Η ανθρώπινη ιστορία, κατά τον Marx, είναι η ιστορία της πάλης των τάξεων. Έστω και αν απαλύνουμε την θέση αυτή προσθέτοντας ένα: σε τελευταία ανάλυση και πάλι ανακύπτει μια τραγική αντίληψη για την ανθρώπινη ιστορία. Βέβαια, η ανθρώπινη ιστορία είναι αντιφατική: μέσα από τη βαρβαρότητα της ταξικής πάλης, έκφραση των συγκρουσιακών κοινωνικών σχέσεων, συχνά στην υπηρεσία συγκεκριμένων τάξεων, αλλά και σε σχετική αυτονομία, αναπτύχθηκαν οι τέχνες, οι επιστήμες και ότι ονομάζουμε ανθρώπινο πολιτισμό. Οι πολιτισμικές μορφές δεν ήταν άσχετες από ταξικά συμφέροντα και ήταν πάντα σφραγισμένος από μια ορισμένη ταξική οπτική. Παρά ταύτα, στις υψηλότερες στιγμές τους ξεπερνούσαν τη στενή ταξική όραση και διέγραφαν, έστω και στο χώρο της ουτοπίας, απελευθερωτικές δυνατότητες για το ανθρώπινο είδος.
Αν εντούτοις θελήσουμε να προσδιορίσουμε το κυρίαρχο χαρακτηριστικό της ανθρώπινης ιστορίας, αυτό θα είναι η βαρβαρότητα – το στοιχείο που δεσπόζει πάνω από τις ευγενικές ή τραγικές απόπειρες για δικαιοσύνη, και ελευθερία. Η βαρβαρότητα χαρακτήριζε ήδη την προϊστορία, προϊόν αμάθειας, φόβου, δεισιδαιμονιών, και εγωιστικής σκληρότητας. Η βαρβαρότητα, αλλάζοντας συνεχώς μορφές, έγινε πάγιο και κυρίαρχο χαρακτηριστικό της ιστορίας. Πώς εξηγείται αυτό το γεγονός; Και πώς σχετίζεται με την ανθρώπινη φύση χωρίς να ανάγεται άμεσα, χωρίς διαμεσολαβήσεις στην ατομική ψυχολογία; Και ποιες ήταν οι συνέπειες του για την ουσία του ανθρώπου;
Σημειώθηκε ήδη: Κατά την τρέχουσα μαρξιστική αντίληψη, με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, η εργατική δύναμη μπορεί να παράγει περισσότερες αξίες απ’ όσες απαιτούνται για την αναπαραγωγή της. Ιδού λοιπόν η δυνατότητα για εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης με την ιδιοποίηση του υπερπροϊόντος ή της υπεραξίας. Ο θεσμός της δουλείας ήλθε σαν ο αναπόφευκτος καρπός της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων: πάνω στα ερείπια της κοινωνίας των γενών, όπως σημειώσαμε, δημιουργήθηκαν οι δουλοκτητικές κοινωνίες με όλη τη φρίκη που ενδημούσε σ΄ αυτές. Και αυτό θεωρήθηκε και θεωρείται από την οικονομίστικη, ακρωτηριασμένη σκέψη, σαν πρόοδος!
Έτσι λοιπόν, με κάποιο μοιραίο ιστορικό ντετερμινισμό, άσχετο από τα δρώντα ανθρώπινα πλάσματα δημιουργήθηκαν οι πρώτες ταξικές κοινωνίες; Μια καταφατική απάντηση θα ήταν μάλλον απλοϊκή. Επειδή η αντικειμενική δυνατότητα που είχε δημιουργηθεί με την αύξηση της παραγωγικότητας, έγινε πραγματικότητα, χάρη σε μια σειρά υπαρκτές ή δυνάμει ιδιότητες της διαμορφωμένης στις προηγούμενες συνθήκες ανθρώπινης φύσης: τον λανθάνοντα ατομισμό, τη δίψα για υλικά αγαθά, την πρωτόγονη σκληρότητα και αναισθησία. Και η νέα πραγματικότητα νομιμοποιήθηκε θεσμικά και υπερβατικά (οι θεοί πάντα στην υπηρεσία των θνητών), λαμπρύνθηκε στο χώρο της ιδεολογίας και υμνήθηκε από ποιητές και μυθοποιούς.
Αντικειμενικές και υποκειμενικές συνθήκες, συμφέροντα και ιδεολογίες ομάδων, ατομικά συμφέροντα και τάσεις αντικειμενικές που επιβάλλονταν στα άτομα, οδήγησαν στην εξάρθρωση της φυλετικής και στη δημιουργία της ταξικής κοινωνίας. Τα άτομα έδρασαν, υπό την επίδραση των αντικειμενικών δυνατοτήτων, ως φορείς δυνάμει σχέσεων και ως δημιουργοί σχέσεων. Η κοινότητα των συμφερόντων του γένους ή της φυλής ήταν η βάση της αλληλεγγύης των μελών της και της ενότητας του ιδεολογικού και του πολιτισμικού της εποικοδομήματος. Και τώρα υπάρχουν κοινά συμφέροντα, τα οποία εκφράζονται στο νομικό, στο πολιτικό και στο ιδεολογικό εποικοδόμημα. Αλλά τώρα το ατομικό και το γενικό βρίσκονται σε αντίθεση – ο πυρήνας της αντίθεσης υπήρχε σε υποτυπώδη μορφή στην αταξική κοινωνία και τώρα πήρε εκρηκτική μορφή. Πόλεμος ανάμεσα στα άτομα, πόλεμος ανάμεσα στις τάξεις, πόλεμος ανάμεσα στους λαούς και τα έθνη, πόλεμος ανάμεσα στα φύλα.
Οι νέες πραγματικότητες μετέβαλαν την ανθρώπινη φύση, εκκολάπτοντας ή ενισχύοντας τις πιο αρνητικές δυνατότητες της. Ταυτόχρονα ανέπτυξαν νέες, θετικές ιδιότητες στα πλαίσια του τότε «πολιτισμού». Αλλά οι πόλεμοι, από τον πόλεμο της Τροίας, μέχρι το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και τον πόλεμο του κόλπου ήταν απλώς προϊόν της συγκρούσεως οικονομικών συμφερόντων; Ματαιοδοξίες, ιδεολογικοί παροξυσμοί, η ανθρώπινη βλακεία και θηριωδία, συνολικά, υποκειμενικοί, ατομικοί και συλλογικοί παράγοντες που συνδέονταν με την ιστορικά διαμορφωμένη ανθρώπινη φύση, δεν έπαιξαν πάντα ρόλο και ενίοτε πρωταρχικό στους πολέμους και σε άλλες φρικιαστικές πρακτικές που σημαδεύουν την πορεία του ανθρώπινου γένους; Οι θρησκευτικοί πόλεμοι (τότε και τώρα), η Ιερή Εξέταση, η ποικιλία των βασανιστηρίων και των θανατώσεων, από τη σταύρωση και τον απαγχονισμό μέχρι την ηλεκτρική καρέκλα, οι φυλακές, οι διωγμοί, ο εθνικισμός, ο ρατσισμός, ήταν πάντα και αποκλειστικά έκφραση οικονομικών συμφερόντων ή, συνολικά μορφές συγκρούσεων όπου η ανθρώπινη φύση είχε μικρό ή μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης;
Το υποκείμενο επικαθορίζεται από τις «δομές», λειτουργεί ως απλός φορέας τους, ως παθητικό ενεργούμενο της νέας Μοίρας που λέγεται τρόπος παραγωγής; Και οι κοινωνικές σχέσεις δεν προϋποθέτουν, για την πραγμάτωση τους, εκτός από την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, ένα σύνολο, δυνάμει και ενεργεία, ιστορικά καθορισμένων και κληρονομημένων ιδιοτήτων των ατόμων; Χωρίς, όπως τονίστηκε ήδη, να καταλήξουμε σε κάποια μορφή «ουσιολογισμού», βιολογισμού ή ψυχολογισμού, δε θα πρέπει να αναζητήσουμε στο βάθος της αντικειμενικής ροής της ιστορίας τα ιστορικά διαμορφωμένα άτομα, να ανιχνεύσουμε την αλληλεπίδραση αντικειμενικού και υποκειμενικού και να υπερβούμε, τόσο τον παραδοσιακό οικονομικό ντετερμισμό, όσο και το μηχανιστικό δομισμό;
Ατομική ιδιοκτησία, καταμερισμός εργασίας, εμπόρευμα – χρήμα: τρείς πηγές αλλοτρίωσης σύμφωνα με τον Marx. Αλλά τι σημαίνει αλλοτρίωση; Τι είναι αυτό που αλλοτριώνεται, που γίνεται αλλότριο, ξένο, άλλο από τον εαυτό του; Όχι βέβαια το Απόλυτο Πνεύμα, αλλά στοιχεία και δυνατότητες που ενυπάρχουν στο άτομο. Έτσι, αν ορίσουμε ως ουσία του ανθρώπου το σύνολο του ψυχικού και πνευματικού του περιεχομένου, καθώς και βασικών βιολογικών χαρακτηριστικών του, όπως αυτά πραγματώνονται στο εσωτερικό των σχέσεων στις οποίες είναι ενταγμένο το άτομο, τότε η έννοια της ουσίας συναρτάται, αλλά δεν ταυτίζεται με την έννοια της ανθρώπινης φύσης. Αλλά όπως και η ανθρώπινη φύση, έτσι και η ουσία δεν υπάρχει στο μη κοινωνικό, στο απομονωμένο άτομο, σε κάποιον «Ροβινσώνα» της φιλοσοφικής αφαιρέσεως. Ταυτόχρονα δεν υπάρχει έξω από τα άτομα, ως μεταφυσική, υποστασιοποιημένη οντότητα (π.χ. Ψυχή). Υπάρχει και χαρακτηρίζει τα υπαρκτά, συγκεκριμένα άτομα, που ταυτόχρονα προσδιορίζεται από ένα σύνολο κοινωνικών σχέσεων. Και καθώς το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων είναι αντιφατικό και μεταβαλλόμενο, έτσι και η ουσία του ανθρώπου δεν αντιστοιχεί σε κάποια εξωϊστορική έννοια, έστω και αν διατηρεί – λιγότερο ή περισσότερο – κάποιες διαχρονικές σταθερές. Ο άνθρωπος γίνεται προσωπικότητα στην πορεία της ιστορίας. Έτσι οι περιπέτειες της ιστορίας είναι και περιπέτειες της ανθρώπινης προσωπικότητας.
Η δίψα για ιδιοκτησία είναι μια πρώτη αιτία αλλοτρίωσης, απώλειας της ουσίας του ανθρώπου. Οπως έγραφε ο Μαρξ, «η ποσότητα του χρήματος γίνεται όλο και περισσότερο η μοναδική και παντοδύναμη ιδιοκτησία του ανθρώπου…». Οσο λιγότερο είσαι, όσο λιγότερο εκδηλώνεις τη ζωή σου, τόσο περισσότερα κατέχεις, τόσο περισσότερο μεγαλώνει η αλλοτριωμένη σου ζωή, τόσο περισσότερο συσσωρεύεις από το αλλοτριωμένο είναι σου». Το κυνήγι του πλούτου συνεπάγεται την απώλεια ουσιαστικών δυνατοτήτων του ατόμου. Συρρικνώνει το περιεχόμενο της ζωής σ’ αυτή τη φενάκη. Συνεπάγεται, τελικά, την αίσθηση της ματαιότητας και την έλλειψη νοήματος στην καθημερινή ζωή».
Ας αφήσουμε λοιπόν τα σχολαστικά ερωτήματα της θεολογικής ή της υπαρξιστικής σκέψης (Sartre) για το αν η ουσία προηγείται της ύπαρξης ή αν η ύπαρξη προηγείται της ουσίας, και ας δούμε τι μένει σταθερό, τι μεταβάλλεται και γιατί μεταβάλλεται στην πορεία της εξέλιξης των ανθρώπινων κοινωνιών.
Η ατομική ιδιοκτησία είναι η βάση της παραγωγικής δομής του νομικού εποικοδομήματος και της ηθικής της αστικής κοινωνίας, όσο και αν αυτή εξωραΐζεται από τους ιδεολόγους με την ψεύτικη λάμψη της ελευθερίας, της ισότητας και της δικαιοσύνης. Για πολλούς η ατομική ιδιοκτησία συνιστά την ίδια την ουσία του ανθρώπου. Άλλο όμως υλικές ανάγκες του ατόμου και απόκτηση των αγαθών που ικανοποιούν αυτές τις ανάγκες και άλλο η ιδιωτική κατοχή μέσων παραγωγής, η λύσσα για ιδιοκτησία και ο πλουτισμός με την ιδιοποίηση υπεραξίας. Η μικρή, οικογενειακή ιδιοκτησία, στις πρώτες της μορφές, δεν ήταν προϊόν αλλοτριωμένης εργασίας. Στην πορεία όμως, με την ανάπτυξη της μισθωτής εργασίας και της δουλείας, έγινε προϊόν αλλοτρίωσης και πηγή αλλοτρίωσης. Η ανάγκη για υλικά αγαθά μετασχηματίσθηκε σε λατρεία της ιδιοκτησίας και του χρήματος. Ο πρωτόγονος ατομισμός και η πρωτόγονη περηφάνεια, μετατράπηκαν σε ματαιοδοξία, κενότητα, και ψυχρό ατομισμό. Και οι νέες αυτές ιδιότητες της ανθρώπινης φύσης βρίσκονταν στη βάση της βαρβαρότητας που συνόδευσε τη διάλυση της κοινωνίας των γενών.
Με την ανάπτυξη των επιστημών και της τεχνικής και την κυριαρχία του κεφαλαιοκρατικού βιομηχανικού τρόπου παραγωγής, εντάθηκαν τα φαινόμενα αποξένωσης και απώλειας της ουσίας του ανθρώπου. Ο καταμερισμός εργασίας, έγραψε ο Marx, είναι η δολοφονία του λαού. Ο εργάτης θεωρεί την εργασία ξένη και εχθρική προς τη ζωή του. θεωρεί ότι ζει μόνον όταν δεν εργάζεται. Στη γεωργία, όπως και στο εργοστάσιο, ο κεφαλαιοκρατικός μετασχηματισμός της παραγωγής γίνεται το μαρτυρολόγιο του παραγωγού. Όλα τα μέσα για την ανάπτυξη της παραγωγής μεταμορφώνονται σε μέσα για τον εξουσιασμό και την εκμετάλλευση του παραγωγού, που τον μετατρέπουν σε εξάρτημα της μηχανής.
Αυτή ήταν η άποψη του Marx. Αντίθετα με τους αστούς και τους όψιμους «μαρξιστές» θαυμαστές του ο Marx μίλαγε στην εποχή του για βιομηχανική παθολογία για κατάσταση που χτυπά το άτομο στην ίδια τη ρίζα της ζωής του, για εξάντληση του σώματος, και του πνεύματος, για τον άνθρωπο που ζει στη μολυσμένη ανάσα του πολιτισμού, για θυσία γενεών και λαών, για καταστροφή των δύο μόνιμων πηγών του πλούτου: της γης και του ανθρώπου για χάρη του κέρδους και της «ανάπτυξης» – για μια επιστημονική πρόοδο που χρησιμοποιείται για τη συστηματικότερη εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης.
Ο άνθρωπος στην κεφαλαιοκρατική – βιομηχανική κοινωνία αποξενώνεται από τα μέσα παραγωγής και από το προϊόν της εργασίας του. Η εξωτερίκευση της εργατικής του δύναμης, είναι ταυτόχρονα αποξένωση από τον ίδιο τον εαυτό του. Ταυτόχρονα ο εργάτης αποξενώνεται από την κοινωνική ζωή, από την παιδεία, τον πολιτισμό και από το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων που καταστρέφονται, ενώ μένουν μόνες κυρίαρχες οι σχέσεις παραγωγής και ανταλλαγής. Ο αστικός – βιομηχανικός πολιτισμός στερεί τον άνθρωπο από βασικές σταθερές ανάγκες όπως ο καθαρός αέρας, το νερό και το φως του ήλιου, η φύση και η καθαρή τροφή, διαταράσσει τον ομαλό μεταβολισμό του ανθρώπου με τη φύση. Συνεπάγεται τη φυσική και την πνευματική υποβάθμιση του εργαζόμενου. Το άγχος το οποίο γεννά η αβεβαιότητα, η προσωρινότητα, η αίσθηση του κενού, η ανυπαρξία νοήματος. Ο άνθρωπος βαθμιαία υποβαθμίζεται σε εξάρτημα της μηχανής για την παραγωγή υπεραξίας, σε μονοδιάστατο παραγωγικό – καταναλωτικό ον που εκχωρεί τη βιολογική του ύπαρξη για να τη συντηρήσει. Τι ανθρώπινη ουσία, έγραφε ο Engels, παραμένει σε μια γυναίκα που από δέκα χρονών γυαλίζει καρφίτσες; Σήμερα οι γυναίκες δεν γυαλίζουν καρφίτσες. ‘Ομως τι ανθρώπινη ουσία παραμένει σε μια γυναίκα που 10 και 12 ώρες την ημέρα γαζώνει στη ραπτομηχανή, χτυπά τα πλήκτρα του υπολογιστή ή καθαρίζει γραφεία σε ουρανοξύστες; Το άθροισμα των παραγωγικών δυνάμεων, των κεφαλαίων, των μορφών των κοινωνικών σχέσεων – που κάθε άτομο και κάθε γενεά βρίσκουν ως υπάρχοντα δεδομένα – είναι η συγκεκριμένη βάση αυτού που οι φιλόσοφοι φαντάστηκαν σαν ουσία του ανθρώπου. Αυτά σύμφωνα με τη Γερμανική ιδεολογία. Οι παραγωγικές δυνάμεις και τα κεφάλαια περίσσεψαν στην εποχή μας. Αλλά τι γίνεται με τις κοινωνικές σχέσεις; Άρα την ουσία του ανθρώπου;
Η κοινωνία της εκμετάλλευσης, της αποξένωσης και της αλλοτρίωσης, είναι -από μια άλλη άποψη – παραγωγός μυστηρίων. Σαν ανεστραμμένη εικόνα της πραγματικής ζωής, παράγει αλλοτριωμένες μορφές κοινωνικής συνείδησης, που στη βάση τους βρίσκονται η αποξένωση, ο φετιχισμός του εμπορεύματος και η πραγμοποίηση των ανθρώπινων σχέσεων. Η κοινωνία των σουπερμάρκετ και των ακρωτηριασμένων ατόμων εμφανίζεται, στο χώρο της ιδεολογίας, σαν η Εδέμ της Ελευθερίας, της Ισότητας και της Δικαιοσύνης.
Τι μένει λοιπόν από την ουσία του ανθρώπου στις σύγχρονες κεφαλαιοκρατικές – βιομηχανικές κοινωνίες; Αποξένωση, αλλοτρίωση», ακύρωση των θετικών δυνατοτήτων του ανθρώπινου όντος. Πλάστης, αλλοτριωμένης μορφής συνείδηση ενός κόσμου αλλοτριωμένου όπου η ατομική ιδιοκτησία ταυτίζεται με την ουσία του ανθρώπου και όπου αντίστροφα η έλλειψη ιδιοκτησίας από τον προλετάριο μεταφράζεται, στο χώρο της πλαστής συνείδησης, ως κατάσταση ελευθερίας.
Οι βιολογικές σταθερές του ανθρώπινου όντος δε μεταβλήθηκαν ριζικά στην πορεία της «πολιτισμένης» ιστορίας του. Εντούτοις ο εργάτης υποβαθμίζεται βιολογικά στην κεφαλαιοκρατική – βιομηχανική κοινωνία. Αποξενώνεται από την εργατική του δύναμη, από τη φύση και τους συνανθρώπους του. Αλλοτριώνεται, γίνεται ξένος από τον ίδιο τον εαυτό του, καθώς η ουσία του περιορίζεται όλο και περισσότερο στη δυνατότητα να πωλήσει το μόνο εμπόρευμα που διαθέτει: την εργατική του δύναμη, στην αγορά εργασίας. Ο άνθρωπος έφτασε στα άστρα, αλλά η αποτυχία του βιομηχανικού πολιτισμού είναι καθολική: στη σχέση του ανθρώπου με τη φύση, στις ανθρώπινες σχέσεις, στην ηθική, στο νόημα της ζωής. Ο άνθρωπος, αποξενωμένος από την ουσία του, γίνεται ξανά άγριο ζώο, αλλά ζώο μολυσμένο από την δηλητηριασμένη ανάσα του πολιτισμού» (Marx).
Υπάρχει λοιπόν ελπίδα;Ευτύχης Μπιτσάκης: Ανθρώπινη φύση: αντιφάσεις και δυνατότητες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου