(από το βιβλίο: Παύλος Καρτέρης, Αναμνήσεις από το βουνό: Ιούλιος 1947-Μάης 1949, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες Ι, Βιβλιόραμα, 2003)
Ο παιδικός μου βίος άρχισε με δυστυχία από είδη διατροφής κι ενδυμασίας. Η τροφή εκείνα τα χρόνια ήταν ψωμί μπομπότα που, για να μην τρώμε πολύ, το άφηνε η μάνα μας να γίνεται μπαγιάτικο που δεν το τρυπάγανε ούτε σκάγια. Και για όταν βρισκόμαστε στο σπίτι –εμείς ήμαστε και μεγάλη οικογένεια, δέκα άτομα– θα έβραζε καμιά φασολάδα στο πήλινο τσουκάλι που έβραζε στο τζάκι σκεπασμένο με μια πλακερή πέτρα που τη λέγανε βίσαλο. Όταν θα τρώγαμε στα χωράφια ή θα ήμαστε τσοπάνηδες ή όπως εγώ, όταν άρχισα να πηγαίνω στο σχολείο, θα ήτανε ξυνοτύρι ή λίγες ελιές, διότι κι αυτές δεν τις τρώγαμε όπως τώρα –μία στη χαψιά που κάνομε– αλλά τις βάζαμε τρεις ή και τέσσερις φορές στο στόμα μόνο να παίρνομε τη γεύση μαζί με τη μπομπότα. Εγώ, όταν άρχισα να πηγαίνω στο σχολείο, μου ’βαζε η μάνα μου ψωμί κι ελιές μέχρι οκτώ τον αριθμό, διότι υπήρχε φτώχεια. Μόνο το ξυνοτύρι ήταν χορταστικό γιατί είχαμε γίδια και πρόβατα. Τώρα στα είδη ρουχισμού: εγώ από ό,τι θυμάμαι μέχρι έξι ετών φορούσα ένα είδος φουστάνι, το λέγανε μαλίνα. Στα επτά μου χρόνια που άρχισα να πηγαίνω σχολείο η μάνα μου μου είχε φτιάξει από χλαίνη στρατιωτική, σακάκι και παντελόνι ραμμένο στο χέρι με βελόνι όχι με ραπτομηχανή. Όσο για κάλτσες μου ’πλεκε η μάνα μου από μαλλί από προβατίνες. Για παπούτσια αγόραζε ο πατέρας μου δέρμα αγελάδας από τα παζάρια και κάνανε τα τσαρούχια που τα λέγανε. Κι όταν τρυπάγανε βάζαμε μέσα στα τσαρούχια κομμάτια από άλλο δέρμα να μην πατάει το πόδι μας στο χώμα και πιο πολύ στο χιόνι. Τα Χριστούγεννα που σφάζαμε τα γουρούνια είχαμε το δέρμα του γουρουνιού για τα τσαρούχια. Τα γουρούνια τα θρέφανε για να γίνουνε πολύ παχιά να βγάλουν πολύ λίπος –γλίνα όπως το λέγανε– κι αρκετό κρέας γιατί τότε χορταίνανε κρέας οι οικογένειες. Τον υπόλοιπον καιρό αν σφάζανε καμιά παλιά γελάδα που θα έκανε μια ημέρα να βράσει το κρέας και την αγοράζανε όσοι ήταν λίγο οικονομικά ανεξάρτητοι. Οι φτωχότεροι σπάνια τρώγανε κρέας. Αλλά έλειπε κι αυτό το καλαμπόκι από το σπίτι. Το ολίγο σιτάρι που φιάχνανε το πηγαίνανε στο Καρπενήσι και το πουλάγανε για να καλύψουν άλλα έξοδα του σπιτιού –όπως λάδι, ελιές, ρύζι, μακαρόνια και λίγο ύφασμα να φιάξουν φουστάνια οι γυναίκες και λίγο πανί, χοντροπάνι όπως το λέγανε– να φιάξουν πουκάμισα κι άλλα. Τώρα τα τσαρούχια τα φοράγαμε από τον Σεπτέμβριο που άνοιγε το σχολείο μέχρι τον Ιούνιο που ξανακλείνανε τα σχολεία. Μετά πηγαίναμε με τα μόνιμα παπούτσια που μας χάρισε η μάνα μας δηλαδή ξυπόλυτοι. Τα πόδια μας από κάτω γινότανε τόσο σκληρά που πατάγαμε επάνω σε κάτι αγκάθια που τα λένε παλαμονίδες και δεν μας αγκυλώνανε. Μόνο ανάμεσα στα δάχτυλα που ήτανε τρυφερά μας αγκυλώνανε. Στο επάνω μέρος από τα πόδια έσκαγε το δέρμα από την σκόνη, γιατί τότε ήτανε πολλά ζώα και οι δρόμοι ήτανε γεμάτοι σκόνη. Το πρώτο παπούτσι που φόρεσα ήτανε το 1947 όταν με επιστρατεύσανε στο Δημοκρατικό Στρατό. Το δε επίσημο –σκαρπίνι που το λέγαμε– το φόρεσα τον Απρίλιο του 1953 όταν παντρεύτηκα με τη λατρευτή μου σύζυγο Φωτεινή Δημοπούλου. Ο σχολικός βίος ήτανε μισή ώρα το πρωί και μισή ώρα το βράδυ πορεία για να πάω από το εξοχικό σπίτι που μέναμε στο σχολείο και το βράδυ να επιστρέψω. Όταν έβρεχε ή είχε χιόνι ήτανε δύσκολα πολύ διότι γινόμουνα μούσκεμα από τα νερά και κρύωνα πολύ. Καθόμουνα βρεγμένος στην τάξη μου και κρύωνα. Το μεσημέρι κάναμε δύο ώρες διακοπή πήγαινα σε συγγενικά σπίτια και ζεσταινόμουνα και έτρωγα ντροπαλά αυτό το πενιχρό φαγητό που είχα μαζί μου. Επιπλέον είχα να περάσω και δύο ποτάμια από το σπίτι μου ώς το χωριό και το ένα δεν είχε γεφύρι. Πολλές φορές ερχότανε ο πατέρας μου ή και κάποιος από τα αδέλφια μου και με περνάγανε από το ποτάμι. Ως μαθητής ήμουν καλός. Μόνον στην καλλιγραφία δεν τα πήγαινα καλά. Όμως μόλις έβγαλα το σχολείο το 1940 το φθινόπωρο, κηρύχτηκε ο Ελληνο-Ιταλικός πόλεμος. Τα αδέλφια μου πήγανε στον πόλεμο. Πού ευκαιρίες τότε να πάω σε γυμνάσιο! Μείνανε κάτι πρόβατα και γίδια στην επίβλεψη την δική μου. Εγώ με την αδελφή μου τα περιποιόμαστε. Ο πατέρας μου στεναχωριότανε για τα άλλα παιδιά που ήτανε στον πόλεμο.
...
Πέρασε ο πόλεμος, ήλθε Γερμανο-Ιταλο-Βουλγαρική Κατοχή. Μετά πολύ δύσκολες μέρες. Ευτυχώς γυρίσανε τα αδέλφια μου σώα. Κι όλα τα παιδιά του χωριού μας, Αγίου Χαράλαμπου, γυρίσανε όλοι ζωντανοί. Μόνο ένας τραυματίας γύρισε. Περάσαμε την πείνα το 1941 γιατί οι δυνάμεις Κατοχής πήρανε τα αγαθά από την Ελλάδα και πεθάνανε στις πόλεις πολλοί άνθρωποι. Στο χωριό μου ένας πέθανε. Γιατί τότε όλοι τρώγαμε λάχανα. Όποιος είχε λίγο αλεύρι έφτιαχνε λίγη χορτόπιτα (μπλανόπιτα τη λέγαμε). Και βγήκαμε από την δύσκολη ζωή της πείνας. Μόλις εξαντληθήκανε τα λίγα αποθέματα του αλεύρου, οι δικοί μου είχανε σπείρει κριθάρι σε ένα χωράφι που το είχε πάρει προίκα ο μεγάλος αδελφός μου ο Γιώργος και το θερίσανε χωρίς να ωριμάσει καλά. Το λιάσανε και μετά το χτυπήσανε με ένα ξύλο και βγήκε ο καρπός. Βγάλανε γύρω στις δεκαπέντε οκάδες –τότε η οκά τετρακόσια δράμια, το δράμι τρία γραμμάρια περίπου– και το πήρα στον ώμο και το πήγα στο μύλο στα Πετράλωνα –στου Βασιλάκη το μύλο τον λέγαν– είχε και μαντάνια. Αυτό το λίγο αλεύρι που έγινε από κριθάρι το φτιάχναμε γαλατόπιτα ή κουρκούτι ώσπου έγιναν τα σιτάρια. Εμείς, η οικογένειά μας, είχαμε και λίγα κάστανα και τα βράζαμε. Ανάμεσα ήταν και χαλασμένα, αλλά για να γεμίζει το στομάχι τα ρίχναμε όλα στο στόμα. Στο χωριό μου, τον Άγιο Χαράλαμπο, από τον στρατό Κατοχής μόνο μια φορά περάσανε Ιταλοί χωρίς να κάνουν κανένα κακό. Από το 1942 βγήκανε οι δυνάμεις της Εθνικής Αντίστασης και φοβότανε οι Ιταλοί. Ο γερμανικός στρατός δεν έβγαινε έξω από το δημόσιο δρόμο. Όπου πέρναγαν όλα τα ρημάζανε. Καίγανε, σκοτώνανε, γενικά λεηλατούσαν. Ανάμεσα στον στρατό Κατοχής υπηρετούσαν κι Έλληνες χωροφύλακες κι άλλοι οι λεγόμενοι Χίτες. Αυτοί κάνανε τα πολλά όργια. Όταν πέφτανε στα χέρια των ανταρτών τους γδέρνανε γιατί γίνανε προδότες. Οι δυνάμεις των ανταρτών στα χωριά είχανε οργανώσει τους κατοίκους, άλλοι είχανε οργανωθεί στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ) με στρατό τον ΕΛΑΣ κι άλλοι στον ΕΔΕΣ (αυτοί ήταν ευνοούμενοι των Άγγλων). Εκεί ρίχνανε τις λίρες, ρουχισμό κι οπλισμό, στον ΕΛΑΣ ρίχνανε τα πιο λίγα –υπήρχαν κι άλλες μικροοργανώσεις. Αρχικά ήταν όλοι ενωμένοι για έναν σκοπό για να κτυπήσουν τους κατακτητές. Μετά αρχίσανε τις κομματικές διαφορές, οπότε γενικευθήκανε τα μίση κι άρχισε ο αλληλοσπαραγμός, ώσπου φθάσανε στα Δεκεμβριανά το 1944 κι έγινε στην Αθήνα η αλληλοσφαγή. Αντί να γιορτάσουνε την απελευθέρωση της πατρίδας μας αρχίσανε να φυλακίζουνε τους αγωνιστές και να τους εξορίζουνε στα ξερονήσια. Μέσα στις τάξεις των δήθεν εθνικοφρόνων ενωθήκανε κι αυτοί που υπηρετούσανε με τον στρατό Κατοχής Γερμανούς και Βουλγάρους. Οι Ιταλοί μόλις έγινε η αποβίβαση του Ρίμινι, στην Ιταλία μερικοί ενωθήκανε με τους αντάρτες, άλλοι πήγανε με τους Γερμανούς και μερικοί βγήκανε στα χωριά και δουλεύανε σε οικογένειες για να ζήσουνε.
...
Όλα αυτά τα γεγονότα που ανέφερα πιο πάνω –που αρχίσαν τα μίση– όσο πήγαιναν εξογκώνονταν. Οι φυλακές και τα ξερονήσια γεμίσανε. Όσοι είχανε οργανωθεί στον ΕΛΑΣ φοβότανε, διότι η τότε κυβέρνηση έχασε τον έλεγχο κι αρχίσανε να βγαίνουν αναρχικές ομάδες, δήθεν εθνικόφρονες, και να δέρνουν και να λεηλατούν στην ύπαιθρο. Αλλά και στις πόλεις άρχισαν τα στρατοδικεία να δικάζουν με θανατικές ποινές και σε ισόβια. Οπότε άρχισαν να φεύγει ο κόσμος στα βουνά για να σωθούν κι έτσι το 1947 άρχισαν τα αντάρτικα τμήματα. Στην αρχή βγήκανε αυτοί που φοβότανε από τις αναρχικές ομάδες Σούρλα, Βουρλάκη, Τσαούς Αντών στη Μακεδονία και Γονατά στην Πελοπόννησο. Όταν δυνάμωσαν τα τμήματα των ανταρτών και προμηθεύτηκαν όπλα, αρχίσανε και κάνανε επιστράτευση. Πρώτα παίρνανε αγόρια άνω των 18 ετών και μετά παίρνανε και κορίτσια, οπότε έγινε μία μεγάλη δύναμη. Μεταξύ αυτών έτυχε να επιστρατευθώ κι εγώ το 1947 και πολλοί άλλοι νέοι. Μας καλέσανε να παρουσιαστούμε στο χωριό Χόχλια. Εκεί έγινε η επιλογή και μας στείλανε στο χωριό Βράχα, στα Έμπεδα. Όπλα δεν μας δώσανε. Μας κάνανε γυμνάσια και για χειροβομβίδες ρίχναμε πέτρες. Μας κάνανε και διάφορες ομιλίες. Αυτό διήρκεσε είκοσι μέρες περίπου. Μετά μας στείλανε σε λόχους. Ο κάθε λόχος αποτελούνταν από εκατόν είκοσι άτομα περίπου. Εμένα με στείλανε στο λόχο του Τάκη Παπαγεωργίου. Αυτός ήταν από το χωριό Δομιανοί Ευρυτανίας. Το 1949 έμαθα ότι σκοτώθηκε. Τότε είχε το βαθμό του ταξιάρχου. Πρώτο δρομολόγιο που κάναμε ήταν μέχρι Τοπόλια. Μετά γυρίσαμε πάλι στα χωριά μας χωρίς να πιάσουμε καμία μάχη μέχρι τότε, γιατί οι περισσότεροι ήμασταν άοπλοι. Ξαναπήγαμε στα χωριά των Αγράφων και σε ένα ύψωμα κοντά στο χωριό Μοναστηράκι –το ύψωμα λέγεται Φούρκα, έχει δύο κορυφές σα φούρκα– εμείς, ένας λόχος ανεβήκαμε επάνω. Μόλις έφτασε η πρώτη διμοιρία στον αυχένα, φθάσανε δύο αεροπλάνα τύπου σπιτφάιτερ. Αρχίσανε με τα μυδράλια καταιγιστικά πυρά. Εμείς, που δε φθάσαμε ακόμη στο ύψωμα, πέφτανε οι κάλυκες επάνω μας. Γι’ αυτούς που είχαν φθάσει στον αυχένα νομίζαμε ότι δεν έμεινε κανένας ζωντανός. Όμως όταν τελειώσανε τα πυρομαχικά των αεροπλάνων και συγκεντρωθήκαμε, δεν υπήρχε ούτε τραυματίας. Στο ίδιο σημείο μετά από λίγες ημέρες, ενώ βαδίζαμε επάνω στην οροσειρά –νύχτα, πλησίαζε να ξημερώσει– ένα τμήμα στρατού –οι Μάυδες– τους είχε πάρει ο ύπνος στο δρόμο και τους αιφνιδιάσαμε. Παρατήσανε ζώα με πολεμοφόδια, ασύρματο και μερικοί δεν πρόλαβαν να πάρουνε τα όπλα τους. Εκεί εγώ πήρα ένα εγγλέζικο με αρκετές σφαίρες. Μέχρι τότε είχα ένα δίκανο. Στο ίδιο μέρος, άλλη φορά, επάνω σε κάτι βράχια ήταν ταμπουρωμένοι κάτι βλάχοι και δε θέλανε να πλησιάσει κανείς τα κονάκια τους. Φωνάζανε: «Aδέλφια ό,τι κι αν είσθε μην πλησιάζετε θα σας χτυπήσομε». Όμως ένας διμοιρίτης Μακεδόνας –όνομα Πρίκος– τους έκανε επίθεση αδικαιολόγητη κι εκεί σκοτώθηκε ένας χωριανός μου και συμπέθερος, ο Αριστείδης Ντούβας άδικα. Τέλος Σεπτεμβρίου ή αρχές Οκτωβρίου μας στείλανε στην οροσειρά Κόκαλα στη θέση Ταψάκι. Εκεί βρήκα ένα χωριανό μου εγώ, το Μήτσο Θεοφάνη. Του είπα το βράδυ που θα πήγαινε με τα πρόβατα κάτω στα σπίτια μας να πει στους δικούς μου να μου φέρουν καμιά πίτα γιατί μας είπανε θα καθήσομε μέρες εκεί. Όταν φθάσαμε στο Ταψάκι, εκεί που φτιάχνει τη στρούγκα ο Σκαρλάτας, μου είπανε οι καπεταναίοι να φιάξομε ένα είδος καλύβες, να μαζέψομε ξύλα και να ανάψομε φωτιές. Όμως εμείς οι απλοί αντάρτες δεν ξέραμε ότι στην οροσειρά που είναι ο Αη-Λιάς ο Ροβολιαρίτικος είτανε πολύς στρατός. Μόλις τελείωσε όλη η διαδικασία μας λένε: «Aναλάβετε για πορεία». Μείναμε με τη χαρά ότι θα ξεκουραζόμασταν και θα ’τρωγα και γω την πίτα που την πήγε ο αδελφός μου την άλλη μέρα και δε με βρήκε. Εν τω μεταξύ άφησε μία ομάδα ο λοχαγός μας να ανάψει τις φωτιές, για να καθυστερήσει ο στρατός και να νομίσει ότι εκεί είναι δύναμη ανταρτών. Και εμείς με ολονύχτια πορεία φθάσαμε επάνω από το Στένωμα, στην τοποθεσία Βαρκά. Την ημέρα, κάπου συγκρούστηκε μια διμοιρία δική μας με του στρατού χωρίς αξιόλογη μάχη. Την άλλη ημέρα περάσαμε προς Βίνιανη και Κεράσοβο. Πόσες ημέρες μείναμε εκεί δεν θυμάμαι. Σε εμάς ξεκίναγε η πορεία για να φθάσουμε στη Βωβούσα, και για τα ορεινά χωριά ο εκπατρισμός. Τους μαζέψανε στις πόλεις, να μην τροφοδοτούνε τους αντάρτες. Οι χωριάτες τότε πουλήσανε τα ζώα τους πάμφθηνα και τα υπάρχοντα στα σπίτια τους τα αρπάξανε οι Μάυδες και πολλά σπίτια τα κάψανε. Εμείς, τα ένοπλα τμήματα και πολίτες, ξεκινήσαμε σιγά-σιγά διά μέσου Γρανίτσας, Θοδώριανων, Κατάρας για τη Βωβούσα για να εφοδιαστούμε με όπλα, πυρομαχικά κι άρβυλα. Όλη η δύναμη λέγανε τότες ότι είμαστε πέντε χιλιάδες. Πάντως, στην πορεία μας δεν βγήκε καμιά αντίσταση του εχθρού. Στο χωριό Ραφτόπουλο, επάνω στα υψώματα, μας ρίξανε μερικές ντουφεκιές κι απάντησε ένα πολυβόλο δικό μας με σφαίρες τροχιοδεικτικές. Αυτές χτυπήσαν σε μια καλύβα που την είχαν αποθήκη αυτοί και πήρε φωτιά. Τρέξανε μερικοί δικοί μας και βγάλανε μερικά τρόφιμα και τσιγάρα. Μας τα φέρανε και τα μοιράσανε σε όλους, όσοι είμαστε εκεί, ένας λόχος. Μετά περάσαμε από τη Γρανίτσα βρήκαμε αποθήκη με κονσέρβες γάλα και αλεύρι. Τα εγκατέλειψε ο στρατός. Στο πέρασμά μας, μελίσσια και ζώα τα παίρναμε για τροφή. Όταν φθάσαμε σε ένα βουνό –Περιστέρι το λένε– στην οροσειρά της Πίνδου, βρήκαμε ένα κοπάδι πρόβατα περίπου οκτακόσια. Τσοπάνης δεν υπήρχε κοντά να τα γλυτώσει, τα μαζέψανε σε μια ρεματιά και σφάζανε τα πολλά. Όταν ήλθε ο τσοπάνης βρήκε μόνον ογδόντα, όπως μας λέγανε αυτοί που τα σφάζανε. Του είπανε να τα πάρει και τους είπε: «σας τα χαρίζω κι αυτά κι εγώ δημοκράτης ήμουνα». Εν τω μεταξύ μας δώσανε αρκετό κρέας το οποίο ήτανε πολύ παχύ. Ανάψαμε φωτιές, ψήσαμε το κρέας και το λίπος το λιώσαμε και το φιάξαμε κομμάτια σαν κασέρι. Στο δρόμο που δεν είχαμε άλλες τροφές κόβαμε λίγο από αυτό και τρώγαμε. Όταν φθάσαμε, επάνω σε κάτι βουνά Δυτικής Μακεδονίας ή Ηπείρου δεν περνάγαμε σε χωριά να ξέρω που ήμασταν. Σε μια οροσειρά με πεύκα μάς περάσανε έξω από σκηνές σκουάτ. Τις ανοίξανε σκοπίμως να ενθουσιαστούμε. Σε άλλη σκηνή υπήρχαν ατομικά όπλα, σε άλλη οπλοπολυβόλα και γενικά όλες είχανε τον οπλισμό τους. Αλλά εμείς είχαμε γίνει ράκη. Από την πορεία, την πείνα, την ξυπολησιά και τον μεγάλο εχθρό, την ψείρα, είχαμε μισοχαζέψει. Τώρα μας λέγανε πλησιάζομε στη Βωβούσα. Μια μέρα πιάνει λίγο χιόνι και έκανε ένα φοβερό κρύο. Εγώ, τα παπούτσια που είχα από το σπίτι μου από κάτω τρυπήσανε. Το τακούνι ήταν μόνο. Το άλλο πόδι μου ήταν έξω. Σε ένα μέρος επάνω στο βουνό κάναμε στάση να ξεκουραστούμε. Είχε βγει και ήλιος. Εγώ κρύωσα τόσο πολύ που έκλαιγα. Κάποια στιγμή περνάει ο ταγματάρχης μας και με βλέπει που έκλαιγα. Μου λέει: «τι έπαθες και κλαις;» Του λέω: «να, συναγωνιστή ταγματάρχα, κρυώνω πολύ» και του ’δειξα τα πόδια μου. Ούτε είχα κουράγιο να σηκωθώ για σεβασμό. Μου λέει: «κόψε από την κουβέρτα σου ή τη χλαίνη σου και τύλιξε τα πόδια σου, μην πάθεις κρυοπαγήματα κι όταν φθάσουμε στη Βωβούσα θα σας δώσουν άρβυλα». Όπως κι έγινε. Την άλλη μέρα τα τμήματα προχωρήσανε και τη δική μας διμοιρία την αφήσανε επάνω σε ένα ύψωμα, πλαγιοφυλακή. Το ύψωμα το λέγανε Τσιούκα Ρόσα. Συνεχόμενα προς τα πίσω μας ήταν άλλα δύο, Τσιούκα Τσίνα και Τσιούκα Μπάρπα. Εκεί είχε περίπου τριάντα πόντους χιόνι κι ομίχλη με μηδέν ορατότητα. Η ομάδα μου μπήκε σε μια αντάρτικη καλύβα. Την είχαν οι εκεί αντάρτες, ανάψανε φωτιά και καλά περνάγανε. Εμένα ο ομαδάρχης με έβγαλε παρατηρητήριο για τρεις ώρες. Εγώ, όπως είπα πιο πάνω, ήμουνα ξυπόλυτος, δεν άντεξα στο κρύο και πήγα να του πω να στείλει άλλον, να ζεσταθώ. Κατά κακή μου τύχη ερχότανε κοντά μου χωρίς να τον ιδώ ο Μέραρχος καπετάν Γιώτης (ή Φλωράκης Χαρίλαος) με πέντε ή έξι άτομα ατομική φρουρά, με αυτόματα όπλα. Αυτός με εξάρτηση και ρουχισμό στρατάρχου. Εκεί που μαλώναμε με τον ομαδάρχη μπαίνει κι αυτός στην καλύβα και λέει: «πού είναι ο παρατηρητής που έχεις;» Του είπε ο ομαδάρχης το γεγονός ότι «κρύωσε κι ήλθε να τον αλλάξω». Τον διατάσει να με αφοπλίσει. Και με έβαλε μπροστά ο καπετάν Γιώτης σε μια ράχη, διαδρομή περίπου δύο χιλιόμετρα κι έβγαλε κι αυτός το πιστόλι στα χέρια, για να πάμε εκεί που ήτανε το τάγμα. Εγώ όμως ήξερα ότι σε τέτοιες περιπτώσεις τους έτρωγε το σκοτάδι. Στο δρόμο έλεγα αν με πυροβολήσουν να με πάρει καλά η σφαίρα μην βασανίζομαι. Στο δρόμο δε μου είπε τίποτα –ή απειλή ή οτιδήποτε. Όταν φθάσαμε επιτέλους στο τάγμα πέφτομε σε έναν άλλο αντάρτη κρατούμενο και δεμένον. Τον φυλάγανε δύο άλλοι αντάρτες. Τους ρωτάει ο Γιώτης: «τι έκανε αυτός;» «Κοιμήθηκε στην σκοπιά του» του είπανε. «Πάρτε κι αυτόν» λέει για εμένα, «και να τους παραδειγματίσετε στο τάγμα». Έφυγε αυτός. Πάει να συναντηθεί με τους άλλους καπεταναίους. Και ρωτάω εγώ το Βασίλη –από το Αϊδονοχώρι Καρδίτσας ήτανε, ξεχνάω το επώνυμο– «τι θα γίνομε τώρα Βασίλη; μέχρι εδώ ήτανε ο αγώνας;» Πού να βγάλει φωνή κι αυτός! Σε λίγο έρχεται ο λοχαγός μου, Τάκης Παπαγεωργίου από τους Δομιανούς, που με αγαπούσε πολύ και με ρωτάει: «τι έκανες, ρε Καρτέρη;» Του είπα την ιστορία, δε μου είπε τίποτε, μόνο μαύρισε από στεναχώρια γιατί ήξερε ότι ο Φλωράκης δεν αστειεύεται. Έπειτα από αρκετή ώρα ξαναπαρουσιάζεται ο καπετάν Γιώτης, ο ταγματάρχης Πυθαγόρας και ο λοχαγός μας. Μας κοίταζε με ένα άγριο και περιφρονητικό βλέμμα κι έφυγε. Τον πήγαν πιο πέρα οι δικοί μας καπεταναίοι και γυρίσανε. Σταματάνε μπροστά μας και μας λέει ο Πυθαγόρας: «Aκούσατε την εντολή του αρχηγού. Ήταν να σας εκτελέσουμε ενώπιον του τάγματος για παράδειγμα». Εμείς πού να βγάλομε φωνή. Είχαμε παγώσει από το φόβο. Και συνεχίζει ο ταγματάρχης: «τον παρακαλέσαμε να σας το χαρίσει, διότι ήλθατε κουρασμένοι και νηστικοί από τη Ρούμελη. Και σας χάρισε την ποινή. Τώρα να γίνετε καλοί αγωνιστές». Εγώ πήγα πάλι στην ομάδα μου και πήρα πάλι το όπλο μου και συνεχίσαμε το δρόμο για τη Βωβούσα. Υπολογίζαμε ότι εκεί θα βρούμε κάτι για να φάμε. Μάταια όμως. Καθίσαμε γύρω στις είκοσι ημέρες χωρίς να φάμε τίποτες. Μερικοί πλέναν τα καλαμποκόσπορα από τις κοπριές από τα μουλάρια και τα τρώγανε. Εν τω μεταξύ, κινήθηκε στρατός από τα Γιάννενα, διότι στο Μέτσοβο ήτανε μια διλοχία στρατού κυκλωμένη από τους αντάρτες και θέλανε να τους ελευθερώσουν. Γίνανε μεγάλες μάχες εκεί. Πήγαμε και εμείς εκεί. Τη νύχτα μείναμε επάνω σε μία ράχη. Εκεί που ξαπλώσαμε ήταν ο τόπος οργωμένος. Νομίσαμε ότι ήταν σπαρμένα χωράφια. Το πρωί, σαν ξημέρωσε, είδαμε ότι ήταν μνήματα φρέσκα. Το λόχο μας τον προωθήσανε κοντά στο δημόσιο δρόμο που πηγαίνει Γιάννενα-Μέτσοβο. Πήγαμε κοντά στο χωριό Χρυσοβίτσα. Εκεί εγκατέλειψε ο στρατός κονσέρβες και κουραμάνες και τις πήραμε. Οι καπεταναίοι φωνάζανε να μην φάμε μήπως τα έχουν δηλητηριάσει, αλλά η πείνα δεν υποφέρνονταν. Φάγαμε χωρίς να πάθει κανείς τίποτες. Αφού μας είπαν να φύγομε, συγκεντρωθήκαμε σε ένα μέρος με μεγάλες λάκες –το λέγανε Πέντε Αλώνια– πολλοί αντάρτες, για χιλιάδες λέγανε. Μας μίλησε ο αρχηγός του κλιμακίου, ο καπετάν Γούσιας. Μεταξύ των άλλων μας είπε ότι τώρα πλέον είμαστε τακτικός στρατός και ό,τι γίνεται θα γίνεται οργανωμένο. Και στο ζήτημα της διατροφής όποιος κάνει κάτι ανοργάνωτο, θα έχει την ποινή του θανάτου. Ξαναπήγαμε πάλι στη Βωβούσα, μας δώσανε από ένα τουφέκι ακόμη, αρκετές σφαίρες και χειροβομβίδες κι άλλο ένα ζευγάρι άρβυλα να τα φέρουμε στη Ρούμελη. Το φορτίο ήταν τρομερό. Και μας δώσανε λίγη μπομπότα, ψωμί όσο είναι το πρόσφορο στο μέγεθος. Αυτό το φάγαμε αμέσως. Νομίσαμε ότι θα μας ξαναδίνανε. Πήραμε το δρόμο επιστροφής περάσαμε την Κατάρα με χιόνι και φρικτό κρύο, νύχτα. Λέγανε ότι από το τμήμα μας πεθάνανε επτά άτομα στην πορεία την νύχτα. Κάπου φτάσαμε σε ένα μέρος που το λέγανε Μαύρο Κούτσουρο. Περπατάγαμε νύχτα και δεν ξέρω πού βρίσκεται. Έριχνε βροχή καταρρακτώδη. Στρατοπεδεύσαμε εκεί κι ανάψαμε φωτιές με πολλά ξύλα, αλλά η βροχή ήταν τέτοια που τις έσβησε. Εγώ, ευτυχώς που είχα ένα αδιάβροχο που δεν πέρναγε βροχή κι έτσι η ταλαιπωρία μου ήταν λιγότερη. Το πρωί ξεκινήσαμε πάλι προς τα κάτω. Φθάσαμε κοντά σε ένα χωριό. Το λέγαν Ανθούσα. Μπροστά μας ήταν ένα ποτάμι που είχε ορμητικό νερό που δεν μπορούσαμε να το περάσομε. Σε κάποιο μέρος ήταν δύο ξύλα. Το ένα μόλις το έγλειφε το νερό και το άλλο ήτανε στο ύψος του ανθρώπου. Στέλνει ο λοχαγός τρεις άνδρες να περάσουν σιγά να πάνε στο χωριό να κάνουν αναγνώριση τι είναι στο χωριό. Αυτοί περάσανε σιγά-σιγά επάνω στα ξύλα. Δεν σπάσανε. Όμως ο εξάδελφός μου Βασίλης Καρτέρης, λέει στο λοχαγό να πάει κι αυτός. Ο λοχαγός δεν τον άφηνε διότι ήταν οπλοπολυβολητής κι εγώ γεμιστής. Αρπάζει το όπλο το δικό μου και πάει να περάσει τρέχοντας. Με το τράνταγμα που έκαναν τα ξύλα –ήτανε ξερά και λιανά– σπάσανε και τον άρπαξε το νερό και τον βρήκαμε γύρω στα δύο χιλιόμετρα. Τον πέταξε το νερό έξω. Τον είχε ξεγυμνώσει εντελώς. Μόνον μία δερμάτινη ζώνη έμεινε επάνω του. Εκεί μόλις σάλευε λίγο τα χέρια του. Πάει άδικα. Το βράδυ αφού φιάξαμε γεφύρι μείναμε στο χωριό. Η πείνα θέριζε. Εγώ με ένα φίλο συνεννοούμαστε να φύγομε από το ύψωμα που μέναμε να πάμε κρυφά σε κανένα σπίτι μήπως βρίσκαμε τίποτα για φαγητό. Στο χωριό δε βρήκαμε κατοίκους. Με μεγάλη προφύλαξη ανοίξαμε ένα σπίτι και βρήκαμε ένα δοχείο με γάλα-σκόνη σφραγισμένο. Σωθήκαμε! Μια κουταλιά, κρυφά, στο δρόμο! Αφού δίναμε και σε όποιον καταλαβαίναμε ότι δεν θα μας πρόδινε, γιατί θα αντικρύζαμε την ποινή του θανάτου. Το δοχείο ήταν πέντε οκάδες. Στο δρόμο που κατεβαίναμε προς τη Ρούμελη βρίσκαμε και κούμαρα και βουλώναμε λίγο την πείνα μας. Όταν φθάσαμε στο χωριό Ραφτόπουλο διανυκτερεύσαμε εκεί. Ελπίδα για φαγητό δεν υπήρχε. Ένας αντάρτης από τον Κλειτσό, φαίνεται δεν άντεχε την πείνα. Πήγε σε ένα σπίτι και ζήτησε λίγο ψωμί. Του έδωσε η γριά εκείνη. Εκεί που πήγε να βγει έξω, βλέπει ένα τουλούμι με τυρί. Της ζητάει της γριάς να του δώσει λίγο τυρί. Η γριά δεν του ’δινε. Βγάζει κι αυτός το μαχαίρι και το σκίζει και παίρνει μόνος του. Σφάλμα του! Δεν σκέφτηκε τι τον περιμένει. Η γριά πήγε, παραπονέθηκε στο λοχαγό κι αμέσως άρχισε η έρευνα. Αυτό το παιδί το λέγαν Κυπρίανη Κυπριάνη. Αυτός πρόλαβε το έφαγε κι έπλυνε τα χέρια. Αλλά στην κορυφή στα νύχια δεν τα πρόσεξε. Έπειτα από λίγες ημέρες τον πέρασαν ανταρτοδικείο και τον δίκασαν εις θάνατο. Μετά από το Ραφτόπουλο ήλθαμε στο Κεράσοβο. Παραδώσαμε το φορτίο και ξεκουραστήκαμε μερικές μέρες. Και φάγαμε τουλάχιστον οργανωμένα. Μετά προχωρήσαμε προς τα βουνά του Αγρινίου. Λέγανε ότι θα χτυπάγαμε το Αγρίνιο. Όμως στο δρόμο λιποταχτήσανε δύο αντάρτες και το σχέδιο προδόθηκε. Μετά όλα τα τμήματα γυρίσανε με κατεύθυνση ένα τμήμα να χτύπαγε το Θέρμο, το άλλο τη Μπροστοβά και το δικό μας το Μπερίκο. Εμείς ώσπου να φθάσομε στο Μπερίκο, ξημέρωσε. Ο στρατός ήταν οχυρωμένος γύρω από ένα εκκλησάκι έξω από το χωριό. Όταν μας πήρε η ημέρα, τους κυκλώσαμε γύρω στα εκατό μέτρα, ανταλλάξαμε μερικά πυρά. Την ημέρα μάλιστα εμένα με πήρε μία ριπή στο γυλιό που τον είχα στην πλάτη και μου τρύπησε την κουβέρτα και τη χλαίνη. Κατά το μεσημέρι ήλθε ένα αεροπλάνο για αναγνώριση αλλά πού να μας ιδεί. Εμείς είμαστε κοντά στο στρατό. Πιο πάνω, στα πεντακόσια μέτρα, ήτανε βαρύ πολυβόλο δικό μας κι έβαλε κατά του αεροπλάνου και το χτύπησε. Πήγε κι έπεσε κοντά στη λίμνη της Τριχωνίδας. Εκεί κοντά σε εμένα τοποθετήσανε έναν ολμίσκο και κάποιος τον διέταξε να ρίξει κάνα δύο βλήματα, να καθηλώσει ένα πολυβόλο που μας ενοχλούσε συνέχεια. Ρίχνει τα βλήματα ο χειριστής και του φύγαν όλα πίσω από το εκκλησάκι. Του λέγω εγώ: «δώσε μου να ρίξω κι εγώ». Δύο μου επέτρεψε ο επικεφαλής. Το πρώτο το ρίχνω επάνω στο εκκλησάκι, το δεύτερο το ρίχνω πιο μπροστά που ήταν το πολυβόλο κι ησυχάσαμε από αυτό. Σε λίγο έρχεται ο ταγματάρχης Πυθαγόρας εκεί. Ρωτάει: «ποιος έριξε τα βλήματα;» Του λέω: «τα δύο τελευταία, εγώ». Μου λέει: «όταν θα κάνομε επίθεση τη νύχτα, όσα βλήματα έχει ο λόχος, θα σου τα φέρουν όλα εδώ και θα τα ρίξεις στο υψωματάκι που είναι ο στρατός». Κοντά στις πρωινές ώρες άρχισε η επίθεση κι αυτοί ρίχνανε χειροβομβίδες στους δικούς μας κι εγώ με το ολμάκι τους διώξαμε χωρίς δικές μας απώλειες. Από αυτούς βρήκαμε έναν νεκρό. Αίματα υπήρχαν πολλά στα χαρακώματα. Αυτοί φύγανε με κατεύθυνση το Θέρμο. Στο απέναντι βουνό τους συγκέντρωσε ο ταγματάρχης τους κι έκανε προσκλητήριο. Όμως μέσα στα έλατα ήταν ένα άλλο τμήμα αντάρτες και τους φωνάζανε να πετάξουν τα όπλα και να παραδοθούν. Έτσι κι έγινε. Κατά το μεσημέρι τους φέρανε όλους στο Μπερίκο. Πάλι ήταν μικτοί με χωροφύλακες. Τους στρατιώτες τούς φέρανε στο εκκλησάκι και τους είπανε να μας δώσουν τα εξωτερικά τους ρούχα και να φύγουν για τα σπίτια τους. Όμως κι εμείς δεν θέλαμε να πάρουμε τα ρούχα τους, εκτός μερικοί από εμάς που ήταν φανατικοί. Οι χωροφύλακες με τους αξιωματικούς τι γίνανε δεν ξέρω. Την άλλη ημέρα εμείς γυρίσαμε πίσω. Μετά άλλη μάχη πιάσαμε στον Αη-Βλάση, εκεί επάνω από το χωριό. Το κατείχε στρατός. Μπροστά πήγαινε η διμοιρία που ήμουν εγώ. Εκεί τους πιάσαμε τον σκοπό, χωρίς να καταλάβει. Πήγαινε πέρα δώθε και τον έπιασε ένας διμοιρίτης ονόματι Παλικάρας. Μετά ακολούθησε αντάρτης. Ο στρατός αιφνιδιάστηκε και φύγανε γυμνοί. Τα παρατήσανε όλα εκεί. Μπήκαμε μέσα στον Αη-Βλάση. Βρήκαμε αποθήκες με τρόφιμα και ρουχισμό κι αλεύρια πολλά. Τα μεταφέρανε με κάρα προς τα Σίδερα –χωριό που τώρα θα το σκέπασε η λίμνη. Ό,τι δε μπορέσαμε να μεταφέρουμε τα καταστρέψαμε. Φύγαμε και πήγαμε πάλι προς το Κεράσοβο και πέρα προς Τοπόλιανα. Από εκεί μετά μερικούς μας βγάλανε για μικρά τμήματα στην Πολιτοφυλακή. Εκεί δρούσαμε κατά ομάδες και σε επικίνδυνες αποστολές. Μπαίναμε σε κατοικημένες περιοχές. Ο τομέας μας ήτανε γύρω από το Καρπενήσι μέχρι τη Ναυπακτία. Πολλές μικροσυμπλοκές κάναμε με Μάυδες και λίγο με στρατό γιατί εμείς ήμασταν λίγοι. Στον Αη-Βλάση βρήκαμε άφθονη ψειρόσκονη –ντι ντι τι που τη λέγανε– κι απαλλαχθήκαμε από την ψείρα. Την περίοδο αυτή στην Πολιτοφυλακή δεν πεινάσαμε. Όλο και κάτι βρίσκαμε. Αλλά είμαστε πάντα με τον κίνδυνο, γιατί είμαστε λίγοι και δεν μπορούσαμε να αντισταθούμε. Μερικές ριπές και μετά δρόμο.
...
Τις κυριότερες συμπλοκές θα διηγηθώ τώρα. Την δεύτερη ημέρα του Πάσχα το 1948 παίρνουμε εντολή να στήσουμε ενέδρα μεταξύ Καρπενησίου και Μεγάλου Χωριού στη θέση Νοστιμόρεμα, διότι στο Μεγάλο Χωριό ήτανε στρατός και θα τον αντικαθιστούσε άλλος από Καρπενήσι. Πήγαμε δύο ομάδες εκεί νύχτα. Επάνω από τη δημοσιά ήτανε ένα αυλάκι γύρω στα τρία μέτρα περάσανε δύο αυτοκίνητα προς το Μεγάλο Χωριό. Δεν τους πειράξαμε, ούτε μας πήρανε είδηση. Έπειτα από αρκετή ώρα ερχότανε οι άλλοι από το Μεγάλο Χωριό με τραγούδια και χαρές. Μόλις μπήκανε στη μέση της ενέδρας τους αρχίσαμε με χειροβομβίδες και πολυβόλα. Έγινε το μεγάλο κακό, αυτοί πηδήξανε κάτω και πιάσανε λίγα μέτρα απέναντι. Κάνανε αντίσταση. Όπως κοίταζα μπροστά μου εγώ βλέπω ένα φαντάρο στην άκρη στη δημοσιά, ακριβώς κάτω από εμένα στα τρία μέτρα. Όμως τον είδα ομορφόπαιδο και δεν τον πυροβόλησα. Αυτός δε με είδε. Σε πέντε λεπτά μας φωνάζουν και φύγαμε. Υποχώρηση, διότι ερχότανε τα τάνκς από το Καρπενήσι. Σε δέκα μέτρα από κει που σηκώθηκα τραυματίζομαι στο κεφάλι. Διαμπερές τραύμα. Ίσως αυτός που ήταν εκεί από κάτω να με πυροβόλησε. Εμένα έτρεχε το αίμα άφθονο. Έσφιξα το κεφάλι μου με ένα κασκόλ που είχα, αλλά μάταια. Το αίμα έτρεχε. Γέμισαν όλα τα ρούχα μου. Σε πενήντα μέτρα βρίσκω τον διμοιρίτη μου. Τραυματίας κι αυτός στο χέρι του. Έμεινε παράλυτο. Λέει στους άλλους αντάρτες: «Πάει ο Καρτέρης, είναι βαρειά τραυματισμένος». Εμένα με παίρνει ένας άλλος αντάρτης για να περάσουμε από το μέρος που θα το έπιανε ο στρατός. Τους άλλους τους κλείσανε δεν προλάβανε να περάσουν κρυφτήκανε μέσα στα πουρνάρια κι όταν νύχτωσε, περάσαν έξω διαλυμένοι. Την άλλη μέρα συγκεντρωθήκαμε στο χωριό Μηλιά. Μαζί με μένα φτάσανε πέντε άτομα κι εκεί που μείναμε τη νύχτα. Εγώ τους ζητούσα νερό διότι το τραύμα θέλει νερό, αλλά δε μου δίνανε μην πεθάνω από την αιμορραγία. Το πρωί αφού συμπτυχθήκαμε στη Μηλιά, μας έλειπε ο καπετάν Τζαβέλας, ο διμοιρίτης. Ψάξανε και τον βρήκανε μέσα σε μία αχυρώνα. Είχε αυτοκτονήσει. Ο λόγος; Ίσως έμεινε μόνος του τη νύχτα κι υπολόγισε ότι το υπόλοιπο τμήμα μας έπιασε ο στρατός και θα του ζητούσαν ευθύνες. Εν τω μεταξύ ήλθε ο νοσοκόμος που είχαμε και μου περιποιήθηκε το τραύμα, μου πέρασε μία γάζα μέσα διότι ήταν διαμπερές, και τότε ήταν ο πόνος ο πολύς και σε όλες τις αλλαγές που μου κάνανε μέχρι να θρέψει. Μετά πήγαμε στο χωριό Φειδάκια και μείναμε και τη νύχτα εκεί. Την νύχτα είχε έλθει στρατός στα γύρω υψώματα, χωρίς να τους πάρομε είδηση. Το πρωί που βγήκανε δύο δικοί μας παρατηρητήριο, τον Ηλία από το Νεοχώρι, τον σκοτώσανε. Ο άλλος έφυγε κι ήλθε τρέχοντας σε εμάς. Απέναντι από το χωριό είναι βουνό με έλατα κι εκείνη την ώρα μας κάλυπταν οι ακτίνες του ήλιου και δε μας βλέπανε, είπαμε, αν έχουν πιάσει και την κορυφή του βουνού ο στρατός, είμαστε χαμένοι. Εγώ είχα και τα χάλια μου. Πονούσα πολύ αλλά μπροστά στον κίνδυνο που αντιμετωπίζαμε τώρα, ξεχνιέται ο πόνος. Ευτυχώς που το βουνό ήταν ελεύθερο και περάσαμε στο πίσω μέρος κι ησυχάσαμε μέσα στο δάσος. Μικροσυμπλοκές κάναμε αλλά εγώ θα αναφέρω τις κυριότερες. Άλλη περίπτωση: πήγαμε να στήσομε ενέδρα σε ένα ύψωμα κοντά στο χωριό Κρίκελο, διότι εκεί έβγαινε μία διμοιρία στρατός τακτικά. Εμείς ήμαστε τρεις ομάδες. Αυτοί φαίνεται ότι μας είδανε και κινήθηκε πολύς στρατός. Μας κάνουν επίθεση και σκοτώνονται δύο παλικάρια. Ο ένας, ο καπετάν Ζαχαρίας, αυτός που τραυματιστήκαμε μαζί, πολεμούσε με ένα χέρι, ενώ το άλλο ήταν παράλυτο. Κι ο άλλος ομαδάρχης, Πλάτανος ήταν το ψευδώνυμό του, από τον Κλειτσό. Για μια στιγμή πλησίαζε ο στρατός κι υποχωρήσαμε άτακτα. Μόνο μας είχανε ορίσει το σημείο συμπτύξεως. Εμείς πήραμε δρόμο αραιωμένοι μέσα σε κάτι χωράφια που είχαν φτέρες. Όμως ο στρατός βγήκε στο βουνό κι εμείς κρυφτήκαμε, όπου μπορούσε ο καθένας χωρίς να ξέρει άλλος πού είναι ο διπλανός του. Εν τω μεταξύ ο στρατός άρχισε να ψάχνει μέσα στα χωράφια. Νομίσαμε ότι θα μας πιάνανε όλους. Κατά σύμπτωση, είχαμε μία συνωνυμία με τον στρατό –όνομα Ντέκος. Αυτοί φωνάζανε το όνομα αυτό κι εμείς νομίζαμε ότι πιάσανε τον δικό μας Ντέκο. Περνούσανε πολύ κοντά μας οι στρατιώτες, αλλά εμείς δε βγάζαμε ούτε αναπνοή. Ώσπου τις απογευματινές ώρες φύγανε κι εμείς μαζευτήκαμε στο σημείο συμπτύξεως σώοι κι αβλαβείς. Άλλη περίπτωση: η ομάδα μου βρισκόμαστε στο χωριό Φειδάκια. Περνάει ένας λόχος από εκεί, αντάρτες, με προορισμό τα Ψιανά, διά μέσου Μικρού Χωριού και Καρίτσας και στέλνουν για σύνδεσμο εμένα να τους πάω. Βαδίζαμε όλη νύχτα. Όταν βγήκαμε στο βουνό επάνω από την Καρίτσα, ακούσαμε πίσω προς την οροσειρά Μάρκο Διάσελο επάνω από τη Μηλιά εκρήξεις από νάρκες ή χειροβομβίδες. Ήταν η ομάδα μου. Έπεσε σε νάρκες και σκοτωθήκανε τέσσερα παιδιά. Μείνανε μόνο τρεις. Εγώ, αφού πήγα το λόχο στα Ψιανά, μου δώσανε άλλη μια κοπέλα από κει, που ήτανε σε νοσοκομείο. Αφού ανεβήκαμε το βουνό Καλιακούδα, καθίσαμε σε ένα μέρος εκεί να ξημερώσει. Το πρωί βλέπομε στα γύρω βουνά γεμάτο στρατό. Καθίσαμε εκεί δώδεκα μέρες, διότι ο στρατός δεν έφυγε από τα βουνά. Ξεκινήσαμε κι εμείς οι δύο μας νύχτα, να περάσομε ανάμεσα στα χωριά της ποταμιάς, Μικρό Χωριό και Νόστιμο για να βρούμε την άλλη ομάδα. Δεν ξέραμε ότι διαλύθηκε. Μόλις φθάσαμε στο Νόστιμο, σε κάτι ακραία σπίτια, βλέπομε ένα μικρό φως σαν τσιγάρο. Τα σπίτια ήταν ακατοίκητα. Καθίσαμε μήπως ακούσομε κουβέντα, όμως τίποτα. Λέμε, θα φωνάξομε: «ποιος είναι;» κι ανάλογα θα ενεργήσομε. Αυτός ήταν αντάρτης από άλλη ομάδα που τον γνώριζα εγώ και μου είπε και το όνομά του. Πήγαμε κι εμείς εκεί. Εκεί ήτανε μελίσσια κι αυτός έπαιρνε μέλι. Μας είπε ότι διαλύθηκε η ομάδα του, πήγαμε μαζί στη δική του ομάδα και βρήκαμε κι αυτούς που μείνανε από τη δική μου ομάδα. Μας στείλανε κι από άλλες ομάδες από ένα άτομο κι έγινε πάλι η ομάδα μας. Αλλά τα παλικάρια που σκοτωθήκανε δεν τα αντικαταστήσανε αυτοί. Σε άλλο επεισόδιο, βρισκόμαστε στο χωριό Δολιανά Ευρυτανίας. Από πάνω μας, στην Καλιακούδα, βγήκε ο στρατός. Ευτυχώς που ήτανε βραδυνές ώρες. Φεύγομε να πάμε στο απέναντι χωριό, Ροσκά χωρίς να ξέρομε ότι εκεί ήταν Μάυδες. Από τη Ναυπακτία ήλθαν για να ρημάξουν. Αλλά κι αυτοί δε μας είδαν ότι πηγαίναμε προς τα εκεί. Διότι στα εκατό μέτρα από τα σπίτια είναι ένα εκκλησάκι. Έπρεπε να έχουν σκοπιά εκεί. Εμείς φθάσαμε αραιωμένοι. Είμαστε δύο ομάδες πολιτοφυλακής. Μόλις βγήκαν οι πρώτοι δικοί μας στο εκκλησάκι τους αρχίσαν με τα πυρά οι Μάυδες. Τώρα πού να πάμε; Γυρίζομε πάλι προς το ποτάμι, αλλά δεν πήγαμε από τον δρόμο για να χάσουν τα ίχνη μας. Πήγαμε σε ένα δύσβατο μέρος και γυρίζαμε κάτι λιανά δέντρα ευλύγιστα. Από το ένα στο άλλο, κατεβήκαμε στο ποτάμι. Πλησίαζε να βραδιάσει. Βαδίσαμε περίπου πεντακόσια μέτρα μέσα στο ποτάμι Κρικελιώτη και καθίσαμε. Ξεκουραστήκαμε. Αυτοί δε θα είπανε: «πού θα πάνε; Αύριο θα τους έχομε» αφού γύρω-γύρω ήταν στρατός κι εμείς τόσοι λίγοι. Αλλά του παίξαμε τέτοιο κόλπο που δεν το φανταζότανε. Καθίσαμε εκεί στο ποτάμι, φάγαμε, αφήσαμε σκουπίδια κάτω και γόπες από τσιγάρα και κάναμε πως ανεβαίνομε την πλαγιά, δίπλα από το χωριό Ροσκά. Αφήσαμε πολλά ίχνη πατημάτων. Μετά βγάλαμε τα παπούτσια και γυρίσαμε στην απέναντι πλαγιά, προς τα Δολιανά. Εκεί μας είπε ο καπετάνιος: «όταν ξημερώσει, εκεί που θα είναι ο καθένας μέσα στα πουρνάρια –δεν θα ξέρει ο ένας πού είναι ο άλλος– θα έχει τη χειροβομβίδα έτοιμη κι αφού πλησιάσουν κάποιοι από τον εχθρό, θα τραβήξει την περόνη, να σκοτωθούν κι αυτοί κι εκείνος που θα έχει τη χειροβομβίδα». Δεν ανεβήκαμε περισσότερο από 80 μέτρα επάνω από το ποτάμι, γιατί από πάνω μας πέρναγε δρόμος από Δολιανά για Κοντίβα. Την άλλη μέρα, μόλις ξημέρωσε, αρχίσανε να ψάχνουν από πάνω στο δρόμο. Περνούσαν προς την Κοντίβα. Μέσα στο ποτάμι ήλθε ένα τμήμα κι αφού φθάσανε εκεί που τους παραπλανήσαμε εμείς ακούμε να λένε: «να προς τα εδώ ανεβήκαν» και πήραν την πλαγιά δίπλα από τη Ροσκά, δηλαδή αντίθετα από εμάς. Εμείς χαρήκαμε λίγο, αλλά ήταν νωρίς ακόμα. Μέχρι το βράδυ δεν ξέραμε τι μπορούσε να γίνει. Προχώρησαν περίπου εκατό μέτρα και βρήκαν μία σπηλιά που είχαν τα προικιά κι άλλα πράγματα όλο το χωριό Ροσκά. Εκεί, στα χωριά αυτά δεν κατοικούσαν άνθρωποι. Τους πήγαν στις πόλεις. Πήγαν και πήραν τα ζώα που είχαν οι Μάυδες στο χωριό. Μέχρι το βράδυ κουβαλάγανε. Την άλλη μέρα τι κάνανε δεν ξέρω, γιατί εμείς ανάμεσά τους φύγαμε προς τα μέρη της Καρίτσας. Εμείς, κι αν βρίσκαμε τέτοια καταφύγια δεν τα πειράζαμε, εκτός αν ήτανε για φαγητό. Αυτοί γιατί να τα πάρουν, ενώ τους χωριανούς τους είχανε στις πόλεις, θα ερχότανε να τα βρούνε αφού τα είχανε ασφαλισμένα από βροχή. Άλλη περίπτωση: συγκεντρωθήκαμε όλα τα τμήματα πολιτοφυλακής Ευρυτανίας και Ναυπακτίας να πάμε στην Παραβόλα έξω από το Αγρίνιο, να πιάσομε έναν κακοποιό. Μας είχε παρενοχλήσει πολλές φορές. Μάλιστα σε μία συμπλοκή έξω από το Μικρό Χωριό, τον είχα δει εγώ στα δέκα μέτρα, αλλά δε μπορέσαμε να τον εξοντώσουμε. Λεγότανε Μακρής Λεωνίδας. Η επιχείρηση είχε σχεδιαστεί καλά. Μάθαμε ποιο απόσπασμα Χωροφυλακής περνάει από εκεί. Οι αρμόδιοι προμηθευτήκαν στέμματα και γαλόνια χωροφυλακής. Τα ρούχα μας μοιάζαν, διότι μας είχαν εφοδιάσει με καλά ρούχα για να παραπλανούμε τους πολίτες. Από μέρες σε μέρες φθάσαμε το αποβραδίς στην Παραβόλα. Δίπλα στην πλατεία ήταν ένα χαμηλό καφενείο. Οι δύο καπεταναίοι πήγαν στο καφενείο και ζητήσαν το Μακρή κι έναν άλλο κακοποιό, δεν θυμάμαι το όνομά του. Εμείς πήραμε θέσεις γύρω στην πλατεία. Είχε μαντρότοιχο γύρω-γύρω. Μία ομάδα έπιασε τον δρόμο που έρχεται από Αγρίνιο. Κι είχανε βόμβες μολότοφ. Άλλη ομάδα πήγε από το άλλο μέρος της δημοσιάς κι έβαλε νάρκες τελερμάιν για οχήματα. Οι καπεταναίοι με πηλήκια Χωροφυλακής, πιάσανε την πόρτα με τα αυτόματα έτοιμα. Σε κάποια στιγμή τους βλέπομε τους κακούργους να πηγαίνουν και να χαιρετάνε τους καπεταναίους στρατιωτικά. Αμέσως το Μακρή τον ξάπλωσαν νεκρό. Ο άλλος έφυγε τραυματισμένος ανάμεσα στα σπίτια, αλλά μάθαμε ότι πέθανε κι εκείνος. Η ομάδα που φύλαγε από το δρόμο που ερχότανε από το Αγρίνιο μας είπε ότι ερχότανε ένα τζιπ με χωροφύλακες μέσα και του ρίξανε βόμβες μολότοφ. Μέσα ασφαλώς θα σκοτωθήκανε όλοι. Εν τω μεταξύ μας φωνάζανε για να φύγομε, γιατί ερχότανε ένα τανκ από το Αγρίνιο. Ώσπου να συγκεντρωθούμε όλοι επάνω από το χωριό, άρχισε το τανκ κι έριχνε φωτοβολίδες προς το μέρος το δικό μας καθώς και ριπές με το μυδράλιο, αλλά χωρίς να μας κάνουνε καμία ζημιά. Τη νύχτα φθάσαμε σε ένα άλλο χωριό. Από εκεί πήραμε τρόφιμα από ένα μαγαζί και του δώσαμε αποδείξεις να πληρωθεί, όταν θα φιάχναμε κράτος. Κάποιοι πήραν κι ένα βόδι, δεν ξέρω υπό ποιες συνθήκες. Πάντως το είδα να το έχουν με δύο μπάλες καπνό μία από το ένα μέρος και μία από το άλλο. Όταν φθάσαμε το πρωί της μεθεπομένης ημέρας, μας περίμενε στρατός. Μόλις χτυπήσανε την εμπροσθοφυλακή την δική μας, τα παρατήσαμε όλα και περάσαμε από άλλο μέρος προς την Ευρυτανία. Άλλη περίπτωση πάλι: βρισκόμαστε δύο ομάδες επάνω από το χωριό Καρίτσα στο βουνό. Κατά το μεσημεράκι μας αιφνιδίασε ο στρατός ή και Μάυδες. Φεύγομε, χωρίς να ρίξομε μία τουφεκιά, σε μία ράχη γυμνή περίπου ένα χιλιόμετρο, ώσπου κατέληγε στο ποτάμι Κρικελιώτης, εκεί έπρεπε να περπατήσομε περίπου πεντακόσια μέτρα, κι αυτοί βάζανε συνέχεια με τα πολυβόλα. Οι σφαίρες σφυρίζανε δίπλα μας και σκορπάγανε τα χαλίκια μπροστά μας, χωρίς όμως να πάθομε το παραμικρό. Μόλις μπήκαμε μέσα στο δασωμένο κρυφτήκαμε και περιμέναμε να ιδούμε αν θα κατεβαίνανε κοντά μας. Αλλά φοβότανε κι αυτοί να έλθουν στην κατηφόρα, γιατί θα τους χτυπάγαμε κι εμείς αν δε βλέπαμε άλλον στρατό γύρω μας. Έτσι τελείωσε κι αυτή η περιπέτεια με λίγο τροχαδάκι, με λίγη λαχτάρα. Σε μία άλλη περίπτωση ξεκινήσαμε τρεις ομάδες για να πάμε προς τη Μπερίστα Ναυπακτίας. Όταν φθάσαμε στο χωριό Κόνισκα, έμεινε μία ομάδα εκεί να ελέγχει το μέρος πίσω μας. Είχε και λίγο χιόνι. Όταν πηγαίναμε προς τα κάτω, ένας πρώην φαντάρος που είχε έλθει για αντάρτης έχασε το κινητό ουραίο από το όπλο του. Ο προορισμός μας ήταν να πάμε για τρόφιμα. Στον δρόμο που πλησιάζαμε προς τη Μπερίστα βρήκαμε μία γριά με καμιά τριανταριά πρόβατα. Της τα πήραμε, αυτή έκλαιγε κι έμπαινε μπροστά να τα γλιτώσει. Χαρά στην ψυχραιμία της που δε φοβήθηκε μην την χτυπήσομε ή κι ακόμα το σκότωμα! Άλλοι πήγανε σε εξοχικά σπίτια, πήραν λουκάνικα, τυριά και διάφορα. Όμως, όταν φθάσαμε πλησίον στην Κόνισκα, εκεί ήταν το φρικτό, αυτούς που αφήσαμε να φυλάνε, αυτοί βρήκανε κρασί κι άλλα τρόφιμα και μεθύσανε και πέσανε για ύπνο. Απέναντι από το χωριό ήτανε ένα εκκλησάκι κι ήλθαν οι Μάυδες. Εν τω μεταξύ μπροστά από εμένα πήγαινε αυτός που έχασε το κινητό ουραίο και μόλις το βρήκε μου λέει: «Καρτέρη, το βρήκα». Το εκκλησάκι ήτανε γύρω στα εκατό μέτρα. Φαίνεται ότι ο σκοπός τους θα κοιμότανε γιατί ήταν και μια ηλιόλουστη ημέρα. Εγώ ήμουν πάντοτε προσεκτικός και μου φάνηκε σαν κάτι να κινήθηκε επάνω στο εκκλησάκι. Γυρίζω και λέω στον διμοιρίτη, όνομα Σκορδάς Χρίστος, και στον ομαδάρχη, ψευδώνυμο Κλάρας, ότι στο ύψωμα είδα κίνηση. Αυτοί μάλλον με βρίσανε. Είδα κίνηση. Ώσπου να γίνουν όλα αυτά ρίχνουν με το μυδράλιο μόνο μία σφαίρα. Οι δικοί μου ήταν όλοι μέσα σε ένα χωράφι γυμνό εντελώς. Όμως, ώσπου να φτιάξουν οι Μάυδες το μυδράλιο οι δικοί μου φύγανε προς τα κάτω και μπήκαν σε δασωμένο. Ο πιο εκτεθειμένος και πιο κοντά ήμουν εγώ. Ο άλλος που βρήκε το κινητό ουραίο πήρε μια χαράδρα κι έφυγε κι αυτός. Βλέπω ότι οι Μάυδες αρχίσαν να κατεβαίνουν προς το μέρος μου. Είχα πιάσει ένα τοίχωμα από το χωράφι και γύρισα να δω γιατί δε βάζουν τα πολυβόλα τα δικά μας. Και τι να ιδώ! Τα τροβάδια με τα λουκάνικα και με τα άλλα τρόφιμα πεταμένα κι αντάρτες πουθενά. Δε χάνω την ψυχραιμία μου βάζω μία γεμιστήρα γεμάτη στο όπλο μου –γερμανικό μαρσίπ ήταν– και τη ρίχνω προς το μέρος που ερχότανε οι Μάυδες και κάνω άλματα με ελιγμούς μέσα στο χωράφι. Τελευταία κάνω ότι πληγώθηκα κι έπεσα κάτω. Κόψανε λίγο τα πυρά τους και ξανασηκώνομαι και κρύφτηκα στο δάσος. Τότε ξύπνησε η άλλη ομάδα που ήταν στην Κονίσκα και ρίξανε ριπές και τους καθηλώσαν. Δεν ήλθανε κοντά μας. Τους άλλους τους έφθασα εγώ γύρω στο ενάμισι χιλιόμετρο. Τους έλεγε ο ομαδάρχης να κάνομε επίθεση πάλι. Και τότε άρχισα να ξεσπάω εγώ με οργή ότι δεν ενεργήσανε σωστά. Έπρεπε εκεί να αμυνθούμε θα μας υποστήριζε κι η άλλη ομάδα κι αν βλέπαμε ότι είναι πολλοί φεύγαμε μέσα στο δασωμένο. Και τους λέω ότι μόλις γίνει γενική συνέλευση θα τους κατακρίνω. Όπως κι έγινε αλλά να μου λείπονταν διότι αυτούς τους τιμωρήσανε ως απλούς μαχητές και διμοιρίτη κάνανε άλλον και τη μία ομάδα την ανέλαβα εγώ. Από εκεί ανταμώσαμε με την τρίτη ομάδα γιατί δεν έγινε μάχη. Οι Μάυδες ήταν λίγοι. Όπως μάθαμε αργότερα, ήταν τριάντα μόνον, και πήραν κι όλα τα τρόφιμα και τα πρόβατα που φέρναμε προς τα επάνω. Τώρα ερχόμαστε στην προετοιμασία που έγινε για την επιχείρηση στο Καρπενήσι. Η ομάδα μου με λίγους –τέσσερις ή πέντε– επιτελείς από τη Μεραρχία πήγαμε απέναντι από το Καρπενήσι, επάνω από το Κεφαλόβρυσο, μέσα στο δάσος μία εβδομάδα περίπου. Εμείς δεν ξέραμε την αποστολή μας. Οι καπεταναίοι βγαίνανε πιο πέρα και φιάχνανε σχεδιάγραμμα του Καρπενησίου. Τα βλέπανε τα φυλάκια με τα κιάλια, αλλά και με γυμνό μάτι φαινότανε. Αυτά μας τα είπε ο διμοιρίτης ο δικός μας, όταν χτύπαγε το Καρπενήσι η Μεραρχία του Καπετάν Γιώτη κι η Μεραρχία του Διαμαντή ήταν πλαγιοφυλακή στα γύρω βουνά. Εμείς –δύο τμήματα πολιτοφυλακής με κατεύθυνση το βουνό Αραποκέφαλα επάνω από το χωριό Προυσό– δεν το ξέραμε το σχέδιο. Μόνο ο διμοιρίτης ήξερε την αποστολή. Το βράδυ κοιμηθήκαμε σε ένα εκκλησάκι που είναι επάνω από τον Προυσό, προς τα Αραποκέφαλα. Την νύχτα ακούσαμε όλμους και κανόνια προς το Καρπενήσι τότε μας λέει ότι απόψε κτυπάνε το Καρπενήσι. Πρέπει να κάνομε γρήγορα να πιάσομε τα υψώματα στα Αραποκέφαλα. Από κει βέβαια δεν ήταν πολύ μακριά. Πήγαμε και τα πιάσαμε τα υψώματα. Δεν θυμάμαι μετά από πόσες ημέρες, ήλθε κι ο στρατός στα απέναντι υψώματα. Εκεί είχαν και κτισμένα πολυβολεία αυτοί, χωρίς όμως να κάνουν καμία κίνηση διότι ήταν δύσκολο να μπούνε μέσα στις ρεματιές. Θα είχανε πολλές απώλειες. Αφού μάθαμε ότι κατέλαβαν το Καρπενήσι, μάχες μεγάλες γινότανε στον Τυμφρηστό, γύρω από το χωριό στα υψώματα και στο Μικρό Χωριό. Έπιασε κι ένα μεγάλο χιόνι γύρω στο ενάμισι μέτρο. Ακινητοποιήθηκαν τα πάντα. Το Καρπενήσι το κρατήσανε γύρω στις είκοσι ημέρες οι αντάρτες. Μετά μαζεύτηκαν πολλά τμήματα στρατού και το ανακατέλαβαν αφού έλιωσε και το χιόνι. Ο στρατός, μερικοί διασκορπιστήκανε προς τα χωριά της ποταμιάς. Αφού ησύχασαν οι μάχες κατεβήκαμε κι εμείς στο χωριό Προυσό, γιατί ο στρατός αποτραβήχτηκε από τα Αραποκέφαλα. Εκεί που μέναμε στα σπίτια, βλέπομε απέναντι που είναι κάτι λίγα σπιτάκια εννέα στρατιώτες να έρχονται προς το χωριό. Τους φωνάζαμε να έλθουν εκεί και να μη φοβηθούν, δεν τους πειράζουμε. Πράγματι ερχόταν προς τα εκεί. Όσο πλησιάζανε, ένας έμοιαζε με τον αδελφό μου το Βασίλη. Εμένα λαχταρούσε η καρδιά μου, δεν ήθελα να είναι διότι δεν ήξερα τι θα γινότανε και πράγματι δεν ήταν. Τα μάτια μου με γελούσανε. Ήλθαν εκεί ταλαιπωρημένοι και φοβισμένοι από τις κακουχίες. Μας είπαν ότι θα ακολουθήσουν στο αντάρτικο. Πράγματι μείνανε μαζί μας ώσπου ανταμώσαμε με μονάδες της Μεραρχίας και πήγανε εκεί. Εμείς μετά κάναμε διάφορους ελιγμούς γιατί ο στρατός άρχισε μεγάλες επιχειρήσεις και κάθε νύχτα είχαμε μεγάλες πορείες να χάνουν τα ίχνη μας, πού πηγαίνομε. Πήγαμε μέχρι Βαρδούσια, Γκιώνα και γυρίσαμε πάλι στα χωριά της Ευρυτανίας στο χωριό Ροσκά. Μετά τις μάχες του Καρπενησίου αντάμωσα με τη χωριανή μου Μερόπη Β. Κιτσάκη. Μου λέει αν έχω τρόφιμα. Εγώ είχα λίγα ακόμη από αυτά που μας φέρανε από το Καρπενήσι. Μου λέει: «έλα να σου δώσω κι αυτά που έχω εγώ σάμπως ξέρω αν θα προλάβω να φάω». Αυτή λες και μάντεψε ότι την άλλη ημέρα θα σκοτωνότανε μαζί με την άλλη χωριανή μου Όλγα Σκαρλάτου, στο βουνό Καράβι, επάνω από το χωριό Στάβλοι. Εκεί στη Ροσκά μου συνέβη και το εξής περιστατικό: μας είχε έλθει ο διοικητής της Πολιτοφυλακής Ευρυτανίας και Ναυπακτίας, καπετάν Ζαχαρίας. Εγώ αφού ήμουν ομαδάρχης είχα μόνο δύο άνδρες και εννέα κορίτσια, τα πιο πολλά από την Καρδίτσα. Τα επιστρατέψανε όταν μπήκαν στην Καρδίτσα. Μου λέει ο καπετάν Ζαχαρίας: «θα πάρεις την ομάδα σου και θα πας επάνω περίπου μία ώρα από κει κι αν έλθουν οι Μάυδες θα αμυνθείς μέχρι τον έναν». Από εκείνη την στιγμή έπεσε κι η αρχηγία η δική μου. Του λέω ότι δεν πάω με αυτήν την ομάδα. Του λέω να μου δώσει τρεις άνδρες από άλλη ομάδα, διότι δεν έχω εμπιστοσύνη στα κορίτσια. Αυτά είναι άπειρα σε μάχες ή μπορεί να μου κόψουν το κεφάλι να το πάνε στον στρατό και να πουν ότι ήμουνα καπετάνιος μεγάλος για να γλιτώσουν. Αμέσως βάζει τον άλλον ομαδάρχη και μας στέλνει επάνω στο ύψωμα που ήταν τόσο σουβλερό που αν ερχότανε αεροπλάνα, με τα φτερά θα μας παίρνανε το κεφάλι. Εν πάσg περιπτώσει, το βράδυ στέλνει άλλη ομάδα κι εμείς να κατεβούμε στο χωριό Ροσκά. Έτσι κι έγινε. Κατεβήκαμε. Εκεί ήταν μία διλοχία από τη Μεραρχία του καπετάν Διαμαντή. Κάνανε συνέλευση κι έκαναν προαγωγές: ομαδάρχες σε διμοιρίτες και διμοιρίτες σε λοχαγούς. Τελευταία είχε σχεδιάσει ο καπετάν Ζαχαρίας κατηγορία για μένα για να με περάσουν στο ανταρτοδικείο με την κατηγορία άρνησης διαταγής κι ένα ψέμα ότι έδειξα σημεία λιποταξίας. Κι άρχισε η δίκη μου. Όταν ήλθε η σειρά μου να απολογηθώ, τους λέω τους λόγους μου γιατί δεν πήγαινα στο ύψωμα. Αλλά για ζήτημα λιποταξίας είναι ψέματα. Γιατί όλοι που με γνώριζαν, ήξεραν ότι στα Αραποκέφαλα, που ήταν Εθνοφρουρά τότε, βρισκόταν ο αδελφός μου ο Μάνθος και δύο ξαδέλφια μου, αν ήταν θα πήγαινα, δεν θα με πείραζε ο στρατός. Αυτά τους είπε και ένας τιμωρημένος ταγματάρχης, Κουτρούκης στο όνομα, από τα Καστέλια, δεν ξέρω αν ήταν ψευδώνυμο. Το πολιτικό επάγγελμα, δικηγόρος. Με επαίνεσε πολύ ότι είμαι καλός μαχητής και δεν έδειξα ποτέ δειλία. Παρ’ όλα αυτά, έφαγα την ποινή του θανάτου με τρεις μήνες αναστολή, δηλαδή αν σε τρεις μήνες ξανάπεφτα σε παράπτωμα θα με εκτελούσαν. Με αφοπλίσανε εκεί κι ήμουν σε παρακολούθηση. Εγώ κατάλαβα ότι μέσα στους τρεις μήνες αυτός ο γορίλας ο Ζαχαρίας κάτι θα έβρισκε για να με εξοντώσει. Εν τω μεταξύ, διαλύσανε την Πολιτοφυλακή τότε και την συμπτύξανε σε μία μονάδα –χώρο τη λέγανε– και γίναμε γύρω στα διακόσια άτομα. Αλλά από τις κακουχίες και την πείνα είχαμε εξαντληθεί. Κατά τα τέλη Απριλίου του 1949, πήγαμε πάλι προς Βαρδούσια και Γκιώνα γιατί πάλι ο στρατός έκανε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις κι εμείς δεν είχαμε πού να σταθούμε. Εκεί, σε εκείνα τα μέρη, στην Κερασιά, γίνεται μία μάχη, όχι και μεγάλης διάρκειας, τραυματίζεται ένας αντάρτης Μακεδόνας στο μάτι. Εκεί που τον πέρναγε ένας διμοιρίτης να τον πάει σε νοσοκόμο, λέει: «είναι κανένας άοπλος εδώ να πάρει το ντουφέκι;» του λέω: «είμαι εγώ, αλλά είμαι τιμωρημένος», «πάρτο» μου λέει, «μαζί με τα πυρομαχικά κι όταν πάμε προς Ευρυτανία το δίνεις». Το πήρα αλλά με προφύλαξη μην με ιδεί ο Ζαχαρίας και μου το πάρουν πάλι. Προχωρήσαμε προς το βουνό Οίτη, στην τοποθεσία Πάθενα. Εκεί συνέβη το εξής περιστατικό. Μαζί μας ήταν ένας φαντάρος που εγώ δεν ήξερα αν ήλθε μόνος του στο αντάρτικο ή τον πιάσανε κι ακολούθησε κοντά μας. Είχε ρίξει λίγο χιόνι, ίσα που το κόλλησε επάνω στα ξύλα και στα χορτάρια, αλλά έκανε ένα τσουχτερό κρύο που λέγαμε ότι από το κρύο, την πείνα και το κυνηγητό το καθημερινό από τον στρατό, θα πεθαίναμε.
...
Αφού βλέπαμε ότι οι παλιοί αντάρτες ή σκοτωθήκανε ή φύγανε, απελπιστήκαμε κι άρχισε να διαλύεται το αντάρτικο. Εγώ είχα και το ποινικό μητρώο λερωμένο, έπρεπε να φύγω. Πλησιάζω τον φαντάρο αφού τον είδα σκεπτικόν –Παυλίδη Σάββα τον λέγανε, από τη Θεσσαλονίκη ήτανε– και του λέω: «Σάββα, τι σκέπτεσαι; Βλέπεις τη Λαμία πού είναι; Αν δεν ήλθες μόνος σου στο αντάρτικο, σήκω φύγε. Αν όμως έφυγες από τον στρατό, ποτέ μην φύγεις γιατί τότε θα σε σκοτώσουν στη Λαμία». Εγώ σκεπτόμενος, αν μου ’λεγε: «πώς να φύγω; φοβάμαι» θα του ’λεγα: «Πάμε μαζί. Εγώ σε γλιτώνω από εδώ, εσύ θα με σώσεις στον στρατό». Όμως αυτός δεν είπε τίποτα από αυτά. Μόνο μου λέει: «πολλά θα μου πεις», και τίποτα άλλο. Μετά άρχισα να φοβάμαι εγώ μην μαρτυρήσει αυτά που του είπα και με σκοτώσουν. Το βράδυ, σαν νύχτωσε ξεκινήσαμε την πορεία κι ακούω να λένε: «Ο Παυλίδης λείπει». Αυτό γινότανε από στόμα σε στόμα στη φάλαγγα να φθάσει στον επικεφαλής. Εγώ κατάλαβα ότι τα λόγια έπιασαν τόπο, αλλά έλεγα από μέσα μου γιατί να μην μου πει κι εμένα να γλιτώσω τις υπόλοιπες κακουχίες. Βαδίσαμε προς τα χωριά Νικολίτσι και Γαρδίκι. Σταματήσαμε σε κάτι υψώματα. Τα λέγανε Αγίους Θεοδώρους. Την ημέρα μας είπανε οι καπεταναίοι να μην κάνουμε καθόλου θόρυβο γιατί γύρω μας είναι ο στρατός. Όλη μέρα δεν κάναμε θόρυβο και φοβόμαστε μην πέσει επάνω μας στρατός. Πού θα πηγαίναμε; Τέλος μόλις βράδιασε, μας λένε οι καπεταναίοι το βράδυ να βαδίζομε γρήγορα, να βγούμε έξω από τον κλοιό. Γιατί γύρω μας στα βουνά είναι πέντε τάγματα στρατού. Αφού βαδίσαμε μιάμιση ώρα εγώ άρχισα να λέω ότι με πονάει η κοιλιά μου, και σιγά-σιγά έμεινα στο τέλος της φάλαγγας. Τελευταίος ήτανε ο καπετάνιος της Μεραρχίας ο Παύλος Μπέικος, και μου λέει: «συνονόματε, βάδισε! Είμαστε κυκλωμένοι. Να βγούμε έξω από τον κλοιό». Του λέω: «με πονάει η κοιλιά μου, θα μείνω λίγο προς νερού μου και θα σας φθάσω». Κάνω ότι αφήνω τα πράγματά μου κι αφού βεβαιώθηκα ότι προχωρήσανε πάνω από εκατό μέτρα, αρπάζω τα πράγματά μου και γυρίζω πίσω προς τα εκεί που ερχόμαστε. Όταν πλησίαζα να κατεβώ σε ένα ρέμα που είναι εκεί, βλέπω μέσα στη ρεματιά μια φωτιά καλυμμένη. Δεν έφεγγε πολύ. Βαδίζω προς τα εκεί με προφύλαξη να ιδώ τι είναι, μήπως μου δίνανε τίποτες να φάω. Πράγματι όταν έφθασα πολύ κοντά είδα ότι ήταν τρεις γέροντες, δύο γυναίκες κι ένας άνδρας, κατάλαβα ότι ήταν ανταρτοοικογένειες και τους φωνάζω να μην φοβηθούνε, κάτι θέλω να τους ρωτήσω. Πήγα εκεί και τους είπα ψέματα, ότι έμεινα λίγο πίσω από τη φάλαγγα και χάθηκα. Θέλω να πάω προς το Γαρδίκι Ομιλαίων. Αυτοί μου δείχνουν τον δρόμο που ερχόμουνα εγώ. Εν τω μεταξύ, στη φωτιά ψήνανε ψωμί μπομπότα στη γάστρα. Τους λέω μήπως μου δίνανε λίγο, να ξενυχτήσω. Πράγματι μου δώσανε από τη φωτιά αρκετό και τους ευχαρίστησα και πήγα πάλι στο μέρος που είχα μείνει από τη φάλαγγα. Κρύφτηκα μέσα σε κάτι θάμνους κι αφού έφαγα την ζεστή μπομπότα κοιμήθηκα ήσυχος. Η σκέψη μου δεν ήταν να παρουσιαστώ σε στρατό αμέσως αλλά να περάσω προς το χωριό μου, να ιδώ τι απέμεινε από τις καταστροφές, γιατί καθώς επιστρατεύθηκα δεν ξαναπέρασα από εκεί. Όμως το πρωί μόλις βγήκα στο υψωματάκι εκατό μέτρα πιο επάνω βλέπω μπροστά μου στα οκτακόσια μέτρα περίπου φάλαγγα μεταγωγικών του στρατού. Τα μισά ζώα μπήκανε στο Κυριακοχώρι. Αμέσως παίρνω την απόφαση να παραδοθώ μήπως και τελειώνανε τα βάσανα. Φωνάζω μια φορά και ξεκίνησα προς τα εκεί. Από εκεί ξεκίνησαν δύο και ερχότανε προς εμένα. Στα μισά του δρόμου σμίξαμε, ήταν ο ένας ανθυπολοχαγός και ο άλλος λοχίας, αμέσως με ρώτησαν αν είναι άλλοι στο ύψωμα, τους είπα όχι και μου λένε να τρέξομε, να δώσω πληροφορίες στον ταγματάρχη. Ώσπου να φθάσουμε στον ταγματάρχη, επάνω στο βουνό –Σαράνταινα το λένε– άρχισε μάχη με καταιγιστικά πυρά. Έδωσα ό,τι πληροφορίες μου ζήτησε ο ταγματάρχης και βαδίζαμε προς το Γαρδίκι. Τους είπε να μου δώσουνε να φάω, αλλά μη φάω πολύ και με πειράξει στο στομάχι διότι εμείς ήμασταν νηστικοί. Η φάλαγγα προχωρούσε διά μέσου Γαρδικίου για το βουνό που γινόταν η μάχη. Ώσπου να βγούμε στα μισά του βουνού εμείς, σταματήσανε τα πυρά, διότι περάσανε οι αντάρτες προς το Κρίκελο, όσοι μπορέσανε. Εμένα με συνόδευε ένας της Α.Μ. φαντάρος χωρίς να μου πάρουν το όπλο. Όταν βγήκαμε απάνω στο βουνό, που ήταν άλλη μονάδα στρατού, βλέπω έναν αντάρτη –από το Αϊδονοχώρι ήταν. Προχωρούσε με τα χέρια ψηλά να παραδοθεί και ρίχνει μια ριπή ένας λοχίας και τον σκοτώνει. Νίκο τον λέγανε τον αντάρτη. Αυτά γινόταν στα εκατό μέτρα από εκεί που ήμασταν εμείς. Φωνάζει ο ταγματάρχης: «Ποιος το έκανε αυτό; Να έλθει εδώ». Έρχεται ο λοχίας, μαζί και ο λοχαγός του, του λέει γιατί τον σκότωσε αφού ερχόταν να παραδοθεί. «Εμείς κοιτάμε να τους μαζέψουμε και σεις τους σκοτώνετε;». Εν τω μεταξύ με πλησιάζει εκείνος ο λοχαγός –μαύρος στην καρδιά αλλά και στο χρώμα– και μου λέει σιγά να μην τον ακούσει ο ταγματάρχης: «άντε ρε κάθαρμα, ήσουνα τυχερός. Αν έπεφτες σε μένα θα σε καθάριζα σαν τον άλλον». Φοβήθηκα βέβαια, αλλά δεν έφευγα μακριά από τον ταγματάρχη. Με αυτή την απειλή δεν άκουσα τι είπε ο λοχίας. Προχωρήσαμε λίγο πιο πέρα που ήταν το τμήμα που έδωσε τη μάχη και λένε στον ταγματάρχη ότι πιο κάτω είναι πολλοί σκοτωμένοι αντάρτες. Λέει στον Αλφαμίτη που πηγαίναμε μαζί με τον ταγματάρχη να πάμε να ιδώ μήπως γνωρίσω εγώ κανέναν και να γεμίσομε τα όπλα μήπως είναι κανένας τραυματίας και μας σκοτώσει. Πράγματι πήγαμε. Ήτανε περίπου τριάντα οι σκοτωμένοι. Γνώρισα αρκετούς. Έτυχε να είναι από αυτούς που ήμουνα κι εγώ πρωτύτερα. Μεταξύ αυτών ήτανε και δύο καπεταναίοι, λοχαγοί. Μετά προχωρήσαμε προς την Σαράνταινα, το βουνό και βράδιασε. Στρατοπεδεύσανε εκεί. Ο ταγματάρχης τους είπε να μου δώσουν κι εμένα φαγητό γιατί μαγειρέψανε εκεί. Πράγματι μου ζήτησαν την καραβάνα και μου ’φεραν φαγητό. Εμένα μου είπαν και μπήκα μέσα σε ένα πολυβολείο. Έμεινε ένας σκοπός πιο πέρα που παρατηρούσε γύρω κι οι άλλοι παίρνανε φαγητό. Έρχεται αυτός ο σκοπός και μου λέει: «Σήκω, έλα εδώ» και με πήγε πιο πέρα. Με βάζει να καθίσω κι αυτός αμέσως βάζει το χέρι του στη μέσα τσέπη από το μπουφάν. Εγώ τότε είπα ότι μέχρι εδώ ήταν θα με καθαρίσει ή με μαχαίρι ή με πιστόλι. Αυτός κατάλαβε, γιατί εγώ θα έγινα κίτρινος και μου λέει: «μη φοβάσαι» κι από το μπουφάν έβγαλε μία κούτα με τσιγάρα να μου δώσει. Μου λέει: «κάτι θέλω να σε ρωτήσω» και να μη φοβάμαι. Εγώ βέβαια άρχισα να συνέρχομαι και του λέω: «ρώτησέ με ό,τι θέλεις». Αυτός άρχισε να με ρωτάει πώς μεταχειριζόμαστε τις αντάρτισσες επάνω και του λέω: «Aπό ποια άποψη;» Μου λέει: «στο ζήτημα ηθικής, μήπως υπήρχε βιασμός;» Του λέω: «όχι μόνο δεν υπήρχε βιασμός, αλλά σε ορισμένες μονάδες, αν πιάνανε σχέσεις κάποιο ζευγάρι ή θα τους χωρίζανε σε μονάδες να μην ξέρει ο ένας πού θα πάει ο άλλος ή ακόμη σε σοβαρή υπόθεση γινότανε κι εκτέλεση». Τότε μου λέει ο φαντάρος αυτός ότι είχε αδελφή στο αντάρτικο, γι’ αυτό ήθελε να μάθει και καθώς τον κατάλαβα ευχαριστήθηκε από όσα του είπα. Μετά μου λέει: «πήγαινε εκεί που ήσουνα γιατί θα σου φέρουν και το φαγητό και δεν θα σε βρίσκουν». Αφού έφαγα, κοιμήθηκα ξέγνοιαστος. Νόμισα ότι θα τελείωναν τα βάσανά μου, γιατί ο ταγματάρχης μού έκανε καλή κατάθεση, ότι παρουσιάστηκα αυθορμήτως και μου είπε ότι, αν δε με κατηγορήσει κανένας από το χωριό μου, σε πέντε ημέρες το πολύ θα είμαι στο σπίτι μου. Αλλά έγινε το αντίθετο. Ο Νίκος Καραγιωργούλης, του πιάσανε τον αδελφό στο Καρπενήσι κι έγινε κάποια σύγχυση ότι ήμουν εγώ που τον έπιασα και τον παρέδωσα να τον σκοτώσουν. Την άλλη μέρα το Τάγμα που παρουσιάστηκα επέστρεφε με αυτοκίνητα για τη Μακρακώμη. Εκεί μου πήραν το όπλο και με περιέλαβε η Ε.Σ.Α. Μετά με πήγε στο Β´ Δημοτικό σχολείο –το είχαν στρατόπεδο για τους κρατούμενους. Η ημερομηνία που παρουσιάστηκα ήταν δεκατρείς Μάη 1949 και κρατούμενος έκανα μέχρι έξι Δεκεμβρίου του ίδιου έτους. Η ζωή εκεί μέσα ήταν μαρτυρική δεν ήξερες πότε θα πέσει ξύλο κι άλλες κακουχίες. Στον ύπνο ήμασταν σαν τις σαρδέλες. Όλοι κοιμόμασταν στο πλευρό ο ένας κολλητά στον άλλον και να είναι καλοκαιρινοί μήνες! Ο ιδρώτας πήγαινε βρύση. Και να ακούμε τα στρατοδικεία να καταδικάζουν τους περισσότερους εις θάνατο κι ισόβια και σπάνια να αθωώνουνε. Κάποτε μου δώσανε μία κλήση κι εμένα ότι θα δικαζόμουνα στις έξι Δεκεμβρίου 1949. Καμιά εικοσαριά ημέρες πιο μπροστά με πήραν από το στρατόπεδο και με πήγαν στις φυλακές. Ήταν πολύ κοντά τα δύο κτίρια. Εκεί κοιμότανε πιο άνετα οι κρατούμενοι. Αφού ξημέρωσε η έκτη Δεκεμβρίου με πήγανε στο δικαστικό μέγαρο με άλλους τέσσερις υπόδικους. Η δική μου δίκη ήτανε τελευταία. Ο πρώτος δικάστηκε είκοσι χρόνια, ο δεύτερος δεκαπέντε, ο τρίτος δέκα, ο τέταρτος πέντε κι εγώ απαλλάχτηκα, διότι αποδείχτηκε ότι εγώ δεν ήμουν μέσα στο Καρπενήσι για να πιάσω τον Καραγιωργούλη. Όμως αυτή η υπόθεση θα έχει και συνέχεια. Αφού αποφυλακίσθηκα, άρχισα να δουλεύω με τους χωριανούς μου οικοδόμους στον Καραβόμυλο. Μόλις αποφυλακίστηκα, πήγα στους δικούς μου –στα αδέλφια και τη μάνα μου– που έμεναν στο σχολείο Λαχανά σε κάτι παράγκες. Εκεί πριν μερικούς μήνες είχανε στο σχολείο κάτι αντάρτισσες κρατούμενες μία ήτανε από το Προυσό. Ήμασταν μαζί στο βουνό. Εκεί που τις κουβέντιαζε η μάνα μου, επειδή έμοιαζα εγώ στη μάνα μου την ρωτάει η κοπέλα: «Aπό πού είσαι γιαγιά;» Της είπε η μάνα μου, και της λέει η κοπέλα: «τον Παύλο Καρτέρη τι τον έχεις θεία;» «Γιος μου ήτανε, αλλά μου έχουν πει ότι σκοτώθηκε στο Καρπενήσι». Εξάδελφός της, της το είπε αυτό, εθνοπατέρας. Της λέει η κοπέλα: «προ ημερών ήμασταν μαζί, μια χαρά είναι». Τότε η μάνα μου άρχισε να χαίρεται. Μόνο που δε φορέσανε τα μαύρα. Αυτά γινόταν πριν παραδοθώ. Άλλο επεισόδιο μετά την αποφυλάκισή μου: επάνω από το σχολείο Λαχανά ήταν ένα μαγαζάκι. Μου λέει ο αδελφός μου ο Βασίλης: «δεν πάμε λίγο να ξεσκάσεις;». Εγώ φοβόμουνα τότε γιατί οι μαυροσκούφηδες σκοτώνανε χωρίς να δίνουν λόγο πουθενά, αρκεί να λέγανε ότι αυτός ήτανε «κουμμούνα». Αλλά αφού ήταν κι ο αδελφός μου είχα κάποιο θάρρος. Μόλις μπαίνουμε μέσα στο ταβερνάκι, βλέπω από μία παρέα στρατιωτών να σηκώνεται ένας και να έρχεται καταπάνω μου. Στην αρχή φοβήθηκα, αλλά όσο πλησίαζε, τον είδα να ανοίγει τα χέρια του και να γελάει. Άρχισα να συνέρχομαι, οπότε ήλθε εκεί και με αγκάλιασε. Ήταν ο Παυλίδης Σάββας από τη Θεσσαλονίκη που τον είχα συμβουλεύσει στην Οίτη να φύγει. Αφού είπαμε την ιστορία στον αδελφό μου, μας λέει ο Βασίλης: «εσείς έχετε πολλά να πείτε. Ζήτα συγγνώμη στην παρέα σου», του λέει, «και πάμε στην παράγκα να τα πείτε με την ησυχία σας». Έτσι κι έγινε. Όταν πήγαμε στην παράγκα μεταξύ άλλων, του λέω εγώ: «γιατί βρε Σάββα, αφού έφυγες το ίδιο βράδυ δε μου έλεγες κάτι να μου δώσεις να καταλάβω να φύγομε μαζί; Εγώ θα σε έσωνα από κει, εσύ θα με έσωνες από το στρατό». Μου λέει: «εγώ νόμισα ότι σε βάλανε να με δοκιμάσεις, τι θα σου πω για να με σκοτώσουν. Γι’ αυτό δεν σε πίστευα. Ήσουνα ενάμιση χρόνο αντάρτης». «Τώρα» λέω «περάσανε αυτά, αρκεί που είμαστε κι οι δύο ζωντανοί». Μετά είχαμε αλληλογραφία μέχρι τέλος έτους 1951. Διέκοψα εγώ μετά, γιατί το ότι δε με βοήθησε όταν έπρεπε, με έκανε να βαρεθώ. Οι χωρικοί επαναπατρισθήκανε μετά κι έμεινα εγώ με τον αδελφό μου Μάνθο και με τους άλλους κτίστες χωριανούς μου στον Καραβόμυλο, μέχρι τον Οκτώβριο του 1950 που πήγα κανονικά στρατιώτης. Υπηρέτησα σε διάφορες μονάδες, ώσπου το καλοκαίρι του 1951 υπηρετούσα στο Μικρόβαλτο Σερβίων και φιάχναμε αμυντικά έργα. Αναμοχλεύσανε μία υπόθεση και μαζί με άλλους συγχωριανούς με είχανε πάλι και μένα για τη μάχη του Καρπενησίου. Και τότε ήταν η μεγάλη μου στεναχώρια. Με πήραν συνοδεία από εκεί με πήγαν στην Κατερίνη το βράδυ με κλείσανε σε μία αχυρώνα και με κλειδώσανε. Εκεί έκλαιγα όλη νύχτα. Το άλλο βράδυ με πήγαν στο τμήμα Μεταγωγών στη Λάρισα. Εκεί ήταν κι άλλοι κρατούμενοι και πέρασε κάπως καλύτερα η βραδιά. Τώρα πλέον είχα να κάνω με χωροφύλακες. Αυτοί με αφήνανε λίγο σαν ελεύθερο, ενώ οι Αλφαμίτες δεν καταλαβαίναν τίποτα. Την άλλη βραδιά με πήγαν στο Καρπενήσι. Από εκεί ειδοποίησα και τους δικούς μου στο χωριό ότι άρχισαν νέα βάσανα. Μετά με στείλανε στις φυλακές Λαμίας, όπου κάθισα τρεις μήνες, όσο να τακτοποιηθούν όλα τα χαρτιά ότι εγώ πέρασα δικαστήριο για όλα αυτά. Την υπόθεση ανέλαβαν ένας δικηγόρος στη Λαμία κι ένας στη Λάρισα, γιατί τα χαρ τιά είχανε πάει εκεί. Και κατέληξε με αθωωτικό βούλευμα. Με αποφυλακίσανε. Πήγα πάλι στη μονάδα μου κι ευτυχώς που η υποδικία μου πιάστηκε ως κανονική θητεία. Ζήτησα από το λοχαγό μου να με αποσπάσει, διότι ντρεπόμουνα που έκανα φυλακή. Πράγματι, με έστειλε στα βουλγαρικά σύνορα. Κι εκεί λίγο κάθισα. Με αποσπάσανε στη Χαλκίδα και κατέληξα στη διμοιρία επιδείξεως, στην σχολή Πεζικού. Εκεί πέρασα πολύ καλή ζωή. Το 1953 στις 10 Ιανουαρίου απολύθηκα, έπειτα από 27 μήνες στρατιωτικής θητείας. Στις 22 Φεβρουαρίου γνώρισα τη μέλλουσα σύζυγο μου, Φωτεινή και στις 26 Απριλίου του ίδιου έτους παντρευτήκαμε.
...
Παρέλειψα ένα γεγονός. Όταν τιμωρήθηκε ο καπετάν Μάρκος, αρχηγός του Δημοκρατικού Στρατού, βρισκόμασταν σε ένα χωριό προς τη Ναυπακτία, ονομαζότανε Αη-Γιάννης Πρόδρομος. Μέναμε σε ένα σπίτι στο ένα δωμάτιο η ομάδα μου και στο άλλο ο καπετάν Ζαχαρίας. Εκείνη την ώρα περνούσε μία διλοχία από τη Μεραρχία του Διαμαντή. Εγώ ήμουνα ξαπλωμένος στο δωμάτιο. Η υπόλοιπη ομάδα είχε βγει έξω. Όταν είδα ότι μπήκανε οι καπεταναίοι από τη Μεραρχία μέσα στο δωμάτιο που ήτανε ο καπετάν Ζαχαρίας, έκανα ότι κοιμόμουνα, για να ακούσω τι θα πούνε, γιατί οι ημέρες ήτανε πονηρές κι επικίνδυνες. Η πρώτη ερώτηση του Ζαχαρία ήτανε: «τι νέα, βρε συναγωνιστές;» Αυτοί ξέρανε για την τιμωρία του Μάρκου. Εμείς δεν ξέραμε τίποτα. Και λέει ο Ζαχαρίας: «γιατί τον τιμωρήσανε τον αρχηγό». Του λένε: «τα πράγματα δεν πάνε καλά, γιατί ο Μάρκος είπε η κάθε επανάσταση αν δεν πετύχει ή σε τρεις ώρες ή σε τρεις ημέρες ή τουλάχιστον σε τρεις μήνες, μετά πρέπει να αλλάξει τακτική κι αυτή ήταν η αιτία που πήρανε την αρχηγία από το Μάρκο». Δεν είπανε και περισσότερα στο διπλανό δωμάτιο οι καπεταναίοι και φύγανε για την αποστολή τους. Εγώ έκανα ότι κοιμόμουνα ακόμη αλλά από μέσα μου έλεγα: «φυλάξου όσο μπορείς, Παύλο, γιατί δεν ξέρομε πώς θα εξελιχτούν τα πράγματα». Εμείς χωριατόπαιδα ήμασταν κι αγράμματοι κι όχι με πολλή γνώση των πραγμάτων. Οι παλιοί αντάρτες σκοτωθήκανε, λίγοι μείναμε κι οι νέοι που επιστρατεύαμε δεν τους είχαμε εμπιστοσύνη. Μόνο αυτούς που ερχότανε μόνοι τους μπορούσε να εμπιστευθεί κανείς. Διότι μόλις μας στρίμωχνε σε καμιά μάχη ο στρατός ή σε καμιά κακουχία μάς έφευγε από κανένας για τον στρατό. Εμείς που πιστεύαμε ότι με τον αγώνα που κάναμε η ζωή μας θα άλλαζε, αν κερδίζαμε, δε μας πήγαινε να προδώσομε τον αγώνα. Αλλά κι αν έπεφτε κανένας στα χέρια του στρατού κι έφτανε σε καμιά πόλη, μετά από λίγον καιρό τον περίμενε το στρατοδικείο. Δε γλίτωνε από την ποινή του θανάτου. Αν έπεφτε στη χωροφυλακή ή σε παραστρατιωτικές ομάδες, Μάυδες κ.λπ. εκεί τον έτρωγε το σκοτάδι αμέσως. Γι’ αυτό σήμερα έχομε μία Ελλάδα με γερόντους, διότι τη νεολαία της εποχής εκείνης τη φάγανε τα εκτελεστικά αποσπάσματα. Αρκούσε κάποιος παθών να έλεγε ότι αυτός που δικαζόταν του σκότωσε τον άνδρα ή αδελφό, χωρίς να έχει αποδείξεις. Δεν πολυεξετάζανε τα στρατοδικεία. Τους στέλνανε στα αποσπάσματα για εκτέλεση. Αλλά και σε αυτούς που βάζανε μικρότερες ποινές, από το πολύ ξύλο και τις κακουχίες στα ξερονήσια, μετά από λίγα χρόνια πεθαίνανε κι αφήνανε τις οικογένειές τους στο δρόμο γιατί όχι δεν τους προστάτευε κανείς αλλά θεωρούνταν Έλληνες δευτέρας κατηγορίας. Για αρκετά χρόνια διατηρούνταν ο νόμος με τα κοινωνικά φρονήματα που δε μπορούσε κανείς να πιάσει δουλειά πουθενά. Άλλο επεισόδιο πάλι. Όταν ο Διαμαντής κατέλαβε το Λιδωρίκι, εμείς, τα τμήματα της πολιτοφυλακής, είχαμε πάει μέχρι τα Παλιοξάρια κάτω για παρενοχλήσεις του εχθρού. Μετά, στο γύρισμα, πήγαμε στο ύψωμα Αη-Γιάννη στην Άνω Χώρα Ναυπακτίας που το κρατούσε ένας λόχος στρατού. Μόλις αρχίσαμε να κάνομε επίθεση, δεχόμαστε πυρά από τα δεξιά μας που ήταν μία οροσειρά. Αφήνομε το ύψωμα του Αη-Γιάννη και γυρίζομε τα πυρά προς τα δεξιά και τους κάναμε επίθεση. Ήτανε ένα τμήμα αντάρτες. Ούτε αυτοί ξέρανε ποιος τους επιτίθεται μα ούτε κι εμείς. Αφού τους καταδιώξαμε γύρω στα πεντακόσια μέτρα βρήκαμε μία κοπέλα τραυματισμένη, Ξηρομερίτη από την Υπάτη. Ο αδελφός της ήτανε στο δικό μας τμήμα. Τότε έγινε αναγνώριση και σταματήσανε τα πυρά αλλά αυτοί είχανε επτά τραυματίες, εμείς ούτε έναν. Όμως η επιχείρηση εναντίον του στρατού ματαιώθηκε, διότι αυτοί μετά οχυρωθήκανε και δεν θα μπορούσαμε να τους βγάλομε από το ύψωμα. Τώρα ας διηγηθώ για τα χρόνια που οργανωθήκαμε στην Ε.Π.Ο.Ν.-Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νεολαίας. Αρχίσανε οι μεγαλύτεροι να μας λένε ότι η ζωή μας θα αλλάξει ριζικά, ότι ο λαός θα έχει τη διοίκηση στα χέρια του κι ότι όλοι θα είμαστε ίσιοι και πως ό,τι ντύνεται ο πιο μεγάλος αρχηγός κράτους το ίδιο θα είναι κι ο πιο μικρός. Το ίδιο και στο φαγητό. Σε εμάς άρεσε αυτό το πράγμα και πιο πολύ ότι θα είχε δουλειά όλος ο κόσμος. Αυτά όμως δεν έγιναν ούτε κατά διάνοια. Λίγο στην Κατοχή υπήρχε κάποια αλληλεγγύη μέχρι και το 1947. Αυτή τουλάχιστον είναι η δική μου άποψη. Από το 1947 που άρχισε ο Εμφύλιος πόλεμος, ορισμένοι απλοί αντάρτες που θέλανε τα όνειρα κι η θεωρία να γίνει πραγματικότητα, τα εφαρμόζανε κατά γράμμα και το ψωμί και το φαγητό το μοιραζότανε εξίσου. Κι ένα τσιγάρο να είχανε, θα το δίνανε να τραβήξουνε από μία ρουφηξιά μέχρι εκεί που θα έφτανε. Όμως αυτό δυστυχώς λίγοι το εφαρμόζανε. Διότι άλλοι από άγνοια κι άλλοι από εγωισμό δεν πραγματοποιούσανε αυτά που μαθαίναμε στη θεωρία. Κι εμείς οι απλοί αντάρτες, όταν βλέπομε να εφαρμόζουν οι καπεταναίοι, αυτοί που μας δίδασκαν χαιρόμαστε και τους αγαπούσαμε. Όταν όμως βλέπαμε να γίνεται το αντίθετο από άλλους καπεταναίους ή κι από απλούς αντάρτες ακόμη, δυσαρεστούμασταν και δεν τους αγαπούσαμε. Και μερικοί μάλιστα γίνανε και προδότες του αγώνα. Λίγοι βέβαια, παραδώσανε και τα τμήματά τους στο φασισμό. Και μερικοί καπεταναίοι σκοτώσανε αντάρτες χωρίς σοβαρό λόγο, απλώς να δείξουν ότι αυτοί κάνουν αγώνα και να τους φοβούνται οι άλλοι. Όμως κάτι τέτοιοι αποτυχαίνανε στην αποστολή τους, διότι οι υπόλοιποι αγωνιστές δεν τους είχανε εμπιστοσύνη. Τώρα αφού κατέρρευσε το αντάρτικο κι εγώ μετά εννέα μήνους φυλάκιση, υπηρέτησα κανονικά την θητεία μου στον Ελληνικό Στρατό, επί είκοσι επτά μήνους, επήγα στο χωριό μου, τον Άγιο Χαράλαμπο. Εκεί βέβαια δεν υπήρχε τρόπος για να φτιάξω τη ζωή μου, διότι ούτε καλλιέργεια υπήρχε μα ούτε κι άλλη εργασία υπήρχε, να μπορούσα να κάνω ημερομίσθιο για να ζήσω. Και πήρα τον δρόμο για το Παλαιόκαστρο, να δημιουργήσω οικογένεια με κάποιες καλύτερες συνθήκες. Αυτά που ζήτησα να βρω πράγματι τα βρήκα: μία καλή σύζυγο με πολύ καλούς γονείς. Από την πρώτη κιόλας εβδομάδα μετά το γάμο μας, επειδή το σπίτι δεν ήτανε ευρύχωρο, αρχίσαμε να βγάζομε πέτρα κι αυτοί την κουβαλάγανε με ένα γαϊδουράκι που είχαμε. Και σε εννιά μέρες στις αρχές του Οκτωβρίου του ίδιου έτους 1953 το χτίσαμε το σπίτι. Στην συνέχεια έκανα τις διαιρέσεις μέσα, έκανα τα σοβατίσματα με κοκκινόχωμα από την Κουτσιάνη. Επειδή όμως χρήματα δεν είχαμε, συμφωνήσαμε με τον Σεραφείμ το Χούπα να μου φτιάξει τις πόρτες και τα παράθυρα και με την πρώτη ευκαιρία θα τον πλήρωνα. Είχα ένα μοσχάρι που έθρεφα κι όταν το πούλαγα θα τον πλήρωνα. Έτσι κι έγινε. Και σιγά-σιγά το τελειοποίησα το σπίτι. Μετά ανανέωσα την αχυρώνα κι έφιαξα και την κουζίνα ξεχωριστά από το σπίτι, η οποία υπάρχει ακόμη με λίγο αλλιώτικη διαμόρφωση κι επίπλωση. Μετά από αρκετά χρόνια άλλαξα την σκεπή που ήταν με κεραμίδια κι έριξα πλάκα τσιμέντο κι έφτιαξα κι ένα δωμάτιο επάνω. Επόμενος στόχος μας σαν ανδρόγυνο ήτανε να δημιουργήσομε οικογένεια, παιδιά και να τα προωθήσουμε να μάθουν γράμματα, να ζήσουν καλύτερα από εμάς. Γεννήσαμε το πρώτο μας παιδί. Ήτανε κόρη όμως δεν το χαρήκαμε πολύ. Στους δέκα μήνους μας πέθανε από βασκανία. Μετά, μέχρι το 1959, κάναμε και τα άλλα τρία τα μεγαλώσαμε με πολλές οικονομικές δυσκολίες και φτωχά ντυμένα αλλά δόξα τω Θεω κατορθώσαμε να σπουδάσουν και στο Πανεπιστήμιο. Εγώ δούλευα σε οικοδομές κι η σύζυγός μου με τους γονείς της δούλευε στην καλλιέργεια και γενικά στα οικιακά. Με πολλές στερήσεις, τα βγάλαμε πέρα ώσπου κάποια ευκαιρία μου εδόθη να γίνω ιερέας, που το ποθούσα από χρόνια αλλά δεν είχα την ανάλογη μόρφωση για να με χειροτονήσουνε. Ώσπου το 1976 μειώσανε τα απαιτούμενα προσόντα και γίναμε πολλοί, με γραμματικές γνώσεις του Δημοτικού. Όσοι το πήρανε με φιλοτιμία το θέμα της Ιεροσύνης, κάνουν τη λειτουργία κάπως σωστά. Ο ιερέας πρέπει να είναι πολύ αγαπητός σε όλους τους ανθρώπους και να μην είναι εγωιστής γιατί τότε δεν θα είναι αγαπητός στο ποίμνιό του. Για τον εαυτό μου, πιστεύω ότι στην ζωή μου προσπάθησα να είμαι τίμιος και σωστός σε ό,τι αποφάσιζα να κάνω. Ελπίζω να τα έχω καταφέρει όσο γίνεται καλύτερα.
Παλαιόκαστρο, χειμώνας 2001.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου