Η συγκρότηση τμημάτων του Δημοκρατικού Στρατού στη νησιωτική Ελλάδα αποτέλεσε βασικό αντικείμενο φροντίδας του ΚΚΕ, το οποίο από το 1947 ακόμη θεωρούσε - και σωστά - ότι ο ένοπλος αγώνας των λαϊκοαπελευθερωτικών δυνάμεων έπρεπε να απλωθεί σε ολόκληρη τη χώρα. Στην 3η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του άλλωστε, το Σεπτέμβρη εκείνου του χρόνου, είχε σε σχετική απόφαση τονιστεί «ότι ο ένοπλος αγώνας του Δημοκρατικού Στρατού της Ελλάδας αποτελεί τη μοναδική επιβεβλημένη απάντηση, που ο λαός και η Ελλάδα έχουν να δώσουν στους ξένους κατακτητές και τους ντόπιους υποτακτικούς των»(1) - γεγονός που συνεπαγόταν την άμεση ανάπτυξη της αντάρτικης δράσης σε όλη ανεξαίρετα την ελληνική επικράτεια.
Η συγκρότηση, ωστόσο, αντάρτικων μονάδων στα ελληνικά νησιά ήταν ιδιαίτερα δύσκολη, δεδομένου ότι η στενότητα των εκεί χώρων δεν επέτρεπε τη χρησιμοποίηση σε μεγάλη κλίμακα και των απαραίτητων σε παρτιζάνικο πόλεμο ελιγμών και αφαιρούνταν με αυτό τον τρόπο οι δυνατότητες του αιφνιδιασμού των αντιπάλων. Ηταν δύσκολη, επίσης, επειδή περιθώρια ανανέωσης των νησιώτικων αντάρτικων τμημάτων με νέα μέλη και στελέχη δεν υπήρχαν ουσιαστικά, η επαφή με την ηγεσία του Δημοκρατικού Στρατού στην ηπειρωτική Ελλάδα για το συντονισμό των στρατιωτικών ενεργειών αυτών των τμημάτων απέβαινε προβληματική και η παροχή βοήθειας προς αυτά σε περίπτωση αρνητικών εξελίξεων της στρατιωτικής κατάστασης στις περιοχές τους καθίστατο από τα ίδια τα πράγματα εντελώς αδύνατη.
Ετσι, στο μεγαλύτερο μέρος της νησιωτικής Ελλάδας δε σημειώθηκε στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου καμιά απολύτως αντάρτικη δράση ή σημειώθηκε ελάχιστη, όπως συνέβη στη Χίο. Εκεί συγκεκριμένα έδρασαν, για αρκετό μάλιστα χρονικό διάστημα, μικρές ομάδες ανταρτών, με αρχηγούς τους τον Βορηά, τον Ντούλο, τον Τράτση και τον Δημήτρη Ευαγγελινό - και είναι γνωστή τουλάχιστον η περίπτωση της διάλυσης του σταθμού χωροφυλακής των Κουρουνίων, στις 8 του Μάρτη 1948, από εικοσαμελή αντάρτικη ομάδα.
Σε ορισμένα, όμως, ελληνικά νησιά η αντάρτικη δράση υπήρξε έντονη, και ειδικά στην Κεφαλονιά, στη Λευκάδα, στην Εύβοια, στη Μυτιλήνη και στην Ικαρία - πιο πολύ, όμως, στη Σάμο και στην Κρήτη. Αντίθετα, ο Δημοκρατικός Στρατός δεν ανέπτυξε καμιά δράση στην Κέρκυρα, όπου η απόβαση από την ηπειρωτική ακτή, στις αρχές ακόμη του εμφυλίου πολέμου, μιας ολιγάριθμης ένοπλης ομάδας είχε καταλήξει σε πλήρη αποτυχία με την ολοσχερή καταστροφή της. Αλλωστε, οι αντικειμενικές συνθήκες που επικρατούσαν τοπικά, ήταν εντελώς αρνητικές στη συγκρότηση αντάρτικων ομάδων - δεδομένου ότι το λαϊκοδημοκρατικό κίνημα είχε δεχτεί εκεί πολύ ισχυρό χτύπημα από τα τέλη του 1944 ακόμη, όταν βρετανικά στρατεύματα, με την πρόφαση ότι η Κέρκυρα υπαγόταν στη δικαιοδοσία του ΕΔΕΣ, είχαν αφοπλίσει το 10ο εφεδρικό Σύνταγμα του ΕΛΑΣ, που είχε μόλις πριν από λίγους μήνες απελευθερώσει το νησί από τους ξένους κατακτητές.
Δράση ο Δημοκρατικός Στρατός δεν ανέπτυξε ούτε στη Ζάκυνθο, στην οποία μάλιστα στους πρώτους μήνες του 1945 είχε σχηματιστεί μια ιδιόμορφη τριμελής επιτροπή που είχε επιφορτιστεί με τη «διαφύλαξη της τοπικής ειρήνης» και με την παρεμπόδιση της δημιουργίας τμημάτων του ΔΣΕ στο νησί. Την εν λόγω επιτροπή αποτελούσαν ο «κεντρώος» δικηγόρος Στέφανος Παπαδάτος, ο Λάμπρος Ζήβας, επίσης δικηγόρος, που ανήκε στο ΕΑΜ, και ο Διονύσης Ποταμίτης, ο οποίος, ωστόσο, ήταν ηγέτης μιας ισχυρής ένοπλης δεξιάς παρακρατικής οργάνωσης, που είχε την έδρα της στο Καταστάρι.(2)
Η συμμετοχή, βέβαια, εκπροσώπου του ΕΑΜ σε μια τέτοια επιτροπή που απέβλεπε φανερά στην εξουδετέρωση του λαϊκοδημοκρατικού κινήματος με το πρόσχημα της προάσπισης της ειρήνης, ήταν εντελώς απαράδεκτη - γεγονός που οδήγησε τελικά το ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ στη διαγραφή ορισμένων στελεχών της τοπικής κομματικής οργάνωσης και στην καταγγελία της εν λόγω επιτροπής. Το όργιο τρομοκρατίας της αντίδρασης, εξάλλου, που, όπως ήταν φυσικό, απλώθηκε γρήγορα και στη Ζάκυνθο, δικαίωσε το ΠΓ του Κόμματος, ενώ, παράλληλα, υποχρέωσε μερικούς Ζακυνθινούς αγωνιστές να περάσουν στην αντικρινή Κεφαλονιά και να ενταχθούν στις εκεί αντάρτικες ομάδες.
Κεφαλονιά.
Αμέσως μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας κατέφθασε στην Κεφαλονιά ένας ενισχυμένος λόχος εθνοφυλακής, που διοικητής του ήταν ο κατοπινός χουντικός συνταγματάρχης και τότε λοχαγός Δημήτρης Πατίλης. Ο λόχος αυτός έσπευσε απαρχής να συνεργαστεί με τις τοπικές παρακρατικές συμμορίες, για τις οποίες λίγο αργότερα έγραφε τα εξής σε ειδική ανταπόκρισή του ο «Ριζοσπάστης»:
«Ξετρύπωσαν ήδη από τις κρύπτες, που είχαν χωθεί, φοβισμένοι μπροστά στη λαϊκή οργή, οι δεξιοί συμμορίτες, οπλίστηκαν με τα όπλα του νέου αφεντικού και ξεχύθηκαν με περισσότερη λύσσα κατά του λαού. Ο περιβόητος λήσταρχος Γάκιας έγινε πάλι ο τύραννος του νησιού».(3)
Μέσα στους πρώτους μήνες της μεταδεκεμβριανής κρατικής και παρακρατικής φασιστικής δράσης, η Κεφαλονιά βυθίστηκε στον τρόμο και στο αίμα. Λαϊκοί αγωνιστές δολοφονήθηκαν, όπως οι οκτώ κάτοικοι των Δαυγάτων, που σφάχτηκαν από τον ίδιο τον Γάκια, ο οποίος, ωστόσο, αθωώθηκε τότε γι' αυτή την αποτρόπαια πράξη του από δικαστήριο της Λευκάδας. Πολλά χωριά ρημάχτηκαν από τους εθνοφύλακες και τους χωροφύλακες, αμέτρητες περιουσίες ληστεύτηκαν από τους παρακρατικούς, εξακόσιοι και πλέον κομμουνιστές και αγωνιστές της ΕΑΜικής Αντίστασης εκτοπίστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες και πάρα πολλοί άλλοι γέμισαν τις τοπικές φυλακές. Την ίδια εποχή άρχισαν και οι εκτελέσεις σημαντικών κομμουνιστικών στελεχών του νησιού, όπως του υπεύθυνου σύνταξης της τοπικής ΕΑΜικής εφημερίδας «Ελεύθερη Κεφαλονιά», Βενιζέλου Κληρονόμου, που ντουφεκίστηκε ύστερα από απόφαση του έκτακτου στρατοδικείου της Αλεξανδρούπολης, στηριγμένη σε χαλκευμένες κατηγορίες.
Ηταν, ωστόσο, πολύ φυσικό όλη αυτή η κατάσταση να οδηγήσει, τελικά, ορισμένους δραστήριους κομμουνιστές και ΕΑΜίτες της Κεφαλονιάς στην παρανομία και στη συνέχεια στο βουνό, όπου αμέσως μετά το δημοψήφισμα του 1946 προχώρησαν στη δημιουργία ενός μικρού παρτιζάνικου συγκροτήματος. Επρόκειτο για μια πολύ δυναμική αντάρτικη ομάδα, που το αρχηγείο της αποτελούσαν ο Φώτης Σγούρος, ως αρχηγός, ο Γεράσιμος Ματιάτος ή Ρήγας, ως υπαρχηγός, και οι Γεράσιμος Γρηγοράτος ή Αστραπόγιαννος, Ματθαίος Κουλουμπής και Λεωνίδας Ζαχαράτος, ως μέλη, και η οποία συμπλήρωνε τη δύναμή της με τους Διονύση Μαρκουλάτο, Γεράσιμο Μήλα ή Λοχαγίδη, Θεοδόση Μπατιστάτο, Φειδία Μερκούρη, Γεράσιμο Μαραβέλια, Γεράσιμο Κάγκα και Ντίνο Ευθυμιάτο.
Μέχρι το δεύτερο εξάμηνο του 1947 πέρασαν στο Δημοκρατικό Στρατό της Κεφαλονιάς και άλλοι αγωνιστές και μεταξύ τους ο γραμματέας της περιφερειακής επιτροπής της Κεφαλονιάς και της Ιθάκης, του ΚΚΕ, Διονύσιος Κοζάτσας και το μέλος της εν λόγω επιτροπής Φώτης Πτολεμαίος, παλιός Ακροναυπλιώτης. Πέρασαν, επίσης, στις γραμμές του Δημοκρατικού Στρατού και δυο γυναίκες - η Ατζουλέτα Μερκούρη, αδελφή του Φειδία, και η Διονυσία Γρηγοράτου, αδελφή του Αστραπόγιαννου.
Ο Δημοκρατικός Στρατός της Κεφαλονιάς, με δύναμη, που ποτέ δεν ξεπέρασε τους εξήντα, ακολούθησε σε όλη τη διάρκεια της πολεμικής δράσης του παρτιζάνικη τακτική, με την οποία μπορούσε να χτυπά τον αντίπαλο πάντα σχεδόν σε σημεία δικής του επιλογής. Παράλληλα, διακρινόταν για την επαναστατική πειθαρχία του, και σε μια περίπτωση, τον Απρίλη του 1949, δε δίστασε η ηγεσία του να διατάξει την εκτέλεση 5 μελών του, τα οποία είχαν καταδικαστεί από ανταρτοδικείο στην ποινή του θανάτου για βιασμούς γυναικών, ληστείες, κλοπές και προβοκατόρικες ενέργειες σε βάρος του λαϊκού αγώνα.
Η πρώτη μάχη του Δημοκρατικού Στρατού της Κεφαλονιάς δόθηκε στις 8 του Φλεβάρη 1947 στη θέση Αγιος Ελευθέριος των Βαλσαμάτων. Εκεί ισχυρή ανταρτική δύναμη, με επικεφαλής τον Σγούρο και τον Αστραπόγιαννο, χτύπησε σε ενέδρα ομάδα 50 χωροφυλάκων, από τους οποίους οι 4 σκοτώθηκαν και οι υπόλοιποι διασκορπίστηκαν πανικόβλητοι.
Τις πρώτες μέρες του 1948, εξάλλου, ο Κουλουμπής απελευθέρωσε με την ομάδα του τα Δαυγάτα και ο Αστραπόγιαννος με μερικούς αντάρτες τα Γριζάτα και τα Καταποδάτα. Την ίδια, επίσης, εποχή μια σειρά από ενέδρες των ανταρτών στο δρόμο, που συνδέει το Αργοστόλι με τη Σάμη, τρομοκράτησαν σε τέτοιο σημείο τον αντίπαλο, ώστε αυτός να επικοινωνεί πια μόνο ατμοπλοϊκά με τη Σάμη, της οποίας η ύπαιθρος για μεγάλο χρονικό διάστημα θεωρούνταν από τον τοπικό Δημοκρατικό Στρατό ελεύθερη περιοχή της Κεφαλονιάς.
Το Φλεβάρη του 1948 όλες οι ομάδες του Δημοκρατικού Στρατού, με επικεφαλής τον Σγούρο, προχώρησαν σε καλά μελετημένη νυχτερινή επιχείρηση στην ίδια την πόλη του Αργοστολίου, η οποία διέθετε για τη φρούρησή της ισχυρότατες δυνάμεις ΜΑΥδων και χωροφυλακής. Η επίθεση εκδηλώθηκε αιφνιδιαστικά και οι δυνάμεις των ανταρτών, κάμπτοντας τις πρώτες αντιστάσεις του αντιπάλου, προωθήθηκαν μέχρι το κέντρο της πρωτεύουσας του νησιού, επιφέροντας σημαντικές απώλειες στον καταπτοημένο εχθρό.
Στη συνέχεια οι ομάδες του Δημοκρατικού Στρατού άρχισαν να αποσύρονται, χωρίς καμιά δική τους απώλεια, και τελικά εγκατέλειψαν την πόλη. Προηγούμενα, όμως, χτύπησαν το υδραγωγείο και από τους Μύλους την ηλεκτρική εταιρία, χωρίς να συναντήσουν καμιά αντίδραση των αντιπάλων, οι οποίοι, άλλωστε, δεν αποτόλμησαν μέχρι τα ξημερώματα να βγούνε έξω από το Αργοστόλι και να καταδιώξουν τους αντάρτες.
Στις 29 του ίδιου μήνα στο Αυγό της Σάμης ισχυρή ομάδα ανταρτών υπό τον Σγούρο, τον Αστραπόγιαννο και τον Κουλουμπή συναντήθηκε με μεγάλο απόσπασμα χωροφυλάκων, που ενεργούσε ανιχνεύσεις. Η σύγκρουση που ακολούθησε υπήρξε καταστροφική για τους χωροφύλακες, οι οποίοι διαλύθηκαν, αφήνοντας στο πεδίο της μάχης πολλούς νεκρούς - και μεταξύ τους τον επικεφαλής του αποσπάσματος Βασίλη Κουρέα.
Οι επιθετικές δραστηριότητες του Δημοκρατικού Στρατού συνεχίστηκαν μέχρι το τέλος της άνοιξης του 1949, κυρίως με ενέδρες και εισόδους σε χωριά. Τον Ιούνη, όμως, εκείνου του χρόνου και αφού είχαν τελειώσει οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις της 9ης κυβερνητικής Μεραρχίας στην Πελοπόννησο, αποβιβάστηκε στην Κεφαλονιά ένα τάγμα του κυβερνητικού στρατού, με σκοπό τη γρήγορη και ολοσχερή εξόντωση των ανταρτών του νησιού.
Οι πρώτες ενέργειες του κυβερνητικού τάγματος αναφέρονταν στη σύλληψη εκατοντάδων πολιτών, στην επιβίβασή τους σε αρματαγωγό και στην αποστολή τους για εγκλεισμό στη Μακρόνησο. Στη συνέχεια εφαρμόστηκε η μέθοδος του ξεσηκώματος όλων σχεδόν των κατοίκων της υπαίθρου, που δεν είχαν συλληφθεί, και ο περιορισμός τους στα μικρά αστικά και ημιαστικά κέντρα, καθώς και η συγκέντρωση όλων των υποζυγίων των χωρικών στην καλά φρουρούμενη πεδιάδα της Παλλικής. Στις περιοχές, εξάλλου, που δρούσε ο Δημοκρατικός Στρατός, έκλεισαν με τσιμέντο όλες τις στέρνες και έστησαν ενέδρες σε όλες τις πηγές, για να μη βρίσκουν ούτε νερό οι καταδιωκόμενοι αντάρτες.
Στη συνέχεια οι κυβερνητικές δυνάμεις άρχισαν τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις, που οδήγησαν, όπως ήταν φυσικό, στα προσδοκώμενα εκ μέρους τους αποτελέσματα - όχι όμως σε σύντομο χρόνο. Οι αντάρτες μοιράστηκαν σε πολύ μικρές ομάδες και άρχισαν τις συγκρούσεις με τα κυβερνητικά στρατεύματα, τα οποία είχαν στο μεταξύ ενισχυθεί αποφασιστικά με ΜΑΥδες, χωροφύλακες και παρακρατικούς.
Στις 15 του Αυγούστου 1949 σκοτώθηκε στο Ακρωτήρι της Σάμης ο Διονύσης Κοζάτσας και τις ίδιες μέρες στα Δειλινάτα ο Φώτης Πτολεμαίος, ενώ στις 22 του Σεπτέμβρη έπεσαν πολεμώντας στα Μαυριώτικα της Σάμης, ο Ηλίας Κουγιανός και ο Ματθαίος Κουλουμπής. Στις 10 του Οκτώβρη, εξάλλου, έχασε τη ζωή του στην Κλεισούρα των Βλαχάτων ο Γεράσιμος Ματιάτος και ύστερα από λίγες μέρες στην Παλαμονίδα του Αίμου ο ίδιος ο Φώτης Σγούρος. Τέλος, στις 13 του ίδιου μήνα σκοτώθηκε στην Παχιά Πούντα της Σάμης ο Αστραπόγιαννος - και μαζί του η αδελφή του Διονυσία Γρηγοράτου, η Ατζουλέτα Μερκούρη, ο Λεωνίδας Ζαχαράτος, ο Γεράσιμος Ανδρεόλας, ο Παναγάγγελος Μιχαλάτος, ο Γιάννης Καλεράντες και ο Διονύσης Μαρκουλάτος.
Συνολικά από τους μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού της Κεφαλονιάς 48 σκοτώθηκαν σε συγκρούσεις, 4 εκτελέστηκαν αμέσως σχεδόν μετά τη σύλληψή τους, ένας, ο Σπύρος Αντωνάτος, δολοφονήθηκε από τους χωροφύλακες και μόνο 7 κατόρθωσαν, τελικά, να επιζήσουν.
Λευκάδα.
Το λαϊκοαπελευθερωτικό κίνημα στη Λευκάδα ήταν πολύ ισχυρό, δέχτηκε, όμως, δυνατό χτύπημα από το καλοκαίρι του 1943 ακόμη, όταν τμήματα ταγματασφαλιτών υπό τον Ευάγγελο Κονιδάρη ή Καλαντζή, ενισχυμένα από ταγματασφαλίτες της Ακαρνανίας υπό το δικηγόρο Πάνο Βέρη και ΕΔΕΣίτες υπό τον Διονύση Ζαμπέλη, συνέτριψαν με την άμεση συνεργασία γερμανικής στρατιωτικής μονάδας τον τοπικό ΕΛΑΣ. Η Λευκάδα ελευθερώθηκε πραγματικά μόλις στα τέλη του Δεκέμβρη του 1944, με τις επιτυχείς στρατιωτικές επιχειρήσεις ΕΛΑΣίτικων τμημάτων κατά των ΕΔΕΣίτικων δυνάμεων και των συνεργατών τους στην Ηπειρο - και κρατήθηκε ελεύθερη μέχρι τα τέλη του Μάρτη 1945, οπότε εγκαταστάθηκε εκεί ένα τάγμα εθνοφυλάκων.
Οι εθνοφύλακες, σε συνεργασία με παλιούς ταγματασφαλίτες, μεταβαπτισμένους σε «μεταβατικά αποσπάσματα διώξεως συμμοριτών», και με την τοπική χωροφυλακή, άρχισαν αμέσως το τρομοκρατικό τους έργο κάτω από την καθοδήγηση του νομάρχη Α. Μανουσόπουλου, γυναικάδελφου του τοπικού πολιτευτή του Λαϊκού Κόμματος, Κ. Καλκάνη, και νομάρχη Θεσσαλονίκης την εποχή της δολοφονίας του Γρηγόρη Λαμπράκη. Εκατοντάδες μέλη και στελέχη του ΕΑΜ και του ΚΚΕ, μεταξύ τους και ο γιατρός Ξενοφών Γρηγόρης, φυλακίστηκαν ή εξορίστηκαν, ενώ επτά δολοφονήθηκαν από τους χωροφύλακες, τους εθνοφύλακες και τους παρακρατικούς. Πρόκειται για τον Στάθη Καλύβα, από τα Πλατύστομα, τον Βαγγέλη Μανωλίτση, από τον Αλέξανδρο, τον Σπύρο Μικρώνη, από τους Πηγαδισάνους, τον Κώστα και τον Πάνο Σκιαδά, από τους Καρυώτες, τον Διονύσιο Αντύπα, από τον Αγιο Πέτρο, και τον Γιάννη Αραβανή, από την Καρυά.
Το κύμα της τρομοκρατίας ήταν φυσικό να οδηγήσει αρκετούς ΕΑΜίτες αγωνιστές του νησιού στο βουνό, με συνέπεια από τα τέλη ακόμη του 1946 να σχηματιστεί στη Λευκάδα αντάρτικη ομάδα από 43 μέλη. Αρχηγός της ομάδας ήταν ο Πάνος Γιαννούλης και πολιτικός επίτροπος ο Ζώης Κούρτης - περιλαμβάνονταν δε στην εν λόγω ομάδα 16 αντάρτες από το ηρωικό χωριό Εγκλουβή και η Ντίνα Κατωπόδη ή Τζαβέλαινα, από την Καρυά.
Η δράση της ομάδας του Γιαννούλη στο νησί υπήρξε, ωστόσο, περιορισμένη. Επρόκειτο στην πραγματικότητα για συμπλοκές, από τις οποίες σπουδαιότερη ήταν αυτή, που σημειώθηκε στα μέσα του Μάρτη 1947 έξι χιλιόμετρα έξω από την πόλη της Λευκάδας, όπου έπεσε σε ενέδρα και διαλύθηκε από τους αντάρτες, ένα πολυάριθμο τμήμα χωροφυλακής, που κατευθυνόταν στο χωριό Κατούνα, και σκοτώθηκε ένας χωροφύλακας.
Στις αρχές του Ιούνη 1947 το μεγαλύτερο τμήμα της ομάδας του Γιαννούλη διαπεραιώθηκε, με εντολή του Γενικού Αρχηγείου του Δημοκρατικού Στρατού, στο Ξηρόμερο, με σκοπό τη δημιουργία των απαραίτητων συνθηκών για την ανάπτυξη αντάρτικου κινήματος στην περιοχή. Πρέπει να σημειωθεί ότι στο Ξηρόμερο και γενικότερα στην Αιτωλοακαρνανία δεν είχε καταστεί δυνατός ο σχηματισμός αξιόλογων τμημάτων του Δημοκρατικού Στρατού, εξαιτίας κυρίως του γεγονότος ότι είχαν από νωρίς δολοφονηθεί σε διάφορα περιστατικά από χωροφύλακες και παρακρατικούς τα σημαντικότερα τοπικά πολιτικά και στρατιωτικά στελέχη της ΕΑΜικής Αντίστασης και του ΚΚΕ. Μεταξύ των στελεχών αυτών περιλαμβάνονταν ο θρυλικός Γερο - Δήμος, ο Βασίλης Παπαγιάννης, ο Ανάστασης Αναστασίου ή Οδυσσέας, ο Στάθης Πιάκας ή Φουρτούνας, ο Γιάννης Κατσιφός και κυρίως ο Βασίλης Σκιαδάς ή Επαμεινώνδας, ήρωας κατά τη γερμανική κατοχή της μεγάλης μάχης της Αμφιλοχίας.
Το τμήμα του Γιαννούλη ενώθηκε στο Ξηρόμερο με μια μικρή ομάδα, που διατηρούνταν εκεί υπό τον έφεδρο ανθυπολοχαγό και δάσκαλο Λάκη Κατσαρό, αντιμετώπισε, όμως, απαρχής ισχυρές κυβερνητικές δυνάμεις, που τις αποτελούσαν δύο χιλιάδες και πλέον στρατιώτες, ΜΑΥδες και χωροφύλακες. Οι αντάρτες συγκρούστηκαν μαζί τους κοντά στο χωριό Παληάμπελα, όπου συνελήφθη αιχμάλωτος ο σύνδεσμός τους με το Γενικό Αρχηγείο του Δημοκρατικού Στρατού, ο οποίος υποκύπτοντας στα βασανιστήρια αποκάλυψε στον εχθρό όλο το σχέδιο δράσης των ανταρτών.
Οι αντάρτες υποχρεώθηκαν να χωριστούν σε μικρές ομάδες, από τις οποίες η μία ξαναπέρασε στη Λευκάδα, ενώ οι άλλες παρέμειναν στην Ακαρνανία. Μια από αυτές υπό τον Γιαννούλη έφτασε στο Ακτιο, όπου ταμπουρώθηκε σε κάποια παλιά γερμανικά ορύγματα και πρόβαλε άμυνα μέχρι τέλους. Ο Γιαννούλης έχασε τη ζωή του στην τελική προσπάθειά του να διαφύγει με καΐκι μαζί με δυο συντρόφους του, που αιχμαλωτίστηκαν - ενώ σκοτώθηκαν ο δάσκαλος Γεράσιμος Θερμός, ο Ζώης Παπαδόπουλος, ο Κώστας Ζακυνθινός ή Ρέντζος, ο Τάσος Μανωλίτσης ή Βράκας και ο Νίκος Γαζής ή Παπλαγιάννης. Σκοτώθηκε, επίσης, ο Λάκης Κατσαρός, επιχειρώντας να περάσει το Βάλτο, και αυτοκτόνησε κοντά στη Νικιάνα της Λευκάδας, για να μην αιχμαλωτιστεί ο πολιτικός επίτροπος της ομάδας, Ζώης Κούρτης. Οσοι, εξάλλου, απόμειναν, είτε σκοτώθηκαν λίγο αργότερα σε ενέδρες είτε συνελήφθησαν.
Μια βδομάδα μετά τη μάχη του Ακτίου εκβράστηκε στην παραλία της Γύρας το πτώμα του Πάνου Γιαννούλη. Ο λαός της Λευκάδας θρήνησε τον καπετάνιο του και παρά την τρομοκρατία, που επικρατούσε, πάνω από δυο χιλιάδες πολίτες τον συνόδεψαν στην κηδεία του.(4)
1. To ΚΚΕ. Επίσημα Κείμενα, τόμ. 6ος, σελ. 246.
2. Π. Δελαπόρτα, Το σημειωματάριο ενός Πιλάτου, σελ. 193-196.
3. Εφ. «Ριζοσπάστης», φ. 27 Ιουνίου 1947.
4. Οι αναφορές στηρίζονται κατά βάση σε σημειώσεις του Γεωργίου Βρεττού.
Η συγκρότηση, ωστόσο, αντάρτικων μονάδων στα ελληνικά νησιά ήταν ιδιαίτερα δύσκολη, δεδομένου ότι η στενότητα των εκεί χώρων δεν επέτρεπε τη χρησιμοποίηση σε μεγάλη κλίμακα και των απαραίτητων σε παρτιζάνικο πόλεμο ελιγμών και αφαιρούνταν με αυτό τον τρόπο οι δυνατότητες του αιφνιδιασμού των αντιπάλων. Ηταν δύσκολη, επίσης, επειδή περιθώρια ανανέωσης των νησιώτικων αντάρτικων τμημάτων με νέα μέλη και στελέχη δεν υπήρχαν ουσιαστικά, η επαφή με την ηγεσία του Δημοκρατικού Στρατού στην ηπειρωτική Ελλάδα για το συντονισμό των στρατιωτικών ενεργειών αυτών των τμημάτων απέβαινε προβληματική και η παροχή βοήθειας προς αυτά σε περίπτωση αρνητικών εξελίξεων της στρατιωτικής κατάστασης στις περιοχές τους καθίστατο από τα ίδια τα πράγματα εντελώς αδύνατη.
Ετσι, στο μεγαλύτερο μέρος της νησιωτικής Ελλάδας δε σημειώθηκε στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου καμιά απολύτως αντάρτικη δράση ή σημειώθηκε ελάχιστη, όπως συνέβη στη Χίο. Εκεί συγκεκριμένα έδρασαν, για αρκετό μάλιστα χρονικό διάστημα, μικρές ομάδες ανταρτών, με αρχηγούς τους τον Βορηά, τον Ντούλο, τον Τράτση και τον Δημήτρη Ευαγγελινό - και είναι γνωστή τουλάχιστον η περίπτωση της διάλυσης του σταθμού χωροφυλακής των Κουρουνίων, στις 8 του Μάρτη 1948, από εικοσαμελή αντάρτικη ομάδα.
Σε ορισμένα, όμως, ελληνικά νησιά η αντάρτικη δράση υπήρξε έντονη, και ειδικά στην Κεφαλονιά, στη Λευκάδα, στην Εύβοια, στη Μυτιλήνη και στην Ικαρία - πιο πολύ, όμως, στη Σάμο και στην Κρήτη. Αντίθετα, ο Δημοκρατικός Στρατός δεν ανέπτυξε καμιά δράση στην Κέρκυρα, όπου η απόβαση από την ηπειρωτική ακτή, στις αρχές ακόμη του εμφυλίου πολέμου, μιας ολιγάριθμης ένοπλης ομάδας είχε καταλήξει σε πλήρη αποτυχία με την ολοσχερή καταστροφή της. Αλλωστε, οι αντικειμενικές συνθήκες που επικρατούσαν τοπικά, ήταν εντελώς αρνητικές στη συγκρότηση αντάρτικων ομάδων - δεδομένου ότι το λαϊκοδημοκρατικό κίνημα είχε δεχτεί εκεί πολύ ισχυρό χτύπημα από τα τέλη του 1944 ακόμη, όταν βρετανικά στρατεύματα, με την πρόφαση ότι η Κέρκυρα υπαγόταν στη δικαιοδοσία του ΕΔΕΣ, είχαν αφοπλίσει το 10ο εφεδρικό Σύνταγμα του ΕΛΑΣ, που είχε μόλις πριν από λίγους μήνες απελευθερώσει το νησί από τους ξένους κατακτητές.
Δράση ο Δημοκρατικός Στρατός δεν ανέπτυξε ούτε στη Ζάκυνθο, στην οποία μάλιστα στους πρώτους μήνες του 1945 είχε σχηματιστεί μια ιδιόμορφη τριμελής επιτροπή που είχε επιφορτιστεί με τη «διαφύλαξη της τοπικής ειρήνης» και με την παρεμπόδιση της δημιουργίας τμημάτων του ΔΣΕ στο νησί. Την εν λόγω επιτροπή αποτελούσαν ο «κεντρώος» δικηγόρος Στέφανος Παπαδάτος, ο Λάμπρος Ζήβας, επίσης δικηγόρος, που ανήκε στο ΕΑΜ, και ο Διονύσης Ποταμίτης, ο οποίος, ωστόσο, ήταν ηγέτης μιας ισχυρής ένοπλης δεξιάς παρακρατικής οργάνωσης, που είχε την έδρα της στο Καταστάρι.(2)
Η συμμετοχή, βέβαια, εκπροσώπου του ΕΑΜ σε μια τέτοια επιτροπή που απέβλεπε φανερά στην εξουδετέρωση του λαϊκοδημοκρατικού κινήματος με το πρόσχημα της προάσπισης της ειρήνης, ήταν εντελώς απαράδεκτη - γεγονός που οδήγησε τελικά το ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ στη διαγραφή ορισμένων στελεχών της τοπικής κομματικής οργάνωσης και στην καταγγελία της εν λόγω επιτροπής. Το όργιο τρομοκρατίας της αντίδρασης, εξάλλου, που, όπως ήταν φυσικό, απλώθηκε γρήγορα και στη Ζάκυνθο, δικαίωσε το ΠΓ του Κόμματος, ενώ, παράλληλα, υποχρέωσε μερικούς Ζακυνθινούς αγωνιστές να περάσουν στην αντικρινή Κεφαλονιά και να ενταχθούν στις εκεί αντάρτικες ομάδες.
Κεφαλονιά.
Αμέσως μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας κατέφθασε στην Κεφαλονιά ένας ενισχυμένος λόχος εθνοφυλακής, που διοικητής του ήταν ο κατοπινός χουντικός συνταγματάρχης και τότε λοχαγός Δημήτρης Πατίλης. Ο λόχος αυτός έσπευσε απαρχής να συνεργαστεί με τις τοπικές παρακρατικές συμμορίες, για τις οποίες λίγο αργότερα έγραφε τα εξής σε ειδική ανταπόκρισή του ο «Ριζοσπάστης»:
«Ξετρύπωσαν ήδη από τις κρύπτες, που είχαν χωθεί, φοβισμένοι μπροστά στη λαϊκή οργή, οι δεξιοί συμμορίτες, οπλίστηκαν με τα όπλα του νέου αφεντικού και ξεχύθηκαν με περισσότερη λύσσα κατά του λαού. Ο περιβόητος λήσταρχος Γάκιας έγινε πάλι ο τύραννος του νησιού».(3)
Μέσα στους πρώτους μήνες της μεταδεκεμβριανής κρατικής και παρακρατικής φασιστικής δράσης, η Κεφαλονιά βυθίστηκε στον τρόμο και στο αίμα. Λαϊκοί αγωνιστές δολοφονήθηκαν, όπως οι οκτώ κάτοικοι των Δαυγάτων, που σφάχτηκαν από τον ίδιο τον Γάκια, ο οποίος, ωστόσο, αθωώθηκε τότε γι' αυτή την αποτρόπαια πράξη του από δικαστήριο της Λευκάδας. Πολλά χωριά ρημάχτηκαν από τους εθνοφύλακες και τους χωροφύλακες, αμέτρητες περιουσίες ληστεύτηκαν από τους παρακρατικούς, εξακόσιοι και πλέον κομμουνιστές και αγωνιστές της ΕΑΜικής Αντίστασης εκτοπίστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες και πάρα πολλοί άλλοι γέμισαν τις τοπικές φυλακές. Την ίδια εποχή άρχισαν και οι εκτελέσεις σημαντικών κομμουνιστικών στελεχών του νησιού, όπως του υπεύθυνου σύνταξης της τοπικής ΕΑΜικής εφημερίδας «Ελεύθερη Κεφαλονιά», Βενιζέλου Κληρονόμου, που ντουφεκίστηκε ύστερα από απόφαση του έκτακτου στρατοδικείου της Αλεξανδρούπολης, στηριγμένη σε χαλκευμένες κατηγορίες.
Ηταν, ωστόσο, πολύ φυσικό όλη αυτή η κατάσταση να οδηγήσει, τελικά, ορισμένους δραστήριους κομμουνιστές και ΕΑΜίτες της Κεφαλονιάς στην παρανομία και στη συνέχεια στο βουνό, όπου αμέσως μετά το δημοψήφισμα του 1946 προχώρησαν στη δημιουργία ενός μικρού παρτιζάνικου συγκροτήματος. Επρόκειτο για μια πολύ δυναμική αντάρτικη ομάδα, που το αρχηγείο της αποτελούσαν ο Φώτης Σγούρος, ως αρχηγός, ο Γεράσιμος Ματιάτος ή Ρήγας, ως υπαρχηγός, και οι Γεράσιμος Γρηγοράτος ή Αστραπόγιαννος, Ματθαίος Κουλουμπής και Λεωνίδας Ζαχαράτος, ως μέλη, και η οποία συμπλήρωνε τη δύναμή της με τους Διονύση Μαρκουλάτο, Γεράσιμο Μήλα ή Λοχαγίδη, Θεοδόση Μπατιστάτο, Φειδία Μερκούρη, Γεράσιμο Μαραβέλια, Γεράσιμο Κάγκα και Ντίνο Ευθυμιάτο.
Μέχρι το δεύτερο εξάμηνο του 1947 πέρασαν στο Δημοκρατικό Στρατό της Κεφαλονιάς και άλλοι αγωνιστές και μεταξύ τους ο γραμματέας της περιφερειακής επιτροπής της Κεφαλονιάς και της Ιθάκης, του ΚΚΕ, Διονύσιος Κοζάτσας και το μέλος της εν λόγω επιτροπής Φώτης Πτολεμαίος, παλιός Ακροναυπλιώτης. Πέρασαν, επίσης, στις γραμμές του Δημοκρατικού Στρατού και δυο γυναίκες - η Ατζουλέτα Μερκούρη, αδελφή του Φειδία, και η Διονυσία Γρηγοράτου, αδελφή του Αστραπόγιαννου.
Ο Δημοκρατικός Στρατός της Κεφαλονιάς, με δύναμη, που ποτέ δεν ξεπέρασε τους εξήντα, ακολούθησε σε όλη τη διάρκεια της πολεμικής δράσης του παρτιζάνικη τακτική, με την οποία μπορούσε να χτυπά τον αντίπαλο πάντα σχεδόν σε σημεία δικής του επιλογής. Παράλληλα, διακρινόταν για την επαναστατική πειθαρχία του, και σε μια περίπτωση, τον Απρίλη του 1949, δε δίστασε η ηγεσία του να διατάξει την εκτέλεση 5 μελών του, τα οποία είχαν καταδικαστεί από ανταρτοδικείο στην ποινή του θανάτου για βιασμούς γυναικών, ληστείες, κλοπές και προβοκατόρικες ενέργειες σε βάρος του λαϊκού αγώνα.
Η πρώτη μάχη του Δημοκρατικού Στρατού της Κεφαλονιάς δόθηκε στις 8 του Φλεβάρη 1947 στη θέση Αγιος Ελευθέριος των Βαλσαμάτων. Εκεί ισχυρή ανταρτική δύναμη, με επικεφαλής τον Σγούρο και τον Αστραπόγιαννο, χτύπησε σε ενέδρα ομάδα 50 χωροφυλάκων, από τους οποίους οι 4 σκοτώθηκαν και οι υπόλοιποι διασκορπίστηκαν πανικόβλητοι.
Τις πρώτες μέρες του 1948, εξάλλου, ο Κουλουμπής απελευθέρωσε με την ομάδα του τα Δαυγάτα και ο Αστραπόγιαννος με μερικούς αντάρτες τα Γριζάτα και τα Καταποδάτα. Την ίδια, επίσης, εποχή μια σειρά από ενέδρες των ανταρτών στο δρόμο, που συνδέει το Αργοστόλι με τη Σάμη, τρομοκράτησαν σε τέτοιο σημείο τον αντίπαλο, ώστε αυτός να επικοινωνεί πια μόνο ατμοπλοϊκά με τη Σάμη, της οποίας η ύπαιθρος για μεγάλο χρονικό διάστημα θεωρούνταν από τον τοπικό Δημοκρατικό Στρατό ελεύθερη περιοχή της Κεφαλονιάς.
Το Φλεβάρη του 1948 όλες οι ομάδες του Δημοκρατικού Στρατού, με επικεφαλής τον Σγούρο, προχώρησαν σε καλά μελετημένη νυχτερινή επιχείρηση στην ίδια την πόλη του Αργοστολίου, η οποία διέθετε για τη φρούρησή της ισχυρότατες δυνάμεις ΜΑΥδων και χωροφυλακής. Η επίθεση εκδηλώθηκε αιφνιδιαστικά και οι δυνάμεις των ανταρτών, κάμπτοντας τις πρώτες αντιστάσεις του αντιπάλου, προωθήθηκαν μέχρι το κέντρο της πρωτεύουσας του νησιού, επιφέροντας σημαντικές απώλειες στον καταπτοημένο εχθρό.
Στη συνέχεια οι ομάδες του Δημοκρατικού Στρατού άρχισαν να αποσύρονται, χωρίς καμιά δική τους απώλεια, και τελικά εγκατέλειψαν την πόλη. Προηγούμενα, όμως, χτύπησαν το υδραγωγείο και από τους Μύλους την ηλεκτρική εταιρία, χωρίς να συναντήσουν καμιά αντίδραση των αντιπάλων, οι οποίοι, άλλωστε, δεν αποτόλμησαν μέχρι τα ξημερώματα να βγούνε έξω από το Αργοστόλι και να καταδιώξουν τους αντάρτες.
Στις 29 του ίδιου μήνα στο Αυγό της Σάμης ισχυρή ομάδα ανταρτών υπό τον Σγούρο, τον Αστραπόγιαννο και τον Κουλουμπή συναντήθηκε με μεγάλο απόσπασμα χωροφυλάκων, που ενεργούσε ανιχνεύσεις. Η σύγκρουση που ακολούθησε υπήρξε καταστροφική για τους χωροφύλακες, οι οποίοι διαλύθηκαν, αφήνοντας στο πεδίο της μάχης πολλούς νεκρούς - και μεταξύ τους τον επικεφαλής του αποσπάσματος Βασίλη Κουρέα.
Οι επιθετικές δραστηριότητες του Δημοκρατικού Στρατού συνεχίστηκαν μέχρι το τέλος της άνοιξης του 1949, κυρίως με ενέδρες και εισόδους σε χωριά. Τον Ιούνη, όμως, εκείνου του χρόνου και αφού είχαν τελειώσει οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις της 9ης κυβερνητικής Μεραρχίας στην Πελοπόννησο, αποβιβάστηκε στην Κεφαλονιά ένα τάγμα του κυβερνητικού στρατού, με σκοπό τη γρήγορη και ολοσχερή εξόντωση των ανταρτών του νησιού.
Οι πρώτες ενέργειες του κυβερνητικού τάγματος αναφέρονταν στη σύλληψη εκατοντάδων πολιτών, στην επιβίβασή τους σε αρματαγωγό και στην αποστολή τους για εγκλεισμό στη Μακρόνησο. Στη συνέχεια εφαρμόστηκε η μέθοδος του ξεσηκώματος όλων σχεδόν των κατοίκων της υπαίθρου, που δεν είχαν συλληφθεί, και ο περιορισμός τους στα μικρά αστικά και ημιαστικά κέντρα, καθώς και η συγκέντρωση όλων των υποζυγίων των χωρικών στην καλά φρουρούμενη πεδιάδα της Παλλικής. Στις περιοχές, εξάλλου, που δρούσε ο Δημοκρατικός Στρατός, έκλεισαν με τσιμέντο όλες τις στέρνες και έστησαν ενέδρες σε όλες τις πηγές, για να μη βρίσκουν ούτε νερό οι καταδιωκόμενοι αντάρτες.
Στη συνέχεια οι κυβερνητικές δυνάμεις άρχισαν τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις, που οδήγησαν, όπως ήταν φυσικό, στα προσδοκώμενα εκ μέρους τους αποτελέσματα - όχι όμως σε σύντομο χρόνο. Οι αντάρτες μοιράστηκαν σε πολύ μικρές ομάδες και άρχισαν τις συγκρούσεις με τα κυβερνητικά στρατεύματα, τα οποία είχαν στο μεταξύ ενισχυθεί αποφασιστικά με ΜΑΥδες, χωροφύλακες και παρακρατικούς.
Στις 15 του Αυγούστου 1949 σκοτώθηκε στο Ακρωτήρι της Σάμης ο Διονύσης Κοζάτσας και τις ίδιες μέρες στα Δειλινάτα ο Φώτης Πτολεμαίος, ενώ στις 22 του Σεπτέμβρη έπεσαν πολεμώντας στα Μαυριώτικα της Σάμης, ο Ηλίας Κουγιανός και ο Ματθαίος Κουλουμπής. Στις 10 του Οκτώβρη, εξάλλου, έχασε τη ζωή του στην Κλεισούρα των Βλαχάτων ο Γεράσιμος Ματιάτος και ύστερα από λίγες μέρες στην Παλαμονίδα του Αίμου ο ίδιος ο Φώτης Σγούρος. Τέλος, στις 13 του ίδιου μήνα σκοτώθηκε στην Παχιά Πούντα της Σάμης ο Αστραπόγιαννος - και μαζί του η αδελφή του Διονυσία Γρηγοράτου, η Ατζουλέτα Μερκούρη, ο Λεωνίδας Ζαχαράτος, ο Γεράσιμος Ανδρεόλας, ο Παναγάγγελος Μιχαλάτος, ο Γιάννης Καλεράντες και ο Διονύσης Μαρκουλάτος.
Συνολικά από τους μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού της Κεφαλονιάς 48 σκοτώθηκαν σε συγκρούσεις, 4 εκτελέστηκαν αμέσως σχεδόν μετά τη σύλληψή τους, ένας, ο Σπύρος Αντωνάτος, δολοφονήθηκε από τους χωροφύλακες και μόνο 7 κατόρθωσαν, τελικά, να επιζήσουν.
Λευκάδα.
Το λαϊκοαπελευθερωτικό κίνημα στη Λευκάδα ήταν πολύ ισχυρό, δέχτηκε, όμως, δυνατό χτύπημα από το καλοκαίρι του 1943 ακόμη, όταν τμήματα ταγματασφαλιτών υπό τον Ευάγγελο Κονιδάρη ή Καλαντζή, ενισχυμένα από ταγματασφαλίτες της Ακαρνανίας υπό το δικηγόρο Πάνο Βέρη και ΕΔΕΣίτες υπό τον Διονύση Ζαμπέλη, συνέτριψαν με την άμεση συνεργασία γερμανικής στρατιωτικής μονάδας τον τοπικό ΕΛΑΣ. Η Λευκάδα ελευθερώθηκε πραγματικά μόλις στα τέλη του Δεκέμβρη του 1944, με τις επιτυχείς στρατιωτικές επιχειρήσεις ΕΛΑΣίτικων τμημάτων κατά των ΕΔΕΣίτικων δυνάμεων και των συνεργατών τους στην Ηπειρο - και κρατήθηκε ελεύθερη μέχρι τα τέλη του Μάρτη 1945, οπότε εγκαταστάθηκε εκεί ένα τάγμα εθνοφυλάκων.
Οι εθνοφύλακες, σε συνεργασία με παλιούς ταγματασφαλίτες, μεταβαπτισμένους σε «μεταβατικά αποσπάσματα διώξεως συμμοριτών», και με την τοπική χωροφυλακή, άρχισαν αμέσως το τρομοκρατικό τους έργο κάτω από την καθοδήγηση του νομάρχη Α. Μανουσόπουλου, γυναικάδελφου του τοπικού πολιτευτή του Λαϊκού Κόμματος, Κ. Καλκάνη, και νομάρχη Θεσσαλονίκης την εποχή της δολοφονίας του Γρηγόρη Λαμπράκη. Εκατοντάδες μέλη και στελέχη του ΕΑΜ και του ΚΚΕ, μεταξύ τους και ο γιατρός Ξενοφών Γρηγόρης, φυλακίστηκαν ή εξορίστηκαν, ενώ επτά δολοφονήθηκαν από τους χωροφύλακες, τους εθνοφύλακες και τους παρακρατικούς. Πρόκειται για τον Στάθη Καλύβα, από τα Πλατύστομα, τον Βαγγέλη Μανωλίτση, από τον Αλέξανδρο, τον Σπύρο Μικρώνη, από τους Πηγαδισάνους, τον Κώστα και τον Πάνο Σκιαδά, από τους Καρυώτες, τον Διονύσιο Αντύπα, από τον Αγιο Πέτρο, και τον Γιάννη Αραβανή, από την Καρυά.
Το κύμα της τρομοκρατίας ήταν φυσικό να οδηγήσει αρκετούς ΕΑΜίτες αγωνιστές του νησιού στο βουνό, με συνέπεια από τα τέλη ακόμη του 1946 να σχηματιστεί στη Λευκάδα αντάρτικη ομάδα από 43 μέλη. Αρχηγός της ομάδας ήταν ο Πάνος Γιαννούλης και πολιτικός επίτροπος ο Ζώης Κούρτης - περιλαμβάνονταν δε στην εν λόγω ομάδα 16 αντάρτες από το ηρωικό χωριό Εγκλουβή και η Ντίνα Κατωπόδη ή Τζαβέλαινα, από την Καρυά.
Η δράση της ομάδας του Γιαννούλη στο νησί υπήρξε, ωστόσο, περιορισμένη. Επρόκειτο στην πραγματικότητα για συμπλοκές, από τις οποίες σπουδαιότερη ήταν αυτή, που σημειώθηκε στα μέσα του Μάρτη 1947 έξι χιλιόμετρα έξω από την πόλη της Λευκάδας, όπου έπεσε σε ενέδρα και διαλύθηκε από τους αντάρτες, ένα πολυάριθμο τμήμα χωροφυλακής, που κατευθυνόταν στο χωριό Κατούνα, και σκοτώθηκε ένας χωροφύλακας.
Στις αρχές του Ιούνη 1947 το μεγαλύτερο τμήμα της ομάδας του Γιαννούλη διαπεραιώθηκε, με εντολή του Γενικού Αρχηγείου του Δημοκρατικού Στρατού, στο Ξηρόμερο, με σκοπό τη δημιουργία των απαραίτητων συνθηκών για την ανάπτυξη αντάρτικου κινήματος στην περιοχή. Πρέπει να σημειωθεί ότι στο Ξηρόμερο και γενικότερα στην Αιτωλοακαρνανία δεν είχε καταστεί δυνατός ο σχηματισμός αξιόλογων τμημάτων του Δημοκρατικού Στρατού, εξαιτίας κυρίως του γεγονότος ότι είχαν από νωρίς δολοφονηθεί σε διάφορα περιστατικά από χωροφύλακες και παρακρατικούς τα σημαντικότερα τοπικά πολιτικά και στρατιωτικά στελέχη της ΕΑΜικής Αντίστασης και του ΚΚΕ. Μεταξύ των στελεχών αυτών περιλαμβάνονταν ο θρυλικός Γερο - Δήμος, ο Βασίλης Παπαγιάννης, ο Ανάστασης Αναστασίου ή Οδυσσέας, ο Στάθης Πιάκας ή Φουρτούνας, ο Γιάννης Κατσιφός και κυρίως ο Βασίλης Σκιαδάς ή Επαμεινώνδας, ήρωας κατά τη γερμανική κατοχή της μεγάλης μάχης της Αμφιλοχίας.
Το τμήμα του Γιαννούλη ενώθηκε στο Ξηρόμερο με μια μικρή ομάδα, που διατηρούνταν εκεί υπό τον έφεδρο ανθυπολοχαγό και δάσκαλο Λάκη Κατσαρό, αντιμετώπισε, όμως, απαρχής ισχυρές κυβερνητικές δυνάμεις, που τις αποτελούσαν δύο χιλιάδες και πλέον στρατιώτες, ΜΑΥδες και χωροφύλακες. Οι αντάρτες συγκρούστηκαν μαζί τους κοντά στο χωριό Παληάμπελα, όπου συνελήφθη αιχμάλωτος ο σύνδεσμός τους με το Γενικό Αρχηγείο του Δημοκρατικού Στρατού, ο οποίος υποκύπτοντας στα βασανιστήρια αποκάλυψε στον εχθρό όλο το σχέδιο δράσης των ανταρτών.
Οι αντάρτες υποχρεώθηκαν να χωριστούν σε μικρές ομάδες, από τις οποίες η μία ξαναπέρασε στη Λευκάδα, ενώ οι άλλες παρέμειναν στην Ακαρνανία. Μια από αυτές υπό τον Γιαννούλη έφτασε στο Ακτιο, όπου ταμπουρώθηκε σε κάποια παλιά γερμανικά ορύγματα και πρόβαλε άμυνα μέχρι τέλους. Ο Γιαννούλης έχασε τη ζωή του στην τελική προσπάθειά του να διαφύγει με καΐκι μαζί με δυο συντρόφους του, που αιχμαλωτίστηκαν - ενώ σκοτώθηκαν ο δάσκαλος Γεράσιμος Θερμός, ο Ζώης Παπαδόπουλος, ο Κώστας Ζακυνθινός ή Ρέντζος, ο Τάσος Μανωλίτσης ή Βράκας και ο Νίκος Γαζής ή Παπλαγιάννης. Σκοτώθηκε, επίσης, ο Λάκης Κατσαρός, επιχειρώντας να περάσει το Βάλτο, και αυτοκτόνησε κοντά στη Νικιάνα της Λευκάδας, για να μην αιχμαλωτιστεί ο πολιτικός επίτροπος της ομάδας, Ζώης Κούρτης. Οσοι, εξάλλου, απόμειναν, είτε σκοτώθηκαν λίγο αργότερα σε ενέδρες είτε συνελήφθησαν.
Μια βδομάδα μετά τη μάχη του Ακτίου εκβράστηκε στην παραλία της Γύρας το πτώμα του Πάνου Γιαννούλη. Ο λαός της Λευκάδας θρήνησε τον καπετάνιο του και παρά την τρομοκρατία, που επικρατούσε, πάνω από δυο χιλιάδες πολίτες τον συνόδεψαν στην κηδεία του.(4)
1. To ΚΚΕ. Επίσημα Κείμενα, τόμ. 6ος, σελ. 246.
2. Π. Δελαπόρτα, Το σημειωματάριο ενός Πιλάτου, σελ. 193-196.
3. Εφ. «Ριζοσπάστης», φ. 27 Ιουνίου 1947.
4. Οι αναφορές στηρίζονται κατά βάση σε σημειώσεις του Γεωργίου Βρεττού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου