Tου Παντελή Μπουκάλα.
Κυριακή βράδυ. Το πλήθος, εναρμονισμένο με όσα συμβαίνουν σε δεκάδες πλατείες της Ελλάδας, αλλά και σε πλατείες μιας ντουζίνας ευρωπαϊκών χωρών, δεν έχει αφήσει ακατάκτητη ούτε σπιθαμή του Συντάγματος. Λιγοστά τα συνθήματα, σκόρπια, αφού δεν υπάρχει κομματικός ή συνδικαλιστικός συνθηματοδότης με ντουντούκα ή μεγάφωνο. Αλλά αρκεί και η σιωπηρή παρουσία τόσων διαφορετικών ανθρώπων που εξομοιώθηκαν βίαια από το Μνημόνιο για να δώσει νόημα στην επαναλαμβανόμενη συνάθροιση. Κι ας την απαξιώνουν κάποια κόμματα, σίγουρα ότι μόνο αυτά συνομιλούν με τον άγγελο της Ιστορίας. Κι ας τη χλευάζουν κάποιοι πολιτικοί που, τι άλλο, ξέρουν πάντοτε κάτι περισσότερο από το πόπολο.
Κάποια στιγμή λοιπόν, εννιά παρά, και σαν να ήταν σκηνοθετημένο από αόρατο τελετάρχη-πειραχτήρι, σ’ ένα μπαλκόνι του ξενοδοχείου της «Μεγάλης Βρεταννίας», στον τέταρτο ή τον πέμπτο όροφο, βγαίνει μια καμαριέρα, με τη γνώριμη στολή της, και χαιρετάει τους συγκεντρωμένους. Πολλοί από αυτούς είχαν ήδη στραμμένο το βλέμμα προς τα εκεί, παρακολουθώντας τα παιχνίδια των λέιζερ πάνω στους τοίχους, αλλά και πάνω στο πρόσωπο τουριστών που φωτογράφιζαν μανιωδώς ή βιντεοσκοπούσαν. Παρά την απόσταση, στο πρόσωπό της διακρίνεται ένα χαμόγελο, σήμα σαρκασμού και αλληλεγγύης ταυτόχρονα. Το πλήθος ανταποκρίνεται πάραυτα, τη χειροκροτεί, ζητωκραυγάζει. Λύνεται έτσι η αμηχανία, εύλογη σε αντισυμβατικές, ακαθοδήγητες συναθροίσεις, όπου ουδείς μπορεί να υπαγορεύσει τίποτα σε κανέναν, αλλά ούτε και να απαγορεύσει.
Η χωροταξία του Συντάγματος απέκτησε γρήγορα το πολιτικό της αντίστοιχο: η διάκριση σε «πάνω» και «κάτω» έχει ήδη επισημανθεί. Κάτω, ως μέθοδος επίλυσης της αμηχανίας και αναζήτησης ενός πολιτικότερου λόγου που να εκφράζει το δυνατόν περισσότερους έχουν επιλεγεί οι συνελεύσεις, μια ανάπλαση της Εκκλησίας του Δήμου. Πάνω, μπροστά από τον Αγνωστο, τα πράγματα είναι θεαματικότερα (κατσαρόλες κ.τ.λ.) και το ανιχνευτικό κουβεντολόι στα πηγαδάκια διακόπτεται από σποραδικά συνθήματα και συντονισμένα χειροκροτήματα. Συντονισμένες είναι και οι χειρονομίες προς τη Βουλή, είτε πρόκειται για τη γηπεδικής προελεύσεως κυματοειδή κίνηση των χεριών είτε για τη μούντζα, που αποτελεί τμήμα της βυζαντινής μας κληρονομιάς. Στα χρόνια εκείνα μουντζούρωναν το πρόσωπο των διαπομπευομένων αλείφοντάς το με καπνιά, ασβόλη, τους αποσβόλωναν δηλαδή. Στις μέρες μας, αποσβολωμένοι έμειναν για καιρό όσοι επλήγησαν από την αγριότητα των μέτρων. Τώρα λύνουν την αμηχανία τους, αποσβολώνοντας με τη σειρά τους, βυζαντινότροπα και πενταδάχτυλα, όσους οδήγησαν τη χώρα σε ναυάγιο. Και να μη συμμερίζεται κανείς αυτόν τον τρόπο αντίδρασης, που ικανοποιεί το θυμικό, δεν μπορεί παρά να συμφωνήσει πως είναι εντός της παραδόσεώς μας, αφού έρχεται από τον ένδοξό μας βυζαντινισμό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου