3/5/11

Η Ελλάδα πεθαίνει...



"Η Ελλάδα πεθαίνει. Έκανε τον κύκλο της. Μα αν είναι να πεθάνει, να το κάνει γρήγορα,... γιατί η αγωνία κρατάει πολύ και κάνει πολύ θόρυβο."

*******************
Έφυγε από τη ζωή, σε ηλικία 84 ετών ο Θανάσης Βέγγος, αφήνοντας πίσω του ένα τεράστιο κοινό στο χώρο του κινηματογράφου και του θεάτρου,, που όλα αυτά τα χρόνια ομόρφαινε με την παρουσία του! «Ισως θα έπρεπε να σβηστεί η φράση “καλός άνθρωπος” από τα λεξικά και να αντικατασταθεί µε το ονοµατεπώνυµο “Θανάσης Βέγγος”», λέει ο Γιάννης Σολδάτος, συγγραφέας του βιβλίου «Ενας άνθρωπος παντός καιρού» (και σκηνοθέτης του οµώνυµου ντοκιµαντέρ). «Με τον θάνατο του Θανάση σβήνει ένας µύθος. Και η συγκυρία δεν θα µπορούσε να είναι χειρότερη. Τον περιµέναµε βέβαια τον θάνατο του Θανάση, όπως κάποιοι περιµένουν και τον θάνατο της χώρας...».
Ακούγοντας τα λόγια του,αµέσως θυµάται κανείς τη µικρή  εµφάνιση του Θανάση στην ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου «Το Βλέµµα του Οδυσσέα» . «Η Ελλάδα πεθαίνει», λέει στον Χάρβεϊ Καϊτέλ, «πεθαίνουµε σαν λαός, κάναµε τον κύκλο µας. ∆εν ξέρω πόσες χιλιάδες χρόνια ανάµεσα σε σπασµένες πέτρες και αγάλµατα. Πεθαίνουµε. Αλλά, αν είναι να πεθάνει η Ελλάδα, να πεθάνει γρήγορα, γιατίη αγωνία κρατάει πολύ και κάνει πολύ θόρυβο...».


Από τη βιοπάλη και τη Μακρόνησο, κορυφαίος πρωταγωνιστής!
Ο Θανάσης Βέγγος γεννήθηκε στο Νέο Φάληρο το 1926, µε γονείς την Ευδοκία και τον Βασίλη. Ο πατέρας του, εργάτης στην Εταιρεία Ηλεκτρισμού στον Πειραιά, αλλά και μαχητής του ΕΛΑΣ Πειραιά, απολύθηκε από την εταιρεία λόγω της συμμετοχής του στην ιστορική Μάχη της Ηλεκτρικής. Η απόλυση του πατέρα του ανάγκασε τον Θανάση Βέγγο να βγει στη βιοπάλη. Δούλεψε στην επεξεργασία δερμάτων και έκανε μικροθελήματα στη γειτονιά του.  «Πείνασα κι εγώ και η οικογένειά μου», περιέγραφε ο ίδιος τη σκοτεινή αυτή περίοδο. ΕΠΟΝίτης στα χρόνια της Κατοχής, ο Θανάσης Βέγγος υπηρέτησε τη θητεία του ως κρατούμενος στο Κολαστήριο της Μακρονήσου, όπου παρέμεινε από το 1948  μέχρι το 1951.Στο νησί-κολαστήριο συνδέεται με τον συγκρατούμενό του Νίκο Κούνδουρο, ο οποίος αργότερα θα τον αναζητήσει για ένα ρόλο στη «Μαγική πόλη» (1955).
«Οταν ήμασταν μαζί στη Μακρόνησο μου είπε: "Θανάση, θα γυρίσω μια ταινία και θα σε βάλω να παίξεις". "Τι λέει ο άνθρωπος;" σκέφτηκα. Υστερα από χρόνια εμφανίζεται στην Καλλιθέα σε ένα πατάρι, όπου δούλευα επισκευάζοντας γυναικείες τσάντες και πορτοφόλια, και με έκανε ηθοποιό!», αφηγούνταν ο Βέγγος.
Αναθέτοντάς του το 1955 ο Κούνδουρος ένα χαρακτηριστικό ρόλο στη «Μαγική πόλη» έβαζε το σπόρο για μια καριέρα που ο Βέγγος δεν φανταζόταν ούτε στα πιο τρελά του όνειρα. Suis generis κωμικός, όπως έχει επισημανθεί από την κριτική, από το πρώτο μικρό ρολάκι του ήταν από μόνος του ένας ρόλος. Ενας σύγχρονος αριστοφανικός χαρακτήρας. Ενας οικείος φουκαράς.
Το 1956 ο Κούνδουρος τον καλεί να συνεργαστεί και στον περίφημο «Δράκο» του. Τον ίδιο χρόνο ο Βέγγος παντρεύεται τη γυναίκα με την οποία έζησε όλη τη ζωή του, 53 χρόνια: τη Λευκαδίτισσα Ασημίνα. «Στην αρχή, με τη γυναίκα μου μέναμε σε ένα δωμάτιο», θυμόταν. Και μπορεί να μπαινοβγαίνει, για μικρούς ή μεγαλύτερους ρόλους, στα πλατό, αλλά επειδή τα μεροκάματα είναι ευτελή, συνεχίζει να κάνει δουλειές του ποδαριού. «Στα δικά μου χρόνια πεινούσαμε, αλλά ονειρευόμασταν και το ξεχνούσαμε», διαπίστωνε χαρακτηριστικά. Το ολοφάνερο, έμφυτο, αυτοδίδακτο υποκριτικό ταλέντο του φάνηκε και στο θέατρο. Το 1959 πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο, παίζοντας στην επιθεώρηση «Ομόνοια πλατς - πλουτς», στο θέατρο «Περοκέ», δίπλα στους Νίκο Ρίζο και Γιάννη Γκιωνάκη. Την ίδια χρονιά, μετά από εξετάσεις στην τότε Επιτροπή Ταλέντων, του δόθηκε η Αδεια Ασκήσεως Επαγγέλματος Ηθοποιού, παρ' όλο που ποτέ δεν πήγε σε θεατρική σχολή  και έγινε μέλος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών (11/4/1959).
Τη δεκαετία του '60 παίζει στις πιο δημοφιλείς ταινίες: από τη «Μουσίτσα» με την Αλίκη Βουγιουκλάκη ('59) και τον «Ηλία του 16ου» ('59) μέχρι το «Κλωτσοσκούφι» ('60) και το «Ποτέ την Κυριακή» του Ζυλ Ντασσέν. Τα επόμενα χρόνια συνδέεται κυρίως με τους σκηνοθέτες Πάνο Γλυκοφρύδη και Ορέστη Λάσκο για τις ταινίες «Ψηλά τα χέρια», «Μην είδατε τον Παναή», «Πολυτεχνίτης κι ερημοσπίτης» κ.ά.
Συνέπραξε σε πλήθος θιάσων για δύο είδη: κωμωδία και επιθεώρηση. Τη σεζόν 1963-64 γίνεται θιασάρχης μαζί με τη Ρένα Βλαχοπούλου και το 1969 με τη Σμαρούλα Γιούλη. Από το 1970 και επί σειρά ετών συγκροτεί δικούς του θιάσους. Τότε θα ανεβάσει και το «Τι έκανες στον Τρωικό πόλεμο, Θανάση» του Αλέκου Σακελλάριου, αλλά και το «Μαμ, κακά, κοκό και νάνι» των Γ. Μιχαηλίδη και Γιάννη Ξανθούλη, δυο μεγάλες εμπορικές επιτυχίες.
Αφού διένυσε μίλια, αγκομαχώντας σε ταινίες παραγωγής άλλων, το '64 έστησε τη δική του εταιρεία, τη «ΘΒ». Στις 8 ταινίες της («Δόκτωρ Ζι-Βέγγος», «Βοήθεια, ο Βέγγος, φανερός πράκτωρ» κ.ά.) ως Θου-Βου φαλακρός πράκτορας, αλλά και ως σκηνοθέτης απογείωσε τον ήρωα που ενσάρκωνε χρόνια, κάνοντας συγχρόνως πραγματικότητα το όραμά του για ένα λαϊκό σινεμά κοινωνικού προβληματισμού, που ανακουφίζει το κοινό μέσα από το γέλιο και τη σουρεαλιστική, δεκαετίες μπροστά από την εποχή της, κινηματογραφική γραφή. Η εταιρεία τελικά χρεοκόπησε.
Η πρώτη δική του ταινία: «Τρελός, παλαβός και Βέγγος». Προσέξτε τον τίτλο: το «Βέγγος» χρησιµοποιείται ως επίθετο, όπως ακριβώςο «τρελός» και ο «παλαβός». Γίνεται δηλαδή στοιχείο της γλώσσας µας, της γραµµατικής µας, της εθνικήςµας ταυτότητας. Τον χτυπά στο κεφάλι ένα... καζανάκι. Τη µέρα του γάµου του. Και αυτός παθαίνει αµνησία και εξαφανίζεται. Εκείνη τη στιγµή, από το πουθενά, ένας γιατρός εµφανίζεται στην οθόνη και εξηγεί στους θεατές (κοιτάζοντας κατευθείαντην κάµερα) τι έχει συµβεί. Αφηγηµατικά, αυτό δεν υπακούει στους κανόνες οιουδήποτε σύµπαντος, πέραν του κινηµατογραφικού! Ο Βέγγος λοιπόν έχει µε µια ταινία «µεταλλάξει» δύο εθνικές γραµµατικές: της ελληνικής γλώσσας και του ελληνικού σινεµά! Γιατί, ξαφνικά, η τρέλα εγγράφεται στη «γραµµατική» του κινηµατογράφου µας και εκτοξεύει τον Βέγγο στο πάνθεον των ελλήνων κωµικών. Εκεί έρχεται ο πράκτορας Θου - Βου. Ο Βέγγος έχει πια αντιληφθεί πως το σενάριο είναι απλώς µια πρόφαση, µια αφορµή για να αρθρωθεί µια παρέλαση από gag, από κινηµατογραφικά καλαµπούρια δηλαδή, που τοποθετούνται το ένα µετά το άλλο, δηµιουργώντας µια σειρά αλλεπάλληλων κωµικών εκρήξεων και οδηγούνται σε ένα θεαµατικό τουρτοπόλεµο, αναρχικό κρεσέντο που έρχεται κατευθείαν από την εποχή του βωβού. Και τι θα µπορούσε να ξεπεράσει ένα τέτοιο φινάλε; Ο ίδιος ο θάνατος, που έρχεται στο εκρηκτικό φινάλε του... σίκουελ «Επιχείρησις Γης Μαδιάµ» µε τον Θου - Βου να ίπταται ως άγγελος στους ουρανούς! Από τον θάνατο αυτό, ο Βέγγος θα επιστρέψει αλλαγµένος. Ισως λιγότερο Βέγγος και περισσότερο Θανάσης – γι’ αυτό και στη ρεκλάµα διαβάζουµε «Τι έκανες στον πόλεµο Θανάση;». «Θανάση», όχι «Βέγγο». Ο Θανάσης εδώ δεν τρέχει µοναχά. Κάνει και διαλείµµατα. Και στα διαλείµµατά του ψυχορραγεί. Οι θεατές παγώνουν. ∆εν έχουν δει ποτέ τον καλό τους άνθρωπο να κλαίει. Τοποθετηµένη ιστορικά την περίοδο της γερµανικής κατοχής, βγαίνει στις αίθουσες το 1971 και φυσικά ο κόσµος εισπράττει στο έπακρο το αντικαθεστωτικό της µήνυµα. Κανείς όµως δεν µπορεί να αγγίξει τον Βέγγο που σε µια αποθεωτική τελετή, κερδίζει το βραβείο α’ ανδρικού ρόλου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Και, µετά τα χρόνια της Κατοχής, ο όρος «εθνικός ήρωας» επιστρέφει στα χείλη των Ελλήνων. Μαζί του και τα χαµόγελα για ένα καλύτερο αύριο. Θα κερδίσει το ίδιο βραβείο για το «Θανάση πάρε τ’ όπλο σου» µόλις την επόµενη χρονιά, ξανά συνεργαζόµενος µε τον Ντίνο Κατσουρίδη. Το ελληνικό σινεµά όµως αργοπεθαίνει και το 1978 θα συναντηθεί µε τον σκηνοθέτη Θόδωρο Μαραγκό. Η κωµική του περσόνα συµπορεύεται µε την αριστερή ιδεολογία του σκηνοθέτη και µαζί, οι δυο τους, κατακτούν τις εµπορικές κορυφές της εποχής µε το «Από πού πάνε για τη χαβούζα;» – πείραµα που θα επαναλάβουν λίγο αργότερα µε το «Θανάση σφίξε κι άλλο το ζωνάρι». Στο «Μεγάλο κανόνι» το 1981 θα τα βάλει µε τον νεοναζισµό: ο γιος του σπουδάζει στη Γερµανία και γίνεται µέλος ναζιστικής νεολαίας – ασύλληπτο για την ελληνική κοινωνία της εποχής να δεχτεί πως, κάτι τέτοιο, θα µπορούσε να «γεννηθεί» µέσα από τα σπλάχνα της. Πώς αλλάζουν οι καιροί…Σύντοµα, ο Βέγγος θα αποσυρθεί από το σινεµά. Θα επιστρέψει στην ελληνική τηλεόραση µε αφορµή την πολύκροτη σειρά «Βεγγαλικά» που γύρισε για την ελληνική τηλεόραση το 1988.

Η επιστροφή του, έπειτα από αρκετά χρόνια, στον κινηματογράφο συντελέστηκε το '91 με την ταινία «Ησυχες μέρες του Αυγούστου» του Παντελή Βούλγαρη. Τότε γνωρίζουμε έναν «άλλο» Βέγγο. Οι τόνοι έχουν πέσει οριστικά, δίνοντας χώρο σε έναν άλλο τύπο εσωτερικότητας. Ο ηθοποιός συνεχίζει, στην ίδια γραμμή, ακόμη και όταν μεταβαίνει στην Κολομβία, με μεγάλες δυσκολίες, για την ταινία «Ζωή Χαρισάμενη» του Πατρίς Βιβάνκος ('93). Ακολουθεί μια σημαντική κινηματογραφική στιγμή της καριέρας του, το «Βλέμμα του Οδυσσέα» του Θ. Αγγελόπουλου ('95) και μια εξίσου συγκλονιστική ερμηνεία στο «Ολα είναι δρόμος» του Βούλγαρη ('98). Στην ταινία «Ψυχή βαθιά» (2009) του Βούλγαρη, όπου ως τραγικός παππούς συνομιλεί με την αρχαία ελληνική τραγωδία, ζητώντας το κουφάρι του εγγονού του, πραγματοποίησε την ύστατη κινηματογραφική εμφάνισή του. Μια σπουδαία «κατακλείδα», έπειτα από 130 ταινίες.
Το '95 ήταν μια πολύ μεγάλη στιγμή για την καριέρα του ηθοποιού σκηνής. Ηταν η πρώτη φορά που εμφανίστηκε στην Επίδαυρο, υποδυόμενος τον Τρυγαίο στην «Ειρήνη» του Αριστοφάνη. Το κοινό τον αποθέωσε. Το '98 επιστρέφει ως Δικαιόπολις στους «Αχαρνής». Και τις δύο φορές η σκηνοθεσία είναι του Γιώργου Μιχαηλίδη. Στην αρχαία ορχήστρα αποδεικνύει πως είναι ο ορισμός του αριστοφανικού ηθοποιού.
Το 1993 τιμήθηκε με Ειδικό Βραβείο από το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για το σύνολο του έργου του. Ενώ το 2008 ο πρόεδρος της Δημοκρατίας Κάρολος Παπούλιας του απένειμε τιμητική διάκριση. Ενα μόνο όνειρο, δικό του και του Δήμου Αβδελιώδη, η κινηματογραφική μεταφορά της «Τρικυμίας» του Σέξπιρ, με τον Βέγγο-Πρόσπερο, δυστυχώς δεν έγινε ποτέ πράξη.
Ο Βέγγος δεν αγάπησε την τηλεόραση. Σε μια καριέρα δεκαετιών εμφανίστηκε μόνο σε πέντε σίριαλ. Χαρακτηριστική υπήρξε η εμφάνισή του το 2002 στο «Περί ανέμων και υδάτων» της Κάκιας Ιγερινού. Η τελευταία τηλεοπτική εμφάνισή του έγινε το 2009 στο «Θεσσαλονίκη της νοσταλγίας μας» σε σενάριο πάλι της Κάκιας Ιγερινού (σκηνοθεσία Ρέινας Εσκενάζυ).
Μια αποκαλυπτική βιογραφία του με τίτλο «Ενας άνθρωπος παντός καιρού» («Αιγόκερως») συνέγραψε ο Γιάννης Σολδάτος, ο οποίος γύρισε και ομότιλο ντοκιμαντέρ. Ο μόνος που δεν μίλησε σε αυτό ήταν ο ίδιος ο Βέγγος.
Ανάμεσα στις 126 κινηματογραφικές ταινίες  που έπαιξε ήταν οι: «Ο Δράκος», «Ο Ηλίας του 16ου», «Ψηλά τα χέρια Χίτλερ», «Δικτάτωρ καλεί Θανάση», «Ησυχες μέρες του Αυγούστου», «Το βλέμμα του Οδυσσέα», «Ολα είναι δρόμος», «Το πέταγμα του κύκνου» (2009) κ.ά.
Μεταξύ των δικών του ταινιών (η επωνυμία της εταιρείας του ήταν «Θ. Β. Ταινίες γέλιου»), είναι και οι εξής: «Βασιλιάς της γκάφας», «Καταζητείται ο Βέγγος», «Τύφλα να 'χει ο Μάρλον Μπράντο», «Πολυτεχνίτης κι ερημοσπίτης», «Ο πολύτεκνος», «Ενας τρελός τρελός Βέγγος», «Παπατρέχας», «Ποιος Θανάσης», «Ενας Βέγγος για όλες τις δουλειές», «Διακοπές στο Βιετνάμ», «Ο άνθρωπος που έτρεχε πολύ», «Από πού πάνε στη χαβούζα», «Θανάση σφίξε κι άλλο το ζωνάρι», «Ο Θανάσης και το καταραμένο φίδι», «Ο τρελός καμικάζι», «Ο Θανάσης στη χώρα της σφαλιάρας», «Βοήθεια, ο Βέγγος, φανερός πράκτορας 000», «Τρελός, παλαβός και Βέγγος», «Δόκτωρ Ζι-Βέγγος», «Ποιος Θανάσης», «Θου - Βου, φαλακρός πράκτωρ», «Ενα ασύλληπτο κορόιδο».
Στο ενεργητικό του είχε το ντοκιμαντέρ «Χίλια χρόνια πριν», την τηλεταινία «Βήματα» και επτά τηλεοπτικές σειρές.
****************************
Αναδημοσίευση και στοιχεία από εδώ:
Θανάσης Βέγγος.
Από τη βιοπάλη και τη Μακρόνησο, κορυφαίος πρωταγωνιστής.
Μαχητής της ζωής - εργάτης της Τέχνης.
Αντίο, καλέ µου άνθρωπε.

Δεν υπάρχουν σχόλια: