24/12/08

Η μάχη στο Κεφαλόβρυσο.

Ο Μάρκος Μπότσαρης υπήρξε ηγετική μορφή της Επανάστασης. Γεννήθηκε στο Σούλι το 1790 και ήταν γιος του Κίτσου Μπότσαρη. Ύστερα από την πτώση του Σουλίου, πήγε στην Κέρκυρα μαζί με άλλους Σουλιώτες όπου κατατάχτηκε ως υπαξιωματικός στο ηπειρωτικό σώμα που συγκρότησαν οι Γάλλοι. Το 1814 έγινε μέλος της Φιλικής Εταιρίας. Αρχικά ο Μάρκος Μπότσαρης, μαζί με τον θείο του Νότη, αγωνιζόταν στο πλευρό των σουλτανικών δυνάμεων εναντίον του τυράννου της Ηπείρου, του Αλή Πασά, επειδή είχαν πάρει την υπόσχεση ότι θα ξαναγυρνούσαν στην πατρίδα τους. Βλέποντας ότι οι Τούρκοι αθετούσαν την υπόσχεση τους, όταν ο Αλή Πασάς πολιορκήθηκε από τα σουλτανικά στρατεύματα στα τέλη του 1820, ο Μπότσαρης ήρθε σε συνεννόηση μαζί του και ζήτησε τον επαναπατρισμό των Σουλιωτών, με αντάλλαγμα να βοηθήσουν τον Αλή στον αγώνα εναντίον των στρατευμάτων του Σουλτάνου, πράγμα που έγινε. Πρώτη του επιτυχία ήταν η νίκη στους Καμψάδες και στα Πέντε Πηγάδια και η κατάληψη των φρουρίων της Ρηγιάσας και της Ρινιάσσας. Ακολούθησαν οι νικηφόρες μάχες στο Κομπότι της Άρτας (3 Ιουλίου 1821) και στην Πλάκα, που του έδωσαν τον τίτλο του αρχιστράτηγου της Δυτικής Στερεάς Ελλάδας. Μάλιστα το γεγονός αυτό προκάλεσε την αντιζηλία των άλλων οπλαρχηγών κάτι το οποίο εξόργισε τον Μπότσαρη, ο οποίος μπροστά τους έσκισε το χαρτί του διορισμού του λέγοντας: "Όποιος είναι άξιος παίρνει το δίπλωμα αύριο μπροστά στον Εχθρό". Αυτή η μεγαλοπρεπής πράξη του αποδεικνύει την ανιδιοτέλειά του και την αγάπη του για την πατρίδα. Επίσης έλαβε μέρος στη μάχη του Πέτα που κατέληξε σε καταστροφή, ενώ βρέθηκε μεταξύ των υπερασπιστών του Μεσολογγίου στην πρώτη του πολιορκία στα τέλη του 1822, όπου παρασύροντας τους Τούρκους σε πλαστές συνομιλίες έδωσε χρόνο στους πολιορκημένους να ενισχύσουν τις οχυρώσεις.

**********
Στα μέσα του 1823, οι φήμες για νέα μεγάλη τουρκική εισβολή, στα πλαίσια μιας καινούργιας προσπάθειας συντριβής της επανάστασης, γίνονταν πραγματικότητα. Οι αψιμαχίες μεταξύ των καπεταναίων για τίτλους και στρατιωτικούς βαθμούς ήταν, ό,τι χειρότερο μπορούσε να συμβεί στη πιο κρίσιμη καμπή της εξέγερσης.
Ο Μάρκος Μπότσαρης, που η διοίκηση τον είχε ορίσει στρατηγό της Δυτικής Ελλάδας, βρίσκεται στο Κεράσοβο της Ακαρνανίας. Με επιστολή του, στις 19 Ιανουαρίου του 1823, γράφει στους καπεταναίους, ότι προσφέρεται να παραιτηθεί από το αξίωμά του, αν αυτό θα συντελούσε στο καλό της πατρίδας.
Ο αναπληρωτής του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, έπαρχου στην περιοχή της Αιτωλίας και Ακαρνανίας, Κ. Μεταξάς, σε μια προσπάθεια συμφιλίωσης των καπεταναίων για την αντιμετώπιση της νέας απειλής, μοιράζει αφειδώς βαθμούς στρατηγίας. Αρχές Ιουλίου τους συγκαλεί σε μια συμφιλιωτική σύσκεψη στα Κερασοβίτικα Καλύβια, όπου και τους όρισε και τις θέσεις τους. Τους Μάρκο Μπότσαρη, Γεώργιο Καραϊσκάκη, Κίτσο Τζαβέλα και Γιαννάκη Γιολδάση, με δύναμη 4.000 πολεμιστές, τους τοποθετεί στο Καρπενήσι.
Από την πλευρά των Τούρκων, δύο ασκέρια υπό τους Μουσταή Πασά της Σκόνδρας με 12.000 Αλβανούς και 3.000 Μιρντίτες (Αλβανοί ορεσίβιοι ρωμαιοκαθολικοί χριστιανοί) και Ομέρ Βρυώνη πασά των Ιωαννίνων με 4.000 αλβανούς, χωρισμένοι σε τρία τμήματα, ξεκινούν σε παράλληλη κάθοδο προς το Μεσολόγγι.
Ο Μουσταή Πασάς της Σκόνδρας, ζητά από τους αρματολούς να προσκυνήσουν και να ενταχτούν στη δύναμή του. Κάποιοι προσκύνησαν και εντάχθηκαν, όπως ο δολοφόνος του Κώστα Λεπενιώτη, Νίκος Θέος από τη Φουρνά. Η επέλαση του βεζίρη Μουσταή, μόνο τρόμο και καταστροφή έφερνε. Σαν έφτασε στ' Άγραφα έγραψε στον Καραϊσκάκη να προσκυνήσει. Ο άρρωστος από φυματίωση Καραϊσκάκης, σε μια προσπάθεια να συγκρατήσει το τμήμα του που τον εγκατέλειπε, απαντά πως φοβάται να προσκυνήσει και θα μείνει πιστός στο ντοβλέτι, αλλά δεν τα κατάφερε. Απογοητευμένος από τη διχόνοια των καπεταναίων και τους συντρόφους του να τον εγκαταλείπουν, αποσύρεται στο μοναστήρι του Προυσού. Από το τμήμα του, μόνο ο ατρόμητος Θανάσης Τσιάκας από το Μοναστηράκι των Αγράφων με 30 πολεμιστές παρενοχλεί τα φουσάτα του Μουσταή.
Ο Μουσταής, εισέρχεται στην Ευρυτανία από τα "Παλούκια" της Τατάρνας (του σημερινού Ραπτόπουλου), όμως, εκεί τον καρτερεί ο καπετάν Τσιάκας και του προξενεί μεγάλη ζημιά. Παρ' όλα αυτά, συνεχίζει την καταστρεπτική πορεία του και μπαίνοντας στα χωριά της Πρασιάς, πυρπολεί το Μοναστήρι του Προφήτη Ηλία στο Κυπαρίσσι, καίει το Μοναστήρι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στα Φουσιανά και καταστρέφει ολοσχερώς το Μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου στον συνοικισμό του Προδρόμου. Έπειτα, φτάνοντας στα Λεπιανά, πυρπολεί τη Μονή του Αγίου Δημητρίου, στη Γρανίτσα τη Μονή Εισοδίων της Θεοτόκου, στο Βίρνικο (Βέρνικο) τη Μονή του Αγίου Ιωάννη και στην Τατάρνα πυρπολεί την ιστορική Μονή Τατάρνας. Από εκεί, μέσω Βούλπης, φτάνει στη Βίνιανη, όπου πυρπολεί άλλη μια Μονή (δεν έχει διασωθεί ούτε το όνομά της) και περνώντας τον Μέγδοβα ποταμό, φτάνει, μέσω Στενώματος και Αγίου Αθανασίου, στο Καρπενήσι. Λίγο αργότερα καταφθάνει και ο θείος του, ο Τζελαλεντίν Μπέης από την Φθιώτιδα με 5.000 τουρκαρβανίτες.
Το τρίτο σώμα, υπό τον Άγο Βασιάρη, αποτελούμενο από 9.000 τουρκαλβανούς καταφθάνει κι αυτό από τη Ρεντίνα, μέσω Ζαχαράκη, Αι -Λια Νεοχωρίου, Πάτωμα και Καγκέλια Βελουχιού.
Με τον ερχομό τόσων τούρκικων στρατευμάτων, το Καρπενήσι, έγινε ένα απέραντο στρατόπεδο τουρκαλβανών, τα οποία ανασυγκροτούνται για την επόμενη καταστροφική πορεία τους, μια πορεία που είχε κατεύθυνση προς το Μεσολόγγι. Από τα σπίτια του Καρπενησίου μέχρι τη Μεσοχώρα και το Κεφαλόβρυσο, τα φουσσάτα του Μουσταή ξεπλένονται από τις σφαγές και ετοιμάζονται για νέες.
Ο Μουσταή Πασάς, κάλεσε τον αρματολό του Καρπενησίου Γιαννάκη Γιολδάση να έρθει να τον προσκυνήσει. Ο Γιολδάσης του απάντησε πονηρά, ότι δεν έχει αξία το δικό του το προσκύνημα, αν δεν πείσει και τους άλλους καπεταναίους να πράξουν το ίδιο και του ζητά δεκαπέντε μέρες προθεσμία, προκειμένου να το πράξει. Ο Μουσταής, δέχτηκε τη προθεσμία υπό τον όρο να του στείλει δύο ομήρους για εγγύηση. Κανείς όμως δεν δέχονταν να γίνει όμηρος του πασά, αφού, με τη λήξη της προθεσμίας, ήταν βέβαιος ο θάνατός του. Στο κίνδυνο να αγριέψει ο Πασάς και ν' αρχίσει τις σφαγές και τις καταστροφές, δέχτηκαν εθελοντικά να γίνουν όμηροι δύο γενναίοι πατριώτες. Ο Γιάννης Ράμος, πολεμιστής του Γιολδάση και ο εφημέριος της Λάσπης (Αγίου Νικολάου) παπα -Γιώργης.
Παράλληλα, από την Ακαρνανία όπου βρίσκεται, ο Μάρκος Μπότσαρης, στέλνει μήνυμα στους καπεταναίους, που, ανήμποροι και τρομοκρατημένοι να αντισταθούν στις χιλιάδες των τουρκαλβανών, λουφάζουν στα βουνά του Καρπενησίου. Από εκεί, μέσω Μεσολογγίου, αναχωρεί κρυφά και συναντιέται με τους καπεταναίους που διαφωνούσαν με τον βαθμό του.
Στη συνάντηση αυτή, ο Μάρκος, τόνισε την ανάγκη για ομόνοια και συμφιλίωση και δίνοντας πρώτος το παράδειγμα, σκίζει το δίπλωμα του στρατηγού λέγοντας: "Όποιος είναι άξιος, παίρνει του στρατηγού το δίπλωμα από το Σκόντρα Πασά". Έπειτα, εφοδιάζεται με πυρομαχικά και έχοντας μαζί του 1.250 πολεμιστές, εκ των οποίων οι 400 ήταν Σουλιώτες, φτάνει στο Μικρό Χωριό.
Ήταν προφανές, ότι ο Μάρκος ως σκοπό του είχε να χτυπήσει το στρατό του Μουσταή στο Καρπενήσι. Δεν έβρισκε, όμως, ανταπόκριση από τους Στερεοελλαδίτες καπεταναίους, λόγω της έχθρας που χώριζε αυτούς και τους Σουλιώτες. Ο Καραϊσκάκης, τους Σουλιώτες τους μισούσε από παλιά επεισόδια που είχαν μεταξύ τους στ' Άγραφα. Εκτός από τους Τζαβελαίους με τους οποίους συμφιλιώθηκε, το μίσος του για τους Μποτσαραίους δεν έσβηνε. Μόνο το Μάρκο αναγνώριζε ως ίσο, γενναίο πολεμιστή και άνθρωπο.
Στις 7 Αυγούστου, από το Μικρό Χωριό, ο Μάρκος στέλνει τρεις έμπιστούς του μέσα στο ασκέρι των Αλβανών για αναγνώριση. Έστειλε τον εξάδερφό του Θανάση Τούσια Μπότσαρη, το Θανάση Κουτσονίκα και το Γιάννη Μπαϊρακτάρη. Εισχωρούν πρωί μέσα στο στρατόπεδο και συλλέγοντας πολύτιμες πληροφορίες επέστρεψαν στο Μικρό Χωριό. Συγκαλεί σε συνάντηση τους ντόπιους καπεταναίους που στρατοπεδεύουν στα Λακώματα της Καλιακούδας, κοντά στο χωριό Κλαψί. Στην πρόσκλησή του γράφει: "Αδελφοί Καπεταναίοι. Εγώ ήρθα εδώ και σκοπόν έχω να προσβάλω τον πασά. Αν θέλετε κατεβάτε κάτω στον Άγιον Νικόλαον του χωριού Κλαψίου να κουβεντιάσουμε και να τον κτυπήσουμε μαζί και αν δεν θέλετε μην έρχεσθε".
Ο Ζυγούρης Τζαβέλας, οι Γιολδασαίοι, ο Φωτομάρας, ο Ζέρβας, ο Σιαδήμας και οι Κοντογιανναίοι από την Φθιώτιδα, ανταποκρινόμενοι στην πρόσκλησή του, βρέθηκαν στο Κλαψί, για να ακούσουν το σχέδιο του Μάρκου. Εκεί, ο Μάρκος, τους εξήγησε το σχέδιο της επίθεσης. Αυτός με τους πολεμιστές του, από την μεριά της ποταμιάς, θα προσεγγίσουν το κυρίως σώμα του εχθρού που βρίσκονταν στο Κεφαλόβρυσο και οι υπόλοιποι, θα το χτυπήσουν από τη μεριά της Μπιάρας. Λόγω της μικρής δύναμης πολεμιστών, μπροστά στον πολυάριθμο εχθρό, αυτός με τους δικούς του, θα εισβάλει νύχτα μέσα στο κέντρο του στρατοπέδου, ώστε να πετύχουν αιφνιδιασμό και σύγχυση στον εχθρό. Οι υπόλοιποι περί τους 2.000 θα τους χτυπούν πλαγιομετωπικά και παράλληλα θα αποτρέπουν κίνηση των άλλων δύο στρατοπέδων προς το Κεφαλόβρυσο. Ο Γιάννης Γιολδάσης, ακούγοντας το παράτολμο σχέδιο, φέρνει αντιρρήσεις. Προτείνει την από το νότο κατά μέτωπο επίθεση, σε μια προσπάθεια εξαναγκασμού του εχθρού να υποχωρήσει προς τη Θεσσαλία. Ανησυχεί, όμως, και για την τύχη των δυο ομήρων που άφησε ως εγγύηση στον πασά. Ο Μάρκος του απάντησε: "Ας παν κι αυτοί κορμπάνι για το γένος" κι έκλεισε με το αρχικό του σχέδιο.
Οι Σουλιώτες καπεταναίοι κάνουν διεισδύσεις από τον Άγιο Αντρέα και την Μπιάρα με στόχο τους τον έλεγχο της πρόσβασης προς τα ανατολικά του εχθρικού στρατοπέδου. Ασφαλίζουν τη μεγάλη και αφύλακτη στρατηγική διασέλα, βόρεια του Κώνισκου και την πρόσβαση από την Άγιο Ανδρέα - Μπιάρα και μέχρι τον Καρπενησιώτη ποταμό. Με την εκδήλωση της επίθεσης του Μάρκου στο στρατόπεδο του Κεφαλόβρυσου, το τμήμα αυτό θα χτυπούσε από τα ανατολικά. Παράλληλα βόρεια προς το μέρος του Καρπενησιού και δυτικά προς τη μεριά της Μεσοχώρας όπου βρίσκονταν οι 3.000 Μιρντίτες, ώστε να καθηλώσουν τα άλλα δύο αυτά εχθρικά στρατόπεδα στις θέσεις τους.
Αν και όλη η προεργασία της επίθεσης γίνονταν μυστικά, δεν έλειψαν οι προδότες που φρόντισαν να ενημερώσουν τον Μουσταή Πασά για τις προθέσεις του Μάρκου. Αυτός, υπεροπτικά, καθησύχαζε τους αξιωματικούς του, λέγοντάς τους, πως όλον τον καιρό αναζητεί να χτυπηθεί με κλέφτες, οι οποίοι έχουν χαθεί από το φόβο τους, αλλά υποψιάζονταν, ότι δε θα τολμήσουν να αναμετρηθούν με τον ασύγκριτα πολυάριθμο στρατό του. Ο Τζελαλεντίν Μπέης, επέμενε, ότι γνωρίζει το Μάρκο και ξέρει, ότι αψηφά τους κινδύνους και θα χτυπήσει. Ο Μουσταής, απαντά για το Μάρκο ειρωνικά. Μόνο ο Τότι Πρέγκα, ο αρχηγός των Μιρντιτών, λαμβάνει σοβαρά τα μηνύματα και χτίζει προχώματα.
Τα μεσάνυχτα 8 προς 9 Αυγούστου του 1823, πέντε ώρες μετά το βασίλεμα του ήλιου, ο Μάρκο(ς) Μπότσαρης με 350 μπαρουτοκαπνισμένους "Σουλιώτες", εκ των οποίων οι 20 Ευρυτάνες, χωρισμένοι σε μικρές ομάδες, εισβάλουν στο στρατόπεδο του Κεφαλόβρυσου από τη ποταμιά.
Ως γνωστόν, η ενδυμασία των τουρκαλβανών είναι πανομοιότυπη με τη φουστανέλα των Ελλήνων, επίσης ίδια είναι και η γλώσσα τους, η αρβανίτικη και αυτό το εκμεταλλεύεται ο Μάρκος με τους πολεμιστές του. Όμως, για να γνωρίζονται μεταξύ τους, φοράνε μαντίλια στο κεφάλι και ανασκουμπώνουν τα μανίκια τους. Οι Σουλιώτες, για την αναμεταξύ τους αναγνώριση (για την αποφυγή σύγχυσης), χρησιμοποιούν το σύνθημα "τσίλι γιε τι;" (ποιος είσαι συ;) και ως παρασύνθημα το "χέκουρ" (σίδερο). Με αυτόν τον τρόπο εισέβαλαν στο κέντρο του στρατοπέδου, χωρίς να τους πάρουν είδηση. Οι περισσότεροι τουρκαλβανοί κοιμόντουσαν και οι υπόλοιποι, αμέριμνοι από την ήσυχη νύχτα του Αυγούστου, δεν υποψιάζονται το κακό που τους περιμένει. Οι Σουλιώτες, σαν τα ξωτικά της νύχτας, διαβαίνουν ανάμεσά τους και μέσα απ' τις φορεσιές τους, σιγά -σιγά, φανερώνονται τα αστραφτερά γιαταγάνια τους.
Ξάφνου, τη γαλήνη της νυχτιάς την αναστατώνει η σάλπιγγα της επίθεσης. Τα σουλιώτικα γιαταγάνια δε γυαλίζουν πια από το φεγγαρόφωτο της νύχτας, αλλά από το αίμα των τρομοκρατημένων τουρκαλβανών, που προσπαθούν να κρυφτούν ακόμη και από την ίδια τους τη σκιά. Το Κεφαλόβρυσο, μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, μετατρέπεται σε ένα απέραντο σφαγείο ανθρώπων. Οι Σουλιώτες, αλαλάζοντας σαν τρελοί, δεν ανασαίνουν ούτε στιγμή. Ήταν ένας αγώνας δρόμου, για να μην προλάβουν οι τουρκαλβανοί να συνέρθουν και ο κάθε Σουλιώτης έσφαζε τους εχθρούς του τον έναν πίσω από τον άλλον. Βλέποντας τους "αήττητους" του Μουσταή Πασά της Σκόνδρας πανικοβλημένους και πνιγμένους στο αίμα, ορμούν με ακόμα περισσότερη μανία και ατέλειωτο πάθος. Μεγάλος είναι ο πανικός και η σύγχυση που επικρατεί στους τουρκαλβανούς. Δεν ξέρουν από ποιον να φυλαχτούν και σφάζονται μεταξύ τους.
Ο Μάρκος, που δεν χορταίνει τον πανικό που έσπειρε, ψάχνει για αξιωματούχους προς σφαγή. Με το βλέμμα του αετού που αναζητεί το θήραμά του και με το αιματοβαμμένο σπαθί στο χέρι του, τραυματίζεται κοντά στα σκέλια του από βόλι, αλλά αδιαφορεί και απτόητος συνεχίζει. Σώνει και καλά, ψάχνει να βρει το θύμα του. Ξάφνου βρίσκεται στο "κουλούρι του Καραγιάννη" που πίστεψε, ότι υπήρχαν αξιωματικοί και γεμάτος πάθος ορμά στον μαντρότοιχο. Δεν τα κατάφερε όμως. Ένα βόλι τον βρίσκει πάνω από το δεξί του μάτι και έγειρε, γονάτισε, έπεσε καταγής. Το λιοντάρι της Ηπείρου κείτεται πια νεκρό. Ο Θανάσης Τούσιας Μπότσαρης, ο ξάδερφος του Μάρκου, βλέποντάς τον πεσμένο στο χώμα, τον αρπάζει στις πλάτες του και με γρήγορες κινήσεις εγκαταλείπει το διαλυμένο πλέον στρατόπεδο. Σε λίγο ξημερώνει και το σύνθημα της αποχώρησης σηματοδοτεί το τέλος της μάχης.
Καθώς οι πρώτες αχτίδες του ήλιου διαπερνούν τον αχνό της πρωινής υγρασίας, ανακατεμένον μ' εκείνον του καμένου μπαρουτιού και του αίματος που αχνίζει, οι Σουλιώτες αποχωρούν χωρίς τον κίνδυνο να τους ακολουθήσει κανείς. Εξάλλου, οι τουρκαλβανοί, δεν συνειδητοποίησαν ακόμη τι τους συνέβη και συνεχίζουν να σφάζονται μεταξύ τους. Λουσμένοι πατόκορφα απ' το εχθρικό αίμα γελούν με το κατόρθωμά τους. Μαζί τους, εκτός τα πολλά λάφυρα, σέρνουν αιχμάλωτο και τον διοικητή του στρατοπέδου, τον Άγο Βασιάρη. Όταν απομακρύνονται αρκετά από το διαλυμένο στρατόπεδο και χάνονται οι κραυγές του πόνου και της απελπισίας, φτάνουν σε ένα αναπάντεχο θέαμα. Σε ένα πλάτωμα του Κώνισκου, βλέπουν τον αρχηγό τους, το Μάρκο, νεκρό. Δίπλα του, οι συνοδοί του σκυφτοί και αμίλητοι. Η χαρά της νίκης μετατρέπεται σε οδύνη και το μίσος της εκδίκησης τρελαίνει το μυαλό τους. Με μιας γονατίζουν τον αιχμάλωτο Άγο Βασιάρη μπρος στο σώμα του αρχηγού τους, όπως ορίζουν τα αρχαία πολεμικά έθιμα, και τον σφάζουν. Μια συνοδεία από 100 συντρόφους του, παιρνουν την σωρό του Μαρκου και την μετέφεραν στο Μεσολόγγι, πάνω στο άλογό του, στηριγμένο σαν να είχε καβαλικέψει. Τα λάφυρα των επαναστατών ήταν: 4 σημαίες, 1600 τουφέκια, 1800 πιστόλες, 300 σπαθιά, 1200 άλογα κι άλλα, κι άλλα. Οι Τούρκοι είχαν κοντά 2000 νεκρούς, ενώ οι Έλληνες 60 νεκρούς και 42 τραυματίες.
Περνώντας από τον Προυσό κάθισαν λίγο να ξαποστάσουν. Πήρε είδηση ο Καραϊσκάκης, και άρρωστος καθώς ήταν, κατέβηκε από το καλύβι του στο δρόμο τρεκλίζοντας, γονάτισε μπροστά στο κουφάρι του Μάρκου και μονολόγησε προφητικά για τον εαυτό του:
«Άμποτες ήρωα Μάρκο, από τέτοιο βόλι να πήγαινα κι εγώ».
Σε λίγο η πομπή ξεκίνησε για το Μεσολόγγι. Εκεί η υποδοχή του νεκρού ήταν αντάξια του μεγαλείου του. Η κηδεία στάθηκε γεγονός τόσο μεγαλοπρεπές που από μόνη της εμψύχωνε τα πλήθη και τα πότιζε πόθο για λευτεριά. Πάμπολλα ήταν τα τραγούδια που ύμνησαν την λεβεντιά του ήρωα και τον τραγικό χαμό του. Και τα τραγούδια αυτά έμεινα και έφτασαν ως εμάς για να θυμίζουν τις δύσκολες εκείνες μέρες που το έθνος μέσα από συμπληγάδες αγωνιζόταν για την ανεξαρτησία του.
«…Μεγάλος θρήνος έγινε μέσα στο Μεσολόγγι.
Το Μάρκο παν’ στην εκκλησιά, το Μάρκο παν’ στον τάφο.
Εξήντα παπάδες παν’ μπροστά και δέκα δεσποτάδες.
Κι από κοντά Σουλιώτισσες πάνε μοιρολογώντας.
Σηκώσου απάνω, Μάρκο μου, και μη βαριά κοιμάσαι.
Πώς να σηκωθώ, μωρέ παιδιά, και πως να αναβλέψω;
Έχω μολύβι στην καρδιά, και βόλια στο κορμί μου.
Κι ανάμεσα στο στήθος μου είμαι μαχαιρωμένος…»
Η είδηση του χαμού του Μάρκου Μπότσαρη ακούγεται σαν στρίγγλα και σχίζει βουνά και λαγκάδες σέρνοντας μοιρολόγια σε όλη την επαναστατημένη Ελλάδα. Ο Μάρκο(ς) Μπότσαρης, εκεί, στο Κεφαλόβρυσο, διάβηκε την πύλη της αιωνιότητας. Μαζί και 60 σύντροφοί του.
Το μίσος του Μουσταή Πασά της Σκόνδρας, έπειτα από το χαλασμό που του προξένησαν οι Σουλιώτες, δεν περιγράφεται. Περί τους χίλιους οι νεκροί αντάμα με τους τραυματίες, χώρια αυτοί που σκόρπισαν και δεν επέστρεψαν από τον πρωτόγνωρο τρόμο που έζησαν. Μα πάνω απ' όλα καταρρακώθηκε το ηθικό του στρατού του. Από τους δυο ομήρους του πασά, ο μεν Γιάννης Ράμος απαγχονίστηκε αμέσως, ο δε παπα-Γιώργης, τη νύχτα του χαλασμού, κατάφερε να δραπετεύσει.
Η μάχη του Κεφαλόβρυσου στο Καρπενήσι ήταν επιτυχής. Το αποτέλεσμά της, όμως, θα ήταν καλύτερο, αν δεν υπήρχε η αδικαιολόγητη καθυστέρηση συμμετοχής στη μάχη του τμήματος από την ανατολική πλευρά. Μόνο ο Κίτσος Τζαβέλλας με τους πολεμιστές του ενήργησε έγκαιρα, πράγμα που αποδείχτηκε σωτήριο για την έκβασή της. Η σύγχυση μεταδόθηκε και στα υπόλοιπα εχθρικά στρατόπεδα, τα οποία, μη γνωρίζοντας τι συμβαίνει, καθηλώθηκαν στις θέσεις τους. Μια ιστορική παράμετρος της μάχης, ήταν ο τρόπος κρούσης αυτής. Ήταν η πρώτη μάχη στη παγκόσμια πολεμική ιστορία με τα χαρακτηριστικά των σύγχρονων καταδρομών!

**********
Την εποχή της Τουρκοκρατίας, οι καλόγεροι και γενικά όσοι είχαν πρόσβαση στα εκκλησιαστικά βιβλία, κάθε φορά που σημειώνονταν κάποιο ιστορικό γεγονός, είτε επρόκειτο για σεισμό είτε για μάχη, σημείωναν σε λευκές σελίδες των βιβλίων αυτών, ή και στο περιθώριό τους μια μικρή αναμνηστική καταγραφή. Το παρακάτω κείμενο είναι μια τέτοια θύμιση από την Ακολουθία του Αγ. Βησσαρίωνος, της Ιεράς μονής Τατάρνας, με χρονολογία 1823.
ΘΥΜΗΣΗ : «Όντας ήρθε ο Σκόντρας Πασάς από τον τόπο του με δώδεκα χιλιάδες. Και ήρθε στα Τρίκαλα και έμασε και άλλους ντόπιους και έγιναν δέκα πέντε χιλιάδες Και έστειλε να προσκυνήσουν οι Καπεταναίοι όλοι. Και οι Καπεταναραίοι δεν το εδεχθήκανε κανένας να πάνε να προσκυνήσει. Και επήγαν και εχάλασαν του Στουρνάρα. Και έπειτα έστειλε να πάγη ο Καπετάν Καραϊσκάκης να τον προσκυνήσει που ήταν Καπετάνιος στα Άγραφα. Ούτε και αυτός επήγε. Και εκίνησαν οι Τούρκοι και επήραν τα Άγραφα σβάρνα καίγοντας και ήλθανε στα Απινιανά.
Και όθεν απεργούσαν δεν άφηναν τίποτε ούτε καλύβια και μοναστήρια και εκκλησίες, όλα τα έβαλαν φωτιά και έπειτα επήγαν μέσα στο Καρπενήσι και εστάθηκαν ένα μήνα και αμαζώχτηκαν οι Καπεταναρέοι και ήλθε και ο Μάρκος από το Μεσολόγγι με χίλιους Σουλιώτες. Μαζώχτηκαν στη Ράχη στη Χελιδόνα και έγιναν οι ρωμαίοι χιλιάδες τέσσερις. Και εσηκώθη ο Καπετάν Μάρκος με τ' ασκέρι του και επήγανε στην φωτιάν και οι άλλοι ήταν απέξω, όπου φύλαγαν τις (στράτες) και ο Μάρκος ερίχτηκε μέσα με το σπαθί και εκόπηκαν Τούρκοι οχτακόσιοι πενήντα πάνω Ρωμαίγοι ουδέ έξι και λαβωμένοι είκοσι πέντε. Και εκείνην την ημέρα την (που) επολέμησαν εσκοτώθη και ο Καπετάν Μάρκος. Το ασκέρι το Ρωμέικο εκρύωσε πολύ, ως τόσο ήταν φοβερός ο Καπετάνιος.»
**********
Ένα πουλί θαλασσινό,
καημένε Μάρκο Μπότσαρη.
Λέει σ’ ένα βουνίσιο,
Μάρκο Μπότσαρη, Σουλιώτη.
Εσκότωσαν το Μάρκο μας,
καημένε Μάρκο Μπότσαρη.
Ωχ, στην άκρη στο ποτάμι,
Μάρκο Μπότσαρη, Σουλιώτη.
Κι η μάνα του τον έκλαιγε,
καημένε Μάρκο Μπότσαρη.
Μάρκο μου πού το ’χεις το σπαθί,
καημένε Μάρκο Μπότσαρη.
που το ’χεις το ντουφέκι,
Μάρκο Μπότσαρη, Σουλιώτη.
Το πήραν τα συντρόφια μου
καημένε Μάρκο Μπότσαρη,
το πήραν τα παιδιά μου,
Μάρκο Μπότσαρη, Σουλιώτη.
Και με τους Τούρκους πολεμούν,
καημένε Μάρκο Μπότσαρη.
Και με του γκοντζαμπασήδες,
Μάρκο Μπότσαρη, Σουλιώτη.

Δεν υπάρχουν σχόλια: