Ιερά Μονή Προφήτη Αγίου Δημητρίου Κρυονερίων: 1.
Στη θέση “Σέλπερη”, νότια του χωριού Κρυονέρια, στη μέση της πλαγιάς “Αετοράχη”, βρίσκεται το διαλυμένο από το 1833 μοναστήρι του Αγίου Δημητρίου.
Η ίδρυσή του συνδέεται με τον πρώτο ηγούμενό του Δαμιανό. Μία νύχτα του 1805 ο Κρυονερίτης βοσκός Δημήτριος Τσουνόπουλος, “ωνηρεύθη μίαν ιεράν εικόνα εις έν μέρος πλησίον του χωριού Κουτολίστας και ότι υποχρεούτο από τον Άγιο Δημήτριο να του ανεγείρη εκεί ναόν, εις τον οποίον και να αφιερωθή φαμελιακώς... Ξύπνησε, πήγε στον ωρισμένο τόπο, έσκαψε. Το εικόνισμα ήταν θαμμένο εκεί. Έτρεξε όλο το χωριό. Είπε το περιστατικό, διαλάλησε το όνειρό του. Άλλοι τον πίστεψαν, άλλοι όχι. Προθυμία όμως δεν έδειχνε κανείς να δώση γρόσια για εκκλησία καινούργια...”.
Ο Δ. Τσουνόπουλος όμως δεν απογοητεύτηκε. Πήγε στα Γιάννενα και ζήτησε την άδεια του Αλή Πασά (στή δικαιοδοσία του οποίου υπαγόταν η περιοχή) για να κάνη έρανο και να κτίση το μοναστήρι. Αφού πήρε την σχετική άδεια περιόδευσε τα χωριά των Κραββάρων, συγκεντρώνοντας αρκετά χρήματα. Έκτισε το μοναστήρι και έγινε μοναχός με το όνομα Δαμιανός.
Αργότερα το 1819, ο Δαμιανός πέτυχε να εκδοθή “Σιγίλιο” του Οικουμενικού πατριάρχη Γρηγορίου του Ε’, με το οποίο το μοναστήρι ανακηρύχθηκε Πατριαρχικό και Σταυροπηγιακό.
Το Καθολικό του μοναστηριού διασώζεται μέχρι σήμερα. Έχει διαστάσεις 12 x 6,40 μ. και παραδοσιακή δόμηση. Στην πέτρινη σκεπή του προεξέχει ένας μικρός τρουλλίσκος, με πέντε μικρούς φεγγίτες στα πλάγια. Επάνω από την μεσημβρινή είσοδο του ναού υπάρχει η κτιτορική πλάκα με ανάγλυφο σταυρό και την χρονολογία 1805.
Σε απόσταση 25 περίπου μ. βόρεια από τον ναό, υπάρχει μικρό παρεκκλήσι (γνωστό και σαν “μετόχι”) αφιερωμένο στον Προφήτη Ηλία. Έχει διαστάσεις 5,30 x 4,20 μ. και κτίσθηκε το 1818.
Κοντά στο μετόχι βρισκόταν και ο “Στύλος”, όπου ασκήτευε ο Δαμιανός. Κτίσθηκε και αυτός το 1818 και σήμερα σώζεται η βάση του διαστάσεων 2,5 x 2,5 μ. Νοτιοδυτικά του Καθολικού σώζονται ερείπια από τις κτιριακές εγκαταστάσεις του παλιού μοναστηριού.
Εκτός από τον ιδρυτή Δαμιανό άλλοι γνωστοί μοναχοί του μοναστηριού είναι οι εξής: α) Χρύσανθος. Διετέλεσε ηγούμενος από το 1825 μέχρι το 1834 και παρέμεινε στο μοναστήρι μέχρι και μετά το 1845. β) Ζωσιμάς. Καταγόταν από την Λομποτινά και εγκαταστάθηκε στο μοναστήρι το 1805 με τα δύο παιδιά του, τον Άνθιμο και τον Αγαθάγγελο. γ) Αγάπιος, Νικόδημος, Κωνστάντιος και Κυπριανός που αναφέρονται το 1845.
Η πρώτη περιουσία του μοναστηριού προήλθε από τα πατριακά κτήματα του ηγουμένου Δαμιανού. Στην συνέχεια το μοναστήρι εκμεταλλεύτηκε δύο χωράφια της γυναίκας του, καθώς επίσης και τα κτήματα του μοναχού Ζωσιμά στην Άνω Χώρα.
Το 1833 που διαλύθηκε το μοναστήρι είχε στην κυριότητά του τα εξής κτήματα και μετόχια: α) Της γύρω περιοχής του μοναστηριού με αγρούς, αμπέλια και διάφορα δένδρα. β) Της Λομποτινάς. γ) Της Βοϊτσάς με ναό - μετόχι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. δ) Της Τέρνοβας. ε) Του Κονταρά στη Γαυρολίμνη με ναό - μετόχι του Αγίου Γεωργίου. Η υπολογίσημη αυτή περιουσία περιήλθε τελικά στο Εκκλησιαστικό Ταμείο που ιδρύθηκε στις 1 Δεκεμβρίου 1834.
Τα άγια λείψανα και τα υπόλοιπα ιερά κειμήλια του μοναστηριού, μετά την διάλυσή του, μεταφέρθηκαν και παραλήφθηκαν από τον έπαρχο Ναυπάκτου και στην συνέχεια παραδόθηκαν σε άλλα διατηρημένα μοναστήρια.
Πολλές προσπάθειες (1837, 1845, 1846, 1862) των κατοίκων της ορεινής Ναυπακτίας για την επανίδρυση του μοναστηριού, δεν έφεραν αποτέλεσμα, παρ’ ότι το 1845 υπήρχε αδελφότητα έξι μοναχών.
Ιερά Μονή Προφήτη Αγίου Δημητρίου Κρυονερίων : 2.
Το μοναστήρι του Αγίου Δημητρίου, παρά τη σύντομη ζωή του, συνδέθηκε στενά με τον ιδρυτή του Δαμιανό (Δημήτρη Τσουνόπουλο ) και τα Κρυονέρια. Συνέβαλε πολύ στην προετοιμασία της Επαναστάσεως των Κραβάρων το 1821 και έδωσε αξιόλογη βοήθεια στα διερχόμενα σώματα και τοπικά στρατόπεδα. Δέχτηκε πολλούς κατατρεγμένους κατοίκους της περιοχής προ και κατά την διάρκεια της επαναστατικής περιόδου και έκανε αισθητή την παρουσία του σε πολλές περιστάσεις. Επί πλέον όμως με το μοναστήρι συνδέονται και αρκετά άγνωστα μέχρι τώρα στοιχεία και γεγονότα που έχουν σχέση με τους κατοίκους και τη ζωή του τότε χωριού.
Κάπως παράξενο φαίνεται το ξεκίνημα του. Μία νύχτα του 1805 ο Κρυονερίτης Δημήτρης Τσουνόπουλος ονειρεύτηκε μία ιερή εικόνα σε ένα μέρος πλησίον του χωρίου Κρυονέρια και ότι υποχρεούται από τον Άγιο Δημήτριο να του ανεγείρει εκεί ναό στον οποίον και να αφιερωθεί οικογενειακώς. Ξύπνησε, πήγε στον ορισμένο τόπο, έσκαψε. Το εικόνισμα ήταν θαμμένο εκεί. Έτρεξε σε όλο το χωριό. Είπε το περιστατικό, διαλάλησε το όνειρο του. Άλλοι τον πίστεψαν, άλλοι όχι. Προθυμία όμως δεν έδειχνε κανείς να δώσει γρόσια για εκκλησιά καινούργια. Όποιος είχε μετρητό ‘‘παρά‘‘ τον εφύλαγε. Του κάκου δερνόταν ο Τσουνόπουλος.Ο πρώτος δισταγμός των χωριανών του δεν τον αποθάρρυνε. Ο Τσουνόπουλος, όπως έδειξε αργότερα, δεν ήταν άνθρωπος που απογοητεύεται αμέσως. Αποφασισμένος να ικανοποιήσει τον Άγιο πήρε μια τολμηρή αλλά και σκόπιμη απόφαση. Πήγε στα Γιάννενα, είπε το περιστατικό στον Αλή Πασά, στη δικαιοδοσία του οποίου υπαγόταν η περιοχή, και ζήτησε την άδεια του για να κάνει έρανο και να κτίσει το μοναστήρι. Ο Αλής, που ενδιαφερόταν να έχει φίλους στα Κράβαρα για δικούς του σκοπούς, δεν έχασε την ευκαιρία και αμέσως έβγαλε μπουγιουρδί «... προς απαντάς τους επαρχιώτας Κραβάρων διά να τον συνδράμωσιν εξ άπαντος διά την ανέγερσιν και αποκατάστασιν του μοναστηρίου καθ' ό απεκαλύφθη εις τον επονομασθέντα Δαμιανόν...». Η απόφαση του Δαμιανού για το ταξίδι φαίνεται να μην έγινε μόνο με δική του σκέψη. Ο Δαμιανός είχε στενή φιλία με τους Καναβαίους της Λομποπινάς που μπροστά από το 1800 έγιναν κοτσαμπάσηδες της περιοχής και ανέκαθεν βρίσκονταν σε καλές σχέσεις με τον Αλή Πασά και εξυπηρετούσαν τα συμφέροντα του στην Ορεινή Ναυπακτία. Γνωρίζοντας τις μεθόδους του αλλά και τους πιθανούς κινδύνους από το αυθαίρετο κτίσιμο του μοναστηρίου, δεν αποκλείεται, καθώς αρκετά στοιχεία δεν υπάρχουν, να υπέδειξαν στο Δαμιανό πως έπρεπε να ενεργήσει. Αλλά και η πρόθυμη χορήγηση της αδείας από τον Αλή δεν φαίνεται να μην έχει σχέση με μια ανέξοδη εξυπηρέτηση των φίλων του, των Καναβαίων. Με την άδεια στο χέρι ο Δαμιανός γύρισε πάλι στο χωριό του. Άρχισε τις περιοδείες και τους εράνους στα γύρω χωριά, γρήγορα συγκέντρωσε αρκετά χρήματα και έκτισε το μοναστήρι στο μέρος που βρήκε την εικόνα που ήταν και πατρικό του χωράφι.
Από έγγραφα στοιχεία και την κτητορική πλάκα που βρίσκεται πάνω από τη μεσημβρινή πόρτα του, φαίνεται ότι το μοναστήρι κτίστηκε το 1805. Η κτητορική πλάκα έχει στο κέντρο ανάγλυφο το σχήμα του σταυρού, στο πάνω μέρος τη χρονολογία 1805 και στο κάτω δύο κυπαρίσσια στηριγμένα σε κύκλους που βρίσκονται δεξιά και αριστερά της βάσης του σταυρού.
Μετά το κτίσιμο του μοναστηριού ο Δαμιανός φαίνεται να παρουσιάστηκε στο Δεσπότη, να του ανάφερε τη δουλειά που έκαμε και την πρόθεση του να καλογερέψει και να του ζήτησε να τον κάμει ηγούμενο του νέου μοναστηριού για να συνεχίσει το έργο του.Τότε άλλαξε και το όνομα του από Δημήτρης σε Δαμιανός. Ανεξάρτητα από ποια πλευρά μπορεί κανείς να κρίνει το ξεκίνημα του Δαμιανού για το κτίσιμο του μοναστηριού (όνειρο, πίστη, σκοπιμότητα κλπ.) τα γεγονότα που επακολούθησαν με την παραχώρηση της περιουσίας του, την εκμετάλλευση της προς όφελος του μοναστηριού, το μεγάλωμα της, τη μετέπειτα εθνική δράση του Δαμιανού κλπ. ανταποκρίθηκαν και προς τις θρησκευτικές και τις εθνικές επιδιώξεις της τότε εποχής και δικαίωσαν τον ιδρυτή του. Το μοναστήρι βρίσκεται στην τοποθεσία «Σέλπερη» νοτίως των Κρυονερίων σε απόσταση μιας ώρας δρόμου από το χωριό. Είναι στη μέση περίπου της πλαγιάς που λέγεται Αετοράχη σε μέρος κάπως ομαλό και με μικρή κλίση προς τα ανατολικά. Η τοποθεσία αυτή ανατολικά έχει περιορισμένες καλλιεργήσιμες εκτάσεις που σε μικρή απόσταση καταλήγουν σε απότομη πλαγιά. Το δυτικό της μέρος είναι αρκετά απότομο και σκεπασμένο με ελάτια. Η βόρεια πλευρά κατεβαίνει με μεγάλη κλίση, ισιάζει κοντά στο μοναστήρι και εν συνεχεία, σε μικρή απόσταση προς το νότιο μέρος, κατηφορίζει πάλι απότομα. Όλη η έκταση τριγύρω είναι σκεπασμένη με ελάτια. Ο παλιός δρόμος, γιατί το 1984 έγινε και νέος δασικός που ξεκινάει από την περιοχή της Λάλκας, σ' όλη τη διαδρομή περνάει μέσα σε πυκνά δάση, κατεβαίνει με συνεχείς στροφές από τη βόρεια πλευρά και συνεχίζει προς τα νότια. Μικρά μονοπάτια οδηγούν τόσο προς το ανατολικό όσο και προς το δυτικό μέρος. Σαν τοποθεσία παρουσιάζει υπέροχο θέαμα και βρίσκεται στο κέντρο σχεδόν της περιοχής που ορίζεται από τα χωριά Κρυονέρια, Ελατόβρυση, Άνω Χώρα και Αμπελακιώτισσα. Το Καθολικό βρίσκεται και σήμερα σε καλή κατάσταση. Έχει τέσσερις πόρτες (δύο στη νότια πλευρά, μία στη δυτική και μία στη βόρεια), δύο στενά παράθυρα και πέντε μικρούς φεγγίτες. Στην πέτρινη σκεπή του προεξέχει μικρός τρούλος με πέντε μικρούς στενό μακρους φεγγίτες στα πλάγια.Το εσωτερικό του έχει σχήμα καμάρας με υψωμένο κατά 20 περίπου πόντους το ιερό και περί το ένα μέτρο το δυτικό τμήμα που είναι ο νάρθηκας. Οι σωζόμενες εικόνες δεν είναι αξιόλογες τα δε παλιότερα λειτουργικά βιβλία έχουν εξαφανισθεί. Το αρχικό κτίριο του μοναστηριού είχε μια πόρτα στη νότια πλευρά, δύο παράθυρα και τρεις φεγγίτες. Το ιερό εξωτερικά έχει τριπλή σειρά τούβλων που προεξέχουν και σχηματίζουν ζώνες που σπάνε τη μονοτονία του τοίχου. Οι διαστάσεις του κτιρίου αυτού είναι περίπου 6,40 μέτρα πλάτος, 12 μήκος και 4,40 ύψος.Το κτίριο αυτό κάηκε από τους Τούρκους το 1828 χωρίς όμως να πάθει σοβαρές ζημιές γιατί εκτός από το τέμπλο και την πόρτα που ήταν ξύλινα το άλλο κτίριο είναι πέτρινο. Οι καλόγεροι το επισκεύασαν μετά την απελευθέρωση και τότε πρόσθεσαν στο δυτικό τμήμα τους τοίχους που καλύπτουν το νάρθηκα και αυξήσανε τον αρχικό χώρο κατά 4,30 περίπου μέτρα.Στο πρόσθετο αυτό τμήμα είναι οι τρεις πόρτες και δύο φεγγίτες, πάνω δε από την πόρτα της δυτικής πλευράς υπήρχε και μικρή σκεπή που στηριζόταν σε τρεις πέτρες που προεξείχαν. Στα βόρεια του μοναστηριού σε απόσταση 25 περίπου μέτρων και σε ψηλότερο επίπεδο κατά 5 περίπου μέτρα βρίσκεται ακόμα σε καλή κατάσταση το μικρό εκκλησάκι του Αϊ-Λιά που είναι γνωστό και σαν «μετόχι» διαστάσεων περίπου 5,30 επί 4,2 μέτρων και ύψους 3. Όπως φαίνεται από εντοιχισμένη επιγραφή σε μελιστόπετρα που ξεχωρίζει στη βάση της μεσημβρινής πλευράς του τοίχου αυτό κτίστηκε το 1818. Από τις τέσσερις σειρές της επιγραφής αυτής των δύο καταστράφηκαν τα γράμματα. Δίπλα από το μετόχι αυτό, προς το μέρος του ιερού, βρισκόταν ο στύλος του Δαμιανού, που κτίστηκε το 1818 και σώζεται η βάση του διαστάσεων 2,5x2,5 μέτρων περίπου. Στα νοτιοδυτικά του μοναστηριού βρίσκονται τα ερείπια στενόμακρων κελιών που χρησίμευαν για κατοικία των καλόγερων και για την εξυπηρέτηση των προσκυνητών. Για τις άλλες ανάγκες του μοναστηριού (αποθήκες, σταύλοι) υπήρχαν άλλα κτίρια από τα οποία σώζεται ένα μόνον που κατοικούσε η οικογένεια του Δαμιανού. Στην απεριποίητη σήμερα κληματαριά, που βρίσκεται στη μεσημβρινή πλευρά, κρεμόταν μέχρι τα τελευταία χρόνια το παλιό του σήμαντρο. Η νοτιοανατολική πλευρά σε μεγάλη έκταση καλλιεργείταν όπως φαίνεται και τώρα με τα μεγάλα δέματα να συγκρατούν το χώμα και πολλά δένδρα κερασιές, καστανιές, κορομηλιές που βρίσκονται και τώρα στο χώρο αυτό. Βορειοανατολικά του ιερού του μοναστηριού και σε απόσταση δέκα περίπου μέτρων δίπλα στο σπίτι του Δαμιανού είναι η πέτρινη βρύση που έφερναν με κεραμιδοσωλήνες τα νερά της πηγής που βρίσκεται εκατό περίπου μέτρα ανατολικότερα.Μεταξύ της νότιας πλευράς του μοναστηριού, των κελιών και των αποθηκών και γύρω από την πλακόστρωτη αυλή βρίσκονταν πεζούλια για την εξυπηρέτηση των επισκεπτών. Περί τα 150 περίπου μέτρα νότια του μοναστηριού ήταν ο χώρος που χρησίμευε για νεκροταφείο.Μετά το θάνατο του Δαμιανού κατά την Έξοδο του Μεσολογγιού (1826) και την προχώρηση των Τούρκων στην Ορεινή Ναυπακτία ο Κιουταχής εκδικούμενος τον αείμνηστο μάρτυρα δήμευσε την περιουσία της Μονής και την παρέδωσε εις την εν Δερβέκιστα Μονή του Προδρόμου. Μόλις όμως διώχτηκαν οι Τούρκοι από τη Ναυπακτία το μοναστήρι ξαναπήρε τη διαχείριση της περιουσίας του.
Στη θέση “Σέλπερη”, νότια του χωριού Κρυονέρια, στη μέση της πλαγιάς “Αετοράχη”, βρίσκεται το διαλυμένο από το 1833 μοναστήρι του Αγίου Δημητρίου.
Η ίδρυσή του συνδέεται με τον πρώτο ηγούμενό του Δαμιανό. Μία νύχτα του 1805 ο Κρυονερίτης βοσκός Δημήτριος Τσουνόπουλος, “ωνηρεύθη μίαν ιεράν εικόνα εις έν μέρος πλησίον του χωριού Κουτολίστας και ότι υποχρεούτο από τον Άγιο Δημήτριο να του ανεγείρη εκεί ναόν, εις τον οποίον και να αφιερωθή φαμελιακώς... Ξύπνησε, πήγε στον ωρισμένο τόπο, έσκαψε. Το εικόνισμα ήταν θαμμένο εκεί. Έτρεξε όλο το χωριό. Είπε το περιστατικό, διαλάλησε το όνειρό του. Άλλοι τον πίστεψαν, άλλοι όχι. Προθυμία όμως δεν έδειχνε κανείς να δώση γρόσια για εκκλησία καινούργια...”.
Ο Δ. Τσουνόπουλος όμως δεν απογοητεύτηκε. Πήγε στα Γιάννενα και ζήτησε την άδεια του Αλή Πασά (στή δικαιοδοσία του οποίου υπαγόταν η περιοχή) για να κάνη έρανο και να κτίση το μοναστήρι. Αφού πήρε την σχετική άδεια περιόδευσε τα χωριά των Κραββάρων, συγκεντρώνοντας αρκετά χρήματα. Έκτισε το μοναστήρι και έγινε μοναχός με το όνομα Δαμιανός.
Αργότερα το 1819, ο Δαμιανός πέτυχε να εκδοθή “Σιγίλιο” του Οικουμενικού πατριάρχη Γρηγορίου του Ε’, με το οποίο το μοναστήρι ανακηρύχθηκε Πατριαρχικό και Σταυροπηγιακό.
Το Καθολικό του μοναστηριού διασώζεται μέχρι σήμερα. Έχει διαστάσεις 12 x 6,40 μ. και παραδοσιακή δόμηση. Στην πέτρινη σκεπή του προεξέχει ένας μικρός τρουλλίσκος, με πέντε μικρούς φεγγίτες στα πλάγια. Επάνω από την μεσημβρινή είσοδο του ναού υπάρχει η κτιτορική πλάκα με ανάγλυφο σταυρό και την χρονολογία 1805.
Σε απόσταση 25 περίπου μ. βόρεια από τον ναό, υπάρχει μικρό παρεκκλήσι (γνωστό και σαν “μετόχι”) αφιερωμένο στον Προφήτη Ηλία. Έχει διαστάσεις 5,30 x 4,20 μ. και κτίσθηκε το 1818.
Κοντά στο μετόχι βρισκόταν και ο “Στύλος”, όπου ασκήτευε ο Δαμιανός. Κτίσθηκε και αυτός το 1818 και σήμερα σώζεται η βάση του διαστάσεων 2,5 x 2,5 μ. Νοτιοδυτικά του Καθολικού σώζονται ερείπια από τις κτιριακές εγκαταστάσεις του παλιού μοναστηριού.
Εκτός από τον ιδρυτή Δαμιανό άλλοι γνωστοί μοναχοί του μοναστηριού είναι οι εξής: α) Χρύσανθος. Διετέλεσε ηγούμενος από το 1825 μέχρι το 1834 και παρέμεινε στο μοναστήρι μέχρι και μετά το 1845. β) Ζωσιμάς. Καταγόταν από την Λομποτινά και εγκαταστάθηκε στο μοναστήρι το 1805 με τα δύο παιδιά του, τον Άνθιμο και τον Αγαθάγγελο. γ) Αγάπιος, Νικόδημος, Κωνστάντιος και Κυπριανός που αναφέρονται το 1845.
Η πρώτη περιουσία του μοναστηριού προήλθε από τα πατριακά κτήματα του ηγουμένου Δαμιανού. Στην συνέχεια το μοναστήρι εκμεταλλεύτηκε δύο χωράφια της γυναίκας του, καθώς επίσης και τα κτήματα του μοναχού Ζωσιμά στην Άνω Χώρα.
Το 1833 που διαλύθηκε το μοναστήρι είχε στην κυριότητά του τα εξής κτήματα και μετόχια: α) Της γύρω περιοχής του μοναστηριού με αγρούς, αμπέλια και διάφορα δένδρα. β) Της Λομποτινάς. γ) Της Βοϊτσάς με ναό - μετόχι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. δ) Της Τέρνοβας. ε) Του Κονταρά στη Γαυρολίμνη με ναό - μετόχι του Αγίου Γεωργίου. Η υπολογίσημη αυτή περιουσία περιήλθε τελικά στο Εκκλησιαστικό Ταμείο που ιδρύθηκε στις 1 Δεκεμβρίου 1834.
Τα άγια λείψανα και τα υπόλοιπα ιερά κειμήλια του μοναστηριού, μετά την διάλυσή του, μεταφέρθηκαν και παραλήφθηκαν από τον έπαρχο Ναυπάκτου και στην συνέχεια παραδόθηκαν σε άλλα διατηρημένα μοναστήρια.
Πολλές προσπάθειες (1837, 1845, 1846, 1862) των κατοίκων της ορεινής Ναυπακτίας για την επανίδρυση του μοναστηριού, δεν έφεραν αποτέλεσμα, παρ’ ότι το 1845 υπήρχε αδελφότητα έξι μοναχών.
Ιερά Μονή Προφήτη Αγίου Δημητρίου Κρυονερίων : 2.
Το μοναστήρι του Αγίου Δημητρίου, παρά τη σύντομη ζωή του, συνδέθηκε στενά με τον ιδρυτή του Δαμιανό (Δημήτρη Τσουνόπουλο ) και τα Κρυονέρια. Συνέβαλε πολύ στην προετοιμασία της Επαναστάσεως των Κραβάρων το 1821 και έδωσε αξιόλογη βοήθεια στα διερχόμενα σώματα και τοπικά στρατόπεδα. Δέχτηκε πολλούς κατατρεγμένους κατοίκους της περιοχής προ και κατά την διάρκεια της επαναστατικής περιόδου και έκανε αισθητή την παρουσία του σε πολλές περιστάσεις. Επί πλέον όμως με το μοναστήρι συνδέονται και αρκετά άγνωστα μέχρι τώρα στοιχεία και γεγονότα που έχουν σχέση με τους κατοίκους και τη ζωή του τότε χωριού.
Κάπως παράξενο φαίνεται το ξεκίνημα του. Μία νύχτα του 1805 ο Κρυονερίτης Δημήτρης Τσουνόπουλος ονειρεύτηκε μία ιερή εικόνα σε ένα μέρος πλησίον του χωρίου Κρυονέρια και ότι υποχρεούται από τον Άγιο Δημήτριο να του ανεγείρει εκεί ναό στον οποίον και να αφιερωθεί οικογενειακώς. Ξύπνησε, πήγε στον ορισμένο τόπο, έσκαψε. Το εικόνισμα ήταν θαμμένο εκεί. Έτρεξε σε όλο το χωριό. Είπε το περιστατικό, διαλάλησε το όνειρο του. Άλλοι τον πίστεψαν, άλλοι όχι. Προθυμία όμως δεν έδειχνε κανείς να δώσει γρόσια για εκκλησιά καινούργια. Όποιος είχε μετρητό ‘‘παρά‘‘ τον εφύλαγε. Του κάκου δερνόταν ο Τσουνόπουλος.Ο πρώτος δισταγμός των χωριανών του δεν τον αποθάρρυνε. Ο Τσουνόπουλος, όπως έδειξε αργότερα, δεν ήταν άνθρωπος που απογοητεύεται αμέσως. Αποφασισμένος να ικανοποιήσει τον Άγιο πήρε μια τολμηρή αλλά και σκόπιμη απόφαση. Πήγε στα Γιάννενα, είπε το περιστατικό στον Αλή Πασά, στη δικαιοδοσία του οποίου υπαγόταν η περιοχή, και ζήτησε την άδεια του για να κάνει έρανο και να κτίσει το μοναστήρι. Ο Αλής, που ενδιαφερόταν να έχει φίλους στα Κράβαρα για δικούς του σκοπούς, δεν έχασε την ευκαιρία και αμέσως έβγαλε μπουγιουρδί «... προς απαντάς τους επαρχιώτας Κραβάρων διά να τον συνδράμωσιν εξ άπαντος διά την ανέγερσιν και αποκατάστασιν του μοναστηρίου καθ' ό απεκαλύφθη εις τον επονομασθέντα Δαμιανόν...». Η απόφαση του Δαμιανού για το ταξίδι φαίνεται να μην έγινε μόνο με δική του σκέψη. Ο Δαμιανός είχε στενή φιλία με τους Καναβαίους της Λομποπινάς που μπροστά από το 1800 έγιναν κοτσαμπάσηδες της περιοχής και ανέκαθεν βρίσκονταν σε καλές σχέσεις με τον Αλή Πασά και εξυπηρετούσαν τα συμφέροντα του στην Ορεινή Ναυπακτία. Γνωρίζοντας τις μεθόδους του αλλά και τους πιθανούς κινδύνους από το αυθαίρετο κτίσιμο του μοναστηρίου, δεν αποκλείεται, καθώς αρκετά στοιχεία δεν υπάρχουν, να υπέδειξαν στο Δαμιανό πως έπρεπε να ενεργήσει. Αλλά και η πρόθυμη χορήγηση της αδείας από τον Αλή δεν φαίνεται να μην έχει σχέση με μια ανέξοδη εξυπηρέτηση των φίλων του, των Καναβαίων. Με την άδεια στο χέρι ο Δαμιανός γύρισε πάλι στο χωριό του. Άρχισε τις περιοδείες και τους εράνους στα γύρω χωριά, γρήγορα συγκέντρωσε αρκετά χρήματα και έκτισε το μοναστήρι στο μέρος που βρήκε την εικόνα που ήταν και πατρικό του χωράφι.
Από έγγραφα στοιχεία και την κτητορική πλάκα που βρίσκεται πάνω από τη μεσημβρινή πόρτα του, φαίνεται ότι το μοναστήρι κτίστηκε το 1805. Η κτητορική πλάκα έχει στο κέντρο ανάγλυφο το σχήμα του σταυρού, στο πάνω μέρος τη χρονολογία 1805 και στο κάτω δύο κυπαρίσσια στηριγμένα σε κύκλους που βρίσκονται δεξιά και αριστερά της βάσης του σταυρού.
Μετά το κτίσιμο του μοναστηριού ο Δαμιανός φαίνεται να παρουσιάστηκε στο Δεσπότη, να του ανάφερε τη δουλειά που έκαμε και την πρόθεση του να καλογερέψει και να του ζήτησε να τον κάμει ηγούμενο του νέου μοναστηριού για να συνεχίσει το έργο του.Τότε άλλαξε και το όνομα του από Δημήτρης σε Δαμιανός. Ανεξάρτητα από ποια πλευρά μπορεί κανείς να κρίνει το ξεκίνημα του Δαμιανού για το κτίσιμο του μοναστηριού (όνειρο, πίστη, σκοπιμότητα κλπ.) τα γεγονότα που επακολούθησαν με την παραχώρηση της περιουσίας του, την εκμετάλλευση της προς όφελος του μοναστηριού, το μεγάλωμα της, τη μετέπειτα εθνική δράση του Δαμιανού κλπ. ανταποκρίθηκαν και προς τις θρησκευτικές και τις εθνικές επιδιώξεις της τότε εποχής και δικαίωσαν τον ιδρυτή του. Το μοναστήρι βρίσκεται στην τοποθεσία «Σέλπερη» νοτίως των Κρυονερίων σε απόσταση μιας ώρας δρόμου από το χωριό. Είναι στη μέση περίπου της πλαγιάς που λέγεται Αετοράχη σε μέρος κάπως ομαλό και με μικρή κλίση προς τα ανατολικά. Η τοποθεσία αυτή ανατολικά έχει περιορισμένες καλλιεργήσιμες εκτάσεις που σε μικρή απόσταση καταλήγουν σε απότομη πλαγιά. Το δυτικό της μέρος είναι αρκετά απότομο και σκεπασμένο με ελάτια. Η βόρεια πλευρά κατεβαίνει με μεγάλη κλίση, ισιάζει κοντά στο μοναστήρι και εν συνεχεία, σε μικρή απόσταση προς το νότιο μέρος, κατηφορίζει πάλι απότομα. Όλη η έκταση τριγύρω είναι σκεπασμένη με ελάτια. Ο παλιός δρόμος, γιατί το 1984 έγινε και νέος δασικός που ξεκινάει από την περιοχή της Λάλκας, σ' όλη τη διαδρομή περνάει μέσα σε πυκνά δάση, κατεβαίνει με συνεχείς στροφές από τη βόρεια πλευρά και συνεχίζει προς τα νότια. Μικρά μονοπάτια οδηγούν τόσο προς το ανατολικό όσο και προς το δυτικό μέρος. Σαν τοποθεσία παρουσιάζει υπέροχο θέαμα και βρίσκεται στο κέντρο σχεδόν της περιοχής που ορίζεται από τα χωριά Κρυονέρια, Ελατόβρυση, Άνω Χώρα και Αμπελακιώτισσα. Το Καθολικό βρίσκεται και σήμερα σε καλή κατάσταση. Έχει τέσσερις πόρτες (δύο στη νότια πλευρά, μία στη δυτική και μία στη βόρεια), δύο στενά παράθυρα και πέντε μικρούς φεγγίτες. Στην πέτρινη σκεπή του προεξέχει μικρός τρούλος με πέντε μικρούς στενό μακρους φεγγίτες στα πλάγια.Το εσωτερικό του έχει σχήμα καμάρας με υψωμένο κατά 20 περίπου πόντους το ιερό και περί το ένα μέτρο το δυτικό τμήμα που είναι ο νάρθηκας. Οι σωζόμενες εικόνες δεν είναι αξιόλογες τα δε παλιότερα λειτουργικά βιβλία έχουν εξαφανισθεί. Το αρχικό κτίριο του μοναστηριού είχε μια πόρτα στη νότια πλευρά, δύο παράθυρα και τρεις φεγγίτες. Το ιερό εξωτερικά έχει τριπλή σειρά τούβλων που προεξέχουν και σχηματίζουν ζώνες που σπάνε τη μονοτονία του τοίχου. Οι διαστάσεις του κτιρίου αυτού είναι περίπου 6,40 μέτρα πλάτος, 12 μήκος και 4,40 ύψος.Το κτίριο αυτό κάηκε από τους Τούρκους το 1828 χωρίς όμως να πάθει σοβαρές ζημιές γιατί εκτός από το τέμπλο και την πόρτα που ήταν ξύλινα το άλλο κτίριο είναι πέτρινο. Οι καλόγεροι το επισκεύασαν μετά την απελευθέρωση και τότε πρόσθεσαν στο δυτικό τμήμα τους τοίχους που καλύπτουν το νάρθηκα και αυξήσανε τον αρχικό χώρο κατά 4,30 περίπου μέτρα.Στο πρόσθετο αυτό τμήμα είναι οι τρεις πόρτες και δύο φεγγίτες, πάνω δε από την πόρτα της δυτικής πλευράς υπήρχε και μικρή σκεπή που στηριζόταν σε τρεις πέτρες που προεξείχαν. Στα βόρεια του μοναστηριού σε απόσταση 25 περίπου μέτρων και σε ψηλότερο επίπεδο κατά 5 περίπου μέτρα βρίσκεται ακόμα σε καλή κατάσταση το μικρό εκκλησάκι του Αϊ-Λιά που είναι γνωστό και σαν «μετόχι» διαστάσεων περίπου 5,30 επί 4,2 μέτρων και ύψους 3. Όπως φαίνεται από εντοιχισμένη επιγραφή σε μελιστόπετρα που ξεχωρίζει στη βάση της μεσημβρινής πλευράς του τοίχου αυτό κτίστηκε το 1818. Από τις τέσσερις σειρές της επιγραφής αυτής των δύο καταστράφηκαν τα γράμματα. Δίπλα από το μετόχι αυτό, προς το μέρος του ιερού, βρισκόταν ο στύλος του Δαμιανού, που κτίστηκε το 1818 και σώζεται η βάση του διαστάσεων 2,5x2,5 μέτρων περίπου. Στα νοτιοδυτικά του μοναστηριού βρίσκονται τα ερείπια στενόμακρων κελιών που χρησίμευαν για κατοικία των καλόγερων και για την εξυπηρέτηση των προσκυνητών. Για τις άλλες ανάγκες του μοναστηριού (αποθήκες, σταύλοι) υπήρχαν άλλα κτίρια από τα οποία σώζεται ένα μόνον που κατοικούσε η οικογένεια του Δαμιανού. Στην απεριποίητη σήμερα κληματαριά, που βρίσκεται στη μεσημβρινή πλευρά, κρεμόταν μέχρι τα τελευταία χρόνια το παλιό του σήμαντρο. Η νοτιοανατολική πλευρά σε μεγάλη έκταση καλλιεργείταν όπως φαίνεται και τώρα με τα μεγάλα δέματα να συγκρατούν το χώμα και πολλά δένδρα κερασιές, καστανιές, κορομηλιές που βρίσκονται και τώρα στο χώρο αυτό. Βορειοανατολικά του ιερού του μοναστηριού και σε απόσταση δέκα περίπου μέτρων δίπλα στο σπίτι του Δαμιανού είναι η πέτρινη βρύση που έφερναν με κεραμιδοσωλήνες τα νερά της πηγής που βρίσκεται εκατό περίπου μέτρα ανατολικότερα.Μεταξύ της νότιας πλευράς του μοναστηριού, των κελιών και των αποθηκών και γύρω από την πλακόστρωτη αυλή βρίσκονταν πεζούλια για την εξυπηρέτηση των επισκεπτών. Περί τα 150 περίπου μέτρα νότια του μοναστηριού ήταν ο χώρος που χρησίμευε για νεκροταφείο.Μετά το θάνατο του Δαμιανού κατά την Έξοδο του Μεσολογγιού (1826) και την προχώρηση των Τούρκων στην Ορεινή Ναυπακτία ο Κιουταχής εκδικούμενος τον αείμνηστο μάρτυρα δήμευσε την περιουσία της Μονής και την παρέδωσε εις την εν Δερβέκιστα Μονή του Προδρόμου. Μόλις όμως διώχτηκαν οι Τούρκοι από τη Ναυπακτία το μοναστήρι ξαναπήρε τη διαχείριση της περιουσίας του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου