7/6/11

Δικαίωση εξ Ιταλίας για τους συγγενείς των θυμάτων του Διστόμου!

Απερρίφθη η γερμανική αίτηση αναίρεσης!
Ευνοϊκή απόφαση για τους συγγενείς των θυμάτων του Διστόμου εξέδωσε  το ανώτατο δικαστήριο της Ιταλίας. Απέρριψε οριστικά την προσφυγή του γερμανικού Δημοσίου, κατά της απόφασης  του  Εφετείου της Φλωρεντίας, που επιδικάζει αποζημίωση 40 εκατ. ευρώ στους απογόνους των θυμάτων της σφαγής του Διστόμου από τον γερμανικό στρατό Κατοχής, κατά τον Β` Παγκόσμιο Πόλεμο!

Συγκεκριμένα, η ιταλική Δικαιοσύνη απορρίπτει, την αίτηση αναίρεσης που είχε καταθέσει η Γερμανία, κατά της απόφασης του Εφετείου της Φλωρεντίας, το οποίο είχε κρίνει ότι ακίνητα της Γερμανίας επί ιταλικού εδάφους μπορούν να κατασχεθούν και με τα χρήματα αυτά να δοθούν οι αποζημιώσεις στους συγγενείς των θυμάτων της γερμανικής θηριωδίας.Το ποσό που πρέπει πλέον να καταβάλει η Γερμανία, η οποία προσπάθησε να αποτρέψει την απόφαση ξεπερνά μετά των τόκων τα 75 εκατ. ευρώ.
Με την ιστορικής σημασίας απόφαση, ο Ιταλικός Άρειος Πάγος επιτρέπει στα θύματα του Δίστομου να εκτελέσουν στη Φλωρεντία την αμετάκλητη απόφαση της Ολομέλειας του Ελληνικού Αρείου Πάγου, που δικαίωσε τους συγγενείς (και τα εναπομείναντα θύματα της βάρβαρης επίθεσης) το 2000 και που έκτοτε «μένει στα χαρτιά». Το Εφετείο της Φλωρεντίας, αποκρούοντας τις θέσεις του γερμανικού Δημοσίου, που ισχυριζόταν ότι καλύπτεται από κρατική ασυλία (ετεροδικία), δέχθηκε ότι μπορεί να γίνει εκτέλεση της ελληνικής δικαστικής απόφασης σε βάρος του, στο ιταλικό έδαφος.
Η ιταλική Δικαιοσύνη υπενθυμίζει ότι αποτελούν θεμελιώδεις αξίες η ελευθερία και η αξιοπρέπεια του ανθρώπου, ενώ καυτηριάζει ως διεθνή εγκλήματα την εκτόπιση και σφαγή αμάχων, τα καταναγκαστικά έργα κλπ. Υπογραμμίζει ότι τα εγκλήματα αυτά παραβιάζουν βασικές αρχές και θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, που βρίσκονται στην κορωνίδα του διεθνούς δικαίου και υπερισχύουν κάθε άλλης διάταξης (συμβατικής ή εθιμικής).
Έτσι «αποκλείεται στο ξένο κράτος, εναντίον του οποίου έχουν υποβληθεί αγωγές αποζημίωσης για τέτοια εγκλήματα και παραβιάσεις, να χρησιμοποιήσει την ασυλία (ετεροδικία)».

Η Σφαγή του Διστόμου!

Στις 10 Ιουνίου του 1944,  μια φάλαγγα Γερμανών ξεκίνησε από τη Λιβαδειά προς την Αράχοβα, στα πλαίσια των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων που έκαναν σε όλη τη Στερεά Ελλάδα. Περνώντας από το Δίστομο, το λεηλάτησαν και κατευθύνθηκαν προς το Στείρι , ένα χωριό όπου υπολόγιζαν ότι θα αιφνιδίαζαν τους αντάρτες του ΕΛΑΣ. Ομως ο αιφνιδιασμός ήταν των Γερμανών, που δέχτηκαν σφοδρή επίθεση από ένα λόχο ανταρτών, τον 11ο λόχο του 3ου τάγματος του 34ου συντάγματος του  ΕΛΑΣ με αποτέλεσμα να υποχωρήσουν. Η μάχη κράτησε περίπου μέχρι τις δύο το μεσημέρι αναγκάζοντας τους Γερμανούς σε οπισθοχώρηση προς το Δίστομο . Οι απώλειες των Γερμανών ήταν περίπου 40 νεκροί άνδρες, μεταξύ αυτών και ένας αξιωματικός που εκτελούσε χρέη μεταφραστή, ο οποίος μεταφέρθηκε τραυματισμένος και πέθανε στο Δίστομο.  Οι Γερμανοί, θεωρώντας ότι για τον αιφνιδιασμό ευθύνονταν κάτοικοι του Διστόμου που ειδοποίησαν τον ΕΛΑΣ, επέστρεψαν στο Δίστομο και επιδόθηκαν σε μια πρωτοφανή θηριωδία. Η μανία τους ήταν τόσο μεγάλη, ώστε δεν ξεχώριζαν από το μακελειό ούτε τα γυναικόπαιδα ούτε τους ηλικιωμένους. Τον ιερέα του χωριού τον αποκεφάλισαν, βρέφη εκτελέστηκαν και γυναίκες βιάστηκαν πριν θανατωθούν. Οι νεκροί του Δίστομου έφτασαν τους 228, εκ των οποίων οι 117 γυναίκες και 111 άντρες, ανάμεσά τους 53 παιδιά κάτω των 16 χρόνων και 42 υπερήλικες. Εκτός αυτών, δεκάδες ήταν οι άμαχοι που σκότωσαν στη διαδρομή για το Δίστομο. Στο τέλος σκότωσαν μέχρι και τα ζώα και πυρπόλησαν σημαντικό τμήμα του χωριού. Δεν τους ικανοποίησε όμως ο θάνατος των αμάχων. Τα ανθρωπόμορφα κτήνη κατακρεούργησαν τα ίδια τα πτώματα. Η φρίκη ήταν απίστευτη. Πολλά βρέφη στραγγαλίστηκαν. Ανήμποροι γέροι πυροβολούνταν ξανά και ξανά. Τους μαθητές τούς εκτέλεσαν στην αίθουσα του σχολείου. Ακόμα και τις εγκύους, αφού τις σκότωναν, τις ξεκοίλιαζαν για να διαμελίσουν τα έμβρυα. Οι δρόμοι του Διστόμου είχαν κοκκινίσει από το αίμα των κατοίκων του και στα δέντρα του δρόμου που οδηγούσε στο χωριό κρέμονταν δεκάδες νεκρά κορμιά.
Ο Eλβετός George Wehrly ήταν υπεύθυνος της αποστολής του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού που κατέφθασε στο Δίστομο. Η μαρτυρία του είναι αποκαλυπτική: "…Ο ακριβής αριθμός των θυμάτων είναι δύσκολο να προσδιοριστεί, διότι πολλά θύματα βρίσκονται ακόμα διασκορπισμένα στα χωράφια και στους δρόμους… Παντού συναντούσα μεγάλες κηλίδες αίματος, ανακατωμένες με γυναικεία μαλλιά, παιδικά παπούτσια, σκισμένα ρούχα και σκεπάσματα. Οι στρατιώτες, σύμφωνα με τους αυτόπτες, κυνηγούσαν ανελέητα τους ανθρώπους από δωμάτιο σε δωμάτιο και δεν λυπήθηκαν ούτε παιδιά, ούτε γυναίκες, ούτε γέρους. Μόνο όσοι κατάφεραν να τραπούν σε φυγή ή κρύφτηκαν διέφυγαν τη σφαγή. (…) Παιδιά ως και πέντε ετών βρέθηκαν με κομμένα τα λαρύγγια ή στραγγαλισμένα. Πολλές νέες γυναίκες βιάστηκαν και εν συνεχεία ξεκοιλιάστηκαν". Η είδηση της σφαγής μεταδόθηκε αμέσως σε όλο σχεδόν τον κόσμο, προκαλώντας αντιδράσεις και αισθήματα αποτροπιασμού. Ακόμα και ο κατοχικός, δωσίλογος πρωθυπουργός Ι. Ράλλης διαμαρτυρήθηκε στη γερμανική στρατιωτική Διοίκηση. Η Διοίκηση των Γερμανών προσπάθησε να δικαιολογηθεί με το ότι μέσα στο Δίστομο βρίσκονταν κρυμμένοι αντάρτες και δεν μπορούσαν να αποτρέψουν το θάνατο κάποιων αθώων. Στις εφημερίδες της 9ης Ιούλη 1944 οι γερμανικές αρχές ανακοίνωσαν ότι: "ο θάνατος αριθμού τινός γυναικών και παιδιών υπήρξεν αναπόφευκτος…". Ο διοικητής του λόχου που διέπραξε τη σφαγή Fritz Lautenbach (Φ. Λάουτενμπαχ) ισχυρίστηκε ότι δέχτηκε επίθεση με βαριά όπλα από την κατεύθυνση του Διστόμου, κάτι που γρήγορα διαψεύστηκε.
Στην έρευνα που διεξήχθη από τη γερμανική Διοίκηση ο Λάουτενμπαχ είπε: "…έχοντας στο μυαλό μου τους σκοτωμένους και τους τραυματίες του λόχου μου, συνειδητά πήρα την απόφαση να ακολουθήσω το πνεύμα και όχι το γράμμα των διαταγών που διέπουν τα αντίποινα. Ηξερα πως οι διαταγές μου μπορούσαν να ερμηνευτούν ως τυπική παράβαση εντολών, αλλά πίστευα ότι θα εγκρίνονταν εκ των υστέρων με βάση στρατιωτικά και ανθρωπιστικά κριτήρια". Επίσης ο Λάουτενμπαχ υποστήριζε πως η επίθεση των ανταρτών δεν θα μπορούσε να γίνει αν δεν τους βοηθούσαν οι κάτοικοι της περιοχής. "…Η παρουσία τους στα γύρω χωράφια σε αγροτικές εργασίες είχε σκοπό να εξαπατήσει τις δυνάμεις μας και να πέσουν στην ενέδρα, και αποδείκνυε την εκ των προτέρων σχεδιασμένη και προβαρισμένη συνεργασία τους με τις συμμορίες... Τα μέτρα μου είχαν επίσης σκοπό να αποτρέψουν ει δυνατόν περαιτέρω απώλειες που ήταν δυνατόν να περιμένει κανείς".
Φυσικά κανείς δεν καταδικάστηκε, αφού το δικαστήριο επικαλέστηκε τη "στρατιωτική αναγκαιότητα" και η στάση του Λάουτενμπαχ δικαιολογήθηκε λόγω του "αισθήματος ευθύνης" που είχε απέναντι στους άνδρες του. Το πόρισμα ανέφερε: "Σε μία περίπτωση συγχρωτισμού των αμάχων με τις συμμορίες τόσο χτυπητή όσο αυτή του Διστόμου, ο διοικητής του Λόχου θεώρησε πως όφειλε να λειτουργήσει παραδειγματικά, έτσι ώστε οι αρχές κατοχής να αποδείξουν με την αρμόζουσα αυστηρότητα ότι ξέρουν πώς να αντιμετωπίζουν ακόμα και την πιο δόλια και ποταπή μορφή υποτιθέμενου «πολέμου»".
Μετά τη λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, ένας από τους υπεύθυνους αξιωματικούς για τη σφαγή, ο Χανς Ζάμπελ (Hans Zampel), κατέφυγε στο Παρίσι. Συνελήφθη όμως και παραδόθηκε στις ελληνικές αρχές, το 1949 . Κατά την προφυλάκισή του η κυβέρνηση της Δυτ. Γερμανίας τον ζήτησε για μια ανάκριση. Δεν επέστρεψε ποτέ.


Η ιστορία της διεκδίκησης των γερμανικών αποζημιώσεων!

Οι επιζώντες του τραγικού γεγονότος δεν έχουν ακόμη δικαιωθεί για τα όσα υπέφεραν, παρά το γεγονός ότι ο Ελληνικός Άρειος Πάγος, ήδη από τον Μάιο του 2000, επικύρωσε τη δικαστική απόφαση, σύμφωνα με την οποία η Γερμανία έπρεπε να καταβάλει αποζημίωση ύψους 28 εκατ. ευρώ συν τους τόκους στα θύματα του Διστόμου.
Το 1997, ο δικηγόρος Ιω. Σταμούλης έκανε ομαδική αγωγή συγγενών των θυμάτων της σφαγής του Διστόμου κατά του γερμανικού δημοσίου ζητώντας αποζημίωση για ψυχική οδύνη αλλά και για τις καταστροφές που προκάλεσαν τα ναζιστικά στρατεύματα πυρπολώντας τα σπίτια ολοκλήρου του χωριού. Η απόφαση του Πρωτοδικείου Λιβαδειάς επιδίκασε περίπου 9,5 δισ. δραχμές στους συγγενείς των νεκρών του Διστόμου. Η αποζημίωση αφορούσε την ηθική ικανοποίηση των συγγενών αλλά δεν έγινε δεκτή η αποζημίωση για τις υλικές ζημιές (η αγωγή ως προς αυτό εκρίθη αόριστη). Εκπρόσωποι του γερμανικού δημοσίου προσέφυγαν στο Εφετείο Αθηνών το οποίο έκρινε ως ορθή την απόφαση του Πρωτοδικείου, όπως και ο Αρειος Πάγος όταν οι γερμανοί προσέφυγαν κατά της απόφασης του Εφετείου - είναι χαρακτηριστικό ότι η υπόθεση εκδικάστηκε στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου (απόφαση υπ΄αριθμ. 12 του 2000) και με 16 υπέρ 4 κατά απέρριψε την προσφυγή των Γερμανών. Ο δικηγόρος Σταμούλης, όμως, δεν μπορούσε να προχωρήσει σε κατάσχεση ακινήτων του γερμανικού δημοσίου στην Ελλάδα, αφού για κάτι τέτοιο απαιτείται άδεια από υπουργό Δικαιοσύνης, την οποία οι εκάστοτε υπουργοί δικαιοσύνης δεν χορηγούσαν.  Ωστόσο, κατατέθησαν αγωγές κατά του Γερμανικού Δημοσίου στο Πρωτοδικείο Λειβαδιάς, από κατοίκους του Λιδωρικίου που διεκδικούσαν αποζημίωση για καταστροφή κατοικιών και περιουσιακών στοιχείων από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής το 1944. Ομοιες ήταν οι αποφάσεις των δικαστηρίων με αποτέλεσμα το Γερμανικό Δημόσιο να προσφύγει και πάλι στον Αρειο Πάγο. Η υπόθεση προσδιορίστηκε στο Α΄ τμήμα του Αρείου Πάγου το οποίο διαφώνησε με την ολομέλεια και παρέπεμψε στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, το οποίο με την υπ. αριθμ. 6 απόφαση του 2002 έκρινε ότι η Γερμανία απολαμβάνει το δικαίωμα της ετεροδικίας και επομένως τα ελληνικά δικαστήρια δεν έχουν δυνατότητα να δικάσουν αγωγές κατά της Γερμανίας. Μάλιστα, προχώρησε ακόμα περισσότερο σημειώνοντας ότι το διεθνές δίκαιο δεν αναγνωρίζει δικαίωμα εγέρσεως ατομικής αγωγής των θυμάτων, αλλά το θέμα των πολεμικών αποζημιώσεων ρυθμίζεται με διακρατικές διαπραγματεύσεις.
Ο δικηγόρος Σταμούλης κατέφυγε λοιπόν στη Φλωρεντία όπου υπάρχουν γερμανικά ακίνητα και έκανε κατασχέσεις, μια και το άρθρο 44 του καταστατικού της Ενωμένης Ευρώπης, ορίζει ότι απόφαση εκτελεστή σε μια χώρα εκτελείται και στις υπόλοιπες της Ευρώπης. Το Γερμανικό Δημόσιο προσέφυγε στο Πρωτοδικείο Φλωρεντίας για να ακυρώσει την κατάσχεση αλλά το δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή του. Το ίδιο έγινε και στο Εφετείο της Φλωρεντίας Στη συνέχεια και ο ιταλικός Αρειος Πάγος έκρινε ότι η κατάσχεση είναι νόμιμη, με αποτέλεσμα η Γερμανία να προσφύγει στο διεθνές δικαστήριο της Χάγης.
Μέχρι σήμερα, το Βερολίνο δεν πλήρωσε ούτε δραχμή και σε όλους τους σχετικούς με τις αποζημιώσεις δικαστικούς αγώνες επικαλείται το δικαίωμα της ετεροδικίας για τη Ναζιστική Γερμανία που είναι υπεύθυνη για τόσα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και για εγκλήματα πολέμου. Αλλά και η ελληνική κυβέρνηση μπλοκάρει μέχρι σήμερα τη διαδικασία κατάσχεσης των γερμανικών περιουσιακών στοιχείων στην Ελλάδα. Ηδη, από τις αρχές Ιανουαρίου ο πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου Διεκδίκησης των Γερμανικών Οφειλών κ. Μανώλης Γλέζος καλούσε την ελληνική κυβέρνηση να ενεργήσει αλλά και το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης «να σταθεί στο ύψος του, να μην καμφθεί από τις γερμανικές και φιλογερμανικές πιέσεις και να απορρίψει την γερμανική προσφυγή κατά της απόφασης του Αρείου Πάγου της Ιταλίας, με την οποία επικυρώθηκε η κατάσχεση γερμανικού ακινήτου κειμένου στη Φλωρεντία της Ιταλίας προς μερική -έστω και ελάχιστη- αποζημίωση των θυμάτων του Διστόμου».
Το Εθνικό Συμβούλιο Διεκδίκησης των Γερμανικών Οφειλών, που ιδρύθηκε το 1996, ζητά την καταβολή της αποζημίωσης που επεδίκασε στη χώρα μας η Διεθνής Διάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων (1946), την επιστροφή του κατοχικού δανείου και την αποζημίωση των θυμάτων κατοχής εξαιτίας των εγκληματικών πράξεων των γερμανικών στρατευμάτων κατά του ελληνικού λαού.



Δεν υπάρχουν σχόλια: