ΠΟΛΥ ΑΣΧΗΜΟΙ ΚΑΙΡΟΙ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΝΕΟΥΣ:
Αντί στο δάσος
με τα συνομήλικά του τα παιδιά να παίζει
ο μικρότερός μου γιός,
πάνω απ’ τα βιβλία είναι συνεχώς σκυμμένος,
μιας και πιο πολύ του αρέσει να διαβάζει
για των λεφτάδων τις απάτες
και για τα μακελλειά των στρατηγών.
Όταν διαβάζει τη φράση πως οι νόμοι μας
σε πλούσιους και φτωχούς εξ ίσου απαγορεύουν
κάτω απ’ τα γεφύρια να κοιμούνται,
τον ακούω να γελάει ευτυχισμένος.
Κι όταν ανακαλύπτει
ότι κάποιου βιβλίου ο συγγραφέας τά ’χει πιάσει
για να γράψει ό,τι έγραψε,
το νεανικό μουτράκι του φωτίζεται και λάμπει.
Εγώ, απ’ τη μεριά μου, επιδοκιμάζω την επιλογή του
μολονότι –το λέω– πολύ θα ήθελα
νά ’μουν σε θέση να του χαρίσω μιαν εποχή καλή,
όπου ο γιόκας μου
στο δάσος θα πήγαινε να παίξει
παρέα με τους συνομηλίκους του.
ΣΧΟΛΙΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗ ΦΡΑΣΗ «ΤΗ ΒΑΡΒΑΡΟΤΗΤΑ Η ΒΑΡΒΑΡΟΤΗΤΑ ΤΗ ΦΕΡΝΕΙ», ΠΟΥ ΤΟΣΟ ΣΥΧΝΑ ΤΗΝ ΑΚΟΥΜΕ :
Όταν βλέπουν το ζευγά το βόδι να κεντρίζει,
γιατί το ξύλινο πανάρχαιο αλέτρι του
στα πετρολίθαρα τού χέρσου χωραφιού εκόλλησε,
φωνάζουν «Οποία ωμότης!» καθόσον αντιλαμβάνονται
πως με τη βουκέντρα το υνί δεν ξεκολλάει –
και νομίζουν όλοι τότε πως σχέδιο δεν υπάρχει,
ενώ στην πραγματικότητα
το σχέδιο ναι μεν υπάρχει,
πλην όμως είναι πήχτρα στα λάθη.
Εξ άλλου πώς να γίνει, αλήθεια,
η καλοσύνη να μπορέσει μόνη της
αυτό το τερατώδες στίψιμο των ανθρώπων
και αυτόν τον τεράστιο τροχό που τους κάνει κοπριά
να τον κρατήσει καθαρό και εν λειτουργία;
Να ελπίζουμε τάχα
πως δεν θα ξανακλαπεί
το γάλα απ’ των παιδιών το στόμα,
άμα διδαχθεί ο κλέφτης ν’ αγαπά τον πλησίον του;
Αν η βαρβαρότητα τη βαρβαρότητα φέρνει,
τότε και την καλοσύνη η καλοσύνη γεννά, και είναι ανίκητη,
οπότε και η ομορφιά είναι όμορφη, ακόμα και όταν
είναι μέσα στην κοπριά ώς το σαγώνι της χωμένη.
ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΟΠΟΙΟΣ ΜΕΝΕΙ, ΟΤΑΝ ΑΡΧΙΖΕΙ Ο ΑΓΩΝΑΣ :
Σπίτι του όποιος μένει, όταν αρχίζει ο αγώνας
κι αφήνει άλλους για την υπόθεσή του να παλέψουν,
πρέπει να ξέρει (για νά ’ναι προετοιμασμένος) ότι
όποιος δεν επήρε μέρος στον αγώνα
την ήττα αναγκαστικά θα μοιραστεί στο τέλος.
Και κάτι άλλο: ουδέποτε εν τέλει
αποφεύγει τον αγώνα
όποιος θέλει τον αγώνα ν’ αποφύγει –
καθώς
για του εχθρού του την υπόθεση θά ’χει παλέψει
όποιος για τη δική του δεν επάλεψε υπόθεση.
κι αφήνει άλλους για την υπόθεσή του να παλέψουν,
πρέπει να ξέρει (για νά ’ναι προετοιμασμένος) ότι
όποιος δεν επήρε μέρος στον αγώνα
την ήττα αναγκαστικά θα μοιραστεί στο τέλος.
Και κάτι άλλο: ουδέποτε εν τέλει
αποφεύγει τον αγώνα
όποιος θέλει τον αγώνα ν’ αποφύγει –
καθώς
για του εχθρού του την υπόθεση θά ’χει παλέψει
όποιος για τη δική του δεν επάλεψε υπόθεση.
ΑΝ ΜΕΙΝΟΥΝΕ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΟΠΩΣ ΕΙΝΑΙ:
Αν μείνουνε τα πράγματα όπως είναι
είσαστε χαμένοι.
Η μεταβολή, ναι, είναι εσάς ο φίλος σας,
και η διαφωνία ο σύμμαχός σας στον αγώνα.
Από το τίποτα
κάτι πρέπει εσείς να φτιάξετε,
οι δε του κόσμου οι παντοδύναμοι
να γίνουν πρέπει τίποτα.
Αυτό που ήδη κατέχετε αφήστε το·
πιάστε πάρτε αυτό που σας αρνιούνται.
ΠΟΛΛΟΙ ΕΙΝΑΙ ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΤΑΞΕΩΣ:
Πολλοί είναι υπέρ της τάξεως. Στρώνουν για να φαν
τραπεζομάντηλο (αν έχουν), ή με την παλάμη
σπρώχνουνε τα ψίχουλα στο πιάτο, αρκεί το χέρι τους
να μην είναι κουρασμένο· το τραπέζι τους ωστόσο
έχει στηθεί, όπως και το σπίτι τους, σ’ έναν κόσμο
μονίμως βουλιαγμένον στο βούρκο.
Αχ, τα ερμάριά τους – αυτά να είναι καθαρά κυρίως!
Στο έβγα της πόλης έχει μια φάμπρικα
που όλο αλέθει κόκκαλα – είναι η ματωμένη μάκινα
της υπεραξίας! Αχ, τί ωφελεί στ’ αλήθεια
νά ’σαι ώς το σαγώνι βουτηγμένος μες στις λάσπες
και να πασχίζεις μπας και κρατήσεις
των δαχτύλων σου τα νύχια
καθαρά;
ΟΠΟΙΟΣ ΑΜΥΝΕΤΑΙ:
Όποιος αμύνεται, όταν του κόβει την ανάσα
αυτός που του σφίγγει το λαιμό, προστατεύεται
από ρητή διάταξη του νόμου –
γι’ αυτό και κραυγάζει
πως ευρέθη σε νόμιμη άμυνα. Όμως
αυτός ο ίδιος νόμος το πρόσωπό του αποστρέφει
–και αν τυχόν ιδεί, αντιπαρέρχεται–,
όποτε αμύνεσθε, γιατί σας κόβουν το ψωμί.
Και βέβαια όποιος δεν τρώει πεθαίνει,
το ίδιο παθαίνει δε και όποιος τρώει ελάχιστα,
μόνο που αυτός αργεί λιγάκι να πεθάνει.
Και όσο πεθαίνει –μέρες και μήνες–
του απαγορεύεται η άμυνα.
ΣΤΟΥΣ ΑΠΟΓΟΝΟΥΣ ΜΑΣ:
Ι
Όντως ζω σε χρόνους ζοφερούς!
Η αθώα λέξη είναι κουταμάρα. Μέτωπο αζάρωτο
μόνο σε αναισθησία παραπέμπει. Κι όποιος γελάει
δεν έχει απλώς ακόμα μάθει
το φριχτό που τού 'χει ρθει μαντάτο.
Τί χρόνοι είναι τούτοι, οπού
και μια κουβέντα να πεις για τα δέντρα, περίπου έγκλημα είναι,
αφού περικλείει σιωπή για μύρια όσα αδικήματα!
Αυτόν που ήσυχος τραβάει το δρόμο του
γιατί κανείς πια φίλος του δεν τον προφταίνει,
άμα τυχόν βρεθείς σε αγάγκη μεγάλη;
Ναι, είναι αλήθεια: το ψωμί μου ακόμα το βγάζω·
αλλά πιστέψτε με: εντελώς από τύχη συμβαίνει. Τίποτα
απ’ όσα κάνω δεν δικαιολογεί τ’ ότ’ είμαι χορτάτος.
Και πάλι εντελώς από τύχη την έχω σκαπουλάρει. (Έτσι
και μου τελειώσει η τύχη, πάει,
πήγα καλλιά μου.)
Μου λένε: Τρώγε-πίνε! Και χαίρου που ’χεις!
Μα πώς να φάω και να πιώ, όταν
απ’ τον πεινασμένο το φαΐ μου αρπάζω, και όταν
το ποτήρι μου με το νερό του διψασμένου λείπει;
Κι όμως: και τρώω και πίνω.
Με χαρά μεγάλη μου θα γινόμουν ακόμα και σοφός.
Υπάρχουνε παλιά βιβλία να σου το μάθουν σοφός τί σημαίνει:
απ’ τους αγώνες του κόσμου ν’ απέχεις και τον σύντομο βίο σου
δίχως φόβους να περνάς και τρομάρες·
να τα βγάζεις δε πέρα χωρίς σε πράξεις βίας να προσφεύγεις,
και το κακό με το καλό εσύ ν’ ανταποδίδεις.
Αν δεν ικανοποιείς τις επιθυμίες σου
και εάν, μάλιστα, τις ξεχνάς κιόλας, αι, ναι!...
τότε θεωρείσαι πως είσαι σοφός.
Με ξεπερνούν όλα τούτα· δεν τα μπορώ.
Σε χρόνους –όντως– ζω ζοφερούς.
ΙΙ
Στις πόλεις έφτασα στης αταξίας τα χρόνια και του χάους,
τότε οπού βασίλευε παντού η πείνα.
Με τους ανθρώπους βρέθηκα στα χρόνια της εξέγερσης·
μαζί τους ξεσηκώθηκα και λόγου μου.
Έτσι πέρασαν τα χρόνια
που μου δόθηκαν να ζήσω στη γη.
Μεταξύ μαχών και σφαγών έτρωγα το φαΐ μου
και πλάι στους μακελλευτάδες κοιμόμουνα.
Ασύνετα τον έρωτα υπηρέτησα
και με τη φύση υπομονή ποτέ μου καμμία δεν έδειξα.
Έτσι πέρασαν τα χρόνια
που μου δόθηκαν να ζήσω στη γη.
Στα χρόνια τα δικά μου οι δρόμοι σε βγάζαν
σε λασπόβουρκους μόνο, σε βαλτοτόπια.
Η γλώσσα μου η ίδια –προδότρα– με παράδινε
στων σφαγέων τα χέρια.
Και πάρα πολλά δεν κατάφερα. Οι καταπιεστές, ωστόσο,
ασφαλέστεροι, νομίζω, θα νιώθανε δίχως εμένα.
Έτσι πέρασαν τα χρόνια
που μου δόθηκαν να ζήσω στη γη.
Οι δυνάμεις μου μικρές· ο δε στόχος
μακριά, πολύ μακριά.
Πλην όμως είταν ορατός, αν και για εμέ προσωπικά
σχεδόν απροσπέλαστος.
Έτσι πέρασαν τα χρόνια
που μου δόθηκαν να ζήσω στη γη.
ΙΙΙ
Εσείς, που δεν γνωρίσατε τον κατακλυσμό
που έπνιξε εμάς,
να θυμάστε να λογαριάζετε,
όταν θα μιλάτε για τις δικές μας αδυναμίες,
τους χρόνους του ζόφου
που εμείς περάσαμε
και εσείς γλυτώσατε.
Κι απ’ τα παπούτσια μας πιο συχνά τις χώρες αλλάζαμε,
όπου καταφεύγαμε πάντα όσο κρατούσε
της πάλης των τάξεων – απελπισμένοι:
να βλέπουμε το άδικο, και να μη γίνεται τίποτα.
Κι όμως, το ξέρουμε και το παραξέρουμε:
και το μίσος για την ταπεινοσύνη
μάς χαλάει τη φάτσα
και η οργή απ' την αδικία
τη φωνή μάς βραχνιάζει. Αχ, εμείς,
που θέλαμε να προετοιμάσουμε για τη φιλία το έδαφος,
ε μ ε ί ς
ουδέποτε μπορέσαμε να είμαστε φιλικοί οι ίδιοι.
Εσείς, όμως,
όταν θα ξημερώσει η μέρα η καλή,
οπού ο άνθρωπος πια βοηθός του ανθρώπου θα είναι,
ε σ ε ί ς
να μας θυμηθείτε και να μας λογαριάσετε
με κάθε επιείκεια.
Ι
Όντως ζω σε χρόνους ζοφερούς!
Η αθώα λέξη είναι κουταμάρα. Μέτωπο αζάρωτο
μόνο σε αναισθησία παραπέμπει. Κι όποιος γελάει
δεν έχει απλώς ακόμα μάθει
το φριχτό που τού 'χει ρθει μαντάτο.
Τί χρόνοι είναι τούτοι, οπού
και μια κουβέντα να πεις για τα δέντρα, περίπου έγκλημα είναι,
αφού περικλείει σιωπή για μύρια όσα αδικήματα!
Αυτόν που ήσυχος τραβάει το δρόμο του
γιατί κανείς πια φίλος του δεν τον προφταίνει,
άμα τυχόν βρεθείς σε αγάγκη μεγάλη;
Ναι, είναι αλήθεια: το ψωμί μου ακόμα το βγάζω·
αλλά πιστέψτε με: εντελώς από τύχη συμβαίνει. Τίποτα
απ’ όσα κάνω δεν δικαιολογεί τ’ ότ’ είμαι χορτάτος.
Και πάλι εντελώς από τύχη την έχω σκαπουλάρει. (Έτσι
και μου τελειώσει η τύχη, πάει,
πήγα καλλιά μου.)
Μου λένε: Τρώγε-πίνε! Και χαίρου που ’χεις!
Μα πώς να φάω και να πιώ, όταν
απ’ τον πεινασμένο το φαΐ μου αρπάζω, και όταν
το ποτήρι μου με το νερό του διψασμένου λείπει;
Κι όμως: και τρώω και πίνω.
Με χαρά μεγάλη μου θα γινόμουν ακόμα και σοφός.
Υπάρχουνε παλιά βιβλία να σου το μάθουν σοφός τί σημαίνει:
απ’ τους αγώνες του κόσμου ν’ απέχεις και τον σύντομο βίο σου
δίχως φόβους να περνάς και τρομάρες·
να τα βγάζεις δε πέρα χωρίς σε πράξεις βίας να προσφεύγεις,
και το κακό με το καλό εσύ ν’ ανταποδίδεις.
Αν δεν ικανοποιείς τις επιθυμίες σου
και εάν, μάλιστα, τις ξεχνάς κιόλας, αι, ναι!...
τότε θεωρείσαι πως είσαι σοφός.
Με ξεπερνούν όλα τούτα· δεν τα μπορώ.
Σε χρόνους –όντως– ζω ζοφερούς.
ΙΙ
Στις πόλεις έφτασα στης αταξίας τα χρόνια και του χάους,
τότε οπού βασίλευε παντού η πείνα.
Με τους ανθρώπους βρέθηκα στα χρόνια της εξέγερσης·
μαζί τους ξεσηκώθηκα και λόγου μου.
Έτσι πέρασαν τα χρόνια
που μου δόθηκαν να ζήσω στη γη.
Μεταξύ μαχών και σφαγών έτρωγα το φαΐ μου
και πλάι στους μακελλευτάδες κοιμόμουνα.
Ασύνετα τον έρωτα υπηρέτησα
και με τη φύση υπομονή ποτέ μου καμμία δεν έδειξα.
Έτσι πέρασαν τα χρόνια
που μου δόθηκαν να ζήσω στη γη.
Στα χρόνια τα δικά μου οι δρόμοι σε βγάζαν
σε λασπόβουρκους μόνο, σε βαλτοτόπια.
Η γλώσσα μου η ίδια –προδότρα– με παράδινε
στων σφαγέων τα χέρια.
Και πάρα πολλά δεν κατάφερα. Οι καταπιεστές, ωστόσο,
ασφαλέστεροι, νομίζω, θα νιώθανε δίχως εμένα.
Έτσι πέρασαν τα χρόνια
που μου δόθηκαν να ζήσω στη γη.
Οι δυνάμεις μου μικρές· ο δε στόχος
μακριά, πολύ μακριά.
Πλην όμως είταν ορατός, αν και για εμέ προσωπικά
σχεδόν απροσπέλαστος.
Έτσι πέρασαν τα χρόνια
που μου δόθηκαν να ζήσω στη γη.
ΙΙΙ
Εσείς, που δεν γνωρίσατε τον κατακλυσμό
που έπνιξε εμάς,
να θυμάστε να λογαριάζετε,
όταν θα μιλάτε για τις δικές μας αδυναμίες,
τους χρόνους του ζόφου
που εμείς περάσαμε
και εσείς γλυτώσατε.
Κι απ’ τα παπούτσια μας πιο συχνά τις χώρες αλλάζαμε,
όπου καταφεύγαμε πάντα όσο κρατούσε
της πάλης των τάξεων – απελπισμένοι:
να βλέπουμε το άδικο, και να μη γίνεται τίποτα.
Κι όμως, το ξέρουμε και το παραξέρουμε:
και το μίσος για την ταπεινοσύνη
μάς χαλάει τη φάτσα
και η οργή απ' την αδικία
τη φωνή μάς βραχνιάζει. Αχ, εμείς,
που θέλαμε να προετοιμάσουμε για τη φιλία το έδαφος,
ε μ ε ί ς
ουδέποτε μπορέσαμε να είμαστε φιλικοί οι ίδιοι.
Εσείς, όμως,
όταν θα ξημερώσει η μέρα η καλή,
οπού ο άνθρωπος πια βοηθός του ανθρώπου θα είναι,
ε σ ε ί ς
να μας θυμηθείτε και να μας λογαριάσετε
με κάθε επιείκεια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου