Του Bernard Cassen.
Αναδημοσίευση από το ιστολόγιο "waltendegewalt".
Ο όρος «μπανανία» επινοήθηκε στις αρχές τού 20ου αιώνα από
τον Αμερικάνο συγγραφέα Ο. Χένρυ για να περιγράψει τις κατ’ όνομα μόνο
δημοκρατικές χώρες τής Κεντρικής Αμερικής και τής Καραϊβικής, όπου οι τοπικές
ολιγαρχίες βρίσκονταν σε σχέση απόλυτης εξάρτησης από την αμερικανική
πολυεθνική United Fruit Company (που μετονομάστηκε σε United Brands Company το
1970 και στη συνέχεια, το 1989, σε Chiquita Brands International) ή και από τον
ανταγωνιστή της, την Standard Fruit. Οι δύο αυτές μεγάλες εταιρίες παραγωγής
και εξαγωγής μπανάνας με τη σειρά τους συνδέονταν στενά με την κυβέρνηση τής
Ουάσιγκτον, η οποία μάλιστα λειτουργούσε ως ο ένοπλος βραχίονάς τους. Από την
διατύπωση τού δόγματος Μονρόε, το 1823, έγιναν, στην Λατινική Αμερική, τόσες
πολλές στρατιωτικές επεμβάσεις, εκκαθαρίσεις προοδευτικών ηγετών και
πραξικοπήματα — με την υποκίνηση και την υποστήριξη των ΗΠΑ και με σκοπό τη
διατήρηση των προνομίων των αμερικανικών επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνταν
στην περιοχή —, που πλέον έχουμε χάσει τον λογαριασμό.
Προς τούτο, ο Λευκός Οίκος μπόρεσε να βασιστεί στην ένοχη
συνεργασία και τον ζήλο των διεφθαρμένων τοπικών κυβερνήσεων που συμμορφώνονταν
συστηματικά προς τις εντολές τού εκάστοτε Αμερικανού πρεσβευτή. Το 1927, ένα
έγγραφο τού Στέιτ Ντιπάρτμεντ συνοψίζει τέλεια την κατάσταση που επικρατούσε
στη Λατινική Αμερική: «οι διαπιστευμένοι πρέσβεις μας στις πέντε μικρές
δημοκρατίες που εκτείνονται από τα μεξικανικά σύνορα μέχρι τον Παναμά έχουν
αναλάβει τον ρόλο συμβούλων, οι οδηγίες των οποίων έχουν ισχύ νόμου στις
πρωτεύουσες των χωρών όπου διαμένουν». Αν, ωστόσο, η Ουάσιγκτον έκρινε ότι σε
μια χώρα δεν υπήρχαν (ή ότι δεν υπήρχαν ακόμα) αρκετά πειθήνιοι ηγέτες, τότε
έθετε υπό τον άμεσο έλεγχό της δύο στρατηγικούς τομείς τής κρατικής
διαχείρισης: τής είσπραξης των φόρων και τής διεύθυνσης των τελωνείων τής χώρας
— όπως συνέβη, μεταξύ άλλων, στην περίπτωση τής Κούβας (μέσω συνταγματικής
μεταρρύθμισης που έλαβε χώρα το 1902, γνωστής ως «τροποποίησης Πλατ»), τής
Αϊτής, τής Δομινικανικής Δημοκρατίας και τής Νικαράγουας. Επρόκειτο λοιπόν για
εδαφικούς θύλακες εντός τής επικράτειας θεωρητικά κυρίαρχων κρατών, όπου
ουσιαστική εξουσία ασκούσε η αμερικανική κυβέρνηση εκτός τής κυρίαρχης
επικράτειάς της.[1]
Η Ευρώπη, βέβαια, δεν παράγει μπανάνες, αλλά διαθέτει ήδη
τις μπανανίες της. Για τού λόγου τού αληθές, αρκεί να βάλουμε στη θέση τής
United Fruit τις τράπεζες και τις χρηματοοικονομικές αγορές· στη θέση τής
τροποποίησης Πλατ το «Σύμφωνο για το Ευρώ»· και, τέλος, στη θέση τής τρόικας
που αποτελείτο από τον Αμερικανό πρεσβευτή, τους πεζοναύτες και τον ελεγκτή
τελωνείων μια άλλη τρόικα — αυτή τής Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τής Ευρωπαϊκής
Κεντρικής Τράπεζας και τού Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Πρωτεύουσες των νέων
μπανανιών δεν είναι σήμερα η Αβάνα, το Πορτ-ο-Πρενς, ο Άγιος Δομίνικος και η
Μανάγκουα, αλλά η Αθήνα, το Δουβλίνο, η Λισαβόνα, ενώ η ίδια μοίρα
επιφυλάσσεται αύριο και για τη Μαδρίτη, μεθαύριο για τη Ρώμη και —γιατί όχι —
και για το Παρίσι. Οι κυβερνήσεις των χωρών αυτών συμφώνησαν στη μετατροπή τους
σε απλά προτεκτοράτα που έχουν απεμπολήσει κάθε κυριαρχικό τους δικαίωμα, με
μόνη εξαίρεση το «δικαίωμα» να επιβάλουν στους λαούς τους διαρκή προγράμματα
λιτότητας και ξεπουλήματος τής δημόσιας περιουσίας, τα οποία εκπονούνται στα
ανεξέλεγκτα κέντρα αποφάσεων των Βρυξελλών, τής Φρανκφούρτης, τού Βερολίνου και
τής Ουάσιγκτον.
Οι τεχνικές τής «πειθούς» που σήμερα χρησιμοποιούνται από τα
κέντρα εξουσίας έχουν, βεβαίως, εξελιχθεί σε μεγάλο βαθμό. Δεν χρειάζεται πλέον
να κραδαίνουν την απειλή στρατιωτικού πραξικοπήματος. Ισχύει, μάλιστα, το
αντίθετο, καθώς η «πολιτική τού ρόπαλου» των αγορών παρουσιάζεται από τα ΜΜΕ
και τους περισσότερους ηγέτες τής Ευρώπης, κατά κάποιον τρόπο, ως παρέμβαση
ανθρωπιστικού χαρακτήρα: πρόκειται για τη «σωτηρία» τής Ελλάδας, τής Ιρλανδίας,
τής Πορτογαλίας κ.λπ. — ακόμα και εις βάρος των λαών τους! Μέχρι σήμερα, οι
ευρωπαϊκές κυβερνήσεις αγνόησαν παντελώς τις απεργίες, διαδηλώσεις, τα κινήματα
των αγανακτισμένων, ακόμα και τις δημοσκοπήσεις στις οποίες καταγράφεται η
αποδοκιμασία τής κυβερνητικής πολιτικής προσήλωσης στις επιταγές των αγορών.
Στο μεταξύ, όλοι τους τρέμουν τη στιγμή που η εθελοδουλία τους θα αποτελέσει τη
θρυαλλίδα ανεξέλεγκτων κοινωνικών εκρήξεων.
[1] Αυτό εξακολουθεί να συμβαίνει στην περίπτωση τής
αμερικανικής βάσης τού Γκουαντάναμο στην Κούβα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου