12/3/09

Τζακ Λόντον.

Αμερικανός συγγραφέας που έγραψε πάνω από 50 βιβλία όπως «Το κάλεσμα της άγριας φύσης», «Μάρτιν Ήντεν», «Ο θαλασσόλυκος», «Οι άνθρωποι της αβύσσου».
Πρωτοπόρος στην αγορά της εμπορικής μυθιστοριογραφίας σε λαϊκά περιοδικά, υπήρξε από τους πρώτους Αμερικανούς συγγραφείς που έκανε τεράστια οικονομική περιουσία μόνο από την συγγραφή βιβλίων. Γεννήθηκε στις 12 Ιανουαρίου 1876 στο Σαν Φρανσίσκο και πέθανε στις 22 Νοεμβρίου 1916.
Σύντομο βιογραφικό.
Ο Τζακ Λόντον πιθανότατα να είχε στην αρχή της ζωής του το επώνυμο Chaney, επειδή ως βιολογικός πατέρας του φέρεται ο αστρολόγος Γουίλιαμ Τσάνεϋ. Εντούτοις τα μητρώα του Σαν Φρανσίσκο καταστράφηκαν σε σεισμό και δεν υπάρχουν πιστοποιητικά γάμου των γονέων του αλλά ούτε και πιστοποιητικό γέννησης του ίδιου. Μητέρα του ήταν πάντως η μουσικός και πνευματίστρια Φλώρα Γουέλμαν, μια ατίθαση και προοδευτική προσωπικότητα, με πολλές ανησυχίες και ενδιαφέροντα. Η Γουέλμαν έμεινε έγκυος και σύμφωνα με την ίδια, ο Τσάνεϋ της ζήτησε να προχωρήσει σε άμβλωση επειδή δεν ήθελε παιδιά. Εκεινη για να τον μεταπείσει αυτοπυροβολήθηκε. Εντούτοις ούτε η απόπειρα αυτοκτονίας έφερε απότέλεσμα και ο Τσάνεϋ την εγκατέλειψε. Τότε η Γουέλμαν πήρε το νεογέννητο αγόρι της και πήγε στο Οκλαντ, όπου λίγο αργότερα γνώρισε τον χήρο, ανάπηρο πολέμου Τζον Λόντον. Αυτός είχε δύο μικρές κόρες και αρκετά οικονομικά προβλήματα. Αναγνώρισε το γιο της Γουέλμαν και τον κατέγραψαν στα μητρώα ως Τζονι Λόντον -ο ίδιος άλλαξε το Τζόνι σε Τζακ όταν ενηλικιώθηκε.Σε ηλικία περίπου 20 χρόνων πληροφορήθηκε για πρώτη φορά ότι ο Λόντον δεν ήταν ο βιολογικός του πατέρας και απευθύνθηκε στον Τσάνεϋ. Αυτός υποστήριξε ότι δεν είχε παντρευτεί την Γουέλμαν (παρ' ότι παντρεύτηκε πάνω από 4 φορές στη ζωή του) και ότι την εποχή που συζούσαν ήταν στείρος και δεν μπορούσε κατά συνέπεια να είναι ο πατέρας του. Υπαινιχθηκε επίσης ότι η Φλώρα Γουέλμαν στο ίδιο διάστημα διατηρούσε παράλληλες ερωτικές σχέσεις. Εντούτοις μια βιογράφος του Τζακ Λόντον, η Clarice Stasz σημειώνει ότι στα απομνημονεύματά του, ο Τσάνεϋ, αναφέρεται στην Γουελμαν "ως σύζυγό του". Επίσης, ότι σε ένα δημοσίευμα της εποχής η μητέρα του συγγραφέα αποκαλείται "Φλώρα Γουέλμαν Τσάνεϋ ". Ο Τσάνεϋ σύμφωνα με την Stasz, ήταν μια πολυδιάστατη και αμφιλεγόμενη προσωπικότητα που ασχοληθηκε κυρίως με την αστρολογία -πολλοί αστρολόγοι θεωρούν μάλιστα ότι την μετέτρεψε από κομπογιαννιτισμό σε μια περισσότερο ακριβή μέθοδο» Ασχολήθηκε πάντως και με τη συγγραφή και με τη δημιοσογραφία και με πολλά άλλα επαγγέλματα.

Τα νεότερα χρόνια.
Ο Τζακ Λόντον γεννήθηκε κοντά στην Third and Brannan Streets του Σαν Φρανσίσκο. Το σπίτι στο οποίο ζούσε η μητέρα του με τον Τσάνεϋ κάηκε στον σεισμό του 1906. Το 1953 στήθηκε εκεί αναμνηστική πλακέτα από την "California Historical Society". Ο Λόντον υπήρξε στην πραγματικότητα αυτοδίδακτος, κυρίως διαβάζοντας βιβλία στην δημόσια βιβλιοθήκη του Σαν Φρανσίσκο. Το 1895 διάβασε το μυθιστόρημα Signa της Quida, που περιέγραφε τις περιπέτειες ενός ατίθασου αγροτόπαιδου, που κατόρθωσε να γίνει φημισμένος καλλιτέχνης της Όπερας. Η επιτυχία αυτού του αγοριού του ενέπνευσε την λαχτάρα να πετύχει κι ο ίδιος στη λογοτεχνία.
Ένα ακόμη σημαντικό γεγονός υπήρξε η επαφή του με την βιβλιοθήκη του Όκλαντ και με την επιμελήτρια της βιβλιοθήκης Ίνας Κούλμπριθ, η οποία αργότερα έγινε εθνική ποιήτρια και ένα από τα πλέον σημαντικά πρόσωπα στο λογοτεχνικό κύκλο του Σαν Φρανσίσκο.
Αφού για αρκετό καιρό απασχολήθηκε ωςεργάτης και σαν μέλος του "Kelly's Army", επέστρεψε στο Όκλαντ και ξεκίνησε να φοιτά στο γυμνάσιο, όπου άρχισε να γράφει άρθρα στο περιοδικό του γυμνασίου. Η πρώτη ιστορία που δημοσίευσε είχε τίτλο «Τυφώνας στις ακτές της Ιαπωνίας». Σε αυτήν περιέγραφε τις εμπειρίες του ως ναυτικός.
Διακαής πόθος του Τζακ Λόντον ήταν να φοιτήσει στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας. Έτσι, το καλοκαίρι του 1896, έπειτα από εξοντωτικό διάβασμα τα κατάφερε, αλλά οικονομικές δυσκολίες τον ανάγκασαν να αφήσει τις σπουδές του το 1897 χωρίς να κατορθώσει ποτέ να αποφοιτήσει. Ο Κίνγκμαν έγραψε : «δεν υπάρχουν αναφορές ότι ο Λόντον είχε δραστηριοποιηθεί συγγραφικά σε κάποιο φοιτητικό περιοδικό».
Την περίοδο που ο Λόντον ζούσε σε μια νοικιασμένη βίλα στο Λέικ Μέριτ (Lake Merritt) στο Όκλαντ, συναντά τον ποιητή Τζωρτζ Στέρλινγκ και από εκείνη τη στιγμή οι δυο τους γίνονται οι καλύτεροι φίλοι. Το 1902 Ο Στέρλινγκ βοηθά τον Λόντον να βρει το δικό του σπίτι κοντά στο Πίντομντ. Στην αλληλογραφία που διατηρούσαν οι Λόντον και Στέρλινγκ ο Λόντον τον προσφωνεί σα «Έλληνα» εξ αιτίας της αετίσιας μύτης του και του κλασικού του προφίλ, υπογράφοντας σαν «Λύκος». Ο Λόντον αργότερα εμπνέεται και περιγράφει τον φίλο του ως Ρας Μπρίσεντεν (Russ Brissenden) στο αυτοβιογραφικό του μυθιστόρημα «Μάρτιν Ήντεν» το 1909 και σαν Μαρκ Χωλ (Mark Hall) στην «Κοιλάδα του Φεγγαριού» το 1913.
Προς το τέλος της ζωής του ο Λόντον είναι πλέον κάτοχος μια μεγάλης βιβλιοθήκης αποτελούμενης από 15.000 τίτλους. Κάνοντας λόγο για αυτήν αναφέρει ότι «ήταν το μέσον της επιτυχίας» του."
Στις 25 Ιουλίου του 1897 ο Λόντον και ο κουνιάδος του Τζέιμς Σέπαρντ σαλπάρουν για το Κλόνταϊκ, όπου ο πυρετός του χρυσού παρασύρει τους πάντες. Στο Κλόνταϊκ αργότερα θα διαδραματιστεί η πρώτη από τις ιστορίες του που θα σημειώσει επιτυχία. Η περίοδος αυτή θα αποβεί επιβλαβής για την υγεία του. Όπως και τόσοι άλλοι που έζησαν την περίοδο αυτή του «πυρετού του χρυσού» σε συνθήκες υποσιτισμού, ο Λόντον προσβάλλεται από σκορβούτο. Τα ούλα του άρχισαν να πρήζονται με αποτέλεσμα τελικά να χάσει τέσσερα από τα μπροστινά του δόντια. Ταυτόχρονα έχει επίμονο πόνο στην κοιλιά και στους μυς των ποδιών και το πρόσωπό του έχει γεμίσει με πληγές και έλκη. Ευτυχώς για κείνον, αλλά και για άλλους που είχαν προσβληθεί από διάφορες ασθένειες, ο ιερωμένος Ουΐλιαμ Τζατζ {William Judge), «Ο άγιος του Ντόσον», όπως τον αποκαλούσαν, παρείχε καταφύγιο, φροντίδα, τροφή και κάθε δυνατή ιατρική φροντίδα. Έτσι, ο Λόντον μπόρεσε να αναρρώσει και μπορεί να πει κανείς ότι η ζωή του σώθηκε χάρις στον Ιησουίτη ιερέα.
Ο Λόντον, επιβιώνοντας από τις κακουχίες του Κλόνταϊκ εμπνέεται εκείνη την εποχή το καλλίτερο αφήγημά του: Το «To Build a Fire».
Επιστρέφοντας στο Όκλαντ το 1898 εντείνει τις προσπάθειές του για να μπει δυναμικά στον χώρο των εκδόσεων, κάτι που περιγράφει αργότερα στο αυτοβιογραφικό μυθιστόρημά του «Μάρτιν Ήντεν». Το πρώτο του αφήγημα που είδε δημοσιευμένο, ήταν το «Πάνω στα ίχνη του ανθρώπου». Το περιοδικό Overland Monthly του πρόσφερε μόνο 5 $ και ο Λόντον αρχίζει να σκέφτεται σοβαρά την συγγραφική του καριέρα, βιοποριστικά πλέον. Όταν οι εκδόσεις The Black Cat δέχονται το αφήγημά του «Χίλιοι θάνατοι» πληρώνοντας 40$, λέει «κυριολεκτικά και λογοτεχνικά ήταν σωτηρία για μένα εκείνα τα πρώτα χρήματα που κέρδισα».
Ο Λόντον ευτυχώς βρίσκεται στην καταλληλότερη εποχή για την συγγραφική του καριέρα. Ξεκινά την στιγμή που κάνει την εμφάνιση της μια νέα τυπογραφική τεχνολογία που ελαττώνει το κόστος στην έκδοση των περιοδικών. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την εκρηκτική ανάπτυξη στις πωλήσεις των περιοδικών ευρείας κυκλοφορίας και κάνει την αγορά των περιοδικών που δημοσιεύουν αφηγήματα πολύ ισχυρή. Το 1900 κερδίζει 2.500 $ από την πώληση των αφηγημάτων του, που σε σημερινά χρήματα (2007) είναι περίπου 25.000$ την ημέρα! Η καριέρα του βρίσκεται πλέον σε πολύ καλό δρόμο.
Μεταξύ των αφηγημάτων που πώλησε σε περιοδικά, ήταν και η «Μπατάβια» ή «Diable», δυο διαφορετικές εκδόσεις της ίδιας ιστορίας. Ένα σκληρός Γαλλοκαναδός φέρεται με σκληρό τρόπο στον σκύλο του, ο οποίος για να τον εκδικηθεί τον σκοτώνει. Ο Λόντον ήταν κριτικός στο να παρουσιάζει ένα σκύλο σαν ενσάρκωση ενός δαίμονα. Έλεγε ότι κάποιες φορές ο άνθρωπος συμπεριφέρεται με τόσο σκληρό τρόπο, που προκαλεί στα ζώα αντίστοιχη συμπεριφορά και αυτό ήταν κάτι που θα το δούμε και σε μετέπειτα ιστορίες του.

Ο πρώτος του γάμος (1900-1904).
Ο Τζακ Λόντον παντρεύτηκε την Μπες Μάντερν στις 7 Απριλίου 1900 την ίδια μέρα που δημοσιευόταν το αφήγημά του «Ο γιος του λύκου». Την Μπες την ήξερε πολλά χρόνια καθώς ήταν στο φιλικό του περιβάλλον. Η Stasz γράφει : «και οι δύο ήξεραν ότι δεν παντρεύονταν από αγάπη, αλλά από φιλία και από την πίστη ότι θα έκαναν υγιή παιδιά.»] Ο Κίνγκμαν έλεγε : «ένοιωθαν άνετα όταν βρίσκονταν μαζί.. Ο Τζακ το είχε ξεκαθαρίσει στην Μπες ότι δεν την αγαπούσε αλλά την συμπαθούσε τόσο ώστε του ήταν αρκετό για να την παντρευτεί»
Κατά την διάρκεια του γάμου του, ο Τζακ Λόντον συνέχισε την φιλία του με την συγγραφέα Άννα Στράνσκι την συνδημιουργό του «Οι επιστολές των Κάμπτον - Γουέϊς», μιας νουβέλας που είχε ως θέμα την ανταλλαγή επιστολών μεταξύ των δυο γυναικών, που συζητούν φιλοσοφικά για την αγάπη. Η Άννα έγραφε σαν «Ντέιν Κάμπτον» που υποστήριζε την ρομαντική πλευρά του γάμου και ο Τζακ σαν «Χέρμπερτ Γουέϊς», όπου υπερασπιζόταν την επιστημονική άποψη, επηρεασμένος από τον Δαρβινισμό και την Ευγονική. Στο μυθιστόρημα αυτό οι φανταστικοί αυτοί αντίθετοι χαρακτήρες των δυο γυναικών, περιγράφονται σαν:
[Η πρώτη γυναίκα είναι] τρελή, ακόλαστη, θαυμάσια, ανήθικη και γεμάτη ζωή. Το αίμα μου σφυροκοπά καυτό ακόμα τώρα που δημιουργώ το χαρακτήρα αυτής της γυναίκας [η δεύτερη είναι] η περήφανη γυναίκα, η τέλεια μητέρα, το ζεστό αγκάλιασμα για ένα παιδί. Ξέρετε τον χαρακτήρα των γυναικών που όλοι τις ξέρουμε κι εγώ τις αποκαλώ σαν «μητέρες των ανθρώπων». Και όσο υπάρχουν στη γη τέτοιες γυναίκες θα συνεχίσουμε να πιστεύουμε στους ανθρώπους. Η μια είναι η ερωτική γυναίκα, αλλά η άλλη είναι η γυναίκα μητέρα, το υψηλότερο και το ιερότερο στην ιεραρχία της ζωής.
Η Γουέϊς δηλώνει:
«Σκοπεύω να εξετάσω την υπόθεσή μου με λογική … για ποιο λόγο παντρεύομαι τον Χέστερ Στέμπινς. Δεν με ωθεί μια αρχέγονη κτηνώδης σεξουαλική παρόρμηση, ούτε κάποια παρωχημένη ρομαντική τρέλα. Ο λόγος αυτής της σχέσης είναι βασισμένος στην λογική, στην υγεία και την συμβατότητα. Ο νους μου θα απολαύσει αυτή τη σχέση»
Ο Λόντον εξηγώντας γιατί οδηγήθηκε σε ένα γυναικείο χαρακτήρα που σκοπεύει να παντρευτεί, εξηγεί μέσω της Γουέις:
«ήταν η φύση της Μητέρας που φωνάζει μέσα μας, στον κάθε άντρα και στην κάθε γυναίκα, ακατάπαυτα και αιώνια: «ΑΠΟΓΟΝΟΙ, ΑΠΟΓΟΝΟΙ, ΑΠΟΓΟΝΟΙ»
Στην συζυγική τους ζωή, ο Τζακ, αποκαλούσε την Μπες χαϊδευτικά σαν «μητέρα-κορίτσι» κι εκείνη τον φώναζε «μπαμπάς-αγόρι».
Το πρώτο τους παιδί, η Τζόαν, γεννήθηκε στις 15 Ιανουαρίου 1901 και το δεύτερο η Μπέσυ (αργότερα την φώναζαν Μπέκυ) στις 20 Οκτωβρίου 1902.
Σε ένα φωτογραφικό λεύκωμα, του οποίου η Τζόαν Λόντον δημοσίευσε κάποια τμήματα στα απομνημονεύματά της «Ο Τζακ Λόντον και οι κόρες του», που δημοσιεύτηκε μετά το θάνατό του, είναι εμφανής η ευτυχία που ένοιωθε ο Λόντον μαζί με τα παιδιά του. Ο γάμος του ήταν κάτω από συνεχές άγχος. Ο Κίνγκμαν (1979) λέει ότι από το 1903 «Η αποσύνθεση…φαινόταν αναπόφευκτη… η Μπέσυ εξαιρετική γυναίκα αλλά οι δυο τους ήταν εξαιρετικά αταίριαστοι. Δεν υπήρχε αγάπη. Ακόμα και η συντροφικότητα και ο σεβασμός είχαν φύγει μετά τον γάμο». Παρόλ' αυτά, «Ο Τζακ εξακολουθούσε να είναι τόσο καλός και ευγενικός με την Μπέσυ, ώστε ο Τζων Κλούντσλευ, που ήταν φιλοξενούμενος στο σπίτι τους το Φεβρουάριο του 1903, δεν υποψιάσθηκε την διάλυση του γάμου τους.»
Σύμφωνα με τον Ιωσήφ Νόελ (1940) «Η Μπέσυ ήταν η αιώνια μητέρα. Στην αρχή είχε αφοσιωθεί στον Τζακ, διορθώνοντας τα χειρόγραφά του και τις αδυναμίες του στην χρήση της γραμματικής, αλλά όταν ήρθαν τα παιδιά δόθηκε ολοκληρωτικά σ’ αυτά. Αυτά ήταν η πρώτης της επιλογή και αυτό ήταν το πρώτο της σφάλμα. «Ο Τζακ παραπονέθηκε στον Νόελ και στον Τζωρτζ Στέρλινγκ ότι «εκείνη είχε αφιερωθεί στην αγνότητα. Όταν της λέω ότι η ηθικής της είναι η μόνη απόδειξη της χαμηλής της πίεσης, εκείνη με μισεί. Για χάρη της καταραμένης της αγνότητας, είναι ικανή να πουλήσει εμένα και τα παιδιά. Είναι φοβερό. Κάθε φορά που επιστρέφω σπίτι έπειτα από ξενύχτι, δεν με αφήνει να είμαι στο ίδιο δωμάτιο μαζί της.» Η Σταζ πίστευε αυτός ήταν ένας τρόπος της Μπέσυ για δείξει ότι φοβόταν μήπως και ο Τζακ της μετέδιδε κάποια αφροδίσια αρρώστια από τις πόρνες με τις οποίες εκείνος κοιμόταν.
Στις 24 Ιουλίου 1903, ο Τζακ είπε στην Μπέσυ ότι θα έφευγε και έφυγε. Σε όλη τη διάρκεια του 1904 ο Τζακ και η Μπέσυ διαπραγματεύονταν τους όρους του διαζυγίου και στις 11 Νοεμβρίου 1904 υπέγραψαν το διαζύγιο.

Ο δεύτερος γάμος.
Μετά από το διαζύγιο με την Μπέσυ, ο Τζακ παντρεύεται το 1905 την Τσάρμιαν Κίτρετζ. Ο βιογράφος Ρας Κίνγκμαν έγραψε ότι η Τσάρμιαν ήταν «η αδελφή ψυχή του Τζακ, το ιδανικό ταίριασμα».
Ο Τζακ σύγκρινε την «γυναίκα μητέρα» και την «γυναίκα σύντροφο» στο βιβλίο του «Οι επιστολές των Κάμπτον - Γουέϊς». Αποκαλούσε χαϊδευτικά την Μπέσυ «μητέρα-κορίτσι» και την Τσάρμιαν «γυναίκα-σύντροφο»[ Η θεία και θετή μητέρα της Τσάρμιαν, Βικτώρια Γούντχολ, την είχε αναθρέψει χωρίς σεμνοτυφία. Σχεδόν όλοι οι βιογράφοι υπαινίσσονται την ασυγκράτητη σεξουαλικότητα της Τσάρμιαν. Ο Νόελ γράφει πονηρά "a young woman named Charmian Kittredge began running out to Piedmont with foils, still masks, padded breast plates, and short tailored skirts that fitted tightly over as nice a pair of hips as one might find anywhere". Η Stasz λέει ξεκάθαρα «η διαπίστωση ότι η κομψή και ευπρεπής κυρία ήταν, στις ιδιωτικές τους στιγμές, γεμάτη πάθος και σεξουαλικότητα ήταν σαν την ανακάλυψη ενός μυστικού θησαυρού.» και ο Κέρσοου με χυδαίο τρόπο "At last, here was a woman who adored fornication, expected Jack to make her climax, and to do so frequently, and who didn't burst into tears when the sadist in him punched her in the mouth."
Ο Νόελ (Noel) (1940) αποκαλεί τα γεγονότα από το 1903 ως 1905 «ένα οικογενειακό δράμα που θα συγκινούσε την πένα του Ίψεν». Σε γενικές γραμμές ο Τζακ δεν υπήρξε πιστός στους γάμους του και συχνά επιζητούσε τις εξωγαμιαίες σεξουαλικές σχέσεις. Στην Τσάρμιαν βρήκε όχι μόνο μια τολμηρή, δραστήρια και σεξουαλική σύντροφο, αλλά και σύντροφο της ζωής του μέχρι τον θάνατό του."
Προσπάθησαν να κάνουν παιδιά. Παρ΄όλα αυτά, ένα παιδί πέθανε κατά τη διάρκεια του τοκετού και μια άλλη εγκυμοσύνη διακόπηκε με αποβολή.

Το Ιδανικό Ράντσο (1910-1917).
Το 1910 ο Τζακ Λόντον αγόρασε ένα αγρόκτημα 1.000 στρεμάτων (4 χλμ²) στο Glen Ellen, στην κομητεία Sonoma County της Καλιφόρνια, για $26.000. Ο ίδιος έλεγε γι’ αυτό, ότι «μετά τη σύζυγό μου, το αγρόκτημα είναι για μένα το πιο αγαπημένο πράγμα στον κόσμο».
Πάσχισε πολύ για να καταστήσει το αγρόκτημα μια πετυχημένη οικονομικά επιχείρηση. Η συγγραφή ήταν πάντοτε επικερδής για το Λόντον, αλλά τώρα πλέον έγινε ο μοναδικός του σκοπός: «Δεν γράφω για κανέναν άλλο λόγο πέρα από το να προσθέσω περισσότερη ομορφιά σ αυτό. Τώρα πια γράφω ένα βιβλίο με μοναδικό σκοπό να προσθέσω τρία ή τετρακόσια στρέμματα στο θαυμάσιο κτήμα μου.»
Μετά το 1910 τα λογοτεχνικά έργα του Λόντον ήταν συνήθως έργα εμπορικά, που γράφτηκαν από την ανάγκη του να εξασφαλίσει τα κατάλληλα έσοδα για την συντήρηση του αγροκτήματος. Η Τζόαν Λόντον έγραψε ότι μετά το 1910 «λίγοι κριτικοί ασχολήθηκαν για να ασκήσουν κριτική πάνω στο έργο του Λόντον, γιατί πλέον ήταν ολοφάνερο ότι ο Τζακ δεν προσπαθούσε πια να γράψει καλά.»
Η Stasz έχει γράψει ότι ο Λόντον «είχε βαθειά μέσα του το αγροτικό όραμα το οποίο εξέφρασε στα λεγόμενα «αγροτικά» μυθιστορήματά του, και σε νεότερη έκδοση του «Μάρτιν Ήντεν».. αυτοδίδακτος στους τρόπους καλλιέργειας της γης, μελετώντας τα διάφορα επιστημονικά εγχειρίδια και γεωργικά βιβλία, συνέβαλε στην ανάπτυξη ενός συστήματος για την αγροτική εξέλιξη τέτοιο , ώστε σήμερα θα επιδοκιμάζονταν για την οικολογική του θεώρηση».
Ένοιωθε περήφανος για την δημιουργία του πρώτου σιλό (αποθήκη σιτηρών) στην Καλιφόρνια, το οποίο σχεδίασε μόνος του, μετατρέποντάς το σε αποθήκη, από ένα πρώην κυκλικό χοιροστάσιο. Ήλπιζε να κατορθώσει και να προσαρμόσει την με φρόνηση καλλιέργεια ασιατικής γης, στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Το αγρόκτημα ήταν, από κάθε πλευρά μια κολοσσιαία αποτυχία. Αναλυτές που είδαν με συμπάθεια την προσπάθειά του αναφέρουν σαν αιτίες της αποτυχίας την κακή τύχη και τα ξεπερασμένα μέσα που χρησιμοποιούσε. Όσοι ήταν επικριτικοί μαζί του, όπως ο Κέβιν Σταρ, πιστεύουν ότι ο Λόντον υπήρξε απλά ένα κακός διαχειριστής της επιχείρησης, γεγονός που γινόταν περισσότερο έντονο εξαιτίας του αλκοολισμού του. Μεταξύ του 1910 και 1916, έλειπε από το αγρόκτημα έξι μήνες τον χρόνο εξ αιτίας διαφόρων δραστηριοτήτων. Ήθελε να δείχνει μεγάλος και δυνατός διευθυντής, αλλά ήταν ανεπαρκής στις λεπτομέρειες. Όσοι δούλευαν για τον Λόντον, οι εργάτες του, γελούσαν με τις προσπάθειές του να δείξει ότι ήταν μεγάλος γαιοκτήμονας ενώ δεν ήταν τίποτε περισσότερο από το χόμπι ενός πλούσιου ανθρώπου.
Το Ιδανικό αγρόκτημα του Τζακ Λόντον είναι τώρα το National Historic Landmark.

Κατηγορίες για λογοκλοπή.
Ο Τζακ Λόντον κατηγορήθηκε πολλές φορές για λογοκλοπή κατά την διάρκεια της καριέρας του. Γινόταν στόχος για τέτοιες κατηγορίες όχι μόνο επειδή ήταν επιτυχημένος συγγραφέας αλλά και λόγο τρόπου με τον οποίο εργαζόταν.
Σε μια επιστολή που έγραψε στον Έλβιν Χόφμαν, του έλεγε «expression, you see—with me—is far easier than invention.» Αγόραζε την πλοκή για την ιστορίες του από τον νεαρό Σίνκλαιρ Λιούις και χρησιμοποιούσε στοιχεία που συνέλλεγε από εφημερίδες και περιοδικά τα οποία χρησιμοποιούσε για να βασίσει τις ιστορίες.
Ο Γιανκγ Έγκερτον υποστήριξε ότι η ιστορία του Λόντον «Το κάλεσμα της άγριας φύσης» ήταν αντιγραφή από το βιβλίο του ίδιου με τίτλο «My Dogs in the Northland». Ο Λόντον απάντησε, ότι είχε πράγματι χρησιμοποιήσει το βιβλίο του Έγκερτον σαν πηγή άντλησης στοιχείων και του έγραψε μια επιστολή ευχαριστώντας τον.
Τον Ιούλιο του 1902 δημοσιεύτηκαν τον ίδιο μήνα δυο μυθιστορήματα. Το «Moon-Face» του Τζακ Λόντον στο περιοδικό San Francisco Argonaut και το «The Passing of Cock-eye Blacklock» του Φρανκ Νόρις στο περιοδικό Century. Οι εφημερίδες σύγκριναν τις δυο ιστορίες τις οποίες ο Λόντον χαρακτήριζε σαν «αρκετά διαφορετικές στον τρόπο που είχαν δουλευτεί, αλλά, προφανώς ίδιες στην κεντρική ιδέα». Ο Τζακ Λόντον διευκρίνισε ότι και οι δυο συγγραφείς είχαν βασίσει την ιστορία τους στις ίδιες περιγραφές των εφημερίδων. Στη συνέχεια, αποκαλύφθηκε ότι ακόμη ένας συγγραφέας, ο Τσαρλς Φόρεστ Μακλάρεν είχε δημοσιεύσει ένα μυθιστόρημα βασισμένο στο ίδιο γεγονός.

Οι πολιτικές ιδέες.
Ο Τζακ Λόντον έγινε σοσιαλιστής σε ηλικία 20 ετών. Πριν απ' αυτό, ήταν γεμάτος αισιοδοξία που προρχόταν από την δύναμη και την υγεία που τον κατέκλυζε. Ήταν ένας τραχύς ατομιστής, που αγωνίστηκε σκληρά να για τα καταφέρει σε κάθε βήμα της ζωής του. Αλλά, όπως περιγράφει στο δοκίμιό του «Πώς έγινα Σοσιαλιστής», τα μάτια του άνοιξαν καθώς ανακατεύτηκε και συναναστράφηκε με τον κόσμο, τους φτωχούς και τους άπορους. Η αισιοδοξία που ένοιωθε εξανεμίστηκαν και ορκίστηκε ότι δεν θα ξαναδούλευε πιο σκληρά απ' όσο έπρεπε. Γράφει ότι σταμάτησε να είναι ατομιστής και αναγεννήθηκε σε σοσιαλιστή προσχωρώντας αρχικά στο Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα για πρώτη φορά τον Απρίλιο του 1896. Το 1901 άφησε το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα και προσχώρησε στο Σοσιαλιστικό κόμμα της Αμερικής.
Το 1896, στα «Χρονικά του Σαν Φρανσίσκο», εξιστορεί ότι όταν ήταν 20 ετών έδινε ομιλίες μπροστά σε κόσμο για τον Σοσιαλισμό, τις νύχτες στο πάρκο του Όκλαντ και ότι συνελήφθη γι' αυτές τις δραστηριότητες το 1897.
Έθεσε, ανεπιτυχώς, υποψηφιότητα ως Σοσιαλιστής υποψήφιος δήμαρχος στις εκλογές του 1901 στο Όκλαντ, λαμβάνοντας 245 μόνο ψήφους) και το 1905, σε επόμενη υποψηφιότητα, έλαβε 981 ψήφους. Έκανε περιοδείες σε ολόκληρη την χώρα μιλώντας για τον σοσιαλισμό και δημοσίευσε αυτές τις ομιλίες σε μια συλλογή δοκιμίων. (Ο Πόλεμος των Τάξεων το 1905 και Επανάσταση και άλλα δοκίμια το 1910).
Συχνά υπέγραφε τις επιστολές του με το «Ημέτερος για την Επανάσταση».

Το έργο του.

Αφηγήματα:
Cover of Turtles of Tasman by Jack London


Μυθιστορήματα:
Daughter of the Snows (1902)
Children of the Frost (1902)
The Call of the Wild (1903)
The Kempton-Wace Letters (1903) The Sea-Wolf (1904)
The Game (1905)
White Fang (1906)
Before Adam (1907)
The Iron Heel (1908)
Martin Eden (1909)
Burning Daylight (1910)
Adventure (1911)
The Scarlet Plague (1912)
The Abysmal Brute (1913)
The Valley of the Moon (1913)
The Mutiny of the Elsinore (1914)
The Star Rover (1915)
The Little Lady of the Big House (1916)
Jerry of the Islands (1917)
Michael, Brother of Jerry (1917)
Hearts of Three (1920)
The Assassination Bureau, Ltd (1963)

Συλλογές διηγημάτων:
Tales of the Fish Patrol (1906)
Smoke Bellew (1912)
The Turtles of Tasman (1916)

Απομνημονεύματα:
The Road (1907)
John Barleycorn (1913)

Δοκίμια:
The People of the Abyss (1903)
Revolution, and other Essays (1910)
The Cruise of the Snark (1913)

How I became a socialist


Αφηγήματα:
"Diable-A Dog"
"An Odyssey of the North"
"To the Man on Trail"
"To Build a Fire"
"The Law of Life"
"Moon-Face"
"The Leopard Man's Story" (1903)
"Negore the Coward" (1904)
"Love of Life"
"All Gold Canyon"
"The Apostate"
"In a Far Country"
"The Chinago"
"A Piece of Steak"
"Good-by, Jack"
"Samuel"
"Told in the Drooling Ward"
"The Mexican"
"The Red One"
"The White Silence"
"The Madness of John Harned"
"A Thousand Deaths"
"The Rejuvenation of Major Rathbone"
"Even unto Death"
"A Relic of the Pliocene"
"The Shadow and the Flash"
"The Enemy of All the World"
"A Curious Fragment"
"Goliah"
"The Unparalled Invasion"
"When the World was Young"
"The Strength of the Strong"
"War"
"The Scarlet Plague"
"The Red One"
"The Seed of McCoy"

Θεατρικά:
The Acorn Planter: a California Forest Play (1916)

Δεν υπάρχουν σχόλια: