19/2/12

Επί ξυρού ακμής: Ένας «κομμένος» αντάρτης του ΔΣΕ στα βουνά της Ρούμελης.


Βασίλη Αποστολόπουλου.
Τελευταία ημέρα με τον Διαμαντή.
6 Ιουνίου 1949. Η πανστρατιά του «Πυραύλου», που διοικεί ο στρατηγός του κυβερνητικού στρατού, Τσακαλώτος, έχει σαρώσει τη Ρούμελη. Τρεις μεραρχίες, άφθονο πυροβολικό, ανεξάρτητες ταξιαρχίες, δύο μοίρες ΛΟΚ, σαράντα τάγματα εθνοφυλακής, μερικά τάγματα χωροφυλακής και σχηματισμοί "Μάυδων". (1) Ένα σώμα στρατού, δύο συντάγματα, σύνολο 70.000 άντρες. Κι ακόμα: 140 πυροβόλα, 60 αεροπλάνα, θωρακισμένα αυτοκίνητα και άρματα μάχης είναι το προικιό της Ρούμελης.
Η νύχτα έπαψε να καλύπτει τον Δημοκρατικό Στρατό της Ρούμελης. Η χαραυγή παρουσιάστηκε στον ορίζοντα ντυμένη με χίλια χρώματα. Το τμήμα πορεύεται αμίλητο και σκεφτικό. Η μεγάλη κόπωση και πείνα, η απουσία κάποιας προοπτικής, η άγνοια για τον τελικό προορισμό, όλα μαζί αποτελούνε ένα σύμπλεγμα μιας παράξενης ψυχολογικής αρχιτεκτονικής.
Περνούμε τον ξηροπόταμο Ρουστιανίτη κι αρχίζουμε την ανάβαση προς το χωριό Πίτσι Φθιώτιδας. Συμπορεύομαι με τον μακαρίτη Παύλο Μπέικο, επίτροπο ταξιαρχίας. Κι άλλοι βαδίζουν δίπλα μας, ακουμπώντας στα γόνατά τους ή μισοϋπνωμένοι. Μια μεγάλη κερασιά με άφθονα κατακόκκινα κεράσια μας σταμάτησε. Ήταν φορτωμένη και για μας αποτελούσε πρόκληση και κάλεσμα ελκυστικό. Ξαπλώσαμε για λίγο στον ίσκιο της, να ξανασάνουμε. Τα μάτια μου έκλειναν από τη νύστα κι ένιωθα τα πόδια μου τσακισμένα. Αντίθετα, ο Παύλος Μπέικος, άντρας ψηλός και γεροδεμένος, σκαρφάλωσε σαν αίλουρος στην κερασιά κι άρχισε να μου ρίχνει μικρά κλωνάρια –βάντες– με ωραία, μεγάλα, κατακόκκινα κεράσια.
Όμως, κάναμε κατάχρηση χρόνου. Όχι μόνο εμείς. Το ίδιο έκαναν κι άλλοι αντάρτες, και με το δίκιο τους.
Πήραμε τον ανήφορο με ενοχή και στενοχώρια. Και το αίσθημα αυτό δεν ήταν κάτι πρόσκαιρο. Όχι! Τρία χρόνια τώρα, απωθούμε στην ψυχή το χαμένο όνειρο μιας δημοκρατικής πατρίδας. Κι ένα τείχος, συνεχώς, μας εμποδίζει να βγάλουμε τον ανήφορο των ωραίων μας ονείρων. Ένα τείχος πέζεψε στο στήθος μας κι αποζητά να πνίξει και την ανάσα μας. 
Πλησιάζουμε στα πρώτα χαμόσπιτα του ξεσπιτωμένου χωριού. Με την προσπάθεια να μετρήσω τον ανήφορο, και βλέπω τον Διαμαντή. (2) Μου φάνηκε σαν άνθρωπος που τον έχει αγγίξει το όραμα του χαμού. Ήταν ανήσυχος. Το πρόσωπό του σαν παλιό αντίγραφο καπνισμένης εικόνας αγίου από αρχαίο εξωκλήσι. Πάνω του όμως περπατούσε ακόμα η ψυχραιμία και η αποφασιστικότητα. Με ηρεμία μας είπε ότι αργούμε, ενώ ο εχθρός μάς παρακολουθεί. Πρέπει να πιάσουμε γρήγορα τον Άι-Λια, πριν προλάβει ο εχθρός, που σίγουρα κίνησε να τον καταλάβει. 
Η δραματική παρατήρηση του Διαμαντή έδωσε και το μέτρο της τραγικής μας κατάστασης.
Αμίλητοι, βάλαμε τα δυνατά μας να φτάσουμε στο ύψωμα του Άι-Λια. Για μια στιγμή η μνήμη έτρεξε σε τόσους περήφανους Άι-Λιάδες στην Ήπειρο και στη Ρούμελη. Κι όταν είδαμε το ύψωμα, δεν διακρίναμε παρά ένα ασήμαντο ισιαδάκι, που σαν σκούφια, με τα λίγα του χαμόκλαρα, σκέπαζε το χωριό. Κι όμως. Αν αυτός ο ασήμαντος χωματόλοφος έπεφτε στα χέρια του εχθρού, αμέσως η θέση μας γίνονταν δραματική. 
Πρέπει να ήταν η ώρα δέκα το πρωί. Έκανε μια ενοχλητική ζέστη. Εμείς, καθώς είμαστε άυπνοι κι εξαντλημένοι, ξαπλώσαμε για λίγη ξεκούραση. Όμως δεν πέρασαν πέντε λεπτά της ώρας κι ακούστηκε ο πρώτος πυροβολισμός από την κατεύθυνση Χοντρογιάννη Πριόνια. Αν υπήρχε εχθρική δύναμη, ήταν αρκετά κοντά μας. Έτσι, πριν προλάβουμε ν’ ανασάνουμε, πεταγόμαστε όρθιοι με το όπλο στα χέρια, και βαδίζουμε προς το Πουγκακιώτικο δάσος να καλυφθούμε. Άλλος πυροβολισμός δεν ακούστηκε. Έμοιαζε με φιλική ειδοποίηση, για να λάβουμε τα μέτρα μας. Μα ήταν δυνατό να υπήρχε κάποιος φίλος του Δημοκρατικού Στρατού, που σ’ αυτή την κρίσιμη ώρα να ειδοποιεί για την εχθρική παρουσία;
Και όμως έγινε κι αυτό. Μετά από χρόνια, πολίτης πια εγώ, χωρίς εντάλματα βάσει του ν. 509 κι άλλες φοβερές κατηγορίες, συνάντησα τον κ. Γιώργο Κούκιο, έφεδρο αξιωματικό, που υπηρετούσε στο στρατό τα χρόνια εκείνα. Πιάνοντας συζήτηση για την περίπτωση αυτή, μου αποκάλυψε τα παρακάτω: Αυτός ήταν λοχαγός και διοικούσε τμήμα στρατού με έδρα τον Άι-Γιώργη Τυμφρηστού. Το τμήμα του κινήθηκε από το χωριό Άι-Γιώργης προς θέση Χοντρογιάννη, γιατί ήταν γνωστή η κίνησή μας. Όμως δεν εκτέλεσε τη διαταγή που είχε, να επιτεθεί. Ίσως και η παρουσία του Διαμαντή στέρησε το φίλο αξιωματικό από μια επιτυχία σημαντική.
Εμείς εκτιμούμε την κρισιμότητα της κατάστασης και, βαδίζοντας γρήγορα, συναντούμε ένα βαθύ χαντάκι γεμάτο υπόλοιπα υλοτομίας και αναρριχόμαστε στους αναβαθμούς του. Από τη δεξιά μεριά της ανόδου, ένας ψηλός όχθος μάς καπελώνει κυριολεκτικά. Πάρθηκαν κάποια μέτρα παρατήρησης προς Χοντρογιάννη, μα η κατάσταση δεν παύει να είναι κρίσιμη, αφού κάπου εδώ υπάρχει στρατιωτική δύναμη. Αν υπήρχε εχθρός και κινούνταν επιθετικά παίρνοντας τον ντορό μας,(3) θα μας παγίδευε σ’ αυτόν τον τάφο και θα μας έπιανε στη φάκα. Ανεβαίνουμε αγκομαχώντας, καβάλα σε κορμούς κομμένων ελάτων, με τεντωμένα αυτιά για να συλλάβουμε και τον πιο ασήμαντο θόρυβο. Πορευόμαστε στο στόμα του λύκου. Η εχθρική διάταξη είναι γνωστή. Σοβαρές δυνάμεις κρατούν από θέση Κοκκάλια ως τις Ράχες Βελουχιού, που διαβαίνει η δημοσιά Λαμίας-Καρπενησίου.
Η απόφασή μας είναι απλή. Θα κάνουμε λούφα (4) πλησίον του εχθρού. Κι είχαμε τύχη, γιατί βρήκαμε τόπο ανάμεσα από μια πυκνή συστάδα νεόφυτων έλατων, που κελάρυζε κατακάθαρο νεράκι, για να γίνει ο Σ.Δ .(5) της επίλεκτης ΙΙ Μεραρχίας του Δημοκρατικού Στρατού. Παρακάτω από μας σταμάτησε ο αδύνατος λόχος του σ. Κούμαρου (Βλαχογιώργος). Ήταν τόσο όμορφο το σκηνικό της λούφας! Σύντομα φκιάσαμε λίγο ατομικό χυλό να ψυχοπιάσουμε, να ξανασάνουμε λίγο και ν’ ακροαστούμε την απόφαση της Διοίκησης.
Στη μικρή σύναξη στελεχών που ακολούθησε, ο Διαμαντής εξήγησε το σχέδιο της Μεραρχίας, μ’ ένα πικρό μειδίαμα στα χείλη: «Η κατάσταση είναι δύσκολη. Θα προσπαθήσουμε να βγούμε από τον κλοιό, βαδίζοντας πίσω από την εχθρική διάταξη, προς Κρίκελο-Δομνίστα. Θα ελιχτούμε προς το χώρο της Ναυπακτίας, που ίσως δεν χτενίζεται από πυκνές εχθρικές δυνάμεις. Σε λίγο αναγνωρίσεις μας θα ερευνήσουν το χώρο μεταξύ Κοκκάλια και Ράχες Βελουχιού για κάποιο πέρασμα, από θέση Νεράκια. Εμείς θα κοιμηθούμε λίγο, ας προσέξουμε. Βρισκόμαστε πολύ κοντά στον εχθρό». 
Ο Διαμαντής καπνίζει συνέχεια. Και φαντάζει το μελαχρινό κι αδύνατο πρόσωπό του σαν βυζαντινή αγιογραφία, καπνισμένη χρόνια από τα κεριά και τα θυμιάματα. Έτσι περίπου τελείωσε τις οδηγίες του ο στρατηγός του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Για μένα στάθηκαν τα τελευταία λόγια. Αυτός ο ακατάβλητος αγωνιστής, ο ταπεινός και σεμνός, ο τρόμος των εχθρικών επιτελείων, λες και από μυστική δύναμη, εμποδίζονταν να πάρει σκληρές αποφάσεις. Ενώ βρισκόμασταν στις προσβάσεις των Αγράφων και του Βελουχιού, που οι ανοιχτές τους πόρτες θα μας οδηγούσαν προς το βοριά, αυτόν τον καλούσε κοντά της η πλανεύτρα Ρούμελη. Και θυσιάστηκε στις 21 Ιούνη 1949 στα Μάρμαρα Φθιώτιδας.
Δύσκολες ώρες!
Κοιμόμουν πλάτη-πλάτη με τον επιμελητή της Μεραρχίας, τον Θύμιο Κατσόγιαννο από τον Κλειτσό Ευρυτανίας. Πρώτη φορά στην τρίχρονη αντάρτικη ζωή μου μ’ άρπαξε ένας εγκληματικός ύπνος. Πρώτη φορά! Ξύπνησα και τινάχτηκα όρθιος μ’ ένα ασυνήθιστο άγχος ενοχής. Τριγύρω μου ερημιά. Σάστισα! Κανένας ίσκιος ανθρώπινος, ξαπλωτός ή όρθιος. Ερημιά! Μήπως τώρα κίνησαν για την πορεία προς Κρίκελο και θα τους προλάβω; Τρέχω στο άγνωστο, μήπως ακούσω θόρυβο από πατήματα. Τίποτα! Ελέγχω το χώρο με προσοχή γύρω, μήπως φανεί κανένας ίσκιος, που τρέχει να προλάβει τη σύνταξη. Τίποτα! Δεν κάνω λάθος λοιπόν. Η Μεραρχία κινήθηκε, σύμφωνα με τα όσα αποφασίστηκαν τη νύχτα. Επειδή δεν επιτρέπεται να φωνάξω, ότι ο στρατός είναι κοντά, έτρεξα προς το χώρο που στρατοπέδεψε ο λόχος του λοχαγού μας συν. Βλαχογιώργου. Τίποτε. Μόνο φτέρες τσαλακωμένες. Όλοι ειδοποιήθηκαν εκτός από μένα, και με απροσεξία του Κατσόγιαννου. Με πήρε κρυφό παράπονο. Άλλες φορές σε τέτοιες περιπτώσεις γίνονταν ένα σιωπηρό προσκλητήριο.
Τώρα, θα δεχτώ γυμνή την αλήθεια, όσο τραγική κι αν είναι για μένα. Βρίσκομαι «επί ξυρού ακμής».(6)
Στη ζωή μου αυτή η συγκυρία υπήρξε μοιραία. Είμαι "ΚΟΜΜΕΝΟΣ". Αυτή η αιμορραγία του «κοψίματος» ανταρτών στις νυχτερινές πορείες, που έδερνε τον τελευταίο καιρό τα τμήματα της Ρούμελης, στάθηκε σοβαρή αιτία να μειωθεί η δύναμη του Δημοκρατικού Στρατού: να συλλαμβάνονται αυτοί που «κόβονταν» και να κακοποιούνται, να εκτελούνται, αρκεί να κατέδιδαν συναγωνιστές τους ή ό,τι γνώριζαν σχετικά με αποκρύψεις, καταφύγια, λούφες, που δεν γνώριζε ακόμα ο στρατός. Επικίνδυνες λοιπόν και θλιβερές ήταν οι συνέπειες που δημιουργούσε το «κόψιμο» κάποιων, που η αντοχή τους είχε εξαντληθεί. Από τις τραγικές περιπτώσεις ήταν η κατάδοση λούφας τραυματιών. Τότε η ανθρώπινη κτηνωδία και η αγριότητα έβγαινε έξω από τα σύνορα του ανθρώπινου λογισμού.
Ενώπιος ενωπίω! Πρέπει να πάρω τις αποφάσεις μου, χωρίς καθυστέρηση και δισταγμό. Και ο πρώτος στόχος που παίρνει σειρά είναι να καθορίσω το δικό μου δρομολόγιο προς Κρίκελο-Ναυπακτία, όπως ήταν η νυχτερινή μας απόφαση. Θα χαράξω δικό μου δρομολόγιο, υποχρεωτικά προς την κατεύθυνση αυτή περνώντας από πυκνή εχθρική διάταξη. Η δική μου τρίχρονη πείρα είναι αρκετή, αν και το εγχείρημα είναι δύσκολο, λόγω της μεγάλης συγκέντρωσης στρατιωτικών δυνάμεων. Αρχίζει η εφαρμογή των μεγάλων σχεδίων του Τσακαλώτου και των αμερικάνων στρατηγών για τη βήμα προς βήμα εκκαθάριση του χώρου της Ρούμελης από την παρουσία του Δημοκρατικού Στρατού.
Οι πληροφορίες μου είναι θετικές. Όλη η κορυφογραμμή της Οξυάς, Σαράνταινας, Κούκου, Κοκκάλια, Ράχες Βελουχιού, όπου η δημοσιά Λαμίας-Καρπενησίου, κατέχεται από σοβαρές δυνάμεις στρατού. Όμως η αντάρτικη πείρα μάς δίδαξε ότι παντού μπορεί να περάσει ένας άνθρωπος. Κάποια πορτούλα θα ξεχαστεί ανοιχτή, τώρα μάλιστα που για το στρατό είναι ευνοϊκή η κατάσταση.
Έχουν περάσει τα μεσάνυχτα. Η βουνίσια σιωπή πνίγει κάθε ανθρώπινο ήχο. Μόνο κανένα νυχτοπούλι πετά απότομα, με θόρυβο, σαν να θέλει να με φοβίσει. Οι δισταγμοί και οι αμφιβολίες άρχισαν να υποχωρούν, όταν μια νότα αισιοδοξίας χτυπά τα παραθυρόφυλλα της ψυχής μου. Τώρα αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση, που επλήρωσε την ψυχή με διάθεση για αγώνα.
Κι ενώ όλα τα σημάδια έδειχναν πως θα νικήσω τις δυσκολίες, ξαφνικά με κυριεύει μια απαράδεκτη σκέψη: να πάω προς το Νεχώρι Τυμφρηστού. Είναι το χωριό που γεννήθηκα, που γνώριζα όλα τα δρομολόγια και σε τρεις ώρες πορείας θα έφτανα, αν ξεκινούσα. Σίγουρα θα έβρισκα τους χωριανούς μου Καπαπίτες. (7) Αλλά τότε ποιο ηθικό κύρος θα μου απόμενε, αν ο Διαμαντής, που τόσο μ’ αγαπούσε, μάθαινε αυτή μου την ενέργεια; Στον Δημοκρατικό Στρατό το νόημα της θυσίας είχε ποτίσει βαθιά τους μαχητές και τις μαχήτριες, και δεν υπήρχαν δικαιολογίες.
Όμως, στη ζωή πολλές φορές τα πράγματα δεν συμβαδίζουν με το «δέον γενέσθαι». Οι πιθανότητες που έζησα στην αντάρτικη θητεία μου αποχτούσαν κυρίαρχη παρουσία. Παρενέβαιναν αστάθμητοι παράγοντες, πέρα από το δικό μας σχεδιασμό και άλλαζαν την κατάσταση. Το δρομολόγιο της Μεραρχίας έπασχε από τη ρευστότητα και την κίνηση των εχθρικών δυνάμεων. Αν π.χ. το τμήμα της Μεραρχίας ακολουθούσε το α´ δρομολόγιο, που πριν λίγα λεπτά της ώρας το είχε καταλάβει ο στρατός, η Μεραρχία ήταν υποχρεωμένη ν’ αλλάξει δρομολόγιο. Αυτό συνέβηκε και με τη Μεραρχία μας. Δεν μπόρεσε να περάσει προς Κρίκελο, λόγω της πυκνής διάταξης του στρατού. Άλλαξε η απόφαση και η Μεραρχία τράβηξε προς το Νεχώρι, το χωριό μου.
Τις πρωινές ώρες της 7ης ή 8ης Ιουνίου 1949, η Μεραρχία έφτασε στο χωριό. Τώρα, αφού η απουσία μου –ίσως– διαπιστώθηκε, ο Διαμαντής ακόμα πιστεύει ότι θα βρίσκομαι στο χωριό. Και ακολούθησε η ιστορία, όπως μου τη διηγήθηκε ο συγχωριανός μου Γιώργος Τσιαξίρης, αξιωματικός Κ.Π.(8)«Πρωί-πρωί της 7ης ή 8ης Ιουνίου, ο Διαμαντής με ανακάλυψε και με κάλεσε να πάω στο εξωκλήσι της Αγίας Παρασκευής, που βρίσκεται αντίκρυ στο χωριό. Το πρώτο που με ρώτησε ήταν αν ο Βασίλης είναι εδώ στο χωριό. Όταν πήρε αρνητική απάντηση, ο στρατηγός, διοικητής της Επίλεκτης ΙΙ Μεραρχίας του ΔΣΕ, στενοχωρήθηκε πολύ. Παρέμεινε για λίγο στο χωριό, μήπως ακολούθησες κι εσύ το ίδιο δρομολόγιο, για να συναντηθείτε».
Ένιωσα απέραντη ικανοποίηση, γιατί απέκρουσα τον τόσο ελκυστικό πειρασμό, να πάω στο χωριό μου. Αν το έκανα αυτό, θα ήταν προδοσία, μέσα στο τραγικό σκηνικό που κινούνταν η Μεραρχία. Και ιδιαίτερα στο ιερό πρόσωπο της ιστορικής φυσιογνωμίας του Διαμαντή, που γνώριζα τη μεγάλη ευαισθησία του.
Βρίσκομαι λοιπόν «ενώπιος ενωπίω», αντιμέτωπος με δασωμένες πλαγιές και γυμνές κορυφογραμμές, και ακόμα μου φαίνεται πως ακούω τις φωνές των ημιονηγών που μάζευαν τα μουλάρια για τους όρχους τους ενώ οι φαντάροι βάδιζαν για τα αντίσκηνά τους. Και παρουσιάζω το σχέδιό μου, που είναι απλό και επικίνδυνο, γιατί δεν έχω πληροφορίες, γιατί δεν θα το ελέγξει κανένας ανώτερος, γιατί είναι δικό μου, και ας βοηθήσει, αν θέλει, και κάποια ευχή της μάνας μου, που σέρνεται στις παράγκες της Λαμίας, κοντά στο νεκροταφείο της Ξηριώτισσας.
Το σχέδιο είναι απλό κι εύκολο. Παρακάτω θα εκθέσω τις σκέψεις μου χονδρικά, χωρίς να προσθέσω τις άγνωστες εδαφικές δυσκολίες που θα συναντήσω και που αυτές θα ρυθμίσουν την επιτυχία ή την αποτυχία του.
Θα κατέβω στο έρημο χωριό Πουγκάκια Φθιώτιδας. Μετά θα πάρω την ατέλειωτη ανηφοριά για να φτάσω στην οροσειρά της Οξυάς. Εκεί πρέπει να εξασφαλίσω το πέρασμα, περνώντας μέσα από την εχθρική διάταξη, για να πέσω στην περιοχή Κρικέλου, όπου σύμφωνα με την απόφαση, προς αυτή την κατεύθυνση θα πρέπει να συναντήσω τη Μεραρχία. Η επιχείρηση αυτή, όσο εύκολη φαίνεται στο χαρτί, τόσο δύσκολη θα γίνει στην πραγματικότητα, γιατί η κακή μας μοίρα ήταν πάντοτε κάποιοι αστάθμητοι παράγοντες, που ρυθμίζουν το βαθμό της επιτυχίας.
Μ’ αυτές τις σκέψεις ξεκίνησα για να βγω από την κατάμαυρη ομπρέλα του πυκνού ελατόδασους της Πολιάνας και προσανατολίστηκα, περισσότερο νοητά, από ένα δικό μου χάρτη που είχα συντάξει με τη σκέψη μου και από κάποια γνώση της πραγματικότητας, προς την κορυφογραμμή της Οξυάς. Εάν περάσω χωρίς πρόβλημα το ακατοίκητο χωριό Πουγκάκια, θα μπω στην ατέλειωτη πλαγιά που σμίγει με την κορυφογραμμή όπου κινούνται τα εχθρικά τμήματα. Από κοντινό σημείο, θα παρατηρώ την κίνηση του στρατού, κι όταν ζώα και φαντάροι αποτραβηχτούν, εγώ θα καβαλήσω τρέχοντας την κορυφογραμμή, και θα βαδίσω προς τα Κρικελιώτικα Καλύβια, τα Παναρέικα. Κι όταν φέξει, θα κινηθώ αμέσως, μήπως ανακαλύψω ίχνη διάβασης της Μεραρχίας. Από τη θέση που βρίσκομαι, αν σύρω μια νοητή ευθεία, θα πέσει πάνω στο χωριό Πουγκάκια. Το χωριό ήταν βασιλικότερο του βασιλέως και είναι εκπατρισμένο, όπως όλα σχεδόν τα ορεινά χωριά της Ρούμελης. 
Και μέσα στους θρόμβους του σκοταδιού μού φάνηκε πως δύο μικρές χάντρες φωτιάς γυάλιζαν σ’ ένα βάθος απροσδιόριστο. Με ξάφνιασε στην αρχή το φαινόμενο. Το θεώρησα οφθαλμαπάτη, έργο βρυκολάκων, που προσπαθούνε να πιάσουν στα δίχτυα τους αφελείς αγωνιστές.
Κοιτάζω με ένταση και πάλι σπινθίριζαν δύο φωτεινά ματάκια, σ’ ένα αμέτρητο βάθος. Είναι άσκημο το νέο και με βάζει σε βαριές σκέψεις. Η αντάρτικη ταχτική αποκλείει τις φωτιές, όταν βρίσκεσαι σε περίοδο εκκαθαριστικών επιχειρήσεων. Ποτέ ο αντάρτης δεν ανάβει φωτιά, όταν γνωρίζει ότι υπάρχει πλησίον του παρουσία στρατού. Όμως, πρέπει να βαδίσω προς τις φωτιές, που μπορεί να είναι μέσα στο χωριό από τμήμα στρατού που λοξοδρόμησε ή τμήμα ανταρτών τραυματιών ή και «κομμένων» από το τμήμα τους.
Βγαίνοντας από την παρυφή του δάσους, έπεσα σ’ ένα γκρεμό, γεμάτο σχιστόλιθους και βάτους. Μπλεγμένος στα σκληρά αρπάγια τους, κλωτσώ συνέχεια για ν’ απαλλαγώ από τα μυτερά τους αγκάθια. Οι τρύπιες μου αρβύλες δίνουν σκληρή μάχη ν’ απαλλαγούν από τους σκληρούς βραχίονες της βατιάς και να διατηρηθούν στη ζωή. Μ’ έχει πιάσει απελπισία, όσο το δάσος των βάτων δεν τελειώνει, ενώ οι πολύτιμες αρβύλες μου θα τελειώσουν. Όμως βαδίζω, μήπως αργότερα δεν θα έχω χρόνο να εφαρμοστεί το πρόγραμμα για συνάντηση με τη Μεραρχία. Πέρασε πάνω από μια ώρα πάλης, ώσπου ν’ απαγκιστρωθώ από το λυσσασμένο βατώνα. Ευτυχώς οι αρβύλες μου βγήκαν πληγωμένες, αλλά ακόμα ικανές να προσφέρουν την κίνηση που εγώ έχω ανάγκη. Ακόμα ήταν νύχτα, όταν έφτασα στη ρίζα της τεράστιας πλαγιάς στην άκρη του χωριού. Πέρασα ένα ξηροπόταμο. Τα μεγάλα, σιδερόχρωμα, ολοστρόγγυλα λιθάρια μού φάνηκαν σαν κατάλοιπα σκελετού γιγαντιαίου δεινόσαυρου.
Πλησιάζω με προσοχή. Πότε κρύβομαι πίσω από κορμούς δέντρων και προσπαθώ να συλλάβω κανένα ήχο, πότε σε κάποια αχυρώνα, που ο ίσκιος της είναι ευεργετικός και με βοηθάει στην αναπνοή μου, που βρίσκεται σε ένταση. Όμως, όλο πλησιάζω. Σε λίγο πρέπει να μάθω το μυστικό για τις φωτιές ή θα εξοφλήσω τους λογαριασμούς της ζωής μου. Με χίλιες προφυλάξεις, βαδίζοντας από ίσκιο σε ίσκιο, έφτασα στα εγκαταλειμμένα περιβόλια. Κάθομαι λίγο για να συλλάβω κάποιον ήχο. Σκέφτομαι ότι αν ήταν στρατιωτικό τμήμα θα είχε βάλει σκοπούς από τη μεριά της εισόδου στο χωριό. Και πλησιάζω, μα ο κίνδυνος της αναγνώρισης της σκιάς μου μπορεί να καταστρέψει όλο το σχέδιο της επιχείρησης. Θα άρχιζε το τουφεκίδι, το κυνηγητό, και το αποτέλεσμα θα ήταν μοιραίο.
Γι’ αυτό άλλαξα τον τρόπο της πορείας μου. Έπεσα κάτω, κι άρχισα να σέρνομαι, ανάμεσα από τις ξύλινες φράχτες. Κάθε λίγο στέκομαι, για να πιάσω κανένα ήχο από ανθρώπινη φωνή. Τίποτα! Μόνο τον χτύπο της καρδιάς μου ακούω. Συνεχίζω την αναγνώριση. Σιγά-σιγά φτάνουν στ’ αυτιά μου οι πρώτοι θόρυβοι. Εγώ προσπαθώ μήπως ακούσω γυναικεία φωνή ή κάποιο θηλυκό όνομα. Τότε μόνο θα είμαι σίγουρος ότι είναι τμήμα αντάρτικο. Αρχίζω να αισιοδοξώ. Η νύχτα αρχίζει ν’ αποσύρεται και οι σκιές να διαγράφονται πιο καθαρά.
Όσο πλησιάζω, οι φωνές όλο και δυναμώνουν, κι εγώ βρίσκομαι πλησίον στις φωτιές. Βουίζουν τ’ αυτιά μου από την αγωνία και την κούραση. Και νά, η μεγάλη είδηση! Τώρα ξεχώρισα γέλια από φωνές γυναικών. Τώρα είμαι σίγουρος. Εδώ είναι τμήμα ή ξεκομμένοι αντάρτες, που αγνοούνε τους νόμους του πολέμου. Σηκώθηκα όρθιος. Με προσοχή να μην τους αιφνιδιάσω, τους πλησίασα και στάθηκα πίσω από ένα φραγμένο χώρο. Απ’ τη θέση αυτή αντίκρυσα μια πλακόστρωτη αυλή, μεγάλη σαν πλατεία, που ήταν κυκλωμένη από σπίτια. Πολλοί αντάρτες κι αντάρτισσες πηγαινοέρχονται, αδιάφοροι ότι βρίσκονται μέσα σε σιδερένιο πλέγμα στρατού και χιλιάδων όπλων.
Σε λίγο η ανατολή, δειλά, έστειλε το μήνυμα ότι ο ήλιος θα φωτίσει τον κόσμο. Τον κόσμο! Αυτόν που καταδυναστεύεται από μια χούφτα μεγιστάνων της οικονομίας και της πολιτικής.
Γύρω στο ιερό σφάγιο.
Τύχη αγαθή, γιατί παρουσιάστηκα ανενόχλητος από κάποιο υποχρεωτικό ερωτηματολόγιο στο πλακόστρωτο της αυλής, όπου ήταν ξαπλωμένο και σφαγμένο ένα μεγάλο μουλάρι. Τα αίματα που έτρεχαν από τη σφαγή πλημμύρισαν το πλακόστρωτο της αυλής. Αυτοί που είχαν αναλάβει το δύσκολο έργο του σφαγέα, μ’ ένα τσεκούρι κομμάτιαζαν το ηρωικό ζώο, αληθινό αντάρτη του Δημοκρατικού Στρατού. Όπως σε χορό αρχαίας τραγωδίας, αντάρτες κι αντάρτισσες ήταν συγκεντρωμένοι γύρω απ’ το βωμό της μεγάλης θυσίας. Η παρουσία μου δεν είχε κάποια συνέχεια. Κανένας δεν μου μίλησε, δεν με πρόσεξε. Δεν με ρώτησε ποιος είμαι, από πού έρχομαι, πού βρίσκεται η Μεραρχία. Μα και η Μεραρχία δυστυχώς αγνοούσε την εδώ παρουσία του. Επαγρύπνηση μηδέν!
Ένας ταγματάρχης, που δεν θυμάμαι τ’ όνομά του, έδινε κάποιες οδηγίες, ίσως για τη μαγειρική του ηρωικού μουλαριού. Σκόπιμα τον επλησίασα και προσπάθησα ν’ ανοίξουμε συζήτηση για τις επιχειρήσεις του στρατού, του είπα πόσο επικίνδυνη είναι η θέση τους εδώ, χωρίς μέτρα επαγρύπνησης και αντίστασης σε περίπτωση αιφνιδιασμού. Τον ρώτησα αν αγνοούν την πλημμύρα του στρατού που υπάρχει πάνω απ’ τη σκούφια τους, στην κορυφογραμμή της Οξυάς. Καμιά συζήτηση δεν ακολούθησε κι ούτε ρίχτηκε κάποιο σχέδιο ή πάρθηκε απόφαση. Το πνεύμα της κατάπτωσης, του κάματου και της αδιαφορίας ήταν διάχυτο. Όπως αργότερα έμαθα, το τμήμα αυτό αποδεκατίστηκε την ίδια μέρα.
Ας ρίξουμε και μια ματιά στη φριχτή σκηνή της δολοφονίας του μουλαριού. Ο πιο έμπειρος, μ’ ένα τσεκούρι, χτύπησε δυνατά  στο κεφάλι το ζώο, που το είχαν δεμένο στα μπροστινά του πόδια­ κι έπεσε το μουλάρι. Τότε με το τσεκούρι άρχισε να κόβει κομμάτια και να τα μοιράζει σε παρτίδες στον καθένα. Μου έδωσε κι εμένα ένα κομμάτι και το πέταξα στο γυλιό μου. Έριξα με προσοχή μια ματιά μήπως υπάρχει κανένας γνωστός. Ένιωθα σαν απαραίτητη την ανάγκη να έχω μια μικρή συντροφιά. Έχει κάθε άνθρωπος τις μικρές του αδυναμίες. Και βγήκε σε καλό το ψάξιμο. Συνάντησα τον πολύ γνωστό μου συναγωνιστή Κώστα Τσεπά από τον Ασπρόπυργο (Αντράνοβα) Ευρυτανίας. Μου είπε πως είναι «κομμένος», από καιρό.
Δεν είναι εύκολη υπόθεση ν’ αναλυθεί η ψυχολογία των «κομμένων» και λουφατζήδων ανταρτών. Ο κόσμος και σήμερα ακόμη αγνοεί πόσο σκληρή ήταν η ζωή των ανταρτών του Δημοκρατικού Στρατού στη Ρούμελη. Ο κουρασμένος και πεινασμένος μαχητής που ετρόμαξε τον αντίπαλο στη μάχη, έχοντας να υπερνικήσει ανυπέρβλητες καταστάσεις, νηστικός, χωρίς υπόδηση και ρουχισμό, αδυνάτιζε χωρίς να θέλει. Και σε κάποια στιγμή ψυχολογικής και σωματικής υπερκόπωσης παραμέριζε στη νυχτερινή πορεία.
Για να καταλάβετε το φαινόμενο, σας γνωρίζω πως το φθινόπωρο του 1948 παραμείναμε στο χώρο της Ρούμελης 90 ημέρες. Οι νυχτερινές πορείες κράτησαν 90 νύχτες. Με την αυγή, λημεριάζαμε πρόχειρα σε κάποιο σημείο, περιμένοντας και λίγο ψωμί, αλεύρι, μήλα, καρύδια και ό,τι υπήρχε ακόμα το φθινόπωρο, από μια επιμελητεία-φάντασμα. Κι ακόμα, η ατομική φροντίδα του κάθε αντάρτη στρέφονταν στην εξοικονόμηση κάποιας –οποιασδήποτε– τροφής. Μαζεύαμε καρύδια που ήταν άφθονα, κάστανα, κανένα σταφύλι, και ξεγελούσαμε την πείνα. Αυτός ο παραμερισμένος αντάρτης συναντούσε και κάποιον άλλο συναγωνιστή, έφκιαναν μια μικρή ομαδούλα. Μετά, όλη τους η φροντίδα στρέφονταν στην εξοικονόμηση τροφής και άλλων ειδών που έβρισκαν στα άδεια σπίτια των χωριών. Οι πιο συνειδητοί αγωνιστές φρόντιζαν να συναντήσουν αντάρτικο τμήμα και να ενταχθούν.
Οι αντίπαλοι εφάρμοσαν την αγγλική ταχτική. Άρπαξαν τους χωρικούς με το ζόρι κι έμειναν τα χωριά έρημα και τα σπίτια ολάνοιχτα. Δεν υπήρχε πιο τραγική εικόνα από το να μπαίνεις στα χωριά και ν’ αντικρύζεις χορταριασμένες τις αυλές, ανοιχτά παράθυρα και πόρτες και να τα δέρνει τρία χρόνια ο αέρας. Εδώ, με πολλή οικονομία, θα αναφερθούμε πως υπήρξαν και περιπτώσεις συνειδητού «κοψίματος» από τα μαχόμενα τμήματα. Και τελικά, με τα πιο βάρβαρα μέσα που εφάρμοζαν εναντίον τους, υπέκυπταν σε πολλούς πειρασμούς, να κατηγορήσουν δηλαδή άλλους συναγωνιστές. Και το επιμύθιο ήταν πως οι περισσότεροι ή στέλνονταν στα εκτελεστικά αποσπάσματα ή τους καθάριζαν επιτόπου.
Ανακοίνωσα, λοιπόν, στον Τσεπά το δρομολόγιό μας προς Κρικελιώτικα Καλύβια (Παναρέικα). Η παραμονή μας με τους εδώ εγκυμονεί κινδύνους. Ύστερα, υπάρχει άμεσο χρέος να συναντήσω τη Μεραρχία. Θα κυνηγήσουμε τα ίχνη της, όπως τα λαγωνικά. Ο Τσεπάς συμφώνησε να βαδίσουμε μαζί, αλλά αυτός μετά θα συνεχίσει την πορεία προς το χωριό του. Εκεί θα κάνει λούφα, ώσπου να συνδεθεί με κάποιο τμήμα. Αυτό ήταν βέβαια ένα πρόσχημα, γιατί η περιοχή των Αρακυνθίων ήταν πάντα νεκρή από την παρουσία του Δημοκρατικού Στρατού, ενώ δυναστεύονταν από τους άγριους φονιάδες της Δεξιάς, τους Γανωμεναίους. Πάντως, συμφωνήσαμε πως δεν πρέπει να παραμείνουμε στα Πουγκάκια, γιατί ο κίνδυνος του χτενίσματος της περιοχής θα ήταν άμεσος με τον ερχομό της ημέρας.
Χωρίς αργοπορία, ξεκινήσαμε για την Οξυά. Αν μας βοηθήσουν οι αστάθμητοι παράγοντες, που σαν «από μηχανής θεοί» δίνουν λύσεις που δεν περιμένουμε, μπορεί να πετύχουμε το σκοπό μας. Ο ήλιος δεν πρόβαλε ακόμα για να λάμψει ο τόπος, κι εμείς αρχίσαμε την ανάβαση, καλυμμένοι στο μεγάλο καστανόλογγο των Πουγκακιών. Επειδή το γνωμικό των χωριών της Ρούμελης μας συμβουλεύει ότι «και ο λόγγος έχει αυτιά», βαδίζουμε προσεχτικά, χωρίς θόρυβο. Πρέπει να φτάσουμε σιγά-σιγά, στην παρυφή του τεράστιου καστανόλογγου. Ανεβαίνουμε με κάθε προφύλαξη, για να φτάσουμε στο σπανό. (9) Δεν πρέπει να μας πάρει η νύχτα, ώστε να κάνουμε εξονυχιστική παρατήρηση για την κίνηση του στρατού. Θα υπολογίσουμε τις ενέδρες του στρατού, τα σημεία συγκέντρωσης των ζώων, που θα εγκατασταθούν οι μονάδες στ’ αντίσκηνά τους. Πρέπει να εξασφαλίσουμε σίγουρο πέρασμα, από αφύλαχτο σημείο. Ο ωραίος καστανόλογγος μας προσφέρει κατάμαυρα γυαλιστερά κάστανα, μαζί με τα ξηρά φύλλα των καστανιών. Έτσι εξοικονομήσαμε και το συσίτιο της ημέρας, τρώγοντας άβραστα κάστανα.
Η νύχτα πλησιάζει. Η παρατήρησή μας γινόταν με σχολαστικό τρόπο. Όταν βγήκαμε έξω από τον καστανόλογγο, άρχισε η γυμνή γη, που έσβηνε στην κορυφογραμμή. Εκεί η κίνηση του στρατού συνεχίζονταν με βιασύνη. Βλέπουμε ομάδες φαντάρων, που βαδίζουν στις αποστολές τους. Άλλοι σέρνουν μουλάρια με δυνατές φωνές. Όλα αυτά φανερώνουν πως ετοιμάζονται να περάσουν τη νύχτα τους. 
Εμείς δυναμώνουμε την προσοχή μας και δεν παρατηρούμε μόνο την κίνηση στην κορυφογραμμή. Έχουμε επισημάνει και χαρακτηριστικά σημεία της πλαγιάς, όπως κάποια βραχάκια, μικρές πτυχές του εδάφους, που μπορεί να τοποθετηθούν ενέδρες. Τελικά, επιλέξαμε κάποιο σημείο της κορυφογραμμής που απέχει από τη θέση μας ώς διακόσια μέτρα γυμνού εδάφους, με χαρακτηριστικό γνώρισμα μερικά σωριασμένα βραχάκια. Η παρατήρησή μας είναι πως αυτό το σημείο δεν απασχόλησε κάποιους φαντάρους, που στις κινήσεις τους δεν έδειξαν κανένα ενδιαφέρον γι’ αυτά τα βραχάκια. Η απόφασή μας είναι οριστική. Τα βραχάκια είναι ο στόχος μας.
Το σούρουπο ξαπλώθηκε στη γη. Εμείς, σύμφωνα με την απόφαση, αλλά και με το σταμάτημα της κίνησης στρατιωτικών τμημάτων, βαδίζουμε προς το στόχο μας. Για ένα δευτερόλεπτο κρατούμε αναπνοή και βάδισμα, μήπως πιάσουμε κάποιο θόρυβο. Ησυχία! Πλησιάζουμε το στόχο, από κάτω προς τα επάνω, με αναστατωμένη την καρδιά. Κανένας θόρυβος. Τώρα πετάμε μικρά χαλίκια προς τα βραχάκια. Καμία αντίδραση. Αποφασίζουμε το πέρασμα, επιστρατεύοντας όλες τις δυνάμεις μας, καβαλούμε τα βραχάκια και ριχνόμαστε σε μια ύποπτη κατηφοριά. Αθόρυβα σκύβουμε στο έδαφος ν’ ανακαλύψουμε κάποιο ντορό. Τίποτε δεν μαρτυρεί εχθρική παρουσία. Ο χώρος είναι απάτητος, παρθένος. Ούτε φωτιά ή ντορός ζώων δεν υπάρχει. Επειδή δεν πρέπει να παραμείνουμε εδώ, προχωρούμε σε κάποιο μονοπάτι που βρέθηκε, παρθένο κι αυτό. Μέσα σε μια συστάδα ελάτων, ανακαλύψαμε καλύβι παλιό, χαλασμένο σχεδόν. Παραμερίσαμε και καθίσαμε να ξεκουραστούμε λίγο. Κάνοντας μια ανακεφαλαίωση των όσων έγιναν ως τώρα, συμφωνήσαμε πως η μικρή μας επιχείρηση πέτυχε. Κάποια ελπίδα γεννιέται ότι μπορεί να συναντήσουμε τη Μεραρχία, εκτός αν άλλαξε δρομολόγιο από κάποια σημαντική αιτία. Όλα γίνονται!
Ξημερώνει η 8η Ιουνίου 1949. Κουβαριασμένοι στην τρύπια καλύβα, αντικρύζουμε το σκηνικό του δασωμένου τοπίου. Μεγιστάνες του πυκνού δάσους τα έλατα, με τις προεξέχουσες πυραμιδικές κορφές τους. Αφού τρώμε κάστανα άβραστα, αντί για το πρωινό ρόφημα, αρχίζουμε την ανίχνευση, σαν αρχαίοι ραβδοσκόποι ή σύγχρονοι ανιχνευτές υπόγειων νερών. Κινούμαστε χωριστά, με οριζόντια απόσταση, να βρούμε ή να εικάσουμε ίχνη από τμήμα. Απογοητευμένοι, σταματούμε κάπου να ξεκουραστούμε και να μιλήσουμε. Οι συλλογισμοί μας είναι επιφυλακτικοί για να ορίσουμε κάτι συγκεκριμένο.
Αποφασίσαμε τότε να στρέψουμε την ανίχνευσή μας προς το ζυγό που περνάει η δημοσιά Ράχης Βελουχιού-Κρικέλου. Την περνάμε σε πολλά σημεία στο μήκος της, χωρίς καμιά ένδειξη. Αν η Μεραρχία εφάρμοζε την απόφασή της να κινηθεί προς Κρίκελο-Ναυπακτία, ήταν αδύνατο να μη βρούμε τα ίχνη της. Είμαι βαθιά λυπημένος, γιατί ξεκόπηκα από τον Διαμαντή. Ποτέ δε δοκίμασα τόση στενοχώρια βουτηγμένη στη σκέψη της πιο μαύρης μελαγχολίας.
Αφήνουμε τη δημοσιά προς Κρίκελο και πέφτουμε σε οροπέδιο, όταν διαπιστώνουμε ότι είναι πατατοχώραφα του χωριού Συγγρέλο Ευρυτανίας. Πέντε ώρες μακριά από το Καρπενήσι. Από την παρατήρησή μας δεν διαπιστώσαμε φρέσκα ίχνη από τμήματα, γι’ αυτό με θάρρος μπαίνουμε στα πατατοχώραφα, που είναι όλα ανασκαμμένα από τους ανθρώπους και τ’ αγριογούρουνα. Κι ακολουθώντας την πείρα των ζώων, όταν είναι πεινασμένα, σκάβουμε πάνω στ’ ανακατωμένα χώματα κι ανακαλύπτουμε ωραίες κίτρινες πατάτες. Δεν έχουμε σκαφτικό εργαλείο, μα χρησιμοποιούμε μυτερά ξύλα, που υπάρχουν από άλλους που πέρασαν και σκάβουμε το παρθένο οργωμένο έδαφος. Και βρίσκουμε ωραίες πατάτες. Μαζέψαμε αρκετές, για να εξασφαλίσουμε κάποιο συσσίτιο. Μερικές πατάτες τις φάγαμε όπως τις ξεθάψαμε, αφού τις καθαρίσαμε από τα χώματα.
Ανησυχώ για την κακή εξέλιξη που παίρνουν τα σχέδια που είχαμε. Τώρα είμαι ένας «κομμένος» αντάρτης, που τίποτε δεν μπορεί ν’ αποδείξει τις καλές του προθέσεις.
Στα ίδια μονοπάτια με το στρατό.
Αν και βρισκόμαστε σε χίλια μέτρα υψόμετρο, η μέρα μάς χαιρετάει με τη ζεστή ανάσα της. Τριγύρω ψηλά βουνά, η Καλιακούδα, αντίκρυ η Χελιδόνα και βόρεια το θρυλικό Βελούχι.
Αφού καθένας μας εφοδιάστηκε με αρκετές πατάτες, σκεπτόμαστε να βελτιώσουμε και τους όρους της ζωής μας. Γι’ αυτό παίρνουμε την απόφαση να μπούμε στο χωριό, το Συγγρέλλο Ευρυτανίας. Η απόφαση δεν αποκλείει τον κίνδυνο να συναντήσουμε ομάδες στρατιωτών που κρύβονται στα σπίτια, ώσπου να τσιμπήσει κανένας πεινασμένος αντάρτης. Δεν αποκλείεται τώρα να μας παρακολουθούν και να τρίβουν τα χέρια τους. Απόλυτη ησυχία επικρατεί σ’ όλη την έκταση. Ερημιά! Ούτε φωνή, ούτε τραγούδι, ούτε τσοκάνι (10) από πρόβατα ή πυροβολισμός. Ούτε κι απόμακρος ήχος. Λες και η φύση του Συγγρέλλου και της Καλιακούδας, με τα 2.100 μ. υψόμετρο, μας προετοίμασαν τέτοια υποδοχή. 
Σε διάλογο με τον Τσεπά για τη συνάντηση με τη ΙΙ Μεραρχία, οι ελπίδες λιγοστεύουν και η απογοήτευση θρονιάζει στην ψυχή μας. Γίνεται φανερό πως η Μεραρχία για κάποιους λόγους άλλαξε δρομολόγιο. Αμίλητοι προχωρούμε προς το έρημο, μα πεντάμορφο και παντέρημο Συγγρέλλο. Στο μονοπάτι ανακαλύπτουμε ντορό από ζώα και ανθρώπους που αλλού χάνονται, αλλού είναι ακόμα λίγο ορατά, γιατί είναι παλιακά και δεν κράτησαν φρεσκάδα. Μ’ αυτές τις σκέψεις μπήκαμε στο χωριό, που αντικρύζει στωικά, ενώπιος ενωπίω, τον τεράστιο πέτρινο όγκο της Καλιακούδας με τα 2.100 μέτρα ύψος, από καταβολής κόσμου.
Είναι μια απόφαση επικίνδυνη. Όμως εμείς εξαντλήσαμε αρκετή ώρα παρατηρώντας σπίτια και πορτοπαράθυρα. Συναντήσαμε τη βρύση του χωριού. Άφθονο, κρυστάλλινο νερό τρέχει από μια πέτρινη κούπα. Αν και νηστικοί, πίνουμε από το κρύο της νερό, για να δείξουμε κι εμείς τα αισθήματά μας.
Το νερό της βρύσης σπάζει πάνω στις κρεμμυδόφλουδες και στα πρασόφυλλα. Εμείς, έχοντας το πνεύμα συλλογής ειδών που τρώγονται, συγκεντρώσαμε αυτά τα είδη, τα ξεπλύναμε και τα φάγαμε αμέσως για πρωινό ρόφημα.
Ύστερα κάναμε πολλές κινήσεις επιδεικτικά, για να προκαλέσουμε να βγει φανερά κάποιο στρατιωτικό κομάντο, που μπορεί κάπου να παραφύλαγε. Όχι! Το χωριό, προς το παρόν, είναι έρημο. Μπήκαμε σε πολλά ορθάνοιχτα σπίτια κι αρχίσαμε το ψάξιμο. Τίποτα. Ό,τι κι αν βρίσκαμε, όσπρια, αλάτι, κανένα μπουκάλι λάδι, κρασί, τσίπουρο, καμιά κονσέρβα, θα μας ήταν πολύτιμο. Δυστυχώς, δεν βρήκαμε τίποτε. Και πώς να βρούμε; Αφού όλα τα σπίτια είχαν ψαχτεί χιλιάδες φορές από νηστικούς αντάρτες, φαντάρους και κομάντα μαυροσκούφηδων, που καταφτάνουν από το Καρπενήσι.
Καθώς μασώ τα σκληρά κρεμμυδόφυλλα που βρήκα στη βρύση, με βασανίζει μια νοσταλγία για κάτι απροσδιόριστο. Τρία χρόνια στον Δημοκρατικό Στρατό. Μια σκληρή άγνοια είχαμε για όλους. Δεν θέλω να θυμάμαι τη γριά μάνα μου με τα δυο ανύπαντρα κορίτσια, τις αδερφές μου. Ποιοι βοριάδες τα δέρνουν… Σκληρές ανιστορήσεις, που έζησαν οι άνθρωποι των ορεινών χωριών της Φθιώτιδας, αλλά και όλης της ορεινής Ελλάδας.
Απ’ αυτή την αναπόληση με ανακάλεσε στην πραγματικότητα μια βουή που γέμισε το χωριό. Οι αντίλαλοι από τις αλλεπάλληλες χαράδρες που διάβαιναν, πολλαπλασίαζαν το βουητό που επέστρεφε, καθώς χτυπιόταν με τους γκρίζους γκρεμούς της Καλιακούδας. Σε λίγο, δυο σπιτφάιερ (11) πέρασαν αστραπή προς το βοριά, όπου ο Γράμμος και το Βίτσι αντιστέκονταν με πείσμα ενάντια σ’ ένα στρατό πολλαπλάσιο σε αριθμό και εφόδια. Οι Ένοπλες Δυνάμεις της χώρας με τον υπερστρατηγό Βαν Φλητ και τους έλληνες στρατηγούς καθάριζαν συστηματικά τις περιοχές από τους αντάρτες και βάδιζαν προς τον Γράμμο. Ο χώρος της Νότιας Ελλάδας αδειάζει από τις μεγάλες μονάδες του στρατού που προχωρούν προς τον Γράμμο, αφήνοντας πίσω μικρά αποσπάσματα στρατού, για ασφάλεια. Όμως, είναι πολλές οι περιπτώσεις που οι λίγες ανταρτικές δυνάμεις έδωσαν σκληρά χτυπήματα και πραγματοποίησαν αιφνιδιασμούς, ώστε να κρατούνε σημαντικές δυνάμεις πίσω τους.
Εμείς, οι δύο αντάρτες, νιώθουμε σαν δύο ναυαγοί, μέσα σ’ ένα μουγγό πέλαγος. Γι’ αυτό κυνηγάμε τις προκηρύξεις, πεταμένες εφημερίδες, για να πάρουμε καμιά πληροφορία. Είναι τραγική η έλλειψη ενημέρωσης. Μοιάζουμε με ναυαγούς, που δεν μπορούνε να προσανατολιστούν προς κάποιο λογικό σημείο. Χωρίς γαλήνη και μακαριότητα, και σίγουρα είναι ύποπτη αυτή η βουβαμάρα. Γιατί κάποιο προωθημένο εχθρικό παρατηρητήριο μπορεί να μας παρακολουθεί, κι όπου να ’ναι θα φανούν οι φαντάροι ή και Μάυδες ν’ αρπάξουν δυο καινούργια ζωντανά λάφυρα. Ρίχνω τη γνώμη πως πρέπει να σταματήσουμε τις κινήσεις και να καλυφτούμε. Κι αρχίζουμε το ψάξιμο κάθε ύποπτου σημείου της περιοχής.
Καί, ω του θαύματος! Σημειώσαμε στο κοντινό ύψωμα Κουρούνα τμήμα στρατού, με ζώα. Οι φαντάροι κουβαλούσαν πέτρες να οργανώσουν θέσεις. Το κουβεντολόι τους και η ξεγνοιασιά τους έφτανε ώς εμάς. Αμέριμνοι αυτοί και χορτάτοι, χαίρονταν τη δροσιά του ουρανού και του τοπίου. Γνώριζαν πια πως η δύναμη του Δημοκρατικού Στρατού λιγόστεψε, και τώρα οι φαντάροι ησυχάζουν. Κατά τους υπολογισμούς μας στο ύψωμα βρίσκονταν δύναμη διμοιρίας. Επόμενο είναι πως δεν επρόκειτο για κίνηση ανεξάρτητη και πρέπει να υπάρχουν μικρές ομάδες και σε άλλες επίκαιρες διαβάσεις της περιοχής. Η διοίκησή τους πληροφορήθηκε την παρουσία της ΙΙ Μεραρχίας του Δημοκρατικού Στρατού και ανιχνεύει την περιοχή. Εμείς, χωρίς καθυστέρηση, αφήνουμε το χωριό και καλυφτήκαμε ψηλότερα από τα τελευταία σπίτια για παρατήρηση οπτική και ακουστική. Και νά! Μικρή περίπολος φαντάρων μπαίνει στο χωριό για αναγνώριση. Συζητούν, σφυρίζουν. Είναι φανερό πως δεν φοβούνται πια τον Δημοκρατικό Στρατό. Ύστερα από την εξέλιξη των γεγονότων, δεν υπάρχει λόγος να παραμείνουμε ακόμα εδώ.
Συζητήσαμε κι εκτιμήσαμε ότι πρέπει να βαδίσουμε προς την ορεινή περιοχή όπου βρίσκεται το χωριό Ανιάδα, αντίκρυ στην άγρια Καλιακούδα. Δεν θα μπούμε στο χωριό, μα θα το παρακάμψουμε. Από το κεφαλάρι του χωριού που είναι δασωμένο, θα βαδίσουμε προς τη θέση Άι-Θανάσης, όπου το μικρό εξωκλήσι του αγίου. Είναι σημαντικός αυχένας, γιατί περνά ο βατός δρόμος προς Καρπενήσι. Το σημείο αυτό είναι ύποπτο και μπορεί να κρατιέται από μικρή δύναμη στρατού. Θα πλησιάσουμε τη θέση, όσο το δυνατό πιο κοντά. Μπορεί από τα ίχνη ή και από τους ήχους που θα πιάσουμε να υπάρχει σίγουρα η πληροφορία που μας χρειάζεται. Πολλές φορές στον Δημοκρατικό Στρατό ήταν ασφαλέστερη η λούφα κοντά στον πραγματικό ή υποτιθέμενο εχθρό, για να επισημανθεί η παρουσία του, παρά κάποια επικίνδυνη αναγνώριση. Βαδίζοντας σαν τις γάτες και με αποστάσεις πλησιάζουμε την τοποθεσία Άι-Θανάσης, από την πλευρά του χωριού Μουζήλο. Αφού ρυθμίζουμε και την αναπνοή μας, τρυπώνουμε σε μια συστάδα θάμνων, που σκόπευαν το εκκλησάκι και περιμένουμε.
Όση ώρα βρισκόμασταν σε αναμονή, κανένας θόρυβος και κανένας ήχος δεν ακούστηκε, να μας βάλει σε υποψίες. Πρέπει να έχουμε υπομονή, γιατί ο στρατός τώρα κινείται άφοβα, όμως στήνει και τα δίχτυα του, περιμένοντας να πέσουν ξεκομμένοι αντάρτες.  Έχουν γίνει οι φαντάροι κυνηγοί ανθρώπινων κεφαλών.
Της νύχτας τα καμώματα.
Γνωρίζουμε τα σημεία που ο κάθε στρατός κρατεί, γιατί είναι περάσματα των νυχτερινών κινήσεων και σίγουρης ενέδρας. Και η θέση Άι-Θανάσης του χωριού Ανιάδα προσφέρεται για σίγουρο καρτέρι. Φτάσαμε περίπου στη θέση που περνάει και ο βατός δρόμος από Βουτύρου και σταματήσαμε. Κρατούμε και την αναπνοή μας για να πιάσουμε κανένα ήχο. Και δεν άργησε να επαληθευτούν οι σκέψεις μας. Ήχος από άδεια κονσέρβα που την κύλησε κάποιος, καθώς και προσεχτικοί ήχοι φωνής. Καινούργιες σκέψεις και αποφάσεις συνοδεύουν τους θορύβους. Φεύγουμε αμέσως. Τώρα δεν θα περάσουμε από τη θέση Λακώματα, σημαντικό σημείο περάσματος. Καθορίζουμε καινούργιο δρομολόγιο: να βαδίσουμε προς τη θέση Πινακάκια, μια συμπαγή βραχολιθιά που σχηματίζει όλη την περιοχή. Δεσπόζει του Μεγάλου Χωριού, αλλά και όλης της ποταμιάς που ποτίζει ο Καρπενησιώτης. Κατά τα μεσάνυχτα φτάσαμε στα Πινακάκια. Τη στιγμή που φτάσαμε, δυο σκιές έφυγαν γρήγορα προς το δάσος. Ήταν δικά μας παιδιά, που δεν άνθεξαν να γίνει μια αναγνώριση.
Αναπαυτήκαμε για λίγο από την καθημερινή τύρβη κι έπρεπε ν’ ασχοληθούμε με το δείπνο μας. Και ήταν λιτό και πρωτότυπο. Φάγαμε πατάτες άβραστες. Όσο για το μουλαρίσιο κρέας, ευγενικά μας ειδοποίησε με την ευωδιά του. Αμέσως υπέστη έξωση, όπως οι κακοί ενοικιαστές, και πετάχτηκε. Προτιμήσαμε τις πατάτες, υπακούοντας στη λαϊκή σοφία: «Η πείνα βγάζει μάτια». Ένα φεγγαράκι που αρμένιζε στα ουράνια μας ξεγέλασε και κινήσαμε για πιο φιλόξενο λημέρι. Το δρομολόγιο θα πραγματοποιηθεί σε παρθένο έδαφος, γιατί ξετυλίγεται μέσα σε πυκνό βραχότοπο.
Με τη βοήθεια του φεγγαριού, που είχε όρεξη για παιγνίδια παίζοντας το κρυφτούλι, ξεχωρίσαμε κάποιο ίχνος μονοπατιού. Το ακολουθήσαμε. Σε λίγο σταματήσαμε. Εδώ το μονοπάτι έχει έναν μικρό πέτρινο, επίπεδο εξώστη, απόμερο και κρυφό, που τα θεμέλιά του βρέχονται απ’ τα γάργαρα νερά του Καρπενησιώτη. Ώσπου να πάρουμε απόφαση, συνέβηκε κάτι τρομερό. Δύο φαντάσματα, σίγουρα ξεκομμένοι αντάρτες, ποδοτσακίστηκαν να φύγουν και ν’ αφήσουν το ξενοδοχείο ύπνου άδειο. Στις επικλήσεις μας δεν έδωσαν καμιά σημασία. Αφού σταμάτησε και η ανησυχία της καρδιάς μας, πέσαμε να κοιμηθούμε, έχοντας για προσκέφαλο κάποια λιθαράκια που χρησιμοποιούσαν τα δύο φαντάσματα. Καθώς ο ύπνος έρχονταν αργός, εμένα με βασάνιζε η τύχη της Μεραρχίας. Θα περιμένω για λίγο στην περιοχή, μήπως πληροφορηθούμε κάτι. Και αν αρνητικά είναι όλα τα νέα, θα σκεφθούμε τι θα γίνει.
Ξυπνήσαμε και οι δυο από κάποιο εφιαλτικό όνειρο ή από μια παράξενη και ανεξήγητη σύμπτωση. Μπορεί να ήταν και όνειρο. Αλλά σίγουρα πέρασε κάποιος ξεκομμένος αντάρτης, που μας θεώρησε νεκρούς κι έφυγε τρομαγμένος. Σηκωθήκαμε. Η αυγή ροδίζει τις κορφές των βουνών κι εμείς προσπαθούμε να διασκεδάσουμε τη νυχτερινή περιπέτεια. Τώρα πεισματικά προσπαθούμε να μετράμε το χρόνο, για να συγκροτήσουμε κάποιο ημερολόγιο της πορείας μας.
Τον τελευταίο καιρό αγνοούμε τις εποχές, τους μήνες και την ημέρα που διανύουμε. Μόνο από τα φυσικά φαινόμενα υπολογίζουμε στο περίπου την εποχή. Κάνουμε κάποιες ασκήσεις να ξεμουδιάσουμε και καλημερίζουμε τ’ αντικρυνά βραχοβούνια της Χελιδόνας και τους γύρω σκοτεινούς βόθονες. (12) Εδώ βρισκόμαστε πραγματικά εμπρός σε μια αληθινή περιπέτεια της γης, που δέχτηκε τη θητεία αμέτρητων αιώνων. Κίνηση, καπνός, τουφεκιά, φωνή, κουδούνια, σάλαγος ούτε φάνηκαν, ούτε ακούστηκαν. Παραδεισιακή γαλήνη κουκούλωνε τα πάντα. Λες και ήταν μια διαβολική συμμετοχή βρυκολάκων, που τα νυχτερινά τους δρομολόγια άφηναν τη σφραγίδα τους σε τούτη την επικίνδυνη λαμπρότητα.
Ξεκινήσαμε βαδίζοντας πάνω στο αρχαίο μονοπάτι. Σε μια λαγκαδιά το χάσαμε. Και καθώς ψάχναμε για κάποια διέξοδο, διακρίναμε ένα ποτιστικό αυλάκι, σκαμμένο στα στήθια του βράχου. Ήταν χορταριασμένο και αχρησιμοποίητο. Το χωριό, η Καρύτσα Καρπενησίου, που φάνηκε σε λίγο, είχε εκπατρισθεί, όπως όλη η ορεινή Ελλάδα. Σε λίγο χρόνο το αντικρύσαμε το έρημο χωριουδάκι. Τα παλιακά του γκρίζα σπίτια, λασπόχτιστα τα περισσότερα, έμοιαζαν μ’ ένα σμήνος παράξενων πουλιών πάνω στην πέτρινη εξέδρα, έτοιμα να πετάξουν, μα κάποια δύναμη τα κάρφωσε στη θέση τους. Χωρίς αργοπορία καλυφτήκαμε κάτω από ένα ψηλόκορμο έλατο, αρχίζοντας και την πρώτη παρατήρηση της ημέρας.
Άκρα του τάφου σιωπή! Σε κανένα βράχο, σε καμιά ραχούλα ή στα εγκαταλειμμένα χωράφια, δεν διαπιστώσαμε κίνηση ή κάποιον ήχο. Εκείνο που κερδίσαμε –αν αυτό θεωρείται κέρδος– ήταν το θέαμα μιας άγριας, βουνίσιας σκηνογραφίας. Ένας χορός γυμνών βουνών: Καλιακούδα (2.100), Χελιδόνα (1.980), Αραποκέφαλα (1.900), η Τριανταφυλλιά, το Πλατάνι. Είναι μια άγρια όψη της ευρυτανικής γης. Ανάμεσά τους κυλάει τα κρύα νερά του ο Καρπενησιώτης, που έχει πολλές πέστροφες. Σε κάμποσα σημεία, παλιότερα, έσμιγαν οι βράχοι της και ο ποταμός είχε ανοίξει μια μικρή έξοδο. Αυτή την τοποθεσία ο λαός την ονόμασε Κλειδί. Χρόνια έσκαβαν για να ξεκολλήσουν τους βράχους. Χαμηλότερα υπάρχει ένας θεόρατος γυαλιστερός βράχος, που κι εδώ οι εργάτες άνοιξαν ένα μονοπάτι. Πάνω του φαίνονται κάτι πετρώματα σαν πατημασιές. Ο λαός τον ονόμασε Τύπωμα, γιατί η Παναγία άφησε τ’ αχνάρια της. Η λαϊκή πίστη, η μόνη που απόμεινε στον εγκαταλειμμένο λαό, αυτή απόμεινε να τον συνοδεύει στις δυσκολίες του και στη φτώχια του.
Μας υποδέχεται, σε κάθε βήμα μας, το τιτίβισμα χιλιάδων ξέγνοιαστων πουλιών, που τραγουδούνε τον έρωτά τους. Κι ένας καταγάλανος ουρανός με τον ξανθό ήλιο και το προσωπείο μιας επικίνδυνης γαλήνης, σαν να ευλογεί τα δύο ερημοχώρια Καστανιά και Δερμάτι που άπλωσαν τα πέτρινα χέρια τους σε χαιρετισμό. Για μια στιγμή νιώσαμε πως είμαστε κάποιοι νέοι μιας άλλης εποχής, καβαφικής. Δεν είμαστε ξεκομμένοι αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού, που γυρεύουν να βρούνε το τμήμα τους, να συνεχίσουν τον αγώνα, μα παράξενοι επισκέπτες μιας δαιμονικής εποχής. Μπήκαμε στην Καρύτσα σαν θαρραλέοι από μια ιδεατή πραγματικότητα που πλάσαμε για λίγο.
Την ίδια στιγμή αρχίσαμε το ψάξιμο των σπιτιών. Δεν ψάχνουμε να βρούμε τον «κρυμμένο θησαυρό». Μας αρκούσε μια χούφτα καλαμπόκι, λίγο αλάτι, κρεμμύδια, φασόλια, καμιά κονσέρβα. Δεν βρήκαμε τίποτα, αφού τα σπίτια αυτά είχαν ερευνηθεί χιλιάδες φορές. Δεν έφταναν τ’ αντάρτικα ψαξίματα, έψαχναν και οι φαντάροι. Αυτοί δεν έψαχναν για τροφή. Έβγαζαν τα καλά πόμολα από τις πόρτες, έπαιρναν νταμιτζάνες, ξεχασμένους καθρέφτες σπιτικούς. Κι ακόμα έψαχναν για καταφύγια όπου οι εκπατρισμένοι χωρικοί έκρυψαν ό,τι πολύτιμο είχαν. Και τα πουλούσαν τα φανταράκια.
Γνωρίζω καλά την περιοχή, γιατί το 1936 ή ’37 πρωτοδιορίστηκα δάσκαλος στο Δερμάτι, που βρίσκονταν κουρνιασμένο στην κορυφή του αντικρυνού μας βράχου. Για να σχηματίσετε μια ιδέα της γεωλογικής κατασκευής του τόπου, στο χωριό δεν υπήρχαν αρσενικοί γάιδαροι, μα θηλυκές γαϊδουρίτσες. Και υπόφεραν από σεξουαλική πείνα. Στην περίοδο του μαγιάτικου οργασμού, λόγω του ότι δεν υπήρχε έδαφος παρά βράχος, τα δυστυχισμένα τετράποδα δεν μπορούσαν να έχουν ούτε ένα αρσενικό φίλο. Ας όψεται η εδαφική διαμόρφωση του χωριού, που δεν άφησε να γευτούν την υπέροχη στιγμή της διαιώνισης του είδους...
Απ’ αυτό τον ξερόβραχο ξεκίνησα στις 28 Οκτωβρίου 1940 για την Αλβανία. Πάλι πεζοπορία ως το Καρπενήσι. Εκεί ένα λεωφορείο –σαράβαλο– που έγραφε «Χαλάνδρι-Αθήνα» μας παρέλαβε και μας άδειασε στο σιδηροδρομικό σταθμό Λιανοκλαδίου. Κι ύστερα τραβήξαμε προς το βοριά. Την προηγούμενη ημέρα της 28ης Οκτωβρίου 1940, με κάλεσε ο έπαρχος Ευρυτανίας να μου ανακοινώσει ότι για σοβαρούς λόγους με μεταθέτει στο Τροβάτο Ευρυτανίας. Δεν ήμουν γραμμένος στην ΕΟΝ. Φεύγοντας, ψιθύρισα: «Καλύτερα πόλεμος». Την 28η Οκτωβρίου βάδισα προς το Δερμάτι να παραλάβω τα πράγματά μου. Καθώς ανέβαινα τη μεγάλη ανηφοριά, πέντε κάτασπρα αεροπλάνα πέρασαν πάνω από τη Χελιδόνα. «Πόλεμος! Ο Φασισμός μας κήρυξε πόλεμο. Ας βιαστώ!» Στη ράχη που έφτασα, εκεί ήταν και το σχολείο, με περίμενε ο χωροφύλακας να μου δώσει το κάλεσμα. Το πήρα κι έφυγα βιαστικά. Η φωνή της πατρίδας με κάλεσε, όπως και δυο φορές ακόμα. Στα χρόνια της μεγάλης Εθνικής μας Αντίστασης και του Δημοκρατικού Στρατού.
Αλλά ας επανέλθουμε στην τραγική μας κατάσταση και τα προβλήματα, που μας φαίνονται άλυτα. Πρότεινα στον Τσεπά, γιατί γνώριζα καλύτερα το χώρο, να βαδίσουμε για την τοποθεσία Ασπρούδια, όπου οι Καρυτσιώτες καλλιεργούσαν τις πεζούλες τους μ’ επιμέλεια. Κυκλώπεια τείχη συγκρατούσαν το λιγοστό χώμα, που τις περισσότερες φορές ήταν φερτό από τις εσοχές των βράχων. Στην κεφαλή κάθε ξερολιθιάς φύτευαν ένα διαλεχτό κλήμα και δίπλα του ένα κέδρινο παλούκι για την αναρρίχηση του κλήματος. Από αυτά οι φτωχοί χωρικοί τρυγούσαν ωραία σταφύλια κι εξασφάλιζαν το κοκκινέλι τους. Ακόμα υπήρχαν καρποφόρα δέντρα, όπως μουριές, κερασιές, συκιές, που αποτελούσαν τα στολίδια της πεζούλας.
Όσα γράφω εδώ μπορεί να μην είναι ελκυστικά για τον αναγνώστη, είναι όμως αληθινά. Και σ’ αυτό διαφέρουν από τα σύγχρονα γραπτά σήριαλ ή άλλα σεξουαλικά κι εγκληματικά δρώμενα. Εδώ ξετυλίγεται μια άγνωστη πραγματικότητα, μέσα σ’ ένα διαβολικό σκηνικό, που δεν γράφτηκε αλλού και θα το ζήλευε και ο Όργουελ.
Ο Τσεπάς συμφώνησε με την πρότασή μου και ξεκινήσαμε για τ’ Ασπρούδια, που βρίσκονταν μια ώρα περίπου μακριά από το χωριό. Παρατηρούμε προσεκτικά την περιοχή και κάπου-κάπου το βατό δρόμο που είναι στην αντικρυνή βραχόπλακα και οδηγεί στο ξακουστό μοναστήρι του Προυσού. Με προσοχή ελέγχουμε τα Χάνια Καρύτσας, αντίκρυ μας κι αυτά, μήπως παρατηρήσουμε κάποια κίνηση. Τίποτα! Μια νεκρή περιοχή αντίκρυ μας φράζει τον ορίζοντα, ντυμένη τα πιο παράξενα πετρώματα. Φαίνεται πως ο στρατός άρχισε ν’ ανεβαίνει προς το βοριά να φτάσει στα σύνορα, ξεκαθαρίζοντας τα οχυρά του «Δ.Σ. ΓΡΑΜΜΟΣ-ΒΙΤΣΙ». Αντιγράφοντας τη δική μας ταχτική, βαδίζει τη νύχτα, στήνει ενέδρες, κάνει αιφνιδιασμούς, πιάνει αιχμαλώτους ξεκομμένους αντάρτες και τους παρουσιάζει για ηγέτες των συμμοριτών.
Μ’ ας συνεχίσουμε κι εμείς το έργο μας. Ψάχνοντας από πεζούλα σε πεζούλα, βρήκαμε ξεχασμένα κρεμμύδια, μαζέψαμε σταφίδες από κερασιές και μουριές που ήταν πεσμένες κάτω στα καρποφόρα δέντρα. Έτσι σιγά-σιγά, ερευνώντας και σκαρφαλώνοντας στους τοίχους για να ελέγξουμε την καινούργια πεζούλα, αντικρύσαμε να προβάλλεται τμήμα από κάνη τουφεκιού που κινούνταν αργά προς ακαθόριστη κατεύθυνση. Έψαχνε και ο ιδιοκτήτης της κάτι να βρει… Πήραμε την απόφαση να υπερφαλαγγίσουμε την πεζούλα από τις δυο άκρες της, ανεβαίνοντας στην υπερκείμενη πεζούλα και για να κάνουμε πλήρη αναγνώριση και να πιάσουμε θέση, για καλό και για κακό.
Σε λίγο συλλάβαμε τον μακαρίτη Χρήστο Κατή, αντάρτη του Δημοκρατικού Στρατού και παλιό συμμαθητή μου στο Γυμνάσιο Καρπενησιού. Όλη η οικογένειά του ήταν στον αγώνα, ενώ ο αδερφός του ο Φώτης, συμμαθητής μου κι αυτός, ένας λαμπρός νέος, σκοτώθηκε στις τάξεις του Δημοκρατικού Στρατού. Η πρώτη ερώτησή μας ήταν αν γνωρίζει κάτι για την παρουσία της Μεραρχίας Διαμαντή στην περιοχή. Όχι, δεν έμαθε, δεν είδε, δεν άκουσε. Ύστερα μας πληροφόρησε ότι κάτω από το ύψωμα της Καλιακούδας Κεραμίδι υπάρχει ένα μεγάλο επίπεδο χωράφι, γεμάτο κερασιές κι ένα μικρό σπιτάκι. Μας είπε ακόμα πως υπάρχουν αντάρτες κι αντάρτισσες που μαγειρεύουν. Δηλαδή, φκιάνουν συσσίτιο. Αποχαιρετήσαμε τον Χρήστο Κατή, χωρίς να τον ρωτήσουμε για τη λούφα του κι αρχίσαμε την ανάβαση για το χωράφι με τις κερασιές. Ελπίζαμε πως μπορεί κάτω να γνωρίζουν ή να έχουν κάποια σύνδεση, αφού ήταν τμήμα επιμελητείας.
Ανεβαίνουμε σαν εκείνους τους εκδρομείς που έπαθαν ομαδική αμνησία. Μπήκαμε στον πυκνό ελατιά κι ένα δροσερό, χιλιοπατημένο μονοπάτι μας οδηγεί προς το χωράφι με τις κερασιές. Κάποια φορά φτάσαμε στο χείλος μιας βαθιάς λαγκαδιάς, στρωμένης σχεδόν με λευκή πλάκα, μονοκόμματη. Ήταν μοιρασμένη η ραχοκοκαλιά της σε αναβαθμούς, ύψους 2-3 μέτρων περίπου. Από το ύψος κάθε σπόνδυλου χύνονταν ένας μικρός καταρράχτης σε μια βαθιά λεκάνη. Και συνεχίζονταν αυτή η αρχιτεκτονική ως το μεγάλο γκρεμό, που δέσποζε στον Κρικελοπόταμο. Περάσαμε το χαντάκι και σε λίγο σταματήσαμε εμπρός στο χαμηλό σπιτάκι. Εκεί συναντήσαμε τον επιμελητή Δημήτρη Κατσούδα από το Καλεσμένο Ευρυτανίας και μερικούς αντάρτες κι αντάρτισσες, που δεν θυμάμαι τα ονόματα. Κινούνταν προς το μαγειρείο, μέσα σε μια μακαριότητα που δημιουργούσε το ωραίο τοπίο, αμέριμνοι κι αδιάφοροι για μας, τους καινούργιους επισκέπτες. Αδιάφοροι για όλα!
Ο μεγάλος αιφνιδιασμός.
Σε τούτο το απόμερο κρησφύγετο είχαμε μια σπουδαία συνάντηση. Ανταμώσαμε τον –μακαρίτη τώρα– Κώστα Βραχωρίτη. Ήταν ταγματάρχης του Δημοκρατικού Στρατού, ακράτητος στη φωτιά του πολέμου και ικανός διοικητής. Είμαστε μαζί με τον Βραχωρίτη και τον ταξίαρχο Πυθαγόρα στην καταστροφική ενέδρα της Οξυάς στις 13/5/49, μόλις έβγαινε ο ήλιος. Ήταν μια μαγευτική ώρα, μέσα σ’ ένα σκηνικό που σε λίγα λεπτά θα παρουσίαζε την πιο άγρια μορφή.
Ανταλλάξαμε κάποιες σκέψεις για τις επικίνδυνες αδυναμίες της εδώ κατασκήνωσης. Διαπιστώσαμε τραγική έλλειψη επαγρύπνησης. Εδώ γινόταν παζάρι από άντρες και γυναίκες, που όλοι βρίσκονταν σε κίνηση. Αγνοούσαν την τύχη της ρουμελιώτικης ανταρτοσύνης. Έμοιαζαν όλοι ευτυχισμένοι και ξέγνοιαστοι από ευθύνες και προβλήματα. Με τον μακαρίτη Βραχωρίτη πήραμε απόφαση να σηκωθούμε πολύ πρωί να οργανώσουμε κάποια παρατήρηση για τα απέναντι σημεία, που ήταν οι φωλιές των πιο σκληρών Μάυδων, των Γανωμεναίων. Για το χώρο μας, δεν υπήρχε καμιά σκέψη ασφάλειας. Ήταν όλοι τους σίγουροι. Αν ο χώρος τούτος δέχονταν κάποιον αιφνιδιασμό, δεν υπήρχε σημείο διαφυγής. Υποχρεωτικά έπρεπε να γκρεμιστούμε στους βράχους για να μην πιαστούμε στα χέρια. Είχα ένα φοβερά δυσοίωνο προαίσθημα πως κάποιος κίνδυνος ελλοχεύει εδώ γύρω μας.
Υποκύπτοντας όμως στην κούραση, στην πείνα και τις άθλιες αντικειμενικές συνθήκες, χωρίς το αίσθημα ευθύνης να μας ειδοποιεί όσο θα ’πρεπε, καθίσαμε. Ανθρώπινη αδυναμία που δεν μπορέσαμε ν’ αποφύγουμε. Φάγαμε καλά, μας έδωσαν κι ένα μπουκαλάκι λιόλαδο. Ακόμα εγώ βρήκα εδώ ένα ασημένιο κουτάκι, με άγια λείψανα. Παρμένα από την εκκλησία του χωριού μου (Νεχώρι Τυμφρηστού). Μυστήριο για τον ιερόσυλο, που εγκατέλειψε το λάφυρό του. Όπως συμφωνήσαμε με τον Βραχωρίτη, ξυπνήσαμε όρθρου βαθέος. Ετοίμασα το πολύτιμο σακίδιο, ταχτοποίησα κι ένα ωραίο αδιάβροχο που πήρα στο Καρπενήσι. Ήταν αμερικάνικο, στρατιωτικό. Κι αρχίσαμε απ’ τη γωνία του σπιτιού μια επίμονη παρατήρηση στο γύρω μας τοπίο.
Η 10η Ιουνίου 1949 που ξημέρωσε είναι μια ημέρα που σου φέρνει στο νου τους στίχους του Σολωμού: «Όποιος πεθαίνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει».(13) Ο ήλιος έβαψε χρυσοκόκκινη με τις αχτίνες του την κορυφή της αντικρυνής Χελιδόνας και σαν παλιός μάστορας προσπαθούσε με ελιγμούς να ξεφύγει απ’ το δάσος των βουνίσιων κορυφών, για να ολοκληρώσει το έργο του. Η δική μας τοπογραφία είναι αποκαρδιωτική. Μας καπελώνει κυριολεκτικά ένα καφετί, σουβλερό ύψωμα, το Κεραμίδι, που νομίζεις πως θα σωριαστεί πάνω σου. Στη ρίζα του τρομερού βραχόβουνου απλώνονταν ένα πρανές, (14) που πλησίαζε το σπιτάκι ώς πενήντα μέτρα. Ένα αυλάκι με νερό χώριζε το πρανές από το σπιτικό και τα χωράφια με τις κερασιές. Στο μεταξύ και οι άλλοι συναγωνιστές που κατείχαν την περιοχή άρχισαν κάτι να ετοιμάζουν. Ίσως ετοίμαζαν κάποιο πρωινό.
Ξαφνικά, μια άγρια φωνή, πενήντα μέτρα πιο πάνω, μας καθήλωσε μ’ ένα τρομερό:
–Ποιοι είσθε σεις;
–Αντάρτες, απάντησαν αδιάφορα από τη δική μας μεριά. 
–Εσείς ποιοι είσθε; συνέχισαν οι δικοί μας, αδιάφοροι, λες κι είχε τελειώσει ο πόλεμος.
–Είμαστε από το τμήμα του Περικλή, απάντησαν. 
Εγώ τα χρειάστηκα. Ο διάλογος δεν είχε καμιά φυσικότητα. Ασυναίσθητα τράβηξα τον Βραχωρίτη προς τη γωνία του σπιτιού.
Κι ο διάλογος συνεχίστηκε.
–Εσύ ποιος είσαι; τον ρώτησαν οι δικοί μας, καθώς πίσω από ένα κέδρο φάνηκε ένα κεφαλάκι.
–Ο Γιώργος Ράφτης, απάντησε η φωνή.
–Άντε ρε, που είσαι ο «Μπλάτσα Μπλούτσας», απάντησε κάποιος από τους αντάρτες.
Λέγω αμέσως στον Βραχωρίτη πως ο συνομιλητής είναι εχθρός και κάνει κάποια αναγνώριση. Ο Γιώργος ο Ράφτης είναι νεκρός. Και τότε ακούστηκε η κραυγή:
–Παραδοθείτε! κι άρχισαν καταιγιστικά πυρά αυτόματων όπλων, χωρίς καμιά απάντηση από μέρους μας.
Είμαστε παγιδευμένοι χωρίς καμιά διέξοδο, χωρίς καμιά αμυντική ετοιμότητα. Και δεν υπάρχει κανένα δρομολόγιο σύμπτυξης ή αντεπίθεσης. Μόνη διαφυγή θα γίνει μέσω της βαθιάς λαγκαδιάς, πηδώντας τους καταρράχτες της και βουτώντας στις γούρνες με το νερό. Ρίχνομαι κι εγώ τελευταίος, και με τρόμο αντικρύζω το μεγάλο καταρράχτη, που πλέον δεν ξεπερνιόταν. Είμαι πετσί και κόκαλο από την πείνα και τις άλλες ταλαιπωρίες. Ο χρόνος είναι απαιτητικός. Ή βρίσκω πόρτα και παράθυρο να πεταχτώ έξω από τον κλοιό ή παραδίνομαι χωρίς όρους στο θάνατο. Χωρίς αργοπορία, κινούμαι προς τη δεξιά όχθη της λαγκαδιάς. Εκεί υπάρχει συμπαγής πέτρινη πλάκα με άνοιγμα, μια πορτούλα. Πάνω της βλέπω πράγματα, σκορπισμένα όπως-όπως.
Η διαφυγή έγινε από αυτού. Μπορεί η «κερκόπορτα» αυτή να γίνει πόρτα σωτηρίας και για μένα. Ξεκινώ κι αισθάνομαι αδυναμία να βαδίσω. Κόπηκαν τα πόδια μου, έσπασαν οι μηροί από τα πηδήματα στους καταρράχτες. Με θλίψη αναγκάζομαι να παρατήσω το γυλιό μου μαζί με τα εφόδιά μου. Πάει και το αδιάβροχο. Μόνο το περίστροφο κρατώ. Σέρνομαι προς το άνοιγμα που σχηματιζόταν στη βραχογραμμή. Και με μια ματιά από την ευγενική πορτούλα προσανατολίστηκα σε γνωστά μου τόπια. Αντίκρυσα τα Μπαλτέικα, ένα φτωχό συνοικισμό και ξεχώρισα το βατό δρόμο προς το μοναστήρι του Προυσού, την πέτρινη τοξωτή γέφυρα στα διπόταμα, σημείο συμβολής του Καρπενησιώτη και του Κρικελιώτη. Οι χείμαρροι αυτοί είναι ορμητικοί στις ώρες του χειμώνα. Έτσι προσανατολίστηκα. Ήταν κι αυτό μια μικρή δόση αισιοδοξίας.
Στο μεταξύ, οι Μάυδες ωρύονταν, τουφεκούσαν, κατρακυλούσαν βράχους χωρίς να τολμήσουν μια επίθεση ενάντια των ανταρτών που έτρεχαν. Έμεινα μόνος. Ούτε τον Βραχωρίτη είδα ούτε τον Τσεπά. Και φυσικά, ούτε κανέναν άλλο.
Στην πέτρινη διχάλα, που υποχρεωτικά θα κατέβαινα, αντίκρυσα τον τρόπο που έγινε η κατάβαση από αυτούς που προηγήθηκαν. Στο σημείο αυτό, το μοναδικό για πέρασμα, υπήρχε μια μονοκόμματη πλακολιθιά με γυαλιστερή επιφάνεια. Πάνω σ’ αυτή έκαναν τσουλήθρα ώς πενήντα μέτρα, ώσπου σταματούσαν σε σωρούς από μεγάλες πέτρες. Στις σχισμές αυτής της κυλίστρας είχαν φυτρώσει μικροί θάμνοι. Κι έβλεπες κρεμασμένα στα λιγνά κλωναράκια τους χιτώνια, τσάντες και κανένα όπλο. Αυτού κύλησα, υποχρεωτικά, ολομόναχος. Όμως οι θάμνοι με σεβάστηκαν και δεν μου κράτησαν διόδια.
Από δω και κάτω ώς τα διπόταμα υπήρχε ένας βατός γκρεμός, γεμάτος τροχάλια.(15) Αυτή την κατάβαση έπρεπε να κάμω, ν’ ανέβω στο δρόμο Προυσού-Καρπενησίου ή ν’ ανεβώ προς Καστανιά ή Δερμάτι. Όμως τα πόδια δεν βοηθούσαν. Έμοιαζαν σπασμένα. Κάπου έπρεπε να τρυπώσω για λίγο να ξεκουραστώ. Όμως! Από πρόνοια κάποιας χιονοθύελλας, είδα μια τεράστια ιριά (δρυς-Aρία) που γονάτισε, δημιουργώντας ένα μικρό χώρο απόκρυψης. Εκτίμησα την κατάσταση και τράβηξα προς το γονατισμένο δέντρο.
Εκεί όμως έγινε το θαύμα! Υπήρχε ένας πολύτιμος θησαυρός. Υπήρχε άνθρωπος, και μάλιστα ο φίλος συναγωνιστής Γιώργος Σούφλας από το Καροπλέσι Ευρυτανίας. Εκεί τρυπώσαμε αυτές τις τραγικές στιγμές και μοιάζαμε σαν κάποια άγνωστα ανθρωποειδή, που μια θύελλα τα σκόρπισε. Κι ο εχθρός; Τί φκιάνει; Κυλάει μεγάλους βράχους που προκαλούσαν πάταγο και φωνάζει: –Παραδοθείτε! 
Το τουφεκίδι σταμάτησε γύρω μας. Μόνο από το Δερμάτι ακούστηκαν μερικές τουφεκιές. Φαίνεται πως κατέχεται από τους Λαιστρυγόνες της αστερόεσσας. 
Εμείς καθίσαμε αρκετή ώρα να ξεκουραστούμε, μα και να κάνουμε μια προσεχτική παρατήρηση. Εξακριβώσαμε ότι δεν κατέχεται η γέφυρα που συνδέει το Καρπενήσι και τα χωριά της ποταμιάς με τον Προυσό. Αποφασίσαμε ν’ αφήσουμε τον κρυψώνα μας και να κατεβούμε στα διπόταμα. Τα πόδια μας ήταν σαν σπασμένα από τα πηδήματα στους καταρράχτες, και η κίνησή μας δυσκολεύονταν. Όμως, ήταν ανάγκη. Οι διώκτες μας μπορεί να ετοίμαζαν πάλι καμιά επίθεση, μα και ο ήλιος μας ειδοποιούσε ν’ αποφασίσουμε, πριν πέσει το θάμπωμα. Κάποτε φτάσαμε, κι ετοιμαζόμαστε να περάσουμε τον Καρπενησιώτη κάτω από το πέτρινο γεφύρι. Αν και ήταν Ιούνιος, τα νερά ήταν ακόμα ορμητικά και με παρέσυραν για λίγο. Το ψυχρό μπάνιο μου έκανε καλό. Ξαστέρωσε το κεφάλι μου και δυνάμωσε τη θέλησή μου να υπερνικήσω τις δυσκολίες. Κάποιο εχθρικό παρατηρητήριο μας έριξε κάμποσες ντουφεκιές, χωρίς διαθέσεις κυνηγητού.
Αφού στράγγισα απ’ το νερό, αρχίσαμε το βάδισμα με τον Σούφλα στον ξεριά του ποταμού. Σε λίγο ανακαλύψαμε τον ντορό της παρέας μας. Ήταν βρεγμένος ακόμα. Ήταν οι δικοί μας που κατάφεραν κι έφυγαν πιο μπροστά από μας. Ήταν καλύτερα ταϊσμένοι και ξεκούραστοι, κι ίσως να γνώριζαν και κάποιο μονοπάτι. Βαδίζαμε με τον Σούφλα παρόχθια, ανάμεσα σε ουρανόφταστους βράχους, που όσο κατέβαιναν προς την κοίτη του ποταμού στένευαν απελπιστικά. Νόμιζες πως ήταν έτοιμοι να αγκαλιαστούν, δημιουργώντας έτσι γούρνες βαθιές. Γι’ αυτό αναγκαζόμαστε να πηδούμε πότε προς τη μια και πότε προς την άλλη όχθη. Όμως, από λόγους επαγρύπνησης, φοβούμασταν την πανουργία της τύχης, γιατί δεν αποκλείονταν αυτός ο ντορός να ανήκε στα στίφη των Γανωμεναίων που λυμαίνονταν την περιοχή.
Αφού βαδίσαμε αρκετά, το σκηνικό των βράχων άρχισε να υποχωρεί και στον απελευθερωμένο χώρο παρουσιάστηκαν μικρές λογγιές με πέτρινα πεζούλια. Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο χάθηκε ο ντορός. Τώρα αρχίσαμε να ψάχνουμε τους όχθους, βάζαμε και αυτί, χωρίς όμως να πιάνει κανένα ήχο. Τελικά, στην αριστερή όχθη του Καρπενησιώτη, που σχηματίζονταν ένα πλάτωμα με θαυμάσια παραλλαγή από θάμνους κι αγράμπελες, ξεχωρίσαμε μια φωνή.
Εμείς ανακαλύψαμε τα καινούργια ίχνη που μας χάρισε η φωνή και σε λίγο, από μια πορτούλα καταπράσινων θάμνων που περάσαμε, αντικρύσαμε μια σύναξη ανθρώπων, σαν σε μυστικό δείπνο. Με την πρώτη ματιά διαπιστώσαμε ότι ήταν οι συναγωνιστές που αιφνιδιάστηκαν. Μόνο ο Βραχωρίτης απουσίαζε. Αυτό με λύπησε. Ρωτώντας δεν μπόρεσα να μάθω τίποτα για την τύχη του. Η ψυχολογική κατάσταση αυτής της ομάδας φανέρωνε πανικό, εξαλλοσύνη, άγχος. Ήταν όλοι τους έτοιμοι για να πάρουν δρόμο. Θυμάμαι τον μακαρίτη Σπύρο Ξενάκη απ’ το Μουζήλο. Υπήρχαν κι άλλοι αντάρτες και αντάρτισσες. Μισός αιώνας από τότε, και βλέπω ακόμα αμυδρά τα έντρομα πρόσωπά τους, σαν σε τούνελ, χωρίς να μπορώ να συγκρατήσω ονόματα. Ακόμα διαπίστωσα ότι ήταν όλοι άοπλοι, εκτός από εμένα, που είχα το πιστόλι μου. Ανοίξαμε συζήτηση, ότι μπορούσαμε τώρα όλοι μαζί να κινηθούμε προς Άγραφα. Όμως κανένας δεν πρόσεχε τα λόγια μου, σαν να περίμεναν τη συντέλεια του κόσμου.
Εκείνο που έντονα θυμάμαι, κι ακόμα το βλέπω, είναι ότι σε κάποια στιγμή η σύναξη αλαφιάστηκε. Σηκώθηκαν απότομα σαν να είχαν ελατήρια στα πόδια τους, όρθιοι, έτοιμοι για φυγή, σαν κάποια ειδοποίηση να πήραν μυστικά.
–Τί συμβαίνει συναγωνιστές; τόλμησα να ρωτήσω.
–Αλογόμυγα! Μια αλογόμυγα, νάτη! Δεν τη βλέπετε; ακούστηκε από πολλά στόματα.
–Και τι σαν είναι αλογόμυγα; απάντησα χαμογελαστός.
–Είναι κακό σημάδι, συναγωνιστή, απάντησαν. Κάπου εδώ κοντά βρίσκεται εχθρός. Φαίνεται πως μας βρήκε τον ντορό.
Και χωρίς άλλο διάλογο άρχισαν να ροβολάνε αστραπή για το ποτάμι. Δεν έμεινε κανένας εκτός από τον Τσεπά, που σιμά μας βρίσκεται το χωριό του, Αντράνοβα παλιά, Ασπρόπυργος σήμερα.
Βαδίσαμε λίγο και φτάσαμε στις λογγιές του χωριού του, όπου ο Τσεπάς μου ανακοίνωσε ότι θα παραμείνει στο χωριό του για να φυλαχτεί, ώσπου να συνδεθεί με κάποιο τμήμα. Με αυτό το πρόσχημα χωρίσαμε, αν και γνώριζε ο Τσεπάς πως στην περιοχή του δρούσαν οι ορδές των ανθρωποφάγων Γανωμεναίων.
Μια σκληρή πραγματικότητα δημιουργείται σε μένα. Μόνος, «ενώπιος ενωπίω», θα βαδίσω σε μιαν εντελώς άγνωστη περιοχή γεμάτη αντιδραστικούς, χωρίς ίχνος δικής μας οργάνωσης. Αυτή ήταν μια περιοχή νεκρή για τους ελιγμούς μας. Γι’ αυτό κατέχομαι από αγωνία, για την άγνοια του εδάφους και την ατομική μου άμυνα. Από τις σκέψεις μου αυτές με παρέσυρε το φανταστικό θέαμα μιας κερασιάς, φορτωμένης χοντρά κατακόκκινα κεράσια. Τέτοιο ζωντανό ποίημα μόνο ένας ζωγράφος της Αναγέννησης θα μπορούσε να το εκφράσει. Όνειρο ομορφιάς μέσα στην ερημιά. Μετά έβγαλα ένα πουλόβερ που πήρα στο σιδηροδρομικό σταθμό της Καρδίτσας, τη νύχτα της μεγάλης Μάχης 10/12/1948. Του έδεσα τα μανίκια και το άνοιγμα του λαιμού με σκληρό χόρτο κι άρχισα να μαζεύω τον ωραίο καρπό. Αφού μάζεψα αρκετά, βρήκα και μερικές κρεμμυδομάνες. Αποχαιρέτησα τον Τσεπά και του ευχήθηκα καλήν αντάμωση. Εγώ αποφάσισα να εκμεταλλευτώ τη νύχτα και να βαδίσω προς την περιοχή Φιδάκια, όπου θα συναντούσα γνωστούς μου. Έτσι υπολόγιζα και ήλπιζα.
«Μα δεν είναι εύκολες οι θύρες, εάν η χρεία τές κουρταλεί».(16)
Φαινόμενα παραίσθησης.
Ξεκίνησα το ταξίδι προς το άγνωστο με βαριά καρδιά. Περιμένω να λειτουργήσει ο μηχανισμός των ενστίχτων της ζωής. Τότε το άτομο οπλίζεται με δύναμη και θάρρος. Απομακρύνει κάθε υποθετικό ή και πραγματικό κίνδυνο. Άρχισα λοιπόν την ψυχολογική και τοπογραφική ετοιμασία. Ο προσανατολισμός μου δεν είναι δύσκολος. Θα διαβώ τον Καρπενησιώτη που είναι δίπλα μου. Θα ανεβώ την πλευρική βραχώδη κατάληξη της Χελιδόνας από αριστερά στη βορειοδυτική πλευρά, ώσπου να συναντήσω τα χωριά Φιδάκια, Μηλιά, Παπαρούσι, που γνωρίζω το χώρο τους. Μια περιοχή καθόλου φιλική προς τον Δημοκρατικό Στρατό. Πολλοί Καπαπίτες μας εξοντώθηκαν από ανθρωποφάγους Μάυδες.
Πέρασα τον Καρπενησιώτη και καθρεφτίστηκα στην ασημένια επιφάνεια του νερού, σαν βουνίσιος νάρκισσος. Και είδα τη μορφή μου… Ώστε εγώ είμαι λοιπόν αυτός ο κακοντυμένος, με τα σκισμένα ρούχα, το μισό παπούτσι, αδύνατος με βουλιαγμένα μάτια κι αχτένιστα μακριά μαλλιά κι ένα παλιό δίκοχο, που στη μετώπη του ξεχωρίζουν τρία γράμματα: ΔΣΕ.
Σε λίγο αντίκρυσα το μικρό χωριουδάκι. Κι ήταν τόσο έρημο, όπως ένας νεκρός παρατημένος. Τα σπίτια του έμοιαζαν πρόσωπα πέτρινης εποχής – ναυάγια φοβερής θεομηνίας μ’ ολάνοιχτα παράθυρα και πόρτες. Σ’ ένα σαραβαλιασμένο χαμόσπιτο, που κάποτε θα ήταν καφενές, διάβασα μια ξεθωριασμένη επιγραφή: "ΙΡΚΙΣΤΑ". Ώστε βρίσκομαι στην Ιρκίστα, που υποφέρει ακόμα από κληρονομική σύφιλη, ενθύμιο των καταλανών καταχτητών που δυνάστευαν την περιοχή κατά το 1300-1400 μ.Χ. Ακόμα και μια κορυφή του σημερινού ψηλού βουνού Παναιτωλικό έχει το όνομα Κατελάνος. Οι καταχτητές πάντα επιδιώκουν την υστεροφημία τους.
Άρχισα το ψάξιμο. Η ελπίδα δεν πρέπει να εγκαταλείπει ποτέ τον άνθρωπο. Στα φτωχόσπιτα, που ποτέ τους δεν δοκίμασαν όχι την αφθονία μα την έλλειψη, τα πάντα ήταν αναποδογυρισμένα. Δε βρήκα τίποτα. Για τους αντάρτες το ψάξιμο, έστω κι αν έμειναν με χέρια αδειανά, είχε τη γλύκα του. Μια άγνωστη ηδονή προσθέτονταν στον ώς τώρα βίο τους. Αυτή η καινούργια διαστροφή έχει παρασύρει πολλούς. Ακόμα κι εκπατρισμένοι χωρικοί έρχονται με σκαφτικά εργαλεία και σκάβουν για το «θησαυρό».
Σ’ ένα χορταριασμένο κηπάριο αντίκρυσα μουριές με λευκά, μελωμένα μούρα, πεσμένα καταγής. Έσκυψα κι άρχισα να τρώγω με λαιμαργία τους ωραίους καρπούς. Δυστυχώς όμως, τα μούρα ήταν μπερδεμένα με κάτι επικίνδυνα χόρτα, που τα λέγαμε «σακοκρύπια». Αλίμονο, αν ένα θρονιάζονταν στο λαιμό. Δεν έβγαινε με κανένα τρόπο. Σταμάτησα κι άρχισα να φτύνω, μήπως κανένας απ’ αυτούς τους εχθρούς ξεπέρασε το «έρκος οδόντων». Μελοδραματικό ήταν το ρέκβιεμ αυτής της προσφοράς.
Με κρυφή ελπίδα επισκέφτηκα τη μικρή εκκλησούλα αναζητώντας λίγο λάδι. Κοιτάζοντας τα καντήλια, ανακάλυψα στα ποτηράκια τους ένα μαύρο, πηχτό υγρό, που πριν από μερικά χρόνια ήταν λάδι. Κάπου βρήκα στο ιερό ένα μικρό γυάλινο βάζο, που βίδωνε το σκέπασμά του. Σ’ αυτό άδειασα το λάδι. Όταν όμως το δοκίμασα, ήταν απαίσια η γεύση του. Παρά τη μεγάλη μου λύπη, το πέταξα. Ήταν πικρότερο κι από το κώνιο που πότισαν τον Σωκράτη. Περίλυπος κοίταξα τις εικόνες, σαν να ήθελα να τους πω το παράπονό μου. Μα οι περισσότερες απουσίαζαν, είχαν κλαπεί. Και τα βιβλία έγιναν τροφή των ποντικιών. Στ’ απομεινάρια κάποιων σελίδων, διάβαζα υπογραφές φαντάρων που πέρασαν από εδώ.
Βγήκα έξω και κάθισα σιωπηλός στο πέτρινο πεζούλι. Σαν να κλείσαν οι στράτες της μνήμης και της συλλογής. Μ’ έζωνε μοναξιά εφτάδιπλη, νιτσεϊκή. Κι άρχισε να γίνεται επικίνδυνη. Σαν την Κίρκη προσπαθεί να με κρατήσει στη φονική αγκαλιά της. Συνήλθα από το μαγικό αγκάλιασμά της κι αισθάνθηκα μια ελάχιστη αισιοδοξία. Λοιπόν! Ας τελειώσουν οι χαμένες μέρες και τα ταξίδια στη χώρα της ουτοπίας. Πρέπει να προετοιμαστώ ψυχολογικά και σωματικά για το ταξίδι που έχω χρέος να συνεχίσω. Κι αν δεν συναντήσω τη μονάδα μου, κάποιο άλλο τμήμα θα βρω και θ’ ακολουθήσω. Αυτό θα είναι μια μικρή ευτυχία για μένα.
Στο μεταξύ, χωρίς να το προσέξω, το σούρουπο άρχισε να ξεδιπλώνει τους ίσκιους του και η νύχτα κατέφτανε σαν κουρασμένη θεότητα, μ’ όλα της τα μυστήρια και τους παράξενους ήχους από τα χιλιάδες ζωντανά που βγήκαν απ’ τους κρυψώνες τους για τροφή κι άλλες ανάγκες. Κι ένα ποιητικό φεγγάρι αρμένιζε και χρύσωνε τις κορυφές των γύρω βουνών. Η χρυσή του μαγεία με το παιγνίδισμα των φωτοσκιάσεων άλλαξε τη μελαγχολική εικόνα μιας άλαλης ερημιάς. Πήρα την απόφαση και ξεκίνησα προς το άγνωστο, γιατί ο πέτρινος όγκος που θ’ ανεβώ δεν κρατάει καλύβια για να στεγάζονται τα γιδοπρόβατα στον καιρό της βροχής. Έτσι δεν θα συναντήσω τίποτα φιλικό. Καμιά πόρτα δεν θ’ ανοίξει να με καλωσορίσει. Εδώ έχει καθιερωθεί ο νόμος της ζούγκλας.
Μπήκα στο μονοπάτι, που οδηγούσε από τη δυτική μεριά του χωριού. Ήταν στενό, ανηφορικό, έφκιανε σκαλώματα, με φανερά τα ίχνη από πεζοπόρους. Ανεβαίνω χωρίς να αποδιώξω κάποια σκοτεινά συναισθήματα. Πρέπει οπωσδήποτε να απομακρυνθώ, γιατί βρίσκομαι στον άξονα κίνησης του στρατού. Ανεβαίνω. Η πείνα έχει περιορίσει την αντοχή κι όλο κοντοστέκουμαι να ξανασάνω. Πόση ανακούφιση θα ένιωθα, αν είχα μαζί μου ένα σύντροφο παρέα. Το φεγγάρι, χωρίς έξοδα, χρυσώνει τη λωρίδα του μονοπατιού και τους μικρούς θάμνους των κέδρων, που κρέμονται στις όχθες. 
Θα ήταν μεσάνυχτα, όταν οι αισθήσεις μου λειτούργησαν κατά ανεξήγητο τρόπο. Ανεβαίνω, αλλά βλέπω σαν υπνωτισμένος να συμβαδίζουν μ’ εμένα κι άλλοι ίσκιοι, σαν ανθρώπινοι, προς την ίδια κατεύθυνση, αλλά σιωπηλοί. Η υλική τους παρουσία ήταν αμφισβητήσιμη. Δεν προξενούσαν το θόρυβο που πρέπει να έχει μια πορεία. Ομιλία δεν έφτανε στ’ αυτιά μου. Πολλές φορές αυτές οι μαύρες σκιές έμοιαζαν με παράξενα αιλουροειδή, που αναρριχιόνταν εύκολα στα εμπόδια που συναντούσαν. Είπα: Κι άλλοι σύντροφοι ανεβαίνουν. Όμως είχα δισταγμό σ’ αυτούς που συνεχώς με προσπερνούσαν. Η πορεία τους ήταν αθόρυβη, αέρινη, άφωνη. Σαν να μην είχαν πόδια με παπούτσια. Καμιά ομιλία, βήχας, ανάσα ή κάποια στάση. Και ήταν τόσο ευκίνητες αυτές οι φιγούρες. Σαν να μην είχαν μάτια, στόμα, γλώσσα ν’ αρθρώσουν κάποιο λόγο, όπως συνέβαινε σε νυχτερινές κουραστικές πορείες. Τσιγάρο δεν σπινθήριζε πουθενά. Κι όλο έφευγαν γρήγορα, παίρνοντας τις στροφές του μονοπατιού με δικό τους τρόπο, χωρίς τον παραμικρό θόρυβο. Οι σκιές, γρήγορες κι αέρινες, ανέβαιναν το μονοπάτι και χάνονταν στο βάθος της ανηφοριάς, σαν να τις κατάπιναν τα φεγγαρόφωτα μονοπάτια.
Επέστρεψα στον εαυτό μου, για να τον ρωτήσω τι συμβαίνει. Μήπως ονειρευόμουνα; Όχι. Κάπου θα είχα σωριαστεί. Αναπόλησα τις ψυχοπαθολογικές μου γνώσεις. Δεν βρήκα απάντηση. Τελικά, οδηγήθηκα στο συμπέρασμα πως ήταν μια παραίσθηση, που την έστειλε η ψυχή να με συντροφέψει τούτη τη δύσκολη ώρα της μοναξιάς. Αυτή λοιπόν η σιωπηλή λιτανεία τόσων σκιών ήταν παραίσθηση, που μου συμπαραστάθηκε σε μια περιπέτεια από τις πιο παράξενες. Το λάθος μου ήταν ότι δεν μίλησα σε καμιά από τις τόσες σκιές. Αυτό θα έδινε εγκυρότητα στο χρονικό εκείνης της νύχτας.
Και η ζωή συνεχίζεται.
Επιτέλους χάραξε. Ροδοχρωματίστηκε η ανατολή. Σιγά-σιγά άνοιξε η μέρα τα παραθύρια της για να μας πληροφορήσει ότι σε λίγο η πλάση θα γεμίσει φως. Λυτρωμένος κι εγώ από τη νυχτερινή παρέα μου, καρφώθηκα στο υπογάστριο ενός πετρώδους αντερείσματος, που σ’ αυτό το σημείο έφκιανε ένα μεγάλο πέτρινο πεζούλι. Πρώτη φροντίδα ήταν να εξασφαλίσω καταφύγιο. Γυμνός, θεόγυμνος ο χώρος, παρατηρήσιμος από παντού– υποχρεώθηκα χωρίς αργοπορία να λύσω το πρόβλημα. Και δεν άργησα να το βρώ. Δύο μεγάλες πλάκες έφκιαναν από συγκυρία ένα μικρό αέτωμα που κάλυπτε κάποιο χώρο. Χωρίς υπερβολή ένας μικρός κρυψώνας, όπου μαζί με ένα μικρό τειχίο, κι αυτό καμωμένο από τους αιώνες, συγκροτούσαν χώρο κάλυψης, αν και βρίσκονταν δίπλα στο υποτυπώδες μονοπάτι. Έκρινα ότι ήταν ασφαλέστερος, γιατί εμένα με έκρυβε ολόκληρο και μπορούσα να παρατηρώ αρκετά σημεία σε ακτίνα ορατότητας σημαντική. Θεώρησα λοιπόν πως σ’ αυτή την πέτρινη τρύπα, που βρίσκονταν κολλητή στο μονοπάτι, θα μπορούσα να κρυφτώ με ασφάλεια. Κι ο περαστικός διαβάτης θα γίνονταν αντιληπτός από το θόρυβο που προκαλούσαν τα χοντρά χαλίκια από τα πατήματα. Κάποια στιγμή μπορούσα με σιγουριά να χρησιμοποιήσω και το περίστροφο που είχα.
Κι αυτό τον καιρό με βασάνιζε μια ανθρώπινη αδυναμία, που μπορεί να την έχουν κι άλλοι συναγωνιστές μου. Ήθελα να μεταφέρει το μήνυμα του χαμού στη μάνα μου κάποιος φίλος, κάποιος άνθρωπος. Κι αυτή θα ένιωθε την παρουσία μου. Ανθρώπινη αδυναμία, θεμιτή. 
Στην καινούργια κατοικία μου η ψευδαίσθηση που φύτρωσε μου δημιούργησε έναν παράδεισο ησυχίας και γαλήνης. Μια μακαριότητα επικίνδυνη, ώσπου να νυχτώσει και να συνεχίσω το δρόμο της αναζήτησης. Η μόνη αντίδραση είναι η δυσκινησία του χρόνου. Γι’ αυτό και θέλω όλα τα όντα τούτη τη στιγμή να κινούνται στο μηδέν. Οι εχθροί, οι φίλοι, οι διαβάτες, οι σαύρες, τα φίδια. Κι εγώ σαν ποντικός στη λούφα μου να τρώγω από κανένα σπυρί καλαμπόκι να μη λιποθυμήσω. Ακόμα και ο μηχανισμός της υπομονής άρχισε να παρουσιάζει αρρυθμία. Και λαχταρούσα μήπως ακούσω κάποιο θόρυβο. Αν θα ’ναι εχθρικός ή φιλικός, αυτό είναι «Λόττο». Δεν ξέρεις τι σου βγαίνει.
Κατά το δειλινό, άκουσα τον απόηχο βημάτων πάνω στον πέτρινο σωρό, μακριά από τη λούφα μου, ώς πενήντα μέτρα. Από τη μικρή χαραμάδα που είχα για παρατηρητήριο, αντίκρυσα δυο άτομα. Έναν άντρα και μια γυναίκα. Φορούσαν χωριάτικα ρούχα, ήταν άοπλοι. Φαίνεται πως είδαν την κίνησή μου, κι αποφάσισαν να με συναντήσουν. Βγήκα λοιπόν από την τρύπα μου και τους φώναξα να πλησιάσουν. Σε λίγο έφτασαν. Ήταν ένας άντρας ψηλός, γεροδεμένος, άοπλος, με χωριάτικα ρούχα. Το ίδιο και η γυναίκα. Τον γνώρισα. Λέγονταν Πιστιόλης, από το κοντινό χωριό Φιδάκια. Ήταν άνθρωπος του Δημοκρατικού Στρατού και παράγοντας στο χωριό του. Η γυναίκα του, μια κοντούλα κι άσχημη χωριάτισσα, ντυμένη φτωχικά, με μαλλιά ανακατωμένα κι εκνευρισμένο πρόσωπο, παρακολουθούσε με αγωνία το διάλογο που άρχισα με τον άντρα της και φανερά διαγράφονταν η επερχόμενη έκρηξη.
Χαιρετηθήκαμε μουδιασμένοι. Μου έδωσε καπνό και χαρτί να στρίψω τσιγάρο, γιατί είχα μήνες να καπνίσω, κι αρχίσαμε κάποιο διάλογο. Οι άνθρωποι αυτοί πίστευαν βαθιά στις θαυματουργικές δυνάμεις του Δημοκρατικού Στρατού. Γι’ αυτό όλο και περίμεναν την αλλαγή και την εφαρμογή των διακηρύξεων της Κυβέρνησης των Βουνών.
Κομπιάζοντας και οι δύο, περισσότερο εγώ που είχα μια ηθική ευθύνη, προσπαθούσα και περίμενα να κάμει την ερώτηση ο πολίτης. Κι αυτό έγινε: 
–Πες μας, δάσκαλε, τα νέα σου. Ύστερα από τα γεγονότα του Καρπενησιού, πήραμε θάρρος. Εμψυχωθήκαμε και περιμέναμε να πάρουν τροπή τα πράγματα. Όμως εμείς ζούμε πίσω απ’ τον κόσμο. Καμιά γνώριμη φωνή δεν ακούσαμε. Οι Καπαπίτες μας, που τους είχαμε συνοδιά, εξοντώθηκαν. Τώρα κυκλοφορούνε άφοβα οι Μάυδες στο χώρο μας, με το όπλο στο χέρι.
–Συναγωνιστή μου, θα προσπαθήσω να σε ενημερώσω. Πριν δυο-τρεις μέρες κόπηκα από τη Μεραρχία και δεν μπόρεσα να συνδεθώ ακόμα. Ο Δημοκρατικός Στρατός είναι ακόμα δυνατός στον Γράμμο και στα άλλα οχυρά του. Βέβαια αυτοί ετοιμάζουν εκστρατεία με δυνάμεις ισχυρές. Όμως δεν κρίθηκε ο αγώνας ακόμα. 
–Και οι φίλοι μας; Εμείς τους συντρέξαμε όλους, σ’ Ανατολή και Δύση. Είμαι τραυματίας του ΕΛΑΣ. Και λέω: Αφού οι σύμμαχοί μας νίκησαν το φασισμό, χαλάλι τους το αίμα που έδωσα στον αγώνα της Εθνικής μας Αντίστασης.
Ένιωθα τη φωνή του συναγωνιστή-πολίτη ότι ήταν ο λόγος κάποιου υπερκόσμιου εισαγγελέα, που με κάθισε στο σκαμνί για ν’ απολογηθώ. Κι όχι μονάχα εμένα, μα όλη την ανθρωπότητα. Η γυναίκα, που παρακολουθούσε μ’ έντονο ενδιαφέρον το διάλογο, πήρε το λόγο κι ακούστηκε η πιο τραγική αλήθεια, παρμένη από χορικό αρχαίας τραγωδίας. Απευθυνόμενη προς τον άντρα της και πηδώντας κυριολεχτικά για να τον φτάσει, έβγαλε μια σπαραχτική φωνή σαν να έθαψε αγαπημένα της πρόσωπα. Κι άρχισε να ουρλιάζει:
–Βρε! Δεν μου ’πες ότι θα νικήσουμε; Δεν μου ’πες ότι θα θριαμπέψουμε; Ότι θα μπούμε σε πολιτείες και θα έχουμε απ’ όλα τα καλά; 
Έτρεμε σύγκορμη! Αυτή η τραγική σκηνή, που παρακολούθησα με δέος, ήταν ένας κόλαφος για μικρούς και μεγάλους, για όσους οι ερινύες της ευθύνης φτεροκοπούν συνέχεια στ’ αυτιά τους.
Ο άντρας δεν απάντησε, παρά γύρισε το κεφάλι προς τα βουνά, ενώ εγώ κατέβασα τα μάτια ταπεινωμένος.
Για λίγο χρόνο καθίσαμε αμίλητοι, κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο. Τα μάτια ήταν υγρά. Η γυναίκα είχε ξεσπάσει σ’ ένα βουβό κλάμα, που σου σπάραζε την καρδιά.
Τώρα τα λόγια δεν είχαν καμιά αξία. Το βραδυνό χρώμα με τη μενεξεδένια φορεσιά του κατέβαινε αργά και κατέβασε την αυλαία του. Ήταν μια τραγική σκηνή απ’ την παγκόσμια τραγωδία της Ιστορίας.
Μια άλλη συνάντηση.
Επέστρεφα στο μικρό πέτρινο τάφο μου. Έβγαλα από το σακουλάκι μου τέσσερα-πέντε καλαμποκόσπυρα, τα έβαλα στο τενεκεδάκι με λίγο νερό να μαλακώσουν κι άρχισα να τρώγω, όσο τα δόντια μου μπορούσαν να τα σπάσουν. Έτσι έγινα ένας υπερφυσικός σκίουρος. Από αυτήν τη μυθιστορηματική εικόνα της παράξενης ζωής μου κάποιος ήχος από βάδισμα στ’ απόμακρα τροχάλια της πλαγιάς με ανακάλεσε στην τάξη. Σταμάτησα για λίγο και την αναπνοή, για να ελέγξω αν πράγματι υπάρχει ήχος ή με βασανίζει κάποια ηχητική ψευδαίσθηση. Σε λίγο ανάσανα με ηδονή, γιατί ο ήχος ήταν βέβαιος. Σίγουρα θα ήταν ξεκομμένοι αντάρτες, όπως κι εγώ. Όμως, ας κρυφτώ στη λούφα, για καλό και για κακό, ώσπου να γίνει με το πλησίασμα μια σίγουρη αναγνώριση από το πέτρινο παρατηρητήριό μου.
Και πράγματι. Φάνηκαν δυο άντρες με τα όπλα τους και τα σακίδιά τους. Τους άφησα να πλησιάσουν, ώσπου τους γνώρισα. Ήταν ο Ηλίας Τσιλιγιάννης από τη Χρύσω και ο Κώστας Καραμέτος από τη Μολόχα. Και τα δυο χωριά ανήκαν στο νομό Ευρυτανίας. Ανάσανα! Τώρα, είπα, θα μπορέσω να συναντηθώ με τμήματα, γιατί και οι δυο τους ήταν επιμελητές της Μεραρχίας. Ενώ αυτοί κατέβαιναν να πιάσουν το μονοπάτι που περνούσε στην κρύπτη μου, βγήκα έξω και στην αρχή τους αιφνιδίασα.
 –Δάσκαλε, πώς βρέθηκες εδώ; ήταν η πρώτη τους ερώτηση, καθώς ξαπλώθηκαν κι αυτοί να ξεφορτωθούν το βάρος που έσερναν. Βλέπετε, οι επιμελητές δεν πεινάνε ποτέ. Κι άρχισε το ερωτηματολόγιο για την τύχη της Μεραρχίας. Αυτοί δεν γνώριζαν τίποτε. Δεν υπήρχαν πληροφορίες, γιατί και η Ευρυτανία πλημμύρισε από στρατό. Και συμπλήρωσαν: «Στην περιοχή μας δεν υπάρχουν οργανωμένα τμήματα».
Τους διηγήθηκα το ιστορικό με το δικό μου «κόψιμο», ότι η Μεραρχία στην περιοχή Κοκκάλια θα προσπαθούσε να βρει κάποιο πέρασμα είτε προς Ευρυτανία είτε προς Φθιώτιδα, αν την ευνοούσε και η συγκυρία. 
–Και τώρα πού πάτε; Έχετε αποστολή από κάποιο τμήμα;
–Όχι, μου απάντησαν. Απλά ήρθαμε να οικονομήσουμε τρόφιμα από τις αποκρύψεις που κάναμε εδώ κάπου, μεταφέροντας μετά την κατάληψη του Καρπενησιού αρκετά τρόφιμα.
–Τότε θα γίνουμε τρεις, τους απάντησα. Οι συναγωνιστές γέλασαν και μου πρόσφεραν κάτι που δεν θυμάμαι τώρα. Αν τα πράγματα έρθουν βολικά, θα μπορέσω να συναντηθώ με τμήματά μας, αφού και οι δυο τους, σαν επιμελητές της ΙΙ Μεραρχίας του Δημοκρατικού Στρατού, ίσως να σκέφτονταν κάτι τέτοιο.
Ξαναγεννήθηκε η ελπίδα ότι θα συναντήσουμε τμήματα και χαρούμενος τους ακολούθησα, αφού εγκατέλειψα στη λούφα την επιμελητεία μου σε καλαμποκόσπυρα και άδεια κονσερβοκούτια. Βαδίσαμε αρκετά στην κοιλάδα του Μέγδοβα. Ήταν μια στεγνή ημέρα και ξάστερη, που εγώ την είχα τόσο ανάγκη. Οι συναγωνιστές γνώριζαν την περιοχή και δεν βρήκαμε πουθενά εμπόδιο. Περάσαμε πολλά επικίνδυνα σημεία, που παλιότερα τα διεκδικούσαν οι Μάυδες και ήταν σημεία ενεδρών. Δεν μπήκαμε στο χωριό Φιδάκια, το προσπεράσαμε. Τότε οι επιμελητές μου είπαν να καθίσω να ξεκουραστώ και ότι αυτοί θα πάνε ως κάποια σημεία που είχαν κάνει αποκρύψεις. Κάτι θα βρούνε, κάτι θα φέρουν. Εγώ καλύφτηκα σε μια συστάδα κοντοέλατων, καμουφλαρίστηκα στα ευλογημένα έλατα και με πολλή προσοχή έκανα έλεγχο σε θόρυβο που θα μπορούσε να είναι και εχθρός. Με την κατάληψη του Καρπενησιού, ο Δημοκρατικός Στρατός εκμεταλλεύτηκε αυτήν τη μεγάλη του Νίκη. Κουβάλησαν τα μεταγωγικά και των δυο Μεραρχιών, 1ης και 2ας, και απέκρυψαν μεγάλες ποσότητες ειδών διατροφής, ενδυμασίας, υπόδησης. Με τα χρήματα που πήρε από τις τράπεζες, πλήρωσε τους δημοσίους υπαλλήλους και συνταξιούχους. Έτσι λοιπόν εγώ όλο περίμενα κονσέρβες, κανένα ζευγάρι παπούτσια, ώσπου με πήρε ο ύπνος. 
Κάποια ώρα, θα ήταν μεσάνυχτα, με ξύπνησαν οι δυο συναγωνιστές. Μου έδωσαν μια μικρή καρδάρα (ξύλινο δοχείο) με «καβουρμά» – η λέξη είναι τουρκική. Ίσον δε καβουρμάς βρασμένο κρέας, χωρίς κόκαλα και αλατισμένο, που έφκιαναν οι ορεινοί πληθυσμοί για συμπλήρωση της τροφής τους. Μ’ αυτό τον τρόπο τα συνεργεία της Επιμελητείας έκαναν χρυσή δουλειά. Πρόφταιναν όλα τα τμήματα της πρώτης γραμμής που δε μαγείρευαν. Εγώ ρίχτηκα σα γλάρος στη μικρούλα καρδάρα και με τα χέρια μου άρπαζα ολόκληρα κομμάτια κρέας, για να καταπραΰνω την πείνα μου. Έφαγαν και οι άλλοι συναγωνιστές. Το ξενοδοχείο ύπνου ήταν κι αυτό κοντά μας και ξαπλώσαμε για ύπνο. Τη νύχτα ένιωσα φοβερούς πόνους στην κοιλιά που είχε φουσκώσει σαν τύμπανο και μ’ έπνιγαν τα αέρια. Το ίδιο έπαθε κι ο Τσιλιγιάννης με τον Καραμέτο. Μόλις ξημέρωσε ελέγξαμε τα δοχεία και διαπιστώθηκε πως τρώγαμε μουχλιασμένο καβουρμά. Η καταπράσινη μούχλα είχε εισχωρήσει σ’ όλο το περιεχόμενο των δοχείων. Ευτυχώς, η ενέργεια που ακολούθησε έκαμε τα στομάχια μας να φέγγουν σαν αποκριάτικα χαρτοφάναρα.
Το απόβραδο φτάσαμε σε μια ελατοσκέπαστη περιοχή, που η πυκνότητα του ελατόδασου ήταν αληθινός φράχτης, για όποια διείσδυση σ’ αυτό. Εκεί συναντήσαμε τους Δημοπουλαίους από το χωριό Παπαρούσι Καρπενησίου. Άνθρωποι τίμιοι, που ώς την ώρα έδωσαν αρκετό αίμα στον Δημοκρατικό Στρατό. Παιδιά και κορίτσια τους πολέμησαν και θυσιάστηκαν για τη λαϊκή προκοπή. Θυμάμαι την κόρη τους Ανθούλα, που σκοτώθηκε μπροστά στα μάτια μου, στο Πυργούλι Ευρυτανίας, εκεί όπου έγινε η πιο σκληρή μάχη του Δημοκρατικού Στρατού, τον Μάη του 1948. Ώς δέκα αντάρτες κι αντάρτισσες κρατήσαμε την άμυνα ενάντια στο αρχηγείο της 10ης Μεραρχίας του στρατηγού Βασιλά. Εκεί βγήκαν μερικοί φαντάροι του Σταθμού Διοίκησης της 10ης Μεραρχίας του στρατού και πιάσαμε κουβέντα για παράδοσή τους. Ξεκίνησαν κάποιοι δικοί μας να τους πάρουν, εμείς φωνάζαμε όχι. Μ’ αυτοί, πάνω στον ενθουσιασμό τους, δέχτηκαν τα πυρά των φαντάρων και ξαπλώθηκαν στις φτέρες του οροπέδιου. Έπεσε αυτού και η Ανθούλα.
Τούτη η λούφα του γερο-Δημόπουλου και της υπόλοιπης φαμελιάς τους ήταν αριστοτεχνικά καμωμένη. Είχαν καλά οργανώσει την κάλυψή τους, αόρατο το ψήσιμο του ψωμιού και του φαγητού, πουθενά ντορός που να δημιουργεί υποψίες. Αφού είπαμε πολλές κουβέντες για τα πάθη μας, οι επιμελητές μας άφησαν. Εγώ κοιμήθηκα για πρώτη βραδιά ήσυχος. Είχα αδυνατίσει από τη νηστεία, την πορεία, και τη φοβερή στενοχώρια για τα οικεία μας κακά. Το πρωί η κυρα-Δημόπλαινα παρουσίασε χάσικο ψωμί (17) από αμερικάνικο αλεύρι. Κι ακόμα είχε στο τραπέζι μας και ωραίες κονσέρβες με σαρδελομάνες. Αληθινά, η ζωή μας χαμογέλασε με όλες τις πληγές που συνεχώς άνοιγε η μνήμη. Λίγες μέρες θα μείνουμε εδώ να συνέλθουμε, σε τούτο το θαυμάσιο λημέρι που ο μπαρμπα-Δημόπουλος το είχε φκιάσει αόρατο για τον εχθρό, χάρη στα αυστηρά μέτρα επαγρύπνησης. Επρόσεχαν την παρουσία ιχνών που δυνατόν να τους προδώσουν και τα κατέστρεφαν κάθε πρωί. Εδώ είχα την ψευδαίσθηση πως όλα τα πράγματα θα εξελιχτούν ευνοϊκά. Έτσι είναι ο άνθρωπος, όταν βρεθεί στην κορυφή της πυραμίδας των δυσκολιών. Τότε χάνει τη δύναμη του υπεύθυνου λόγου και τον έλεγχο της συνείδησης, κι ενδίδει σε κάποια προσωρινή ευδαιμονία.
Πρέπει να φύγουμε. Οι επιμελητές αναγνωρίζουν αυτό το χρέος, σαν αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού. Και με λύπη, κάποιο απόβραδο, αποχωριζόμαστε από τους καλούς συναγωνιστές και το ωραίο τους λημέρι.
Αργότερα μάθαμε πως τους έσυραν όλους στο Καρπενήσι για τα στρατοδικεία.
Στο χώρο των Αγράφων.
Περπατούμε αμίλητοι σχεδόν, όλο σκεφτικοί. Είναι δύσκολο να βρεθούνε επιχειρήματα που να δικαιολογούνε τη μοναχική διάθεση, καθώς εκείνη κυριεύει σιγά-σιγά τους ξεκομμένους αγωνιστές. Ο φανταστικός διαβάτης, που θα βάδιζε να πάει στο σπίτι του επιστρέφοντας από μακρινό χωράφι, βλέποντας αυτές τις σκιές που βάδιζαν σκυφτές και με προφυλάξεις, με σκισμένα ρούχα και παπούτσια, θα θυμόταν τη διήγηση κάποιου μύθου παλιοκαιρινού. Τα προβλήματα είναι και πραγματικά και ψυχολογικά. Σοβαρή αιτία στάθηκε η ήττα του Δημοκρατικού Στρατού, η διάλυση των τμημάτων του σε Μοριά και Ρούμελη. Και τώρα οι αγωνιστές προσπαθούνε να συνδεθούν με κάποια τμήματα ή μονάδες μικρές, γιατί ο κύριος όγκος του Δημοκρατικού Στρατού πέρασε προς την Αλβανία και τις άλλες χώρες του Σοσιαλισμού. Δεν είναι όμως τόσο απλά τα πράγματα. Οι αποστάσεις που θα διανυθούνε ώς τα σύνορα είναι μεγάλες. Το θέμα της τροφοδοσίας είναι ανύπαρχτο. Η σκιά κάποιου αρχηγού είναι απαραίτητη. Αυτές οι σκέψεις στο νυχτερινό μου δρομολόγιο με βασανίζουν, γιατί η πραγματικότητα παρουσιάζεται με την πιο ελεεινή της μορφή.
Και σαν να μην έφταναν αυτά τα τραγικά προβλήματα, που σαν το σαράκι τρώγουν κάποια μας θέληση και απόφαση για έξοδο, έχουμε χάσει και την αίσθηση του χρόνου. Δεν γνωρίζουμε πλέον ποιο μήνα διανύουμε, ποια ημέρα της εβδομάδας, ποια είναι η ώρα της ημέρας. Το ωρολόγι έγινε σπάνιο είδος. Γι’ αυτό ξαναφέρνουμε στη χρήση τα πρωτόγονα μέσα των προγόνων μας. Παρακολουθούμε μόνο την κίνηση του ήλιου, ανατολή, μεσημέρι και συμπεραίνουμε περίπου την ώρα. Όλα τα αρχέγονα μέσα εκτίμησης του χρόνου μπαίνουν σε χρήση. Ο ήλιος, η σκιά μας, τ’ αστέρια. Αυτά απόμειναν τα μόνα εργαλεία μας για την πολύτιμη μέτρηση του χρόνου. Κι επειδή βρισκόμαστε στις αρχές φθινοπώρου, τ’ αγραφιώτικα βουνά σκεπάζουν με αντάρες και καταχνιές το χώρο μας. Περπατούμε αθόρυβα τις παραμεγδόβιες λογγιές παρέα μ’ ένα ποιητικό φεγγάρι και φτάνουμε στο χωριό Στένωμα. Το χωριό είναι έρημο, κι απέχει από το Καρπενήσι τρεις ώρες. 
Στο Στένωμα έκαμε λούφα η διοίκηση της Ι Μεραρχίας του Δημοκρατικού Στρατού στις 20 του Γενάρη του 1949. Από εδώ ξεκινήσαμε για το Καρπενήσι. Μας υποδέχτηκε μόνο μια ντοματιά, φορτωμένη κατακόκκινες ντομάτες. Την ξαλαφρώσαμε και φάγαμε λαίμαργα το νόστιμο καρπό της. Στο ωραίο χωριό, με τα πέτρινα σπίτια και τις απλόχωρες αυλές, κανένα παράθυρο δεν άνοιξε να μας υποδεχτεί. Καμιά αγαπημένη φωνή δεν μας ρώτησε για τα παιδιά τους, που αγωνίζονται στις γραμμές του Δημοκρατικού Στρατού. Μ’ ένα βαθύ αναστεναγμό αποχαιρετήσαμε το ωραίο χωριό και κατεβήκαμε προς τη χαράδρα, που τρέχουν τα νερά του Μέγδοβα, περνώντας το θαυμάσιο πέτρινο γεφύρι. Η πέτρα στην τεχνική δεν είναι μόνο ηπειρώτικο προνόμιο, μα και ευρυτανικό.
Φτάσαμε στην ιστορική Βίνιανη. Σ’ αυτό το απόμερο χωριό της Ευρυτανίας, η Εθνική Αντίσταση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ συγκρότησε την πρώτη κυβέρνηση εθνικής ενότητας, για να χτυπηθεί ο γερμανικός φασισμός πιο δυνατά και να έρθει και στην Ελλάδα η πολυπόθητη Λευτεριά.
Χωρίς να σταματήσουμε για να τιμήσουμε τέτοιες ιστορικές μνήμες, που και τότε είχαμε ζωσμένα τα φυσεκλίκια, συνεχίζουμε την πορεία. Η νύχτα σε λίγο άρχισε να μαζεύει τα σκοτεινά ατλάζια της και το γλυκοχάραμα μπαίνουμε στο χωριό Χρύσω, χωριό του Τσιλιγιάννη.
Με μια σύντομη αναγνώριση διαπιστώσαμε πως το χωριό ήταν άδειο από εχθρική δύναμη. Όλα τα σημαντικά σπίτια αναγνωρίστηκαν, μήπως κανένα στρατιωτικό τμήμα έκανε λούφα. Τα έκαναν και οι φαντάροι τα τερτίπια μας. Τίποτε! Ούτε ντορός ούτε κάποιο σημάδι από φρέσκο περπάτημα. Γι’ αυτό χωρίς αργοπορία πιάσαμε το εκκλησάκι του Άι-Λια, που ήταν η κορώνα του χωριού. Περάσαμε τη θρυλική «Αμπάρα». Η Αμπάρα ήταν μια μεγάλη ξύλινη πόρτα, που σφάλιζε και εμπόδιζε τα ζώα να μπαίνουν στο χωριό και να προξενούν ζημιές. Ο Τσιλιγιάννης, που ήταν Χρυσιώτης, γνώριζε όλα τα κατατόπια. Διά γυμνού οφθαλμού έκαμε προσεχτική παρατήρηση στα υψώματα Σερπούνια, Βελή Διάσελο, Λακκώματα, σημαντικά υψώματα, θέσεις-κλειδιά για το πέρασμα προς τα χωριά Μάραθο και Άγραφα.
Ευτυχώς, ούτε κίνηση σημειώθηκε ούτε καπνός. Τώρα κυρίως στρατιωτικά τμήματα ή παρακρατικές ομάδες κινούνται. Η ταχτική του στρατού έγινε απλή. Κρατούσε κάποιο ύψωμα, το οργάνωνε πρόχειρα και με το ξημέρωμα έστελνε μικρές περιπολίες για περισυλλογή αποκομμένων «συμμοριτών», άρρωστων, τραυματιών, που για το στρατό θεωρούνταν πολύτιμες πηγές πληροφοριών, όχι για οργανωμένα τμήματα, που δεν υπήρχαν πλέον, μα για καταφύγια χωρικών ή της Επιμελητείας, που είχαν ξεχαστεί. Αλλά και γι’ άλλες γήινες επιτυχίες. Είχαν γίνει κυνηγοί ανθρωπίνων κεφαλών. Ποτέ δεν είχε φτάσει η σκληρότητα των ανθρώπων σ’ αυτό το βαθμό. Η πρώτη μέρα έκλεισε χωρίς ενοχλήσεις. Συντροφιά μας η πείνα, που ήταν βασανιστική.
Ο Τσιλιγιάννης στην προσπάθεια για την εξεύρεση λίγης τροφής, σε κάποιο από τα πολλά καταφύγια της περιοχής που γνώριζε, τα βρήκε συλημένα από το στρατό. Το μόνο που υπέθετε πως υπάρχει σε κάποια δύσβατη περιοχή ήταν μερικά γίδια, που βοσκούσαν αδέσποτα και ήσυχα. Πάρθηκε λοιπόν η απόφαση οι δυο τους επιμελητές να κάμουν επιχείρηση, για να προμηθευτούμε λίγο κρέας. Εγώ έμεινα στο εκκλησάκι με άγρυπνη φροντίδα μην έχουμε ανεπιθύμητες επισκέψεις. Οι δυο κυνηγοί, με τη βοήθεια του φεγγαριού, έφτασαν στο γρέκι (18) των γιδιών. Αιφνιδίασαν το κοπάδι και σκότωσαν μια γίδα. Τη φορτώθηκαν σε κάποιο σημείο που γνώριζαν ότι οι χωρικοί είχαν τρυπωμένο ένα καζάνι. Εκεί έγδαραν το αγαθό ζώο με την ησυχία τους και την έβαλαν να βράσει στο καζάνι, με πλούσια φωτιά –δώρο του Θεού– στην επιτυχία του σκοπού τους. Τις πρωινές ώρες, χαράματα, έφτασαν στο εκκλησάκι οι επιμελητές με αρκετό κρέας, που μου πρόσφεραν. Ήταν ένα θαύμα για μένα, όταν ένιωσα το θεριό της πείνας να μου κόβει τα πόδια και τώρα ανέζησα με το νόστιμο κρέας που έφαγα, χωρίς ψωμί.
Κοιμηθήκαμε, εγώ κάθισα σκοπός. Έπρεπε να ξεκουραστούν οι δύο συναγωνιστές, γιατί ήταν εντελώς άυπνοι. Μια παραδεισένια ημέρα έλουζε όλη την περιοχή με διαύγεια και φως. Κι ο τελευταίος ψίθυρος που άφηναν οι μέλισσες στο πέταγμά τους έφτανε ώς εμένα, καθώς έκανα έλεγχο στα μονοπάτια που πέρναγαν από το εκκλησάκι, όπου υπήρχε ο Σταθμός Διοίκησης. Είναι για κλάματα ν’ ανιστορούμε περασμένα, τότε που ο Δημοκρατικός Στρατός υπόσχονταν ότι θα αλλάξει η πολιτική κατάσταση της Ελλάδας.
Όταν ξύπνησαν, εισηγήθηκα τι θα γίνει, πώς θα διορθωθεί η ατομική μας κατάσταση. Το μέλλον μας ήταν σκοτεινό κι αβέβαιο. Αυτές τις ώρες, η έλλειψη πληροφοριών, η άγνοια για το αύριο, για την τύχη μας, λάβαινε γιγάντιες διαστάσεις. Τί θα κάνουμε; Πού θα πάμε και με ποιον επικεφαλής; Οι ξεκομμένοι αντάρτες καθημερινά πιάνονται και ο στρατός, ανάλογα… με τη δημοκρατική σύνθεσή του, τους σκοτώνει και τους εξαφανίζει. Βέβαια υπήρχαν και ελάχιστες περιπτώσεις ανθρωπιάς. Είπαμε τις γνώμες μας και πάρθηκε η απόφαση να φύγουμε, να μην παραμείνουμε άλλο σε τούτο το χώρο.
Το καινούργιο μας δρομολόγιο είναι να περάσουμε από τα χωριά Δάφνη (Κουφάλα) και Μαυρομάτα (Έλσιανη) προς τη δύσβατη περιοχή Μπέσια-Ρεύστα των Αγράφων. Τελικά, αν οι δυσκολίες σε ό,τι αφορά την εξεύρεση τροφής έμεναν αξεπέραστες, θα διασχίζαμε τον ποταμό Μέγδοβα, για να εγκατασταθούμε, ανάλογα με τις συνθήκες, στην περιοχή Νεράιδας (Σπινάσας), χωριό του επιμελητή της παρέας Κώστα Καραμέτου.
Στην πορεία μας υπάρχουν υποχρεωτικά περάσματα που χρειάζονται εξερεύνηση, κι αν υπάρξει κίνδυνος θα πρέπει να έχουμε έτοιμο κάποιο άλλο δρομολόγιο. Γι’ αυτό πορευόμαστε με όλα τα μέτρα ασφάλειας που είναι δυνατό να πάρουμε. Σ’ αυτό το μονοπάτι που στα πόδια του βουίζει ο Μέγδοβας συναντήσαμε κι άλλους «κομμένους». Όλοι είχαν έντονη ζωγραφισμένη στ’ αδύνατα πρόσωπά τους την κόπωση και την οδύνη της στιγμής. Θυμάμαι και τον ταγματάρχη Ζαχαρία, με τον οποίο συνυπηρετούσαμε στο Αρχηγείο Δυτικής Στερεάς του ΔΣΕ. Συμβαδίσαμε αρκετή ώρα μαζί προς το χωριό Μαυρομάτα. Τον γνώριζα πως ήταν σαρκαστής και χωρίς συναισθηματισμό. Εκεί που τα λέγαμε, θυμήθηκε πως χαμηλά στη θέση Λάγανο, στις όχθες του Μέγδοβα, υπήρχε μικρή φυτεία καπνού. Και ξεκίνησε μόνος του την επιχείρηση «Προμήθεια καπνού». Όλοι γνωρίζουμε αυτή την «αυθεντία» του καπνού, την εξουσία που ασκεί στο χαρακτήρα μας, αλλά όχι σε τέτοιο βαθμό. Έκτοτε δεν ξαναείδαμε τον συναγωνιστή.
Όπως συμφωνήσαμε, μείναμε στην περιοχή Κυφού. Πανάρχαιη είναι η ονομασία του χώρου. Εδώ, χωρίς να αντιληφτούμε, εμπλακήκαμε σε μικρή δύναμη στρατού που χτένιζε το χώρο. Αμέσως καλυφτήκαμε στους πυκνούς θάμνους από κέδρα, κρανιές, αγράμπελες, που μπλέκονταν όλα μαζί και δημιουργούσαν μιαν ασφαλή κρυψώνα. Ο χώρος είχε πεζούλια με αρχαίους τοίχους, που φανέρωναν την ύπαρξη παλαιού οικισμού. Το χτένισμα κορυφώθηκε, όταν οι φαντάροι κάτι μυρίστηκαν και ρίχτηκαν με μανία μέσα στους θάμνους. Ευτυχώς που δεν είχαν μαζί τους σκυλιά. Από τη δική μου λούφα έβλεπα τα πόδια ενός φαντάρου που σταμάτησε εμπρός στο πυκνό πλέγμα των θάμνων. Η αναπνοή μου σταμάτησε. Έβγαλα το περίστροφο και ήμουν έτοιμος να πυροβολήσω, αν πράγματι ο φαντάρος με είχε αντιληφτεί. Με τους πυροβολισμούς μας ήμασταν σίγουροι ότι το μικρό στρατιωτικό τμήμα θα εγκατέλειπε την επιχείρηση.
Το δειλινό άδειασε η περιοχή. Δεν ακούστηκαν ούτε πυροβολισμοί ούτε φωνές. Τούτο τον καιρό που ο Δημοκρατικός Στρατός έπνεε τα λοίσθια και η ΙΙ Μεραρχία είχε σχεδόν διαλυθεί, οι φαντάροι εξερευνούσαν την περιοχή με άγριες φωνές, όπως οι κυνηγοί να ξεσηκώσουν τ’ αγρίμια. Ήταν απόβραδο, όταν βγήκαμε από τις λούφες να ξεμουδιάσουμε και να φύγουμε προς τη θέση Μπέσια-Ρεύστα των Αγράφων.
Το χιτώνιο.
Αρχές Ιουλίου 1949. Η μελαγχολία μάς αγκαλιάζει σαν μάγισσα με σκυλίσια δόντια. Τη βλέπουμε φοβισμένοι. Μοιάζει με μεταμφιεσμένη γριά με χοντρά νύχια κι ένα χαμόγελο ριζωμένο ώς στ’ αυτιά της. Έχουμε την ψευδαίσθηση πως κάτι θα γίνει, κάποιος ξεκομμένος αντάρτης θα εμφανιστεί που θα μας φέρει σημαντικά νέα. Έστω κι ένας σκύλος που έχασε το κοπάδι του και ψάχνει να το βρει. Με σκισμένα ρούχα, χωρίς παπούτσια στα πόδια, είμαστε τρεις άνθρωποι νέοι, παιδιά, που δεν μοιάζουμε σε τίποτα από γνωστές φυσιογνωμίες. Μια ασφυχτική συλλογή κλαρώνει πάνω μας κι απομένουμε γυμνοί, βρυκόλακες μιας ιδιόρρυθμης κατάστασης.
Έγινε μια μικρή σύσκεψη. Αναφέρθηκαν όλα τα στολίδια της μοντέρνας πραγματικότητας που ζούμε, χωρίς ν’ ανοίξουμε από κανένα χτύπημα την πόρτα της ψυχής μας. Προοπτική μηδέν. Εφοδιασμός μηδέν. Ο άνθρωπος μηδέν! Άρχισε η περιοχή να μας φοβίζει, να μας κουράζει. Γίνεται χώρος εχθρικός. Οι κίνδυνοι για την ύπαρξη της τριάδας είναι σίγουροι.
Παίρνουμε απόφαση ν’ ανεβούμε στο βουνό που δεσπόζει του έρημου χωριού Φιδάκια. Αγναντεύουμε το Καρπενήσι. Φτάνουν ώς εδώ οι θόρυβοι από αυτοκίνητα και τραγούδια. Με τη λαχτάρα κάποιας επισιτιστικής εφορείας ή εφεδρείας, παίρνουμε τον ανήφορο για το άγνωστο. Να πάρουμε τουλάχιστο κάτι από τη χάρη του φυσικού και ψυχολογικού ύψους που απωλέσαμε, αγωνιζόμενοι τρία χρόνια.
Η μικρή μας ομάδα, αφού συζήτησε ψύχραιμα και ανέλυσε πολλές προτάσεις, ασύμφορες και ουτοπικές προς το παρόν, κατέληξε ν’ ανεβούμε από το χωριό Φιδάκια προς το παραδοσιακό σε ομορφιά οροπέδιο, με ψηλά έλατα και πολλά δρομολόγια διαφυγής. Η νέα μας κατοικία διαθέτει το προνόμιο της απεραντοσύνης. Νεκρική ησυχία. Και το λάλημα των πουλιών είναι ανύπαρχτο. Ο ωραίος Λαός μας που έδωσε τα καλύτερα παιδιά του, την ψυχή του στον αγώνα, έχει ξεσπιτωθεί. Σέρνει την τραγωδία του στις φυλακές, τις εξορίες, τα νεκροταφεία. Καθόμαστε ξαπλωμένοι κάτω από τον έλατο, για να εξοικονομήσουμε ό,τι απόμεινε από δύναμη στην ψυχή μας. Κοιταζόμαστε στα μάτια αμίλητοι, μ’ ένα πικρό παράπονο και συλλογή.
Καταμεσήμερο. Ο ήλιος πεντακάθαρος έρπει στις κορυφές του ελατιά, λες και μας αναζητά. Το δάσος, ο αδαπάνητος φίλος, που στα σκληρά χρόνια του πολέμου μας έκρυβε στις φτερούγες του για να κοιμηθούμε λίγο, στέκεται ουδέτερο. Έχουμε ματώσει τα κορμιά μας από το ξύσιμο. Κατάντησε η ψείρα απ’ τους χειρότερους προκλητικούς συντρόφους μας. Όμως, η ευγενική φύση της Ευρυτανίας δεν μας ξέχασε. Ανακαλύψαμε πλούσιο κεφαλόβρυσο κι ένα σκουριασμένο τενεκέ. Χωρίς αργοπορία, ετοιμάζουμε φωτογόνι, αθέατο από όλα τα σημεία: διαλέγουμε κάμποσα ξύλα που έχουν πάνω τους ρετσίνι και με τον αναπτήρα που σέρναμε για τα τσιγάρα ανάβουμε φωτιά. Ο τενεκές, γεμάτος νερό, αρχίζει γρήγορα να ζεσταίνεται κι ο καθένας με την καραβάνα του παίρνει νερό και πλένεται. Έτσι, ολόγυμνοι, ζεματίσαμε τα κουρέλια που θεωρούνταν εσώρουχα. Αν, κατά κακή μας τύχη, παρουσιάζονταν μικρό απόσπασμα στρατού, σίγουρα θα οδηγούμαστε στο Καρπενήσι με αδαμιαία περιβολή. Γι’ αυτό οργανώσαμε την παρατήρηση. Οι δύο σύντροφοι παρατηρούσαν την περιοχή, ώσπου να τελειώσει ο λουόμενος. Σύντομα τελείωσε η επιχείρηση. Ο καθένας τώρα ξάπλωσε στον έλατο, χωρίς τη φαγούρα.
Αργότερα, περπατώντας στο οροπέδιο, ξαλαφρωμένος από το ενοχλητικό φορτίο της ψείρας, ερευνούσα το χώρο, μήπως ανακαλύψω καμιά αγριοκορομηλιά ή κάποιο άλλο γήινο φαγώσιμο. Η πρώτη ανακάλυψη ήταν μια καινούργια πηγή, που έτρεχε άφθονο νερό και χάνονταν στις φτέρες του ελατιά. Στάθηκα για λίγο να ξεκουραστώ στον ίσκιο της και τότε αισθάνθηκα μια βαριά μυρωδιά σάρκας, που βρίσκονταν σε αποσύνθεση. Μ’ ένα ξηρό κλωνάρι αναποδογύρισα τα πυκνά χόρτα που τύλιγαν γύρω την πηγή. Και τότε είδα! Είδα έναν άνθρωπο λιωμένο. Ο σκελετός του αποσυνδέθηκε. Όμως κατά τραγική σύμπτωση το χιτώνιό του, χωμένο στο λίπος του κορμιού του, βρίσκονταν σε υποφερτή κατάσταση. Πήρα την απόφαση! Να γδύσω τον νεκρό, όσο ήταν δυνατό, και ν’ αποσπάσω κάτι που να φοριέται. Άδειασα τα οστά του, τα παράχωσα δίπλα στην πηγή και κράτησα μόνο το χιτώνιο. Η μυρωδιά του ήταν αποκρουστική… Όμως το έπλυνα και το κρέμασα σ’ ένα κοντοελατάκι, μήπως στεγνώσει. Κι αργότερα το φόρεσα, διατηρώντας την εμετική του μυρωδιά. Σήμερα υπάρχει το χιτώνιο του Δημοκρατικού Στρατού, διαλυμένο, μέσα σ’ ένα καθαρό σάκο, κρεμασμένο στο «μουσείο» του σπιτιού μου. Οι δικοί μου διαφωνούν… Εγώ όμως, όταν το αντικρύζω, τα μάτια μου δακρύζουν. Γιατί, ύστερα από μισόν αιώνα και πάνω, έχω παρέα ένα μάρτυρα της τραγικής μας ιστορίας.
Μια πολύτιμη συνάντηση.
Τέλειωνε ο Σεπτέμβρης του 1949. Όλη η περιοχή ησύχασε από τους πυροβολισμούς. Όμως μικρές ομάδες Μάυδων και χωρικών άρχισαν με θάρρος να εξερευνούν δάση και χωριά, χουγιάζοντας (19) ή πυροβολώντας, όπως οι κυνηγοί λύκων ή αγριόχοιρων, για να πεταχτεί από τη λούφα του κανένας πεινασμένος αντάρτης. Τότε τον άρπαζαν και τον ρωτούσαν αν ξέρει κρυψώνες με είδη σπιτιών. Αν ο αντάρτης δε γνώριζε ή αρνούνταν να καταδώσει κάποιο καταφύγιο, ή τον τσάκιζαν στο ξύλο ή του έπαιρναν το κεφάλι και το παρέδιναν στους αρχηγούς τους να το εκθέσουν στην πλατεία του χωριού.
Στη φθινοπωριάτικη ερημιά η ψυχή μου, φορτωμένη αμφιβολίες και ερωτηματικά, που δεν θα πάρουν απόκριση, πορεύεται σαν σανίδα στον ωκεανό. Ποιος μπορεί μόνος του να σηκώσει τούτο το πολιτικό, ιστορικό και ψυχολογικό βάρος; Το πρόσωπο –ο αδερφός–, που θα μοιραζόμασταν τις ενοχές, δεν υπάρχει. Στη Σπινάσα, το χωριό του Καραμέτου, η ίδια κατάσταση. Δεν υπάρχει τίποτε. Ούτε λίγη τροφή ούτε φρούτα τα είχαν εξαφανίσει οι διερχόμενοι αντάρτες. Σ’ αυτού του είδους το βίο, γεννιέται κι ένας αποκρουστικός ατομικισμός. Περπατώ με δυο διαφορετικά τρύπια παπούτσια. Μια νύχτα μάλιστα, περνώντας ένα μονοπάτι προς το μοναστήρι των Δομιανών, κύλησα κάμποσα μέτρα στη σάρα. (20) Κάποιες κοτρόνες με σταμάτησαν κι άρχισα με πολύ παράπονο να ξαναμπαίνω στο μονοπάτι. Σε μας η ποδεσιά είναι το δυνατό όπλο, που βοηθάει να περάσουμε γκρεμούς και μονοπάτια.
Ο Χρήστος, που τώρα έχω παρέα, ενδιαφέρεται να φτάσει στην πατρίδα του, τη Μακεδονία. Εγώ δεν αντέχω σ’ αυτή την πορεία. Κάτι με χωρίζει με τον Χρήστο, που ασυνείδητα με βασανίζει. Παρ’ όλα τα ατομικά μου ερωτηματικά, ξεκινήσαμε. Βαδίσαμε αρκετές ώρες με κατεύθυνση τα υψώματα του Κόμπολου Βράχας. Πριν φτάσουμε, σταματήσαμε για λίγο στη θέση Μεγάλο Χωράφι των Δομιανών. Από την ώς τώρα πορεία μας φάνηκε πως εγώ δεν μπορούσα να τον ακολουθήσω. Με το δίκιο του ο Χρήστος με άφησε.
Ήταν ακόμα ήλιος, κι εγώ ανέβηκα σ’ ένα μικρό υψωματάκι για να κάμω παρατήρηση. Εξάλλου η φθινοπωριάτικη νύχτα ήταν στεγνή. Στο χινοπωριάτικο δειλινό, που κάποιος ποιητής θα έγραφε κανένα ωραίο σονέτο, εμένα μ’ είχε κυριέψει μια προαίσθηση πως θα συναντήσω κάποιο δικό μου πρόσωπο. Η ώρα περνούσε και ο ήλιος πλησίαζε προς τη δύση. Κρέμονταν πάνω από τις αγραφιώτικες κορφές. Σε λίγο, στο βάθος του μονοπατιού, και σε απόσταση, φάνηκε να έρχεται ένας άνθρωπος.
Από το γρήγορο, χορευτικό βάδισμά του, τον γνώρισα. Ήταν ο Γιώργος Τσιαξίρης, το γειτονόπουλο, που μεγάλωσε σχεδόν στο σπίτι μου, αξιωματικός τώρα στα Κέντρα Πληροφοριών της ΙΙ Μεραρχίας της Ρούμελης, στον Δημοκρατικό Στρατό. Η χαρά μου ήταν μεγάλη. Σαν να κέρδισα το πλουσιότερο λαχείο της χρονιάς. Αφού τελείωσαν οι αγκαλιές και οι χαιρετούρες και κουβεντιάσαμε για πρόσωπα και πράγματα του Δημοκρατικού Στρατού, αποφασίσαμε να κοιμηθούμε εδώ κάπου, μιας και η βραδιά δεν ήταν κρύα. Η επόμενη ημέρα μας βρήκε από το χάραμα όρθιους. Μετά τη σχετική παρατήρηση όλης της περιοχής, η κουβέντα περιστράφηκε στις πληροφορίες που μπορεί να μας βοηθήσουν στο σκοπό μας.
Ο Τσιαξίρης μου εξήγησε ότι γνώριζε τις λούφες που είχαν οι Καπαπίτες στα στενά του Δομιανίτικου ποταμού και αποφασίσαμε να κινηθούμε προς τα εκεί. Όμως, ο κόπος μας ήταν μάταιος. Ούτε ίχνος δεν βρέθηκε από κανέναν Καπαπίτη. Τα πάντα είχαν ψαχτεί με σύστημα και η απογοήτευσή μας μεγάλωσε, γιατί δεν βρήκαμε ούτε ίχνος από τρόφιμα. Περάσαμε στην αντικρυνή πλαγιά της δομιανίτικης περιοχής και ψάχνοντας στ’ αμπέλια στη θέση Κουλούρια για κανένα ξεχασμένο σταφύλι, πετύχαμε ένα μεγάλο σκαντζόχοιρο. Ήταν αληθινή αγαλλίαση. Με δυσκολία ο Τσιαξίρης τον έσφαξε και τον έγδαρε και στη συνέχεια κατεβήκαμε στα έρημα καλύβια της Αγίας Παρασκευής. Εκεί βρήκαμε απ’ όλα τα κουζινικά είδη και ετοιμάσαμε ένα βασιλικό δείπνο.
Όλη τη νύχτα συζητούσαμε το θέμα αναχώρησης για το βοριά. Μεγάλη η πορεία, καμιά επιμελητειακή φροντίδα, ούτε ένα ζευγάρι κιάλια, απόλυτα αναγκαία για μια τόσο μεγάλη πορεία, ώς την Αλβανία. Γι’ αυτό αποφασίσαμε να πάμε στο χωριό μας, στο Νεχώρι Τυμφρηστού, μήπως ο Κατσακιώρης, ένας χωριανός μας λουφατζής αντάρτης, τραυματίας του ΕΛΑΣ, είχε κιάλια, όπως βεβαίωνε ο Τσιαξίρης, να μας τα δώσει. Ξεκινήσαμε, πρωί-πρωί, για τη θέση Χλιαρόραχη του χωριού Πετράλωνα (Αραχωβίτσα). Αυτή η θέση ήταν ένα ομαλό τραπεζοειδές ύψωμα, που γύρω του υπήρχαν μερικά παρατημένα σπίτια, στα οποία θα μπορούσαμε να ξενυχτίσουμε ή και να διαφύγουμε από εχθρικό αιφνιδιασμό. Εκεί συναντήσαμε τον γνωστό μας αντάρτη Μοράβα (Νίκο Σακά από Υπάτη) που συνδέθηκε μαζί μας. Στον ΕΛΑΣ ήταν μαυροσκούφης, στην ακολουθία του Άρη Βελουχιώτη. Ήταν ακόμα και μερικοί χωρικοί από το κοντινό χωριό Πετράλωνα που ως τώρα διέφυγαν τη σύλληψη.
Η εικόνα που είδαμε μας απογοήτεψε. Έβραζαν σε κάποιο σκουριασμένο τενεκέ ένα μεγάλο, σκληρό κολοκύθι. Αυτό το βασανισμένο αγροτικό προϊόν ήταν τόσο άνοστο στο φαγητό του, που το πασπάλισα με ρίγανη. Και ευφυολογώντας πρόσθεσα το λαϊκό γνωμικό, αφιερωμένο στο κολοκύθι: «Κολοκύθια με τη ρίγανη». Η επιλογή μας για μετάβαση στο Νεχώρι, έστω και αναγνωριστικά, απέβη μοιραία για μας. Ήταν λάθος η προσέγγιση σε χωριά που άρχισαν να τα επισκέπτονται οι εκπατρισμένοι χωρικοί με συνοδεία στρατιωτικής δύναμης. Αν βρίσκαμε τις διόπτρες, η κατάσταση θα άλλαζε αμέσως.
Νέος Σταθμός… Διοίκησης.
Ένας λόγος των χωρικών του Βελουχιού που συνηθίζεται για κάποια αποτυχία, λόγω βραδύτητας που έδειξε το άτομο, είναι ο ακόλουθος: «Πέταξε το πουλί». Έχουμε ήδη μια λαβωμένη βούληση από τα απανωτά τραύματα που δέχεται και μας γεμίζουν απαισιοδοξία. Το μεγαλείο κάποιων ιδεών που μας έδινε φτερά, μας φλόγιζε την ψυχή με όνειρα ανθρωπιάς και προόδου, σέρνεται ορφανό κι έρημο από τα απανωτά χτυπήματα που δέχτηκε. Πελώρια «γιατί» ορθώνονται στις σκέψεις μας, που προσπαθούμε να τις ντύσουμε με τα κουρέλια μιας εποποιίας που μεταβλήθηκε σε τραγωδία. Δεν μπορούμε να σηκώσουμε μάτια προς κανένα σημείο του ορίζοντα. Μεγάλωσαν και οι κίνδυνοι μιας άλλης ποιότητας και κατηγορίας. Είναι ηθικοί! Αυτό που θέλουμε ν’ αποφύγουμε, είναι σαν να το καλούμε. Τί μπορεί να περιμένουμε; Το θάνατο σε κάποια ενέδρα, τη σύλληψη, τα βασανιστήρια, τα στρατοδικεία… Δεν έχουμε κανένα σύμμαχο, εκτός από το χειμώνα.
Επιστρέφουμε στο πάτριο έδαφος. Έχουμε προσωποποιήσει το χωριό, με τα δάση του, με τα μονοπάτια του που μας περιμένουν, μας γνωρίζουν και θα μας προφυλάξουν. Είμαστε δικοί τους άνθρωποι. Η πορεία μας προς το πάτριο έδαφος είναι απελπιστική. Τούτη τη φορά το Βελούχι με όλα τα περήφανα υψώματά του μας περιποιήθηκε με εχθρική υποδοχή. Οι ασκοί του θρυλικού βουνού άνοιξαν και μας καλωσορίζουν μ’ ένα παγωμένο πρωτοβρόχι. Πυκνή βροχή με χοντρές στάλες πέφτει θυμωμένη πάνω μας, σαν να μη γνωρίσαμε, τρία χρόνια στον Δημοκρατικό Στρατό, τα πείσματα των βουνών που με λογής τρόπους μας έδειραν αλύπητα. Δεν υπάρχουν δρόμοι, και τα γνωστά μονοπάτια του χωριού μας χάθηκαν από τη χρόνια αχρηστία τους κι έχουν παραλλάξει. Σπασμένα ελατοκλώναρα και πανύψηλες φτέρες μας πνίγουν στο λαιμό και δημιουργούν μια δύσκολη κατάσταση στην πορεία μας.
Σούρουπο περάσαμε από τον Άι-Λια, αντάρτικο εξωκλήσι, και φτάνουμε στην Άι-Λιόβρυση. Φευγαλέα θυμάμαι μια βραδιά που εδώ είχαμε συναντήσει τον Άρη Βελουχιώτη με μια μικρή ομαδούλα ανταρτών. Τους φέραμε τότε ψωμί κι άλλα φαγώσιμα.
Για τα ρούχα που φοράμε δεν χρειάζεται καμιά πληροφορία. Μη ρωτάτε. Η βροχή συνεχίζεται ραγδαία. Εμείς τουρτουρίζουμε από το χινοπωριάτικο νερό, που έχουν βυζάξει τα ρούχα μας. Μόνο στη γλώσσα είμαστε στεγνοί. Τώρα τα θάρρη μας για ευσπλαχνία και προστασία τα έχουμε αναθέσει στο γνωστό μας απ’ τα καλά χρόνια έλατο στα Κοτρώνια, με πέντε γιγάντια αδέρφια. Στον έλατο του Τσοπανά. Έτσι τον βάφτισε το χωριό.
Είναι μεσάνυχτα όταν φτάσαμε στη θέση Κοτρώνια. Τρέξαμε στον έλατο του Τσοπανά και ήταν σχεδόν στεγνός. Αμέσως συγκεντρώσαμε κλωνάρια και φλούδες στεγνές που υπήρχαν στη ρίζα του έλατου, και σε λίγο ανάψαμε φωτιά. Έλαμψε ο χώρος γιορταστικά. Κι από φαγητό; Ε! μη σας νοιάζει, κάτι θα βρεθεί. Εδώ, δυο χρόνια, είχαν λημέρι οι λουφατζήδες Κατσακιώρης απ’ το Νεχώρι και Μήτρος Αλεξίου από τη Μερκάδα. Ακόμα υπήρχαν και κάποια εφόδια από σανίδια, σύρματα και άλλα. Με λίγη φροντίδα, πρώτευε αυτή, η καλύβα ταχτοποιήθηκε και δεν περνάει βροχή.
Στη συνέχεια κάναμε έρευνα κι ανακαλύψαμε κάτι απ’ τον εφοδιασμό των λουφατζήδων. Ήταν μια κατσαρόλα τρυπωμένη στη ρίζα του έλατου. Στις μικρές πεζούλες του χωραφιού, που ήταν κοντά στον έλατο, βρήκαμε φασολιές με ωραία πράσινα φκαράκια (φασόλια). Γρήγορα-γρήγορα τα μαζέψαμε και τα βράσαμε στην κατσαρόλα που βρήκαμε. Άλάτι δεν είχαμε, αλλά δεν πειράζει. Σε λίγη ώρα είχαμε «ωραίο» φαγητό, έστω και ανάλατο. Κοιμηθήκαμε περασμένα μεσάνυχτα, αφού στεγνώσαμε, κι η βροχή ας συνέχιζε τη μονότονη μουσική της. Κάποιες στιγμές το όνειρό μας ταξίδευε σα βαρκούλα, που σκαμπανεβάζει συνεχώς το κύμα. Ξανακλείναμε τα μάτια, για να καταφτάσουν στα όνειρα φάλαγγες ανταρτών που έχουν πέσει σε ενέδρα κι ετοιμάζονται για μάχη. Τέλος πάντων, κάποιες ευγενικές ηλιαχτίδες ενός χλωμού ήλιου μπήκαν στην καλύβα και μας καλημέρισαν.
Το πρόγραμμά μας είναι αναγνωριστικό. Ανεβήκαμε στη θέση Κεδρόραχη. Από εδώ δεν φαίνεται όλο το χωριό, μα η πάνω συνοικία και το νεκροταφείο. Κάνομε τη σκέψη πως αν υπάρχει εχθρός πρέπει να κρατεί κάποιο από τα σημεία αυτά. Αρκετή ώρα ασχοληθήκαμε παρατηρώντας, χωρίς να έχουμε κάποια πληροφορία. Γι’ αυτό προχωρήσαμε σε αραιή διάταξη, με πρώτο σταθμό το νεκροταφείο του χωριού. Από εδώ το χωριό φαίνεται μ’ όλη του την αρχιτεκτονική. Παντού ο χώρος καθαρός. Η πλατεία με τη μεγάλη εκκλησία της Γλυκοφιλούσας, το Κυπαρίσσι, που γνώρισαν μέρες δόξας και κατατρεγμών. Παρατηρούμε σχολαστικά. Κανένα τζάκι δεν καπνίζει, κανένας θόρυβος, καμιά κίνηση. Πλησίασα το φτωχό τάφο του ηρωικού μου πατέρα, εθελοντή των πολέμων 1912-1913 και τραυματία αδικαίωτου της μάχης του Κιλκίς. Αισθάνθηκα περηφάνια και αγαλλίαση ψυχική, που κι εγώ έκαμα το χρέος μου.
Τραβηχτήκαμε λίγο ψηλότερα, σε μια συστάδα έλατων και καθορίζουμε κάποιο πρόγραμμα για τις ενέργειες που είναι απαραίτητες να κάνουμε. Η καλύβα στον έλατο του Τσοπανά, που είναι κοντά στο χωριό, βρίσκεται σε τέτοιο σημείο που η ορατότητα είναι μηδέν. Το χωριό μας, όντας χωριό ταξιδεμένων σ’ όλες τις χώρες του πλανήτη, ζούσε περισσότερο με τα εμβάσματα και με λίγη γεωργία, καρύδια, κάστανα και κτηνοτροφία. Δεν έφκιαναν οι χωριανοί μας καλύβια σε χωράφια, εξοχικά, που τώρα μας είναι απαραίτητα.
Εκεί που ο διάλογος συνεχίζεται για τα μέτρα ασφάλειας, ο Τσιαξίρης θυμάται πως κάπου εδώ γύρω έχει κρύψει μια μεγάλη στρατιωτική σκηνή. Αποφασίσαμε η σκηνή να στηθεί από αύριο. Ο καιρός συνεχίζεται βροχερός και η δική μας τροφή είναι τα κάστανα και η φωτιά για το νυχτερινό κρύο. Μαζευτήκαμε και οι τρεις πλάτη με πλάτη και κοιμηθήκαμε. Λάβαμε και κάποια μέτρα για κάθε αιφνιδιασμό. Τώρα δεν φοβόμαστε τόσο το στρατό όσο τους δικούς μας.
 Στο Δημοκρατικό Στρατό ένας πρακτικός τρόπος για τη συγκέντρωση πληροφοριών ήταν η «γιάφκα». Και είναι γιάφκα ένα ορισμένο σημείο, κρυφό, όπως μια κουφάλα δέντρου, δυο χαρακτηριστικές πέτρες ή κάποιο ερημικό καλύβι. Εκεί έρχεται ο αντάρτης που ανήκε στο Κ.Π. (Κέντρο Πληροφοριών), άφηνε το σημείωμα με τις πληροφορίες για να τις παραλάβει το τμήμα, ο Καπαπίτης που ήταν αρμόδιος. Στα χρόνια του Δημοκρατικού Στρατού ήταν μεγάλη η αξία της πληροφορίας, γιατί δεν διαθέταμε τόσους ασυρμάτους.
Χωρίς αργοπορία, το άλλο πρωί φτάσαμε στην τοποθεσία Στουρνάρια, πήραμε τη σκηνή και τη στήσαμε εκεί κοντά. Ο καιρός είναι βαρύς, ανταριασμένος. Εμείς όμως, αφού τελειώσαμε το «σπίτι μας», ξεκινήσαμε για το Παλιοκαστρίτικο Ζάβατο (Καστανόλογγο) και συγκεντρώσαμε αρκετά κάστανα. Όμως ανοίξαμε λάκκους και τα θάψαμε, και λίγα πήραμε μαζί μας. Φτάσαμε στη σκηνή, ανάψαμε φωτιά, φάγαμε λίγα κάστανα και κοιμηθήκαμε άνετα. Έτσι περάσαμε ήσυχα τρεις-τέσσερις ημέρες. Συγκεντρώναμε κάστανα για την τροφή μας και ξεκουραζόμαστε.
Σε λίγες ημέρες μετά την εγκατάστασή μας στο ανάκτορο Στουρνάρια, έγινε η αποκάλυψή μας από τους παρουσιασμένους στο στρατό φίλους μας, πρώην Καπαπίτες, Δημ. Αλεξίου, Θανάση Κλειτσάκη και Τάκη Κατσακιώρη. Από μακριά ξεχώρισαν καπνό, γιατί τα ξύλα που καίγαμε έξω από τη σκηνή ήταν βρεγμένα και κάπνιζαν πολύ. Δεν λάβαμε τα μέτρα που χρειάζονταν. Οι φίλοι μας ακολουθώντας τον ντορό μας έφτασαν ώς τη σκηνή, όταν απουσιάζαμε. Έντρομοι επέστρεψαν στη βάση τους, φοβούμενοι πως θα τους εκτελέσουμε, αν συναντηθούμε.
Την άλλη μέρα, χωρίς να έχουμε ιδέα αυτής της επίσκεψης, βρήκαμε στη θέση «Έλληνας», όπου αρχαίος τάφος, σημείωμά τους που μας πληροφορούσε ότι γνωρίζουν τη θέση μας στα Στουρνάρια και ότι στον Παλιοκαστρίτικο Ζάβατο (Καστανόλογγο) βρήκαν σε κουφάλα καστανιάς πλούσιο μελίσσι με άφθονο μέλι. Επίσης στη γιάφκα του Τσιαξίρη, στην Κοτρωνόστρατα, που τη γνώριζαν οι φίλοι μας, βρήκαμε γράμμα μέσα σ’ ένα κουτί από φωτοβολίδες με την παρακάτω διεύθυνση: «Κον Γιώργο Τσιαξίρη, Στουρνάρια στις σκηνές». Το γράμμα ήταν προπαγανδιστικό και μας καλούσε να παρουσιαστούμε στις αρχές… Δεν θυμάμαι λεπτομέρειες. Ανησυχήσαμε σοβαρά από τις πληροφορίες. Αυτοί μπορεί να οδηγήσουν στρατιωτικό τμήμα τη νύχτα για να μας συλλάβουν.
Καινούργια απόφαση.
Μετά από αυτές τις επικίνδυνες πληροφορίες που μας έδωσαν οι φίλοι μου, η κατάσταση γίνεται δύσκολη. Βέβαια οι φίλοι μας είναι καλοί, όμως δεν γνωρίζουμε τις υποχρεώσεις τους στο στρατό, αλλά και κάποια αμοιβή, που κάνει και τους πιο δυνατούς να λυγίσουν. Ο συναισθηματισμός, τέτοιες ώρες, γίνεται επικίνδυνος. Έτσι αφήνουμε το χωριό μας, αφού αποφασίσαμε να πάμε προς Αγία Τριάδα Κτημενίων, μεγαλοχώρι της Ευρυτανίας. Γνωρίζαμε την καλύβα του Λαμπρογιώργου, ενός σεβάσμιου γέροντα, που τον είχα φίλο από την εποχή που ήμουν δάσκαλος στο χωριό. Ο Λαμπρογιώργος ήταν ο προφήτης του χωριού κι έλεγε διάφορες σκέψεις, που πρόβλεπαν φανταστικές λύσεις. Η καλύβα ήταν για ζώα, είχε όμως κι ένα μικρό χώρο για το φύλακα ή για το νοικοκύρη που κοιμόνταν εκεί.
Αρχίσαμε την ανάβαση προς το οροπέδιο του Άι-Λια. Ο καιρός κάπως έκοψε από βροχή. Στο δρόμο δεν συναντήσαμε τίποτε, εκτός από ένα φίδι. Η πρόληψη των συναγωνιστών για τέτοιου είδους συναντήσεις ήταν ευνοϊκή: θα συναντήσουμε φίλους. Όμως πρωί-πρωί μας ξύπνησαν οι σάλπιγγες, οι φωνές και τα γέλια των φαντάρων. Στο χωριό υπήρχε ένας λόχος στρατού και οι φαντάροι ετοιμάζονταν για το πρωινό τους ρόφημα. Ο κίνδυνος προ των πυλών. Βαδίσαμε από το καλύβι, αφού βρήκαμε κάποιο μικρό λαγγαδάκι που μας έκρυβε από το χωριό. Βαδίζουμε πάλι προς το Νεχώρι, δυο ώρες πορεία το λιγότερο και με βροχή που συνεχιζόταν. Στον Άι-Λια τον Νεχωρίτικο, η αντάρα ήταν τόσο πυκνή που δεν βλέπαμε τίποτα.
Συζητάμε πού θα διανυκτερεύσουμε. Για να πάμε στο χωριό χρειάζεται σχολαστική αναγνώριση, που ήταν αδύνατο να γίνει μ’ αυτές τις καιρικές συνθήκες.
Αποφασίσαμε ν’ ακολουθήσουμε το μονοπάτι Ζερέλια-Αλαμάν-Πλάγια, Βοϊνίκ-Πλάτανοι-Κουκούλι. Υπήρχε εκεί μια χαλασμένη καλύβα. Την επιδιορθώσαμε φράζοντας τα μεγάλα ανοίγματα και γλιτώσαμε από τη βροχή. Το μοναδικό προνόμιο της καλύβας ήταν η ακουστική της. Θόρυβοι και φωνές και έντονες ομιλίες που γίνονται στην πλατεία του Νεχωριού, του χωριού μας, έφταναν ώς εδώ. Παρ’ όλες τις προσπάθειές μας δεν κατορθώσαμε ν’ ανάψουμε φωτιά. Τα λίγα ξύλα ήταν πνιγμένα στο νερό της βροχής. Σ’ αυτόν το μακάβριο ύπνο, ο καθένας μας έβλεπε παράξενες οπτασίες, όνειρα χωρίς σημασία, λες και ο ονειρικός μας πλούτος είχε διαβρωθεί από τις υδάτινες δυσκολίες της συγκυρίας.
Το δελτίο του καιρού και σήμερα πρωί-πρωί είναι αυστηρό. Ο τόπος ήταν κουκουλωμένος με πυκνές αντάρες. Ορατότητα μηδέν. Όμως εμείς έπρεπε να πλησιάσουμε το χωριό, για να βρούμε και καρύδια, κάστανα, σταφύλια.
Βαδίζοντας σ’ απόμερα μονοπάτια, φτάσαμε στη θέση Άι-Θανάσης, παλιό εξωκλήσι του 16ου αιώνα, που δεσπόζει του χωριού. Είναι και κορώνα του.
Καθώς πλησιάζουμε, όλα μου θυμίζουν εκείνη την ανέμελη ζωή της παιδικής κι εφηβικής ηλικίας, που τα καλοκαίρια, αφήνοντας τα θρανία, βρισκόμασταν στο χωριό. Είχαμε φτωχά κομμάτια χωραφιών, καλλιεργημένα με καλαμπόκι, τριφύλλια, πατάτες, φασόλια. Η βουή των νερών για το πότισμα έσμιγε με τις φωνές των ξωμάχων και τα κουδούνια των κοπαδιών. Φωνές και τραγούδια ακούγονταν τότε από τις χωριατοπούλες, ως έγνεθαν με τη ρόκα τους ή έπλεκαν τα προικιά τους.
Μ’ αυτές τις επικίνδυνες αναμνήσεις που μας προμήθευε μια βουβή και δύσκολη ώρα, πλησιάσαμε τον γκρεμισμένο Άι-Θανάση κι αρχίσαμε την ακουστική παρατήρηση, καλυμμένοι στο χοντρό, πανάρχαιο σφεντάμι. Λίγο πιο πέρα έστεκε η γέρικη κρανιά, που οι χωριανοί από παμπάλαια συνήθεια έθαβαν τ’ αβάπτιστα παιδιά. Η παρατήρηση ήταν σχολαστική. Οι μαχαλάδες και τ’ άλλα δυο ξωκλήσια, τ’ Άι-Γιάννη και της Αγίας Παρασκευής, ήταν καθαρά. Καμιά κίνηση, ούτε από φίλια πρόσωπα δεν φάνηκε. Απόφαση λοιπόν να παραμείνουμε για λίγο στο Νεχώρι, στα κορφινά σπίτια, εκεί όπου αρχίζει και το δάσος.
Νυχτερινοί αλεξιπτωτιστές.
Είναι χινοπωριάτικο δειλινό του Οχτώβρη του 1949. Τα φυλλοβόλα δάση στις υπώρειες του Βελουχιού κιτρίνισαν και πολλά απογυμνώθηκαν. Και οι δικές μας δυνάμεις τούτο τον καιρό ορφάνεψαν από χιλιάδες συναγωνιστές. Οι περισσότεροι μετά την πτώση του Γράμμου συμπτύχθηκαν στην Αλβανία. Όμως κυκλοφορούσαν ακόμα στο χώρο μας υπολείμματα ανταρτών, που ξεκόπηκαν από τα τμήματά τους και δεν έχουν καμία πληροφορία. Κάποια ενέργεια που γίνεται να τους συγκεντρώσει και να τους περάσει έξω από τα σύνορα είναι δύσκολη. Έχουν χάσει την αίσθηση του χρόνου, του μήνα, της ημέρας. Και τον υπολογίζουν ανάλογα με την εποχή. Δεν είχαν και καμία ευνοϊκή σύμπτωση, να συνδεθούν με τέτοια τμήματα που έφταναν ώς τα Άγραφα για περισυλλογή.
Και μονάχα ο αρχηγός δήλωνε από το εξωτερικό με υπεροψία ότι οι δυνάμεις του είναι ισχυρές, βρίσκονται με το όπλο παραπόδας, έτοιμες για καινούρια κατορθώματα. Του διέφευγε το προγονικό ρητό «Ουαί τοις ηττημένοις». Τέλος πάντων. Ψυχή βαθιά, που λέει ο λόγος. Όλα θα τα ξεμπερδέψει η Ιστορία, η πιο κακοπαθημένη επιστήμη στις μέρες μας.
Δύο σκιές, οι δικές μας, αφού αρκετή ώρα παρατηρούσαν το χωριό από το αντικρυνό εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής, διαπίστωσαν πως δεν υπάρχει εχθρική κίνηση. Κανένα σπίτι δεν κάπνιζε –στα σοκάκια ερημιά– στην άδεια πλατεία δεν φάνηκε τίποτε, άρα σίγουρα δεν υπάρχει στρατός. Μόνο στην περίπτωση που κάνουν λούφα οι φαντάροι για ν’ αρπάξουν τα δύο αγρίμια. Τότε οι δύο σκιές μπήκαν στο μονοπάτι που οδηγεί στο χωριό. Πέρασαν το μικρό χείμαρρο με το λιγοστό νερό, ανέβηκαν την όχθη, λοξεύοντας από το δρόμο και προχώρησαν προς τα κορφινά σπίτια του χωριού. Σε λίγο έφτασαν και, πριν μπούνε σε σπίτι, έκαμαν ακόμη μία προσεχτική παρατήρηση για να ησυχάσουν. Καμία κίνηση ή ο παραμικρός θόρυβος. Πήραν την απόφαση να μείνουν. Κι από μία ομάδα σπιτιών που είχε ο πάνω μαχαλάς, προτίμησαν το ακρινό σπίτι που δεν υπήρχαν φράχτες κι ο δασωμένος κεφαλάρης του χωριού έγερνε στη σκεπή του.
Το σπίτι, παρ’ όλη την τρίχρονη εγκατάλειψή του, βρίσκονταν σε καλή κατάσταση. Το έσωσε η ανηφοριά από τους διερχόμενους αντάρτες και φαντάρους που προτιμούσαν το σπίτι κοντά στην πλατεία και το σχολείο. Άφησαν τα σακίδιά τους στο πεζούλι της αυλής και τις χλαίνες τους που είχαν μεταβληθεί σε κουρέλια. Μπήκαν από την ανοιχτή πόρτα –τα πάντα ήταν ολάνοιχτα– και η πρώτη τους φροντίδα να βρούνε μία σκούπα να καθαρίσουν το δωμάτιο με το τζάκι και να εξοικονομήσουν μερικά ξύλα για φωτιά. Όλα έγιναν στα γρήγορα και σε λίγο άναψε η φωτιά στο τζάκι με ελατοκλώναρα γεμάτα ρετσίνι. Έλαμψε ο χώρος. Τώρα άφησαν και τα όπλα τους σε μιαν άκρη, γιατί ο αντάρτης δεν εγκαταλείπει ποτέ το όπλο του σε τόσο δύσκολες ώρες.
Η εντύπωσή τους για την εφήμερη κατοικία τους είναι καλή. Μόνο που έκλεισαν τα παραθυρόφυλλα –ξύλινα ήταν– για να μην τους προδώσει η λάμψη της φωτιάς. Ας είναι καλά ο αναπτήρας του Τσιαξίρη που τον φύλαγε ως κόρην οφθαλμού, καθότι ήταν και φοβερός καπνιστής. Βοήθησε λίγο και ο Μοράβας. Ύστερα έπιασαν κουβέντα για τα παράξενα πράγματα που γίνονταν στα έρημα χωριά που περνούσαν.
     Τον τελευταίο καιρό μάλιστα που συμπτύχθηκαν οι αντάρτες προς το βοριά, έμπαιναν στα χωριά Μάυδες ή και περαστικά τμήματα στρατού που έκλεβαν τα πάντα. Έκλεβαν τα πόμολα από τις πόρτες, έβγαζαν τα τζάμια των παραθύρων, άρπαζαν βαρέλια και νταμιτζάνες, ώς και τα γεωργικά εργαλεία. Ακόμα και παλιές εικόνες από τις εκκλησίες. Πολλοί έβαζαν την υπογραφή τους στα εκκλησιαστικά βιβλία: «Δεκανεύς Αργύρης Αργυρίου του 2ου Λόχου, του 3ου Τάγματος Πεζικού, ημέρα Κυριακή 1949».
Το χειρότερο όμως που συνέβαινε ήταν που έψαχναν για καταφύγια και εμείς κι αυτοί. Όταν έγινε ο εκπατρισμός στα 1947 των χωριών του Βελουχιού, η διαταγή ήταν σκληρή: «Αύριο το πρωί να είναι έτοιμοι». Έτρεξαν οι αναστατωμένοι χωρικοί με τα φανάρια, όπου είχαν κανένα καταφύγιο από τα χρόνια των Γερμανών να ταχτοποιήσουν το έχειν τους, το βιος τους. Τώρα, τούτοι εδώ απαιτούν αύριο το πρωί ν’ αποχαιρετήσουν τ’ αγαπημένο τους χωριό και να ταξιδέψουν με τα πράγματα και τα ζώα τους ώς την κοντινή δημοσιά. Μερικοί τα έκρυβαν σε κουφάλες γέρικων δένδρων ή και σε βραχοσπηλιές. Και τα πούλησαν τα ζωντανά τους στη Λαμία για μια μπουκιά ψωμί. Πολλοί όχι μόνο δεν πληρώθηκαν, μα έφαγαν και ξύλο, γιατί τα ζώα τους δεν ήταν δικά τους, μα των «συμμοριτών». 
Ο δάσκαλος, ο Τσιαξίρης και ο Μοράβας πυρώνονταν γύρω στη φωτιά. Οι αντάρτες δεν έπρεπε να έχουν μνήμη για να σκέφτονται τους δικούς τους. Πού κοιμούνται, τι τρώγουν, πού βασανίζονται μανάδες κι αδελφές. Δεν κάνει να έχουν τέτοιες μνήμες, γιατί θα μαλακώσει η αντοχή και η σκληρότητα που τους χρειάζεται. Η λαμπρή φωτιά τούς έδωσε λίγη αισιοδοξία και αυτοπεποίθηση. Θ’ αγωνιστούν όπως τόσοι και τόσοι και θα περάσουν τα σύνορα. Εφοδιάστηκαν και μ’ ένα μύλο του καφέ για ν’ αλέθουν σπυρί σιτάρι ή καλαμπόκι, όπου θα βρουν. Το δείπνο τους ήταν μερικά ξηρά καρύδια και κάστανα που μάζεψαν απ’ τα περιβόλια. Έκοψαν και μερικά σταφύλια από την περγολιά, που ήταν στην αυλή του σπιτιού. Και δεν έλειψε και το γλυκό. Σ’ ένα μικρό καζάνι που ανακάλυψαν στο σπίτι, έκοψαν σταφύλια, τα έστυψαν και το γλυκό ζουμί τους το έβρασαν κι έγινε ωραίο πετιμέζι. Αφού έφαγαν αρκετό, το υπόλοιπο το έβαλαν σε βαζάκια που βρέθηκαν στην ντουλάπα. Ύστερα προγραμμάτισαν τη δράση τους για την αυριανή ημέρα.
Ο δάσκαλος είχε τη γνώμη πως αύριο έπρεπε να μαζέψουν και ν’ αποθηκεύσουν μερικά κάστανα στ’ άδεια μελισσοκόφινα που βρήκαν στην αποθήκη. Ακόμα αποφάσισαν να σκάψουν μερικούς λάκκους και ν’ αποκρύψουν ποσότητα από κάστανα που ήταν στρωμένα τα περιβόλια με τις θεόρατες καστανιές. Μεγάλα, ωραία κάστανα. Ύστερα συμφώνησαν ν’ αλλάξουν λημέρι, γιατί το μόνιμο θ’ αφήσει ίχνη, ντορό, αποφάγια, περιττώματα, αποτσίγαρα. Είχαμε εξελιχθεί σε σχολαστικούς ομφαλοσκόπους. Αλίμονο αν συναντούσαμε στο δρόμο ένα μικρό ασήμαντο κόπρανο ανθρώπινο. Έπρεπε να γίνει εξονυχιστική συζήτηση, για να παρθεί και απόφαση για φυγή.
Αυτά συζητούσαν δίπλα στη λαμπρή φωτιά, τρώγοντας καρύδια με πετιμέζι. Ωραία θα ήταν να κάπνιζαν και κανένα τσιγάρο. Πώς όμως; Τότε σηκώθηκε ο Τσιαξίρης, έφερε μια γύρα στο δωμάτιο και στην κουζίνα. Στην πιατοθήκη βρήκε μια κιτρινισμένη εφημερίδα– μάζεψε και λίγα ξηρά κληματόφυλλα κι έτρεξε χαρούμενος στο σύντροφό του μουρμουρίζοντας:
–Μοράβα, βρήκα ωραία πράγματα– κοίταξε! Κι έδειξε με έπαρση την παλιοεφημερίδα, σαν να ήταν κάποιο πολύτιμο λάφυρο. Έστριψαν τσιγάρο και κάπνισαν με την ψυχή τους. Ο πολύς κόσμος δε γνωρίζει την αξία του τσιγάρου για το μαχητή, και περισσότερο για τον αντάρτη.
Θυμάμαι μερικές γραμμές από το ρούσσικο βιβλίο "Στη δημοσιά του Βουλοκολάμσκ." (21) Μέχρι αυτό το σημείο έφτασαν οι Γερμανοί, 20 χιλιόμετρα από την Μόσχα. Ο μέραρχος Παμφίλωφ κάνει μια επιθεώρηση στην πρώτη γραμμή. Και το πρώτο που ρώτησε το στρατιώτη που κάθονταν στο αμπρί του ήταν αν έχει καπνό. Είναι φοβερή η έλλειψή του στο μαχητή της πρώτης γραμμής.
Με το ξημέρωμα έτρεξαν να εφαρμόσουν την απόφαση που πήραν και ταχτοποίησαν κάποια ποσότητα από κάστανο, όπως το σκέφτηκαν. Όμως τους υποδέχτηκε ένας σκυθρωπός ορίζοντας. Το Βελούχι είχε χαθεί σε πυκνή ομίχλη. Η κρύα αναπνοή του δάσους τους θύμισε πως δεν υπάρχουν περιθώρια για υπαίθρια ζωή. Πρέπει ν’ απομακρυνθούν από το χωριό όσο πιο γρήγορα μπορούν, να βρούνε στέγη, κανένα τμήμα του Δημοκρατικού Στρατού να ενωθούν και να τραβήξουν στον προορισμό τους. Ύστερα, πρωί-πρωί ακούστηκαν και μερικές ντουφεκιές στο κοντινό χωριό. Μπορεί να είναι Μάυδες χωρικοί που έρχονται να μαζέψουν κάστανα ή και μπορεί να είναι στρατιωτικό τμήμα. Υπάρχει κίνδυνος.
Πρέπει να βρούνε στέγη απρόσιτη από ανεπιθύμητες επισκέψεις. Μα πού μπορεί να είναι αυτό το σπίτι, αυτό το τζάκι, αυτή η φωτιά που χάρηκαν στο αδειανό σπίτι; Αλλά και το μαγικό καλύβι αν βρίσκονταν, πώς θα την έβγαζαν χωρίς ψωμί; Δύσκολα πράγματα. Τώρα μάνα θα γίνει για μας μια ξένη πατρίδα, μια άγνωστη χώρα, που για να τη φτάσουμε θα υποφέρουμε… Για την ξένη πατρίδα, λοιπόν. Κατά το δειλινό, φορτωμένοι τη φτωχή επιμελητεία τους, καρύδια βρασμένα, κάστανα και πετιμέζι, ξεκίνησαν για το νέο τους λημέρι. Δεν ήταν η ώρα για να πάνε σε κάποιο γειτονικό χωριό, χωρίς σίγουρες πληροφορίες. Όχι! Απόψε θα μείνουν στο ξενοδοχείο των αστέρων, μια που ο καιρός ήταν στεγνός. Ξαναπέρασαν από το εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής κι έριξαν μια ματιά στα καντήλια, μήπως υπήρχε καμιά σταγόνα λάδι, να το πάρουν για φάρμακο. Τίποτα όμως. Γύρισαν απογοητευμένοι.
Άρχισαν ν’ ανηφορίζουν σ’ ένα αρχαίο μονοπάτι πνιγμένο από τα χαμόκλαρα. Σταμάτησαν για λίγο στη θέση Ράμμου Κοτρώνι που δέσποζε στο χωριό. Λες και στέκονταν από πάνω του, που αν πέταγες ένα λιθάρι θα χτυπούσε την πλατεία. Κάθισαν να ξεκουραστούν. Ατενίζοντας με προσοχή το χωριό, φάνηκαν δύο-τρεις άνθρωποι οπλισμένοι, που πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι. Τότε αποφάσισαν να τους πυροβολήσουν. Χωρίς να χάσουν καιρό, έβαλαν τη σφαίρα στη θαλάμη, έβαλαν κλεισιοσκόπιο 500 μ. –τόση ήταν η ευθεία απόσταση– και τουφέκισαν εκεί γύρω στην πλατεία. Τότε είδαν τους Μάυδες που έφευγαν σαν ζαλισμένοι και πήραν τον κατήφορο, εγκαταλείποντας το χωριό. Γέλασαν ευχαριστημένοι και συνέχισαν την πορεία.
Το σκέφτηκαν και το χάρηκαν, το πόση δύναμη έχει το όπλο τους κι ένοιωσαν μια κρυφή αγάπη για τα σιδερικά τους, που μπορεί μ’ αυτά να κερδίσουν και τη σωτηρία τους κάποια δύσκολη ώρα. Όταν έφτασαν στη θέση Τραγούσι, πλησίαζε το σούρουπο. Το σκηνικό ενός σιωπηλού ελατιά τριγύρω τους έδινε αίσθημα ασφάλειας. Εκεί συνάντησαν ένα σκέλεθρο παλιάς καλύβας, όπου ο ιδιοκτήτης του χωραφιού κοιμόνταν αυτού στο τέλος του καλοκαιριού, για να προστατέψει το καλαμπόκι του από τους ασβούς και τις αλεπούδες.
Άφησαν τα πράγματά τους, έτρεξαν γύρω, βρήκαν ελατοκλώναρα και στέριωσαν τη σκεπή της. Ψάχνοντας, όσο φώτιζε η μέρα, μάζεψαν ελατίσιες φλούδες και τη σκέπασαν, και φτέρες ξηρές που τις έστρωσαν κάτω για στρώμα. Βρήκαν και δύο μικρές αποκορές και τις έβαλαν προσκέφαλο. Μετά κρέμασαν τα σακίδιά τους και ξαπλώθηκαν στα γιατάκια τους αναπαυτικά χωρίς παράπονο. Δεν πεινούσαν. Είχε βουρκώσει η ψυχή τους και συγκρατιόνταν από αντάρτικη αξιοπρέπεια να διαμαρτυρηθούν.
Φτάνει πότε πότε μια στιγμή που πνίγεται η φωνή τους. Φουσκώνει το στήθος τους, ήθελαν να βγάλουν ένα αναστεναγμό – μα όχι. Και δεν χρειάζονταν ν’ ανταλλάξουν σκέψεις, ώσπου να καταλαγιάσει η ψυχική τρικυμία. Σκεπασμένοι με τις βασανισμένες χλαίνες τους, αρχίζουν τον εσωτερικό μονόλογο. Ξεπετιόνταν από τις βαθιές φωλιές της ψυχής τους τα θέματα της ζωής και του χρέους. Έμπαιναν σε ενέργεια, χωρίς δύναμη απόκρισης, βασικές πνευματικές και ψυχικές λειτουργίες τους, που βρίσκονταν σε σχετική άδεια. Και ξαναεπέστρεφαν σαν μαύρα πουλιά, χωρίς ένα δελτίο πληροφοριών στο ράμφος τους.
Κακό τους όνειρο είναι τούτη η πραγματικότητα, έψαχναν να βρούνε τον αρμόδιο ν’ απολογηθούν. Ήθελαν να τον βεβαιώσουν ότι έπρεπε να είναι νεκροί. Και τί έφταιγαν που είναι ακόμη ζωντανοί; Αλλά δεν ξέρει κανένας τι τους περιμένει στο αύριο. Κάποιοι συνειρμοί ξέκοβαν από μακριά να τους συμβουλέψουν ότι δεν πρέπει να ερευνούμε τόσο κεφαλαιώδεις αιτίες. Γι’ αυτές μόνο η καθοδήγηση γνωρίζει! Με μια υποψία χλαίνης για σκέπασμα πάνε κι έρχονται σκέψεις και σκέψεις που δεν τολμούν να τις εκμυστηρευθούν ούτε στον άφωνο έλατο που τους προστατεύει. Δεν ήταν η αποψινή μα και η κάθε νύχτα που λογοδοτούσαν σε κάποιο αόρατο δικαστή. Είχαν όμως και τα ωραία τους: παρατάξεις, νίκες, δόξες, χρυσά μετάλλια στα στήθη. Ανταμώματα με τόσους συντρόφους που τα κόκαλά τους ασπρίζουν άθαφτα στα δάση. Κι έρχονταν η μουσική της νύχτας ντυμένη τον απόηχο από τα ουρλιαχτά του λύκου και του τσακαλιού, μαζί με τους πένθιμους ψαλμούς της κουκουβάγιας και του νυχτοκόρακα. Ήταν ο ύπνος τους στο μεταίχμιο μιας διαδικασίας ύπνου και ξύπνου.
Κατά το χάραμα ξύπνησαν. Άρχισαν κάποιες ασκήσεις για να συνέλθουν από το νυχτερινό κρύο και να χαρούν τον ήλιο, που σε λίγο θα τους ζεστάνει και θα τους στεγνώσει από τη νυχτερινή υγρασία. Ύστερα κατέβασαν τα σακίδια με τα βρασμένα κάστανα, να βάλουν κάτι στο στόμα τους να ψυχοπιάσουν. Αυτό θα ήταν το πρωινό τους ρόφημα. Κι έμειναν αποσβολωμένοι και οι τρεις κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο με ανησυχία. Τα σακούλια ήταν άδεια. Κάποιος να τους τα πήρε; Αλλά ποιος; Ήταν δυνατόν να περάσει κάποιος αντάρτης σε τούτο τον απόδιαβο τόπο, χωρίς να τον αντιληφθούνε; Και δεν έπαιρνε και το σακούλι;
Μα το μυστήριο λύθηκε αμέσως.
Την ίδια στιγμή που αναζητούσαν εξηγήσεις, δυο-τρεις σκίουροι κατέβαιναν απ’ τον έλατο, ο καθένας με κατεύθυνση το δικό του σακούλι. Η φουντωτή ουρά τους όλο καμάρι για τη νίκη τους κουνιόταν περήφανα. Με τα πανέξυπνα μάτια τους, μόλις μας αντιλήφθηκαν, με το τελευταίο κάστανο στο στόμα τους, έφυγαν τρέχοντας χωρίς να μας πούνε ένα χαίρε! Γελάσαμε για το νούμερο αυτό, κι ας μας αφαίρεσε το πρωινό μας. Αυτοί λοιπόν ήταν οι νυχτερινοί αλεξιπτωτιστές, πράκτορες του Γενικού Επιτελείου Στρατού, για την εξόντωση των υπολειμμάτων του Δημοκρατικού Στρατού. Τους συγχωρήσαμε για λόγους αλληλεγγύης. Γι’ αύριο, έχει ο θεός! «Η γαρ αύριον μεριμνήσει τα εαυτής». (22)
Ασυνείδητο και πραγματικότητα.
Μας κρατεί δέσμιους ο τόπος μας, ενώ δεν έχει τίποτα να μας προσφέρει. Ούτε ασφάλεια, ούτε τροφή, που το πρόβλημά της είναι δραματικό. Δεν υπάρχει λόγος σημαντικός να μας κρατά, εκτός από τα ψυχολογικά μας δρώμενα. Γνωρίζουμε ότι ο Γράμμος έπεσε και οι αντάρτες πορεύονται για τις χώρες του Σοσιαλισμού. Στο τέλος Αυγούστου μάθαμε από χειρόγραφες προκηρύξεις ότι ο Διαμαντής (Γιάννης Αλεξάνδρου), στρατηγός-διοικητής της ΙΙ Επίλεκτης Μεραρχίας του ΔΣΕ, σκοτώθηκε στα Μάρμαρα Φθιώτιδας, στις 21 Ιουνίου 1949. Όμως μάθαμε και κάτι ευχάριστο, μικρή πνοούλα αισιοδοξίας. Από κομμάτι εφημερίδας τον Σεπτέμβρη του 1949 μάθαμε πως η Κίνα έγινε λαϊκή δημοκρατία με αρχηγό τον Μάο Τσε Τουνγκ.
Για μας η κατάσταση κάθε μέρα που περνά γίνεται σοβαρή. Ένας δρόμος υπάρχει: η έξοδος προς την Αλβανία. Η περιοχή είναι λίγο-πολύ γνωστή, κι από τον πόλεμο του 1940 κι από τη μεγάλη πορεία του Αρχηγείου Ρούμελης το 1947 προς τα σύνορα, για προμήθεια πολεμικών ειδών. Όμως η δημιουργία μικροομάδων με συνειδητή πειθαρχία είναι δύσκολη. Στην ψυχή των συναγωνιστών βόσκει ένα ψυχολογικό κενό, που ενισχύεται από σωρεία ελλείψεων: οπλισμό, επιμελητεία και, το σπουδαιότερο, από ηγήτορα ικανό να παίξει σημαντικό ρόλο στην πρόσφατη αντιστασιακή μας ιστορία.
Καιρός να επιστρέψουμε στην άχαρη καθημερινότητα. Αυτές τις ημέρες μαζέψαμε σταφύλια και φκιάσαμε πετιμέζι. Γεμίσαμε από ένα μπουκάλι ο καθένας για τη μελλοντική μας πορεία. Καρύδια δεν υπάρχουν, παρά μόνο κάστανα, που μας βοήθησαν να σταθούμε στα πόδια μας. Θα είναι με οικονομία το ταχτικό μας συσσίτιο. Όμως για κείνο που ενδιαφερόμαστε περισσότερο είναι να βρούμε ένα ζευγάρι κιάλια κι έναν καφόμυλο ν’ αλέθουμε, όπου βρίσκουμε, κριθάρι-σιτάρι-καλαμπόκι. Ακόμα κάναμε μια δοκιμή ανακάλυψης τροφίμων που εγκατέλειψε ο στρατός σε περιπτώσεις διανομής σε μικρά τμήματα.
Ήταν μια ηλιόλουστη χινοπωριάτικη μέρα του Οκτώβρη 1949 που ξεκινήσαμε, έστω δοκιμαστικά, για μια τέτοια επιχείρηση. Στη θέση Άι-Λια του Νεχωριού έρχονταν μεταγωγικά του στρατού από Καρπενήσι, με τρόφιμα που τα παραλάβαινε ένα τμήμα από τη δύναμη που υπήρχε στην Αγία Τριάδα. Όταν τελείωσε η διανομή, τα δυο τμήματα συμπτύχτηκαν προς Καρπενήσι και Αγία Τριάδα. Εμείς με προφυλάξεις πλησιάσαμε το οροπέδιο του Άι-Λια που ερημώθηκε. Όμως αναβάλαμε τη μετάβασή μας στο χώρο της διανομής από μια ενστιχτώδη παρόρμηση, που μας ειδοποιούσε να μην πάμε ακόμα.
Κάνοντας λοιπόν πράξη τη δυσπιστία μας, αφήσαμε να κυλήσει λίγος χρόνος. Και τότε είδαμε να κατεβαίνουν από τη μεριά της εκκλησούλας μια ομάδα ώς πέντε-έξι στρατιώτες με τα όπλα στα χέρια και να προχωρούν προς Αγία Τριάδα. Πολλές φορές άφηναν σαν δολώματα κομμάτια κουραμάνας, ανοιχτές κονσέρβες και αποτσίγαρα (γόπες) για τους πεινασμένους αντάρτες. Έτσι τους ξεγελούσαν και τους παρέσυραν να αρπάξουν κανένα ψίχουλο ή καμιά γόπα και τους σκότωναν εν ψυχρώ. Για λόγους ανθρωπιστικούς!
Τώρα είδαμε με τα μάτια μας τη «χριστιανική» αγάπη τους. Μελαγχολικοί επιστρέψαμε στη λούφα μας, χωρίς να οικονομήσουμε τίποτα.
Μια νύχτα με τον Τσιαξίρη κινήσαμε για κάποια δουλειά, με δρομολόγιο Αγία Παρασκευή-Τραγούσι. Σε μια σπασμένη καλύβα φκιάσαμε το γιατάκι μας και στον έλατο κρεμάσαμε τα ταγάρια μας με λίγα βρασμένα κάστανα. Το πρωί ξυπνήσαμε και, ψάχνοντας για πρωινό ρόφημα λίγα κάστανα, δεν βρήκαμε σχεδόν τίποτα. Σκίουροι όλη νύχτα ανεβοκατέβαιναν στον έλατο, άρπαζαν τα κάστανα και τα πήγαιναν στις φωλιές τους.
Προς την τελική λύση.
Ψυχολογικά δεν αισθάνομαι καλά. Στη σκέψη περνά, όπως σε ταινίες με διαλείμματα και διακοπές, ένας βασανισμένος και ηρωικός κόσμος, που αρνήθηκε κάθε συμβιβασμό, στο όνομα της γνήσιας δημοκρατίας.
Όμως τα πράγματα δεν δικαίωσαν τις ελπίδες και τις προσδοκίες μας. Στην υπόθεση του έργου παρουσιάζονται αστάθμητοι παράγοντες, που επιταχύνουν και οριστικοποιούν την ιδέα της τελικής λύσης. Και η τελική λύση είναι αυτή που θα μας οδηγήσει στις σοσιαλιστικές χώρες με τις οποίες συνορεύει η πατρίδα μας.
Στο τέλος του Οκτώβρη του 1949, συναντηθήκαμε τυχαία στο χωριό, στον κήπο μου, θέση Κωστάκη, με τους παρουσιασθέντες Κατσακιώρη Τάκη και Κλειτσάκη Θανάση από τη Μερκάδα. Στη συζήτηση που έγινε και που δεν είχε άλλο σκοπό παρά την παρουσίασή μας, εμείς αποκλείσαμε οριστικά την πρότασή τους. Και κλείσαμε τη συζήτηση με μια δραματική κουβέντα:
–Κι εσείς φύγετε τώρα και καλήν αντάμωση στον Κάτω Κόσμο. Είστε αδερφικοί φίλοι και δεν θ’ απλώσουμε χέρι πάνω σας. 
Με υγρά μάτια χωρίσαμε. Αυτοί έφυγαν προς Άι-Γιώργη, όπου ήταν η βάση τους. Εμείς μείναμε με την ιδέα του μεγάλου ταξιδιού.
3η Νοέμβρη 1949. Σήμερα ψιλόβρεχε. Πυκνή ομίχλη σκέπαζε το χωριό. Δεν βλέπεις το δάχτυλό σου, «άκρα του τάφου σιωπή». Στη ρίζα μιας γέρικης κερασιάς καθίσαμε οι τρεις μας με τη βουή απ’ τις σκέψεις που μας τριγύριζαν σα μυθικά πουλιά. Έγινε μια οριστική συζήτηση, με τα υπέρ και τα κατά. Η μεγάλη απόφαση για τη φυγή μας προς την Αλβανία φαίνεται δύσκολη επιχείρηση. Όμως δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Ναι μεν υπήρχε συναισθηματική φόρτιση στη διάρκεια της συζήτησης, όμως από την ψυχή μας που βρίσκονταν σε αναστάτωση, σε τρικυμία, προσπαθώντας ο καθένας μας να το αποκρύψει, έπρεπε να καταλάβουμε πως ο συναισθηματισμός δεν ήταν καλός οδηγός.
Και πάρθηκε η απόφαση για την έξοδό μας προς τις χώρες του Σοσιαλισμού, και κατά προτίμηση την Αλβανία. Επειδή βοσκούσε η ιδέα της αναχώρησής μας προς τις χώρες του βοριά, φάγαμε τον τόπο να βρούμε ένα ζευγάρι κιάλια, τόσο απαραίτητα για ένα τέτοιο δρομολόγιο. Το αποτέλεσμα των ερευνών μας υπήρξε ένας καφόμυλος που θα μπορούσε να τρίψει σιτάρι ή κριθάρι. Άρχισε η ετοιμασία του επισιτισμού μας. Γεμίσαμε τα σακίδια με κάστανα, καρύδια και φρούτα της εποχής, με το πετιμέζι κι ελάχιστο αλεύρι. Αυτή θα ήταν η επιμελητεία μας για το μεγάλο ταξίδι.
Στη συνέχεια έγινε συζήτηση για τη διανυκτέρευση. Ο Τσιαξίρης και ο Μοράβας πρότειναν το σπίτι της Ξάνθης που βρίσκεται στην πατωσιά του χωριού. Το σπίτι περιβάλλεται από ψηλές ξυλόφραχτες, που εκ προοιμίου δημιουργούσαν ένα επικίνδυνο εμπόδιο σε περίπτωση διαφυγής μας. Εγώ διαφώνησα και πρότεινα τα Ζερβέικα σπίτια που βρίσκονταν στο ψηλότερο μέρος του χωριού, σε φυσικά οχυρή θέση. Από το σημείο αυτό κάθε θόρυβος θα γινόταν αντιληπτός κι εμείς είχαμε σίγουρο σημείο διαφυγής το δάσος, που βρίσκεται στην πόρτα μας. Οι άλλοι δεν συμφώνησαν, με τη δικαιολογία της κακοκαιρίας, της πυκνής ομίχλης και της παγωμένης βροχής, γιατί ο στρατός σπάνια κινείται έξω από τη βάση του σε τέτοιες περιπτώσεις.
Έφτασε το σούρουπο. Σκοτείνιασε το ανταριασμένο χωριό. Πολλοί πέρασαν σήμερα και χάθηκαν. Έπιασαν κάποιο λημέρι να ξενυχτίσουν. Κι εμείς πορευόμαστε με προσοχή να μην αφήσουμε ντορό ή πετάξουμε κάποια καστανόφλουδα, και ο εχθρός να υποθέσει ότι υπάρχουν κάπου εδώ «συμμορίτες».
Ανοίξαμε την εξώπορτα της αυλής του σπιτιού της μακαρίτισσας Ξάνθης, μιας γυναίκας που με την επιστροφή της από την Κωνσταντινούπολη έφερε και τη μόδα του καπνίσματος. Το Νεχώρι, τότε, είχε πολλούς ξενιτεμένους στη Βασιλεύουσα και δόθηκε η ονομασία Πολιτοχώρια σε όλα τα χωριά του Δήμου Τυμφρηστού. Βαδίσαμε λίγο στην πλακόστρωτη αυλή, έτσι σαν να μας τραβούσε κάποιος, χωρίς διάθεση, σαν να επρόκειτο κάτι να πάθουμε. Ύστερα μπήκαμε στο ισόγειο με τα άφθονα καυσόξυλα. Γύρω από το σπίτι υπήρχαν πυκνές ξυλόφραχτες, που σε περίπτωση αιφνιδιασμού ήμασταν πιασμένοι. Ο Τσιαξίρης άναψε φωτιά, γέμισε με νερό το μεγάλο πολίτικο αρβαλωτό (23) της Μηχιωτοβαγγελής, για να φκιάσουμε το μέλανα ζωμό. Άφθονο νερό και μικρή ποσότητα αλεύρι.
Εγώ ήμουν ανήσυχος. Από κάποια προαίσθηση βγήκα στον κήπο. Εκεί υπήρχε μεγάλη κρεβατίνα με άσπρα σταφύλια, που έσταζαν νερό από το φθινοπωριάτικο πρωτοβρόχι. Πιο πέρα άσπριζε ένας μεγάλος σκελετός αλόγου. Μακάβριο θέαμα για τη σύνθεση δυσάρεστων αισθημάτων. Συνέχεια, προσπαθώντας να συλλάβω ήχους, άκουγα τα γαυγίσματα των λίγων αδέσποτων σκυλιών που περιφέρονταν κι αυτά στο χωριό, με το χαρακτηριστικό ότι γαυγίζουν άνθρωπο. Και πάλι ήρθε σαν δικαιολογία ότι πέρασαν κάποιοι που κινούνταν προς διάφορες κατευθύνσεις. Έτσι, δεν ήθελα να φυλακιστώ στο ισόγειο που έβραζε ο χυλός, σα να είχα την ευθύνη να εξηγώ κάθε ήχο που έφτανε στ’ αυτιά μου. Αυτή η έντονη νυχτερινή διαμαρτυρία των σκύλων προέρχονταν σίγουρα από συνάντηση με ανθρώπους. Δεν μπόρεσα να εκτιμήσω και άλλους λόγους που δυνατό να υπήρχαν.
Ξαναμπήκα στο κατώι που έβραζε η κουρκούτη και κάθισα. Ο Τσιαξίρης κατέβασε από τη φωτιά το φαγητό, διαμαρτυρόμενος να μην αρχίσουμε να τρώμε, ώσπου να κρυώσει. Εγώ δεν άντεχα στον πειρασμό της πείνας κι έφερα μια κουταλιά στα χείλη μου. Δεν άνοιξα το στόμα να καταπιώ, γιατί μου φάνηκε πως άκουσα θόρυβο έξω από το σπίτι. Και πριν προλάβουμε να ειπωθεί κάποιο σχόλιο, κάποια πρόταση, όλοι με το κουτάλι κοντά στα χείλη μας, ξέσπασαν πυκνά πυρά οπλοπολυβόλων και αυτόματων. Φωτοβολίδες φώτισαν το πυκνό σκοτάδι, ατομικά όπλα, χειροβομβίδες, φωτοβολίδες έδιναν τη σκηνή μεγάλης μάχης, ώσπου ακούστηκε μια άγρια προσταγή: ΠΑΡΑΔΟΘΕΙΤΕ!
Όσο ν’ απαντήσουμε στους πολιορκητές, εγώ πέταξα ένα μικρό, μα σημαντικό ημερολόγιο για το χρόνο κίνησης της Μεραρχίας. Ο Μοράβας τρύπωσε στους σωρούς των ξύλων. Εγώ πλησίασα την πόρτα και τους φώναξα: 
–Ρε παιδιά! Μην τουφεκάτε άλλο, τρεις άνθρωποι είμαστε! Μη φοβάστε! Μόνο ένα σαρανταπεντάρι περίστροφο έχουμε. Πάρτε το!
Και τότε ακούστηκε μια φωνή που έλεγε: 
–Βρε παιδιά, είναι ο δάσκαλος. Μην τους σκοτώνετε.
Ήταν η φωνή του μακαρίτη προέδρου του χωριού, Θανάση Κρέτση, που είχε τρυπώσει σ’ ένα αυλάκι. Ξαφνικά, μου φάνηκε πως όλα αυτά που βλέπω και ακούω είναι μια διαβολική σκηνοθεσία. Εγκεφαλική παράκρουση, που κάποιοι άγνωστοι μηχανισμοί την έβαλαν σε κίνηση και δημιούργησαν μια τραγικά φριχτή εικόνα του παράλογου. Μα, ΟΧΙ! Ήταν κάτι πραγματικό και δραματικό αυτό που ακολούθησε.
Ήρθαν και μ’ αγκάλιασαν κλαίγοντας γνωστοί μου παλιοί αντάρτες με αναφιλητά. Ήταν ο Λέρης από τη Μυρίκη Καρπενησίου, ήταν ο Πανάγος από την Κάτω Αγόριανη Παρνασσίδας, ήταν ο Κατσούδας Κ. από Καλεσμένο Ευρυτανίας, ήταν ο Γεώργιος Δροσόπουλος από το χωριό Γκολέμι Αταλάντης, ο Βαβάτσικος Γιάννης από το χώρο του Αγρινίου. Τέλος, επικεφαλής της Διμοιρίας των παρουσιασθέντων ανταρτών ήταν ο Παναγιώτης Κωστάκος από Αγία Παρασκευή Αταλάντης και ο Σπύρος Μούρτος από Καρούτες Λιδωρικίου. Πνιγμένοι στα δάκρυα και αυτοί, μας αγκαλιάζουν, φιλιόμαστε, και μας δίνουν θάρρος ότι θα μας βοηθήσουν.
Την ίδια στιγμή που βροντούσαν τα όπλα στο σπίτι της Ξάνθης, στην εκκλησία του χωριού ήταν γονατισμένοι οι χωριανοί μας που ήρθαν στο εγκαταλειμμένο, από το 1947, χωριό τους, Νεχώρι Τυμφρηστού, με συνοδεία διμοιρίας. Ύστερα από τρία χρόνια εκπατρισμού προσεύχονται στον άγνωστο Θεό του Εμφυλίου Πολέμου, που βρίσκονταν στο τέρμα του. Κι εμείς, ως άοπλοι ιππότες της ελεεινής μορφής, με τη συνοδεία της Διμοιρίας, που αποτελούνταν από αντάρτες πιασμένους ή παρουσιασμένους, μ’ επικεφαλής διμοιρίτες που παραπάνω αναφέραμε, καταλύσαμε στην εκκλησία της Κοίμησης.
Εκεί μας περίμενε η τραγικότερη εικόνα της ζωής μας. Είδαμε τους χωριανούς μας να κάθονται γονατιστοί, κολλητά ο ένας πάνω στον άλλο. Μαζί τους ήταν και ο παπάς του χωριού παπα-Βύρος και τους διάβαζε ευχές. Η εμφάνισή μας μέσα στο θαμπό φως του ναού, γιατί ήταν μεσάνυχτα, σκόρπισε ρίγη φόβου και συγκίνησης, όταν μας είδαν ρακένδυτους και ξυπόλυτους σχεδόν, να μπαίνουμε στο ναό, τέτοια φοβερή στιγμή. Σηκώθηκαν όλοι όρθιοι να μας αγκαλιάσουν. Ανάμεσα στους χωριανούς μας ήταν και οι δυο ανύπαντρες αδερφάδες μου Μαριγούλα και Αθηνά, η θεια μου Νίκη και άλλοι γείτονες και φίλοι. Ο μακαρίτης Παπα-Βύρος αναφέρθηκε στη «θεία επέμβαση» που μας φώτισε να επιστρέψουμε στην Κοινωνία του Χριστού, για να ησυχάσει ο κόσμος. Εμείς, ταξιδεύοντας σ’ έναν άλλο κόσμο που δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει τους σκοπούς του, πιάσαμε μιαν άκρη στο γυναικωνίτη της εκκλησίας, άφωνοι.
Οι φαντάροι στη συνέχεια μας έφεραν αφράτο, άσπρο ψωμί, χάσικο, και φάγαμε σαν πεινασμένοι λύκοι. Ο Κωστάκος μας πλησίασε και μας έδωσε θάρρος πως θα φροντίσουν όλοι τους. Πολλά χρόνια μετά, ο Παναγιώτης Κωστάκος, πρόεδρος της κοινότητας Αγίας Παρασκευής Λοκρίδας, μ’ επισκέφτηκε στο σπίτι μου, Έσλιν 33, στη Λαμία και τα είπαμε. Εντυπωσιάστηκε που είδε την πλειοψηφία της Διμοιρίας να μας φροντίζει, μας αγκάλιασε κλαίγοντας και πρόσθεσε: «Πήραμε απόφαση να σας σώσουμε, γιατί όλα τα παιδιά της διμοιρίας απαιτούσαν τη σωτηρία σας». Σαν ένδειξη των αισθημάτων τους, περασμένα μεσάνυχτα, ο διμοιρίτης Σπύρος Μούρτος από τις Καρούτες Δωρίδας, μου έφερε μόνος του το ημερολόγιο και μου το έδωσε. Αυτό όμως, από τις συνεχόμενες έρευνες και το κρύψιμό του, σχεδόν καταστράφηκε και σώζεται σήμερα μονάχα ένα φύλλο. ΕΝΑ!
Οι στρατιώτες πήραν μέτρα ασφάλειας. Εγώ, παρ’ όλη τη σωματική και ψυχική κούραση που είχα, δεν έκλεισα μάτι. Μου φαινόταν πως βρισκόμουν ανάμεσα στα νερά του Ασπροπόταμου που βουίζουν συνέχεια ψηλά στα Τζουμέρκα. Έφερνα στη μνήμη μια τρίχρονη ζωή στο Δημοκρατικό Στρατό. Σκεφτόμουν αυτά τα παιδιά και τ’ αθώα κορίτσια που περίμεναν τη Λαϊκή Δημοκρατία να λύσει τα αιώνια, άλυτα προβλήματα της φτωχολογιάς. Θυμάμαι τους υπεράνθρωπους αγώνες των ανταρτών του Δημοκρατικού Στρατού. Τα εκπατρισμένα χωριά μας, το κυνήγι των απλών ανθρώπων του Λαού μας, τα βασανιστήρια, τις εκτελέσεις. Κάποτε ελπίζω να βρεθούν οι αιτίες που οδήγησαν στην ήττα το πιο λαμπρό αντιστασιακό κίνημα της νεώτερης εποχής. Προς το παρόν δεν με απασχολεί η μοίρα μου. Ό,τι θέλει, ας γίνει. Οι πόρτες των οραμάτων έκλεισαν. Μόνο οι θυσίες έχουν το λόγο.
Και τώρα… ενώπιος ενωπίω.
Και τώρα ανοίγεται ίσως η πιο τραγική σελίδα της ζωής μου. «Βίβλοι αποκαλύπτονται και κρυπτά δημοσιεύονται».(24) Αυτοί έχουν τεράστιους μεγεθυντικούς φακούς και μεγαλοποιούν τα άτομα και τα έργα τους… «Ουαί –λοιπόν– τοις ηττημένοις».
Ποια είναι η γραμμή της στρατιωτικής αρχής; Πέστα όλα! Ξεχωρίζουν γνωστά ρουμελιώτικα ονόματα αγωνιστών, που τα κρατούν στους καταλόγους τους, χωρίς τα στοιχεία που θέλουν. Δηλαδή, αν είμαστε εκτελεστές, φονιάδες, τύραννοι αθώων ανθρώπων. Και είναι χιλιάδες οι απλοί μαχητές που βρίσκονται στα χέρια μιας μισαλλόδοξης κυβέρνησης, που σέρνεται από τους Αμερικάνους και από τα πιο αντεθνικά στοιχεία που κυβερνούν τη χώρα. Αυτοί, με τη βοήθεια ενός εξωνημένου Τύπου, με τις προκατασκευασμένες κατηγορίες, με όλα τα μέσα της προπαγάνδας και των μέσων ενημέρωσης, με τις πλαστές καταθέσεις στελεχών, με κάθε μέσο της πανουργίας έχουν συντάξει το βαθμολόγιο της δικαιοσύνης τους: ΘΑΝΑΤΟΣ! Ο θάνατος φτερουγίζει σ’ όλες τις αίθουσες της ελληνικής δικαιοσύνης.
Βέβαια, οι διμοιρίτες Κωστάκος και Μούρτος μας δήλωσαν πως θα υποστηρίξουν ότι παρουσιαστήκαμε, ότι δεν αντισταθήκαμε, ότι δείξαμε καλή «συμπεριφορά», ότι και το χωριό που μας είδε ήθελε να βοηθήσει τη Διμοιρία, που χωρίς αίματα και σκληρότητα πέτυχε τη σύλληψη των τριών ανταρτών. Και κάνει την ευχή να σταματήσει ο εμφύλιος σκοτωμός στη χώρα.
Ξεκινούμε απ’ το αγαπημένο μου χωριό, με τις πιο δυσοίωνες προβλέψεις. Και οι τρεις μας δώσαμε λόγο να μην αρχίσουμε τις φλυαρίες των καταθέσεων που ζητούν τα Α2 του στρατού. Λίγα στοιχεία, που να μην πηγάζουν από τη δράση μας ούτε και τη δράση άλλων γνωστών και που οδηγούνε μοιραία σε δύσκολη θέση. Κλειστό λοιπόν το στόμα, όσο είναι ικανή η αντοχή μας στα βασανιστήρια που θα μεταχειριστούν, για να μας εμπλέξουν σε βαριές κατηγορίες. ΟΧΙ ΟΝΟΜΑΤΑ! Όσο μπορέσουμε να μεταχειριστούμε τη μέθοδο των ελιγμών, να μη λυγίσουμε στον πρώτο ξυλοδαρμό και τις κλωτσιές. Θα βαρύνει τελικά η κατάθεση των διμοιριτών και των άλλων πρώην ανταρτών, που θα προσπαθήσει το Δεύτερο Γραφείο να τους τρομοκρατήσει για να καταθέσουν επιβαρυντικά, ιδιαίτερα για μένα. Μπορεί να απαιτήσουν καταδόσεις όπλων σε φανταστικά καταφύγια και άλλων ειδών ιματισμού, υπόδησης, ακόμα και χρυσού.
Μ’ αυτές τις σκέψεις κατεβαίνουμε ολοπόταμα προς τον Άι-Γιώργη. Κοντά μας ακολουθεί το χωριό και οι δικοί μου. Τέτοια τραγική εικόνα θα μπορούσε κανένας να βρει στον Όργουελ. Ο Σπερχειός, εδώ είναι οι πηγές του, επιτελεί το έργο του ανέμελα. Πότε γαλήνιος, πότε οργισμένος, η προσωπική του ιστορία κλείνει τις σελίδες της στο Μαλιακό Κόλπο. Εμείς όμως, όσο πλησιάζουμε κατοικημένο τόπο,  τόσο το χτυποκάρδι γίνεται πιο έντονο. Γνωρίζουμε πρόσωπα και πράγματα του Άι-Γιώργη. Είχαμε αγαθές σχέσεις με τους φιλήσυχους κατοίκους του, που πολλών τα παιδιά ήταν αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού.
Εγώ προσωπικά ποτέ δεν φαντάστηκα ότι θα με αντικρύσουν οι χωριανοί μου, οι αδερφές μου, καθώς ανεβαίνω με το σταυρό μου προς τον Γολγοθά, σ’ αυτά τα χάλια. Ένας αδύνατος άντρας, ρακένδυτος, με λίγα γένια, ανέκφραστος, που όλο προσπαθούνε οι χωριανοί μου να με πλησιάσουν για ενθάρρυνση.
Καθώς πλησιάζουμε στον Άι-Γιώργη, είπα στους διμοιρίτες να πάρουν μέτρα ασφάλειας, γιατί οι εθνικόφρονες του Άι-Γιώργη μας γνωρίζουν και μπορεί να προσπαθήσουν να μας επιτεθούν. Και οι δυο τους με βεβαίωσαν πως δεν θα γίνει τίποτε. Όταν φάνηκαν τα πρώτα σπίτια του χωριού, έβαλαν επικεφαλής της φάλαγγας έναν οπλοβολητή με την εντολή οποιαδήποτε επιθετική ενέργεια να την τσακίσουν. Και πρόσθεσαν, μεταξύ σοβαρού και αστείου: «Και ύστερα, δάσκαλε, γυρνάμε πίσω στα βουνά μαζί». Στον Άι-Γιώργη μας παρέδωσαν σ’ ένα στρατιωτικό τμήμα και μας έκλεισαν στο κρατητήριο, με φύλακα σκοπό.
«Επί ξυρού ακμής», μετά από τόσες ιδέες και όνειρα, θυσίες, που περιμένουν τη δικαίωσή τους. Αγώνες για μια Ελλάδα δημοκρατική και ανεξάρτητη, που παραμέρισε η αγγλο-αμερικάνικη επέμβαση μια και δυο φορές. 
«Επί ξυρού ακμής», τώρα. Αν κι έγινε σκληρό κι ανθεκτικό το τομάρι μας, θα δοκιμασθεί η αντοχή μας στις καινούργιες μεθόδους τυραννίας. Θα περάσουμε κάτω από καυδιανά δίκρανα. 
«Επί ξυρού ακμής», με το κεφάλι ψηλά.


Αποσπάσματα από το βιβλίο του Βασίλη Αποστολόπουλου, "Επί ξυρού ακμής: Ένας «κομμένος» αντάρτης του ΔΣΕ στα βουνά της Ρούμελης", Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες – περίοδος Β´, 1, Βιβλιόραμα, 2009.
Ο Βασίλης Αποστολόπουλος (1917-2003) γεννήθηκε στο Νεοχώρι Τυμφρηστού του νομού Φθιώτιδας. Σπούδασε στο Διδασκαλείο Λαμίας και υπηρέτησε προπολεμικά ως δάσκαλος στο Δερμάτι Ευρυτανίας. Πήρε μέρος στον ελληνοϊταλικό πόλεμο και στη συνέχεια, στα χρόνια της Αντίστασης, πολέμησε από τις γραμμές του ΕΛΑΣ. Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, εντάχθηκε στον ΔΣΕ, στη ΙΙ Μεραρχία του θρυλικού Διαμαντή. Συνελήφθη τον Νοέμβριο του 1949 στο Νεχώρι, βασανίστηκε και φυλακίστηκε. Αποφυλακίστηκε το 1953, με τα μέτρα αμνηστίας, και επανήλθε στα διδασκαλικά του καθήκοντα στον Πτελεό Μαγνησίας. Μέχρι το τέλος της ζωής του μετείχε ενεργά στους πολιτικούς και κοινωνικούς αγώνες, από τις γραμμές της ΕΔΑ, του ΚΚΕ εσωτερικού, της ΕΑΡ και του Συνασπισμού. Συνεχής επίσης υπήρξε η δράση και η παρέμβασή του στη εκπαιδευτική κοινότητα. Είχε πλούσιο συγγραφικό έργο. Ανάμεσα στα έργα του περιλαμβάνονται οι ποιητικές συλλογές "Σήμερα" (1975) και "Προσκομιδή", καθώς και η μαρτυρία "Το χρονικό μιας εποποιίας: ο ΔΣΕ στη Ρούμελη" (1995). Υπήρξε ιδρυτικό μέλος και αντιπρόεδρος του Ομίλου Φθιωτών Λογοτεχνών και Συγγραφέων και έγραφε τακτικά στον τοπικό Τύπο. Πέθανε στις 28 Ιανουαρίου 2003.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: 
1. Μάυδες: άντρες των Μονάδων Ασφαλείας Υπαίθρου (Μ.Α.Υ.), ένοπλες μονάδες που δημιουργήθηκαν με σκοπό τη φύλαξη της υπαίθρου και την καταδίωξη των ανταρτών, διαβόητες για τις αυθαιρεσίες και την αγριότητά τους. 
2. Ψευδώνυμο του Γιάννη Αλεξάνδρου (1914-1949). Υποστράτηγος του Δημοκρατικού Στρατού, διοικητής της II Μεραρχίας, σκοτώθηκε στις 21 Ιουνίου 1949.
3. ντορός: τα ίχνη που αφήνει το θήραμα στο χώμα ή στο χιόνι –κατ’ επέκτασιν και τα ίχνη πέλματος ανθρώπου.
4. λούφα: η προσπάθεια να μείνει κανείς απαρατήρητος, να μη γίνει αντιληπτός, η κρυψώνα. 
5. Σ.Δ.: Σταθμός Διοίκησης.
6. επί ξυρού ακμής: Παροιμιακή έκφραση των αρχαίων Ελλήνων. Λέγεται για κάτι που βρίσκεται σε κρίσιμη στιγμή, δηλαδή για ζωή ή για θάνατο. Η έκφραση έχει την αρχή της στα ορειχάλκινα μηνοειδή ξυράφια, πάνω στη λεπτότατη ακμή των οποίων τίποτε δεν μπορεί να ισορροπήσει, αλλά αμέσως πέφτει σε μία από τις δύο πλευρές. Πρωτοεμφανίζεται στην Ιλιάδα, Κ 173-174: «νυν γαρ δη πάντεσσιν επί ξυρού ίσταται ακμής / ή μάλα λυγρός όλεθρος Αχαιοίς ηέ βιώναι». 
7. Καπαπίτες: οι άντρες των Κέντρων Πληροφοριών, μικρών ομάδων του Δημοκρατικού Στρατού, που δρούσαν στα μετόπισθεν του κυβερνητικού Στρατού, συλλέγοντας πληροφορίες, συνδέοντας αποκομμένα τμήματα, αποκρύπτοντας τρόφιμα και όπλα. 
8. Κ.Π.: Κέντρα Πληροφοριών. 
9. σπανό: περιοχή γυμνή από βλάστηση.
10. τσοκάνι: κουδούνι που κρεμάνε στα πρόβατα και τα κατσίκια.
11. Spitfire: αγγλικό καταδιωκτικό αεροσκάφος, που χρησιμοποιήθηκε ιδιαίτερα από τη RAF κατά τη διάρκεια του Β´ Παγκοσμίου Πολέμου.
12. βόθονας (βόθυνος): λάκκος, όρυγμα εντός του εδάφους.
13. «Όποιος πεθάνη σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει»: ο γνωστός στίχος από το Δεύτερο Σχεδίασμα των Ελεύθερων Πολιορκημένων του Διονυσίου Σολωμού.
14. πρανές: οι κατωφέρειες, οι πρόποδες ή υπώρειες υψώματος.
15. τροχάλια ή τρόχαλα: μικρές πέτρες, κροκάλες, ιδίως σε βραχώδεις ορεινές περιοχές.
16. «δεν είν’ εύκολες οι θύρες, / Εάν η χρεία τες κουρταλή»: από τον Ύμνο εις την Ελευθερίαν του Διονυσίου Σολωμού (στροφή 10).
17. χάσικο: το λευκό ψωμί, είδος σπάνιο τότε, και γι’ αυτό περιζήτητο.
18. γρέκι: σημείο συνάντησης και ξεκούρασης του κοπαδιού, εκεί όπου πάνε συνήθως μόνα τους τα ζώα, μετά τη βοσκή.
19. χουγιάζω: φωνάζω με δυνατή φωνή, από μακριά.
20. σάρα: γκρεμός, απότομη πλαγιά· επίσης, σωρός από πέτρες στην όχθη χειμάρρου.
21. Η δημοσιά του Βολοκολάμσκ, έργο του Αλεξάντερ Μπεκ, κυκλοφορεί, μεταφρασμένο στα ελληνικά, το 1947. Βλ. Άννα Ματθαίου-Πόπη Πολέμη, Η εκδοτική περιπέτεια των ελλήνων κομμουνιστών. Από το βουνό στην υπερορία 1947-1968, Βιβλιόραμα-ΑΣΚΙ, Αθήνα 2003, σ. 25, 148. Το βιβλίο επανεκδίδεται στα ελληνικά το 1965 και το 1979.
22. Κατά Ματθαίον, 6, 34.
23. αρβαλωτό: χάλκινο μαγειρικό σκεύος.
24. «Βίβλοι διανοίγωνται και τα κρυπτά δημοσιεύονται»: από το κοντάκιο του Ρωμανού του Μελωδού «Τη Κυριακή της Αποκρέου».


1 σχόλιο:

ΕΥΡΥΤΑΝΑΣ ΙΧΝΗΛΑΤΗΣ είπε...

Εκπληκτικό κείμενο.
Συγχαρητήρια φίλε Δαβανέλλο για αυτή την ανάρτηση που σε κρατά καθηλωμένο από την πρώτη έως την τελευταία αράδα της.
ΑΘΑΝΑΤΕΣ ΟΙ ΗΡΩΪΚΕΣ ΜΝΗΜΕΣ ΤΟΥ ΛΑΟΥ ΜΑΣ.