Είναι γνωστό πως ο εθνονυμικός όρος «Βλάχος» και κατ’ επέκταση το παράγωγο τοπωνύμιο «Βλαχία» όπως κι ο επιθετικός προσδιορισμός «βλάχος» είναι όροι πολύ γενικοί. Έχουν υιοθετηθεί και ενσωματωθεί σε διάφορες γλώσσες παίρνοντας λιγότερο ή περισσότερο διαφοροποιημένες γραμματικές μορφές σε διαφορετικά αλφάβητα.
Επιπλέον, με τον όρο «Βλάχοι» δεν δηλώνεται αποκλειστικά ένας και μοναδικός πληθυσμός. Απεναντίας, σε διαφορετικές γλώσσες αποδίδεται σε πολλούς και διαφορετικούς πληθυσμούς. Και καθώς οι «Βλάχοι» δεν συγκρότησαν ποτέ κάποιο συγκεκριμένο και ομογενοποιημένο λαό το επακόλουθο ήταν να προκύψουν πολλές, διαφορετικές και διάσπαρτες «Βλαχίες».
Έγγραφες πηγές μαρτυρούν την ύπαρξη Βλάχων στον ελληνικό χώρο το αργότερο από το δεύτερο μισό του 10ου αιώνα, αρκετά πριν τις μαρτυρίες για άλλες περιοχές των Βαλκανίων κι ιδιαίτερα για περιοχές βόρεια του Δούναβη. (1) Οι αναφορές συνεχίζονται και τον 11ο αιώνα, όταν ο Κεκαυμένος στο έργο του με τον τίτλο «Στρατηγικόν» μας δίνει περισσότερα στοιχεία για Βλάχους που φέρονταν να ζούσαν στην περιοχή της σημερινής Θεσσαλίας.(2) Για την ύπαρξη Βλάχων, ίσως κάπου κοντά στον Όλυμπο, γύρω στα 1083, μας μιλά κι η Άννα Κομνηνή στην «Αλεξιάδα».(3) Στα 1160, ο Ισπανοεβραίος περιηγητής Βενιαμίν εκ Τουδέλης ταξιδεύοντας στις ελληνικές χώρες του Βυζαντίου επισημαίνει την ύπαρξη βλάχικων πληθυσμών κάπου στα βουνά κοντά στη Λαμία κι είναι ο πρώτος που φέρεται να χρησιμοποίησε τον όρο Βλαχία για να προσδιορίσει κάποια περιοχή της κεντρικής Ελλάδας. Πιθανότατα λόγω της ύπαρξης αξιόλογης δημογραφικής παρουσίας Βλάχων αλλά και του ισχυρού ρόλου που έπαιζαν.(4) Από τον 13ο αιώνα και σύμφωνα με αναφορά του βυζαντινού ιστορικού Νικήτα Χωνιάτη η Θεσσαλία μαζί με κάποιες όμορες περιοχές, κυρίως προς τη Στερεά Ελλάδα, ονομάζονταν Βλαχία, Μεγάλη Βλαχία, Μεγαλοβλαχία ή και Άνω Βλαχία. (5)
Σταδιακά οι αναφορές για «Βλάχους» και «Βλαχίες» και σε άλλες περιοχές των Βαλκανίων πληθαίνουν. Δύσκολα, όμως, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς πως οι διάσπαρτοι αυτοί πληθυσμοί είχαν μία κοινή προέλευση, μία κοινή και προσδιορίσιμη εστία εκκίνησης κι ακόμη λιγότερο πως είχαν μια διαμορφωμένη κοινή συνείδηση και δράση. Η διάλυση του Βυζαντίου, με την πτώση της Κωνσταντινούπολης στα χέρια των σταυροφόρων στα 1204, ίσως βοήθησε στο να αποκτήσουν οι Βλάχοι, που ζούσαν ήδη σε περιοχές της σημερινής κεντρικής Ελλάδας, ή έστω κάποιες ομάδες τους έναν κάποιο βαθμό τοπικής αυτονομίας, όπως κι άλλες ομάδες και τμήματα της αυτοκρατορίας. Πολύ γρήγορα, οι εστίες τους βρέθηκαν μέσα στην επικράτεια του Δεσποτάτου της Ηπείρου, συμβάλλοντας κι αυτοί στην εξέλιξή του ως ένας από τους υπολογίσιμους τοπικούς και κυρίως στρατιωτικούς ρυθμιστικούς παράγοντες.
Η σποραδική εγκατάσταση Βλάχων στην κεντρική Ελλάδα επιβεβαιώνεται μέσα από έγγραφες βυζαντινές πηγές. Ενδεικτικά αναφέρεται πως, στα 1221 ο επίσκοπος Ναυπάκτου Ιωάννης Απόκαυκος επισημαίνει την ύπαρξη στην περιοχή της Ακαρνανίας, κάπου κοντά στη Βόνιτσα, ενός μάλλον αξιόλογου αριθμού «Ρωμαίων αποίκων», οι οποίοι, όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει, ονομάζονταν πια Βλάχοι. Επιπλέον μας μεταφέρει το όνομα ενός αρχηγικού προσώπου ανάμεσά τους, του Κωνσταντίνου Αυρηλιόνη, ενός ανθρώπου βίαιου, καθώς παρουσιάζεται ως βιαστής κάποιας κοπέλας και οργανωτής βίαιων επεισοδίων.(6) Στα 1228, ο Γεώργιος Χωνιάτης, αδελφός του ιστορικού Νικήτα Χωνιάτη, είχε ονομαστεί «πρωτοβεστιαρίτης» του δεσπότη της Ηπείρου Θεόδωρου Δούκα και φέρεται να διοικούσε την περιοχή της Βλαχίας, επιφορτισμένος πιθανά με την είσπραξη των στρατιωτικών φόρων. Την ίδια περίοδο και στην ίδια περιοχή, μία ομάδα οικισμών που κατοικούνταν από Βλάχους είχαν παραχωρηθεί ως «πρόνοια» σε κάποιο μικρότερο στρατιωτικό αξιωματούχο. Ο Χωνιάτης εξέφρασε την επιθυμία να επισκεφτεί ένα από τα χωριά αυτής της πρόνοιας κι ο «προνοιάριος» παράγγειλε στον πιο ευκατάστατο του χωριού να ετοιμάσει τα σχετικά για να φιλοξενήσει τον επισκέπτη, αν και γνώριζε πως «το βλάχικο γένος ήταν πολύ αφιλόξενο». Ο συγκεκριμένος πάροικος φαίνεται πως δεν υπάκουσε στην εντολή και στο επεισόδιο που ακολούθησε ο προνοιάριος σκότωσε έναν άλλο δουλοπάροικο που τόλμησε να αναμείχθηκε στη φιλονικία. Ο δράστης κρίθηκε ένοχος φόνου και τιμωρήθηκε από τον επίσκοπο Ναυπάκτου Ιωάννη Απόκαυκο.(7) Είναι πολύ πιθανό Βλάχοι να κατοικούσαν και σε νοτιότερες από τη Θεσσαλία περιοχές, όπως στην περιοχή της Βελεχατουίας, η οποία ταυτίζεται με την περιοχή της Δωρίδας μεταξύ Ναυπάκτου, Άμφισσας και Υπάτης.(8) Κάποιες άλλες έγγραφες βυζαντινές αναφορές μιλούν για ομάδες Βλάχων, οι οποίοι φέρονται να κατοικούσαν ως δουλοπάροικοι σε μοναστηριακά κτήματα της Μακρυνίτσας και της Πορταριάς στο Πήλιο, στα 1266 και 1273.(9) Παρατηρούμε, λοιπόν, πως αν και μία μερίδα των Βλάχων σκιαγραφούνται αρνητικά, οι περισσότεροι θα πρέπει να ήταν εγκατεστημένοι σε σταθερούς οικισμούς, συνδεδεμένοι με την αγροτοκτηνοτροφική ζωή κι ενταγμένοι στην κοινωνικοοικονομική διάρθρωση, καθώς κάποιοι από αυτούς ήταν δουλοπάροικοι σε εκκλησιαστικά κτήματα και στρατιωτικές πρόνοιες.
Μετά το θάνατο του δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ Β' Άγγελου Κομνηνού Δούκα, πιθανά στα 1271, το δεσποτάτο του διασπάστηκε και μοιράστηκε ανάμεσα σε δύο από τους γιους του. Μέχρι τα 1289, ηγεμόνας του ανατολικού τμήματος, δηλαδή της Μεγάλης Βλαχίας, παρουσιάζεται ο Ιωάννης Α' Άγγελος Κομνηνός Δούκας,(10) νόθος γιος του Μιχαήλ Β' και της Γαγγρινής,(11) μίας γυναίκας από την Άρτα που ίσως ήταν βλάχικης καταγωγής. Ο Ιωάννης Α' Δούκας βρέθηκε σε αυτή τη ηγεμονική θέση έχοντας ήδη νυμφευθεί μία όμορφη, σύμφωνα με τις γραφές, κόρη του Ταρωνά, κάποιου «κληρονομικού άρχοντα» των Βλάχων που κατοικούσαν στην περιοχή. Οι πηγές μοιάζει να μην είναι και τόσο σαφείς ώστε να είμαστε σίγουροι για τον αν οι Τάρωνες είχαν οι ίδιοι τους βλάχικη καταγωγή ή όχι. Παρουσιάζονται περισσότερο ως μέλη της τοπικής αριστοκρατίας, ως τοπικοί δυνάστες, παρά ως φυσικές κεφαλές κάποιων ομάδων Βλάχων. Η μεγάλη τους περιουσία σε ζώα τους είχε, μάλλον, φέρει σε στενή σχέση αλληλεξάρτησης με τους κατεξοχήν κτηνοτρόφους Βλάχους της περιοχής. Ο γάμος του Ιωάννη Α' με κόρη των Ταρώνων μοιάζει να αποσκοπούσε σε ενίσχυση της υποτέλειας της τοπικής κοινωνίας, σε αυτή την περίπτωση των Βλάχων, απέναντι στον ηγεμόνα και το κράτος δια μέσου της αριστοκρατίας.(12)
Οι Βλάχοι υπό την αρχηγεία του Ιωάννη Α' παρουσιάζονται να είχαν βοηθήσει, στα 1258-59, τον δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ Β' Δούκα στις αντιπαραθέσεις του με την Αυτοκρατορία της Νίκαιας, αλλά και με τους φράγκους ηγεμόνες της νοτιότερης Ελλάδας. Οι Μεγαλοβλαχίτες των έγγραφων πηγών αποτέλεσαν τον κύριο όγκο του στρατεύματος που διέθετε ο Μιχαήλ Β' στην περίφημη μάχη της Πελαγονίας. Αν και στην κρισιμότερη φάση της μάχης ο Ιωάννης Α' απέσυρε τους πολεμιστές του, πρόδωσε κι εγκατέλειψε τον πατέρα του θέλοντας να υπερασπιστεί την τιμή του και την τιμή της όμορφης συζύγου του από τους προσβλητικούς φράγκους ιππότες. Η πρωτεύουσα της Μεγάλης Βλαχίας ή καλύτερα το διοικητικό της κέντρο βρισκόταν στην οχυρή Υπάτη - τις Νέες Πάτρες στις βόρειες πλαγιές της Οίτης κοντά στη Λαμία. Αν και τα σύνορα της ήταν συχνά μεταλλασόμενα, κατά την περίοδο της μεγάλης ισχύος του Ιωάννη Α', ξεκινούσαν από το Λιδόρικι και το Γαλαξίδι στον Κορινθιακό κόλπο κι έφταναν μέχρι τον Σαραντάπορο της Ελασσόνας, τα Σέρβια και την Πέτρα στις βόρειες πλαγιές του Ολύμπου.(13) Η πολιτική του Ιωάννη Α' προσέδωσε στην ηγεμονία της Μεγάλης Βλαχίας διαστάσεις ανεξάρτητου κράτους με επεκτατικές τάσεις κι ενισχυμένο ρόλο στα δρώμενα της Βαλκανικής. Οι προσπάθειες που κατέβαλε ο Ιωάννης Α' να καταστήσει την ηγεμονία του ένα ανεξάρτητο κράτος αναγνωρίζεται, κυρίως, στη σύναψη συγγενικών σχέσεων μέσω των παιδιών του με τους οίκους των γειτονικών κρατών κι ηγεμονιών. Φέρεται να είχε τρεις γιους, τον ιδιαίτερα ικανό πρωτότοκο Δημήτριο-Μιχαήλ, τον Κωνσταντίνο και τον Θεόδωρο και τέσσερις κόρες, εκ των οποίων γνωρίζουμε το όνομα μόνο της μιας, που ήταν Ελένη.
Μόλις ο Ιωάννης Α' ανέλαβε επίσημα την εξουσία προσπάθησε να ενισχύσει τη θέση του και την ηγεμονία του απέναντι στον τότε διεκδικητικό βυζαντινό αυτοκράτορα Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου. Έτσι, έδωσε μία από τις κόρες του ως σύζυγο σε έναν ανιψιό του αυτοκράτορα, τον Ανδρόνικο Ταρχανειώτη. Στα 1270 ο Ανδρόνικος Ταρχανειώτης ήταν κυβερνήτης της Αδριανούπολης, σύντομα όμως δυσαρεστήθηκε από τον θείο του και κατάφυγε με τη σύζυγό του στην επικράτεια και την υπηρεσία του πεθερού του. Το σπουδαιότερο αποτέλεσμα αυτού του γάμου ήταν πως ο Ιωάννης Α', ο οποίος δεν είχε μέχρι τότε κάποιον επίσημο τίτλο, ονομάστηκε σεβαστοκράτορας κι απέκτησε μία επίτιμη θέση στο βυζαντινό κατεστημένο.(14) Αν και με το γάμο αυτό και την αποδοχή του τίτλου αναγνώριζε ουσιαστικά την επικυριαρχία του αυτοκράτορα, ο Ιωάννης Α' χάραξε μία αυτόνομη εξωτερική πολιτική και συμμαχίες, που έρχονταν σε αντίθεση με τα συμφέροντα της αυτοκρατορίας. Πέρα από εδαφικές διαφορές ο Ιωάννης Α' Δούκας κι ο Μιχαήλ Η' Παλαιολόγος διαφωνούσαν και σε εκκλησιαστικά θέματα. Στο χώρο του Δεσποτάτου της Ηπείρου και της Μεγάλης Βλαχίας είχαν καταφύγει αρκετοί από αυτούς που αντιδρούσαν στην ένωση των εκκλησιών που επεδίωκε ο Μιχαήλ Η', γεγονός που είχαν καταδικάσει σε τοπική σύνοδο οι εκκλησιαστικές αρχές της Μεγάλης Βλαχίας, αναθεματίζοντας τον τότε ενωτικό πατριάρχη και τους επίσης ενωτικούς επισκόπους Υπάτης και Τρίκκης (Τρικάλων), ακόμη και τον ίδιο τον αυτοκράτορα.(15)
Οι δύο αντίπαλοι δεν άρχισαν να έρθουν σε ανοιχτή αντιπαράθεση όταν, στα 1275, ο αυτοκράτορας έστειλε πολυάριθμα στρατεύματα να εισβάλουν στη Μεγάλη Βλαχία. Ανάμεσα σε αυτά κυριαρχούσαν πολυπληθείς ομάδες Κουμάνων και Τουρκόπουλων (εκχριστιανισμένων Τούρκων) που πολιόρκησαν τον Ιωάννη Α' στο οχυρό κάστρο της Υπάτης. Μέσα στη νύχτα, ο πολιορκημένος ηγεμόνας ντυμένος με φθαρμένα ρούχα κατέβηκε με σχοινί τα τείχη κι επιχείρησε να διασχίσει κρυφά το στρατόπεδο των πολιορκητών. Όταν έπεσε στην αντίληψή τους τούς μίλησε σε μία «βαρβαρίζουσα φωνή» και προσποιήθηκε πως ήταν κάποιος χωρικός που έψαχνε το υποζύγιό του. Αυτοί άρχισαν να τον χλεύασαν και να γελούν μαζί του, έτσι μπόρεσε να ξεφύγει της προσοχής τους και να αποδράσει.(16) Το επεισόδιο έχει μεγάλο ενδιαφέρον καθώς γεννά το ερώτημα για το ποια μπορεί να ήταν η άγνωστη σε μας γλώσσα που μιλούσε, μάλλον, με άνεση ο Ιωάννης. Θα μπορούσαμε να οδηγηθούμε στην υπόθεση πως ο Ιωάννης γνώριζε καλά τη γλώσσα των βλάχων υποτελών του. Ίσως την είχε μάθει συναναστρεφόμενος τους βλάχους πολεμιστές του. Ίσως, πάλι, είχε μάθει τα βλάχικα στην αγκαλιά της μητέρας του Γαγγρινής ή από τη σύζυγό του και τους συγγενείς της, τους Τάρωνες. Κάτι τέτοιο έρχεται να ενισχύσει, αλλά δεν αποδεικνύει την άποψη πως η Γαγγρινή ή πως Τάρωνες ήταν Βλάχοι.
Όπως και να είχε, ο Ιωάννης Α' Δούκας κατέφυγε τελικά στη Θήβα όπου ζήτησε βοήθεια από τον τότε δούκα της Αθήνας Ιωάννη (Ζαν) ντε λα Ρος. Με τη βοήθεια των βουργουνδών - φράγκων ηγεμόνων της Αθήνας ο Ιωάννης Α' νίκησε κι εξεδίωξε τα αυτοκρατορικά στρατεύματα από την επικράτειά του.(17) Σε ανταμοιβή για αυτή τη βοήθεια προσέφερε το χέρι μίας άλλης κόρης του, της Ελένης Δούκαινας, κι ως προίκα τα κάστρα του Σιδερόκαστρου, της Λαμίας, του Γαρδικίου και της Γραβιάς στον Γουλιέλμο, αδελφό του ηλικιωμένου Ιωάννη (Ζαν) ντε λα Ρος κι επόμενο δούκα των Αθηνών. Την ίδια περίπου περίοδο, μία άλλη κόρη του Ιωάννη Α' έγινε η πρώτη σύζυγος του Στέφανου Μιλούτιν, δευτερότοκου γιου του τότε βασιλιά της Σερβίας Στέφανου Ουρός, ενισχύοντας ακόμη μία συμμαχία απέναντι στους Παλαιολόγους. Ο Μιλούτιν ανήλθε στον σερβικό θρόνο στα 1282 διαδεχόμενος τον πρωτότοκο αδελφό του Στέφανο Δραγούτιν. Στην πορεία χώρισε από την κόρη του Ιωάννη Α', έκανε άλλους δύο γάμους και τελικά νυμφεύθηκε σκανδαλωδώς για τέταρτη φορά, στα 1299, με την πεντάχρονη Σιμονίδα κόρη του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β' Παλαιολόγου.(18)
Αυτοκρατορικά στρατεύματα εισέβαλαν στη Μεγάλη Βλαχία και πάλι στα 1278. Η εισβολή έληξε και πάλι με νίκη του Ιωάννη Α'. Ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η' επέμεινε κι εισέβαλε εκ νέου στα 1282. Το νέο του «όπλο» ήταν 400 Τάταροι του ηγεμόνα της Χρυσής Ορδής Χάνου Νογκάι, από τις στέπες της σημερινής νότιας Ρωσίας και της Ουκρανίας. Ο ασθενής αυτοκράτορας πέθανε στην αρχή, ακόμη, της εκστρατείας αφήνοντας τον Ιωάννη Α' νικητή για άλλη μια φορά, αν κι οι Τάταροι σχεδόν ερήμωσαν την επικράτειά του. Ο νέος αυτοκράτορας, γιος του προηγούμενου, ο Ανδρόνικος Β' Παλαιολόγος επιχείρησε μία τελευταία εισβολή στα 1284, δίχως να κάμψει την αντίσταση του Ιωάννη Α'. Ωστόσο, επέμεινε κι επιχείρησε να εξουδετερώσει τον αντίπαλό του με διαφορετικές πια μεθόδους.
Ο τότε σύμμαχός του δεσπότης της Ηπείρου Νικηφόρος Β' Δούκας, ετεροθαλής αδελφός κι αντίπαλος του Ιωάννη Α' Δούκα, κι η σύζυγός του Άννα Καντακουζηνή Παλαιολογίνα αιχμαλώτισαν με προδοσία τον ανιψιό τους Δημήτριο-Μιχαήλ, πρωτότοκο γιο του Ιωάννη Α'. Τον είχαν ξεγελάσει καλώντας τον στην Άρτα για να του προσφέρουν, δήθεν, το χέρι μιας κόρης τους. Ο αιχμάλωτος παραδόθηκε στον αυτοκράτορα στη μακρινή Κωνσταντινούπολη στα 1284. Την ίδια χρονιά στα χέρια του αυτοκράτορα έπεσε και μία από τις κόρες του Ιωάννη Α'. Η νεαρή είχε αρραβωνιαστεί, στα 1281-82, με τον Θεόδωρο Σβετοσλάβο, γιο του Γεωργίου Α' Τερτέριου, του κουμανικής καταγωγής τσάρου της Βουλγαρίας. Ο Τερτέριος παρέδωσε την υποψία νύφη του στον αυτοκράτορα όταν συμφιλιώθηκε με τους Παλαιολόγους σπάζοντας την όποια συμμαχία του με τη Μεγάλη Βλαχία. Αρχικά, θεωρήθηκε πως οι δύο αιχμάλωτοι βρίσκονταν σε τιμητική κράτηση στην αυλή του αυτοκράτορα. Στον Δημήτριο-Μιχαήλ, μάλιστα, προτάθηκε γάμος με μία ανιψιά του αυτοκράτορα, κόρη του Ιωάννη Ασάν Γ', του προηγούμενου τσάρου της Βουλγαρίας. Μέσα από ένα τέτοιο γάμο ο αυτοκράτορας ήλπιζε να ασκήσει τελικά κάποιον έλεγχο στη Μεγάλη Βλαχία. Ωστόσο, η μόνιμη σκέψη του υποψήφιου γαμπρού ήταν πάντα η απόδραση με αποτέλεσμα να οδηγηθεί σε πραγματική φυλακή. Πέθανε στα χέρια της αυτοκρατορικής φρουράς των Βαράγγων όταν πολλά χρόνια αργότερα, στα 1307, επιχείρησε για άλλη μια φορά να αποδράσει.(19)
Ο Ιωάννης Α' Δούκας απεβίωσε, πιθανότατα, στα 1289 και θάφτηκε στο μοναστήρι της Θεοτόκου των Μεγάλων Πυλών, γνωστό περισσότερο ως Πόρτα Παναγίας, κοντά στο χωριό Πύλη Τρικάλων, στην είσοδο του Ασπροποτάμου. Το μοναστήρι είχε ιδρυθεί από τον ίδιο στα 1283. Ο τάφος του σώζεται ακόμη, όπου σε τοιχογραφία της εποχής ο Ιωάννης απεικονίζεται ως μοναχός να οδηγείται από τον Χριστό στην ένθρονη Παναγία. Η ηγεμονία της Μεγάλης Βλαχίας πέρασε στον δευτερότοκο γιου του Κωνσταντίνο και τον τριτότοκο Θεόδωρο, οι οποίοι κυβέρνησαν από κοινού παίρνοντας κι αυτοί τον τίτλο του σεβαστοκράτορα. Η πιθανά βλάχικης καταγωγής μητέρα τους, η κόρη του Ταρωνά, έγινε μοναχή παίρνοντας το όνομα Υπομονή κι αποσύρθηκε από τα εγκόσμια στη μονή της Θεοτόκου Ελεούσης στη Λυκουσάδα κοντά στο Φανάρι, που η ίδια είχε ιδρύσει. Οι νέοι ηγεμόνες συνέχισαν μία φιλόδοξη πολιτική αντεκδίκησης και σύγκρουσης με τους συγγενείς τους κι ηγεμόνες του Δεσποτάτου της Ηπείρου διεκδικώντας εδάφη που ανήκαν στο Δεσποτάτο, στις περιοχές της σημερινής Αιτωλοακαρνανίας. Σύντομα υποχώρησαν, καθώς τα εδάφη αυτά είχαν παραχωρηθεί ως προίκα της εξαδέλφης τους ηπειρώτισσας πριγκίπισσας Αικατερίνης/Θαμάρ στον Φίλιππο Ανδεγαυό (Ανζού) του Τάραντα. Ο Κωνσταντίνος φέρεται να νυμφεύθηκε κάποια τοπική αρχόντισσα, την Άννα Εβαγιόνισσα, αν και του είχε προταθεί να παντρευτεί κάποια ανιψιά του σέρβου βασιλιά Μιλούτιν. Για τον Θεόδωρο αναφέρεται πως υπήρξαν σχέδια να νυμφευτεί, άλλοτε τη Θεοδώρα, εξαδέλφη του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β' Παλαιολόγου, κι άλλοτε, στα 1296, την πριγκίπισσα της Μικρής Αρμενίας Θεοδώρα/Θεοφανώ, αδελφή της Ρίτας-Ξένης/Μαρίας συζύγου του προηγούμενου αυτοκράτορα Μιχαήλ Θ' Παλαιολόγου, παίρνοντας για προίκα την παράλια πόλη της Δημητριάδας στη Μαγνησία. Ο δεύτερος γάμος δεν πραγματοποιήθηκε καθώς η υποψήφια νύφη απεβίωσε στη Θεσσαλονίκη, ενώ βρισκόταν καθ’ οδόν προς τη Μεγάλη Βλαχία. Όμως η Δημητριάδα δεν επιστράφηκε πίσω στον αυτοκράτορα δημιουργώντας νέα αιτία για προστριβές.(20)
Ο Θεόδωρος χάθηκε σύντομα από το προσκήνιο, πιθανά στα 1299, κι ο Κωνσταντίνος παρέμεινε ηγεμόνας της Μεγάλης Βλαχίας μέχρι τον θάνατό του από καρκίνο στα 1303. Τη θέση του πήρε ο ανήλικος γιος του Ιωάννης Β' Δούκας. Οι άρχοντες της τοπικής αριστοκρατίας, ακολουθώντας πιθανά εντολές διαθήκης, μα περισσότερο αναγνωρίζοντας την αδύναμη θέση στην οποία βρέθηκε η ηγεμονίας τους, προσκάλεσαν κι ανέθεσαν την κηδεμονία του Ιωάννη Β', μέχρι την ενηλικίωσή του, και τη διακυβέρνηση της Μεγάλης Βλαχίας στον δούκα των Αθηνών Γκουίδων B' (Γκιγιό) ντε λα Ρος, πρώτο εξάδελφο του ανήλικου ηγεμόνα. Ο κηδεμόνας τοποθέτησε αμέσως ως στρατάρχη - αντιπρόσωπό του στη Μεγάλη Βλαχία έναν από τους έλληνες βαρόνους του, τον Μπουτομίτη, κι ανέλαβε να εξουδετερώσει με επιτυχία μία εισβολή της Άννας Παλαιολογίνας από το Δεσποτάτο της Ηπείρου. Όταν ο Ιωάννης Β' Δούκας ενηλικιώθηκε επιχείρησε να ανακτήσει την ανεξαρτησία του από το Δουκάτο της Αθήνας. Αναζητώντας συμμάχους, στράφηκε προς τον βυζαντινό αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β' Παλαιολόγο και στα 1309 ή στα 1315 νυμφεύτηκε την Ειρήνη, μία νόθα αυτοκρατορική κόρη, παίρνοντας κι αυτός τον τίτλο του σεβαστοκράτορα.(21) Μπορεί να απαλλάχθηκε για λίγο από τους διεκδικητικούς συγγενείς του και γείτονες, όμως μοιάζει να κυβέρνησε τη Μεγάλη Βλαχία περισσότερο ως υποτελής του αυτοκράτορα παρά σαν ανεξάρτητος ηγεμόνας.
Στη συνέχεια, ο νέος κίνδυνος προερχόταν από τους μισθοφόρους της Καταλανικής Εταιρείας[22] που εισέβαλαν από τον βορρά και λεηλάτησαν τα εδάφη της Μεγάλης Βλαχίας την περίοδο 1306-09. Αμέσως μετά προσλήφθηκαν από τον νέο δούκα των Αθηνών Βαλθέρο Α' Βριένιο (Βάλτερ ή Γκοτιέ Α' ντε Μπριέν) και κατέλαβαν έναν αριθμό φρουρίων στα νότια κι ανατολικά της ηγεμονίας. Αν και στην πορεία κατέλυσαν ακόμη και το δουκάτο του εργοδότη τους. Τελικά, η «βλάχικη ηγεμονία» στην κεντρική Ελλάδα έμοιαζε σκιά του εαυτού της όταν διαλύθηκε με τον θάνατο του ασθενικού και άκληρου Ιωάννη Β' Δούκα, στα 1318. Κάποιες πόλεις και φρούρια, στα βόρεια κι ανατολικά, είχαν περάσει στα χέρια του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β' Παλαιολόγου, ο οποίος διεκδικούσε όλη τη Μεγάλη Βλαχία ως κτήση της χήρας κόρης του. Άλλα εδάφη, στα δυτικά και κεντρικά, βρίσκονταν στον έλεγχο της τοπικής αριστοκρατίας κι άλλα στο νότο τα κατείχαν οι Καταλανοί, οι οποίοι κατέβαλαν την Υπάτη - Νέες Πάτρες τον επόμενο χρόνο (1319). (22) Την εικόνα συμπλήρωνε η κατοχή από τους Βενετούς του λιμανιού του Πτελεού στις ακτές του Παγασητικού.(23) Η Μεγάλη Βλαχία έπαψε να αναφέρεται πια ως μία αυτοδύναμη ηγεμονία. Ακολούθησαν νέοι βραχύβιοι κυρίαρχοι, κυρίως Βυζαντινοί και Σέρβοι, οι οποίοι είτε δεν κατείχαν τα εδάφη της στο σύνολό τους, είτε παρουσιάζονταν περισσότερο ως τιτουλάριοι.
Προς τα μέσα του 14ου αιώνα, εκμεταλλευόμενοι την έλλειψη ισχυρής τοπικής εξουσίας, πολυάριθμοι Βλάχοι, ολόκληρες φυλές – «φάρες» νομαδοκτηνοτρόφων από τη Βόρεια Ήπειρο, τη σημερινή νότια και κεντρική Αλβανία, ακολούθησαν πολυπληθέστερους μετακινούμενους αρβανίτικους πληθυσμούς κι αναζήτησαν καλύτερες προοπτικές στην κεντρική Ελλάδα. Αν κι οι πηγές δεν είναι απόλυτα σαφείς για την καταγωγή τους, οι επονομαζόμενοι Μαλακάσιοι ή Μαλακασιώτες φέρονται να εγκαταστάθηκαν σταθερά κι οριστικά κατά μήκος της Νότιας Πίνδου, ανάμεσα στη Θεσσαλία και την Ήπειρο, κι οι Βόιοι ή Μπούιοι στα εδάφη ανάμεσα στη Θεσσαλία και τη Στερεά Ελλάδα.(24) Στα 1334, αυτές οι αρβανίτικες ή οι βλάχικες νομαδοκτηνοτροφικές φυλές, που ίσως αριθμούσαν συνολικά 12.000 ψυχές, αναγκάστηκαν να αναγνωρίσουν την υποταγή τους και τη βυζαντινή αυτοκρατορική κυριαρχία στα εδάφη της Θεσσαλίας. Η υποταγή τους σημειώθηκε όταν ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Γ' Παλαιολόγος έστειλε δυνάμεις από την Κωνσταντινούπολη για την επικύρωση της τοπικής κυριαρχίας του. Καθώς οι πολεμικές επιχειρήσεις σημειώθηκαν κατά τη διάρκεια του χειμώνα, οι ανυπότακτες φυλές συνθηκολόγησαν φοβούμενες την τέλεια καταστροφή μην μπορώντας να καταφύγουν με τις οικογένειες και τα κοπάδια τους στην ασφάλεια των βουνών.(25) Εξελικτικά, σχεδόν όλοι Αρβανίτες προωθήθηκαν στη νοτιότερη Ελλάδα, ενώ οι όποιοι Βλάχοι μοιάζει να παρέμειναν στην περιοχή και να ενίσχυσαν το προϋπάρχον βλάχικο στοιχείο. Τελικά, στα 1392-94, οι Οθωμανοί κατέλαβαν τη Θεσσαλία, εκπόρθησαν το κάστρο της Υπάτης – Νέων Πατρών (στα τουρκικά Πατρατζίκ) και έφτασαν μέχρι τον Κορινθιακό.
Όλα αυτά μπορεί να ακούγονται σαν ένα βυζαντινό παραμύθι, όμως αποτέλεσαν ιστορική πραγματικότητα. «Το Χρονικό του Μορέως» παραμένει η πλέον γνωστή πηγή για τα γεγονότα και το πνεύμα εκείνων των εποχών και τη συνύφανση των Βλάχων με τα δρώμενα στον μεσαιωνικό ελληνικό χώρο.(26) Τόσο το όνομα τους, όσο μάλλον κι οι ίδιοι συνδέθηκαν στενότατα με τον τόπο, ώστε πέρασαν μέχρι και στην αναγεννησιακή ελληνική λογοτεχνία, αν κρίνουμε από τον ενδιαφέροντα και πρωταγωνιστικό ρόλο τους στην πλοκή του «Ερωτόκριτου» του Βιτσέντζου Κορνάρου και την αντιπαλότητά τους με το «βασίλειο της Αθήνας».(27)
Μέσα από αυτή την αναδρομή σε πρόσωπα και γεγονότα μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα τη μεσαιωνική ηγεμονία της Μεγάλης Βλαχίας στην κεντρική Ελλάδα. Πουθενά στις πηγές δεν εντοπίζονται στοιχεία που να στηρίζουν την άποψη πως η Μεγάλη Βλαχία υπήρξε ένα αποκλειστικό δημιούργημα βλάχικων πληθυσμών, ένα ανεξάρτητο εθνικό κράτος, ούτε καν μία κρατική οντότητα ανάλογη των μεσαιωνικών σερβικών και βουλγαρικών κρατών και ηγεμονιών. Στην περίπτωση, μάλιστα, της ανασύστασης του μεσαιωνικού βουλγαρικού κράτους στα χρόνια της δυναστείας των Ασανηδών οι τοπικοί «βλάχικοι πληθυσμοί», όποιοι κι αν ήταν αυτοί, συνέβαλαν καθοριστικά τόσο στη γέννηση της δυναστείας, όσο και στην ανάπτυξη του κράτους. Εξάλλου, στις δυτικές κυρίως πηγές το κράτος αυτό ήταν γνωστό ως «Αυτοκρατορία Βούλγαρων και Βλάχων».(28) Αντίθετα, η Μεγάλη Βλαχία δεν υπήρξε ποτέ μια ξεχασμένη ιστορική πατρίδα κάποιου ξεχωριστού λαού, ενός κάποιου βλάχικου έθνους. Ωστόσο, στους βλάχικους πληθυσμούς της Μεγάλης Βλαχίας και του μεσαιωνικού ελληνικού χώρου γενικότερα βρίσκονται οι βαθιές προγονικές ρίζες των ανθρώπων βλάχικης καταγωγής που σήμερα ζουν στην Ελλάδα και τη νότια Βαλκανική. Η ιστορική τους ταυτότητα διαμορφώθηκε συνυφασμένη με αυτή του μεσαιωνικού ελληνισμού και διαφοροποιήθηκε ουσιαστικά και καθοριστικά από αυτή άλλων πληθυσμών γνωστών επίσης ως «βλάχικων» σε βορειότερες περιοχές των Βαλκανίων. Έτσι, μπορούμε να ενισχύσουμε και με μεσαιωνικά ιστορικά στοιχεία την άποψη πως η όποια σύγχρονη εθνογλωσσική ταυτότητα των Βλάχων στα νότια Βαλκάνια δεν μπορεί να αποτελεί εμπόδιο για την ισότιμη ένταξη τους στη νεοελληνική πραγματικότητα. Δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν ξένοι στον τόπο που τους γέννησε και που διαμόρφωσαν από κοινού με τους υπόλοιπους νεότερους Έλληνες.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
ΑΝΩΝΥΜΟΥ, «Το Χρονικό του Μορέως», εισαγωγή - υποσημειώσεις - επεξεργασία: Πέτρος Π. Καλονάρος, Εκδόσεις Εκάτη, Αθήνα.
ΑΡΑΒΑΝΤΙΝΟΣ, Παναγιώτης, «Μονογραφία περί Κουτσοβλάχων», (γράφτηκε στα 1865), Αθήνα 1903.
ΑΡΑΒΑΝΤΙΝΟΣ, Παναγιώτης., «Χρονογραφία της Ηπείρου», τόμος Α', Εν Αθήναις 1856.
ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ, Απόστολος Ε., «Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τόμος Α', αρχές και διαμόρφωση του», έκδοση Β', Θεσσαλονίκη 1974.
ΒΕΛΚΟΣ, Γρηγόριος Παν., «Η επισκοπή Δομενικού και Ελλασσώνος», Έκδοση Ιεράς Μητροπόλης Ελασσόνας, Ελασσόνα 1980.
ΒΕΝΙΑΜΙΝ εκ Τουδέλης, «Το βιβλίο των ταξιδιών στην Ευρώπη, την Ασία και την Αφρική», εισαγωγή-σχόλια: Κοσμάς Μεγαλομάτης - Αλέξης Σαββίδης, Μετάφραση: Φωτεινή Βλαχοπούλου, επιμέλεια μετάφρασης: Κοσμάς Μεγαλομάτης, βιβλιογραφία: Αλέξης Σαββίδης, Εκδόσεις Στοχαστής, Αθήνα 1994.
ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ, Νικόλαος, «Θεσσαλία», Περιφεριακές Εκδόσεις Έλλα, Λάρισα 1995, (πρώτη έκδοση 1880).
ΔΗΜΟΥ, Βασίλειος Απ., «Εθνολογικά στοιχεία στα έργα του Δημήτριου Χωματιανού», Πρακτικά Διεθνούς Συμποσίου για το Δεσποτάτο της Ηπείρου, (Άρτα 27-31 Μαϊου 1990), Μουσικοφιλολογικός Σύλλογος Άρτης «Ο Σκουφάς».
ΕΥΘΥΜΙΟΣ (Πενταγιώτης), ιερομόναχος, «Το Χρονικό του Γαλαξειδίου», ανάγνωση - εισαγωγή - σημειώσεις - δημοσίευση: Κωνσταντίνος Ν. Σαθάς, προλογικά: Αλέξης Γ. Κ. Σαββίδης, Μελέτες για τη Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή Ιστορία 6, Εκδόσεις Δημιουργία, Αθήνα 1996.
ΖΙΑΓΚΟΥ, Νικόλαος. Γ., «Φεουδαρχική Ήπειρος και Δεσποτάτο της Ηπείρου. Συμβολή στο Νέο Ελληνισμό, Αθήναι 1974.
ΘΕΟΧΑΡΙΔΗΣ, Γεώργιος Ι., «Ιστορία της Μακεδονίας κατά τους μέσους χρόνους, 285-1354», Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών 55, Θεσσαλονίκη 1980.
ΚΕΚΑΥΜΕΝΟΣ, «Στρατηγικόν», γ' έκδοση, εισαγωγή - μετάφραση - σχόλια: Δημήτρης Τσουγκράκης, Κείμενα Βυζαντινής Ιστοριογραφίας 2, Εκδόσεις Κανάκη, Αθήνα 1996.
ΚΟΜΝΗΜΗ, Άννα, «Αλεξιάς», τόμος Α', Εκδόσεις Άγρας, Αθήνα 1990.
ΚΟΡΔΑΤΟΣ, Γιάννης., «Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς», Εκδόσεις 20ος Αιώνας, Αθήνα 1960.
ΚΟΡΝΑΡΟΣ, Βιτσέντζος, «Ερωτόκριτος», γ' έκδοση, κριτική έκδοση: Στυλιανός Αλεξίου, Εκδόσεις Ερμής, Αθήνα 1994.
ΚΡΥΣΤΑΛΛΗΣ, Κώστας., «Οι Βλάχοι της Πίνδου», Άπαντα, Β' έκδοση, Αθήνα 1959.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Γεώργιος Κ., «Ιστορία των Αθηνών, από Χριστού γεννήσεως μέχρι έτους 1821 (ρωμαιοκρατία, Βυζάντιον, φραγκοκρατία, τουρκοκρατία)», Μελέτες για τη βυζαντινή και μεταβυζαντινή ελληνική ιστορία 5, Εκδόσεις Δημιουργία, Αθήνα 1996, (πρώτη έκδοση 1876).
ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΣ, Κοσμάς, «Ιωάννης Απόκαυκος. Συμβολή στην έρευνα του βίου και του συγγραφικού έργου του», Ιστορικές Μονογραφίες 6, Ιστορικές Εκδόσεις Στ. Δ. Βασιλόπουλος, Αθήνα 1988.
ΝΤΑΜΠΛΙΑΣ, Χρήστος Γ. «Η ιστορία της Θεσσαλίας το 13ο αιώνα μ.Χ., ιστορικά γεγονότα, προσωπογραφική προσέγγιση και έγγεια ιδιοκτησία από το 1204 ως το 1303», Εκδόσεις Ηρόδοτος, Βυζάντιο / Ιστορία, Θεσσαλονίκη 2002.
ΠΑΠΑΡΗΓΟΠΟΥΛΟΣ, Κ., «Ιστορία του ελληνικού έθνους», (πρώτη έκδοση 1885), βιβλίο 14ο, Εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα 1992.
ΣΤΑΥΡΙΔΟΥ – ΖΑΦΡΑΚΑ, Αλκμήνη, «Μεγάλη και Μικρή Βλαχία», Πρακτικά 5ου Συμποσίου Τρικαλινών Σπουδών, (Τρίκαλα, 5-7 Νοεμβρίου 1999), Τρικαλινά τόμος 20ος, Φ.Ι.ΛΟ.Σ. Τρικάλων, Τρίκαλα 2000, σ. 171-179.
ΤΑΡΦΑΛΗ, Ορέστης, «Θεσσαλονίκη, από τις απαρχές μέχρι τον ΙΔ' αιώνα», μετάφραση: Αγγελική Νικολοπούλου, επιμέλεια: Α. Γ. Κ. Σαββίδης, Εκδόσεις Τροχαλίας, Θεσσαλονίκη 1994.
FINE, John V. A., «The Late Medieval Balkans. A Critical Survey from the Late Twelfth Century to the Ottoman Conquest», The University of Michigan Press, 1994.
HAMMOND, N. G. L., «Migrations and Invasions in Greece and Adjacent Areas», Noyes Press, Park Ridgen, New Jersey.
HARVEY, Alan, «Οικονομική ανάπτυξη στο Βυζάντιο, 900-1200», Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1997.
LOCK, Peter, «Οι Φράγκοι στο Αιγαίο, 1204-1500», Εκδόσεις Ενάλιος, Αθήνα 1998.
NICOL, Donald M., «Το Δεσποτάτο της Ηπείρου, 1267-1479. Μία συνεισφορά στην ελληνική ιστορία κατά τον Μεσαίωνα», Ελληνική Ευρωεκδοτική, Αθήνα 1991.
OSTROGORSKY, Georg., «Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους», τόμος 3ος, μετάφραση: Ιωάννης Παναγόπουλος, εποπτεία: Ευάγγελος Κ. Χρυσός, Εκδόσεις Στεφ. Δ. Βασιλόπουλος, Αθήνα 1981.
POUQUEVILLE, F. C. H. L., «Ταξίδι στην Ελλάδα, Ήπειρος», Εκδόσεις Τολίδης Αθήνα 1994.
WINNIFRITH, T. J., «The Vlachs. The History of a Balkan People», Duckworth, London 1987.
Επιπλέον, με τον όρο «Βλάχοι» δεν δηλώνεται αποκλειστικά ένας και μοναδικός πληθυσμός. Απεναντίας, σε διαφορετικές γλώσσες αποδίδεται σε πολλούς και διαφορετικούς πληθυσμούς. Και καθώς οι «Βλάχοι» δεν συγκρότησαν ποτέ κάποιο συγκεκριμένο και ομογενοποιημένο λαό το επακόλουθο ήταν να προκύψουν πολλές, διαφορετικές και διάσπαρτες «Βλαχίες».
Έγγραφες πηγές μαρτυρούν την ύπαρξη Βλάχων στον ελληνικό χώρο το αργότερο από το δεύτερο μισό του 10ου αιώνα, αρκετά πριν τις μαρτυρίες για άλλες περιοχές των Βαλκανίων κι ιδιαίτερα για περιοχές βόρεια του Δούναβη. (1) Οι αναφορές συνεχίζονται και τον 11ο αιώνα, όταν ο Κεκαυμένος στο έργο του με τον τίτλο «Στρατηγικόν» μας δίνει περισσότερα στοιχεία για Βλάχους που φέρονταν να ζούσαν στην περιοχή της σημερινής Θεσσαλίας.(2) Για την ύπαρξη Βλάχων, ίσως κάπου κοντά στον Όλυμπο, γύρω στα 1083, μας μιλά κι η Άννα Κομνηνή στην «Αλεξιάδα».(3) Στα 1160, ο Ισπανοεβραίος περιηγητής Βενιαμίν εκ Τουδέλης ταξιδεύοντας στις ελληνικές χώρες του Βυζαντίου επισημαίνει την ύπαρξη βλάχικων πληθυσμών κάπου στα βουνά κοντά στη Λαμία κι είναι ο πρώτος που φέρεται να χρησιμοποίησε τον όρο Βλαχία για να προσδιορίσει κάποια περιοχή της κεντρικής Ελλάδας. Πιθανότατα λόγω της ύπαρξης αξιόλογης δημογραφικής παρουσίας Βλάχων αλλά και του ισχυρού ρόλου που έπαιζαν.(4) Από τον 13ο αιώνα και σύμφωνα με αναφορά του βυζαντινού ιστορικού Νικήτα Χωνιάτη η Θεσσαλία μαζί με κάποιες όμορες περιοχές, κυρίως προς τη Στερεά Ελλάδα, ονομάζονταν Βλαχία, Μεγάλη Βλαχία, Μεγαλοβλαχία ή και Άνω Βλαχία. (5)
Σταδιακά οι αναφορές για «Βλάχους» και «Βλαχίες» και σε άλλες περιοχές των Βαλκανίων πληθαίνουν. Δύσκολα, όμως, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς πως οι διάσπαρτοι αυτοί πληθυσμοί είχαν μία κοινή προέλευση, μία κοινή και προσδιορίσιμη εστία εκκίνησης κι ακόμη λιγότερο πως είχαν μια διαμορφωμένη κοινή συνείδηση και δράση. Η διάλυση του Βυζαντίου, με την πτώση της Κωνσταντινούπολης στα χέρια των σταυροφόρων στα 1204, ίσως βοήθησε στο να αποκτήσουν οι Βλάχοι, που ζούσαν ήδη σε περιοχές της σημερινής κεντρικής Ελλάδας, ή έστω κάποιες ομάδες τους έναν κάποιο βαθμό τοπικής αυτονομίας, όπως κι άλλες ομάδες και τμήματα της αυτοκρατορίας. Πολύ γρήγορα, οι εστίες τους βρέθηκαν μέσα στην επικράτεια του Δεσποτάτου της Ηπείρου, συμβάλλοντας κι αυτοί στην εξέλιξή του ως ένας από τους υπολογίσιμους τοπικούς και κυρίως στρατιωτικούς ρυθμιστικούς παράγοντες.
Η σποραδική εγκατάσταση Βλάχων στην κεντρική Ελλάδα επιβεβαιώνεται μέσα από έγγραφες βυζαντινές πηγές. Ενδεικτικά αναφέρεται πως, στα 1221 ο επίσκοπος Ναυπάκτου Ιωάννης Απόκαυκος επισημαίνει την ύπαρξη στην περιοχή της Ακαρνανίας, κάπου κοντά στη Βόνιτσα, ενός μάλλον αξιόλογου αριθμού «Ρωμαίων αποίκων», οι οποίοι, όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει, ονομάζονταν πια Βλάχοι. Επιπλέον μας μεταφέρει το όνομα ενός αρχηγικού προσώπου ανάμεσά τους, του Κωνσταντίνου Αυρηλιόνη, ενός ανθρώπου βίαιου, καθώς παρουσιάζεται ως βιαστής κάποιας κοπέλας και οργανωτής βίαιων επεισοδίων.(6) Στα 1228, ο Γεώργιος Χωνιάτης, αδελφός του ιστορικού Νικήτα Χωνιάτη, είχε ονομαστεί «πρωτοβεστιαρίτης» του δεσπότη της Ηπείρου Θεόδωρου Δούκα και φέρεται να διοικούσε την περιοχή της Βλαχίας, επιφορτισμένος πιθανά με την είσπραξη των στρατιωτικών φόρων. Την ίδια περίοδο και στην ίδια περιοχή, μία ομάδα οικισμών που κατοικούνταν από Βλάχους είχαν παραχωρηθεί ως «πρόνοια» σε κάποιο μικρότερο στρατιωτικό αξιωματούχο. Ο Χωνιάτης εξέφρασε την επιθυμία να επισκεφτεί ένα από τα χωριά αυτής της πρόνοιας κι ο «προνοιάριος» παράγγειλε στον πιο ευκατάστατο του χωριού να ετοιμάσει τα σχετικά για να φιλοξενήσει τον επισκέπτη, αν και γνώριζε πως «το βλάχικο γένος ήταν πολύ αφιλόξενο». Ο συγκεκριμένος πάροικος φαίνεται πως δεν υπάκουσε στην εντολή και στο επεισόδιο που ακολούθησε ο προνοιάριος σκότωσε έναν άλλο δουλοπάροικο που τόλμησε να αναμείχθηκε στη φιλονικία. Ο δράστης κρίθηκε ένοχος φόνου και τιμωρήθηκε από τον επίσκοπο Ναυπάκτου Ιωάννη Απόκαυκο.(7) Είναι πολύ πιθανό Βλάχοι να κατοικούσαν και σε νοτιότερες από τη Θεσσαλία περιοχές, όπως στην περιοχή της Βελεχατουίας, η οποία ταυτίζεται με την περιοχή της Δωρίδας μεταξύ Ναυπάκτου, Άμφισσας και Υπάτης.(8) Κάποιες άλλες έγγραφες βυζαντινές αναφορές μιλούν για ομάδες Βλάχων, οι οποίοι φέρονται να κατοικούσαν ως δουλοπάροικοι σε μοναστηριακά κτήματα της Μακρυνίτσας και της Πορταριάς στο Πήλιο, στα 1266 και 1273.(9) Παρατηρούμε, λοιπόν, πως αν και μία μερίδα των Βλάχων σκιαγραφούνται αρνητικά, οι περισσότεροι θα πρέπει να ήταν εγκατεστημένοι σε σταθερούς οικισμούς, συνδεδεμένοι με την αγροτοκτηνοτροφική ζωή κι ενταγμένοι στην κοινωνικοοικονομική διάρθρωση, καθώς κάποιοι από αυτούς ήταν δουλοπάροικοι σε εκκλησιαστικά κτήματα και στρατιωτικές πρόνοιες.
Μετά το θάνατο του δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ Β' Άγγελου Κομνηνού Δούκα, πιθανά στα 1271, το δεσποτάτο του διασπάστηκε και μοιράστηκε ανάμεσα σε δύο από τους γιους του. Μέχρι τα 1289, ηγεμόνας του ανατολικού τμήματος, δηλαδή της Μεγάλης Βλαχίας, παρουσιάζεται ο Ιωάννης Α' Άγγελος Κομνηνός Δούκας,(10) νόθος γιος του Μιχαήλ Β' και της Γαγγρινής,(11) μίας γυναίκας από την Άρτα που ίσως ήταν βλάχικης καταγωγής. Ο Ιωάννης Α' Δούκας βρέθηκε σε αυτή τη ηγεμονική θέση έχοντας ήδη νυμφευθεί μία όμορφη, σύμφωνα με τις γραφές, κόρη του Ταρωνά, κάποιου «κληρονομικού άρχοντα» των Βλάχων που κατοικούσαν στην περιοχή. Οι πηγές μοιάζει να μην είναι και τόσο σαφείς ώστε να είμαστε σίγουροι για τον αν οι Τάρωνες είχαν οι ίδιοι τους βλάχικη καταγωγή ή όχι. Παρουσιάζονται περισσότερο ως μέλη της τοπικής αριστοκρατίας, ως τοπικοί δυνάστες, παρά ως φυσικές κεφαλές κάποιων ομάδων Βλάχων. Η μεγάλη τους περιουσία σε ζώα τους είχε, μάλλον, φέρει σε στενή σχέση αλληλεξάρτησης με τους κατεξοχήν κτηνοτρόφους Βλάχους της περιοχής. Ο γάμος του Ιωάννη Α' με κόρη των Ταρώνων μοιάζει να αποσκοπούσε σε ενίσχυση της υποτέλειας της τοπικής κοινωνίας, σε αυτή την περίπτωση των Βλάχων, απέναντι στον ηγεμόνα και το κράτος δια μέσου της αριστοκρατίας.(12)
Οι Βλάχοι υπό την αρχηγεία του Ιωάννη Α' παρουσιάζονται να είχαν βοηθήσει, στα 1258-59, τον δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ Β' Δούκα στις αντιπαραθέσεις του με την Αυτοκρατορία της Νίκαιας, αλλά και με τους φράγκους ηγεμόνες της νοτιότερης Ελλάδας. Οι Μεγαλοβλαχίτες των έγγραφων πηγών αποτέλεσαν τον κύριο όγκο του στρατεύματος που διέθετε ο Μιχαήλ Β' στην περίφημη μάχη της Πελαγονίας. Αν και στην κρισιμότερη φάση της μάχης ο Ιωάννης Α' απέσυρε τους πολεμιστές του, πρόδωσε κι εγκατέλειψε τον πατέρα του θέλοντας να υπερασπιστεί την τιμή του και την τιμή της όμορφης συζύγου του από τους προσβλητικούς φράγκους ιππότες. Η πρωτεύουσα της Μεγάλης Βλαχίας ή καλύτερα το διοικητικό της κέντρο βρισκόταν στην οχυρή Υπάτη - τις Νέες Πάτρες στις βόρειες πλαγιές της Οίτης κοντά στη Λαμία. Αν και τα σύνορα της ήταν συχνά μεταλλασόμενα, κατά την περίοδο της μεγάλης ισχύος του Ιωάννη Α', ξεκινούσαν από το Λιδόρικι και το Γαλαξίδι στον Κορινθιακό κόλπο κι έφταναν μέχρι τον Σαραντάπορο της Ελασσόνας, τα Σέρβια και την Πέτρα στις βόρειες πλαγιές του Ολύμπου.(13) Η πολιτική του Ιωάννη Α' προσέδωσε στην ηγεμονία της Μεγάλης Βλαχίας διαστάσεις ανεξάρτητου κράτους με επεκτατικές τάσεις κι ενισχυμένο ρόλο στα δρώμενα της Βαλκανικής. Οι προσπάθειες που κατέβαλε ο Ιωάννης Α' να καταστήσει την ηγεμονία του ένα ανεξάρτητο κράτος αναγνωρίζεται, κυρίως, στη σύναψη συγγενικών σχέσεων μέσω των παιδιών του με τους οίκους των γειτονικών κρατών κι ηγεμονιών. Φέρεται να είχε τρεις γιους, τον ιδιαίτερα ικανό πρωτότοκο Δημήτριο-Μιχαήλ, τον Κωνσταντίνο και τον Θεόδωρο και τέσσερις κόρες, εκ των οποίων γνωρίζουμε το όνομα μόνο της μιας, που ήταν Ελένη.
Μόλις ο Ιωάννης Α' ανέλαβε επίσημα την εξουσία προσπάθησε να ενισχύσει τη θέση του και την ηγεμονία του απέναντι στον τότε διεκδικητικό βυζαντινό αυτοκράτορα Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου. Έτσι, έδωσε μία από τις κόρες του ως σύζυγο σε έναν ανιψιό του αυτοκράτορα, τον Ανδρόνικο Ταρχανειώτη. Στα 1270 ο Ανδρόνικος Ταρχανειώτης ήταν κυβερνήτης της Αδριανούπολης, σύντομα όμως δυσαρεστήθηκε από τον θείο του και κατάφυγε με τη σύζυγό του στην επικράτεια και την υπηρεσία του πεθερού του. Το σπουδαιότερο αποτέλεσμα αυτού του γάμου ήταν πως ο Ιωάννης Α', ο οποίος δεν είχε μέχρι τότε κάποιον επίσημο τίτλο, ονομάστηκε σεβαστοκράτορας κι απέκτησε μία επίτιμη θέση στο βυζαντινό κατεστημένο.(14) Αν και με το γάμο αυτό και την αποδοχή του τίτλου αναγνώριζε ουσιαστικά την επικυριαρχία του αυτοκράτορα, ο Ιωάννης Α' χάραξε μία αυτόνομη εξωτερική πολιτική και συμμαχίες, που έρχονταν σε αντίθεση με τα συμφέροντα της αυτοκρατορίας. Πέρα από εδαφικές διαφορές ο Ιωάννης Α' Δούκας κι ο Μιχαήλ Η' Παλαιολόγος διαφωνούσαν και σε εκκλησιαστικά θέματα. Στο χώρο του Δεσποτάτου της Ηπείρου και της Μεγάλης Βλαχίας είχαν καταφύγει αρκετοί από αυτούς που αντιδρούσαν στην ένωση των εκκλησιών που επεδίωκε ο Μιχαήλ Η', γεγονός που είχαν καταδικάσει σε τοπική σύνοδο οι εκκλησιαστικές αρχές της Μεγάλης Βλαχίας, αναθεματίζοντας τον τότε ενωτικό πατριάρχη και τους επίσης ενωτικούς επισκόπους Υπάτης και Τρίκκης (Τρικάλων), ακόμη και τον ίδιο τον αυτοκράτορα.(15)
Οι δύο αντίπαλοι δεν άρχισαν να έρθουν σε ανοιχτή αντιπαράθεση όταν, στα 1275, ο αυτοκράτορας έστειλε πολυάριθμα στρατεύματα να εισβάλουν στη Μεγάλη Βλαχία. Ανάμεσα σε αυτά κυριαρχούσαν πολυπληθείς ομάδες Κουμάνων και Τουρκόπουλων (εκχριστιανισμένων Τούρκων) που πολιόρκησαν τον Ιωάννη Α' στο οχυρό κάστρο της Υπάτης. Μέσα στη νύχτα, ο πολιορκημένος ηγεμόνας ντυμένος με φθαρμένα ρούχα κατέβηκε με σχοινί τα τείχη κι επιχείρησε να διασχίσει κρυφά το στρατόπεδο των πολιορκητών. Όταν έπεσε στην αντίληψή τους τούς μίλησε σε μία «βαρβαρίζουσα φωνή» και προσποιήθηκε πως ήταν κάποιος χωρικός που έψαχνε το υποζύγιό του. Αυτοί άρχισαν να τον χλεύασαν και να γελούν μαζί του, έτσι μπόρεσε να ξεφύγει της προσοχής τους και να αποδράσει.(16) Το επεισόδιο έχει μεγάλο ενδιαφέρον καθώς γεννά το ερώτημα για το ποια μπορεί να ήταν η άγνωστη σε μας γλώσσα που μιλούσε, μάλλον, με άνεση ο Ιωάννης. Θα μπορούσαμε να οδηγηθούμε στην υπόθεση πως ο Ιωάννης γνώριζε καλά τη γλώσσα των βλάχων υποτελών του. Ίσως την είχε μάθει συναναστρεφόμενος τους βλάχους πολεμιστές του. Ίσως, πάλι, είχε μάθει τα βλάχικα στην αγκαλιά της μητέρας του Γαγγρινής ή από τη σύζυγό του και τους συγγενείς της, τους Τάρωνες. Κάτι τέτοιο έρχεται να ενισχύσει, αλλά δεν αποδεικνύει την άποψη πως η Γαγγρινή ή πως Τάρωνες ήταν Βλάχοι.
Όπως και να είχε, ο Ιωάννης Α' Δούκας κατέφυγε τελικά στη Θήβα όπου ζήτησε βοήθεια από τον τότε δούκα της Αθήνας Ιωάννη (Ζαν) ντε λα Ρος. Με τη βοήθεια των βουργουνδών - φράγκων ηγεμόνων της Αθήνας ο Ιωάννης Α' νίκησε κι εξεδίωξε τα αυτοκρατορικά στρατεύματα από την επικράτειά του.(17) Σε ανταμοιβή για αυτή τη βοήθεια προσέφερε το χέρι μίας άλλης κόρης του, της Ελένης Δούκαινας, κι ως προίκα τα κάστρα του Σιδερόκαστρου, της Λαμίας, του Γαρδικίου και της Γραβιάς στον Γουλιέλμο, αδελφό του ηλικιωμένου Ιωάννη (Ζαν) ντε λα Ρος κι επόμενο δούκα των Αθηνών. Την ίδια περίπου περίοδο, μία άλλη κόρη του Ιωάννη Α' έγινε η πρώτη σύζυγος του Στέφανου Μιλούτιν, δευτερότοκου γιου του τότε βασιλιά της Σερβίας Στέφανου Ουρός, ενισχύοντας ακόμη μία συμμαχία απέναντι στους Παλαιολόγους. Ο Μιλούτιν ανήλθε στον σερβικό θρόνο στα 1282 διαδεχόμενος τον πρωτότοκο αδελφό του Στέφανο Δραγούτιν. Στην πορεία χώρισε από την κόρη του Ιωάννη Α', έκανε άλλους δύο γάμους και τελικά νυμφεύθηκε σκανδαλωδώς για τέταρτη φορά, στα 1299, με την πεντάχρονη Σιμονίδα κόρη του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β' Παλαιολόγου.(18)
Αυτοκρατορικά στρατεύματα εισέβαλαν στη Μεγάλη Βλαχία και πάλι στα 1278. Η εισβολή έληξε και πάλι με νίκη του Ιωάννη Α'. Ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η' επέμεινε κι εισέβαλε εκ νέου στα 1282. Το νέο του «όπλο» ήταν 400 Τάταροι του ηγεμόνα της Χρυσής Ορδής Χάνου Νογκάι, από τις στέπες της σημερινής νότιας Ρωσίας και της Ουκρανίας. Ο ασθενής αυτοκράτορας πέθανε στην αρχή, ακόμη, της εκστρατείας αφήνοντας τον Ιωάννη Α' νικητή για άλλη μια φορά, αν κι οι Τάταροι σχεδόν ερήμωσαν την επικράτειά του. Ο νέος αυτοκράτορας, γιος του προηγούμενου, ο Ανδρόνικος Β' Παλαιολόγος επιχείρησε μία τελευταία εισβολή στα 1284, δίχως να κάμψει την αντίσταση του Ιωάννη Α'. Ωστόσο, επέμεινε κι επιχείρησε να εξουδετερώσει τον αντίπαλό του με διαφορετικές πια μεθόδους.
Ο τότε σύμμαχός του δεσπότης της Ηπείρου Νικηφόρος Β' Δούκας, ετεροθαλής αδελφός κι αντίπαλος του Ιωάννη Α' Δούκα, κι η σύζυγός του Άννα Καντακουζηνή Παλαιολογίνα αιχμαλώτισαν με προδοσία τον ανιψιό τους Δημήτριο-Μιχαήλ, πρωτότοκο γιο του Ιωάννη Α'. Τον είχαν ξεγελάσει καλώντας τον στην Άρτα για να του προσφέρουν, δήθεν, το χέρι μιας κόρης τους. Ο αιχμάλωτος παραδόθηκε στον αυτοκράτορα στη μακρινή Κωνσταντινούπολη στα 1284. Την ίδια χρονιά στα χέρια του αυτοκράτορα έπεσε και μία από τις κόρες του Ιωάννη Α'. Η νεαρή είχε αρραβωνιαστεί, στα 1281-82, με τον Θεόδωρο Σβετοσλάβο, γιο του Γεωργίου Α' Τερτέριου, του κουμανικής καταγωγής τσάρου της Βουλγαρίας. Ο Τερτέριος παρέδωσε την υποψία νύφη του στον αυτοκράτορα όταν συμφιλιώθηκε με τους Παλαιολόγους σπάζοντας την όποια συμμαχία του με τη Μεγάλη Βλαχία. Αρχικά, θεωρήθηκε πως οι δύο αιχμάλωτοι βρίσκονταν σε τιμητική κράτηση στην αυλή του αυτοκράτορα. Στον Δημήτριο-Μιχαήλ, μάλιστα, προτάθηκε γάμος με μία ανιψιά του αυτοκράτορα, κόρη του Ιωάννη Ασάν Γ', του προηγούμενου τσάρου της Βουλγαρίας. Μέσα από ένα τέτοιο γάμο ο αυτοκράτορας ήλπιζε να ασκήσει τελικά κάποιον έλεγχο στη Μεγάλη Βλαχία. Ωστόσο, η μόνιμη σκέψη του υποψήφιου γαμπρού ήταν πάντα η απόδραση με αποτέλεσμα να οδηγηθεί σε πραγματική φυλακή. Πέθανε στα χέρια της αυτοκρατορικής φρουράς των Βαράγγων όταν πολλά χρόνια αργότερα, στα 1307, επιχείρησε για άλλη μια φορά να αποδράσει.(19)
Ο Ιωάννης Α' Δούκας απεβίωσε, πιθανότατα, στα 1289 και θάφτηκε στο μοναστήρι της Θεοτόκου των Μεγάλων Πυλών, γνωστό περισσότερο ως Πόρτα Παναγίας, κοντά στο χωριό Πύλη Τρικάλων, στην είσοδο του Ασπροποτάμου. Το μοναστήρι είχε ιδρυθεί από τον ίδιο στα 1283. Ο τάφος του σώζεται ακόμη, όπου σε τοιχογραφία της εποχής ο Ιωάννης απεικονίζεται ως μοναχός να οδηγείται από τον Χριστό στην ένθρονη Παναγία. Η ηγεμονία της Μεγάλης Βλαχίας πέρασε στον δευτερότοκο γιου του Κωνσταντίνο και τον τριτότοκο Θεόδωρο, οι οποίοι κυβέρνησαν από κοινού παίρνοντας κι αυτοί τον τίτλο του σεβαστοκράτορα. Η πιθανά βλάχικης καταγωγής μητέρα τους, η κόρη του Ταρωνά, έγινε μοναχή παίρνοντας το όνομα Υπομονή κι αποσύρθηκε από τα εγκόσμια στη μονή της Θεοτόκου Ελεούσης στη Λυκουσάδα κοντά στο Φανάρι, που η ίδια είχε ιδρύσει. Οι νέοι ηγεμόνες συνέχισαν μία φιλόδοξη πολιτική αντεκδίκησης και σύγκρουσης με τους συγγενείς τους κι ηγεμόνες του Δεσποτάτου της Ηπείρου διεκδικώντας εδάφη που ανήκαν στο Δεσποτάτο, στις περιοχές της σημερινής Αιτωλοακαρνανίας. Σύντομα υποχώρησαν, καθώς τα εδάφη αυτά είχαν παραχωρηθεί ως προίκα της εξαδέλφης τους ηπειρώτισσας πριγκίπισσας Αικατερίνης/Θαμάρ στον Φίλιππο Ανδεγαυό (Ανζού) του Τάραντα. Ο Κωνσταντίνος φέρεται να νυμφεύθηκε κάποια τοπική αρχόντισσα, την Άννα Εβαγιόνισσα, αν και του είχε προταθεί να παντρευτεί κάποια ανιψιά του σέρβου βασιλιά Μιλούτιν. Για τον Θεόδωρο αναφέρεται πως υπήρξαν σχέδια να νυμφευτεί, άλλοτε τη Θεοδώρα, εξαδέλφη του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β' Παλαιολόγου, κι άλλοτε, στα 1296, την πριγκίπισσα της Μικρής Αρμενίας Θεοδώρα/Θεοφανώ, αδελφή της Ρίτας-Ξένης/Μαρίας συζύγου του προηγούμενου αυτοκράτορα Μιχαήλ Θ' Παλαιολόγου, παίρνοντας για προίκα την παράλια πόλη της Δημητριάδας στη Μαγνησία. Ο δεύτερος γάμος δεν πραγματοποιήθηκε καθώς η υποψήφια νύφη απεβίωσε στη Θεσσαλονίκη, ενώ βρισκόταν καθ’ οδόν προς τη Μεγάλη Βλαχία. Όμως η Δημητριάδα δεν επιστράφηκε πίσω στον αυτοκράτορα δημιουργώντας νέα αιτία για προστριβές.(20)
Ο Θεόδωρος χάθηκε σύντομα από το προσκήνιο, πιθανά στα 1299, κι ο Κωνσταντίνος παρέμεινε ηγεμόνας της Μεγάλης Βλαχίας μέχρι τον θάνατό του από καρκίνο στα 1303. Τη θέση του πήρε ο ανήλικος γιος του Ιωάννης Β' Δούκας. Οι άρχοντες της τοπικής αριστοκρατίας, ακολουθώντας πιθανά εντολές διαθήκης, μα περισσότερο αναγνωρίζοντας την αδύναμη θέση στην οποία βρέθηκε η ηγεμονίας τους, προσκάλεσαν κι ανέθεσαν την κηδεμονία του Ιωάννη Β', μέχρι την ενηλικίωσή του, και τη διακυβέρνηση της Μεγάλης Βλαχίας στον δούκα των Αθηνών Γκουίδων B' (Γκιγιό) ντε λα Ρος, πρώτο εξάδελφο του ανήλικου ηγεμόνα. Ο κηδεμόνας τοποθέτησε αμέσως ως στρατάρχη - αντιπρόσωπό του στη Μεγάλη Βλαχία έναν από τους έλληνες βαρόνους του, τον Μπουτομίτη, κι ανέλαβε να εξουδετερώσει με επιτυχία μία εισβολή της Άννας Παλαιολογίνας από το Δεσποτάτο της Ηπείρου. Όταν ο Ιωάννης Β' Δούκας ενηλικιώθηκε επιχείρησε να ανακτήσει την ανεξαρτησία του από το Δουκάτο της Αθήνας. Αναζητώντας συμμάχους, στράφηκε προς τον βυζαντινό αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β' Παλαιολόγο και στα 1309 ή στα 1315 νυμφεύτηκε την Ειρήνη, μία νόθα αυτοκρατορική κόρη, παίρνοντας κι αυτός τον τίτλο του σεβαστοκράτορα.(21) Μπορεί να απαλλάχθηκε για λίγο από τους διεκδικητικούς συγγενείς του και γείτονες, όμως μοιάζει να κυβέρνησε τη Μεγάλη Βλαχία περισσότερο ως υποτελής του αυτοκράτορα παρά σαν ανεξάρτητος ηγεμόνας.
Στη συνέχεια, ο νέος κίνδυνος προερχόταν από τους μισθοφόρους της Καταλανικής Εταιρείας[22] που εισέβαλαν από τον βορρά και λεηλάτησαν τα εδάφη της Μεγάλης Βλαχίας την περίοδο 1306-09. Αμέσως μετά προσλήφθηκαν από τον νέο δούκα των Αθηνών Βαλθέρο Α' Βριένιο (Βάλτερ ή Γκοτιέ Α' ντε Μπριέν) και κατέλαβαν έναν αριθμό φρουρίων στα νότια κι ανατολικά της ηγεμονίας. Αν και στην πορεία κατέλυσαν ακόμη και το δουκάτο του εργοδότη τους. Τελικά, η «βλάχικη ηγεμονία» στην κεντρική Ελλάδα έμοιαζε σκιά του εαυτού της όταν διαλύθηκε με τον θάνατο του ασθενικού και άκληρου Ιωάννη Β' Δούκα, στα 1318. Κάποιες πόλεις και φρούρια, στα βόρεια κι ανατολικά, είχαν περάσει στα χέρια του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β' Παλαιολόγου, ο οποίος διεκδικούσε όλη τη Μεγάλη Βλαχία ως κτήση της χήρας κόρης του. Άλλα εδάφη, στα δυτικά και κεντρικά, βρίσκονταν στον έλεγχο της τοπικής αριστοκρατίας κι άλλα στο νότο τα κατείχαν οι Καταλανοί, οι οποίοι κατέβαλαν την Υπάτη - Νέες Πάτρες τον επόμενο χρόνο (1319). (22) Την εικόνα συμπλήρωνε η κατοχή από τους Βενετούς του λιμανιού του Πτελεού στις ακτές του Παγασητικού.(23) Η Μεγάλη Βλαχία έπαψε να αναφέρεται πια ως μία αυτοδύναμη ηγεμονία. Ακολούθησαν νέοι βραχύβιοι κυρίαρχοι, κυρίως Βυζαντινοί και Σέρβοι, οι οποίοι είτε δεν κατείχαν τα εδάφη της στο σύνολό τους, είτε παρουσιάζονταν περισσότερο ως τιτουλάριοι.
Προς τα μέσα του 14ου αιώνα, εκμεταλλευόμενοι την έλλειψη ισχυρής τοπικής εξουσίας, πολυάριθμοι Βλάχοι, ολόκληρες φυλές – «φάρες» νομαδοκτηνοτρόφων από τη Βόρεια Ήπειρο, τη σημερινή νότια και κεντρική Αλβανία, ακολούθησαν πολυπληθέστερους μετακινούμενους αρβανίτικους πληθυσμούς κι αναζήτησαν καλύτερες προοπτικές στην κεντρική Ελλάδα. Αν κι οι πηγές δεν είναι απόλυτα σαφείς για την καταγωγή τους, οι επονομαζόμενοι Μαλακάσιοι ή Μαλακασιώτες φέρονται να εγκαταστάθηκαν σταθερά κι οριστικά κατά μήκος της Νότιας Πίνδου, ανάμεσα στη Θεσσαλία και την Ήπειρο, κι οι Βόιοι ή Μπούιοι στα εδάφη ανάμεσα στη Θεσσαλία και τη Στερεά Ελλάδα.(24) Στα 1334, αυτές οι αρβανίτικες ή οι βλάχικες νομαδοκτηνοτροφικές φυλές, που ίσως αριθμούσαν συνολικά 12.000 ψυχές, αναγκάστηκαν να αναγνωρίσουν την υποταγή τους και τη βυζαντινή αυτοκρατορική κυριαρχία στα εδάφη της Θεσσαλίας. Η υποταγή τους σημειώθηκε όταν ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Γ' Παλαιολόγος έστειλε δυνάμεις από την Κωνσταντινούπολη για την επικύρωση της τοπικής κυριαρχίας του. Καθώς οι πολεμικές επιχειρήσεις σημειώθηκαν κατά τη διάρκεια του χειμώνα, οι ανυπότακτες φυλές συνθηκολόγησαν φοβούμενες την τέλεια καταστροφή μην μπορώντας να καταφύγουν με τις οικογένειες και τα κοπάδια τους στην ασφάλεια των βουνών.(25) Εξελικτικά, σχεδόν όλοι Αρβανίτες προωθήθηκαν στη νοτιότερη Ελλάδα, ενώ οι όποιοι Βλάχοι μοιάζει να παρέμειναν στην περιοχή και να ενίσχυσαν το προϋπάρχον βλάχικο στοιχείο. Τελικά, στα 1392-94, οι Οθωμανοί κατέλαβαν τη Θεσσαλία, εκπόρθησαν το κάστρο της Υπάτης – Νέων Πατρών (στα τουρκικά Πατρατζίκ) και έφτασαν μέχρι τον Κορινθιακό.
Όλα αυτά μπορεί να ακούγονται σαν ένα βυζαντινό παραμύθι, όμως αποτέλεσαν ιστορική πραγματικότητα. «Το Χρονικό του Μορέως» παραμένει η πλέον γνωστή πηγή για τα γεγονότα και το πνεύμα εκείνων των εποχών και τη συνύφανση των Βλάχων με τα δρώμενα στον μεσαιωνικό ελληνικό χώρο.(26) Τόσο το όνομα τους, όσο μάλλον κι οι ίδιοι συνδέθηκαν στενότατα με τον τόπο, ώστε πέρασαν μέχρι και στην αναγεννησιακή ελληνική λογοτεχνία, αν κρίνουμε από τον ενδιαφέροντα και πρωταγωνιστικό ρόλο τους στην πλοκή του «Ερωτόκριτου» του Βιτσέντζου Κορνάρου και την αντιπαλότητά τους με το «βασίλειο της Αθήνας».(27)
Μέσα από αυτή την αναδρομή σε πρόσωπα και γεγονότα μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα τη μεσαιωνική ηγεμονία της Μεγάλης Βλαχίας στην κεντρική Ελλάδα. Πουθενά στις πηγές δεν εντοπίζονται στοιχεία που να στηρίζουν την άποψη πως η Μεγάλη Βλαχία υπήρξε ένα αποκλειστικό δημιούργημα βλάχικων πληθυσμών, ένα ανεξάρτητο εθνικό κράτος, ούτε καν μία κρατική οντότητα ανάλογη των μεσαιωνικών σερβικών και βουλγαρικών κρατών και ηγεμονιών. Στην περίπτωση, μάλιστα, της ανασύστασης του μεσαιωνικού βουλγαρικού κράτους στα χρόνια της δυναστείας των Ασανηδών οι τοπικοί «βλάχικοι πληθυσμοί», όποιοι κι αν ήταν αυτοί, συνέβαλαν καθοριστικά τόσο στη γέννηση της δυναστείας, όσο και στην ανάπτυξη του κράτους. Εξάλλου, στις δυτικές κυρίως πηγές το κράτος αυτό ήταν γνωστό ως «Αυτοκρατορία Βούλγαρων και Βλάχων».(28) Αντίθετα, η Μεγάλη Βλαχία δεν υπήρξε ποτέ μια ξεχασμένη ιστορική πατρίδα κάποιου ξεχωριστού λαού, ενός κάποιου βλάχικου έθνους. Ωστόσο, στους βλάχικους πληθυσμούς της Μεγάλης Βλαχίας και του μεσαιωνικού ελληνικού χώρου γενικότερα βρίσκονται οι βαθιές προγονικές ρίζες των ανθρώπων βλάχικης καταγωγής που σήμερα ζουν στην Ελλάδα και τη νότια Βαλκανική. Η ιστορική τους ταυτότητα διαμορφώθηκε συνυφασμένη με αυτή του μεσαιωνικού ελληνισμού και διαφοροποιήθηκε ουσιαστικά και καθοριστικά από αυτή άλλων πληθυσμών γνωστών επίσης ως «βλάχικων» σε βορειότερες περιοχές των Βαλκανίων. Έτσι, μπορούμε να ενισχύσουμε και με μεσαιωνικά ιστορικά στοιχεία την άποψη πως η όποια σύγχρονη εθνογλωσσική ταυτότητα των Βλάχων στα νότια Βαλκάνια δεν μπορεί να αποτελεί εμπόδιο για την ισότιμη ένταξη τους στη νεοελληνική πραγματικότητα. Δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν ξένοι στον τόπο που τους γέννησε και που διαμόρφωσαν από κοινού με τους υπόλοιπους νεότερους Έλληνες.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
ΑΝΩΝΥΜΟΥ, «Το Χρονικό του Μορέως», εισαγωγή - υποσημειώσεις - επεξεργασία: Πέτρος Π. Καλονάρος, Εκδόσεις Εκάτη, Αθήνα.
ΑΡΑΒΑΝΤΙΝΟΣ, Παναγιώτης, «Μονογραφία περί Κουτσοβλάχων», (γράφτηκε στα 1865), Αθήνα 1903.
ΑΡΑΒΑΝΤΙΝΟΣ, Παναγιώτης., «Χρονογραφία της Ηπείρου», τόμος Α', Εν Αθήναις 1856.
ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ, Απόστολος Ε., «Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τόμος Α', αρχές και διαμόρφωση του», έκδοση Β', Θεσσαλονίκη 1974.
ΒΕΛΚΟΣ, Γρηγόριος Παν., «Η επισκοπή Δομενικού και Ελλασσώνος», Έκδοση Ιεράς Μητροπόλης Ελασσόνας, Ελασσόνα 1980.
ΒΕΝΙΑΜΙΝ εκ Τουδέλης, «Το βιβλίο των ταξιδιών στην Ευρώπη, την Ασία και την Αφρική», εισαγωγή-σχόλια: Κοσμάς Μεγαλομάτης - Αλέξης Σαββίδης, Μετάφραση: Φωτεινή Βλαχοπούλου, επιμέλεια μετάφρασης: Κοσμάς Μεγαλομάτης, βιβλιογραφία: Αλέξης Σαββίδης, Εκδόσεις Στοχαστής, Αθήνα 1994.
ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ, Νικόλαος, «Θεσσαλία», Περιφεριακές Εκδόσεις Έλλα, Λάρισα 1995, (πρώτη έκδοση 1880).
ΔΗΜΟΥ, Βασίλειος Απ., «Εθνολογικά στοιχεία στα έργα του Δημήτριου Χωματιανού», Πρακτικά Διεθνούς Συμποσίου για το Δεσποτάτο της Ηπείρου, (Άρτα 27-31 Μαϊου 1990), Μουσικοφιλολογικός Σύλλογος Άρτης «Ο Σκουφάς».
ΕΥΘΥΜΙΟΣ (Πενταγιώτης), ιερομόναχος, «Το Χρονικό του Γαλαξειδίου», ανάγνωση - εισαγωγή - σημειώσεις - δημοσίευση: Κωνσταντίνος Ν. Σαθάς, προλογικά: Αλέξης Γ. Κ. Σαββίδης, Μελέτες για τη Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή Ιστορία 6, Εκδόσεις Δημιουργία, Αθήνα 1996.
ΖΙΑΓΚΟΥ, Νικόλαος. Γ., «Φεουδαρχική Ήπειρος και Δεσποτάτο της Ηπείρου. Συμβολή στο Νέο Ελληνισμό, Αθήναι 1974.
ΘΕΟΧΑΡΙΔΗΣ, Γεώργιος Ι., «Ιστορία της Μακεδονίας κατά τους μέσους χρόνους, 285-1354», Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών 55, Θεσσαλονίκη 1980.
ΚΕΚΑΥΜΕΝΟΣ, «Στρατηγικόν», γ' έκδοση, εισαγωγή - μετάφραση - σχόλια: Δημήτρης Τσουγκράκης, Κείμενα Βυζαντινής Ιστοριογραφίας 2, Εκδόσεις Κανάκη, Αθήνα 1996.
ΚΟΜΝΗΜΗ, Άννα, «Αλεξιάς», τόμος Α', Εκδόσεις Άγρας, Αθήνα 1990.
ΚΟΡΔΑΤΟΣ, Γιάννης., «Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς», Εκδόσεις 20ος Αιώνας, Αθήνα 1960.
ΚΟΡΝΑΡΟΣ, Βιτσέντζος, «Ερωτόκριτος», γ' έκδοση, κριτική έκδοση: Στυλιανός Αλεξίου, Εκδόσεις Ερμής, Αθήνα 1994.
ΚΡΥΣΤΑΛΛΗΣ, Κώστας., «Οι Βλάχοι της Πίνδου», Άπαντα, Β' έκδοση, Αθήνα 1959.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Γεώργιος Κ., «Ιστορία των Αθηνών, από Χριστού γεννήσεως μέχρι έτους 1821 (ρωμαιοκρατία, Βυζάντιον, φραγκοκρατία, τουρκοκρατία)», Μελέτες για τη βυζαντινή και μεταβυζαντινή ελληνική ιστορία 5, Εκδόσεις Δημιουργία, Αθήνα 1996, (πρώτη έκδοση 1876).
ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΣ, Κοσμάς, «Ιωάννης Απόκαυκος. Συμβολή στην έρευνα του βίου και του συγγραφικού έργου του», Ιστορικές Μονογραφίες 6, Ιστορικές Εκδόσεις Στ. Δ. Βασιλόπουλος, Αθήνα 1988.
ΝΤΑΜΠΛΙΑΣ, Χρήστος Γ. «Η ιστορία της Θεσσαλίας το 13ο αιώνα μ.Χ., ιστορικά γεγονότα, προσωπογραφική προσέγγιση και έγγεια ιδιοκτησία από το 1204 ως το 1303», Εκδόσεις Ηρόδοτος, Βυζάντιο / Ιστορία, Θεσσαλονίκη 2002.
ΠΑΠΑΡΗΓΟΠΟΥΛΟΣ, Κ., «Ιστορία του ελληνικού έθνους», (πρώτη έκδοση 1885), βιβλίο 14ο, Εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα 1992.
ΣΤΑΥΡΙΔΟΥ – ΖΑΦΡΑΚΑ, Αλκμήνη, «Μεγάλη και Μικρή Βλαχία», Πρακτικά 5ου Συμποσίου Τρικαλινών Σπουδών, (Τρίκαλα, 5-7 Νοεμβρίου 1999), Τρικαλινά τόμος 20ος, Φ.Ι.ΛΟ.Σ. Τρικάλων, Τρίκαλα 2000, σ. 171-179.
ΤΑΡΦΑΛΗ, Ορέστης, «Θεσσαλονίκη, από τις απαρχές μέχρι τον ΙΔ' αιώνα», μετάφραση: Αγγελική Νικολοπούλου, επιμέλεια: Α. Γ. Κ. Σαββίδης, Εκδόσεις Τροχαλίας, Θεσσαλονίκη 1994.
FINE, John V. A., «The Late Medieval Balkans. A Critical Survey from the Late Twelfth Century to the Ottoman Conquest», The University of Michigan Press, 1994.
HAMMOND, N. G. L., «Migrations and Invasions in Greece and Adjacent Areas», Noyes Press, Park Ridgen, New Jersey.
HARVEY, Alan, «Οικονομική ανάπτυξη στο Βυζάντιο, 900-1200», Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1997.
LOCK, Peter, «Οι Φράγκοι στο Αιγαίο, 1204-1500», Εκδόσεις Ενάλιος, Αθήνα 1998.
NICOL, Donald M., «Το Δεσποτάτο της Ηπείρου, 1267-1479. Μία συνεισφορά στην ελληνική ιστορία κατά τον Μεσαίωνα», Ελληνική Ευρωεκδοτική, Αθήνα 1991.
OSTROGORSKY, Georg., «Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους», τόμος 3ος, μετάφραση: Ιωάννης Παναγόπουλος, εποπτεία: Ευάγγελος Κ. Χρυσός, Εκδόσεις Στεφ. Δ. Βασιλόπουλος, Αθήνα 1981.
POUQUEVILLE, F. C. H. L., «Ταξίδι στην Ελλάδα, Ήπειρος», Εκδόσεις Τολίδης Αθήνα 1994.
WINNIFRITH, T. J., «The Vlachs. The History of a Balkan People», Duckworth, London 1987.
1. Στα 976, κάπου ανάμεσα στην Καστοριά και την Πρέσπα, κάποιοι ταξιδιώτες – «οδίτες» Βλάχοι σκότωσαν τον Δαυίδ, έναν από τους αδελφούς του Βούλγαρου τσάρου Σαμουήλ, «ευθύς απεβίω αναιρεθείς μέσον Καστοριάς και Πρέσπας εις τας λεγομένας Καλάς δρυς παρά τινών Βλάχων οδιτών», ΣΤΑΥΡΙΔΟΥ – ΖΑΦΡΑΚΑ, σ. 171. ΘΕΟΧΑΡΙΔΗΣ, σ. 260. WINNIFRITH, σ. 100.
2. ΚΕΚΑΥΜΕΝΟΣ, σ. 214-239, 252-255. WINNIFRITH, σ. 106, 108, 110-111. HARVEY, σ. 190-191, 256-257.
3. «Φτάνει στην περιοχή της Λάρισας, περνάει από το βουνό των Κελλίων, αφήνει στα δεξιά του τη δημόσια λεωφόρο και το βουνό που οι ντόπιοι ονομάζουν Κίσσαβο και κατεβαίνει στο Εζεβάν, ένα βλάχικο χωριό, πολύ κοντά στην Ανδρωνία.» ΚΟΜΝΗΝΗ, σ. 198. WINNIFRITH, σ. 111.
4. «Σε μια ημέρα φθάνουμε στο Σινόν ποταμό (Ζητούνι - Λαμία), όπου ζουν πενήντα περίπου Ιουδαίοι, με πρώτους ανάμεσά τους τους ραβίνους Σολομώντα και Ιακώβ. Η πόλη βρίσκεται στους πρόποδες των λόφων της Βλαχίας. Στα βουνά αυτά ζει το έθνος που ονομάζεται Βλάχοι. Είναι πολύ γρήγοροι και κατεβαίνουν από τα βουνά για να καταστρέψουν και να λεηλατήσουν την ελληνική γη. Κανείς δεν μπορεί να τους πολεμήσει και κανένας βασιλιάς δεν καταφέρνει να τους κυβερνήσει. Δεν είναι ιδιαίτερα δεμένοι με την πίστη των Ναζαρηνών (χριστιανών), αλλά δίνουν στους εαυτούς τους ιουδαϊκά ονόματα. Μερικοί υποστηρίζουν ότι αυτοί είναι Ιουδαίοι - και πράγματι αποκαλούν τους Εβραίους αδελφούς τους - και όταν συναντώνται μαζί τους, αν και τους ληστεύουν, δεν τους σκοτώνουν, όπως κάνουν με τους Έλληνες. Είναι όλοι μαζί εκτός νόμου.» ΒΕΝΙΑΜΙΝ, σ. 63.
5. Πληρέστερη παρουσίαση των μεσαιωνικών αναφορών για Βλάχους και Βλαχίες στη Θεσσαλία και τη Στερεά Ελλάδα, ΣΤΑΥΡΙΔΟΥ – ΖΑΦΡΑΚΑ, σ. 171-179. WINNIFRITH, σ. 119. Επισημαίνεται πως την ίδια περίοδο, τον 13ο αιώνα, η σημερινή ρουμανική επαρχία βόρεια του Δούναβη, η οποία εξελικτικά επικράτησε να είναι η γνωστότερη από όλες τις «Βλαχίες», ήταν γνωστή με το όνομα Κουμανία, δηλαδή χώρα των Κουμάνων.
6. ΔΗΜΟΥ, σ. 279-302. ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΣ, σ. 271-272.
7. ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΣ, σ. 157, 281-282.
8. Το συμπέρασμα αντλείται από μία συνοδική απόφαση διαζυγίου του Ιωάννη Απόκαυκου. Πληροφορούμαστε πως η αρχόντισσα της Μάλαινας Θεοδώρα είχε υποχρεώσει έναν δεκαοκτάχρονο αναγνώστη να παντρευτεί μία γυναίκα που είχε ίσως τα χρόνια της γιαγιάς του. Το όνομα της ήταν Ρούσα, καταγόταν από τα ορεινά της Βελεχατουίας, ήταν «βάρβαρη» και μιλούσε με δυσκολία τα ελληνικά. ΣΤΑΥΡΙΔΟΥ – ΖΑΦΡΑΚΑ, σ. 178-179. Το πιθανότερο είναι πως ο Λαμπρόπουλος κάνει λάθος θεωρώντας τη Ρούσα σλαβόφωνη, ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΣ, σ. 210-211, 289-290.
9. ΚΟΡΔΑΤΟΣ, σ. 159-161.
10. Περισσότερα για τον βίο και την πολιτική του Ιωάννη Α' Δούκα και των διαδόχων του, βλ. ΝΤΑΜΠΛΙΑΣ, ιδιαίτερα σ. 63-105. ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ, σ. 74, 79-81. ΤΑΡΦΑΛΗ, σ. 176-178. ΠΑΠΑΡΗΓΟΠΟΥΛΟΣ, σ. 35-36, 47-48. ΘΕΟΧΑΡΙΔΗΣ, σ. 353, 356, 358. Για το πνεύμα εκείνων των εποχών και για τα ιστορικά δρώμενα στην κεντρική Ελλάδα, βλ. LOCK, ειδικότερα σ. 170-184. NICOL, σ. 21-117. OSTROGORSKY, σποράδην και σ. 189-190.
11. ΖΙΑΓΚΟΥ, σ. 112, 134.
12. Μέσα από τις επιστολές του επισκόπου Ναυπάκτου Ιωάννη Απόκαυκου πληροφορούμαστε για την ύπαρξη αρκετών προσώπων που έφεραν το όνομα Ταρωνάς κι οι οποίοι κατά πάσα πιθανότητα ήταν μέλη της ίδιας οικογένειας. Στα 1223, κάποιος Ταρωνίτης πρώην «καστροφύλακας» του Αγγελόκαστρου, κοντά στις εκβολές του Αχελώου, είχε πέσει σε παράπτωμα κι ήταν φυλακισμένος του δεσπότη της Ηπείρου Θεόδωρο Δούκα. Την ίδια χρονιά, κάποιος άλλος Ταρωνάς, πρώην «παρακοιμώμενος» του δεσπότη, δηλαδή αρχηγός ή μέλος της προσωπικής του φρουράς, έχοντας, μάλλον, συνωμοτήσει εναντίον του ζητούσε συγχώρεση. Κι ακόμη, κάποιος Νικόλαος Ταρωνάς ήταν ο ιδρυτής μίας ομώνυμης σταυροπηγιακής πατριαρχικής μονής στην Άρτα. ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΣ, σ. 140-141, 228-229, 291.
13. ΕΥΘΥΜΙΟΣ, σ. 146-147.
14. NICOL, σ. 23.
15. ΒΕΛΚΟΣ, σ. 61-62.
16. ΕΥΘΥΜΙΟΥ, σ. 148.
17. Για το μεσαιωνικό δουκάτο της Αθήνας και τις σχέσεις του με τη Μεγάλη Βλαχία, βλ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, σ. 337-394.
18. Για τους τέσσερις γάμους του Μιλούτιν, βλ. FINE, σ. 185, 217, 222.
19. NICOL, σ. 43. FINE, σ. 198-199.
20. Για την πολιτική και τους γάμους του Κωνσταντίνου και του Θεόδωρου, βλ. ΝΤΑΜΠΛΙΑΣ, σ. 95-105. NICOL, σ. 87-89.
21. NICOL, σ.103-104, 115.
22. Περισσότερα για τους Καταλανούς βλ. LOCK, σ. 185-218.
23. ΖΙΑΓΚΟΥ, σ. 126-131, 134-137, 143-145, 149. FINE, σ. 230-250.
24. POUQUEVILLE, σ. 287-319. HAMMOND, σ. 39. WINNIFRITH, σ. 120-121. ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ, σ. 25-40. ΖΙΑΓΚΟΥ, σ. 218-225.
25. POUQUEVILLE, σ. 287-319. ΑΡΑΒΑΝΤΙΝΟΣ, Χρονογραφία σ. 112-113. ΑΡΑΒΑΝΤΙΝΟΣ, Μονογραφία, σ. 31-32. ΚΡΥΣΤΑΛΛΗΣ, σ. 518-519. WINNIFRITH, σελ 120-121. ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ, ό.π..
26. ΑΝΩΝΥΜΟΥ, σ. κστ', 45, 47, 109, 132, 150-164, 174, 236, 322-323.
27. ΚΟΡΝΑΡΟΣ, σ. νζ'-νη', π'- πα'.
28. FINE, σ. 10-33.
«Η Μεγάλη Βλαχία κι η βυζαντινή κοινοπολιτεία, (13ος - 14ος αιώνας):ισορροπώντας ανάμεσα στην ανεξαρτησία και την υποτέλεια μέσα από γάμους και προδοσίες, συμμαχίες και πολέμους»
Αστέριος Κουκούδης
Θεσσαλονίκη 25 Αυγούστου 2005
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου