζόταν από τρία αδέλφια και μάλιστα χασάπηδες που δεν την άφηναν σε χλωρό κλαρί. Μαζί πήγαν στην επαγγελματική σχολή που άνοιξε μια δανέζικη οργάνωση για τις νεαρές Αρμένισσες. Μάθαιναν κέντημα, ράψιμο, μαντάρισμα. Για τη μάνα μου οι γνώσεις αυτές αποδείχτηκαν σωτήριες. Το κέντημα και το μαντάρισμα έγιναν αργότερα η κύρια ενασχόλησή της. Όσο για τη νεαρή Βαγγελιώ, δε φαίνεται να είχε καμιά φιλοδοξία κεντήστρας ή μοδίστρας. Μεγάλωνε και ομόρφαινε, αλλά και ζωήρευε. Έπαιζε κι αυτή και η αδελφή της μαντολίνο και έψελναν στην αρμένικη εκκλησία της Κοκκινιάς κάθε Κυριακή. Όσο για τις υπόλοιπες συμμαθήτριες της σχολής, είτε ζήλευαν είτε δεν άντεχαν το ταμπεραμέντο της όμορφης συμμαθήτριάς τους. Πουτάνα την ανέβαζαν, πουτάνα την κατέβαζαν, πάντα πίσω από την πλάτη της. Παρ’ όλο που κάθε Κυριακή έψελνε στην αρμένικη εκκλησία μαζί με τη μεγαλύτερη αδελφή της, την Κουαρίκ. Είχαν και οι δύο καταπληκτικές φωνές που τις είχαν κάνει γνωστές σε όλη την αρμένικη παροικία της Κοκκινιάς. Αλλά η μικρή είχε ανησυχίες που δεν ταίριαζαν και πολύ με την εικόνα μιας θεούσας ψάλτριας. Αργότερα βρέθηκε μπλεγμένη σε μια περίεργη ιστορία με κάποιους νεαρούς ναύτες, σε μια εποχή που η γειτονιά βούιζε εύκολα από τις κακογλωσσιές και που τα νέα διαδίδονταν εύκολα. Και η νεαρή Βαγγελιώ, εκτός από την κακογλωσσιά της γειτονιάς είχε να αντιμετωπίσει και την οργή των δικών της. Και κυρίως του αδελφού της που ήθελε να την σφάξει ο ίδιος για να ξεπλύνει την ντροπή της οικογένειας. Και αυτή για κάμποσο καιρό φρόντισε να εξαφανισθεί. Φιλοξενήθηκε για ένα διάστημα στο σπίτι κάποιου γνωστού τους στρατιωτικού στη Σύρα. Αργότερα, η μάνα της αποφάσισε να την παντρέψει. Παρακάλεσε τη γιαγιά μου να κάνει το προξενιό. Ο ρόλος της γιαγιάς μου ήταν δύσκολος, παρ’ όλο που ο νεαρός Αρμένης ήταν τσιμπημένος, όπως οι περισσότεροι νεαροί στη γειτονιά, με τη ζωηρή Αρμενοπούλα. Οι γονείς του όμως είχαν τις αντιρρήσεις τους. – Είναι πολύ ζωηρή, κυρα-Άννα. Δε φαίνεται να έχει μυαλό για σπιτικό. – Οι ζωηρές είναι αυτές που γίνονται οι καλύτερες μητέρες και σύζυγοι, ανταπάντησε η γιαγιά μου. Οι διάλογοι αυτοί γίνονταν συνήθως στα τούρκικα. Οι περισσότερες αρμένικες οικογένειες μιλούσαν τούρκικα, αποτέλεσμα μιας μακρόχρονης συγκατοίκησης με τους τούρκικους πληθυσμούς, σε ένα περιβάλλον που δεν επέτρεπε την έκφραση του παραμικρού στοιχείου αρμένικης κουλτούρας να ανθήσει. Και μπορεί το προξενιό να πέτυχε, το επιχείρημα όμως της γιαγιάς μου δε φαίνεται να είχε ισχύ για το ταμπεραμέντο της νεαρής νύφης. Παράτησε σύντομα σύζυγο και οικογένεια, πήρε το παιδί και εξαφανίστηκε από τη γειτονιά. Αργότερα, εμφανιζόταν για ένα διάστημα μαζί με το παιδί, κάνοντας βόλτες στη οδό Μεγάρων, προκλητικά, έχοντάς το ντυμένο σαν ναυτάκι. Κάποια στιγμή εξαφανίστηκε τελείως. Ο άντρας της, για να την ξεχάσει, μετανάστεψε στη Σοβιετική Αρμενία, που μόλις είχε ανακηρυχθεί σε κράτος και μάζευε τους σκορπισμένους Αρμένιους από όλη την Τουρκία και τη Μεσόγειο. Το παιδί το μεγάλωνε κάποια θεία στη Θεσσαλονίκη... Η μάνα μου την είχε χαμένη για χρόνια, ώσπου κάποια μέρα πήγε να επισκεφθεί μια φίλη της μοδίστρα, τη Σμαρώ. – Μαρή, ξέρεις ποια συνάντησα χτες; – Ποιά; – Τη Βαγγελιώ. – Άντε. Πού την είδες; – Είχαμε πάει χτες το βράδυ στο Αιγάλεω, στα μπουζούκια του Τσιτσάνη. Και ’κεί που καθόμασταν και παρακολουθούσαμε το πρόγραμμα, η τραγουδίστρια από πάνω από το πάλκο μας χαιρετούσε. Έκανε νοήματα προς τη μεριά μου. Εγώ νόμιζα πως χαιρετούσε κάποιον από το διπλανό τραπέζι και δεν έδωσα και πολλή σημασία. Αυτή συνέχιζε να κάνει νοήματα. Και στο διάλειμμα ήρθε κοντά μας. – Σμαρώ, δε με γνωρίζεις; Είμαι η Βαγγελιώ. – Πού βρέθηκες εδώ, ρε Βαγγελιώ; Είχε γίνει τραγουδίστρια του Τσιτσάνη. Δεν την έλεγαν πια Βαγγελιώ, αλλά Νίνου. Μαρίκα Νίνου.
...
Από τα τρία αδέλφια που είχε η μάνα μου, έζησε μόνο ο ένας, ο μικρότερος, ο Αρτίν. Ο πρώτος, ο Μπετρός, πέθανε πριν την Κατοχή από πλευρίτιδα, αρρώστια αρκετά διαδεδομένη εκείνη την εποχή. Ο δεύτερος, ο Μπογός, πέθανε κάτω από αρκετά περίεργες συνθήκες. Μπήκαν μαζί με τον αδελφό της Νίνου, τον Μπαρκέρ, σε μια αποθήκη των Γερμανών για να κλέψουν αλεύρι. Τα «ντου», τα γιουρούσια στις αποθήκες των Γερμανών ήταν τότε συνηθισμένη πρακτική. Είχαν όμως και φοβερό ρίσκο. Τις φύλαγαν, συνήθως, ταγματασφαλίτες ή άλλοι συνεργάτες. Φαίνεται πως οι Γερμανοί ή δεν είχαν αρκετό προσωπικό ή θεωρούσαν τη φύλαξη μιας αποθήκης παρακατιανή δουλειά για να την κάνουν στρατιώτες του τρίτου Ράιχ. Μπήκαν, παίρνοντας το ρίσκο. Έγιναν όμως αντιληπτοί από τους ταγματασφαλίτες που φύλαγαν την αποθήκη. Οι τελευταίοι άρχισαν να πυροβολούν και να ρίχνουν δακρυγόνα ή κάτι τέτοιο. Κατάφεραν και οι δύο να το σκάσουν, αλλά όταν έφθασαν στο σπίτι, φάνηκε ότι τα αφτιά του Μπογός είχαν πάθει κάποια σοβαρή βλάβη, μάλλον στο εσωτερικό, στο λαβύρινθο. Είχε αφόρητους πονοκεφάλους και ιλίγγους. Πέθανε πολύ σύντομα. Η ανθρώπινη ζωή είχε μικρή αξία την εποχή αυτή. Οι άνθρωποι πέθαιναν τόσο εύκολα. Είτε από αρρώστιες, είτε από σφαίρες, είτε από την πείνα. Και όλα αυτά μόλις είχε φανεί ότι ηρέμησαν τα πράγματα, μετά τον μεγάλο ξεριζωμό. Γιατί από τον μεγάλο ξεριζωμό τους είχαν περάσει ήδη σχεδόν είκοσι χρόνια. Ήταν όλοι τους μικρά παιδιά όταν άφησαν τη Σμύρνη για να γλιτώσουν από τον εφιάλτη. Τα μεγαλύτερα εφτά και δέκα χρονών, η μάνα μου τριών και ο μικρότερος, ο Αρτίν, ενός έτους. Η γιαγιά μου δεν πρέπει να ήταν τότε πάνω από τριάντα χρόνων. Και ήταν ήδη χήρα με τέσσερα ορφανά. Στην ίδια ηλικία έμεινε αργότερα χήρα και η μάνα μου. Και στις δύο περιπτώσεις οι συνθήκες τραγικές. Κάτι σαν μοίρα αρχαίας τραγωδίας. Τουλάχιστον, στην πρώτη περίπτωση οι δράστες ήταν Τούρκοι. Οι Τούρκοι που είχαν αποφασίσει, αντιδρώντας στη συνθήκη των Σεβρών που αναγνώριζε δικαίωμα αρμενικού κράτους, ότι τέτοια μειονότητα δεν υπήρχε στα όρια της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Έτσι, συνέχισαν συστηματικά την εξόντωση των Αρμενίων, έχοντας βάλει στόχο την εξαφάνιση όλης της φυλής. Τουλάχιστον όσων κατοικούσαν στα όρια της Τουρκίας. Θύμα αυτής της γενοκτονίας στη νεότερη ιστορία ήταν και ο παππούς μου. Τον πήραν και μαζί με άλλους Αρμένιους τους οδήγησαν στο εσωτερικό της Μ. Ασίας. Εκεί σχημάτιζαν ανθρώπινες φάλαγγες που έπρεπε να περπατούν ασταμάτητα, με ελάχιστο ώς καθόλου φαγητό και νερό, μέσα στη ζέστη ή κάτω από το αφόρητο κρύο. Εξαθλιωμένοι και ετοιμοθάνατοι περπατούσαν ασταμάτητα. Άλλοι στη έρημο, άλλοι σε βουνά, άλλοι σε απρόσιτα, απίθανα μέρη. Έχοντας μόνο μια ελπίδα. Το λυτρωτικό θάνατο που δεν αργούσε να έρθει. Λύγιζαν ένας ένας, μία μία και σωριάζονταν. Και οι άλλοι συνέχιζαν. Μέχρι την ώρα που δεν έμενε κανένας ζωντανός. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν και ο παππούς μου. Ένας ανάμεσα στα δύο περίπου εκατομμύρια της γενοκτονίας των Αρμενίων. Πολλοί ήταν και οι Αρμένιοι που σκοτώθηκαν στην καταστροφή της Σμύρνης. Η σφαγή άρχισε από τους Αρμένιους. Τη βρόμικη δουλειά οι Τούρκοι την είχαν αναθέσει στους Κούρδους. Πολλά χρόνια αργότερα, λίγο πριν το θάνατό της, θυμάμαι τη γιαγιά μου να πετιέται μέσα στον ύπνο της από τους εφιάλτες που τη γύριζαν σ’ εκείνες τις στιγμές και να φωνάζει: – «Καχ. Κουρντ κελιώρ». Σηκωθείτε. Έρχονται οι Κούρδοι. Όσοι Αρμένιοι γλίτωσαν, είτε έφυγαν μαζί με τους ελληνικούς πληθυσμούς στην Ελλάδα, άλλοι πήγαν στην Κύπρο, τη Βηρυτό, την Αμερική, τον Καναδά. Ανάμεσα σ’ αυτούς που βρέθηκαν στον Πειραιά ήταν και η γιαγιά μου με τα τέσσερα ορφανά της. Τους παραχώρησαν κάποιο χώρο στην Κοκκινιά, κι εκεί μαζί με άλλους πρόσφυγες, κυρίως Αρμένιους, ξεκίνησαν, σε μια πρόχειρη παράγκα από λαμαρίνες, μια καινούργια ζωή.
...
Ο δρόμος που ενώνει την κεντρική δημοσιά με το χωριό έχει κάτι που πάντα με γοήτευε. Ανηφορίζει φιδωτά μέσα από αμπέλια και ελιές περνώντας από ένα καταπράσινο τοπίο. Κάπου στη μέση της διαδρομής, κρυμμένα μέσα σε βάτα και βούρλα, στη βάση μιας πλαγιάς, βρίσκονται στη σειρά τα τρία από τα πέντε πηγάδια που εφοδίαζαν για χρόνια με νερό το χωριό. Παράλληλα με τη δημοσιά πηγαίνει και η γραμμή του τρένου που ενώνει την πρωτεύουσα με την Κεντρική και Βόρεια Ελλάδα. Τα χρόνια της Κατοχής το ταξίδι με το τρένο ήταν σχεδόν μονόδρομος. Με το τρένο ξεχύνονταν και οι πεινασμένοι Αθηναίοι στα χωριά για να πουλήσουν ό,τι είχαν και δεν είχαν για λίγο λάδι ή αλεύρι. Στην Αθήνα και τον Πειραιά η ζωή ήταν πλέον αφόρητη, ο φόβος του θανάτου από την πείνα ορατός. Το ίδιο έκανε η μάνα μου και η γιαγιά μου μαζί με μια άλλη φίλη τους, τη Ζαμπέλ. Η παρουσία της τελευταίας θα αποβεί καθοριστική αργότερα για τον προσδιορισμό της μάνας μου στο χωριό. – Ποια Μαρία; – Αυτήν που ήταν με τη Ζαμπέλ. – Α, η Μαρία, εκείνη με τη Ζαμπέτα, η Μαρία με τη Ζαμπέτα. Η Μαρία-Ζαμπέτα. Έτσι βγήκε το παρατσούκλι της μάνας μου. Σ’ αυτό αναφερόμουν κάπου κάπου όταν με ρωτούσαν. – Ποιανού είσαι γιόκα μου; – Της Μαρίας της Ζαμπέτας. Άλλες φορές αναφερόμουν στο πατρικό παρατσούκλι: – Του Βασίλη του Χαϊδίτσα. Από το όνομα της γιαγιάς μου. Χάιδω, Χαϊδίτσα, Χαϊδίτσας. Φόρτωσαν λοιπόν σε μπόγους ό,τι κεντήματα είχαν και ξεκίνησαν για τα Βάγια, το κεφαλοχώρι της επαρχίας. Είχαν ακούσει ότι οι άνθρωποι εκεί έχουν κτήματα και μποστάνια και πως υπάρχει λίγο φαγητό και για τους απ’ έξω. Άφησαν τα δελτία του ψωμιού στο άλλο μέλος της οικογένειας, τον αδελφό της μάνας μου, και ξεκίνησαν. Έτσι, με τρία δελτία ψωμιού, που μάλλον αντιστοιχούσαν σε τρεις φέτες ψωμιού τη μέρα, ο νεαρός Αρτίν μάλλον δεν θα πέθαινε της πείνας. Πήραν για λίγο τη δημοσιά και άρχισαν να ανηφορίζουν τον κεντρικό χωματόδρομο που βρήκαν μπροστά τους. Μόνο που δεν πήραν το σωστό δρόμο, αλλά αυτόν που έβγαζε στο χωριό μας. Σε λίγο θα άρχιζε να σουρουπώνει και αυτές ακόμη ανέβαιναν. Ευτυχώς, κάποια στιγμή φάνηκε από μακριά ένα κάρο να ανεβαίνει τη δημοσιά. Καθώς πλησίαζε, διέκριναν πως το οδηγούσαν δύο νεαροί. Ήταν ο πατέρας μου με τον μικρότερο αδερφό του τον Νάσο, δεκαέξι περίπου ετών τότε, που επέστρεφαν από την Κωπαΐδα, τον μεγάλο κάμπο της περιοχής. Τις διευκρινίσεις τις ανέλαβε η μάνα μου, μια και ήταν η μόνη που μιλούσε ελληνικά. Οι άλλες δύο της παρέας, όπως οι περισσότερες Αρμένισσες της γενιάς τους που είχαν έρθει από την περιοχή της Κιλικίας στη Μικρά Ασία, μιλούσαν μόνο τούρκικα. Οι Αρμένιοι ήταν πάντα για τους Τούρκους το κόκκινο πανί. Πιο κόκκινο κι από τους Έλληνες. Δεν τους επέτρεπαν να έχουν σχολεία, εκκλησίες, κοινωνική ζωή. Γι’ αυτό και υπήρχαν ολόκληροι πληθυσμοί Αρμενίων που μιλούσαν μόνο τούρκικα. Σ’ αυτήν την κατηγορία ανήκε και η γιαγιά μου. Απ’ αυτήν έμαθα τα τούρκικα, αλλά αυτή δεν έμαθε ποτέ της ελληνικά. Ούτε αρβανίτικα. Γι’ αυτό και το παρατσούκλι που της έδωσαν ήταν, η γιαγιά η Γκούλου-γκούλου. – Για πού, με το καλό, πηγαίνετε; – Για τα Βάγια. – Αυτός ο δρόμος, όμως, πάει στο Μαυρομμάτι. Στη μικρή ομήγυρη των γυναικών έπεσε ένας σχετικός πανικός. Το σούρουπο έπεφτε για τα καλά. Τη λύση την πρότεινε ο πατέρας μου. – Γιατί δεν ερχόσαστε στο χωριό μας και αύριο με τη μέρα πηγαίνετε στα Βάγια. Η πρόταση μάλλον δεν εστερείτο υστεροβουλίας και φαίνεται πως καθοριστικό ρόλο για τη διατύπωσή της έπαιξε η παρουσία της όμορφης νεαρής Αρμένισσας με τα αμυγδαλωτά μαύρα μάτια και τη σταρένια επιδερμίδα. Καταλάβαιναν ότι δεν είχαν άλλη επιλογή και πως ήταν αναγκασμένες να δεχτούν την πρόταση. Έτσι δεν άργησαν να φορτωθούν οι μπόγοι στο κάρο προς μεγάλη θλίψη του αλόγου. Ξεκίνησαν αγκομαχώντας για το τελευταίο κομμάτι της διαδρομής. Κάπου τρία τέταρτα δρόμο. Στις ξένες γυναίκες έκανε εντύπωση ο νεαρός χωριάτης με την ευγενική παρουσία. – Καλέ για δες τι όμορφος που είναι. – Έχει κάτι το αρχοντικό επάνω του. – Δε θυμίζει καθόλου χωριάτη. Φυσικά, όλα τα σχόλια γινόντουσαν στα τούρκικα. Μέχρι να φτάσουν στο χωριό είχε σπάσει ο πάγος και είχε γίνει η πρώτη γνωριμία. Όταν έφθασαν εκεί, ακολούθησε τρικούβερτη λογομαχία με την κυρα-Χάιδω ή Χαϊδίτσα, τη μητέρα του πατέρα μου. Φυσικά, τα πάντα λεγόντουσαν στα αρβανίτικα, αλλά κάθε λίγο και λιγάκι ακουγόταν η ελληνικότατη λέξη «μαυραγορίτες», μια και η λέξη δεν πρέπει να υπήρχε στα αρβανίτικα. Αυτό που τους έλεγε η γυναίκα με το δίκιο της ήταν: «Τι μου τις κουβαλήσατε αυτές εδώ... Δε μας φτάνουν οι τρεις μαυραγορίτες που ήδη φιλοξενούμε;» Πραγματικά, για κακή τους τύχη υπήρχαν άλλοι τρεις ομοιοπαθείς που είχαν προλάβει να κατασκηνώσουν στην αυλή τού, έτσι κι αλλιώς, όχι και τόσο ευρύχωρου σπιτιού. Και βέβαια, για τους χωριάτες, όλοι εκείνοι που ερχόντουσαν από τη μεγάλη πολιτεία για να πουλήσουν την πραμάτεια τους ήταν μαυραγορίτες. Η λέξη, παρ’ όλο που αναφερόταν κυρίως σ’ αυτούς που έκαναν εμπόριο, έπιανε όλους που προσπαθούσαν να πουλήσουν κάτι για να ζήσουν. Και επειδή η μετακίνηση γινόταν συνήθως με τα τρένα της εποχής που ήταν όλα μουντζούρηδες και επειδή πολλοί από αυτούς κρύβονταν στο πάνω μέρος του τρένου και έτρωγαν όλη τη μουντζούρα, έφταναν πολλές φορές κατάμαυροι στον προορισμό τους. Γι’ αυτό και μαυραγορίτες! Μετά από την πρώτη μπόρα και τις διαβεβαιώσεις της μητέρας μου πως την άλλη μέρα θα έφευγαν για τα Βάγια, βρέθηκε λίγος χώρος στην αυλή και έστρωσαν τα στρωσίδια που κουβάλαγαν μαζί τους για ένα ύπνο που δεν άργησε καθόλου να πάρει τις κατακουρασμένες γυναίκες. Μόνο που δεν ήταν γραφτό να γίνει ποτέ το ταξίδι για τα Βάγια. Όταν το άλλο πρωί η μάνα μου άνοιξε το βαλιτσάκι με τα κεντήματα που η ίδια είχε καμωμένα για να κάνει δώρο σε μία από τις κοπέλες του σπιτιού, την Ευταλία, μερικά πετσετάκια, φανερώθηκε το περιεχόμενο. Και τότε αποδείχτηκε πως υπήρχε στη γειτονιά της γιαγιάς μου έντονο αγοραστικό ενδιαφέρον για κεντήματα και είδη προικός. Μαζεύτηκαν όλες οι κοπέλες της γειτονιάς, μια και τα νέα περνούσαν εκεί πολύ γρήγορα από στόμα σε στόμα. – Η Αθηναία η μαυραγορίτισσα έχει καταπληκτικά κεντήματα. Πολλά από τα εκθέματα πουλήθηκαν επί τόπου. Και φυσικά, ακολούθησε η πρόταση: – Γιατί να πάτε στα Βάγια; Και εδώ χρειαζόμαστε κεντήματα. Κι εδώ υπάρχει όσο να ’ναι φαγητό για χέρια σαν της Μαρίας. Εξάλλου δεν το ξέρετε, οι Βαγαίοι είναι παλιάνθρωποι. Δεν θα σ’ αφήσουν ήσυχη κοπέλα πράμα. Όλοι ήσαν παλιάνθρωποι εφ’ όσον η κατοικία τους απείχε πάνω από ένα ή δύο τσιγάρα δρόμο. Οι Βαγαίοι παλιάνθρωποι, οι Παλιοπαναγίτες λαθουράδες, οι Θηβαίοι τσιγκούνηδες, οι Λειβαδίτες παλιόβλαχοι... Κι έτσι έμειναν εκεί μάνα και κόρη και άφησαν τη Ζαμπέτα να συνεχίσει μόνη της το ταξίδι προς τα Βάγια. Έμειναν για λίγες μέρες στο σπίτι της γιαγιάς μου της Χάιδως και μετά νοίκιασαν κάποιο δωμάτιο εκεί δίπλα στην Κούλια του Μούρτζη, μια αντρογυναίκα που έκανε κουμάντο σ’ όλη τη γειτονιά. Παρ’ όλο που είχε άντρα και δύο παιδιά, εμένα μου έχει μείνει κυρίως η δική της φιγούρα να δεσπόζει όχι μόνο στο σπιτικό της, αλλά σε όλη τη γειτονιά. Ήξερε τα πάντα για τους γύρω της και σχεδόν κανόνιζε τα πάντα για τη ζωή τους. Το σπίτι της σχημάτιζε σχεδόν ένα γάμα με το σπίτι της γιαγιάς μου, ενώ μεσολαβούσε και ένα κενό τριών τεσσάρων μέτρων. Στην εσωτερική γωνία του γάμα υπήρχε ο φούρνος και δίπλα η αποθήκη. Ο φούρνος αυτός έμελλε να παίξει καθοριστικό ρόλο στη ζωή της μητέρας μου, όχι πολλούς μήνες μετά. Έμειναν εκεί και η μάνα μου άρχισε αμέσως τη δουλειά. Κεντούσε κάθε λογής προικιά και στολίδια. Δουλειά υπήρχε άφθονη μια και οι κοπέλες της παντρειάς δεν έλειπαν. Ταυτόχρονα, υπήρχε και αρκετή βοήθεια και από τη γιαγιά μου. Η τελευταία βρήκε να κάνει την πιο απίστευτη δουλειά που έχω ακούσει: έκοβε μανέστρα με το χέρι. Απίστευτο κι όμως αληθινό. Και βέβαια αν το καλοσκεφτείς, τελείως λογικό να χρειάζονται οι άνθρωποι εκεί κάτι τέτοιο. Σε μια εποχή που τα εργοστάσια δεν παρήγαγαν ζυμαρικά, τους έλειπαν τα μακαρόνια και η μανέστρα. Τα υλικά τα είχαν όλα. Αλεύρι, αυγά, λάδι. Τους έλειπε η τεχνολογία. Και αυτήν την αντικατέστησαν τα χέρια της γιαγιάς μου. Τη θυμάμαι και αργότερα να φτιάχνει καμιά φορά μανέστρα. Ζύμωνε το ζυμάρι και μετά, αφού το τράβαγε προς τα κάτω για να κάνει μύτη, άρχιζε με φοβερή ταχύτητα και τεχνική να κόβει μικρά μικρά κομματάκια το κριθαράκι. Το ίδιο έκανε και στην περίοδο της Κατοχής στο χωριό. Έτσι, συμπλήρωνε το λιγοστό εισόδημα της οικογένειας και ταυτόχρονα και το διαιτολόγιο. Μια και ένα μέρος της αμοιβής ήταν σε αλεύρι. Κατά διαστήματα σταματούσε για κάποιες μέρες τη δουλειά αυτή για να μεταφέρει μερικές από τις προμήθειες στην Κοκκινιά. Για το γιο της που παρέμενε εκεί. Και βέβαια με απίστευτες δυσκολίες. Ποδαρόδρομο μέχρι το τρένο, φορτωμένη με κανένα τσουβάλι, κινδυνεύοντας να μη φτάσει ποτέ στον προορισμό. Και μετά ταξίδι με το τρένο, με το φόβο να σε κλέψουν, να κολλήσεις ψείρες, και πάλι ποδαρόδρομο και πάλι η ταλαιπωρία της επιστροφής. Καταστάσεις αφόρητες για τα σημερινά δεδομένα. Οι άνθρωποι τις έζησαν τότε καρτερικά, με ηρωισμό, με αξιοπρέπεια, τις περισσότερες φορές... Το πιο σημαντικό, βέβαια, για την εξέλιξη της όλης ιστορίας, ήταν πως πολύ σύντομα πλέχτηκε το ειδύλλιο που ξεκίνησε με τις πρώτες ματιές στον καρόδρομο προς το χωριό, εκείνο το σούρουπο. Η Ευταλία ήταν μία από τις αδερφές του πατέρα μου από τον πρώτο γάμο της γιαγιάς μου. Εκείνες τις μέρες αρραβωνιαζόταν και έπρεπε να πλύνει τα προικιά της. Θα την πήγαινε ο πατέρας μου στο Κεφαλάρι, στις πηγές του Ασωπού, με το κάρο. Η αφορμή ήταν ιδανική. – Μαρία, θέλεις να έρθεις μαζί μας; Θα είναι σαν εκδρομή. Το μέρος είναι πολύ όμορφο και θα σου μείνει αξέχαστο. Η τοποθεσία που απέχει σχεδόν δύο ώρες δρόμο είναι πανέμορφη. Τα νερά γάργαρα και άφθονα, η βλάστηση οργιώδης. Και φυσικά της έμεινε αξέχαστη για όλη της τη ζωή. Ήταν και οι δύο πολύ νέοι, στην καλύτερη ηλικία τους. Και οι δύο όμορφοι. Και γύρω τους πιο πέρα η ανθρωπότητα ζούσε τον εφιάλτη του παγκόσμιου πολέμου. Στην Αθήνα οι άνθρωποι πέθαιναν από την πείνα. Και οι Γερμανοί καθόντουσαν στο σβέρκο όλης της Ευρώπης. Εκείνοι, ήσαν εκεί, οι δυο τους μέσα στην ομορφιά της φύσης, λίγο πριν φουντώσει το κατακαλόκαιρο. Δεν ήξεραν αν θα ζουν αύριο. Και κείνος της τραγούδησε όπως δεν είχε ακούσει κανέναν να τραγουδάει έτσι. Ο έρωτας ήταν κεραυνοβόλος. Αμοιβαίος και απόλυτος. Η μάνα μου δεν γύρισε ποτέ να κοιτάξει ξανά άλλον άντρα, παρ’ όλο που έμεινε χήρα στα τριάντα της. Κανένας δεν βρέθηκε ποτέ στο χωριό να πει πως έδωσε την παραμικρή αφορμή και το δικαίωμα σε κανέναν. Και γι’ αυτό (και για άλλα) είχε πάντα τον απόλυτο σεβασμό όλων των συγχωριανών. Το ειδύλλιο προχώρησε και ολοκληρώθηκε πολύ γρήγορα. Έδωσαν λόγο μόλις εκείνη κατάλαβε πως είναι έγκυος... Αλλά τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως τα ήθελαν αυτοί οι δύο. Πολύ σύντομα κατάλαβαν και οι δύο πως είχαν να αντιμετωπίσουν την αντίδραση όλης της οικογένειας. Γιατί Αρβανίτης που παντρεύεται χωρίς προίκα είναι μόνο ο νεκρός Αρβανίτης.
...
Ο παππούς μου, απ’ τη μεριά του πατέρα μου, είχε άλλα τρία αδέλφια. Ο ένας βρέθηκε στην Αμερική, ο άλλος κάπου στην Αθήνα, ενώ ο τρίτος είχε ριζώσει σε ένα χωριό κάπου τριάντα χιλιόμετρα πιο πέρα, προς τη μεριά της Κωπαΐδας, την Καρδίτσα. Αργότερα το χωριό ονομάστηκε Ακραίφνιο, όπως το Μούλκι, που το ονόμασαν Αλίαρτο. Δύο από τα παιδιά του ζούσαν και είχαν οικογένειες που έμεναν εκεί. Όσα χρόνια, όμως, θυμάμαι τον εαυτό μου, δε μας μιλούσαν. Τους συνάντησα πολλά χρόνια αργότερα σε κάποια κηδεία. Μου φαίνεται πως μου μίλησαν για πρώτη φορά. Τότε όμως οι αναμνήσεις ήταν ακόμη νωπές. Νωπές από τον καιρό της Κατοχής και του διχασμού. Από την Κατοχή, όταν ζούσε ο άλλος πρώτος ξάδερφος του πατέρα μου, ο Λούκας. Δύο αδελφών παιδιά, αλλά οι μεν με το ΕΑΜ, οι δε από την άλλη μεριά. Η Κωπαΐδα τότε είχε νευραλγική σημασία για τους Γερμανούς. Ο ένας λόγος ήταν για την παραγωγή της που χρησίμευε για τον εφοδιασμό του γερμανικού στρατού με σιτηρά και ζαρζαβατικά. Η δεύτερη αιτία ήταν οι Αλυκές. Μια τεράστια αμμώδης περιοχή που χρησίμευε για τον εφοδιασμό των γερμανικών έργων. Οχυρά, γέφυρες, δρόμοι. Διοικητής της Κωπαΐδας, ήταν κάποιος συνταγματάρχης Μάκεδερ ή κάτι τέτοιο. Και δεξί του χέρι, πολύτιμος βοηθός ο Λούκας. Ένας όμορφος άντρακλας δυο μέτρα ύψος που γύρναγε όλη την περιοχή καβάλα σε ένα μαύρο άλογο και επιστατούσε στις δουλειές των Γερμανών. Οι τελευταίοι χρησιμοποιούσαν για πολλές από τις αγροτικές, κυρίως, δουλειές εργάτριες από τα γύρω χωριά και όχι μόνο. Και φυσικά ο ξάδερφος δεν έχανε την ευκαιρία. Απ’ ό,τι φαίνεται έκανε θραύση στις εργάτριες, μια και οι ευκαιρίες ήταν πολλές, γιατί πού να βρεις δουλειά σε τέτοιες δύσκολες εποχές. Φυσικό ήταν να έχει μπει στο μάτι των ανταρτών. Είχαν σε κάποια στιγμή αποφασίσει την εκτέλεσή του. Ο θείος ο Θοδωρής και ο πατέρας μου προσπάθησαν να καθυστερήσουν τα πράγματα. Πρώτος ξάδελφός τους ήταν, τον πονούσαν. Ανάλαβαν να τον ειδοποιήσουν. Και το έκαναν. Μα ο ξάδελφος φαίνεται πως είτε δεν φοβόταν, είτε δεν μπορούσε πλέον να κάνει διαφορετικά. Τα γεγονότα ακολούθησαν την προκαθορισμένη πορεία τους. Μια αντάρτικη ομάδα εξουσιοδοτήθηκε για την εκτέλεσή του. Του έστησαν καρτέρι και τον σκότωσαν για παραδειγματισμό. Στο χωριό του και στο σπίτι του έγινε, βέβαια, μεγάλος θρήνος. Κάποιες από τις κατάρες εκτοξεύθηκαν και εναντίον των δικών μου. Παρ’ όλο που δεν είχαν ιδέα. (Ή μήπως είχαν;) Τ’ αδέρφια και οι συγγενείς τους, όμως, στην Καρδίτσα θεώρησαν τους δικούς μου υπεύθυνους. Μάλλον πίστεψαν πως ενώ μπορούσαν να αποτρέψουν την εκτέλεση, δεν το έκαναν. Για χρόνια τα δύο σόγια δεν μιλιόντουσαν. Αλλά και οι Γερμανοί δεν έμειναν με σταυρωμένα τα χέρια τους. Σε κάποια από τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις τους ξετρύπωσαν τον καλύτερο φίλο του πατέρα μου, τον Μιχάλη τον Μανάρα. Τον χρησιμοποιούσαν οι αντάρτες για σύνδεσμό τους. Τους ειδοποιούσε για τις κινήσεις τους όταν ανέβαιναν προς το χωριό. Λεβέντης και χρυσό παιδί. Ο πατέρας μου τον έκλαιγε για καιρό. Και ενώ γύρω γύρω υπήρχε ο φόβος των Γερμανών, η Κατοχή, η πείνα στις πόλεις, οι μαυραγορίτες στα χωριά, δεν έλειπαν και οι καθημερινές ιστορίες της μικρής κοινωνίας του χωριού. Οι έρωτες, τα μίση και τα πάθη. Οι οικογενειακές βεντέτες που χώριζαν κάποιες φορές ολόκληρα σόγια από ’δώ κι από ’κεί. Και μαζί τους και το χωριό. Να, σαν την ιστορία του Σαρκούκη και των δικών του. Σαρκούκης ήταν το παρατσούκλι. Στα αρβανίτικα σημαίνει «Aρχίδης». Ήταν, απ’ ό,τι καταλαβαίνω, ένας από τους αρχιχίτες του χωριού. Περίπου συνομήλικος του πατέρα μου. Μέσα στην Κατοχή παίχθηκε το τραγικό παιχνίδι των δύο οικογενειών. Της δικής του και των αλλονών. Ο αδελφός του ο Θανάσης είχε αρραβωνιαστεί την κοπέλα από το άλλο σόι. Μα για κακή της τύχη εκείνη αρρώστησε με φυματίωση. Εκείνη την εποχή η φυματίωση ήταν ό,τι σήμερα ο καρκίνος ή το AIDS. Αν αρρώσταινες με φυματίωση, ιδιαίτερα σε ένα χωριό σαν το Μαυρομμάτι, ήσουν ξεγραμμένος. Η κοπέλα φυγαδεύτηκε στην Αθήνα όπου νοσηλεύτηκε στη Σωτηρία, το γνωστό νοσοκομείο για την αντιμετώπιση της φυματίωσης. Έμεινε εκεί αρκετούς μήνες και ω του θαύματος έγινε καλά. Μα ο Θανάσης ο Σαρκούκης από κάπου είχε μάθει από τι έπασχε η αρραβωνιαστικιά του και διέλυσε τον αρραβώνα. Πράξη που ισοδυναμούσε με καταδίκη της κοπέλας σε ζωντανό θάνατο. Γιατί ο αρραβώνας στους Αρβανίτες διέφερε πολύ λίγο από το γάμο. Οι αρραβωνιασμένοι κοιμόντουσαν μαζί, βγαίνανε μαζί, λειτουργούσαν σαν παντρεμένοι. Και όταν μια κοπέλα είχε χωρίσει από αρραβώνα, σήμαινε πως σχεδόν ποτέ δεν θα ξανάβρισκε άντρα. Και επομένως θα ήταν πάντα βάρος στους δικούς της, θα ήταν μια ζωή κλεισμένη στο σπίτι. Και όχι μόνο αυτό. Τα αδέρφια της ίσως να μην παντρευόντουσαν ποτέ, όσο είχαν ανύπαντρη αδελφή. Γι’ αυτό και η τιμωρία ήταν άμεση... Οι Σαρκούκηδες ήταν από τους πρώτους νοικοκυραίους του χωριού. Είχαν κτήματα, σπίτια, βιος. Και μια μέρα που ο Θανάσης ο Σαρκούκης πήγε στο περιβόλι να μαζέψει ζαρζαβατικά και να ποτίσει, δεν ξαναγύρισε. Άδικα τον περίμεναν οι δικοί του το βράδυ. Πουθενά. Ψάχνανε ώρες την άλλη μέρα. Ο σκύλος του όμως γάβγιζε σαν λυσσασμένος γύρω γύρω από το πηγάδι. Και εκεί τον βρήκαν. Σκοτωμένο και πεταμένο εκεί μέσα. Οι υποψίες έπεσαν αμέσως στην οικογένεια της κοπέλας. Και άρχισε η βεντέτα και το δράμα. Σε κάθε συνάντηση κάποιων από τα δύο σόγια άρχιζε ο ξυλοδαρμός, οι φωνές, το πετροβολητό. Πέτρες υπήρχαν παντού, δίπλα από τον δρόμο, στις αυλές, στα χωράφια. Και να μην ήθελες να συναντήσεις κάποιον, αναγκαστικά θα πήγαινες στο πηγάδι. Εκεί στο Παλιοπούσι, το πιο γεμάτο πηγάδι, κανά-δυο χιλιόμετρα έξω από το νοτιότερο σπίτι του χωριού γίνονταν ομηρικές μάχες. Το βρισίδι και οι κατάρες στα αρβανίτικα, το μαλλιοτράβηγμα, το ξύλο. Οι Γερμανοί δεν είχαν μόνιμη μονάδα που να μένει συνέχεια στο χωριό. Μονάδες τους από το Μούλκι ερχόντουσαν κατά διαστήματα και έφευγαν, ελέγχοντας την περιοχή με έναν δικό τους τρόπο. Ταυτόχρονα, όπως σε πολλά άλλα μέρη της Στερεάς, με πυρήνα το ΚΚΕ, αναπτύσσεται στο χωριό και στη γύρω περιοχή μια έντονη δραστηριότητα του ΕΑΜ. Στο χωριό αναπτύσσεται η δράση κυρίως σε επίπεδο «Αλληλεγγύης», με αντίκτυπο στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Στην περίοδο αυτή, φτάνει η οργάνωση του ΕΑΜ να αριθμεί μέχρι και 200 άτομα στο χωριό. Και φυσικά, ο πατέρας μου και τα δύο αδέλφια του πρωταγωνιστούν με ενθουσιασμό σ’ αυτά που συμβαίνουν. Οργανώνουν την περιφρούρηση του χωριού από τους Γερμανούς, στήνοντας ένα δίκτυο παρακολούθησης των κινήσεών τους, φροντίζουν γι’ αυτούς που δεν έχουν, οργανώνουν ομαδικές δραστηριότητες. Ακόμη και σήμερα, το μοναδικό δενδροφυτεμένο αλσύλλιο στην είσοδο του χωριού ανάγεται στη δράση αυτή. Η τελευταία μέρα πριν την αναχώρηση των Γερμανών, επιφυλάσσει στη μάνα μου μια δυσάρεστη έκπληξη. Επισκέπτεται συχνά τη γειτονιά ο Χανς, ένας Γερμανός στρατιώτης που φαίνεται να τον ενδιαφέρει η λεπτή δουλειά που κάνει η μάνα μου στο κέντημα. Τουλάχιστον έτσι νομίζει αυτή. Μόνο που ο Χανς μάλλον είναι ψιλοτσιμπημένος. Το τελευταίο βράδυ εμφανίζεται στη γειτόνισσα την Κούλια μεθυσμένος και χτυπάει τις πόρτες. – Πού είναι Μαρία; φωνάζει δυνατά. Η μάνα μου, καθώς και όλη η γειτονιά, τον ακούει τρομαγμένη και προσπαθεί να καταλάβει τι συμβαίνει. Μέσα στη σαστιμάρα της, πηδάει από το παράθυρο και χώνεται όπου βρίσκει μπροστά της. Στο φούρνο της Κούλιας του Μούρτζη. Μόνο που ο φούρνος είναι ακόμη ζεστός και νοιώθει να καίγεται. Οι πυροβολισμοί στον αέρα και οι φωνές και τα βήματα του Χανς είναι ευεργετικά, γιατί δημιουργούν μια ατμόσφαιρα πανικού και φόβου... Ένας φόβος που σε κάνει να τα κάνεις επάνω σου. Και να κρυώσεις το πάτωμα του φούρνου. Ποτέ μου δεν κατάλαβα αυτήν την ιστορία. Κάτι φώναζε ο Χανς πως ήθελε να την πάρει μαζί του στη Γερμανία. Το πιο πιθανό είναι πως ήθελε να το γλεντήσει πριν την υποχώρηση. Η ουσία είναι πως αφού έκανε την γειτονιά άνω κάτω χωρίς να την βρει, ακούστηκαν μετά από αρκετή ώρα σφυρίγματα που καλούσαν τους Γερμανούς στρατιώτες να φύγουν. Την άλλη μέρα οι Γερμανοί έφυγαν. Για τα καλά. Αφήνοντας πίσω τους μια κατεστραμμένη χώρα. Και το έδαφος ελεύθερο για το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ.
...
Ήταν στα χρόνια της χούντας που χρειάστηκε να βγάλω διαβατήριο. Λίγο η επιθυμία για μεταπτυχιακές σπουδές, λίγο η επιθυμία για φυγή προς την ελευθερία. Χρειάστηκα μια βεβαίωση γάμου των γονιών μου και φυσικά ο δρόμος με έφερε αναγκαστικά στο χωριό. Στο χωριό και τον παπα-Γιώργη. Γιος παπά ο ίδιος, με αδελφό που είχε κάνει στ’ αντάρτικο. Ο ίδιος αντιπροσώπευε το «εθνικόφρον» σκέλος της οικογένειας. Χάρη σ’ αυτόν φαίνεται πως και ο αδελφός του, ο κυρ-Παναγιώτης, μπορούσε και διατηρούσε το καφενείο που είχε στο κέντρο του χωριού. Γιατί ήταν γνωστό πως ο κυρ-Παναγιώτης διατηρούσε σχέσεις με τους αριστερούς, επηρεασμένος, βέβαια, και από το γεγονός πως είχε παντρευτεί την αδερφή του Μιλτιάδη του Πελώμη, του γραμματέα της οργάνωσης στην περίοδο της Κατοχής, που τώρα βρισκόταν φυλακισμένος στις φυλακές της Κέρκυρας. Του είχαν κάνει πολλές φορές «καλοκαιρινό» το μαγαζί και τον ίδιο τον είχαν σύρει για τις γνωστές ανακρίσεις, που συνοδεύονταν από το απαραίτητο μπερντάκι. Ποτέ μου δεν είχα καταλάβει, γιατί ο κυρ-Παναγιώτης και η γυναίκα του, όταν δεν έβλεπε κανείς, μας μιλούσαν με μια κρυφή τρυφερότητα και συμπάθεια. Άλλες φορές ήταν τελείως απόμακρος. Σαν να μη μας ήξερε. Μου πήρε άπειρα χρόνια για να ξεδιαλύνω το κουβάρι... Στο χωριό, μα και στα γύρω χωριά, ήταν κοινό μυστικό πως ο παπα-Γιώργης είχε πάντα κρυμμένη την κουμπούρα κάτω από τα ράσα. Όχι και πολύ μυστικό, βέβαια, μια και σε κάθε ευκαιρία την έβγαζε για να την χώσει στη μούρη εκείνου που θα είχε την κακή τύχη να διαφωνήσει μαζί του. Το βλέμμα του μου προξενούσε πάντα φόβο. Δε θυμάμαι να τον είχα δει ποτέ να χαμογελάει. Η φωνή του όμως, όταν έψελνε, σε έκανε να ξεχνάς όλα τα στραβά του και να παρασύρεσαι στη μαγεία της βυζαντινής ψαλμωδίας. Ήταν ο μοναδικός συγχωριανός συμμαθητής του πατέρα μου στο Σχολαρχείο του διπλανού χωριού. Μαζί ξεκινούσαν χειμώνα καλοκαίρι και περπατούσαν παρέα τα πέντε χιλιόμετρα που χωρίζουν το Ρημόκαστρο από το τελευταίο σπίτι του χωριού. Και βέβαια, τους ένωνε και κάτι άλλο κοινό. Η εκκλησιαστική υμνωδία. Ξέχασα να πω πως ο πατέρας μου ήταν ο δεξιός ψάλτης της εκκλησίας. Για όποιους είχαν την τύχη να τους ακούσουν να ψέλνουν μαζί, φαίνεται πως η εμπειρία ήταν μοναδική. Οι κακές γλώσσες μιλάνε στο χωριό και για άλλου είδους συνεργασίες που είχαν παλιότερα μαζί. Είχαν ακουστεί κάτι για διάφορες μουρνταριές που έκαναν παρέα οι δυο τους εκεί πίσω στο ιερό, με ζωηρούλες του χωριού. Πολύ θα ήθελα να ξέρω κάποιες λεπτομέρειες, αλλά πώς; Οι πεθαμένοι δεν μιλούν. Για διάφορους λόγους φαίνεται πως ο παπα-Γιώργης μάς αντιπαθούσε όλη την οικογένεια. Ίσως έφταιγε και το γεγονός ότι η μάνα μου δεν πάταγε ποτέ στην εκκλησία. Παρ’ όλο που ήταν πάντα της πολύ θεοφοβούμενη. Διάβαζε μόνη της την Αγία Γραφή από τα αρμένικα και προσευχόταν τακτικά, προσκείμενη περισσότερο στα δόγματα των Ευαγγελικών, με τους οποίους διατηρούσε πάντα μια παράξενη επαφή. Και να ’μαι μπροστά στην πόρτα του σπιτιού του παπα-Γιώργη με τα χειρότερα προαισθήματα να μου σφίγγουν το λαιμό. Έλα όμως που χρειαζόμουν απελπισμένα το καταραμένο το στεφανοχάρτι! Χρησιμοποιούσε για γραφείο το σπίτι του, που βρισκόταν ακριβώς απέναντι από την κεντρική είσοδο της εκκλησίας. Εκεί βρισκόταν και το μοναδικό τηλέφωνο που είχε το χωριό για πολλά χρόνια. – Τι στεφανοχάρτι και πράσιν’ άλογα μου τσαμπουνάς. Ο γάμος της μάνας σου είναι άκυρος. Με πήραν με το ζόρι οι αντάρτες απ’ το σπίτι, κρατώντας κάτι κουμπούρια και με πήγαν στην εκκλησία να τους παντρέψω. Τους πάντρεψα εκεί, αλλά δες και μόνος σου. Δεν υπάρχουν ούτε μάρτυρες ούτε τίποτα. Μου άνοιξε με νευρικές κινήσεις ένα τεράστιο βιβλίο που έγραφε τους γάμους και μου έδειξε τη σχετική στήλη. Είχε κανονική ημερομηνία γάμου, τα ονόματα των νεόνυμφων, αλλά στη θέση των μαρτύρων όλο το τετράγωνο ήταν καλυμμένο με ωραία καλλιτεχνικά γράμματα, γραμμένα προκλητικά από τη μια άκρη ώς την άλλη, με τη φράση: «Ένας Αντάρτης!». – Εγώ δε σου δίνω τέτοια βεβαίωση. Αν θέλεις πήγαινε στο Δεσπότη μη τυχόν και σου τη δώσει. Δε θα τολμούσα ποτέ να πάω να ζητήσω μέσα στην άγρια χούντα τέτοιο χαρτί από κανένα δεσπότη, έχοντας για μάρτυρα «έναν αντάρτη». Η μόνη εναλλακτική λύση που είχα ήταν τα γραφεία της κοινότητας. Όταν εξέθεσα το πρόβλημά μου στον γραμματέα, φάνηκε να δείχνει μια φοβερή κατανόηση και να είναι εξαιρετικά φιλικός μαζί μου. Την άλλη μέρα μου είχε έτοιμο το πιστοποιητικό. Ο ξάδερφός μου έλυσε την απορία. Ο πατέρας του γραμματικού είχε βαπτίσει τον δικό μου και του έτρεφε αδυναμία και εκτίμηση. Το φαινόμενο αυτό της εκτίμησης και της συμπάθειας το θυμάμαι διάχυτο σε όλη τη διάρκεια των παιδικών μου χρόνων. Οι άνθρωποι του χωριού όταν δεν τους έβλεπε ή δεν τους άκουγε κανείς άλλος ήταν εξαιρετικά φιλικοί μαζί μας. Είχαν πάντα μια καλή κουβέντα για τον «μακαρίτη τον Βασίλη» και ένα σχόλιο θαυμαστικό για τη μάνα μας, που κατάφερνε να μας μεγαλώνει καλύτερα και από άλλους που είχαν και πατέρα και μητέρα. Πολύ αργότερα η μάνα μου μου διηγήθηκε το παρασκήνιο της ιστορίας όπως την έζησε η ίδια. Όταν έφτασε στο χωριό από την Κοκκινιά, έφερε μαζί της και όλη της την περιουσία. Μερικές αλλαξιές ρούχα, την τέχνη των χεριών της και την ομορφιά της. Σε ένα μέρος που χωρίς προίκα μια γυναίκα ήταν καταδικασμένη να μείνει γεροντοκόρη. Γιατί η προίκα στους Αρβανίτες ήταν ιερή. Γι’ αυτό και αρκετά πριν το γάμο άπλωναν τα προικιά σε κοινή θέα για μέρες. Ήταν σαν μια δημόσια διακήρυξη των προτερημάτων της νύφης. Και υπήρχε προίκα σε είδος και προίκα σε περιουσιακά στοιχεία ή λίρες. Χωρίς αυτά δεν νοούνταν γάμος και παντρειά. Και ήταν φυσικό τα πέντε αδέρφια του πατέρα και η γιαγιά να περιμένουν απ’ τον πατέρα να φέρει στην οικογένεια μια καλή προίκα. Τον είχαν στείλει στο σχολείο με χίλια βάσανα και στερήσεις, τον είχαν βοηθήσει να μεγαλώσει χωρίς να έχουν πολλά εφόδια και περιουσία, έχοντας μοιρασθεί τις αγωνίες τους και τα μικρά τους όνειρα γι’ αυτόν στις δύο κάμαρες του σπιτιού και τη μικρή αυλή. Κι αυτός μεγάλωσε κι ομόρφυνε. Μιλούσε ωραία και ήταν αγαπητός και περιζήτητος στις παρέες. Το τραγούδι του τον είχε κάνει γνωστό σε όλα τα χωριά της επαρχίας. Δεν υπήρχε γάμος και χαρά που να μην καλούσαν πρώτα τον Βασίλη τον Χαϊδίτσα. Η φωνή του ράγιζε καρδιές και σε ταξίδευε πέρα από τις ασχήμιες αυτής της μίζερης ζωής. Κι όταν έψελνε τις Κυριακές στην εκκλησία, δεν ήταν λίγες οι κοπελιές που έκαναν όνειρα, ταξιδεύοντας μαζί του σε τόπους παραμυθένιους. Ακόμα και τώρα όταν συναντώ τους τελευταίους πλέον επιζώντες αυτής της εποχής, στο χωριό ή πολύ πέρα σε μακρινά χωριά, το πρώτο πράγμα που αναπολούν όλοι είναι η φωνή του. Και ο «άδικος» χαμός του. Ήταν φυσικό να είναι περιζήτητος γαμπρός. Δεν ήταν μακριά η μέρα που η φαμίλια θα εξαργύρωνε την τοποθέτηση που είχαν κάνει επάνω του. Μερικές από τις πιο πλούσιες νύφες του χωριού είχαν στραμμένα τα μάτια επάνω του. Και τα πρώτα προξενιά είχαν ήδη κάνει την εμφάνισή τους. – Κι αυτός τα γκρέμισε όλα. Πήγε και ερωτεύτηκε την άφραγκη την ξένη. Πότε πρόλαβαν και έβγαλαν τα μάτια τους και είναι κι όλας γκαστρωμένη. Τεσσάρων μηνών έγκυος. – Την ταΐσαμε την ποτίσαμε, τη βάλαμε στο σπίτι μας, και να τα αποτελέσματα. – Αυτός ο γάμος δεν πρόκειται να γίνει ποτέ. Ο πρώτος που αντιδρά είναι ο Θοδωρής. Και όταν βάζει κάτι στο μυαλό του αυτός κανένας δεν του πάει κόντρα. Και οι μέρες περνούσαν. Η εποχή αυτή ανάγεται λίγο μετά το τέλος του πολέμου. Οι Γερμανοί έχουν φύγει και το πρώτο αντάρτικο είναι στα πάνω του. Ο Θοδωρής Αθανασίου, μαζί με τον Κοτρώτση από το Μούλκι, έχουν στρατολογήσει τους πρώτους αντάρτες από το χωριό και όλοι μαζί βρίσκονται στις πλαγιές του Ελικώνα απ’ όπου και πηγαινοέρχονται στα γύρω χωριά. Μαζί τους, βέβαια, και ο πατέρας μου. Ερωτευμένος με τη μάνα μου έρχεται πολλές φορές τα βράδια για να τη δει είτε να πάρει προμήθειες. Ταυτόχρονα τον τρώει το σαράκι. Απ’ τη μια μεριά ο έρωτάς του κι απ’ την άλλη ο φόβος του Θοδωρή και των άλλων στην οικογένεια. Δεν τολμάει να τους πάει κόντρα. Η λύση είναι μία. Η οργάνωση. – «Άκουσέ με Μαρία», της λέει ένα βράδυ που τη συναντάει κάπου στο χωριό. Αν μάθει ο καπετάνιος ότι είσαι έγκυος θα με αναγκάσει να σε παντρευτώ και ο Θοδωρής δεν θα πάει ποτέ του κόντρα στην Οργάνωση. Ο κύβος έχει ριχθεί. Μάνα και κόρη παίρνουν ένα πρωί το δρόμο για το Αρχηγείο του ΕΛΑΣ. Πάνω από την Ξηρονομή και τη Δοβραίνα, στα Χόστια. Δυο μέρες δρόμο να πας με τα πόδια κι άλλο τόσο ο γυρισμός. Το τοπίο ερημικό, σχεδόν σεληνιακό. Χωριά μισοκαμένα από τους Γερμανούς και αργότερα το στρατό και τους Χίτες. Ευτυχώς είναι ακόμη Οκτώβρης και ο καιρός είναι γλυκός. Μέρες του Οκτώβρη του 1944. Οι Γερμανοί έχουν φύγει πρόσφατα και οι αντάρτες του ΕΛΑΣ έχουν αρχίσει να οργανώνονται σαν κάτι να προσμένουν. Έχουν βγει ξανά στα βουνά κι ετοιμάζονται για κάτι. Είναι η εποχή λίγο πριν τα Δεκεμβριανά. Κάτι πλανιέται στην ατμόσφαιρα, μα τα πράγματα προς το παρόν φαίνονται σχετικά ήσυχα. Οι περισσότεροι παλιοί αντάρτες, μαζί και ο πατέρας μου και ο θείος Θοδωρής, μοιράζονται τη ζωή τους ανάμεσα στο χωριό και το βουνό. Είναι μια μεσοβέζικη κατάσταση. Περίοδος ανάμεσα σε δύο δραματικές ιστορικές στιγμές. Ανάμεσα στην απελευθέρωση και τα Δεκεμβριανά. Οι δύο γυναίκες προχωρούν συνΑντώντας σπάνια περαστικούς. Φτάνουν στη Ξηρονομή. Στο δρόμο, για καλή τους τύχη συναντούν το γιατρό τον Κακάτση. Γνωστός σε όλα τα χωριά της περιοχής και δραστήριο μέλος του ΕΑΜ. Δεν υπάρχει χωρικός, σε ακτίνα 50 χιλιομέτρων, που να μην τον έχει περιθάλψει, σχεδόν πάντα δωρεάν. Φυσικά φίλος και γνωστός των δικών μου. – Πώς από ’δώ Μαρία;. – Πάω να βρω τον καπετάνιο. – Πολύ καλά κάνεις. Ελάτε να μείνετε σπίτι μας απόψε και αύριο συνεχίζετε με το καλό. Συζεί με μια εξαιρετική κοπέλα με την οποία έχει ένα γιο. Παντρεμένος στον τόπο του δεν έχει μπορέσει ακόμη να πάρει το διαζύγιο. Πιστεύει να μπορέσει να το πετύχει, όταν στρώσουν τα πράγματα. Δυστυχώς δεν θα προλάβει. Θα τον συλλάβουν στο δεύτερο αντάρτικο και θα τον εκτελέσουν στη γραμμή, εκεί επί τόπου σε δημόσια θέα, μαζί με άλλους 7-8. Φαίνεται πως οι καλύτεροι πέθαναν νέοι... Ξεκινούν πάλι το άλλο πρωί. Με τη μεσολάβηση του γιατρού κάνουν το μισό δρόμο στην καρότσα ενός φορτηγού. Έξω από τα Χόστια συναντούν ένα νεαρό αντάρτη. Κρατάει στον ένα ώμο το τουφέκι και στο άλλο έχει ζωσμένα τα φυσεκλίκια. Φαίνεται πρόσφατα στρατολογημένος. Προθυμοποιείται να τους οδηγήσει στο Αρχηγείο. Δε ρωτάει τίποτ’ άλλο. Μέχρι να φτάσουν στον καπετάνιο δεν γυρνάει ούτε καν να ρίξει τα μάτια του επάνω στις ξένες γυναίκες. Το αρχηγείο του ΕΛΑΣ βρισκόταν κάπου στους πρόποδες του βουνού. Η εικόνα που αντίκρισαν οι δύο γυναίκες δε φαίνεται να είχε τίποτε το ηρωικό ή το γραφικό. Ένα συνονθύλευμα από πρόχειρα καταλύματα, κάποια χαμόσπιτα, μερικές σκηνές. Λίγα ζώα και άντρες που τις κοίταζαν με περιέργεια. Άλλοι ντυμένοι στρατιωτικά, άλλοι φορώντας τα καθημερινά τους ρούχα και άλλοι με ένα ανακάτεμα από τα δύο. Άλλοι με μούσια, άλλοι ξυρισμένοι. Αυτό που θυμάται η μητέρα μου είναι η ευγένεια, η ντομπροσύνη και η καλοσύνη του καπετάνιου και των γύρω του. Από ένα κόσμο ψεύτικων ονομάτων δεν συγκράτησε το παραμικρό. Πολλά χρόνια αργότερα έμαθα πως, μάλλον, είχε να κάνει με τον καπεταν-Κρόνο. Έναν άνθρωπο εξαιρετικά ευγενικό και ωραίο που εκτελέσθηκε αργότερα κι αυτός, κάπου το ’48. – Εδώ που ήρθες κοπέλα μου, δεν έχεις να φοβηθείς τίποτα. Πες μας ακριβώς τι συμβαίνει. Και η μάνα μου τους είπε. Τους είπε για την ντροπή που κουβάλαγε μια αστεφάνωτη μητέρα σε μέρη σαν κι αυτά σε εποχές σαν κι αυτές. Αλλά κυρίως για την ντροπή που θα έπεφτε στην «οργάνωση», όταν μαθευόταν παραέξω πως τα μέλη της φέρονταν με τέτοιον τρόπο. Πώς μπορείς να φτιάξεις τον κόσμο χωρίς να είσαι άξιος να φτιάξεις την προσωπική σου ζωή; Να φέρεσαι τόσο άδικα σε μια νέα, φτωχιά κοπέλα και σε ένα πλάσμα που σε τίποτα δε σου έφταιξε και που ήταν στο κάτω κάτω προϊόν αγάπης και έρωτα. – Πήγαινε, κόρη μου, στο καλό κι εμείς θα ερευνήσουμε την αλήθεια. Κι αν μας έχεις πει την αλήθεια να μη φοβάσαι τίποτα. Όλα θα τακτοποιηθούν. Η απόφαση των καπετάνιων ήταν άμεση και ξεκάθαρη. Ο γάμος ορίστηκε για την επόμενη βδομάδα. Την καθορισμένη μέρα κατέβηκε μια ομάδα από αντάρτες στο χωριό. Ξεσήκωσαν τον παπα-Γιώργη, άρον άρον τον έφεραν στην εκκλησία. Ο κουμπάρος ήταν κάποιος αντάρτης από τη Θεσσαλονίκη. Από το γραφικό του χαρακτήρα στο εκκλησιαστικό βιβλίο μου έδωσε την εντύπωση μορφωμένου και καλλιεργημένου. Ο μόνος που δε χάρηκε για την εξέλιξη ήταν ο θείος ο Θοδωρής. Λύσσαξε από το κακό του, αλλά δεν τόλμησε να πει τίποτε. Είχε μάθει να υπακούει τυφλά στη γραμμή του κόμματος. Έσκυψε το κεφάλι και πήγε να βρει τη μάνα μου. Τη χτύπησε με λύσσα. Την κλώτσησε στην κοιλιά. Και εξαφανίστηκε για μέρες. Για κακή του τύχη όμως το μωρό έζησε. Παράξενοι που είναι οι άνθρωποι! Μπορούσαν να δώσουν τη ζωή τους για να φτιάξουν έναν καλύτερο κόσμο. Με τι ευκολία όμως μπορούσαν να είναι άδικοι και σκληροί στα απλά ζητήματα της καθημερινής ζωής. Στο σεβασμό της γυναίκας. Το σεβασμό της καινούριας ζωής!
...
Στην ίδια περίοδο εντάσσεται και ένα περιστατικό που θα αποβεί καθοριστικό για τα γεγονότα όπως εξελίχτηκαν αργότερα. Ένα περιστατικό που δείχνει κάπως και το πλαίσιο μέσα στο οποίο γραφόταν η ιστορία της εποχής αυτής. Κι απ’ τη μια μεριά κι απ’ την άλλη. Μόλις έφυγαν οι Γερμανοί, άφησαν μια Ελλάδα στο μεγαλύτερο μέρος της οποίας η μόνη οργανωμένη δύναμη ήταν το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ. Έτσι είχαν τα πράγματα και στα μέρη τα δικά μας. Την περιοχή της νοτιοδυτικής Βοιωτίας, αυτήν που ξαπλώνεται ανάμεσα στη Θήβα, τη Λιβαδειά και τον Κορινθιακό Κόλπο, ανάμεσα στον κάμπο της Κωπαΐδας και τον Ελικώνα. Και, βέβαια, κανείς από τους ΕΛΑΣίτες δεν είχε ξεχάσει τους συνεργάτες και τους συνοδοιπόρους των Γερμανών. Την προδοσία τους, την αποκοτιά τους. Το τι είχε υποφέρει ο κόσμος στα χέρια τους. Κι αποφάσισαν την τιμωρία τους. Για το Μαυρομμάτι οι πρώτοι που έπρεπε να «καθαριστούν» ήταν οι δύο Μουργαίοι. Μούργοι ήταν το παρατσούκλι τους που στα αρβανίτικα σημαίνει μαύρος, αιμοβόρος σκύλος. Το πραγματικό τους επίθετο ήταν άλλο. Όλα αυτά, βέβαια, για τους δύο μεγαλύτερους από τα αδέρφια. Γιατί υπήρχε και τρίτος, ο μικρότερος, που μάλλον δεν είχε ανακατευτεί ακόμη. Αλλά ο Κολιός κι ο Άγγελος ο Μούργος ήταν αποφασισμένο, έπρεπε να εκτελεσθούν. Ξεκίνησαν οι αντάρτες να τους βρουν κάποιο βράδυ για να εκτελέσουν την απόφαση που είχαν πάρει. Φαίνεται όμως πως υπήρχαν και ανάμεσά τους πράκτορες των αλλονών. Και οι Μούργοι ειδοποιημένοι εξαφανίστηκαν. Στο σπίτι όμως έμεινε κρυμμένος ο μικρός. Κι αυτός έμελλε να πληρώσει τη νύφη. Γιατί όταν οι αντάρτες δεν βρήκαν αυτούς που ήθελαν, ξέσπασαν την οργή τους στο νεότερο. Τον εκτέλεσαν επί τόπου. Κι ήταν 16-17 χρονών, σχεδόν έφηβος. Κι όταν μερικές ώρες αργότερα γύρισαν τ’ αδέρφια και τον βρήκαν σκοτωμένο, ορκίστηκαν εκδίκηση. Κάθε αριστερός από ’δώ και μπρος δεν θα ήταν γι’ αυτούς μόνο ιδεολογικός ή ταξικός εχθρός, μα και προσωπικός εχθρός. Εχθρός που έπρεπε να πληρώσει με αίμα. Το αίμα του σκοτωμένου από τους αντάρτες αδελφού. Για τον πατέρα μου και τη μάνα μου τα δύο επόμενα χρόνια ήταν τα μόνα ευτυχισμένα χρόνια που έζησαν μαζί. Ήταν τα χρόνια αμέσως μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας, που έγινε στις 12 Φεβρουαρίου του 1945. Χρόνια σημαδιακά για την αριστερά και την Ελλάδα, γενικότερα. Οι αντάρτες του ΕΛΑΣ έχοντας καταθέσει τα όπλα εγκαταλείπουν τα λημέρια τους και σκορπούν στις πόλεις και τα χωριά σε μια προσπάθεια να ζήσουν μια κανονική, ήσυχη ζωή. Κυρίως στις πόλεις, γιατί στα χωριά οι μοναρχικές οργανώσεις, μαζί με τους πρώην συνεργάτες των Γερμανών, δημιουργούν ένα αντικομουνιστικό μέτωπο και αρχίζουν την τρομοκρατία εναντίον εκείνων που είχαν οποιαδήποτε σχέση με το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ. Χιλιάδες αγωνιστές στέλνονται στις φυλακές, χωρίς να λείπουν και οι περιπτώσεις βασανισμών και δολοφονιών. Στις πόλεις η κατάσταση είναι κάπως καλύτερη, γι’ αυτό οι περισσότεροι αριστεροί και πρώην αγωνιστές αρχίζουν να συρρέουν σ’ αυτές. Ανάμεσα στους τελευταίους και ο πατέρας μου. Άφησαν το χωριό με τη μάνα μου, τη γιαγιά μου και το πρώτο τους παιδί, τον αδερφό μου, που γεννήθηκε στις αρχές του Μάρτη του ’45. Εγκαταστάθηκαν στην Κοκκινιά. Νοίκιασαν ένα μικρό σπίτι με δύο δωμάτια και ξεκίνησαν τη δουλειά. Η μάνα μου μαντάριζε κάλτσες και κένταγε. Ο πατέρας μου έπιασε δουλειά στο βυρσοδεψείο, όπου δούλευε ο αδελφός της μάνας μου. Το 1945 είναι η χρονιά με δύο κυβερνήσεις του Κέντρου: η πρώτη, του Νικολάου Πλαστήρα κράτησε μέχρι τον Απρίλη, ενώ τον Νοέμβρη θα σχηματισθεί η κυβέρνηση των Σοφούλη-Καφαντάρη. Η τελευταία είναι αυτή που θα ψηφίσει τον νόμο που καταργούσε τις ποινικές διώξεις για τα πολιτικά αδικήματα. Έτσι, χιλιάδες αγωνιστές αφέθηκαν ελεύθεροι, αυτή τη φορά. Παρ’ όλα αυτά, στον κοινωνικό περίγυρο φούντωνε η τρομοκρατία. Οι παρακρατικοί και οι Χίτες είχαν σηκώσει κεφάλι, τρομοκρατούσαν και σκότωναν. Ιδιαίτερα στα χωριά. Έτσι, σύντομα το μικρό σπίτι των γονιών μου έγινε καταφύγιο παράνομων, καταζητούμενων ή πρώην φυλακισμένων, που απελευθερώνονταν σταδιακά με το νόμο του Σοφούλη. Έβγαιναν από τη φυλακή ή κατέβαιναν από τα χωριά της Θήβας και έμεναν κάμποσες μέρες ή βδομάδες σε μας, προς μεγάλη δυσαρέσκεια της γιαγιάς μου που δεν έβρισκε λεπτό ησυχίας και έπρεπε πολλές φορές να μαγειρεύει για δέκα, επιπλέον, στόματα. Για να ομολογήσω την αμαρτία μου, άκουγα με μεγάλη επιφύλαξη τις διηγήσεις της μάνας μου για το σπίτι μας, που είχε γίνει «κέντρο διερχομένων». Για το πόσες φορές είχαν, αυτή και η γιαγιά, κοιμηθεί στο πάτωμα για να δώσουν μέχρι και το κρεβάτι τους στους συντρόφους του πατέρα, που δεν έλειπαν ποτέ. Και που έπρεπε να τους ταΐζουν, να τους κοιμίζουν, να τους ξεψειρίζουν. Είχα την εντύπωση πως υπερέβαλλε. Μέχρι που τελευταία διασταύρωσα την πληροφορία από τον Μιλτιάδη τον Πελώνη. Έναν από τους τελευταίους επιζώντες, πρώην συντρόφους και συναγωνιστές του πατέρα μου. Μια από τις πρώτες κουβέντες του ήταν ότι είχε μείνει κάμποσες φορές σπίτι μας στην Κοκκινιά, μαζί με άλλους. Από τη γειτονιά δεν κινδύνευαν να τους καταδώσουν γιατί όλοι ένα γύρω στην Κοκκινιά ήταν αριστεροί. Ή συμπαθούντες. Κι όλοι αυτοί οι «συνταξιούχοι αντάρτες» μη έχοντας άλλη διασκέδαση απασχολούνταν με τις ώρες με τον μικρό Πέτρο. Και φυσικά, το πρώτο πράγμα που του μάθαιναν ήταν να σηκώνει το μικρό του χέρι σε γροθιά και να φωνάζει με έμφαση «Κάπα-Κάπα-Έψιλον». – «Πετράκη», πες «Κάπα-Κάπα-Έψιλον». Σήκωνε αυτός τη μικρή του γροθιά και έλεγε με στόμφο αυτό που του φαινόταν κάτι σαν «τι ωραίος που είναι ο κόσμος» ή «τι καλά που περνάμε όλοι μαζί»... Βλέποντας, λοιπόν, ο μικρός Πέτρος πως η δήλωσή του αυτή ξεσήκωνε θύελλα επιδοκιμασίας, την επαναλάμβανε παντού και πάντα. Την ιστορία την πλήρωσε όπως πάντα η μάνα μου κάποια μέρα στο γεμάτο λεωφορείο. Διέγνωσε ο μικρός πως υπάρχει μεγάλο ακροατήριο για να τραβήξει την προσοχή. Καιρός να εφαρμόσει το γνωστό κόλπο. Σήκωσε μπροστά στο πρόσωπό της τη μικρή γροθιά και δυνατά φώναξε: – «Μαμά... Κάπα-Κάπα-Έψιλον». Το λεωφορείο πάγωσε. Λοξές ματιές και αμήχανα βηξίματα ακολούθησαν τη δήλωση. Ο μικρός με έκπληξη διαπίστωσε πως για πρώτη φορά η δήλωσή του δεν ξεσήκωσε θύελλα ενθουσιασμού και υπέθεσε πως δεν ακούστηκε καλά. Σήκωσε το χέρι του με αποφασιστικότητα ξανά και δήλωσε πιο δυνατά: – «Μαμά, μαμά... Κάπα-Κάπα-Έψιλον». Η μάνα μου στην αρχή προσπάθησε να του αποσπάσει την προσοχή. «Κοίτα Πετράκη εκεί έξω ποιος περνάει απέναντι... Μήπως είναι ο μπαμπάς;». Ο μικρός όμως ήταν ανένδοτος. Αισθανόταν ότι είχε χαλάσει η παράσταση. Ότι δεν έγινε αντιληπτός. «Κάπα-Κάπα-Έψιλον» φώναξε ξανά με μεγαλύτερη έμφαση, σηκώνοντας τη μικρή γροθιά του πιο ψηλά. Η μάνα μου αναγκάστηκε να αφήσει άρον άρον το λεωφορείο. Για καλή της τύχη δεν την ακολούθησε κάποιος παρακρατικός. Το σοκ για τη μητέρα μου όμως ήταν μεγάλο. Προσωπικά, πιστεύω στη μοίρα. Σε μια μορφή «κισμέτ». Όχι βέβαια, με την κλασική έννοια ότι όλα είναι γραμμένα, αλλά με την έννοια της δυναμικής των καταστάσεων και των πραγμάτων. Δημιουργούμε με τις πράξεις μας και τις επιλογές μας καταστάσεις, οι οποίες από ένα σημείο και μετά μας οδηγούν εκεί που θέλουν. Σαν να δρομολογούμε ένα λεωφορείο χωρίς φρένα στην κατηφόρα στο οποίο είμαστε επιβάτες εμείς οι ίδιοι. Ο πατέρας μου πήρε το δρόμο για το χωριό χωρίς να ξέρει ότι η μοίρα του ήταν πλέον καθορισμένη. Τα πράγματα και γι’ αυτόν και για τους άλλους είχαν πάρει το δρόμο τους. Ο δρόμος της επιστροφής στο χωριό ήταν κάτι σαν ραντεβού με το θάνατο. Η αιτία ή η αφορμή ήταν ένα χαρμόσυνο γεγονός. Ήρθε μήνυμα από το χωριό πως αρραβωνιάστηκε, για δεύτερη φορά, η αδελφή του πατέρα, η Ευταλία. Ο πρώτος της αρραβωνιάρης είχε πεθάνει μέσα στην Κατοχή. Η μάνα μου, έχοντας πρόσφατα συμφιλιωθεί με την οικογένεια, δε διανοήθηκε καν να μη θεωρήσει υποχρέωσή της το κέντημα της προίκας της υποψήφιας νύφης. Πήρε τον Πετράκη και τη γιαγιά την Άννα και ξεκίνησαν για το χωριό. Απ’ το γεγονός ότι ήταν 3-4 μηνών έγκυος σε μένα, φαίνεται πως η μετακίνηση αυτή έγινε στις αρχές του ’47. Έφτασαν για μια ακόμη φορά στο χωριό, νοίκιασαν ξανά από την αρχή ένα σπίτι και σε λίγο γεννήθηκα κι εγώ. Είμαστε στο τέλος του Ιούνη του ’47. Εποχή που το δεύτερο αντάρτικο έχει φουντώσει. Μόνο που ιδιαίτερα και μετά το δόγμα Τρούμαν, ο κρατικός-εθνικός στρατός μαζί με τη χωροφυλακή και τις διάφορες παρακρατικές ομάδες φτάνουν πλέον σχεδόν τους 200.000 άνδρες. Μόλις 15.000 είναι οι μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού. Ξανά, λοιπόν, στην παρανομία αλλά από μειονεκτική θέση. Έχοντας παραδώσει τα πιο πολλά όπλα μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας. Και έχοντας αντιμέτωπο αυτή τη φορά το οργανωμένο κράτος, που έχει πλέον ενσωματώσει όλους τους προδότες και τους συνοδοιπόρους των Γερμανών. Οι Μούργοι και οι άλλοι Χίτες είναι συνεργάτες πλέον του επίσημου στρατού. Το πρώτο θύμα είναι ο Βασίλης ο Πελώνης. Ο πραγματικός στόχος ίσως να ήταν ο αδελφός του ο Μιλτιάδης, γραμματέας της Οργάνωσης του ΕΑΜ στο χωριό στην περίοδο της Κατοχής. Πιάστηκε στην Αθήνα από την Ασφάλεια και φυλακίστηκε αμέσως μετά τα Δεκεμβριανά. Έμεινε όλη του σχεδόν τη ζωή στις φυλακές και τις εξορίες έχοντας καταδικασθεί πέντε φορές εις θάνατον. Το τραγικά αστείο παιχνίδι που έπαιξε κι εδώ η ζωή είναι πως ο κυρ-Μιλτιάδης έζησε, και τώρα που γράφονται οι γραμμές αυτές κοντεύει τα ενενήντα. Όσο για τον αδερφό του τον Βασίλη, καραδοκούσαν μέρα μεσημέρι και τον πυροβόλησαν στο κεφάλι καθώς γυρνούσε καβάλα πάνω στ’ άλογο από το πηγάδι. Το Παλιοπούσι. Το άλογο γύρισε μόνο του στο σπίτι γεμίζοντας τους δικούς του με τις χειρότερες υποψίες. Τον βρήκαν νεκρό καταμεσίς στο δρόμο. Στο χωριό έγινε θρήνος και οδυρμός. Άφησε χήρα και τρία ορφανά. Δύο κόρες και το γιο του, τον Μίμη. Συνομήλικος και κολλητός του αδελφού μου. Τη χήρα του, τη Βαγγελίστρα, τη θυμάμαι μια ζωή κουκουλωμένη στα μαύρα. Ο κύκλος του αίματος φούντωνε για τα καλά... Πρωτεργάτες στη δολοφονία φαίνεται πως ήταν οι Μούργοι και οι άλλοι γνωστοί Χίτες της περιοχής. Οι Μανάρες. Οι Σαρκούκηδες. Ο πατέρας μου ήξερε ότι ήταν ο επόμενος στη σειρά. Όλοι οι άλλοι ήσαν στο βουνό. Εξαφανίσθηκε ένα βράδυ όταν «πετάχτηκε πιο κάτω για να δει κάτι φίλους». Ήταν κοινό μυστικό στην οικογένεια πως τον περίμενε ο Θοδωρής και οι άλλοι πιο κάτω. Στην αγανακτισμένη μητέρα μου που έμεινε να μεγαλώνει μόνη δύο μωρά παιδιά θα δηλώσει πως τον απήγαγαν οι αντάρτες. Την ίδια δικαιολογία θα δηλώσει αργότερα και στο στρατοδικείο. Είναι βέβαιο πως σε όλη την Ελλάδα, κυρίως στα χωριά, οι πολλοί από τους παλιούς αντάρτες, εκείνο το μοιραίο καλοκαίρι του ’47 ξαναπήραν το γνώριμο δρόμο για το βουνό. Ακολουθούσαν όλοι το πεπρωμένο τους. Στο διάστημα αυτό ο πατέρας μου κατέβαινε στην αρχή αρκετά συχνά στο χωριό και κρυβόταν στο πατρικό του σπίτι. Εκεί όμως για καλή και κακή του τύχη κατοικοέδρευε και ο μικρός Πετράκης. Τριών χρονών τότε. Η μάνα μου, έχοντας πρόσφατα γεννήσει εμένα, είχε το βάρος ενός βρέφους και ταυτόχρονα το βιοπορισμό της οικογένειας. Έτσι, προς μεγάλη χαρά όλων, η γιαγιά η Χάιδω είχε αναλάβει τον Πετράκη. Του είχαν όλοι αδυναμία και αποτελούσε το κέντρο της προσοχής όλων στην οικογένεια, μια και ήταν ο πρωτότοκος γιος σε μια οικογένεια με έξι αδέρφια. Το κακό όμως ήταν πως ο μικρός είχε φοβερή αντίληψη. Και φοβερή, για την ηλικία του, γλώσσα... Καταλάβαινε από την ατμόσφαιρα που δημιουργούσαν οι γύρω και από τις σιγανές κουβέντες την παρουσία του πατέρα του. Και όλο ρωτούσε: – Είναι εδώ ο μπαμπάς; Ο πατέρας τον κοίταζε από μακριά και τον καμάρωνε και τον λαχταρούσε. Ήθελε να τον σφίξει στην αγκαλιά του και δεν τολμούσε, γιατί ήξερε τις συνέπειες. Κι αυτός όλο έλεγε: – Είναι ο μπαμπάς! Ώσπου ένα βράδυ δεν άντεξε και φανερώθηκε. Τον χάιδευε και τον φιλούσε και τον κράταγε αγκαλιά όλο το βράδυ. Τον κοίμισε, τον φίλησε τρυφερά και έφυγε μέσα στη νύχτα για το βουνό. Μα η ανάμνηση του πατέρα ήταν έντονη στο είναι του μικρού του γιού. Ξύπνησε το πρωί και τον αναζητούσε. Μα ο μπαμπάς δεν υπήρχε. Αλλά αυτός όπου βρισκόταν και σε κάθε έναν και κάθε μια που έβλεπε έλεγε με καμάρι πως είδε τον μπαμπά. – Πού πήγε ο μπαμπάς; – Ποιος μπαμπάς μανάρι μου, στο όνειρό σου τον είδες. – Όχι, τον είδα, και μου τραγούδησε. Όνειρα βλέπεις εσύ! Τέτοια νέα όμως, ακόμη κι αν έχουν βγει από το στόμα ενός μικρού παιδιού δεν μπορούσαν να μείνουν κρυφά. Το άλλο βράδυ εμφανίστηκαν οι Χίτες, με επικεφαλής τον Σαρκούκη, και έκαναν άνω κάτω το σπίτι. Μόνο που μπέρδεψαν το «ποιο σπίτι». Πήγαν στο σπίτι της μητέρας μου. Η μάνα μου αρχικά ανέβηκε πάνω στην αμπάρα με το σώμα της και δεν τους άφηνε να μπουν. – «Μαρία, άνοιξε γιατί θα σπάσουμε την πόρτα», έλεγαν και χτυπούσαν με τους υποκόπανους τη χαμηλή πόρτα. Οι άγριοι ήχοι των όπλων, οι φωνές των Χιτών και τα ποδοβολητά τους μπλεκόντουσαν με τις κραυγές απελπισίας της μάνας μου και το δικό μου το κλάμα. Θα πρέπει να ήμουν περίπου έξι μηνών και τα γεγονότα να διαδραματίζονται γύρω στα Χριστούγεννα του ’47. – Μαρία, δεν θα σε πειράξουμε Tσένα. Το Βασίλη θέλουμε. – Δεν είναι εδώ. Έχω να τον δω μήνες. Σεβαστείτε που έχω μωρό παιδί. Σιγά μη δε σέβονταν. Με τα πολλά τους άνοιξε. Τα έκαναν όλα λίμπα, χωρίς βέβαια, να βρουν τίποτε. Από τότε όμως, μάλλον δεν ξανακατέβηκε στο χωριό ο πατέρας μου. Ή, αν κατέβαινε, αυτό γινόταν πλέον πολύ σπάνια.
...
Στις αρχές του ’49, ό,τι υπήρχε στην περιοχή της Βοιωτίας από τις δυνάμεις του Δημοκρατικού Στρατού φαίνεται πως έχει διαλυθεί τελείως. Τον Απρίλη, μάλιστα, τρεις μεραρχίες υπό τον Τσακαλώτο, πετυχαίνουν την πλήρη εκκαθάριση της Στερεάς από τον ΔΣΕ. Εν τούτοις, κάποιοι από τους άντρες του ΔΣΕ κατάφεραν να κινηθούν προς τα Δυτικά και να φτάσουν στα Άγραφα, ακολουθώντας μια πορεία που περιλαμβάνει μερικά από τα πιο άγρια και χιονισμένα βουνά, όπως ο Ελικώνας, ο Παρνασσός και ο Τυμφρηστός. Εδώ φαίνεται πως χώρισαν και τα δύο αδέρφια, ο θείος μου ο Θοδωρής και ο πατέρας μου, ακολουθώντας διαφορετικές κατευθύνσεις. Ο θείος μου μπόρεσε να ξεφύγει προς τα δυτικά, για να αναγνωρισθεί αργότερα το πτώμα του, κάπου ανάμεσα στη Ρούμελη και την Ήπειρο. Οι υπόλοιποι αντάρτες σκόρπισαν από ’δώ κι από ’κεί σε μικρές ομάδες ή πολλές φορές μόνοι, προσπαθώντας να επιβιώσουν σε ένα παιχνίδι που θύμιζε τη γάτα με το ποντίκι. Στους τελευταίους ανήκε και ο πατέρας μου μαζί με δύο τρεις άλλους από την ομάδα τους, που τραυματίες ή άρρωστοι, παρέμειναν πίσω, ανίκανοι να ακολουθήσουν τους υπόλοιπους στην κοπιαστική τους πορεία προς τα δυτικά. Λίγα μπορώ να πω γι’ αυτήν την περίοδο της ζωής τους γιατί οι δύο πρωταγωνιστές πρόλαβαν να πεθάνουν πολύ νωρίς. Τουλάχιστον τόσο νωρίς που να μην έχω προλάβει να τους μιλήσω. Κι ακόμη χειρότερα. Πριν προλάβω καν να μιλήσω. Έχω όμως μια αμυδρή ιδέα για το τι πέρασαν από σκόρπιες διηγήσεις. Σαν κι αυτή που άκουσα στον Καναδά κατά τη διάρκεια των μεταπτυχιακών μου σπουδών. Με κάλεσαν για φαγητό στο σπίτι κάποιας συγχωριανής, που ήταν παντρεμένη εκεί. Κι εκεί κατά τη διάρκεια του φαγητού ρώτησε η γυναίκα το σύζυγό της: – Θυμάσαι τον τάδε από τον Άγιο Γεώργιο που μας διηγήθηκε την ιστορία για τους δύο συγχωριανούς μου, που τους είχαν για μέρες κρυμμένους στην καταπακτή; Γι’ αυτούς που τους κατέβαζαν νερό και φαγητό από μια τρύπα από πάνω; Ε, ο ένας από τους δύο ήταν ο πατέρας του νεαρού (είπε, δείχνοντας εμένα). Από τέτοιες σκόρπιες διηγήσεις έχω σχηματίσει την εικόνα ότι ζούσαν μια ζωή χειρότερη κι από τα αγρίμια. Φαίνεται πως για μια περίοδο 3-4 μηνών μετακινούνταν σε μια ακτίνα 20-50 χιλιομέτρων, σε μια περιοχή που ξαπλώνεται ανάμεσα στο χωριό, τον Ελικώνα, τα χωριά κοντά στον Κορινθιακό και τα χωριά της Λιβαδειάς. Για όσους γνωρίζουν τα μέρη αυτά θα ξέρουν ότι ο χειμώνας είναι αμείλικτος. Το κρύο που κατεβάζει ο Ελικώνας είναι πολλές φορές πολικό. Και το χιόνι ξεπερνά συχνά το ένα μέτρο. Με τη γιαγιά τη Χαϊδίτσα είχαν, φαίνεται, κάποιον κώδικα επικοινωνίας. Ξεκινούσε τάχα να μαζέψει χόρτα ή ελιές και τους άφηνε κάποιο καλάθι με τρόφιμα στ’ αμπέλια. Ή άλλες φορές τα έκρυβε στις φούστες της. Κάπου κάπου της άφηναν και κάποιο κουβάρι με ρούχα για πλύσιμο. Το σπίτι της γιαγιάς και του θείου μου του Κίτσου ήταν το προτελευταίο του χωριού. Αμέσως μετά ήταν ο τοίχος του νεκροταφείου. Τα μνήματα ήταν κάποιες από τις κρυψώνες που χρησιμοποίησαν πολλές φορές. Παράλληλα, συνεχίζονται οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του τακτικού στρατού, με στόχο την ανεύρεση και τη σύλληψη των μαχητών του Δημοκρατικού Στρατού που έχουν απομείνει κρυμμένοι εδώ κι εκεί, σκορπισμένοι σε όλη την Ελλάδα. Ξεπαγιασμένοι, ρακένδυτοι, πεινασμένοι, αξύριστοι και άπλυτοι, χωρίς να περιμένουν τίποτε. Καταζητούμενοι από θεούς και δαίμονες, χωρίς μοίρα στον ήλιο. Άθλια απομεινάρια μιας ένδοξης εποποιίας. Οι ποινές για εκείνους τους συμπαθούντες που θα δεχτούν να κρύψουν κάποιους από τους καταζητούμενους «συμμορίτες» είναι εξοντωτικές. Παρ’ όλα αυτά δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που άνθρωποι οικογενειάρχες και μη πήραν το ρίσκο της αρωγής των ταλαιπωρημένων καταζητούμενων. Οι ενέδρες του τακτικού κρατικού στρατού είναι σχεδόν καθημερινές. Ο κλοιός σφίγγει όλο και περισσότερο μέχρι την μοιραία εκείνη μέρα, που έτσι κι αλλιώς θα ερχόταν κάποια στιγμή. Παρ’ όλα αυτά στην Ανατολική Στερεά φαίνεται πως επιβίωσαν μέχρι το τέλος του Μάη του 1948. Μάης μήνας. Το ηθικό λίγο καλύτερο μιας και οι νύχτες είναι πιο ζεστές, τα φυλλώματα πιο πυκνά για να κρυφτούν οι αντάρτες, όλο και κάποια στάνη βρίσκεται για να πάρουν με το καλό ή με το ζόρι ένα παγούρι γάλα ή ένα κομμάτι ψωμί. Σε κάποια τέτοια στιγμή βρέθηκαν περικυκλωμένοι από τους στρατιώτες. Είναι τόσο κοντά που βλέπουν τα πρόσωπά τους. Την κρίσιμη στιγμή ο πατέρας μου ακούει το όνομά του. – Αθανασίου, εγώ είμαι δε με γνωρίζεις; – Σας γνώρισα, κύριε ταγματάρχα. Η φοβερή σύμπτωση είναι πως επικεφαλής του εκκαθαριστικού στρατιωτικού τμήματος είναι ο λοχαγός που είχε ο πατέρας μου, όταν ήταν λοχίας στον πόλεμο της Αλβανίας. Είχαν περάσει μαζί ολόκληρο τον πόλεμο εναντίον των Ιταλών, πάνω στα κακοτράχαλα βουνά, μέσα στα κρύα και τα χιόνια, σύντροφοι στις κακουχίες, στις ταλαιπωρίες του πολέμου, στη χαρά της νίκης. Μαζί είχαν γευτεί και την πίκρα της ήττας μετά την επίθεση της Γερμανίας, την παράδοση, την ταλαιπωρία της επιστροφής. Οι δεσμοί που τους έδεναν ήταν πολύ δυνατοί και ήταν τελείως φυσικό να εξελιχθούν τα πράγματα όπως εξελίχθηκαν στη συνέχεια. Ο πατέρας μου και οι δύο σύντροφοί του παραδόθηκαν χωρίς καμία αντίσταση, ενώ ο ταγματάρχης πήρε τον πατέρα μου από εκεί και πέρα κάτω από την προστασία του. Φρόντισε για την περίθαλψή του, να έχει φαγητό και ρούχα και, κυρίως, τον είχε στα μάτια του για την πιθανότητα αντιποίνων. Το τελευταίο ήταν και το πιο σοβαρό, μια και οι ομάδες Χ του Γρίβα, οι γνωστοί Χίτες, είχαν πλέον εξελιχθεί σε σοβαρή παραστρατιωτική οργάνωση, που την αποτελούσαν, κυρίως, πρώην συνεργάτες των Γερμανών, πρώην κουκουλοφόροι, γερμανοτσολιάδες και άλλοι καταδότες. Γυρνούσαν στην ύπαιθρο οπλισμένοι, και φρόντιζαν να μη γλιτώνει κανένας από τους πρώην αριστερούς, τους αντάρτες, τους μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού, τους συνεργάτες τους ή τους συμπαθούντες. Όποιος έπεφτε στα χέρια τους, τον περίμεναν βασανιστήρια, άγριοι ξυλοδαρμοί, κρεμάλα, κομμένο κεφάλι και παλούκωμα σε κοινή θέα.
...
Ο Σεπτέμβρης του ’48 βρίσκει τον πατέρα μου στις φυλακές της Θήβας. Έχουν μεταφερθεί εκεί για την προανάκριση πριν το στρατοδικείο. Στην επαρχία τα πάντα φαίνονται χαμένα. Ό,τι έχει απομείνει από το Δημοκρατικό Στρατό παλεύει στα Β.Δ., κοντά στα σύνορα με την Αλβανία, με ένα πάνοπλο κρατικό στρατό που ενισχύεται πλέον από τις δυνάμεις των Αμερικανών. Ο πατέρας μου βρίσκεται αντιμέτωπος με τα ηθικά του διλήμματα. Έχει μια νέα γυναίκα και δυο μικρά παιδιά, το ένα τεσσάρων ετών και το άλλο ενός έτους. Παιδιά για τα οποία δεν έχει προλάβει να κάνει τίποτε. Όλα τα βάρη τα έχει αναλάβει μια νέα γυναίκα, η μάνα μου, χωρίς καμιά περιουσία, χωρίς δικό της σπίτι, χωρίς υποστήριξη. Σκέφτεται τι θα απογίνουν όλοι αυτοί αν τον καταδικάσουν σε θάνατο ή εξορία, όπως συνηθίζεται για όλους τους όμοιούς του. Το βάρος των ευθύνης τον λυγίζει και παίρνει τη μεγάλη απόφαση. Αποφασίζει να διεκδικήσει να ζήσει. Έχει την ψευδαίσθηση πως μπορεί να το πετύχει. Προς την κατεύθυνση αυτή τον σπρώχνουν και διάφοροι φίλοι και γνωστοί. Εξάλλου η Θήβα είναι, κατά κάποιον τρόπο, η έδρα του. Προς την κατεύθυνση αυτή τον σπρώχνει και ο Δούρος, το παλιό του αφεντικό. Έχει δουλέψει στην επιχείρησή του αρκετό καιρό και τον έχει σαν παιδί του. Από τις πλουσιότερες οικογένειες της Θήβας, με κτήματα, ανθηρή επιχείρηση που περιλαμβάνει το μονοπώλιο του πετρελαίου και των σπίρτων. Ανεψιός του βουλευτή της περιοχής. Απ’ αυτόν έμαθα μια άγνωστη ιστορία για τον πατέρα μου: Αμέσως μετά την αποχώρηση των Γερμανών, μπήκαν στη Θήβα οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ που κατέλαβαν για ένα μικρό διάστημα την πόλη. Ένα από τα πρώτα μελήματά τους ήταν το άδειασμα όσων αποθηκών δεν κατέστρεψαν οι Γερμανοί. Τον πατέρα μου τον όρισαν υπεύθυνο μιας αποθήκης με φαρμακευτικό υλικό. Έπρεπε να αδειάσει το γρηγορότερο και να μεταφερθεί στο βουνό. Το βράδυ εκείνο ο πατέρας μου κοιμήθηκε, όπως το συνήθιζε κάθε φορά που ήταν στη Θήβα, στο σπίτι του Δούρου. – Τον παρακάλεσα τον πατέρα σου να μας δώσει μια κάσα με μορφίνες. Τι ψυχή έχει μια κάσα με μορφίνες! Αυτός, τίποτε. Αγύριστο κεφάλι. Αρβανίτικο. Μ’ αυτό μπορεί εκείνη την εποχή να αγόραζες μέχρι και σπίτι! Τέτοιος ήταν ο πατέρας σου ιδεολόγος του κερατά. Γι’ αυτό το ’φαγε το κεφάλι του. Ο Δούρος αναλαμβάνει τον στρατοδίκη. Αρχίζουν τα τραπεζώματα και τα πεσκέσια. Πετρέλαιο, λάδι, φρέσκα ζαρζαβατικά. Ο άνθρωπος φαίνεται να λυγίζει. Δεν είναι δα και κανένα τέρας ηθικής. Κάνει θετική εισήγηση. Καταθέτει και ο ταγματάρχης πως «παρεδόθη οικειοθελώς» και κάτι τέτοια. Τα πράγματα δείχνουν πως μπορεί και να την γλίτωνε. Δεν ήταν δα και ο πρώτος. Λογάριαζαν όμως όλοι χωρίς τον ξενοδόχο. Και ξενοδόχος σ’ αυτήν την περίπτωση ήταν οι Χίτες και οι πρώην ταγματασφαλίτες της περιοχής. Ακόμη και αν το επίσημο κράτος ξεγελάστηκε ή αφέθηκε να ξεγελαστεί, αυτοί δεν αστειεύονται. Παίρνουν το νόμο στα χέρια τους. Καθώς ο πατέρας μου μεταφέρεται στο Μούλκι, τη σημερινή Αλίαρτο, και κρατείται σε ένα πρόχειρο κατάλυμα που χρησιμεύει για κρατητήριο, αυτοί παρακολουθούν τα πράγματα με άγρυπνο μάτι. Μαθαίνουν ποιο βράδυ θα λείπει ο ταγματάρχης σε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις, και τότε επεμβαίνουν. Η συνταγή είναι γνωστή. Οι δειλοί και οι εγκληματίες δρουν πάντα νύχτα. Φορούν πάντα μάσκες. Κρατούν σιδηρολοστούς. Αυτή τη σκηνή της φρίκης έχω προσπαθήσει να την αναπαραστήσω άπειρες φορές μέσα μου. Η φαντασία μου, όμως, θα πρέπει να ωχριά μπροστά σε οποιαδήποτε πραγματικότητα. Προτιμώ να αφήσω σε σένα αγαπητέ αναγνώστη και αγαπητή αναγνώστρια, στη δική σου τη φαντασία να σκεφθεί τι μπορεί να έγινε σε εκείνο τον άθλιο αχυρώνα στο Μούλκι, το τέλος του Σεπτέμβρη του 1948, ανάμεσα σε έναν πρώην αντάρτη τριάντα δύο μόλις χρόνων και τους άθλιους βασανιστές του. Η φαντασία σου μπορεί να βοηθηθεί από το γεγονός ότι το θύμα είχε την ατυχία να μην πεθάνει επί τόπου. Για κάποιους λόγους που δεν μπορώ να εξηγήσω, έζησε για δύο ακόμη μήνες μετά από εκείνο το μοιραίο βράδυ. Δεν ξέρω αν το τηλεγράφημα για την μητέρα μου στην κοινότητα έφτασε την ίδια ή την επόμενη μέρα. Την ειδοποιούσαν να πάει επειγόντως στο Μούλκι για να επισκεφθεί τον άντρα της. Όταν έπαιρνε τον μικρό Πέτρο μαζί της, παρ’ όλο που την έζωναν τα μαύρα φίδια, μάλλον δεν μπορούσε να προβλέψει τον εφιάλτη που θα αντίκριζε. Την οδήγησαν σε ένα πρόχειρο οίκημα που έπαιζε το ρόλο στρατιωτικού νοσοκομείου ή κάτι τέτοιο. Και εκεί σε κάποιο κρεβάτι κείτονταν ένα ανθρώπινο ον που κάποτε ήταν ο άνθρωπος που αγάπησε. Στα τριάντα δύο του χρόνια. Χωρίς δόντια, κατάμαυρος, μελανιασμένος, με τα κρέατα σχεδόν να κρέμονται σε μια άμορφη μάζα, ανακατεμένα με ξεραμένα μαύρα υπολείμματα από σάρκες και αίμα. Η μάνα μου έμεινε άφωνη να κοιτάζει το θέαμα, χωρίς να μπορεί να αναγνωρίσει την ανθρώπινη μορφή. Δεν ξέρω αν δεν αναγνώριζε ή δεν ήθελε να αναγνωρίσει αυτό που έβλεπε. Ο μικρός δίπλα της την έβγαλε για λίγο από την αφασική της κατάσταση. – «Ο μπαμπάς... ο μπαμπάς...» Ήταν τα τελευταία λόγια που άκουσε πριν πέσει κάτω λιπόθυμη... Συνήλθε για να ζήσει την αρχή ενός ακόμη εφιάλτη που κράτησε σχεδόν δύο μήνες. Ένας εφιάλτης με ατέλειωτα σούρτα φέρτα ανάμεσα στο Μούλκι, το χωριό και τέλος την Αθήνα. Γιατί έπρεπε να κοιτάει δύο μικρά παιδιά, να τα ταΐζει, να τα φροντίζει και να εξασφαλίζει και τα προς το ζην. Ταυτόχρονα, να επισκέπτεται έναν ετοιμοθάνατο με αφόρητους πόνους, σε συνθήκες απερίγραπτες, με μέσα άθλια. Ήταν ένας προαναγγελθείς θάνατος. Το τηλεγράφημα μιλούσε για το τέλος χωρίς να αναφέρει τίποτε άλλο. Ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί δεν παρέδιδαν το νεκρό στους συγγενείς. Τον έθαψαν οι ίδιοι. Κάτι σαν κρυφό. Κάπου στα κρυφά. Ποτέ δεν μας είπαν πού. Ποτέ δεν το μάθαμε. Παρ’ όλα αυτά ο πόνος ήταν το ίδιο βαθύς. Το ίδιο μοιρολόι ξέσπασε στο σπίτι της μάνας μου. Στο σπίτι της γιαγιάς μου. Ο χρόνος γιατρεύει ακόμη και τις πιο βαθιές πληγές. Η μάνα μου έκλαψε τον άνθρωπό της, αλλά δεν στάθηκε εκεί. Ανασκουμπώθηκε και πάλι και ρίχτηκε στον αγώνα. Τον αγώνα της επιβίωσης. Δεν μας μίλησε σχεδόν ποτέ για τον πατέρα μας. Την μνήμη του την τίμησε με τον δικό της τρόπο. Δεν κοίταξε ποτέ της άλλον άντρα. Και κράτησε τον όρκο που του έδωσε να μας μεγαλώσει. Φαινόταν σαν να ήθελε να ξεχάσει. Όλοι φαίνονταν σαν να ήθελαν να ξεχάσουν. Ο χρόνος τους βοήθησε. Και τα χρόνια πέρασαν. Ο μόνος που δεν μπόρεσε να ξεχάσει εκείνη τη βραδιά (και κάποιες άλλες) ήταν ο τελευταίος των Μουργαίων. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του, πολύ πρόσφατα, ζούσε ξανά και ξανά τον εφιάλτη εκείνης της νύχτας. Τον εφιάλτη στον οποίο νόμιζε πως ήταν ο θύτης. Τελικά έγινε το θύμα. Ατέλειωτες νύχτες τον άκουγαν οι χωριανοί να ουρλιάζει. Τώρα στα ογδόντα του... Τον επισκέπτονταν οι ερινύες. Οι φωνές του ακούγονταν σ’ όλο το χωριό.
...
Το πτώμα του πατέρα μου ο στρατός δεν το παρέδωσε ποτέ στη μάνα μου και στους συγγενείς. Ποτέ δεν μάθαμε πού τον έθαψαν. Χωρίς πτώμα δεν υπάρχει κηδεία. Γι’ αυτό, ποτέ δεν έκανε η μάνα μου κηδεία για τον άντρα της. Ούτε σαράντα. Γι’ αυτό και ποτέ δεν εύρισκα τον τάφο του πατέρα μου, όσο κι αν έψαχνα στο νεκροταφείο του χωριού. Μου άρεσε πάντα το νεκροταφείο. Ήταν στη Β.Δ. άκρη του χωριού, λίγο πριν τον ερειπωμένο μύλο του Κανέλη: ένα κυλινδρικό ερείπιο μύλου, σαν κι αυτά που αφθονούν στα νησιά. Είχε ένα άσπρο μαντρότοιχο γύρω γύρω, και μέσα ένα όμορφο εκκλησάκι αφιερωμένο στην Άγια Σωτήρα. Φυσικά, τέτοια αγία μάλλον δεν υπάρχει, αλλά είχε υποστεί και αυτό τη γλωσσική παραφθορά του από την αρχική του ονομασία: του Σωτήρος. Μου άρεσε το νεκροταφείο και το επισκεπτόμουν συχνά, γιατί μου άρεσαν οι κηδείες στο χωριό. Και βέβαια, για μένα η όλη διαδικασία ήταν σαν ένα παιδικό παιχνίδι: οι όμορφες ψαλμωδίες, τα κόλλυβα, τα νόστιμα ψωμάκια που μοίραζαν, το περπάτημα από την εκκλησία του χωριού στο νεκροταφείο με την κάσα στους ώμους τεσσάρων και τα εξαπτέρυγα μπροστά. Αλίμονο, όμως σ’ εκείνο το σπιτικό που του λάχαινε θάνατος και κηδεία. Το βασανιστήριο ήταν διπλό. Από τη μια μεριά ο πόνος του θανάτου, κι απ’ την άλλη το βασανιστήριο της κηδείας. Μου έχει μείνει αξέχαστη η πρώτη κηδεία που παρακολούθησα σε όλη της την εξέλιξη. Δεν πρέπει να ήμουν πάνω από πέντε έξι ετών, όταν πέθανε το πρώτο μου ξαδερφάκι, ο πρώτος γιος του θείου μου του Κίτσου, ο Τάσος. Ήταν ένα χρόνο μικρότερος από μένα και αγαπούσε πολύ τα άλογα. Σχεδόν κάθε μέρα μετά τη δύση του ήλιου, πού τον έχανες πού τον έβρισκες, ανάμεσα στα άλογα του χωριού που τα έφερνε ο κοινός τσοπάνης στην κοντινή βρύση για πότισμα. Το χωριό μόλις είχε αποκτήσει δίκτυο νερού και κάθε γειτονιά είχε πλέον τη δική της βρύση. Χωνόταν, λοιπόν ο μικρός ανάμεσα στα ζωντανά, προσπαθώντας να εντοπίσει το άλογο του πατέρα του για να το πάει σπίτι. Μια φορά όμως έγινε το κακό. Βρέθηκε ξαφνικά στη μέση ενός αλογοκαυγά. Τα ζώα άρχισαν να κλωτσούν το ένα το άλλο με μανία με τα πισινά τους πόδια, και κάποιες κλωτσιές πήραν τον μικρό στην κοιλιά. Ο μικρός δεν πέθανε αμέσως από τα χτυπήματα, αλλά όπως και στην περίπτωση του πατέρα μου 3-4 χρόνια πριν, πέθανε μετά από 2-3 μήνες. Οι γιατροί δεν μπόρεσαν να κάνουν τίποτε. Τον έπλυναν, τον έντυσαν με καινούργια ρούχα και παπούτσια, του έβαλαν καινούργια σεντόνια και τον έβαλαν σε ένα ντιβάνι στη μέση του σπιτιού. Οι ώρες που μεσολάβησαν μέχρι την άλλη μέρα που έγινε η κηδεία θα πρέπει να ήσαν ένα διαρκές μαρτύριο, ιδιαίτερα για τη θειά μου τη Μαρίνα. Εκτός από τον πόνο της μάνας, είχε να αντιμετωπίσει μια σειρά από κοπιαστικές δουλειές. Πρώτα πρώτα σκουπίστηκε και συγυρίστηκε το σπίτι. Μετά άναψαν το φούρνο. Ζύμωσαν ψωμί για καμιά εβδομηνταριά νοματαίους, χώρια τα ψωμάκια της κηδείας, τα κόλλυβα. Ξαρμύρισαν μπακαλιάρο, τον μαγείρεψαν πλακί στο φούρνο, γιατί μετά την κηδεία θα έπρεπε να ταΐσουν άπειρο κόσμο. Και κοντά σ’ αυτά είχαν τις δεκάδες τους καφέδες, γι’ αυτούς που ξενύχτησαν το νεκρό, γι’ αυτούς που ήρθαν πριν την κηδεία, μετά. Να κουβαλούν νερό για να πλύνουν όλα αυτά τα πιάτα, τα ποτήρια, που βέβαια τα είχαν δανειστεί από τη γειτονιά. Κοντά σ’ αυτά να σέρνουν και το μοιρολόι. Ξέπλεξαν όλες τα μαλλιά τους, η γιαγιά μου, οι θείες μου, οι άλλες θείες του νεκρού παιδιού. Το μοιρολόι ξεκίναγε με μιαν αργόσυρτη κραυγή που ολοένα μεγάλωνε. Ένα αργόσυρτο αααα, στη διαπασών στο οποίο έμπαινε μία μία με τη σειρά της, ενώ οι άλλες συνόδευαν με πιο χαμηλές, αργόσυρτες φωνές. Με ένα είδος αυτοσχέδιας ψαλμωδίας που γινόταν κυρίως στα αρβανίτικα, περιέγραφαν μία μία με τη σειρά τους τα προτερήματα του νεκρού. Πόσο καλός ήταν, πόσο γλυκός, πόσο όμορφος. Τι θα γινόταν όταν μεγάλωνε, τι χαρά ήταν για τους γονιούς του. Ακολουθούσε η περιγραφή του πόνου που ένιωσαν, πώς έγινε το κακό, πώς θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί, κατάρες για την κακιά στιγμή... Κι ο κύκλος έκλεινε με τα μηνύματα για τους νεκρούς του κάτω (...ή του πάνω) κόσμου. Μηνύματα για το τι κάνει ο καθένας από τους συγγενείς, πώς μεγάλωσαν τα παιδιά του, αν παντρεύτηκαν, αν περνάνε καλά... Χαιρετίσματα, βεβαιώσεις για τη μνήμη του ή της, δεν τους ξέχασαν... Κι ο κύκλος ξανάρχιζε ξανά και ξανά. Πολλά από τα μηνύματα ήταν για τον πατέρα μου. Ήταν ο πιο πρόσφατος ταξιδιώτης για τον άλλο κόσμο μέσα σ’ όλο το σόι. Εκτός από το γεγονός ότι οι γυναίκες της οικογένειας έπρεπε να ντυθούν στα μαύρα από την κορυφή ώς τα νύχια, τις περίμενε στην εκκλησία ένα περίεργο μαρτύριο που ποτέ δεν το κατάλαβα: παρατάσσονταν σε μία σειρά πίσω από τον νεκρό την ώρα της ακολουθίας. Και σε τακτά διαστήματα ξάπλωναν όλες μπρούμυτα στο πάτωμα, προσκύναγαν και ξανασηκώνονταν, και πάλι μετά από λίγο πάλι μπρούμυτα, και πάλι επάνω, σαν κάποιος να τις τιμωρούσε, λες και αυτές έφταιγαν για το κακό που τις βρήκε. Ακολούθησε η ταφή και μετά όλοι μαζί πήγαν στο σπίτι του πεθαμένου για φαγητό. Κάνω την αμαρτωλή σκέψη πως τουλάχιστον η μάνα μου δεν τα πέρασε όλα αυτά. Οι σταυρωτήδες που εξαφάνισαν το πτώμα ίσως να την γλίτωσαν από ένα κάρο μπελάδες και αβάσταχτα έξοδα.
...
Το πιο βασικό πρόβλημα που είχε να λύσει η μάνα μου, αμέσως μετά το θάνατο του πατέρα, ήταν η επιβίωση. Είχε να θρέψει τέσσερα στόματα. Δύο τα δικά τους και δύο μικρών παιδιών, από τα οποία το ένα είναι ενάμισι έτους και το άλλο τεσσάρων. Από τους συγγενείς δεν μπορεί να ζητήσει τίποτε. Εκτός που δεν έχουν κι εκείνοι, είναι όλοι εξαφανισμένοι: η γιαγιά η Χάιδω μαζί με το θείο τον Κίτσο και τη γυναίκα του τη Μαρίνα, τους έχουν μπουζουριάσει στη Θήβα, μαζί και το θείο μου τον Νάσο. Ο τελευταίος θα πάρει στη συνέχεια το δρόμο των φυλακών που θα κρατήσουν πάνω από δέκα χρόνια. Τους υπόλοιπους αφού τους τουλούμιασαν στο ξύλο, τους κράτησαν 3-4 μήνες, μέχρι να βεβαιωθούν πως δεν έχουν να βγάλουν τίποτε άλλο από αυτούς. Ευτυχώς, δεν πήραν μαζί τους και τη μάνα μου. Αντί γι’ αυτό, προτίμησαν την κατ’ οίκον ανάκριση. Σε τακτά χρονικά διαστήματα ερχόταν και την ανέκρινε κάποιος λοχαγός του στρατού έχοντας μαζί του και κάποιον ή κάποιους άλλους. Οι ερωτήσεις ήταν περίπου οι ίδιες κάθε φορά: – Με ποιους έκανε παρέα ο άντρας σου; – Ποιοι μπαινόβγαιναν στο σπίτι σας; – Ποιοι τον έκρυβαν; – Πώς επικοινωνούσατε; – Πώς του έστελνες φαγητό όταν ήταν κρυμμένος; κ.λπ., κ.λπ. Θα μπορούσε να τους δώσει κάποια από τα ονόματα εκείνων που ήδη ήταν πεθαμένοι, πιασμένοι ή φευγάτοι στο βουνό. Κάτι τέτοιο, όμως, θα ήταν μπούμερανγκ. Θα άνοιγε την όρεξη για άλλες ερωτήσεις. Η μάνα μου διάλεξε την οδό της απόλυτης άρνησης. Δεν ξέρω αν το έκανε συνειδητά ή αν την οδήγησε το ένστικτό της. Η μέθοδος, πάντως, ήταν αποτελεσματική. – Άσε με άνθρωπέ μου στον πόνο μου. Είμαι χήρα με δυο μικρά παιδιά που πεινάνε. – Τον άνδρα μου έχω να τον δω σχεδόν δύο χρόνια. Δεν μιλιόμασταν γιατί οι δικοί του δεν με ήθελαν. Εγώ είμαι μια ξένη που δεν ξέρω κανέναν εδώ. Ρωτήστε σε όλο το χωριό τι φασαρίες έγιναν για να παντρευτούμε! – Ακόμη και όταν ήμασταν μαζί, ο άντρας μου απέφευγε να φέρει φίλους στο σπίτι, γιατί βλέπετε τα χάλια μας. Μια κάμαρη της κακιάς ώρας, μερικά στρωσίδια και μερικά κουζινικά. Τι παρέες να μπαίνουν εδώ. Με δύο μωρά και μια γριά που δεν μιλάει ούτε τη γλώσσα! Τα επιχειρήματα ήταν ατράνταχτα. Και η μάνα μου πειστική στο ρόλο της. Ο λοχαγός είδε κι απόειδε και την άφησε ήσυχη. Η ανάκριση όμως δεν γινόταν σε στεγανά. Τα σπίτια είχαν απόλυτη ηχητική επικοινωνία μεταξύ τους. Η γειτονιά άκουγε τα πάντα. Κυρίως η κυρα-Τούλια η σπιτονοικοκυρά από δίπλα... Δεν είχε χάσει λέξη. Με το που φύγανε οι ανακριτές, έσκασε μύτη. – Μπράβο σου, ρε Μαρία. Τα ακούσαμε όλα. Δεν πρόδωσες κανένα, ενώ θα σου ήταν το πιο εύκολο. Και κανένας δεν θα σε παρεξηγούσε, γιατί κινδυνεύεις και συ και τα παιδιά σου! Τα νέα στα μέρη αυτά ταξιδεύουν πολύ γρήγορα. Σε λίγο όλοι ήξεραν ότι η χήρα του Χαϊδίτσα δεν είχε δώσει κανέναν. Από εκεί φαίνεται να ξεκινάει η εκτίμηση που έδειχνε πάντα το χωριό για τη μάνα μου. Παράλληλα, φρόντισε και η ίδια να φτιάξει τον αντιπερισπασμό της. Έπιασε φιλίες με την Όλγα του Σαρκούκη και τις αδελφές της. Έγιναν οι καλύτερες φίλες. Δεν έχω κάποια εξήγηση για το πώς δουλεύουν αυτά τα πράγματα. Ούτε για το πώς ανέχθηκαν οι Σαρκούκηδες τα πάρε δώσε των γυναικών του σπιτιού με τη χήρα του αντάρτη. Είναι βέβαιο πάντως πως οι γυναίκες στο αρβανίτικο σπίτι είχαν το κουμάντο. Αυτές έκαναν κουμάντο στα οικονομικά και ήσαν οι φύλακες της ηθικής. Η ουσία είναι πως η κυρα-Όλγα και οι αδερφές της θα γίνουν πολύ σύντομα οι καλύτερες και πιο γενναιόδωρες πελάτισσες και φίλες της μάνας μου. Από κοντά και η μάνα της, που θα προσλάβει επανειλημμένα τη γιαγιά μου για να της κόψει μανέστρα. Η αμοιβή ήταν πάντα εξαιρετική. Ήταν άνθρωποι με καλή περιουσία και με περιβόλια. Τη φόρτωναν τη μάνα μου ζαρζαβατικά, λάδι, αλεύρι. Κι η μάνα μου έβαζε την καλύτερη τέχνη της στα κεντήματά τους και στα προικιά τους. Πολλά από αυτά βρίσκονται ακόμη στις γυναίκες της οικογένειας! Αυτά όμως έγιναν κάπως αργότερα. Στο μεταξύ στο σπίτι δεν υπήρχε τίποτε. Με τους θανάτους, τα πένθη, τα σούρτα-φέρτα στο νοσοκομείο και τη φυλακή είχαν εξαντληθεί ό,τι αποθέματα υπήρχαν. Το αποκορύφωμα του δράματος ήταν όταν η μάνα μου πήγε στον κυρ-Αλέξη το γαλατά για το γάλα μας. Είχε ο άνθρωπος δύο αγελάδες και ζούσε σχεδόν από αυτές. Πριν μπει στο στάβλο άκουσε τη γυναίκα του να λογομαχεί μαζί του. – Έξι μήνες έχει να σε πληρώσει η Ζαμπέτα. Πού θα βρει λεφτά να σου δώσει; Σταμάτα να της δίνεις. Η μάνα μου γύρισε στο σπίτι σε κακά χάλια. Σ’ όλο το δρόμο έκλαιγε. Μες στην απελπισία της μονολογούσε, προσευχόταν όπως κάθε απελπισμένος. – Θεέ μου, για μένα δεν πειράζει, μα αυτά τα φουκαριάρικα πρέπει να ζήσουν. Το γάλα συνήθως το έπαιρνε αποβραδύς για να υπάρχει και για το άλλο πρωί. Μέχρι να φτάσει σπίτι, είχε πέσει το σκοτάδι. Την περίμενε η Ελένη του Χασάρα. – Μαρία, μωρέ με συγχωρείς για την ενόχληση, μα μας ήρθε προξενιό για την αδερφή μου από τον Κριμπά. Σύντομα θα έχουμε αρραβώνα. Θέλουμε να μας κεντήσεις τα προικιά. Μπορείς; Αν μπορούσε, λέει... Η συμφωνία κλείστηκε επί τόπου. Εκατόν εξήντα πέντε δραχμές ήταν η συμφωνία. Και μάλιστα, τα περισσότερα μπροστάντζα. Πρωί πρωί πήγε η μάνα μου να εισπράξει την προκαταβολή πενήντα πέντε οκάδες στάρι και, πράγμα αρκετά σπάνιο για την εποχή, ένα ποσό σε δραχμές. Το σιτάρι το πήγε κατ’ ευθείαν στο μύλο. Τα λεφτά κατ’ ευθείαν στον κυρ-Αλέξη. Τον ξόφλησε, και με το κεφάλι ψηλά γύρισε στο σπίτι. Όπου την περίμενε κι άλλη ευχάριστη έκπληξη. Μια άλλη πελάτισσα, με την οποία έκλεισε την επόμενη συμφωνία. Μαζί με τα χρήματα, της έφερε την άλλη μέρα 35 οκάδες πατάτες και έξι οκάδες λάδι. Ο κίνδυνος της πείνας φαινόταν να απομακρύνεται οριστικά. Με την Τούλια του Μπίλια, τη σπιτονοικοκυρά, οι σχέσεις ήσαν εξαιρετικές. Τι κι αν της χρωστούσε τα νοίκια ενός χρόνου, κάπου 430 χιλιάδες, δηλ. 430 κατοπινές δραχμές. Η Τούλια ήταν χρυσός άνθρωπος. Παρ’ όλο που όλο το βιος της ήταν αυτό το σπιτάκι, απ’ το οποίο περίμενε το νοίκι για να συμπληρώσει το φτωχικό της εισόδημα που της έδινε το έκτασης ενάμισι στρέμματος χωραφάκι της, ποτέ δεν παραπονιόταν. Αντίθετα. Θα έφερνε στη μάνα μου πάντα λίγες πατάτες από την παραγωγή της και μισό καρβέλι φρέσκο ψωμί, κάθε φορά που ζύμωνε. Κι αυτά από τις 160 οκάδες στάρι που της έδινε το μικρό της χωράφι. Ανύπαντρη μεγαλοκοπέλα η ίδια, συμφώνησε με τη μάνα μου την εξόφληση του ενοικίου με κέντημα για τις ανιψιές της. Τα πράγματα σαν να πήγαιναν καλύτερα. Το σπίτι της Τούλιας ήταν ένα από τα πολλά που αλλάξαμε, στα χρόνια που μείναμε στο χωριό. Αυτό ειδικά το σπίτι δεν το θυμάμαι, παρ’ όλο που γεννήθηκα σ’ αυτό. Το εντόπιζα όμως με το μυαλό μου, στις μετέπειτα διηγήσεις της μάνας μου, από το γεγονός πως ήταν δίπλα στο σπίτι ενός συμμαθητή μου στο σχολείο, του Γιάννη του δικωλότρυπου. Τον λέγαμε έτσι, γιατί είχε βγει η βρόμα πως κάποιο βράδυ που πήγε να κάνει την ανάγκη του, όπως οι περισσότεροι τότε στο χωριό έξω στην αυλή ή στο χωράφι, του μπήκε κάποιο παλούκι από αυτά που αφθονούσαν για το δέσιμο των ζωντανών. Κι έτσι απέκτησε και άλλη τρύπα.Εξ ού και δικωλότρυπος.
...
Μια μέρα του 1952 βρήκε μαζεμένο σχεδόν όλο το χωριό στο σχολείο του χωριού. Ήταν μέρα εκλογών. Οι εκλογές του ’52. Καθώς βάζω τώρα σε κάποια τάξη τις σκόρπιες εικόνες του μυαλού μου, καταλαβαίνω πως είναι οι περίφημες εκλογές που στις τάξεις των μελών του παράνομου ΚΚΕ πέρασε το μήνυμα «τι Παπάγος, τι Πλαστήρας». Αυτό, βέβαια, εγώ τότε το αγνοούσα. Και, παρά τα πέντε μου χρόνια, είχα κάνει την επιλογή μου. – Παπάγος. – Μαμά, εγώ θα ψηφίσω Παπάγο. Δεν θυμάμαι τι μου απάντησε. Δεν θυμάμαι αν ψήφισε καν, κάτι που είναι σίγουρο, μια και οι γυναίκες απέκτησαν τέτοιο δικαίωμα αργότερα. Μου αρέσει η στολή του Παπάγου, το στυλ, η κορμοστασιά. Όλες οι φωτογραφίες τον δείχνουν ατσαλάκωτο, ευθυτενή, να κοιτάζει με σοβαρότητα μακριά, στο μέλλον. Μου θυμίζει τον άλλο ατσαλάκωτο και ευθυτενή. Που φοράει την ίδια περίπου στολή. Αυτόν που τον ξέρω καλά γιατί η φωτογραφία του βρίσκεται παντού, στο σχολείο, στο γραφείο της κοινότητας, στα καφενεία: Η Α.Μ. Παύλος, Βασιλεύς των Ελλήνων. Και τι όμορφη που είναι και η βασίλισσα και τα παιδιά τους! Αυτούς θα τους δω σύντομα, από κοντά. Έτσι φευγαλέα, για μια στιγμή, όταν ήρθαν για να εγκαινιάσουν τον ερχομό του νερού στο χωριό. Μεγάλο Πανηγύρι! Το χωριό δεν είχε ποτέ νερό. Παρ’ όλο που η βροχή, μα και τα χιόνια δεν μας έλειπαν. Μερικές δεξαμενές, όπως κάνανε πάντα οι άνθρωποι στα νησιά, θα είχαν λύσει το πρόβλημα. Στα μέρη μας όμως, ο χώρος που θα μπορούσε να χρησιμεύσει για δεξαμενή ήταν πιασμένος από το πατητήρι. Ένα είδος στέρνας δηλαδή, που υπήρχε σχεδόν σε κάθε σπίτι και χρησίμευε για το πάτημα των σταφυλιών. Με μικρές προσαρμογές θα μπορούσε να χρησιμέψει άνετα για τη συλλογή και αποθήκευση 2-3 κυβικών νερού από τα κεραμίδια. Κάτι που θα μπορούσε να λύσει το πρόβλημα του νερού για τους καλοκαιρινούς, τουλάχιστον, μήνες. Αντί γι’ αυτό, το πρόβλημα του νερού το είχαν λυμένο με διαφορετικό τρόπο: απέφευγαν την πολύ χρήση! Για μεν τις τουαλέτες δεν χρησιμοποιούσαν καθόλου νερό (γιατί τι νερό να χρειάζεται μια τρύπα στο χώμα που είναι σκεπασμένη με πέντε σανίδες), ενώ για την ατομική καθαριότητα, έφτανε ένα τάσι με νερό για πλύσιμο του προσώπου το πρωί! Γι’ αυτό, όταν η γιαγιά μου η Αρμένισσα έβαλε κάποια στιγμή την τενεκεδένια σκάφη που είχαμε στη μέση του δωματίου για να κάνει το μπάνιο της, μαζεύτηκαν πολλές από τις γειτόνισσες να δουν το περίεργο θέαμα από το παράθυρο. – Ελάτε. Η πλιάκα κάνει μπάνιο! Με νερό που είχε κουβαληθεί με το μουλάρι, σε ξύλινα βαρελάκια, μια ώρα δρόμο, που το είχε πληρώσει χρυσό η μάνα μου. Σκέφτομαι, πόσα χρωστάω σ’ αυτές τις δύο γυναίκες, που δεν ταυτίστηκαν ποτέ με τη σκληρή, τη σπαρτιατική παράδοση του χωριού. – Μας έλουζαν στη σκάφη σχεδόν κάθε δεκαπέντε μέρες. Ήταν μια βασανιστική, πολλές φορές, διαδικασία για μας τα παιδιά, ιδιαίτερα όταν η σαπουνάδα από το πράσινο σαπούνι έμπαινε στα μάτια. Ο πόνος ήταν αβάσταχτος. Αυτές όμως συνέχιζαν απτόητες. Τις ευγνωμονώ, επίσης, γιατί ποτέ δε μας φάσκιωσαν σαν μωρά. Η διαδικασία ήταν βασανιστική. Μια ή δύο μεγάλες πάνινες ταινίες, κάτι σαν πάνινη γάζα μήκους 8-10 μέτρων τυλιγόταν σφιχτά και σχολαστικά γύρω γύρω από το σώμα του μωρού, ξεκινώντας από το λαιμό. Το μωρό, που έμοιαζε σαν μικρή μούμια, ακινητοποιούνταν, αφήνοντας χρόνο στην μητέρα του να τρέχει στα χωράφια ή τις σπιτικές δουλειές. Οι φασκιές ξετυλίγονταν και τυλίγονταν σχολαστικά 2-3 φορές τη μέρα, σκούπιζαν το μωρό με ένα βρεγμένο πανί, και φτου κι από την αρχή. Το τρίτο πράγμα το οποίο με κάνει να αισθάνομαι ευγνωμοσύνη στις δύο γυναίκες έχει σχέση με τον ύπνο του μωρού στο χωριό: ποτέ δεν έβρασαν για να πιούμε σπόρους παπαρούνας. Ένα φασκιωμένο και ακινητοποιημένο μωρό ήταν φυσικό να κλαίει και να τσιρίζει. Το αντίδοτο σ’ αυτήν την περίπτωση ήταν οι σπόροι της άγριας παπαρούνας. Προς το τέλος της άνοιξης μάζευαν τα κεφάλια της παπαρούνας, αυτά που έχουν μέσα τους τα μικρά σποράκια, τα ξέραιναν και τα κρατούσαν για τον υπόλοιπο χρόνο. Θυμάμαι τη γιαγιά μου τη Χάιδω να βράζει την παπαρούνα και να τη δίνει στα μικρότερα ξαδέλφια μου, σαν τσάι, με το μπιμπερό. Κοιμόντουσαν του καλού καιρού. Οι πιο κοντινές πηγές του νερού για το χωριό ήσαν στο Κεφαλάρι. Μια περιοχή κάπου 12 χιλιόμετρα μακριά από το χωριό, στους πρόποδες του Ελικώνα, εκεί που οι αρχαίοι πίστευαν πως κατοικούσαν οι νύμφες. Για τους Αρβανίτες, κάθε μέρος με άφθονο νερό, ήταν Κεφαλάρι. Όπως εκείνο κοντά στην Κηφισιά, απ’ όπου ένας άλλος γνωστός Αρβανίτης, ο Σπύρος Λούης, μου φαίνεται πως προμηθευόταν το νερό που πούλαγε στην Αθήνα. Έφεραν λοιπόν το νερό από το Κεφαλάρι στο χωριό και το έργο το εγκαινίασε ο βασιλιάς Παύλος. Μας είπαν πως το νερό το έφερε ο βασιλιάς. Ό,τι καλό γινόταν τότε, το απέδιδαν στο βασιλιά και τη βασίλισσα. Το οικογενειακό επίδομα λ.χ. που θεσπίστηκε τότε για τους άπορους το ονόμασαν βασιλική πρόνοια. Λες και μας τα μοίραζαν από τη τσέπη τους. Ήρθε η βασιλική οικογένεια, τους έψησαν αρνιά, μαζεύτηκε ο κόσμος από τα γύρω χωριά και έγινε μεγάλο γλέντι. Μια μεγάλη αψίδα έγραφε με μεγάλα γράμματα: «ΩΣ ΕΥ ΠΑΡΕΣΤΗΤΕ ΜΕΓΑΛΕΙΟΤΑΤΕ». Πέρασαν όλοι πεζοί από μπροστά μου, κι εγώ τους θαύμαζα με ανοιχτό το στόμα. Γιατί αντιπροσώπευαν όλα αυτά που δεν είχαμε εμείς: τον πλούτο, την ομορφιά, τον κοσμοπολίτικο αέρα. Φάνταζαν, και μας το περνούσαν έτσι, σαν ο μεγάλος μας πατέρας και σαν η μεγάλη μας μητέρα. Πού να φαντασθώ τότε πως τέτοια αισθήματα θαυμασμού που μου γεννούσαν οι βασιλείς και οι λογής λογής Παπάγοι, θα έκαναν τα κόκαλα του πατέρα μου να τρίζουν μέσα στον τάφο. Αν είχε κάπου τάφο. Εγώ όμως τότε αγνοούσα τα πάντα. Κανείς, μα κανείς δεν μου είχε πει τίποτε. Η μάνα μας συνειδητά. Είχε αποφασίσει πως έπρεπε να ζήσουμε. Και για να ζήσουμε έπρεπε να αποκοπούμε από το στίγμα. Αυτό στην πράξη σήμαινε τέλεια αποσιώπηση. Ήταν μια διαδικασία στην οποία συμμετείχαμε και εμείς ενεργά: αντιλαμβανόμασταν πως δεν έπρεπε να ρωτάμε. Παράλληλα, αυτό γινόταν χωρίς αισθήματα ενοχικά. Για το τελευταίο φρόντιζε και ο περίγυρος. Υπήρχε παντού μια σιωπηρή αποδοχή και μια επιδοκιμασία. Για κάποιο λόγο, που δεν κατάλαβα ποτέ μου, τα καλύτερα λόγια για τον πατέρα μου τα άκουγα από ανθρώπους στα διπλανά χωριά. Έβλεπαν τον αδερφό μου, και αμέσως μας αναγνώριζαν: – Είσαι του Βασίλη του Χαϊδίτσα το παιδί; Μετά την καταφατική απάντηση, το επόμενο σχόλιο ήταν πάντα, – Μανάρεζα, πώς μεγαλώσατε! Να σας έβλεπε ο πατέρας σας! Ή... – Πας σχολείο, μανάρεμ; Να μάθετε γράμματα, να χαίρεται ο μακαρίτης! Ή... – Τέτοια φωνή σαν του Βασίλη δεν πρόκειται να ξαναπεράσει! Τώρα που τα σκέφτομαι πιο ώριμα τα πράγματα, καταλαβαίνω την αντιφατική στάση των συγχωριανών: στους δημόσιους χώρους υπήρχε μια ουδέτερη ώς παγερή στάση. Οι ίδιοι άνθρωποι, στις κατ’ ιδίαν συναντήσεις έδειχναν ένα πολύ φιλικό πρόσωπο. Η κατάσταση αυτή έχει σχέση με το γεγονός πως μέσα στην Κατοχή η κομματική οργάνωση έφτασε να απαριθμεί μέχρι και διακόσια μέλη, όπως μου εκμυστηρεύθηκε ο τότε γραμματέας της, ο Μιλτιάδης ο Πελώνης. Για ένα χωριό με πληθυσμό 1.000-1.200 ατόμων, αυτό σημαίνει μια συμμετοχή ή σχέση με το ΕΑΜ και το ΚΚΕ της τάξης του 70-80%. Πού είχαν πάει όλοι αυτοί; Τι είχαν γίνει; – Καμιά δεκαριά από αυτούς είχαν σκοτωθεί. Εκτός από τους δικούς μου, σ’ αυτούς συγκαταλέγονται οι δύο Λεμπεσαίοι, ο Μπόκος, ο Ρουτέλας, ο Γιάννης ο Τραπάτσας. Ο Πινάτσης ο Θοδωρής που τρελάθηκε. Τρεις τέσσερις ήσαν στη φυλακή: Ο Λούκας ο Πανούσης, ο Μιλτιάδης ο Πελώμης, ο Νίκος ο Σοφός, ο θείος μου ο Νάσος. Κάποιοι, έγιναν Χίτες. Οι υπόλοιποι προσπαθούσαν να επιβιώσουν σε μια κοινωνία που τους παρακολουθούσε άγρυπνα. Και επιβίωση αυτήν την εποχή, σημαίνει κάνω το χαζό, δεν ανακατεύομαι στην πολιτική, άμα λάχει κρεμάω και τη φωτογραφία του βασιλιά στο σπίτι μου ή στο μαγαζί μου. Πρόσφατα, διάβασα το αυτοβιογραφικό βιβλίο του Στέλιου Καζαντζίδη. Το «Υπάρχω». Σε ένα σημείο του βιβλίου του αναφέρεται σχεδόν με τρόμο στον Κατσιμίχα, το βασανιστή της Μακρονήσου. Όλα τα στοιχεία συνηγορούν πως πρόκειται για έναν από τους Χίτες της δικής μας ιστορίας. Μικρός που είναι ο κόσμος.
...
Σκέφτομαι, πως είμαι η κατάληξη δύο από τις πιο τραγικές σελίδες της παγκόσμιας ιστορίας: της γενοκτονίας των Αρμενίων και του ελληνικού Εμφυλίου. Και στις δύο περιπτώσεις υπήρξε πολύ αίμα. Θάνατος. Ψυχικός και σωματικός βασανισμός. Και πολύ μίσος. Η περίπτωση του πατέρα μου, παρ’ όλο που μου είναι λίγο πιο κοντινή και παρ’ όλο που τις συνέπειές της τις έζησα άμεσα, με κάνει να αισθάνομαι κάπως καλύτερα. Γιατί στην Ελλάδα η Αριστερά είχε, τουλάχιστον, μια ευκαιρία. Για λίγο, βρέθηκε να είναι η κυρίαρχη δύναμη, να ελέγχει τη χώρα και να στηρίζεται στη συντριπτική πλειοψηφία του κόσμου. Και αν οι διεθνείς συγκυρίες ήσαν καλύτερες, τότε σίγουρα τα πράγματα θα ήσαν αλλιώς. Επιπλέον, ακόμη και στη χειρότερη στιγμή της πορείας τους, όταν αναγκάστηκαν κάτω από πολύ αντίξοες συνθήκες να ξεκινήσουν το δεύτερο αντάρτικο, παρ’ όλο που είχαν παραδώσει το μεγαλύτερο μέρος του οπλισμού τους, παρ’ όλο που ζούσαν σε άθλιες συνθήκες, παρ’ όλο που σημαντικό μέρος της ηγεσίας και των στελεχών ήσαν ήδη νεκροί ή φυλακισμένοι και είχαν πλέον να αντιμετωπίσουν έναν οργανωμένο στρατό, παρ’ όλα αυτά κόντεψαν να τους πάρουν φαλάγγι! Έπεσαν πάνω τους σχέδια Μάρσαλ, Άγγλοι, Αμερικανοί και έτσι μόνο κατάφεραν να τους λυγίσουν. Και στο κάτω κάτω, έστω και μετά θάνατον δικαιώθηκαν. Αν όχι επίσημα, τουλάχιστον στη συνείδηση του κόσμου και απέναντι στην ιστορία. Το βλέπω αυτό όσες φορές τύχει να βρεθώ στο χωριό μου, νιώθω τη συμπάθεια αυτών που γνωρίζουν, νιώθω τους ανθρώπους να με αντιμετωπίζουν σχεδόν με θαυμασμό. Οι άνθρωποι που ζουν ακόμη θυμούνται σαν ήρωες τον πατέρα μου και τους θείους μου. Ξέρουν ότι πίστευαν σε ένα κόσμο καλύτερο και πως δεν έπαθαν ό,τι έπαθαν για το τομάρι τους, πως πίστευαν σε ιδανικά. Για τους άλλους, τους Αρμένηδες, τα πράγματα μάλλον είναι πιο τραγικά. Δεν μπορώ να σκεφθώ χειρότερο θάνατο από την εξάντληση! Να περπατάς δεκάδες χιλιόμετρα μέσα στο κρύο και τη ζέστη, πεινασμένος, ταλαιπωρημένος, ανύπαρκτος. Να μην ξέρει κανείς για σένα. Να βλέπεις το θάνατο να έρχεται και εσύ να παρακαλάς από μέσα σου να συμβεί. Θυμάμαι τα ψόφια ζώα έξω από το χωριό. Γέρικα γαϊδούρια, σκυλιά, γατιά. Για ένα διάστημα ήταν πρησμένα, με μια βρόμα που δεν σε άφηνε να πλησιάσεις. Την άλλη μέρα το έβλεπες μισοφαγωμένο από τα σκυλιά και τα τσακάλια, στη διάρκεια της νύχτας. Τη μέρα συνέχιζαν τη δουλειά τα κοράκια και οι γύπες. Σε λίγο, είχαν μείνει μόνο τα κόκαλα. Άδεια, να χάσκουν στον αέρα... Σκέφτομαι πόσες φορές να επαναλήφθηκε το έργο αυτό εκεί στις απέραντες εκτάσεις της ερήμου στην ανατολική Τουρκία. Πώς χάθηκαν τόσοι άνθρωποι, χωρίς να έχουν μία ευκαιρία! Κάτι για να θυμούνται πριν πεθάνουν. Να τους κάνει λίγο καλύτερες τις τελευταίες στιγμές! Γι’ αυτό σου λέω. Υπάρχουν και χειρότερα! Ή μήπως δεν υπάρχουν;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου