Ιερά Μονή Προφήτη Ηλία Αράχωβας.
Ανατολικά της Αράχωβας, στον αμαξητό δρόμο προς Κλεπά και σε απόσταση 2,5 χιλμ., σώζεται σε καλή κατάσταση το Καθολικό (διαστάσεων 6 x 4), της πάλαι ποτέ διαλαμψάσης ιστορικής Μονής του Προφήτου Ηλιού Κραβάρων, η οποία διελύθη με το διάταγμα του Βαυαρού Μάουρερ το έτος 1833, διότι είχε ολιγοτέρους των 6 μοναχών, έτος που καταργήθηκαν περί τα 400 Μοναστήρια στην Ελλάδα και λεηλατήθηκαν.
Δεν έχει διασωθή ιστορικά η ίδρυση της Μονής του Προφήτου Ηλιού στους πρόποδες του όρους Κοκκινιά, που ανατρέχει στα χρόνια του αυτοκράτορος Ιουστινιανού, όπου χτίστηκαν πολλές εκκλησίες και μοναστήρια πέραν των άλλων αμυντικών έργων, στην δοκιμασθείσα από τους σεισμούς και την πανώλη στα 551, 553, και 557 μ.Χ Αιτωλία. Η παράδοση διέσωσε μέχρι σήμερα την άγρια δολοφονία του Επισκόπου Δωροθέου, ο τάφος του οποίου είναι στο ξωκκλήσι του Οσίου Συμεών του Στυλίτου, πίσω από το Άγιο Βήμα στη ρίζα μιας παλιάς αγριοκερασιάς, η οποία έχει σχέση με την παλαιότητα του Μοναστηριού. Ο Επίσκοπος Δωρόθεος δολοφονήθηκε σε ενέδρα στη θέση “Σκάλα” της Αράχωβας, στα χρόνια της Εικονομαχίας από τους διώκτες του, που εκτελούσαν διατεταγμένη υπηρεσία, όταν ανέβαινε έφιππος από το Μετόχι του Οσίου Συμεών στο Μοναστήρι του Προφήτη Ηλία, και πάντως όχι με κίνητρο την ληστεία ή άλλο αίτιο που να έχη σχέση με χρήματα. Καθώς έπεσε από το άλογο κατακρεουργημένος άγρια από τα φονικά όπλα (σπαθιά, τσεκούρια, μαχαίρια) των κρυμμένων πίσω από την ψηλή πέτρα δολοφόνων του, το χέρι του ακούμπησε στην πέτρα στην άκρη του δρόμου και, ω του θαύματος ! η ογκώδης πέτρα βούλιαξε σαν ζυμάρι και αποτυπώθηκε έντονα σε αυτήν το χέρι του ιερομάρτυρος Επισκόπου, σημείο θαυμαστό το αναβλύζον αγίασμα. Η μεγάλη αυτή πέτρα στο σημείο που λέγεται “στου Δεσπότη το χέρι”, σωζόταν μέχρι το 1965 και την είχαν δη πολλοί ηλικιωμένοι επιζώντες συντοπίτες μας, αλλά επειδή ήταν εμπόδιο στα ζώα, που διήρχοντο το πολύ στενό μονοπάτι που οδηγούσε προς Κλεπά, την έσπρωξαν από άγνοια κάποιοι Κλεπαΐτες και την κύλησαν στον Εύηνο κι έτσι η ζώσα αυτή θαυμαστή μαρτυρία ενός μεγάλου ιστορικού συμβάντος χάθηκε άδοξα. Μέχρι σήμερα οι ιερείς της Αράχωβας στην Προσκομιδή μνημονεύουν τον Αρχιερέα Δωρόθεο, όπως διασώθηκε το όνομά του (αγίου ιερομάρτυρος εικονολάτρου Επισκόπου), συνδεδεμένο με το συμβάν και το Μοναστήρι του Προφήτου Ηλιού. Ο Επίσκοπος Δωρόθεος ήταν επιχώριος τιτουλάριος (βοηθός Επίσκοπος), αγνώστου καταγωγής, πάντως όχι εντόπιος, αλλά ξένος, όπως διέσωσε η τοπική λαϊκή παράδοσις. Το μάλλον βέβαιο είναι ότι ήταν Κωνσταντινοπολίτης την καταγωγή, αυλικός και επιφανής ευγενής, που έφυγε κρυφά με έναν έμπιστο φίλο του, αμφότεροι εικονολάτρες, ακολουθώντας τον πολιό λευκογένειο, ευθυτενή και ιεροπρεπέστατο Μητροπολίτη Ναυπάκτου, ο οποίος μετέσχε τοπικής Συνόδου στην Βασιλεύουσα την πρώτη περίοδο της Εικονομαχίας, επί τη αφίξει και θέα του οποίου “εσείσθη η Βασιλεύουσα και υπήντησεν άπας ο κλήρος και ο λαός”, διότι η φήμη του Αγίου ημών Μητροπολίτου προέτρεξεν. Δεν αναφέρεται πουθενά, δυστυχώς, το όνομά του. Ο αυτοκράτορας και οι περί αυτόν ανεζήτησαν τούτον τον ευγενή νέο, αλλά δεν τον βρήκαν. Υποπτεύθηκαν όμως την κρυφή αναχώρησή του.
Όταν έφθασαν στην Ναύπακτο, ο Μητροπολίτης τον έκειρε μοναχό και έπειτα τον χειροτόνησε Διάκονο, Πρεσβύτερο και Επίσκοπο για δύο λόγους: Και για την πίστη και την ιερή αφοσίωσή του και για να κρύψη τα ίχνη του, στέλνοντας αυτόν στην Αράχωβα, μέρος ορεινό, δύσβατο και δυσπρόσιτο και πολύ απομακρυσμένο, ως βοηθό του, επειδή η Αράχωβα τότε είχε δύο Μοναστήρια: α)Την γυναικεία Μονή της Κοιμήσεως Θεοτόκου, στη θέση σήμερα της Παναούλας, της οποίας τελευταία ιστορική αναφορά είναι ο πανηγυρικός εορτασμός της την 15η Αυγούστου 1455, όταν βρέθηκε θαυματουργικώς η εικόνα της Παναγίας της Αμπελακιωτίσσης στην Κοζίτσα και ιερουργούσε στην Αράχωβα ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου Θεοδόσιος, ο οποίος προτίμησε την Μονή αυτή της Επαρχίας του, επειδή την ίδια μέρα εορτάζει η ιστορική Μονή της Βαρνάκοβας και η οποία παρήκμασε για λίγα χρόνια και ερημώθηκε από επιδρομές και πειρατές το 783 και το 891μ.Χ., όταν κατέκλυσαν την περιοχή μας μέχρι την Ναύπακτο και ερημώθηκαν από τους Σλάβους, και β) την ανδρώα Μονή του Προφήτου Ηλιού.( Οι δύο Μονές απέχουν μεταξύ τους μιας ώρας δρόμο). Ο άγιος Συμεών ο Στυλίτης ήταν μετόχι της Μονής του Προφήτου Ηλιού μαζί με τα παρεκκλήσια των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, του Οσίου Αντωνίου και της Οσιοπαρθενομάρτυρος Παρασκευής.
Τα όσα αναφέρει ο συγγραφέας Καλλιαμβάκος το έτος 1902 και οι μετέπειτα αντιγραφείς του στην διήγησή του για την εύρεση της ιεράς εικόνας της Παναγίας Αμπελακιωτίσσης, για την δολοφονία του Δεσπότη το έτος 1469 είναι αβάσιμα παρότι δεσπότης Δωρόθεος φέρεται να υπήρξε το 1477 στην Μητρόπολη Ναυπάκτου και Άρτης και εφόσον υπήρξε μετέπειτα πώς δολοφονήθηκε προηγουμένως; Ο Δεσπότης αυτός προσυπογράφει σιγιλιώδες γράμμα με τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μάξιμο για την Μονή Κοσινίσσης (Εικοσιφοινίσσης του Παγγαίου όρους).
Είναι μάλιστα και αναληθή ότι ο Δεσπότης αυτός θανατώθηκε δια τυφεκισμού βληθείς από τον άγιο Συμεών από απόσταση 300 μέτρων, αλλά ξεχνά ότι το έτος 1469 δεν υπήρχε τουφέκι με τέτοιο βεληνεκές 300 μ. και άνω, πολύ δε περισσότερο να σκοπεύση και ο ικανότερος σκοπευτής τον συνεχώς μετακινούμενο στόχο του μέσα σε πυκνότατο δάσος. Έτσι από τα ιστορικώς αποδεδειγμένα αυτοκρατορικά αντίποινα που επακολούθησαν μετά από την συμμετοχή των Αιτωλών εικονολατρών στην στάση υπό τον Κοσμά τον Αθηναίο κατά της Κωνσταντινουπόλεως, τότε που οριοθετήθηκαν εκκλησιαστικά και η υπαγωγή το 732 μ. Χ. των Μητροπόλεων της κυρίως Ελλάδος από τον Επίσκοπο Ρώμης, που μέχρι τότε τις εξουσίαζε, στον Επίσκοπο της Νέας Ρώμης (Κωνσταντινουπόλεως) και από τότε Πατριάρχη, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα της δολοφονίας του Δεσπότη Δωροθέου την εποχή της Εικονομαχίας, επειδή ήταν πιστός εικονολάτρης καθώς και από το θαύμα της παραδόξου αποτυπώσεως της χειρός του επάνω στην πέτρα και από το αναβλύζον αγίασμα.
Επανερχόμενοι στα σχετικά με την Μονή του Προφήτου Ηλιού, που προϋπήρχεν της Μονής Αμπελακιωτίσσης, γνωρίζουμε ότι σε αυτήν είχαν θησαυρισθή από αιώνες πλήθος λειψάνων αγίων της Εκκλησίας μας, όπως των αγίων Τρύφωνος, Χαραλάμπους, Ανδρέου, Θεοδώρου Στρατηλάτου, Ιωάννου Χρυσοστόμου, Αναργύρων και άλλων αγίων. Τμήμα της κάρας του αγίου Πολυκάρπου, Επισκόπου Σμύρνης, του οποίου το ιερό χέρι βρίσκεται στην ιερά Μονή Αμπελακιωτίσσης, η κάρα του αγίου Ιωάννου του Ελεήμονος, Πατριάρχου Αλεξανδρείας, η οποία σήμερα διασώζεται στην Ιερά Μονή Προυσσιωτίσσης, με σχετική γραπτή αναφορά προελεύσεως «Μονή Προφήτου Ηλιού Κραβάρων», πολύτιμα εκκλησιαστικά σκεύη, βιβλία και εικόνες Βυζαντινής τεχνοτροπίας.
Ιστορικά αναφέρεται ότι μεταξύ των ετών 1544-1584 μ.Χ. το μοναστήρι του Προφήτου Ηλιού υπέστη καταστροφές από σεισμούς και ερημώθηκε για πολλά χρόνια. Έτσι δικαιολογείται γιατί έγινε Πατριαρχικό και Σταυροπηγιακό αυτό της Κοζίτσης με έγγραφο του 1749, σαν αρχαιότερο στα Κράβαρα, ενώ άξιο μνείας είναι και το γεγονός ότι σε έγγραφο του 1724 τα Κραβαροχώρια της περιοχής μας υπάγονταν εκκλησιαστικά στην Επισκοπή Λιδωρικίου (ενίοτε και Κραβάρων), τελούσαν υπό τον Μητροπολίτη Λαρίσης, θα πρέπη να επισημανθή και η ολιγοχρόνια σχέση και σύνδεση της ορεινής και απομακρυσμένης από την Ναύπακτο Αράχωβας με την Επισκοπή Λιτζιάς και Αγράφων.
Η έλλειψη επαρκών γραπτών πηγών, οι δηώσεις και οι καταστροφές, συνετέλεσαν ώστε να λησμονηθή ιστορικά το Μοναστήρι του Προφήτου Ηλιού και να γίνη ευρύτερα γνωστό και φημισμένο αυτό της Κοζίτσας. Κατά τα Ορλωφικά γεγονότα του έτους 1770 το Μοναστήρι κάηκε και ερημώθηκε.
Η χρονολογία 1779, που αναγράφεται στις περισσότερες θαυμάσιες εικόνες του μοναστηριού είναι έτος ανακαίνισης-αναστήλωσης του μοναστηριού στα 1778 (Από τον Αθαν. Σισμάνη, που αναφέρεται σε εντοιχισμένη πλάκα ως Σισμανόπουλος), σε εκπλήρωση τάματος μετά την εξόντωση της οικογένειας των Σισμαναίων στα Ορλωφικά και που καταργήθηκε επί Όθωνα, γιατί είχε κάτω από 6 μοναχούς. Το μοναστήρι είχε μεγάλη περιουσία και αρκετά κοντινά παρεκκλήσια (Άγ. Κων/νος, Άγ. Αντώνιος, Αγ. Παρασκευή). Η Παλιαράχωβα ήταν επίσης μοναστηριακή. Δύο φορές πέρασε από αυτό ο Πατρο-Κοσμάς. Τη δεύτερη μεταξύ 1759-1762 διέμεινε, λειτούργησε και κήρυξε το θείο λόγο στους πιστούς.
Να πώς περιγράφει στο βιβλίο του «Στ’ απόσκια της Αράχοβας» ο χωριανός μας δάσκαλος Γ. Μποσινάκος την διάλυση του Μοναστηριού: Πριν να περιορίση τον αριθμό των μοναστηρίων η Κυβέρνηση του Όθωνα πρόλαβε ο ηγούμενος του δικού μας μοναστηριού και το διέλυσε αυτός, όπως βλέπουμε παρά κάτω στο έγγραφο της Νομαρχίας Μεσολογγίου προς το Υπουργείον Εκκλησιαστικών: Βασίλειον της Ελλάδος, αριθμ. 1462 την 28 Σεπτεμβρίου 1833 Μεσολόγγιον, προς την επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίας Εκπαιδέυσεως Β, Γραμματείαν. «Περί φυγής του ηγουμένου του Προφήτου Ηλιού της Αράχοβας μετά τινός γυναικός». Ο έπαρχος της Ναυπακτίας δια των αριθμ. 770 και 772 αναφορών του πληροφορεί την Νομαρχίαν ότι « την 10ην του λήγοντος ο Γρηγόριος ηγούμενος του Μοναστηρίου του Προφήτου Ηλιού, κειμένου εις το χωρίον Αράχοβα Κραβάρου, συνενοηθείς μετά τινος γυναικός ονομαζομένης Αγγελικής Νικολάου Δεσποτοπούλου, συζώσης δι’ αθεμίτου γάμου με τον Νικόλαον Σισμάνην εντόπιον και μετά του υπηρέτου του ιδίου Σισμάνη Χαμουλά λεγομένου, εδραπέτευσε εκείθεν λαβών μετ’ αυτού δύο ζώα της μονής, έναν ίππον και έναν ημίονον και μερικά χρήματα του διαληφθέντος Σισμάνη. Αναφερθέντος του συμβάντος τούτου εις τον Έπαρχον, όστις εξ αιτίας της περιοδείας ευρέθη εις Βετολίσταν, έσπευσε να στείλη ανθρώπους προς αναζήτησιν των φυγάδων. Δεν έλαβεν πληροφορίας είχον περάσει εις τας πλησίον επαρχίας της Καλλιδρόμης ή Φθιώτιδος. Άμα ήκουσε τούτο, έγραψεν εις τους Επάρχους των ειρημένων Επαρχιών προσκαλών αυτούς δια να διατάξωσιν αυστηρώς τα περί της συλλήψεώς των. Από τας αναφοράς των Επάρχων, φαίνεται ότι ο ηγούμενος ούτος, ασώτου και διαφθαρμένης διαγωγής προ καιρού μελετών και σχεδιάζων την φυγήν του είχε πωλήσει διάφορα κτήματα της ειρημένης Μονής, εκινήθη δε να πράξη την κακουργίαν, ότε επροσκαλείτο παρά του Επάρχου, δια να δώση κατάλογον της περιουσίας του Μοναστηρίου. Μάλιστα λογίζεται πιθανόν ότι να έλαβε μετ’ αυτού χρήματα ικανά και σωστή (ταμείου;) του ιερού καταγωγίου. Δια να δηλωθή δε τούτο ο Έπαρχος εδιώρισεν μίαν Επιτροπήν συγκειμένην από τον Δημογέροντα Αράχοβας και τους εξ αυτής Παπαπαναγιώτην Λαναράν και Δημήτριον Λούρον, τον δημογέροντα Κλεπάς και τον συγχωριανόν του Γαλάνην Μιρεσέρδην ν’ ανέλθη εις την Μονήν να καταγράψη την κινητήν και ακίνητον κατάστασίν της και αναθέτουσα εις ένα των τιμιωτέρων και ικανωτέρων πατέρων της μονής προσωρινώς την ηγουμενίαν ν’ αναφέρη εις αυτόν τα πρακτικά της και μάλιστα τα περί φυγάδος ηγουμένου, προσεκάλεσε ταυτοχρόνως και τον Έφορον Ναυπακτίας, ευρισκόμενον τότε εις Αράχοβα να εφορεύη εις τας εργασίας της Επιτροπής και να αναφέρη εις το Επαρχείον. Κατά χρέος σπεύδω να γνωστοποιήσω το συμβάν εις την Β. ταύτην Γραμματείαν επιφυλασσόμενος να αναφέρω εις αυτήν και τα αποτελέσματα των παρά αυτών Επάρχου ληφθέντων μέτρων. Ο Ευπειθέστατος Νομάρχης Αιτ. και Ακαρνανίας Ν. Σουΐδας (υπογρ. δυσανάγνωστος).»
Πριν διαλυθή χρησίμευσε ως ορμητήριο και στρατόπεδο αρματωλών στην Επανάσταση του 1821. Ο υπεραιωνόβιος πλάτανος με την πηγή στις ρίζες του ξεκούρασε αρματωλούς και κλέφτες και το μοναστήρι έδωσε τροφή και στέγη σε γυναικόπαιδα και φτωχούς, ενώ λειτούργησε σ’ αυτό για πολλά χρόνια Κρυφό Σχολειό.
Εάν διασωζόταν το Μοναχολόγιό του, ασφαλώς και θα είχαμε πληρέστερα στοιχεία της ιστορικής του πορείας.
Ως τελευταίος του ηγούμενος αναφέρεται ο Γρηγόριος (επιλήψιμης ηθικής) και πριν από αυτόν στον Αη-Νικόλα με τόνομά του, χωρίς όμως χρονολογία), που μετά τη διάλυση του Μοναστηριού έγινε Εφημέριος του Νεοχωρίου. Τα κειμήλιά του μετά τη διάλυσή του μεταφέρθηκαν στο μοναστήρι του Προυσσού (Ευαγγέλιο και η κάρα σε αργυρό ορθογώνιο κουτί του αγίου Ιωάννου του Ελεήμονος, Επισκόπου Αλεξανδρείας, που η μνήμη του τιμάται στις 12 Νοεμβρίου). Στην αγία κάρα αναφέρεται ως δωρητής ο ιερομόναχος Νεόφυτος και καθηγούμενος ο Νικηφόρος. Στους τέσσερις τελευταίους του μοναχούς αναφέρεται και ο Διονύσιος, 55 χρόνων, που κατέφυγε στην Κόνισκα.
Και στην εκκλησία της Παναγιάς στο Νεοχώρι δωρήθηκε επίχρυσος Σταυρός απ’ το μοναστήρι μας του Προφήτου Ηλιού με χρονολογία 1817, στο κέντρο του οποίου υπήρχε ξυλόγλυπτος σταυρός ωραίας μικροτεχνικής εργασίας, ενιαύσιο βιβλίο έκδοσης Λειψίας 1761, δερματόδετο Ευαγγέλιο έκδοσης Ενετίας 1793 και ορειχάλκινη λειψανοθήκη με 12 άγια λείψανα. Το αξιολογώτερό του όμως κειμήλιο (ένας ξύλινος Σταυρός με χρονολογία 1110, όπως μου είχε πει κάποτε ο αείμνηστος Ιερέας Παπα-Δημήτρης Παπαδημητρίου), χάθηκε τα τελευταία χρόνια, καθώς και ένα Ευαγγέλιο του 1619 και η Αχειροποίητη εικόνα του αγίου Μανδηλίου (1624), που είχαν μεταφερθή στον Αη-Νικόλα. Τις χρονολογίες αυτές τις θυμάμαι καλά, γιατί τις είχα γράψει κατά την ζωντανή συζήτηση που είχα, έφηβος τότε, με έντονο ζήλο με τον προαναφερόμενο άγιο Παππούλη, που με υπεραγαπούσε και όσο ζούσε επικοινωνούσαμε πολύ συχνά. Το χειροποίητο ξύλινο σκαλιστό τέμπλο του μοναστηριού, ανεκτίμητης αξίας, κοσμεί σήμερα τον ενοριακό ναό του Αγίου Νικολάου, πολιούχου της Αράχωβας.
Όπως αναφέρεται σε έγγραφα της Ι. Μ. Κοζίτσας με ημερομηνίες 20-2-1863 και 2-3-1872, που υπογράφουν οι ηγούμενοι Νικόδημος Δημητρίου και Κύριλλος Κομνηνός, δόθηκαν στη Μονή Προυσσού αντί της Κοζίτσας από το διαλυμένο Μοναστήρι του Προφήτου Ηλιού Αράχωβας, εκτός από τα ανωτέρω και τα ακόλουθα ιερά λείψανα και σκεύη: Αργυρούν κιβώτιο με τεμάχια της Αγίας Κάρας του Αγίου Πολυκάρπου με αργυρό Σταυρό. Όμοιο κιβώτιο με λείψανα του Αγίου Θεοδώρου και άλλο όμοιο με λείψανα του Αγίου Τρύφωνα. Αργυρό Θυμιατό και Δισκοπότηρο, χρυσοί σταυροί, 4 αργυρές ζώνες και 4 ζεύγη χρυσοΰφαντα άμφια. Πάντως στην καταγραφή των κειμηλίων του (8-6-1834) τα υπάρχοντα μαρτυρούν την ιστορική του παρουσία και σημασία του μοναστηριού μας. Υπήρχαν γιατί δεν ξέρουμε σήμερα που βρίσκονται, αργυρός σταυρός με Τίμιο Ξύλο, 8 αργυρά κανδήλια, ένα φαιλόνι μποχασένιο και δύο επιτραχήλια παλαιότατα, 69 εκκλησιαστικά βιβλία και άλλα σημαντικά κειμήλια.
Οι Αραχωβίτες τα ζήτησαν με έγγραφό τους για να μείνουν στον ενοριακό τους ναό, επειδή τα τιμούσαν με πατροπαράδοτο σέβας, αλλά δεν εισακούστηκαν.
Ο αφανισμός των μοναστηριών, συμπεριλαμβανομένου και του δικού μας, ήταν έργο της Βαυαροκρατίας, των πολιτικών μας, των Αρχιερέων και του τουρκοπιασμένου Κωνσταντινουπολίτη Κων/νου Σχοινά, για να ρημάξουν τους ναούς τους και να πλιατσικολογήσουν πουλώντας τα ιερά τους και κάθε άλλο περιουσιακό στοιχείο (βλ. Απομνημονεύματα Στρατηγού Μακρυγιάννη, σελ. 364-365).
Η αρχική θέση του μοναστηριακού συγκροτήματος επεκτεινόταν 300 μ. πιο κάτω από αυτήν που είναι σήμερα, δηλ. ήταν και κάτω από τον αμαξητό δρόμο το βουρδουναριό και άλλα κτίσματα.
Για το κύριο οίκημα του Μοναστηριού (αρχονταρίκι), που ήταν ΒΔ. του εξωκκλησιού και τα κελλιά των μοναχών, ΒΑ πάνω από το μοναστήρι δεν υπήρχαν ίχνη. Κατά την ανακαίνιση του Προφήτου Ηλιού, όταν αφαιρέθηκε ο πρόναος και μίκρυνε ο ναός, βρέθηκαν μάντρες από τα κτίσματά του καθώς και τάφος πίσω από το Ιερό του που χαλάστηκε.
Σήμερα στη θέση του Καθολικού του μοναστηριού, που είναι ιστορικό και εκκλησιαστικό μνημείο, έχει απομείνει το ανακαινισμένο ξωκκλήσι του Αη-Λιά από τον αείμνηστο Σούλα Σισμάνη και τον ομώνυμο αδελφό Σύλλογο των Αραχωβιτών της Λαμίας μετά τον θάνατό του, που λειτουργείται στη μνήμη του στις 20 Ιουλίου κάθε χρόνο.
Η ιστορική οικογένεια Σισμάνη πάντοτε προστάτευε το μοναστήρι, έκανε δωρεές και ανακαινίσεις, το έχτισε πάλι μετά την πυρπόληση και την καταστροφή του στα Ορλωφικά και το βοηθούσε σε κάθε δυσκολία του. Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας όταν πέρασε από αυτό το έτος 1890, το βρήκε ερειπωμένο με την κτητορική εικόνα του άρχοντα Σισμάνη μισοκατεστραμμένη και τα κελλιά του μισογκρεμισμένα. Παρά τις προσπάθειες του Νικολάκη Σισμάνη προς τον βασιλιά Όθωνα στα 1838 για την επανασύσταση της ιστορικής Μονής δεν εισακούστηκε το δίκαιο αίτημά του και η προαναφερθείσα αναφορά του Νομάρχη Ν. Σουΐδα αδικεί τον Νικόλαο Σισμάνη και την ιστορική φιλόθρησκη οικογένεια.
Ανατολικά της Αράχωβας, στον αμαξητό δρόμο προς Κλεπά και σε απόσταση 2,5 χιλμ., σώζεται σε καλή κατάσταση το Καθολικό (διαστάσεων 6 x 4), της πάλαι ποτέ διαλαμψάσης ιστορικής Μονής του Προφήτου Ηλιού Κραβάρων, η οποία διελύθη με το διάταγμα του Βαυαρού Μάουρερ το έτος 1833, διότι είχε ολιγοτέρους των 6 μοναχών, έτος που καταργήθηκαν περί τα 400 Μοναστήρια στην Ελλάδα και λεηλατήθηκαν.
Δεν έχει διασωθή ιστορικά η ίδρυση της Μονής του Προφήτου Ηλιού στους πρόποδες του όρους Κοκκινιά, που ανατρέχει στα χρόνια του αυτοκράτορος Ιουστινιανού, όπου χτίστηκαν πολλές εκκλησίες και μοναστήρια πέραν των άλλων αμυντικών έργων, στην δοκιμασθείσα από τους σεισμούς και την πανώλη στα 551, 553, και 557 μ.Χ Αιτωλία. Η παράδοση διέσωσε μέχρι σήμερα την άγρια δολοφονία του Επισκόπου Δωροθέου, ο τάφος του οποίου είναι στο ξωκκλήσι του Οσίου Συμεών του Στυλίτου, πίσω από το Άγιο Βήμα στη ρίζα μιας παλιάς αγριοκερασιάς, η οποία έχει σχέση με την παλαιότητα του Μοναστηριού. Ο Επίσκοπος Δωρόθεος δολοφονήθηκε σε ενέδρα στη θέση “Σκάλα” της Αράχωβας, στα χρόνια της Εικονομαχίας από τους διώκτες του, που εκτελούσαν διατεταγμένη υπηρεσία, όταν ανέβαινε έφιππος από το Μετόχι του Οσίου Συμεών στο Μοναστήρι του Προφήτη Ηλία, και πάντως όχι με κίνητρο την ληστεία ή άλλο αίτιο που να έχη σχέση με χρήματα. Καθώς έπεσε από το άλογο κατακρεουργημένος άγρια από τα φονικά όπλα (σπαθιά, τσεκούρια, μαχαίρια) των κρυμμένων πίσω από την ψηλή πέτρα δολοφόνων του, το χέρι του ακούμπησε στην πέτρα στην άκρη του δρόμου και, ω του θαύματος ! η ογκώδης πέτρα βούλιαξε σαν ζυμάρι και αποτυπώθηκε έντονα σε αυτήν το χέρι του ιερομάρτυρος Επισκόπου, σημείο θαυμαστό το αναβλύζον αγίασμα. Η μεγάλη αυτή πέτρα στο σημείο που λέγεται “στου Δεσπότη το χέρι”, σωζόταν μέχρι το 1965 και την είχαν δη πολλοί ηλικιωμένοι επιζώντες συντοπίτες μας, αλλά επειδή ήταν εμπόδιο στα ζώα, που διήρχοντο το πολύ στενό μονοπάτι που οδηγούσε προς Κλεπά, την έσπρωξαν από άγνοια κάποιοι Κλεπαΐτες και την κύλησαν στον Εύηνο κι έτσι η ζώσα αυτή θαυμαστή μαρτυρία ενός μεγάλου ιστορικού συμβάντος χάθηκε άδοξα. Μέχρι σήμερα οι ιερείς της Αράχωβας στην Προσκομιδή μνημονεύουν τον Αρχιερέα Δωρόθεο, όπως διασώθηκε το όνομά του (αγίου ιερομάρτυρος εικονολάτρου Επισκόπου), συνδεδεμένο με το συμβάν και το Μοναστήρι του Προφήτου Ηλιού. Ο Επίσκοπος Δωρόθεος ήταν επιχώριος τιτουλάριος (βοηθός Επίσκοπος), αγνώστου καταγωγής, πάντως όχι εντόπιος, αλλά ξένος, όπως διέσωσε η τοπική λαϊκή παράδοσις. Το μάλλον βέβαιο είναι ότι ήταν Κωνσταντινοπολίτης την καταγωγή, αυλικός και επιφανής ευγενής, που έφυγε κρυφά με έναν έμπιστο φίλο του, αμφότεροι εικονολάτρες, ακολουθώντας τον πολιό λευκογένειο, ευθυτενή και ιεροπρεπέστατο Μητροπολίτη Ναυπάκτου, ο οποίος μετέσχε τοπικής Συνόδου στην Βασιλεύουσα την πρώτη περίοδο της Εικονομαχίας, επί τη αφίξει και θέα του οποίου “εσείσθη η Βασιλεύουσα και υπήντησεν άπας ο κλήρος και ο λαός”, διότι η φήμη του Αγίου ημών Μητροπολίτου προέτρεξεν. Δεν αναφέρεται πουθενά, δυστυχώς, το όνομά του. Ο αυτοκράτορας και οι περί αυτόν ανεζήτησαν τούτον τον ευγενή νέο, αλλά δεν τον βρήκαν. Υποπτεύθηκαν όμως την κρυφή αναχώρησή του.
Όταν έφθασαν στην Ναύπακτο, ο Μητροπολίτης τον έκειρε μοναχό και έπειτα τον χειροτόνησε Διάκονο, Πρεσβύτερο και Επίσκοπο για δύο λόγους: Και για την πίστη και την ιερή αφοσίωσή του και για να κρύψη τα ίχνη του, στέλνοντας αυτόν στην Αράχωβα, μέρος ορεινό, δύσβατο και δυσπρόσιτο και πολύ απομακρυσμένο, ως βοηθό του, επειδή η Αράχωβα τότε είχε δύο Μοναστήρια: α)Την γυναικεία Μονή της Κοιμήσεως Θεοτόκου, στη θέση σήμερα της Παναούλας, της οποίας τελευταία ιστορική αναφορά είναι ο πανηγυρικός εορτασμός της την 15η Αυγούστου 1455, όταν βρέθηκε θαυματουργικώς η εικόνα της Παναγίας της Αμπελακιωτίσσης στην Κοζίτσα και ιερουργούσε στην Αράχωβα ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου Θεοδόσιος, ο οποίος προτίμησε την Μονή αυτή της Επαρχίας του, επειδή την ίδια μέρα εορτάζει η ιστορική Μονή της Βαρνάκοβας και η οποία παρήκμασε για λίγα χρόνια και ερημώθηκε από επιδρομές και πειρατές το 783 και το 891μ.Χ., όταν κατέκλυσαν την περιοχή μας μέχρι την Ναύπακτο και ερημώθηκαν από τους Σλάβους, και β) την ανδρώα Μονή του Προφήτου Ηλιού.( Οι δύο Μονές απέχουν μεταξύ τους μιας ώρας δρόμο). Ο άγιος Συμεών ο Στυλίτης ήταν μετόχι της Μονής του Προφήτου Ηλιού μαζί με τα παρεκκλήσια των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, του Οσίου Αντωνίου και της Οσιοπαρθενομάρτυρος Παρασκευής.
Τα όσα αναφέρει ο συγγραφέας Καλλιαμβάκος το έτος 1902 και οι μετέπειτα αντιγραφείς του στην διήγησή του για την εύρεση της ιεράς εικόνας της Παναγίας Αμπελακιωτίσσης, για την δολοφονία του Δεσπότη το έτος 1469 είναι αβάσιμα παρότι δεσπότης Δωρόθεος φέρεται να υπήρξε το 1477 στην Μητρόπολη Ναυπάκτου και Άρτης και εφόσον υπήρξε μετέπειτα πώς δολοφονήθηκε προηγουμένως; Ο Δεσπότης αυτός προσυπογράφει σιγιλιώδες γράμμα με τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μάξιμο για την Μονή Κοσινίσσης (Εικοσιφοινίσσης του Παγγαίου όρους).
Είναι μάλιστα και αναληθή ότι ο Δεσπότης αυτός θανατώθηκε δια τυφεκισμού βληθείς από τον άγιο Συμεών από απόσταση 300 μέτρων, αλλά ξεχνά ότι το έτος 1469 δεν υπήρχε τουφέκι με τέτοιο βεληνεκές 300 μ. και άνω, πολύ δε περισσότερο να σκοπεύση και ο ικανότερος σκοπευτής τον συνεχώς μετακινούμενο στόχο του μέσα σε πυκνότατο δάσος. Έτσι από τα ιστορικώς αποδεδειγμένα αυτοκρατορικά αντίποινα που επακολούθησαν μετά από την συμμετοχή των Αιτωλών εικονολατρών στην στάση υπό τον Κοσμά τον Αθηναίο κατά της Κωνσταντινουπόλεως, τότε που οριοθετήθηκαν εκκλησιαστικά και η υπαγωγή το 732 μ. Χ. των Μητροπόλεων της κυρίως Ελλάδος από τον Επίσκοπο Ρώμης, που μέχρι τότε τις εξουσίαζε, στον Επίσκοπο της Νέας Ρώμης (Κωνσταντινουπόλεως) και από τότε Πατριάρχη, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα της δολοφονίας του Δεσπότη Δωροθέου την εποχή της Εικονομαχίας, επειδή ήταν πιστός εικονολάτρης καθώς και από το θαύμα της παραδόξου αποτυπώσεως της χειρός του επάνω στην πέτρα και από το αναβλύζον αγίασμα.
Επανερχόμενοι στα σχετικά με την Μονή του Προφήτου Ηλιού, που προϋπήρχεν της Μονής Αμπελακιωτίσσης, γνωρίζουμε ότι σε αυτήν είχαν θησαυρισθή από αιώνες πλήθος λειψάνων αγίων της Εκκλησίας μας, όπως των αγίων Τρύφωνος, Χαραλάμπους, Ανδρέου, Θεοδώρου Στρατηλάτου, Ιωάννου Χρυσοστόμου, Αναργύρων και άλλων αγίων. Τμήμα της κάρας του αγίου Πολυκάρπου, Επισκόπου Σμύρνης, του οποίου το ιερό χέρι βρίσκεται στην ιερά Μονή Αμπελακιωτίσσης, η κάρα του αγίου Ιωάννου του Ελεήμονος, Πατριάρχου Αλεξανδρείας, η οποία σήμερα διασώζεται στην Ιερά Μονή Προυσσιωτίσσης, με σχετική γραπτή αναφορά προελεύσεως «Μονή Προφήτου Ηλιού Κραβάρων», πολύτιμα εκκλησιαστικά σκεύη, βιβλία και εικόνες Βυζαντινής τεχνοτροπίας.
Ιστορικά αναφέρεται ότι μεταξύ των ετών 1544-1584 μ.Χ. το μοναστήρι του Προφήτου Ηλιού υπέστη καταστροφές από σεισμούς και ερημώθηκε για πολλά χρόνια. Έτσι δικαιολογείται γιατί έγινε Πατριαρχικό και Σταυροπηγιακό αυτό της Κοζίτσης με έγγραφο του 1749, σαν αρχαιότερο στα Κράβαρα, ενώ άξιο μνείας είναι και το γεγονός ότι σε έγγραφο του 1724 τα Κραβαροχώρια της περιοχής μας υπάγονταν εκκλησιαστικά στην Επισκοπή Λιδωρικίου (ενίοτε και Κραβάρων), τελούσαν υπό τον Μητροπολίτη Λαρίσης, θα πρέπη να επισημανθή και η ολιγοχρόνια σχέση και σύνδεση της ορεινής και απομακρυσμένης από την Ναύπακτο Αράχωβας με την Επισκοπή Λιτζιάς και Αγράφων.
Η έλλειψη επαρκών γραπτών πηγών, οι δηώσεις και οι καταστροφές, συνετέλεσαν ώστε να λησμονηθή ιστορικά το Μοναστήρι του Προφήτου Ηλιού και να γίνη ευρύτερα γνωστό και φημισμένο αυτό της Κοζίτσας. Κατά τα Ορλωφικά γεγονότα του έτους 1770 το Μοναστήρι κάηκε και ερημώθηκε.
Η χρονολογία 1779, που αναγράφεται στις περισσότερες θαυμάσιες εικόνες του μοναστηριού είναι έτος ανακαίνισης-αναστήλωσης του μοναστηριού στα 1778 (Από τον Αθαν. Σισμάνη, που αναφέρεται σε εντοιχισμένη πλάκα ως Σισμανόπουλος), σε εκπλήρωση τάματος μετά την εξόντωση της οικογένειας των Σισμαναίων στα Ορλωφικά και που καταργήθηκε επί Όθωνα, γιατί είχε κάτω από 6 μοναχούς. Το μοναστήρι είχε μεγάλη περιουσία και αρκετά κοντινά παρεκκλήσια (Άγ. Κων/νος, Άγ. Αντώνιος, Αγ. Παρασκευή). Η Παλιαράχωβα ήταν επίσης μοναστηριακή. Δύο φορές πέρασε από αυτό ο Πατρο-Κοσμάς. Τη δεύτερη μεταξύ 1759-1762 διέμεινε, λειτούργησε και κήρυξε το θείο λόγο στους πιστούς.
Να πώς περιγράφει στο βιβλίο του «Στ’ απόσκια της Αράχοβας» ο χωριανός μας δάσκαλος Γ. Μποσινάκος την διάλυση του Μοναστηριού: Πριν να περιορίση τον αριθμό των μοναστηρίων η Κυβέρνηση του Όθωνα πρόλαβε ο ηγούμενος του δικού μας μοναστηριού και το διέλυσε αυτός, όπως βλέπουμε παρά κάτω στο έγγραφο της Νομαρχίας Μεσολογγίου προς το Υπουργείον Εκκλησιαστικών: Βασίλειον της Ελλάδος, αριθμ. 1462 την 28 Σεπτεμβρίου 1833 Μεσολόγγιον, προς την επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίας Εκπαιδέυσεως Β, Γραμματείαν. «Περί φυγής του ηγουμένου του Προφήτου Ηλιού της Αράχοβας μετά τινός γυναικός». Ο έπαρχος της Ναυπακτίας δια των αριθμ. 770 και 772 αναφορών του πληροφορεί την Νομαρχίαν ότι « την 10ην του λήγοντος ο Γρηγόριος ηγούμενος του Μοναστηρίου του Προφήτου Ηλιού, κειμένου εις το χωρίον Αράχοβα Κραβάρου, συνενοηθείς μετά τινος γυναικός ονομαζομένης Αγγελικής Νικολάου Δεσποτοπούλου, συζώσης δι’ αθεμίτου γάμου με τον Νικόλαον Σισμάνην εντόπιον και μετά του υπηρέτου του ιδίου Σισμάνη Χαμουλά λεγομένου, εδραπέτευσε εκείθεν λαβών μετ’ αυτού δύο ζώα της μονής, έναν ίππον και έναν ημίονον και μερικά χρήματα του διαληφθέντος Σισμάνη. Αναφερθέντος του συμβάντος τούτου εις τον Έπαρχον, όστις εξ αιτίας της περιοδείας ευρέθη εις Βετολίσταν, έσπευσε να στείλη ανθρώπους προς αναζήτησιν των φυγάδων. Δεν έλαβεν πληροφορίας είχον περάσει εις τας πλησίον επαρχίας της Καλλιδρόμης ή Φθιώτιδος. Άμα ήκουσε τούτο, έγραψεν εις τους Επάρχους των ειρημένων Επαρχιών προσκαλών αυτούς δια να διατάξωσιν αυστηρώς τα περί της συλλήψεώς των. Από τας αναφοράς των Επάρχων, φαίνεται ότι ο ηγούμενος ούτος, ασώτου και διαφθαρμένης διαγωγής προ καιρού μελετών και σχεδιάζων την φυγήν του είχε πωλήσει διάφορα κτήματα της ειρημένης Μονής, εκινήθη δε να πράξη την κακουργίαν, ότε επροσκαλείτο παρά του Επάρχου, δια να δώση κατάλογον της περιουσίας του Μοναστηρίου. Μάλιστα λογίζεται πιθανόν ότι να έλαβε μετ’ αυτού χρήματα ικανά και σωστή (ταμείου;) του ιερού καταγωγίου. Δια να δηλωθή δε τούτο ο Έπαρχος εδιώρισεν μίαν Επιτροπήν συγκειμένην από τον Δημογέροντα Αράχοβας και τους εξ αυτής Παπαπαναγιώτην Λαναράν και Δημήτριον Λούρον, τον δημογέροντα Κλεπάς και τον συγχωριανόν του Γαλάνην Μιρεσέρδην ν’ ανέλθη εις την Μονήν να καταγράψη την κινητήν και ακίνητον κατάστασίν της και αναθέτουσα εις ένα των τιμιωτέρων και ικανωτέρων πατέρων της μονής προσωρινώς την ηγουμενίαν ν’ αναφέρη εις αυτόν τα πρακτικά της και μάλιστα τα περί φυγάδος ηγουμένου, προσεκάλεσε ταυτοχρόνως και τον Έφορον Ναυπακτίας, ευρισκόμενον τότε εις Αράχοβα να εφορεύη εις τας εργασίας της Επιτροπής και να αναφέρη εις το Επαρχείον. Κατά χρέος σπεύδω να γνωστοποιήσω το συμβάν εις την Β. ταύτην Γραμματείαν επιφυλασσόμενος να αναφέρω εις αυτήν και τα αποτελέσματα των παρά αυτών Επάρχου ληφθέντων μέτρων. Ο Ευπειθέστατος Νομάρχης Αιτ. και Ακαρνανίας Ν. Σουΐδας (υπογρ. δυσανάγνωστος).»
Πριν διαλυθή χρησίμευσε ως ορμητήριο και στρατόπεδο αρματωλών στην Επανάσταση του 1821. Ο υπεραιωνόβιος πλάτανος με την πηγή στις ρίζες του ξεκούρασε αρματωλούς και κλέφτες και το μοναστήρι έδωσε τροφή και στέγη σε γυναικόπαιδα και φτωχούς, ενώ λειτούργησε σ’ αυτό για πολλά χρόνια Κρυφό Σχολειό.
Εάν διασωζόταν το Μοναχολόγιό του, ασφαλώς και θα είχαμε πληρέστερα στοιχεία της ιστορικής του πορείας.
Ως τελευταίος του ηγούμενος αναφέρεται ο Γρηγόριος (επιλήψιμης ηθικής) και πριν από αυτόν στον Αη-Νικόλα με τόνομά του, χωρίς όμως χρονολογία), που μετά τη διάλυση του Μοναστηριού έγινε Εφημέριος του Νεοχωρίου. Τα κειμήλιά του μετά τη διάλυσή του μεταφέρθηκαν στο μοναστήρι του Προυσσού (Ευαγγέλιο και η κάρα σε αργυρό ορθογώνιο κουτί του αγίου Ιωάννου του Ελεήμονος, Επισκόπου Αλεξανδρείας, που η μνήμη του τιμάται στις 12 Νοεμβρίου). Στην αγία κάρα αναφέρεται ως δωρητής ο ιερομόναχος Νεόφυτος και καθηγούμενος ο Νικηφόρος. Στους τέσσερις τελευταίους του μοναχούς αναφέρεται και ο Διονύσιος, 55 χρόνων, που κατέφυγε στην Κόνισκα.
Και στην εκκλησία της Παναγιάς στο Νεοχώρι δωρήθηκε επίχρυσος Σταυρός απ’ το μοναστήρι μας του Προφήτου Ηλιού με χρονολογία 1817, στο κέντρο του οποίου υπήρχε ξυλόγλυπτος σταυρός ωραίας μικροτεχνικής εργασίας, ενιαύσιο βιβλίο έκδοσης Λειψίας 1761, δερματόδετο Ευαγγέλιο έκδοσης Ενετίας 1793 και ορειχάλκινη λειψανοθήκη με 12 άγια λείψανα. Το αξιολογώτερό του όμως κειμήλιο (ένας ξύλινος Σταυρός με χρονολογία 1110, όπως μου είχε πει κάποτε ο αείμνηστος Ιερέας Παπα-Δημήτρης Παπαδημητρίου), χάθηκε τα τελευταία χρόνια, καθώς και ένα Ευαγγέλιο του 1619 και η Αχειροποίητη εικόνα του αγίου Μανδηλίου (1624), που είχαν μεταφερθή στον Αη-Νικόλα. Τις χρονολογίες αυτές τις θυμάμαι καλά, γιατί τις είχα γράψει κατά την ζωντανή συζήτηση που είχα, έφηβος τότε, με έντονο ζήλο με τον προαναφερόμενο άγιο Παππούλη, που με υπεραγαπούσε και όσο ζούσε επικοινωνούσαμε πολύ συχνά. Το χειροποίητο ξύλινο σκαλιστό τέμπλο του μοναστηριού, ανεκτίμητης αξίας, κοσμεί σήμερα τον ενοριακό ναό του Αγίου Νικολάου, πολιούχου της Αράχωβας.
Όπως αναφέρεται σε έγγραφα της Ι. Μ. Κοζίτσας με ημερομηνίες 20-2-1863 και 2-3-1872, που υπογράφουν οι ηγούμενοι Νικόδημος Δημητρίου και Κύριλλος Κομνηνός, δόθηκαν στη Μονή Προυσσού αντί της Κοζίτσας από το διαλυμένο Μοναστήρι του Προφήτου Ηλιού Αράχωβας, εκτός από τα ανωτέρω και τα ακόλουθα ιερά λείψανα και σκεύη: Αργυρούν κιβώτιο με τεμάχια της Αγίας Κάρας του Αγίου Πολυκάρπου με αργυρό Σταυρό. Όμοιο κιβώτιο με λείψανα του Αγίου Θεοδώρου και άλλο όμοιο με λείψανα του Αγίου Τρύφωνα. Αργυρό Θυμιατό και Δισκοπότηρο, χρυσοί σταυροί, 4 αργυρές ζώνες και 4 ζεύγη χρυσοΰφαντα άμφια. Πάντως στην καταγραφή των κειμηλίων του (8-6-1834) τα υπάρχοντα μαρτυρούν την ιστορική του παρουσία και σημασία του μοναστηριού μας. Υπήρχαν γιατί δεν ξέρουμε σήμερα που βρίσκονται, αργυρός σταυρός με Τίμιο Ξύλο, 8 αργυρά κανδήλια, ένα φαιλόνι μποχασένιο και δύο επιτραχήλια παλαιότατα, 69 εκκλησιαστικά βιβλία και άλλα σημαντικά κειμήλια.
Οι Αραχωβίτες τα ζήτησαν με έγγραφό τους για να μείνουν στον ενοριακό τους ναό, επειδή τα τιμούσαν με πατροπαράδοτο σέβας, αλλά δεν εισακούστηκαν.
Ο αφανισμός των μοναστηριών, συμπεριλαμβανομένου και του δικού μας, ήταν έργο της Βαυαροκρατίας, των πολιτικών μας, των Αρχιερέων και του τουρκοπιασμένου Κωνσταντινουπολίτη Κων/νου Σχοινά, για να ρημάξουν τους ναούς τους και να πλιατσικολογήσουν πουλώντας τα ιερά τους και κάθε άλλο περιουσιακό στοιχείο (βλ. Απομνημονεύματα Στρατηγού Μακρυγιάννη, σελ. 364-365).
Η αρχική θέση του μοναστηριακού συγκροτήματος επεκτεινόταν 300 μ. πιο κάτω από αυτήν που είναι σήμερα, δηλ. ήταν και κάτω από τον αμαξητό δρόμο το βουρδουναριό και άλλα κτίσματα.
Για το κύριο οίκημα του Μοναστηριού (αρχονταρίκι), που ήταν ΒΔ. του εξωκκλησιού και τα κελλιά των μοναχών, ΒΑ πάνω από το μοναστήρι δεν υπήρχαν ίχνη. Κατά την ανακαίνιση του Προφήτου Ηλιού, όταν αφαιρέθηκε ο πρόναος και μίκρυνε ο ναός, βρέθηκαν μάντρες από τα κτίσματά του καθώς και τάφος πίσω από το Ιερό του που χαλάστηκε.
Σήμερα στη θέση του Καθολικού του μοναστηριού, που είναι ιστορικό και εκκλησιαστικό μνημείο, έχει απομείνει το ανακαινισμένο ξωκκλήσι του Αη-Λιά από τον αείμνηστο Σούλα Σισμάνη και τον ομώνυμο αδελφό Σύλλογο των Αραχωβιτών της Λαμίας μετά τον θάνατό του, που λειτουργείται στη μνήμη του στις 20 Ιουλίου κάθε χρόνο.
Η ιστορική οικογένεια Σισμάνη πάντοτε προστάτευε το μοναστήρι, έκανε δωρεές και ανακαινίσεις, το έχτισε πάλι μετά την πυρπόληση και την καταστροφή του στα Ορλωφικά και το βοηθούσε σε κάθε δυσκολία του. Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας όταν πέρασε από αυτό το έτος 1890, το βρήκε ερειπωμένο με την κτητορική εικόνα του άρχοντα Σισμάνη μισοκατεστραμμένη και τα κελλιά του μισογκρεμισμένα. Παρά τις προσπάθειες του Νικολάκη Σισμάνη προς τον βασιλιά Όθωνα στα 1838 για την επανασύσταση της ιστορικής Μονής δεν εισακούστηκε το δίκαιο αίτημά του και η προαναφερθείσα αναφορά του Νομάρχη Ν. Σουΐδα αδικεί τον Νικόλαο Σισμάνη και την ιστορική φιλόθρησκη οικογένεια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου