Του Γιώργου ΤΣΑΛΙΚΗ
Δέσποζε πάνω από την αγορά, αντίκρυ από τη ρωμέικη γειτονιά, το αρχοντικό του Κιαμήλ Μπέη. Ενα χτίσμα με χαρακτηριστικά μεσαιωνικού ρυθμού και αναγέννησης, μα και με έντονη επίδραση της Αιολικής αρχιτεκτονικής.
Σωστό παλάτι, γι' αυτό το μικρό χωριό της Μικράς Ασίας, ξεχώριζε με τον όγκο του και την επιβλητικότητά του. Πλούσιες αυλές και παρτέρια με λουλούδια και δέντρα της Ανατολής. Μαγιάτικα τριαντάφυλλα, λεβάντες, βασιλικά, χρυσάνθεμα και κατιφέδες, με υποστατικά για τους ανθρώπους και τα ζώα, που δούλευαν στα χτήματα του αφεντικού.
Ξέχωρη θέση είχε ο φούρνος, που άναβε κάθε Παρασκευή και μοσχομύριζε όλο το χωριό, με τα ζυμωτά ψωμιά από κεχριμπαρένιο στάρι, δικής του παραγωγής, τα κριθαρένια παξιμάδια και τα γεμιστά αρνιά, γαλοπούλες και κατσίκια, κατά προτίμηση σερνικά, μια και ο Κιαμήλ Μπέης βρισκόταν πια, πέρα από τη μέση ηλικία.
Οι κότες, οι πάπιες, οι φασιανοί και οι χήνες γύριζαν ανέμελα μέσα στα δικά τους παρτέρια. Πιο λαίμαργα απ' όλα τα πετούμενα, οι χήνες, έτρωγαν με βουλιμία ό,τι άχρηστο πετούσε από τα σφάγια ο μπάρμπα - Περικλής, ο Ρωμιός κολίγας τους.
Πάνω σ' αυτό το σπίτι, είχαν χτίσει πολλά χρόνια τώρα, με φορτία ολόκληρα από ξερόκλαδα, φρύγανα, χαρτιά, πανιά και πούπουλα, τη φωλιά τους, δυο πελαργοί. Κάθε χρόνο αυτά τα πουλιά έφερναν, κατά το τέλος του Απρίλη, την Ανοιξη σ' αυτό το χωριό κι ας είχε ακόμα πολλά χιόνια, ψηλά στις κορφές και το Καζ-νταγκ.
Πόσο, στ' αλήθεια, χαίρονταν Ρωμιοί και Τούρκοι τους πελαργούς, έτσι καθώς στέκονταν περήφανοι πάνω σα κεραμίδια του Κιαμήλ Μπέη, στο σπίτι του μαστρο-Αλκιβιάδη, στου Γιαβάζ Κωνσταντή, στο τούρκικο τελωνείο, στο καμπαναριό της εκκλησίας, στου μαστρο - Αντώνη του Πάγου.
Μα πιο πολύ από όλους αγαπούσαν τους πελαργούς του Κιαμήλ Μπέη. Η πελαργίνα χιμούσε στην αυλή του να προφτάσει κι αυτή κανένα έντερο από τα σφάγια, στρίγκλιζε ο χήνος και την κυνηγούσε, αγρίευε από πάνω ο πελαργός και κροτάλιζε το ράμφος του, μαλώνοντας την πελαργίνα του για τα πάρε - δώσε που είχε με το χήνο.
Αναγάλλιαζε η ψυχή των ανθρώπων του χωριού σαν έβλεπαν το πρωί, μαζί τους να φεύγουν για τον κάμπο σε μακρούς σχηματισμούς οι πελαργοί, την εποχή που ξεπετούσαν τα μικρά τους και τα μάθαιναν να κυνηγούν ποντίκια και φίδια και ακρίδες, καθαρίζοντας από όλα τα βλαβερά ζουλούμια, τα σπαρτά τους.
Στο λιμάνι του χωριού, ήταν ένας ατζέντης ο Ζαν Φρανσέ. Πρακτόρευε τα βαπόρια που φόρτωναν μεταλλεύματα από τα πλούσια μεταλλεία της Μπάλια. Ανθρωποι του σχοινιού και του παλουκιού. Πολλοί ναυτικοί τον γνώριζαν από τη Μασσαλία. Είχε ένα ύποπτο κέντρο με γυναίκες. Από τις πολλές φασαρίες που δημιουργούσε το μαγαζί του, το έκλεισε η αστυνομία. Αλλά από τις γνωριμίες που είχε με τους ανθρώπους της ρεμούλας, κατόρθωσε να τον στείλουν ατζέντη, εδώ στην Ανατολή.
Μα και εδώ δεν άφηνε άνθρωπο απείραχτο. Το είχε στο αίμα του να διασκεδάζει με τη δυστυχία των άλλων. Επινε καθημερινά και γελούσε με ένα αποκρουστικό γέλιο, που στο άκουσμά του έχανες κάθε διάθεση. Την αγάπη που είχαν οι άνθρωποι στους πελαργούς, χριστιανοί και μουσουλμάνοι σ' αυτό το χωριό, ο Ζαν Φρανσέ την έβλεπε με μίσος. Μέσα στο διαστραμμένο μυαλό του κατάστρωσε ένα τρομερό, ένα απαίσιο παιχνίδι σε βάρος των πελαργών του Κιαμήλ Μπέη.
***
Είχε δυο μέρες που η πελαργίνα είχε καθίσει στη φωλιά της και κλωσούσε τ' αυγά της. Τριάντα ολάκερες μέρες ο πελαργός θα της έφερνε τροφή, ώσπου να γεννηθούν τα μικρά τους. Ενα ασπρογάλανο φως άρχισε να ξεχύνεται κατά την Ανατολή, το σκοτάδι να σκορπίζει, μια καινούρια μέρα γεννιόταν. Ο Ζαν Φρανσέ με μια ανεμόσκαλα στο χέρι, κρυμμένος στο πίσω μέρος του σπιτιού του Κιαμήλ Μπέη, περίμενε να φύγει ο πελαργός.
Η Θανασώ, μια κοπελούδα από το αντικρινό σπίτι, τον είδε και πάγωσε από το φόβο της. Τι γύρευε, αναρωτιόταν, αυτός ο σατανάς πρωί - πρωί στη γειτονιά της.
Καθώς πέταξε ο πελαργός κατά τον κάμπο, ο Ζαν Φρανσέ ανέβηκε στη στέγη. Η πελαργίνα πετάχτηκε αλαφιασμένη κι έκανε γύρους πάνω από το σπίτι. Τρία μεγάλα αυγά με κίτρινες και πράσινες ανταύγιες ήταν μέσα στη φωλιά. Με γρηγοράδα πήρε το ένα αυγό και στη θέση του έβαλε ένα χηνίσιο, που ήταν σχεδόν ίδιο στο χρώμα και το μέγεθος.
Πέρασαν είκοσι - οχτώ μέρες. Ο Μάης βρισκόταν στο τέλος του και ο Ζαν Φρανσέ καθισμένος πρωί - πρωί στο καφενείο του Μπαρμπουνά, παρέα με ένα μπουκάλι κονιάκ, μπεκρούλιαζε, χαμογελούσε και η ματιά του καρφωμένη στη φωλιά των πελαργών του Κιαμήλ Μπέη.
Ξαφνικά μεγάλη αναταραχή στη φωλιά. Οι δυο πελαργοί μάλωναν. Ο αρσενικός χτυπούσε με το ράμφος του την πελαργίνα. Απορούσαν όλοι στον καφενέ γι' αυτή τη φασαρία. Εφυγε ο αρσενικός και σε λίγο άρχισαν να φθάνουν από τα γύρω χωριά πολλοί πελαργοί. Τι ήταν εκείνη η σύναξη; Ηταν δικαστήριο: Ο πελαργός κατηγόρησε την πελαργίνα για μοιχεία. Η απόδειξη ήταν ολοφάνερη. Ενα μπάσταρδο γεννήθηκε στη φωλιά τους. Από τα τρία μικρά που ξεπετάχτηκαν το ίδιο πρωί, το ένα ήταν χηνάκι. Ο άθλιος Γάλλος είχε καλά μελετήσει το έγκλημά του, γιατί οι χήνες κλωσούν είκοσι οχτώ μέρες.
Πάνω από εκατό πελαργοί είχαν συναχθεί στη στέγη του Κιαμήλ Μπέη. Πολλές ώρες κροτάλιζαν τα ράμφη τους. Πότε μιλούσε ο ένας, πότε όλοι μαζί επιδοκίμαζαν. Η απόφαση πάρθηκε ομόφωνη: Η πελαργίνα είχε πέσει στο αμάρτημα της μοιχείας! Επρεπε να πληρώσει. Μάνα και μπάσταρδο καταδικάστηκαν από τη σύναξη σε θάνατο. Πήραν το μπάσταρδο με το ράμφος τους, το πέταξαν στην αυλή του Κιαμήλ Μπέη και όλοι μαζί άρχισαν να χτυπούν την πελαργίνα. Σε λίγο ήταν νεκρή κοντά στη φωλιά της.
Εκαναν δυο - τρεις αργούς γύρους στο χωριό οι δικαστές και σίγουροι πως απέδωσαν το «δίκαιο» ξεμάκρυναν για τις δικές τους φωλιές. Κανείς δεν ήξερε πώς συνέβησαν όλα τούτα. Μονάχα ο διαστραμμένος κείνος Γάλλος άδειαζε το δεύτερο μπουκάλι, ικανοποιημένος για το μακάβριο έργο του.
Ξαφνικά αριβάρισε η Θανασώ μπροστά στον καφενέ και με φωνές και κατάρες είπε ποιος ήταν ο ηθικός αυτουργός αυτής της τραγωδίας. Ισα που πρόλαβε, τρέχοντας, ο Γάλλος να σωθεί, πάνω σ' ένα βελγικό βαπόρι που φόρτωνε μετάλλευμα.
Ο πελαργός πάσχιζε να αναθρέψει μονάχος του τα δυο μικρά του. Ο Αύγουστος δεν είχε ακόμα τελειώσει και μια τρομερή καταιγίδα ξέσπασε στο Καζ-ντακ. Τα πουλιά αλαφιασμένα ξεκίνησαν νωρίτερα για το ετήσιο ταξίδι τους στο Νότο. Στο ταξίδι αυτό ήταν μοιραίο να χαθούν μέσα στην καταιγίδα οι πελαργοί αυτού του χωριού. Ερημιά στις στέγες των σπιτιών, οι φωλιές χάλασαν, εκτός από τη φωλιά του Κιαμήλ Μπέη, που έστεκε έρημη και άδεια, μαρτυρώντας την αδικία αυτού του κόσμου.
Η Θανασώ μεγάλωσε, παντρεύτηκε, έφτιαξε το σπιτικό της, βλέπει από το παραθύρι του σπιτιού της τα ξερόκλαδα της φωλιάς του Κιαμήλ Μπέη και θυμάται με συμπόνια τους όμορφους κάτασπρους πελαργούς, με τα τριανταφυλλένια λαιμά και τα όμορφα πετάγματά τους, που έδιναν στο χωριό τους.
***
Μια άλλη μεγάλη καταιγίδα του Εθνους μας, η Μικρασιατική καταστροφή, πέταξε τη Θανασώ με την οικογένειά της, απέναντι, στο Μόλυβο της Λέσβου. Είναι τώρα πάνω από ογδόντα χρόνων, με παιδιά και εγγόνια. Διηγείται σε κείνα την ιστορία των τελευταίων πελαργών, την αδικία των πελαργών του Κιαμήλ Μπέη, για τις μαγικές ομορφιές της Ανατολής, για το περήφανο Καζ-ντακ με τα άγρια θηρία και τους αντρίκιους νόμους των ανθρώπων του, για τα πλούσια χώματα και τα μυρωδάτα λουλούδια της χαμένης πατρίδας της. Και όταν εκείνα απορημένα τη ρωτούν: γιατί γιαγιά Θανασώ φύγατε από τα χώματά σας; Ποιος ήταν η αιτία; Τότε εκείνη απαντά με σιγουριά. Οι Γάλλοι, παιδιά μου, οι «σύμμαχοί» μας. Λέτε μαθές να έχει δίκιο η Θανασώ;
Σωστό παλάτι, γι' αυτό το μικρό χωριό της Μικράς Ασίας, ξεχώριζε με τον όγκο του και την επιβλητικότητά του. Πλούσιες αυλές και παρτέρια με λουλούδια και δέντρα της Ανατολής. Μαγιάτικα τριαντάφυλλα, λεβάντες, βασιλικά, χρυσάνθεμα και κατιφέδες, με υποστατικά για τους ανθρώπους και τα ζώα, που δούλευαν στα χτήματα του αφεντικού.
Ξέχωρη θέση είχε ο φούρνος, που άναβε κάθε Παρασκευή και μοσχομύριζε όλο το χωριό, με τα ζυμωτά ψωμιά από κεχριμπαρένιο στάρι, δικής του παραγωγής, τα κριθαρένια παξιμάδια και τα γεμιστά αρνιά, γαλοπούλες και κατσίκια, κατά προτίμηση σερνικά, μια και ο Κιαμήλ Μπέης βρισκόταν πια, πέρα από τη μέση ηλικία.
Οι κότες, οι πάπιες, οι φασιανοί και οι χήνες γύριζαν ανέμελα μέσα στα δικά τους παρτέρια. Πιο λαίμαργα απ' όλα τα πετούμενα, οι χήνες, έτρωγαν με βουλιμία ό,τι άχρηστο πετούσε από τα σφάγια ο μπάρμπα - Περικλής, ο Ρωμιός κολίγας τους.
Πάνω σ' αυτό το σπίτι, είχαν χτίσει πολλά χρόνια τώρα, με φορτία ολόκληρα από ξερόκλαδα, φρύγανα, χαρτιά, πανιά και πούπουλα, τη φωλιά τους, δυο πελαργοί. Κάθε χρόνο αυτά τα πουλιά έφερναν, κατά το τέλος του Απρίλη, την Ανοιξη σ' αυτό το χωριό κι ας είχε ακόμα πολλά χιόνια, ψηλά στις κορφές και το Καζ-νταγκ.
Πόσο, στ' αλήθεια, χαίρονταν Ρωμιοί και Τούρκοι τους πελαργούς, έτσι καθώς στέκονταν περήφανοι πάνω σα κεραμίδια του Κιαμήλ Μπέη, στο σπίτι του μαστρο-Αλκιβιάδη, στου Γιαβάζ Κωνσταντή, στο τούρκικο τελωνείο, στο καμπαναριό της εκκλησίας, στου μαστρο - Αντώνη του Πάγου.
Μα πιο πολύ από όλους αγαπούσαν τους πελαργούς του Κιαμήλ Μπέη. Η πελαργίνα χιμούσε στην αυλή του να προφτάσει κι αυτή κανένα έντερο από τα σφάγια, στρίγκλιζε ο χήνος και την κυνηγούσε, αγρίευε από πάνω ο πελαργός και κροτάλιζε το ράμφος του, μαλώνοντας την πελαργίνα του για τα πάρε - δώσε που είχε με το χήνο.
Αναγάλλιαζε η ψυχή των ανθρώπων του χωριού σαν έβλεπαν το πρωί, μαζί τους να φεύγουν για τον κάμπο σε μακρούς σχηματισμούς οι πελαργοί, την εποχή που ξεπετούσαν τα μικρά τους και τα μάθαιναν να κυνηγούν ποντίκια και φίδια και ακρίδες, καθαρίζοντας από όλα τα βλαβερά ζουλούμια, τα σπαρτά τους.
Στο λιμάνι του χωριού, ήταν ένας ατζέντης ο Ζαν Φρανσέ. Πρακτόρευε τα βαπόρια που φόρτωναν μεταλλεύματα από τα πλούσια μεταλλεία της Μπάλια. Ανθρωποι του σχοινιού και του παλουκιού. Πολλοί ναυτικοί τον γνώριζαν από τη Μασσαλία. Είχε ένα ύποπτο κέντρο με γυναίκες. Από τις πολλές φασαρίες που δημιουργούσε το μαγαζί του, το έκλεισε η αστυνομία. Αλλά από τις γνωριμίες που είχε με τους ανθρώπους της ρεμούλας, κατόρθωσε να τον στείλουν ατζέντη, εδώ στην Ανατολή.
Μα και εδώ δεν άφηνε άνθρωπο απείραχτο. Το είχε στο αίμα του να διασκεδάζει με τη δυστυχία των άλλων. Επινε καθημερινά και γελούσε με ένα αποκρουστικό γέλιο, που στο άκουσμά του έχανες κάθε διάθεση. Την αγάπη που είχαν οι άνθρωποι στους πελαργούς, χριστιανοί και μουσουλμάνοι σ' αυτό το χωριό, ο Ζαν Φρανσέ την έβλεπε με μίσος. Μέσα στο διαστραμμένο μυαλό του κατάστρωσε ένα τρομερό, ένα απαίσιο παιχνίδι σε βάρος των πελαργών του Κιαμήλ Μπέη.
***
Είχε δυο μέρες που η πελαργίνα είχε καθίσει στη φωλιά της και κλωσούσε τ' αυγά της. Τριάντα ολάκερες μέρες ο πελαργός θα της έφερνε τροφή, ώσπου να γεννηθούν τα μικρά τους. Ενα ασπρογάλανο φως άρχισε να ξεχύνεται κατά την Ανατολή, το σκοτάδι να σκορπίζει, μια καινούρια μέρα γεννιόταν. Ο Ζαν Φρανσέ με μια ανεμόσκαλα στο χέρι, κρυμμένος στο πίσω μέρος του σπιτιού του Κιαμήλ Μπέη, περίμενε να φύγει ο πελαργός.
Η Θανασώ, μια κοπελούδα από το αντικρινό σπίτι, τον είδε και πάγωσε από το φόβο της. Τι γύρευε, αναρωτιόταν, αυτός ο σατανάς πρωί - πρωί στη γειτονιά της.
Καθώς πέταξε ο πελαργός κατά τον κάμπο, ο Ζαν Φρανσέ ανέβηκε στη στέγη. Η πελαργίνα πετάχτηκε αλαφιασμένη κι έκανε γύρους πάνω από το σπίτι. Τρία μεγάλα αυγά με κίτρινες και πράσινες ανταύγιες ήταν μέσα στη φωλιά. Με γρηγοράδα πήρε το ένα αυγό και στη θέση του έβαλε ένα χηνίσιο, που ήταν σχεδόν ίδιο στο χρώμα και το μέγεθος.
Πέρασαν είκοσι - οχτώ μέρες. Ο Μάης βρισκόταν στο τέλος του και ο Ζαν Φρανσέ καθισμένος πρωί - πρωί στο καφενείο του Μπαρμπουνά, παρέα με ένα μπουκάλι κονιάκ, μπεκρούλιαζε, χαμογελούσε και η ματιά του καρφωμένη στη φωλιά των πελαργών του Κιαμήλ Μπέη.
Ξαφνικά μεγάλη αναταραχή στη φωλιά. Οι δυο πελαργοί μάλωναν. Ο αρσενικός χτυπούσε με το ράμφος του την πελαργίνα. Απορούσαν όλοι στον καφενέ γι' αυτή τη φασαρία. Εφυγε ο αρσενικός και σε λίγο άρχισαν να φθάνουν από τα γύρω χωριά πολλοί πελαργοί. Τι ήταν εκείνη η σύναξη; Ηταν δικαστήριο: Ο πελαργός κατηγόρησε την πελαργίνα για μοιχεία. Η απόδειξη ήταν ολοφάνερη. Ενα μπάσταρδο γεννήθηκε στη φωλιά τους. Από τα τρία μικρά που ξεπετάχτηκαν το ίδιο πρωί, το ένα ήταν χηνάκι. Ο άθλιος Γάλλος είχε καλά μελετήσει το έγκλημά του, γιατί οι χήνες κλωσούν είκοσι οχτώ μέρες.
Πάνω από εκατό πελαργοί είχαν συναχθεί στη στέγη του Κιαμήλ Μπέη. Πολλές ώρες κροτάλιζαν τα ράμφη τους. Πότε μιλούσε ο ένας, πότε όλοι μαζί επιδοκίμαζαν. Η απόφαση πάρθηκε ομόφωνη: Η πελαργίνα είχε πέσει στο αμάρτημα της μοιχείας! Επρεπε να πληρώσει. Μάνα και μπάσταρδο καταδικάστηκαν από τη σύναξη σε θάνατο. Πήραν το μπάσταρδο με το ράμφος τους, το πέταξαν στην αυλή του Κιαμήλ Μπέη και όλοι μαζί άρχισαν να χτυπούν την πελαργίνα. Σε λίγο ήταν νεκρή κοντά στη φωλιά της.
Εκαναν δυο - τρεις αργούς γύρους στο χωριό οι δικαστές και σίγουροι πως απέδωσαν το «δίκαιο» ξεμάκρυναν για τις δικές τους φωλιές. Κανείς δεν ήξερε πώς συνέβησαν όλα τούτα. Μονάχα ο διαστραμμένος κείνος Γάλλος άδειαζε το δεύτερο μπουκάλι, ικανοποιημένος για το μακάβριο έργο του.
Ξαφνικά αριβάρισε η Θανασώ μπροστά στον καφενέ και με φωνές και κατάρες είπε ποιος ήταν ο ηθικός αυτουργός αυτής της τραγωδίας. Ισα που πρόλαβε, τρέχοντας, ο Γάλλος να σωθεί, πάνω σ' ένα βελγικό βαπόρι που φόρτωνε μετάλλευμα.
Ο πελαργός πάσχιζε να αναθρέψει μονάχος του τα δυο μικρά του. Ο Αύγουστος δεν είχε ακόμα τελειώσει και μια τρομερή καταιγίδα ξέσπασε στο Καζ-ντακ. Τα πουλιά αλαφιασμένα ξεκίνησαν νωρίτερα για το ετήσιο ταξίδι τους στο Νότο. Στο ταξίδι αυτό ήταν μοιραίο να χαθούν μέσα στην καταιγίδα οι πελαργοί αυτού του χωριού. Ερημιά στις στέγες των σπιτιών, οι φωλιές χάλασαν, εκτός από τη φωλιά του Κιαμήλ Μπέη, που έστεκε έρημη και άδεια, μαρτυρώντας την αδικία αυτού του κόσμου.
Η Θανασώ μεγάλωσε, παντρεύτηκε, έφτιαξε το σπιτικό της, βλέπει από το παραθύρι του σπιτιού της τα ξερόκλαδα της φωλιάς του Κιαμήλ Μπέη και θυμάται με συμπόνια τους όμορφους κάτασπρους πελαργούς, με τα τριανταφυλλένια λαιμά και τα όμορφα πετάγματά τους, που έδιναν στο χωριό τους.
***
Μια άλλη μεγάλη καταιγίδα του Εθνους μας, η Μικρασιατική καταστροφή, πέταξε τη Θανασώ με την οικογένειά της, απέναντι, στο Μόλυβο της Λέσβου. Είναι τώρα πάνω από ογδόντα χρόνων, με παιδιά και εγγόνια. Διηγείται σε κείνα την ιστορία των τελευταίων πελαργών, την αδικία των πελαργών του Κιαμήλ Μπέη, για τις μαγικές ομορφιές της Ανατολής, για το περήφανο Καζ-ντακ με τα άγρια θηρία και τους αντρίκιους νόμους των ανθρώπων του, για τα πλούσια χώματα και τα μυρωδάτα λουλούδια της χαμένης πατρίδας της. Και όταν εκείνα απορημένα τη ρωτούν: γιατί γιαγιά Θανασώ φύγατε από τα χώματά σας; Ποιος ήταν η αιτία; Τότε εκείνη απαντά με σιγουριά. Οι Γάλλοι, παιδιά μου, οι «σύμμαχοί» μας. Λέτε μαθές να έχει δίκιο η Θανασώ;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου