Του Ασημάκη Γιαλαμά,
αναδημοσίευση από την εφημερίδα "Ριζοσπάστης".
Η αντίσταση είχε φουντώσει στην Αθήνα. Τα «χωνιά», όπως
λέγαμε τα αυτοσχέδια, υποτυπώδη μεγάφωνα, με τα οποία οι διαφωτιστές της
μεγάλης αντιστασιακής οργάνωσης μετέδιδαν τις νύχτες ειδήσεις, ανακοινώσεις και
μαχητικούς λόγους, για να κρατάνε σε έξαρση το αγωνιστικό φρόνημα του λαού,
αντηχούσαν συχνά σε διάφορα σημεία της πρωτεύουσας. Τις νύχτες επίσης
εξορμούσαν συνεργεία κι εκάλυπταν τους τοίχους των σπιτιών με αγωνιστικά
συνθήματα.
Από την ένταση της αντιστασιακής δράσης είχαν εξοργιστεί οι
κατακτητές, ναζιστές και φασίστες. Και κάθε τόσο οργάνωναν στις συνοικίες,
ιδίως τις λαϊκές, τα λεγόμενα «μπλόκα». Πριν ξημερώσει, περικύκλωναν με δυνάμεις
τη συνοικία και το πρωί υποχρέωναν όλους τους άντρες να συγκεντρωθούν σ' ένα
χώρο, όπου προδότες κουκουλοφόροι υποδείκνυαν αγωνιστές, οι οποίοι
συλλαμβάνονταν και οδηγούνταν στα κρατητήρια των βασανιστηρίων ή και στο
θάνατο.
Ενα βράδυ ήρθε στην οργάνωση η πληροφορία ότι στη συνοικία
που κατοικούσα υπήρχε κίνδυνος να γίνει μπλόκο. Ελαβα γνώση της πληροφορίας,
πριν επιστρέψω στο σπίτι όπου διέμενα, και το φρόνιμο ήταν να μην επιστρέψω,
αλλά να διανυκτερεύσω αλλού. Βρήκα καταφύγιο σ' ένα χώρο που χρησίμευε για
αποθήκη χαρτιού. Μ' αυτό το χαρτί τυπωνόταν το περιοδικό στο οποίο εργαζόμουν.
Αφού έστρωσα κάμποσο χαρτί στο δάπεδο, ξάπλωσα για να
κοιμηθώ, αλλά δε μ' έπαιρνε ο ύπνος. Πώς να μ' έπαιρνε, σ' ένα άβολο μέρος και
με την κατάσταση τόσο τεταμένη; Σηκώθηκα και κάθισα σ' ένα ρολό χαρτιού και
τότε, ανάμεσα στα πολλά και διάφορα που σκεπτόμουν, μου ήρθε και η έμπνευση για
ένα ποίημα.
Χωρίς να διακονώ την ποίηση, βάλθηκα να υλοποιήσω αυτή την
έμπνευση. Να την εκφράσω και να την αποτυπώσω στο χαρτί, που υπήρχε άφθονο γύρω
μου. Είχα μαζί μου και όργανο γραφής και στρώθηκα στο γράψιμο. Ιδού το
αποτέλεσμα:
Πολλές φορές θα 'χετε δει, όπως κι εγώ την είδα,
και θα 'χετε διαβάσει αυτή τη φράση:
«Εγραψαν με το αίμα τους μια ένδοξη σελίδα.»
Μια σελίδα ολόκληρη είναι μεγάλο πράμα.
Εγώ είδα μ' αίμα, να γραφεί, μονάχα ένα γράμμα.
Κρεμούσε κρόσια χρυσαφιά στης νύχτας το σκοτάδι
μια νέα σελήνη, που 'λεγες πως λαχταρούσε στίχους,
κι είχαμε βγει κείνο το βράδυ,
να γράψουμε συνθήματα στους τοίχους.
Ο Πέτρος στάθηκε κοντά σ' ένα ωχρό ντουβάρι,
αντίκρυ στο φεγγάρι,
και μέσ' στης νύχτας της σκληρής την έντρομη σιωπή,
με μια μπογιά κοκκινωπή,
να γράφει αμέσως άρχισε, «Ζήτω η Λευτεριά».
Εγώ κι ο Στάθης πήγαμε στην άλλη τη μεριά.
Ξάφνου ακούστηκε ένα «μπαμ», δίπλα, κοντά πολύ...
Βγάζει κι ο Στάθης τ' όπλο του κι ευθύς πυροβολεί.
Βήματ' ακούστηκαν γοργά. «Το 'σκασαν», λέει ο Στάθης,
«εκεί, προς την πλατεία Βάθης.»
Μα πριν, σαν πρωτακούσαμε τον πυροβολισμό,
μου φάνηκε σαν ν' άκουσα κάτι σαν στεναγμό.
Στήνω αυτί, προσέχω...
«Ο Πέτρος», λέω και τρέχω...
Στον τοίχο τόνε βρήκαμε σύρριζα ξαπλωμένο.
Το πρόσωπό του, σαν κερί...
Και το ιερό το σύνθημα μένει μισογραμμένο:
«Ζήτω η Λευτερί...»
Πάνω σ' αυτό τον πέτυχε ο εχθρός μ' ευθυβολία
και πύρινη θανατερή βοή
του έβαλε τελεία
στο σύνθημα και στη ζωή.
«Πέτρο», του λέει τρέμοντας ο Στάθης και σιμώνει.
Τον πιάνει από τους ώμους του και τον ανασηκώνει.
Μα απάντηση καμιά.
Τριγύρω ερημιά.
Κυλάει το σώμα τ' άψυχο πάλι στη γη σαν δέμα.
Κι είναι του Στάθη το δεξί το χέρι όλο αίμα.
Οι δυο μας τον σηκώσαμε. Και ξεκινά η πομπή.
Πάω μπροστά δεν κλαίω.
Μα η ματιά μου είναι θαμπή.
Στρέφω, περνώντας, και κοιτώ το σύνθημα και λέω:
«Δεν πρέπει να τ' αφήσουμε έτσι μισογραμμένο.»
Μα το κουτί με την μπογιά το βλέπω πεταμένο.
Τότε τη ματωμένη του παλάμη αχνιστή
απλώνει ο Στάθης προς τα 'κει, στου τοίχου τη μεριά,
κι αντί μπογιάς με το ζεστό αίμα του αγωνιστή
γράφει το άλφα, που 'λειπε στη λέξη «Λευτεριά»...
Αυτό το ποιητικό πόνημά μου το έδωσα στους διαφωτιστές της
οργάνωσης. Τους άρεσε και το έβγαλαν σε αντίτυπα, που τα μοίρασαν στα τμήματα
της οργάνωσης. Ετσι το ποίημα διαδόθηκε και μαθεύτηκε. Και πολλοί το απήγγελλαν
στις κρυφές αντιστασιακές συγκεντρώσεις.
Ανέφερα τα παραπάνω, γιατί σχετίζονται με την ανάμνηση μιας
τραγικής σκηνής, που συνέβη τις παραμονές των Δεκεμβριανών. Συγκεκριμένα την
Κυριακή, 3 Δεκεμβρίου 1944.
Η εχθρική Κατοχή είχε τελειώσει. Η Αθήνα, όπως και όλη
σχεδόν η χώρα, είχε απελευθερωθεί, αλλά η απελευθέρωση ήταν τρομερά ταραγμένη.
Δεν είναι σκοπός μου να περιγράψω τη γενική κατάσταση. Αρκούμαι σ' αυτή τη
διαπίστωση: ότι επικρατούσε μεγάλη εσωτερική αναταραχή, που εγκυμονούσε
μεγάλους κινδύνους. Αυτούς που οδήγησαν στην τραγωδία των Δεκεμβριανών.
Ήταν, όπως είπα, Κυριακή και οι οπαδοί της κύριας, της
μεγάλης αντιστασιακής οργάνωσης είχαμε συγκεντρωθεί στην πλατεία Συντάγματος.
Μια τεράστια μάζα λαού, από άντρες και γυναίκες, από νέους και γέρους, και από
παιδιά, πολλά παιδιά, σκέπαζε την πλατεία και τις παρόδους της. Κι απάνω σ'
αυτή τη λαϊκή σύναξη, την άοπλη και ειρηνική, άρχισαν να πέφτουν οι σφαίρες των
αντιπάλων μας.
Πέσαμε όλοι καταγής. Αν ήταν δυνατόν να προφυλαχτούμε έτσι,
όταν μας πυροβολούσαν από ψηλά, από τα μπαλκόνια των γύρω κτιρίων! Οταν
σταμάτησαν οι πυροβολισμοί, τρέξαμε να μαζέψουμε τους νεκρούς και τους
τραυματίες. Δε δημιουργήθηκε πανικός. Μόνο μια αναταραχή. Κι εκείνο που
κυριάρχησε ήταν η οργή, η ακατάσχετη λαϊκή οργή για την άνανδρη δολοφονική
επίθεση.
Σε μικρή απόσταση από μένα χτυπήθηκε ένας κι έμεινε στον
τόπο. Οι γύρω του χίμηξαν άφοβα και τον σήκωσαν στα χέρια. Και τότε είδα να
εκτυλίσσεται στην πραγματικότητα η σκηνή που περιέγραψα στο ποίημά μου. Ενας
απ' αυτούς, που σήκωσαν τον χτυπημένο, καθώς είδε το χέρι του πλημμυρισμένο από
το αίμα του νεκρού, το άπλωσε κι έγραψε σ' ένα πανώ, που ήταν δίπλα του, τα
αρχικά της οργάνωσης.
Συγκλονίστηκα. Και αυτός ο συγκλονισμός μένει ακόμη μέσα μου
άσβεστος. Από τότε συχνά αναλογίστηκα τη βαθιά παρατήρηση του Οσκαρ Ουάιλντ
που, όταν τη διατύπωσε, φάνηκε παραδοξολογία:
«Δεν αντιγράφει η τέχνη τη ζωή.
Η ζωή αντιγράφει την τέχνη.»
************************
Ο Ασημάκης Γιαλαμάς γεννήθηκε το 1913 στο χωριό Ανω Μέλπεια της Μεσσηνίας.
Τελείωσε το Γυμνάσιο στο Μελιγαλά και ήρθε στην Αθήνα όπου άρχισε να εργάζεται
σε εφημερίδες. Ασχολήθηκε με το ρεπορτάζ και με δημοσιογραφικές έρευνες.
Επιδόθηκε ιδιαίτερα στο σατιρικό στίχο και στο χρονογράφημα. Εργάστηκε και σε
πολλά περιοδικά, στα οποία έγραφε σατιρικά ποιήματα, ευθυμογραφήματα και
διηγήματα.
Το 1940 πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο με την επιθεώρηση
«Πολεμικές καντρίλιες». Από τότε έγραψε, μόνος ή με συνεργάτες, πολλές
επιθεωρήσεις και κωμωδίες. Η επιτυχέστερη επιθεώρησή του ήταν το «Γιούπι -
Γιούπι», που παίχτηκε μετά την κατοχή. Από τις κωμωδίες του μεγαλύτερη επιτυχία
έγινε η κωμωδία «Μιας πεντάρας νιάτα», που έγραψε με τον Κώστα Πρετεντέρη.
Πολλές κωμωδίες του έγιναν κινηματογραφικές ταινίες. Ενα πρωτότυπο σενάριό του,
με τίτλο «Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση», βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
Πέθανε στις 19 Οκτώβρη 2004.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου