9/10/13

Εκατό χρόνια μοναξιά...

Πολλά χρόνια αργότερα, μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, ο συνταγματάρχης Αουρελιάνο Μπουενδία θα θυμόταν εκείνο το μακρινό απόγευμα, που ο πατέρας του τον είχε πάει να γνωρίσει τον πάγο. Το Μακόντο ήταν τότε ένα χωριό με είκοσι σπίτια από πηλό και καλάμια, χτισμένα στην όχθη ενός ποταμού με διάφανα νερά, που κυλούσαν σε μία κοίτη με λείες πέτρες, άσπρες και τεράστιες, σαν προϊστορικά αβγά. Ο κόσμος ήταν τόσο νεόπλαστος ώστε πολλά πράγματα δεν είχαν όνομα και για να τα αναφέρεις έπρεπε να τα δείξεις με το δάχτυλο. Κάθε χρόνο, το Μάρτη, μία οικογένεια κουρελιάρηδων τσιγγάνων έστηνε τη σκηνή της κοντά στο χωριό και με μεγάλη φασαρία, με σφυρίχτρες και νταούλια, επιδείκνυε τις καινούργιες εφευρέσεις. Στην αρχή είχαν φέρει το μαγνήτη. Ένας σωματώδης τσιγγάνος με άγρια γενειάδα και χέρια σαν σπουργίτια, που παρουσιάστηκε με το όνομα Μελκίαδες, έκανε μία εντυπωσιακή δημόσια επίδειξη του πράγματος που ο ίδιος ονόμαζε το όγδοο θαύμα των σοφών αλχημιστών της Μακεδονίας. Άρχισε να γυρίζει από σπίτι σε σπίτι σέρνοντας δύο μεταλλικές πλάκες κι όλος ο κόσμος τα έχασε βλέποντας κατσαρόλες, τηγάνια, τσιμπίδες και μαγκάλια να πέφτουν από τη θέση τους και τα ξύλα να τρίζουν, καθώς απελπισμένα τα καρφιά και οι βίδες προσπαθούσαν να ξεκαρφωθούν, κι ακόμα και αντικείμενα χαμένα από πολύ καιρό εμφανίστηκαν από εκεί που πιο πολύ τα 'χαν γυρέψει, για να συρθούν με εκκωφαντική αταξία πίσω απ' τα μαγικά σίδερα του Μελκίαδες.
«Τα πράγματα έχουν τη δική τους ζωή», διαλαλούσε ο τσιγγάνος με τραχιά προφορά, «φτάνει μόνο να ξυπνήσεις την ψυχή τους». Ο Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία, που η αχαλίνωτη φαντασία του κάλπαζε πάντα πιο μακριά απ' τη σοφία της φύσης, ακόμα και πέρα κι από τα θαύματα και τη μαγεία, σκέφτηκε πως θα μπορούσε να αξιοποιήσει αυτή την άχρηστη εφεύρεση για να ξεριζώσει το χρυσάφι απ' τα σπλάχνα της γης. Ο Μελκίαδες, που ήταν τίμιος άνθρωπος, τον προειδοποίησε: «Δεν κάνει γι' αυτήν τη δουλειά». Ο Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία όμως δεν πίστευε εκείνη την εποχή στην τιμιότητα των τσιγγάνων. Κι έτσι αντάλλαξε το μουλάρι του κι ένα κοπάδι κατσίκια με τις δυο μαγνητικές πλάκες. Η Ούρσουλα Ιγουαράν, η γυναίκα του, που βασιζόταν σ' εκείνα τα ζώα για να καλυτερέψει το πενιχρό εισόδημα του νοικοκυριού τους, δεν κατάφερε να τον αποτρέψει.
«Πολύ γρήγορα θα μας περισσεύει χρυσάφι για να στρώνουμε και το δάπεδο της αυλής», απάντησε ο άντρας της. Δούλεψε σκληρά πολλούς μήνες για να αποδείξει πως οι ιδέες του ήταν σωστές. Εξερεύνησε σπιθαμή προς σπιθαμή όλη την περιοχή, ακόμα και το βυθό του ποταμού, σέρνοντας τις δύο σιδερένιες πλάκες και απαγγέλλοντας δυνατά το ξόρκι του Μελκίαδες. 
Το μόνο που κατάφερε να ξεθάψει ήταν μια πανοπλία του δέκατου πέμπτου αιώνα, που όλα της τα κομμάτια ήταν κολλημένα μ' ένα στρώμα σκουριάς και το εσωτερικό της αντηχούσε σαν μια τεράστια κολοκύθα γεμάτη πέτρες. Όταν ο Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία και οι τέσσερις άντρες της εκστρατείας του κατάφεραν να διαλύσουν την πανοπλία, βρήκαν μέσα της έναν απολιθωμένο σκελετό, που 'χε κρεμασμένο στο λαιμό του ένα χάλκινο φυλαχτό με μια γυναικεία μπούκλα.
Τον Μάρτη ξαναγύρισαν οι τσιγγάνοι. Αυτήν τη φορά είχαν φέρει ένα τηλεσκόπιο κι ένα μεγεθυντικό φακό, μεγάλο σαν ταμπούρλο, που τα επιδείκνυαν σαν την τελευταία ανακάλυψη των Εβραίων στο Άμστερνταμ. Έβαλαν μια τσιγγάνα στην άλλη άκρη του χωριού κι έστησαν το τηλεσκόπιο στην είσοδο της σκηνής. Με πέντε ρεάλια, ο κόσμος κοίταζε μέσα από το τηλεσκόπιο κι έβλεπε την τσιγγάνα τόσο κοντά, σαν να μπορούσε να την πιάσει με το χέρι του. «Η επιστήμη κατάργησε τις αποστάσεις», διαλαλούσε ο Μελκίαδες. «Σε λίγο καιρό ο άνθρωπος θα μπορεί να βλέπει τι γίνεται σ' οποιοδήποτε μέρος του κόσμου χωρίς να βγαίνει από το σπίτι του». Ένα ζεστό μεσημέρι έκαναν μια τρομερή επίδειξη με το γιγάντιο φακό: μάζεψαν ένα σωρό ξερά χόρτα στη μέση του δρόμου και τους έβαλαν φωτιά συγκεντρώνοντας πάνω τους τις ηλιακές ακτίνες. Ο Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία, που ακόμα δεν είχε προλάβει να παρηγορηθεί για την αποτυχία που είχαν οι μαγνήτες του, συνέλαβε την ιδέα να χρησιμοποιήσει εκείνη την εφεύρεση σαν πολεμικό όπλο. Ο Μελκίαδες προσπάθησε και πάλι να τον αποτρέψει. Τελικά, όμως, δέχτηκε ν' ανταλλάξει τις δύο μαγνητικές πλάκες και τρία αποικιακά νομίσματα με το μεγεθυντικό φακό. Η Ούρσουλα έκλαψε από την ανησυχία της. Τα λεφτά αυτά ήταν από ένα μπαουλάκι με χρυσά νομίσματα που είχε μαζέψει ο πατέρας της σε μια ζωή όλο στερήσεις κι εκείνη τα είχε θάψει κάτω απ' το κρεβάτι ελπίζοντας πως θα βρεθεί η κατάλληλη ευκαιρία για να τα επενδύσει. Ο Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία δεν προσπάθησε ούτε καν να την παρηγορήσει, απορροφημένος ολοκληρωτικά απ' τα τακτικά του πειράματα με την αυταπάρνηση επιστήμονα κι ακόμα και με κίνδυνο της ίδιας του της ζωής. Προσπαθώντας ν' αποδείξει τ' αποτελέσματα του φακού πάνω στο στρατό του εχθρού, εκτέθηκε ο ίδιος στη συγκέντρωση των ηλιακών ακτίνων κι έπαθε εγκαύματα που έγιναν πληγές κι έκαναν πολύ καιρό να γιατρευτούν. Παρά τις διαμαρτυρίες της γυναίκας του, που είχε πανικοβληθεί μ' αυτή την επικίνδυνη εφεύρεση, κόντεψε να βάλει φωτιά στο σπίτι. Περνούσε ώρες ολόκληρες στο δωμάτιό του, υπολογίζοντας τις στρατηγικές δυνατότητες του νέου όπλου, ώσπου κατάφερε να συντάξει ένα εγχειρίδιο εκπληκτικής διδακτικής σαφήνειας και ακαταμάχητης πειστικότητας. Το έστειλε στις αρχές, μαζί με πολυάριθμες περιγραφές των πειραμάτων του και με αρκετές σελίδες μ' επεξηγηματικά σχέδια, μ' έναν απεσταλμένο που πέρασε την Οροσειρά, χάθηκε σε απέραντους βάλτους, ανέβηκε ορμητικά ποτάμια και παραλίγο να χαθεί από τα άγρια θηρία, την απελπισία και την πανούκλα, ώσπου να βρει ένα δρόμο που συνδεόταν μ' εκείνον που χρησιμοποιούσαν τα μουλάρια του ταχυδρομείου. Παρόλο που το ταξίδι στην πρωτεύουσα ήταν λίγο πολύ αδύνατο εκείνη την εποχή, ο Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία είχε υποσχεθεί πως θα ταξίδευε αμέσως μόλις θα του έδινε εντολή η κυβέρνηση, για να δείξει και στην πράξη την εφεύρεσή του στις στρατιωτικές δυνάμεις και να τις εκπαιδεύσει προσωπικά στην περίπλοκη τέχνη του ηλιακού πολέμου.
Πέρασε πολλά χρόνια περιμένοντας την απάντηση. Τελικά, όταν βαρέθηκε να περιμένει, παραπονέθηκε στον Μελκίαδες για την αποτυχία του σχεδίου του και τότε ο τσιγγάνος του 'δωσε μια πειστική απόδειξη της τιμιότητάς του: του επέστρεψε τα χρυσά νομίσματα, μ' αντάλλαγμα το μεγεθυντικό φακό κι επιπλέον του άφησε μερικούς πορτογαλέζικους χάρτες και διάφορα ναυτικά όργανα.
(...)
Ο Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία πέρασε τους ατέλειωτους μήνες των βροχών κλεισμένος σ' ένα δωματιάκι που 'χε χτίσει στο βάθος του σπιτιού για να μην τον ενοχλεί κανείς στα πειράματά του. Εχοντας εγκαταλείψει εντελώς τις σπιτικές του υποχρεώσεις, περνούσε νύ­χτες ολόκληρες στη μεσαυλή παρακολουθώντας την τροχιά των άστρων και κόντεψε να πάθει ηλίαση προσπαθώντας να βρει μια μέθοδο που να προσδιορίζει με ακρίβεια το μεσημέρι. Οταν ειδικεύτηκε στη χρησιμοποίηση των οργάνων του, απέκτησε μιαν αντίληψη του χώρου που του επέτρεψε να αρμενίσει σε άγνωστες θάλασσες, να επισκεφτεί ακατοίκητες περιοχές και να δημιουργήσει σχέσεις με θαυμαστά όντα δίχως να εγκαταλείψει το γραφείο του, εκείνη την εποχή απέκτησε τη συνήθεια να μιλάει μόνος του, περιδιαβάζοντας μες στο σπίτι δίχως να προσέχει κανέναν, ενώ η Ούρσουλα και τα παιδιά κοψομεσιάζονταν στο λαχανόκηπο καλλιεργώντας μπανάνες και μαλάγκα, γιούκα και ίγναμο, κολοκύθες και μελιτζάνες. Ξαφνικά, χωρίς προειδοποίηση, η πυρετώδης δραστηριότητά του διακόπηκε κι άρχισε να μοιάζει σαν να 'ταν μαγεμένος. Πέρασε έτσι πολλές μέρες, επαναλαμβάνοντας στον εαυτό με χαμηλή φωνή μια σειρά από τρομακτικές εικασίες, δίχως και ο ίδιος να πιστεύει στα ίδια του τα λόγια. Τελικά, μια Τρίτη του Δεκέμβρη, την ώρα του μεσημεριανού φαγητού, έβγαλε μονοκοπανιά όλο το βάρος της αγωνίας του. Τα παιδιά θα θυμόνταν σ' όλη την υπόλοιπη ζωή τους τη μεγαλοπρεπή σοβαρότητα του πατέρα τους, που κάθισε στο κεφάλι του τραπεζίου, τρέμοντας από τον πυρετό, ταλαιπωρημένος από το παρατεταμένο ξενύχτι και το ξάναμμα της φαντασίας του, και τους αποκάλυψε την ανακάλυψή του:
«Η γη είναι ολοστρόγγυλη σαν πορτοκάλι».
Η Ούρσουλα έχασε την υπομονή της. «Αν πρέπει να τρελαθείς οπωσδήποτε, τότε να τρελαθείς μόνος σου», του φώναξε.
Αλλά μην προσπαθείς να βάλεις στο μυαλό των παιδιών τσιγγάνικες ιδέες. Ο Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία δεν πτοήθηκε από την απελπισία της γυναίκας του, που, σε μια κρίση θυμού, τσάκισε τον αστρολάβο στο πάτωμα. Κατασκεύασε άλλον, μάζεψε στο γραφειάκι τους άντρες του χωριού και τους απέδειξε, με θεωρίες ακατανόητες για όλους τους, τη δυνατότητα να ξαναγυρίσει κανείς στο σημείο της αναχώρησης του πλέοντας πάντα ανατολικά. Ολοι στο χωριό ήταν βέβαιοι πως ο Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία είχε χάσει τα λογικά του, όταν ξαναγύρισε ο Μελκίαδες για να βάλει τα πράγματα στη θέση τους. Παίνεψε δημόσια την εξυπνάδα του, που με αστρονομικούς υπολογισμούς αποκλειστικά είχε δημιουργήσει μια θεωρία η οποία είχε ήδη αποδειχτεί στην πράξη, παρ' όλο που ήταν ακόμα άγνωστη στο Μακόντο, και σαν απόδειξη του θαυμασμού του του έκανε ένα δώρο που θα επηρέαζε αποφασιστικά το μέλλον του χωριού: ένα εργαστήρι αλχημείας.
(...)
«Διάολε!» φώναξε. «Το Μακόντο είναι τριγυρισμένο από νερό απ' όλες τις πλευρές».
Η ιδέα πως το Μακόντο βρισκόταν σε χερσόνησο επικράτησε για πολύ καιρό, εμπνευσμένη από τον αυθαίρετο χάρτη που σχεδίασε ο Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία όταν επέστρεψε από την εκστρατεία του. Τον ζωγράφισε θυμωμένος, υπερτονίζοντας από κακία τις δυσκολίες της επικοινωνίας, σαν να 'θελε να τιμωρήσει τον εαυτό του για την ελαφρομυαλιά του όταν διάλεγε το μέρος. «Δε θα φτάσουμε ποτέ πουθενά», κλαιγόταν στην Ούρσουλα. «Εδώ θα σαπίσουμε όλη μας τη ζωή χωρίς να επωφεληθούμε απ' την ε­πιστήμη». Αυτή η βεβαιότητα, μόνιμο αντικείμενο συλλογισμών για πολλούς μήνες στο δωματιάκι του εργαστηρίου, τον έκανε να συλλάβει το σχέδιο να μεταφέρουν το Μακόντο σ' ένα καλύτερο. Αλλά αυτή τη φορά η Ούρσουλα πρόλαβε τα πυρετώδη σχέδιά του. Δουλεύοντας σαν μυρμηγκάκι, μυστικά κι ακούραστα, είχε καταφέρει τις γυναίκες του χωριού να αντισταθούν στην επιπολαιότητα των αντρών τους, που ήδη είχαν αρχίσει να ετοιμάζονται για τη μετακόμιση. Ο Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία δεν κατά­λαβε ποτέ, ούτε χάρη σε ποιες αντίθετες δυνάμεις, τα σχέδια του είχαν μπερδευτεί σ' ένα δίχτυ από προφάσεις, αναβολές κι υ­πεκφυγές, μέχρι να μετατραπούν σε σκέτη και απλή ψευδαίσθηση. Η Ούρσουλα τον παρακολουθούσε με αθώα προσοχή και μέχρι που ένιωσε λύπηση γι' αυτόν, το πρωί που τον συνάντησε στο δωματιάκι, στο βάθος, να μουρμουρίζει μέσα απ' τα δόντια του τα σχέδια της μετακόμισης, όσο τοποθετούσε τα εξαρτήματα του εργαστηρίου στα κουτιά τους. Τον άφησε να τελειώσει. Τον άφησε να καρφώσει τα κασόνια και να βάλει τ' αρχικά του από πάνω μ' ένα πινέλο βουτηγμένο στο μελάνι, δίχως να παραπονεθεί καθόλου, αλλά γνωρίζοντας πως εκείνος ήξερε (γιατί τον είχε ακούσει να το λέει στους χαμηλόφωνους μονολόγους του) ότι οι άντρες του χωριού δε θα τον υποστήριζαν στο τόλμημά του. Μόνο όταν είχε αρχίσει να βγάζει την πόρτα του μικρού δωματίου, η Ούρσου­λα τόλμησε να τον ρωτήσει γιατί το έκανε κι εκείνος της απάντησε με κάποια πικρία: «Μια και κανείς δε θέλει να φύγει, θα φύγουμε μόνοι μας». Η Ούρσουλα δεν ταράχτηκε.
«Δε θα φύγουμε», είπε. «Θα μείνουμε εδώ, γιατί εδώ γεννήθηκε ο γιος μας».
«Δεν έχουμε θάψει ακόμα κανέναν», είπε εκείνος. «Οσο δεν έχει πεθαμένο κάτω απ' το χώμα, κανείς δεν ανήκει πουθενά».
Η Ούρσουλα απάντησε σταθερά και ήρεμα:
«Αν πρέπει να πεθάνω για να μείνετε εδώ, θα πεθάνω».
(...)
Κρατώντας ένα παιδί με κάθε του χέρι, για να μην τα χάσει μες στην πολυκοσμία, σκοντάφτοντας πάνω σε σαλτιμπάγκους με χρυσά δόντια και ζογκλέρ με έξι χέρια, πνιγμένος από την ανάμεικτη αποφορά κοπριάς και σανδαλόξυλου που ανάδινε το πλήθος, ο Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία πήγαινε σαν τρελός, αναζητώντας τον Μελκιάδες παντού, για να του αποκαλύψει τα άπειρα μυστικά αυτού του καταπληκτικού εφιάλτη. Ρώτησε διάφορους τσιγγάνους, που δεν καταλάβαιναν τη γλώσσα του. Τελικά, έφτασε στον τόπο που συνήθιζε να στήνει τη σκηνή του ο Μελκιάδες και συνάντησε έναν επιφυλακτικό Αρμένιο που διαφήμιζε, στα ισπανικά, ένα σιρόπι που θα τον έκανε αόρατο. Είχε μόλις κατεβάσει μονορούφι μια κούπα μ'ένα κεχριμπαρένιο υγρό, όταν ο Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία άνοιξε δρόμο με τους αγκώνες του, ανάμεσα στο απορροφημένο πλήθος που παρακολουθούσε το θέαμα, και πρόλαβε να τον ρωτήσει. Ο τσιγγάνος τον περιέβαλε με το κατάπληκτο βλέμμα του, προτού μετατραπεί σε μια κηλίδα από πίσσα που βρόμαγε και κάπνιζε κι όπου αντηχούσε ακόμα η απάντηση του: «O Μελκιάδες πέθανε». Στενοχωρημένος από την είδηση, ο Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία έμεινε ακίνητος, προσπαθώντας να ξεπεράσει τον πόνο του, ώσπου ο κόσμος διαλύθηκε τραβηγμένος από άλλα θεάματα κι η κηλίδα του επιφυλακτικού Αρμένιου εξατμίστηκε εντελώς. Πιο ύστερα, άλλοι τσιγγάνοι τον διαβεβαίωσαν πως πραγματικά ο Μελκιάδες είχε πεθάνει από πυρετούς στα παράλια της Σιγκαπούρης κι είχαν ρίξει το σώμα του στο πιο βαθύ σημείο της θάλασσας της Ιάβας. Τα παιδιά δεν ενδιαφέρθηκαν για το νέο. Επέμεναν να τα πάει ο πατέρας τους να γνωρίσουν το συγκλονιστικό νεοτερισμό των σοφών της Μέμφιδας, που διαφήμιζαν στην είσοδο μιας σκηνής και που, όπως λέγανε, ανήκε στο βασιλιά Σολομώντα. Επέμεναν τόσο πολύ, ώστε ο Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία πλήρωσε τριάντα ρεάλια και τα οδήγησε στο κέντρο της σκηνής, όπου στεκόταν ένας γίγαντας με μαλλιαρό στήθος και ξυρισμένο κεφάλι, μ'έναν μπρούτζινο χαλκά στη μύτη του και μια βαριά αλυσίδα στον αστράγαλο, και φύλαγε ένα πειρατικό σεντούκι. Μόλις ο γίγαντας άνοιξε το σεντούκι, βγήκε ένας παγωμένος αέρας. Μέσα υπήρχε μόνο ένας τεράστιος διάφανος όγκος, με αμέτρητες εσωτερικές βελόνες, όπου το φως του σούρουπου διαλυόταν σε χρωματιστά αστέρια. Σαστισμένος, γιατί ήξερε πως τα παιδιά περίμεναν μιαν άμεση εξήγηση, ο Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία τόλμησε να μουρμουρίσει:
«To πιο μεγάλο διαμάντι του κόσμου».
«Όχι», τον διόρθωσε ο τσιγγάνος. «Είναι πάγος».
Ο Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία, χωρίς να καταλαβαίνει, άπλωσε το χέρι του προς το παγόβουνο, αλλά ο γίγαντας του το 'σπρωξε. «Πέντε ρεάλια ακόμα για να το πιάσεις», είπε. Ο Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία τα πλήρωσε και τότε έβαλε το χέρι πάνω στον πάγο και το κράτησε εκεί κάμποσα λεπτά, ενώ η καρδιά του φούσκωνε από φόβο κι ενθουσιασμό από την επαφή με το μυστήριο. Μην ξέροντας τι να πει, πλήρωσε άλλα δέκα ρεάλια για να ζήσουν κι οι γιοι του αυτή τη θαυμαστή εμπειρία. Ο μικρότερος, ο Χοσέ Αρκάδιο, αρνήθηκε να τ'αγγίξει. Αντίθετα, ο Αουερλιάνο έκανε ένα βήμα μπροστά, ακούμπησε το χέρι του και το τράβηξε αμέσως. «Ζεματάει», φώναξε τρομαγμένος. Ο πατέρας του όμως δεν του 'δωσε σημασία. Μεθυσμένος από την αποκάλυψη του θαύματος, ξέχασε εκείνη τη στιγμή την απογοήτευση απ'τα τρελά του σχέδια και το σώμα του Μελκιάδες εγκαταλειμμένο στις ορέξεις των καλαμαριών. Πλήρωσε άλλα πέντε ρεάλια και, με το χέρι ακουμπισμένο πάνω στο παγόβουνο, σαν να 'δινε κατάθεση με το χέρι πάνω στο Ευαγγέλιο, φώναξε:
«Αυτή είναι η μεγαλύτερη εφεύρεση της εποχής μας». 
(...)
Τα χαράματα, μετά από μία συνοπτική διαδικασία του στρατοδικείου, ο Αρκάδιο εκτελέστηκε στο τοίχο του νεκροταφείου. Τις δύο τελευταίες ώρες τις ζωής του δεν μπόρεσε να καταλάβει γιατί ο φόβος που τον βασάνιζε από παιδί είχε εξαφανιστεί. Αδιάφορος, χωρίς καν να νοιάζεται να εξάρει το πρόσφατο θάρρος του, άκουσε τις ατελείωτες καταγγελίες του κατηγορητηρίου. Σκεφτόταν την Ούρσουλα, που εκείνη την ώρα θα έπινε τον καφέ της κάτω απ’ την καστανιά με τον Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία. Σκεφτόνταν την κόρη του, οχτώ μηνών, αβάφτιστη ακόμα, και το μωρό που θα γεννιόταν τον Αύγουστο. Σκεφτόταν δειλά τη Σάντα Σοφία δε λα Πιεδάδ, που την είχε αφήσει το προηγούμενο βράδυ ν’ αλατίζει ένα ελάφι για το μεσημέρι του Σαββάτου και νοστάλγησε τα μαλλιά της όπως χύνονταν πάνω στους ώμους της και τα ματόκλαδά της που’μοιάζαν ψεύτικα. Σκεφτόταν τους δικούς του, χωρίς συναισθηματισμούς και εξετάζοντας αυστηρά το πάρε δώσε του με τη ζωή, άρχισε να καταλαβαίνει πόσο πολύ αγαπούσε στην πραγματικότητα τους ανθρώπους που νόμιζε ότι μισούσε. Ο πρόεδρος του στρατοδικείου άρχισε την τελική αγόρευση του προτού ο Αρκάδιο πάρει είδηση ότι είχαν περάσει κιόλας δύο ώρες. «Ακόμα κι αν οι αποδεδειγμένες κατηγορίες δεν ήταν αρκετές», έλεγε ο πρόεδρος, «η ανεύθυνη κι εγκληματική παρατολμία με την οποία ο κατηγορούμενος έσπρωξε τους κατωτέρους του σ’ένα μάταιο θάνατο θα ήταν αρκετή για να αξίζει την ποινή του θανάτου». Στο ξεχαρβαλωμένο σχολείο, όπου για πρώτη φορά είχε νοιώσει την σιγουριά της εξουσίας, λίγα μέτρα πιο πέρα απ’ το δωμάτιο όπου είχε γνωρίσει την αβεβαιότητα του έρωτα, ο Αρκάδιο βρήκε γελοία την επισημότητα του θανάτου. Στην πραγματικότητα δεν τον ενδιέφερε ο θάνατος, μόνο η ζωή, και γι’ αυτό το συναίσθημα που αισθάνθηκε, όταν απάγγειλαν την κατηγορία, δεν ήταν φόβος αλλά νοσταλγία. Δεν είπε κουβέντα, παρά μόνο όταν τον ρώτησαν ποια ήταν η τελευταία του θέληση.
- «Πείτε στη γυναίκα μου», απάντησε με καμπανιστή φωνή, «να δώσει στο κορίτσι το όνομα Ούρσουλα. Έκανε μία παύση και ξανάπε: «Oύρσουλα, σαν τη γιαγιά της. Και πείτε της ακόμα πώς αν το παιδί που θα γεννηθεί είναι αγόρι, να το βγάλει Χοσέ Αρκάδιο, αλλά όχι για το θείο του, παρά για τον παππού του.»
Πριν τον στήσουν στο τοίχο, ο πάτερ-Νικανόρ προσπάθησε να του παρασταθεί. «Δεν έχω να μετανοήσω για τίποτα», είπε ο Αρκάδιο και παραδόθηκε στο εκτελεστικό απόσπασμα, αφού ήπιε ένα σκέτο καφέ. Ο διοικητής του εκτελεστικού αποσπάσματος, ειδικός στις συνοπτικές εκτελέσεις, είχε ένα όνομα που δεν ήταν καθόλου τυχαίο: λοχαγός Ρόκε Καρνισέρο, που σημαίνει χασάπης. Στο δρόμο για το νεκροταφείο, κάτω από ένα επίμονο ψιχάλισμα, ο Αρκάδιο παρατήρησε πώς στον ορίζοντα ξεμύτιζε μία αστραφτερή Τετάρτη. Η νοσταλγία εξαφανιζόταν με την ομίχλη και έδινε τη θέση της σε μία τρομερή περιέργεια. Μόνο όταν τον διέταξαν ν’ακουμπήσει τους ώμους του στον τοίχο, ο Αρκάδιο είδε την Ρεβέκκα με βρεγμένα μαλλιά κι ένα φουστάνι με τριανταφυλλιά λουλούδια ν’ανοίγει διάπλατα το σπίτι. Έκανε μία προσπάθεια να την κάνει να τον αναγνωρίσει. Πραγματικά, η Ρεβέκκα έριξε τυχαία το βλέμμα της στον τοίχο και παρέλυσε απ’τον τρόμο της και μόλις που μπόρεσε ν’αντιδράσει και να αποχαιρετήσει τον Αρκάδιο κουνώντας του το χέρι. Ο Αρκάδιο της απάντησε με τον ίδιο τρόπο. Εκείνη τη στιγμή οι κάνες των όπλων τον σημάδεψαν καπνίζοντας κι άκουσε γράμμα με γράμμα τις τραγουδιστές εγκυκλίους του Μελκίαδες κι άκουσε τα χαμένα βήματα της Σάντα Σοφία δε λα Πιεδάδ, παρθένας ακόμα, μες στην αίθουσα των παραδόσεων, κι ένιωσε στη μύτη του την ίδια παγωμένη σκληράδα που’χε τραβήξει την προσοχή του στα ρουθούνια της μύτης στο λείψανο της Ρεμέδιος. «Αχ, διάολε», πρόλαβε να σκεφτεί, «ξέχασα να πω, αν γεννηθεί κορίτσι, να το βγάλουν Ρεμέδιος». Τότε, μαζεμένο μέσα σε μια νυχιά που τον ξέσκισε, ένοιωσε όλο τον τρόμο που τον βασάνιζε στη ζωή του. Ο λοχαγός φώναξε πυρ. Ο Αρκάδιο, μόλις που πρόλαβε να τεντώσει το στήθος του και να σηκώσει το κεφάλι, δίχως να καταλαβαίνει από πού έτρεχε το ζεματιστό υγρό που του έκαιγε τα πόδια.
«Ρουφιάνοι», φώναξε. «Ζήτω το Φιλελεύθερο Κόμμα!»


Δεν υπάρχουν σχόλια: