Ο Θανάσης Γρέβιας ύστερα από 48 χρόνια αφηγείται για πρώτη φορά τα δραματικά γεγονότα όπως τα έζησε δίπλα στον Γρηγόρη Λαμπράκη τη νύχτα της 22ας Μαΐου του 1963...
Τη νύχτα της 22ας προς την 23η Μαΐου 1963 έλαχε σε μένα η τιμή να κρατήσω στα χέρια μου, για τέσσερις και πλέον ώρες, στο νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ της Θεσσαλονίκης, το σώμα -την κεφαλή- του βαρύτατα τραυματισμένου Γρηγόρη Λαμπράκη, χωρίς -δυστυχώς για εκείνον- να συμβεί, ανυποψίαστος όπως ήμουν, να ψαύσω την πίσω πλευρά του κρανίου του, ώστε να εντοπίσω την κρανιακή κάκωση που, όπως αργότερα έγινε γνωστό, είχε υποστεί από τον σιδερολοστό με τον οποίο ο -εκ των δολοφόνων του, επιβαίνων στην καρότσα του τρικύκλου- Εμμανουηλίδης, του είχε καταφέρει συντριπτικό χτύπημα στο πίσω μέρος του κρανίου του.
ΤΟΥ ΘΑΝΑΣΗ ΓΡΕΒΙΑ.
Μέλος από τις πρώτες μέρες του 1960 της οργάνωσης σπουδάζουσας της νεολαίας της ΕΔΑ, συμμετείχα στη συγκέντρωση, σε μια μικρή αίθουσα του 1ου ορόφου ενός παλαιού κτίσματος, που προσήλθε o Γρηγόρης Λαμπράκης, τραυματισμένος στο μέτωπο από τους παρακρατικούς τραμπούκους, που είχαν, με την ανοχή και τη συνεργασία της Χωροφυλακής, κατακλύσει τη διασταύρωση των οδών Βενιζέλου και Ερμού, όπου μίλησε ο Γρηγόρης Λαμπράκης.
Με το τέλος της ομιλίας του, συνοδευόμενος μόνον από δυο-τρεις συνεργάτες του (εξαίρετους μεν αγωνιστές, αλλά εντελώς άπειρους σχετικά με τις μεθόδους που χρησιμοποιούσαν οι τότε διωκτικοί μηχανισμοί για να τρομοκρατουν τους αριστερούς πολίτες) από την Επιτροπή Ειρήνης και Αφοπλισμού της Θεσσαλονίκης, αποχώρησε από το κτήριο, και οι αξιωματικοί της Χωροφυλακής που -προφανώς βάσει σχεδίου- έλεγχαν απʼ έξω την είσοδο-έξοδο, έκλεισαν την πόρτα, και, έτσι, εμάς μεν μας εγκλώβισαν στο εσωτερικό του κτηρίου, τον Λαμπράκη δε και τους δυο-τρεις συνοδούς του τους υποχρέωσαν να κινηθούν, μόνοι και απροστάτευτοι, ανάμεσα σε 250 - 300 παρακρατικούς τραμπούκους, δήθεν «αγανακτισμένους πολίτες», που η Χωροφυλακή και διάφορες παρακρατικές οργανώσεις, όπως η «Καρφίτσα» του γερμανοντυμένου στην Κατοχή «φον» Γιοσμά, είχαν επιστρατεύσει για να συγκροτήσουν «αντισυγκέντρωση», και, με ύβρεις και επιθέσεις, να δυσκολέψουν, ή και να ματαιώσουν, την προσέλευση και συμμετοχή των πολιτών της Θεσσαλονίκης στη συγκέντρωση.
Όταν, ύστερα από περίπου 15' που άνοιξε ξανά η πόρτα του κτηρίου και επιτράπηκε σε μερικούς από εμάς να βγούμε απʼ αυτό, και, μαζί με άλλους (θυμάμαι καλά τον Σπύρο Σακκέτα) βρέθηκα ανάμεσα στους χωροφύλακες και τους αλαλάζοντες τραμπούκους, η επίθεση κατά του Λαμπράκη, με το τρίκυκλο του Κοτζαμάνη, και -κυρίως, αν όχι αποκλειστικώς- τον σιδερολοστό του επιβαίνοντος στην καρότσα του Εμμανουηλίδη, είχε ολοκληρωθεί, το τρίκυκλο είχε απομακρυνθεί, και το σώμα του βαρύτατα τραυματισμένου Λαμπράκη είχε στριμωχθεί σε ένα μικρό Ι.Χ. επιβατηγό αυτοκίνητο, με το οποίο και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ.
Συμπτωματικά, η ματιά μου έπεσε στη γωνία της οδού Σπανδωνή -εκεί, δηλαδή, όπου, σύμφωνα με όσα έγιναν γνωστά τις επόμενες μέρες, ελλόχευαν, με το τρίκυκλό τους, οι Κοτζαμάνης και Εμμανουηλίδης, και, απʼ όπου, καθώς επλησίασε ο Λαμπράκης, εφόρμησαν εναντίον του- και όπου διέκρινα όλη την ομάδα των ασφαλιτών (Μητρομάρα, «ξανθό», Μπαμπουξίδη κ.λπ.) που ήταν επιφορτισμένοι με την παρακολούθηση της δράσης μας στις πανεπιστημιακές σχολές, και, μεταξύ τους, τον -τότε-μοίραρχο Κατσούλη, που, σύμφωνα με βάσιμες πληροφορίες που περιήλθαν σε δημοσιογράφους που ερευνούσαν την υπόθεση της δολοφονίας, ήταν αυτός που υπέδειξε στους Κοτζαμάνη και Εμμανουηλίδη τον Λαμπράκη και έδωσε την εντολή της εφόρμησης.
Έφθασα στο νοσοκομείο περίπου τα μεσάνυχτα, και με μια μικρή ομάδα μελών της ΝΕΔΑ (θυμάμαι καλά τον Λαοκράτη Χαλβατζή και τον Μιχάλη Σπυριδάκη) στεκόμασταν ακριβώς στην είσοδο και ανταλλάσσαμε πληροφορίες σχετικά με την επίθεση κατά του Λαμπράκη, όταν, περίπου μισή ώρα μετά τα μεσάνυχτα, εμφανίσθηκε κάποιος με ιατρική μπλούζα, απευθύνθηκε σε εμάς, μας είπε ότι είναι γιατρός του νοσοκομείου, μας ερώτησε αν είμαστε εκεί για τον Λαμπράκη, του απαντήσαμε ναι, και ζήτησε έναν από εμάς να βοηθήσει, γιατί το νοσοκομείο δεν είχε διαθέσιμο νοσοκόμο.
Προσφερθήκαμε όλοι, βρέθηκα εγώ πιο κοντά του, τον ακολούθησα στο εσωτερικό του νοσοκομείου, πολύ πιθανόν κατεβήκαμε στο υπόγειο και μπήκαμε σε ένα κακοφωτισμένο και περίκλειστο θάλαμο, όπου πρώτα διέκρινα τον -επίσης βαρύτατα τραυματισμένο από τους παρακρατικούς τραμπούκους Γιώργη Τσαρουχά, βουλευτή της ΕΔΑ, και την κόρη του Καίτη Τσαρουχά, γραμματέα, τότε, της οργάνωσης της σπουδάζουσας- να στέκεται κοντά του και να τον φροντίζει, και, αμέσως μετά, το σώμα του Γρηγόρη Λαμπράκη επάνω σε ένα -όπως αμέσως μετά ανακάλυψα- ξύλινο κρεββάτι, από τρεις μακρόστενες σανίδες στηριζόμενες πάνω σε δύο ή τρία μεταλλικά «Π».
Ο γιατρός μου είπε να καθίσω σε μια μεταλλική καρέκλα πίσω από την κεφαλή του Λαμπράκη και μου έδειξε πώς, με τα χέρια μου, να κρατώ την κεφαλή του, στην κάτω σιαγόνα, συνέχεια και σταθερά προς τα πίσω, για να διευκολύνεται, έτσι, η εισπνοή-εκπνοή, και να μην πέφτει η κεφαλή του μπροστά, και αποχώρησε. Αμέσως μετά παρατήρησα ότι του είχαν κάνει τραχειοτομή (ή τραχειοστομία) και του είχαν τοποθετήσει τραχειοσωλήνα.
Καθώς το σώμα του Λαμπράκη ήταν γυμνό από τη μέση και πάνω παρατήρησα ότι στιν θώρακα, το στομάχι, την κοιλιά, και τα πλευρά του δεν έφερε καμμία -εξωτερική τουλάχιστον, και εμφανή- σωματική βλάβη. Ωστόσο, ο Λαμπράκης βρισκόταν σε κατάσταση που -γενικά είχα ακούσει ότι- ονομάζεται κωματώδης, ανέπνεε με μεγάλη δυσκολία, είχε απώλεια όλων των αισθήσεών του, και, για μένα (φοιτητή της Νομικής και εντελώς άσχετο με τα ιατρικά), η κατάστασή του αυτή ήταν -σύμφωνα με όσα γνώριζα μέχρι εκείνες τις ώρες για τις συνθήκες του τραυματισμού του-ανεξήγητη.
Πολύ περισσότερο μάλιστα αφού διαπίστωσα ότι ούτε καν ορό δεν του είχαν τοποθετήσει, ούτε καν ένα «τσιρότο» στην ανοιχτή πληγή του μετώπου του δεν του είχαν επιθέσει, αλλά και ότι αυτός ο θάλαμος αποκλειόταν να είναι θάλαμος νοσηλείας (για «μονάδα εντατικής θεραπείας» ούτε λόγος) και μάλιστα ενός νεόδμητου, τότε, νοσοκομείου, όπως ήταν το ΑΧΕΠΑ. Από τότε έχω την υποψία ότι επρόκειτο για τον συνήθη στα νοσοκομεία και τις κλινικές νεκροθάλαμο.
Μέχρι τις τρεις το πρωί δεν εμφανίσθηκε στον θάλαμο ούτε γιατρός ούτε νοσοκόμος, η εισπνοή-εκπνοή του Λαμπράκη γινόταν όλο και πιο δυσχερής, δυνατότητα εσωτερικής επικοινωνίας εμένα (και της Καίτης) με γιατρό ή νοσοκόμο δεν υπήρχε, όπως βέβαια δεν υπήρχε και δυνατότητα επικοινωνίας μας με την οργάνωση της Επιτροπής Πόλης της ΕΔΑ, κανένα από τα μέλη της οποίας -ή, έστω, κάποιος γιατρός, ή δικηγόρος, από τους πολλούς που γνωρίζαμε ως μέλη και στελέχη της ΕΔΑ, ούτε καν ο αεικίνητος και πανταχού παρών, όταν τον χρειαζόμασταν, αγωνιστής δικηγόρος Σύλλας Παπαδημητρίου δεν είχε εμφανισθεί στον θάλαμο.
Και, ξαφνικά, άνοιξε η πόρτα του θαλάμου, εμφανίσθηκε ο γιατρός, και τον ακολουθούσαν οι -γνωστοί στην Καίτη και εμένα, από σειρά δικών πού είχαμε μέχρι τότε ως κατηγορούμενοι για τη δράση μας ως αριστερών φοιτητών- Μήτσου (διοικητής Μακεδονίας της Χωροφυλακής), Καμουτσής (διοικητής Θεσσαλονίκης της Χωροφυλακής, και -τι σύμπτωση- διοικητής του Ε' τμήματος, στην αρμοδιότητα του οποίου υπαγόταν, το 1947, το σημείο όπου δολοφονήθηκε ο Γιάννης Ζεύγος), Δόλκας (διοικητής της «εθνικής ασφάλειας» Θεσσαλονίκης), και ο -επίσης γνωστός σε εμάς- αντεισαγγελέας Εφετών Παύλος Δελλαπόρτας, και πλησίασαν στο κρεββάτι όπου κείτονταν ο Λαμπράκης.
Ο Δόλκας -που, την Καίτη και εμένα, μάς εγνώριζε καλά, και κατά τα επώνυμά μας, από -πολύκροτη, τότε- δίκη μας στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο και Εφετείο Θεσσαλονίκης, όπου κατέθεσε ως μάρτυρας κατηγορίας, και, μαζί με τους συντρόφους μας Ειρήνη Παπατσαρούχα-Μίσσιου, Κώστα Νταϊλιάνα, Αλέκο Γρίμπα, Κώστα Παπακωνσταντίνου, και Νίκο Μυρσίνη, ήμασταν κατηγορούμενοι για «περιύβριση αρχής» (της «εθνικής ασφάλειας» Θεσσαλονίκης) «διά του τύπου»- απευθύνθηκε σε εμένα ρωτώντας με επιτιμητικά και -όπως εκείνος φαντάζονταν-καταφρονητικά: «τι κάνεις εδώ εσύ, ρε παλιοκομμουνιστή;», του έδειξα τον γιατρό, και εκείνος τους εξήγησε τον λόγο της εκεί παρουσίας μου.
Πλησίασαν, περίπου ερευνητικά, το σώμα του Λαμπράκη, και, με κινήσεις και μορφασμούς απορίας, έδειχναν να μη γνωρίζουν (όπως βέβαια δε ν εγνώριζα και εγώ) την κρανιοεγκεφαλική κάκωση στο -τριχωτό μάλιστα- πίσω (αθέατο, έτσι όπως ήταν, ανάσκελα, ξαπλωμένος ο Λαμπράκης), μέρος της κεφαλής του, ο δε γιατρός, μπροστά μου τουλάχιστον, δεν τους παρέσχε καμία πληροφορία, έμμεσα ή άμεσα σχετική με την πραγματική αιτία της -κωματώδους-καταστάσεως του Λαμπράκη.
Αμέσως μετά ο Δόλκας άρχισε να τους λέει ότι η εκεί παρουσία μου ήταν επικίνδυνη, επειδή «οι κομμουνιστές μπορεί να μου δώσουν εντολή να σκοτώσω» τον Λαμπράκη για να «αποδώσουν τον θάνατό του στην εθνικόφρονα παράταξη», αλλά ο Παύλος Δελλαπόρτας του απάντησε ότι «γνωρίζει καλά» την Καίτη και εμένα, ότι είμαστε «έντιμοι νέοι», και ότι «αποκλείει» κάθε τέτοιο «κίνδυνο». Έφυγαν από τον θάλαμο, αλλά ο Π. Δελλαπόρτας έμεινε τελευταίος, στράφηκε προς την Καίτη και εμένα, σήκωσε τα χεράκια του (ήταν πολύ βραχύσωμος), ένωσε τα δάκτυλά του σε γροθιές, και -ψιθυριστά, αλλά εμφανώς- μάς προέτρεψε και μας ενθάρρυνε, ή, τουλάχιστον, εγώ αυτό κατάλαβα- «να κρατήσουμε καλά».
Έμεινα εκεί, κρατώντας στα χέρια μου την κεφαλή του Λαμπράκη, σχεδόν μέχρι τις πέντε το πρωί, όπου εμφανίσθηκε ο γιατρός, μου είπε ότι δεν χρειάζεται πλέον η βοήθειά μου, βγήκα στο προαύλιο του νοσοκομείου, όπου ήταν ακόμη -πολλοί- φοιτητές, μέλη της οργάνωσης οι περισσότεροι, και τους αφηγήθηκα όσα είχαν συμβεί κατά τη διάρκεια των τεσσάρων-πέντε ωρών που κράτησα στα χέρια μου την κεφαλή του Λαμπράκη.
Από τις επόμενες μέρες, και επί σαρανταοκτώ χρόνια από τότε, διερωτώμαι:
Καλά, εγώ, ούτε υποψιασμένος ήμουν ως προς την πιθανότητα να ήταν τραυματισμένος ο Λαμπράκης στην πίσω πλευρά της κεφαλής του (όλες οι, μέχρι τη χρονική στιγμή που μπήκα με τον γιατρό στο νοσοκομείο, πληροφορίες μου έλεγαν ότι το τρίκυκλο τον χτύπησε στο κορμί του), ούτε είχα, στοιχειώδεις έστω, ιατρικές γνώσεις για να αντιληφθώ την ύπαρξη της κρανιακής κάκωσης.
Αλλά, ήταν δυνατόν, από επιστημονική-ιατρική άποψη, οι γιατροί του νοσοκομείου ΑΧΕΠΑ να μην έψαυσαν, αμέσως μόλις εκείνος διακομίσθηκε και τον παρέλαβαν, και επί πέντε, τουλάχιστον, ώρες μετά, το οπίσθιο τμήμα της κεφαλής του Λαμπράκη, όπου υπήρχε το συντριπτικό κάταγμα; Αν όχι, γιατί; Αν ναι, γιατί δεν (;) εντόπισαν και δεν (;) διέγνωσαν το συντριπτικό κάταγμα; Και, σε κάθε περίπτωση, γιατί, αυτές τις κρισιμότατες πρώτες πέντε-έξι ώρες, που κρίθηκε, αμετάκλητα, σύμφωνα με όσα τότε ειπώθηκαν από τους Έλληνες και ξένους επιστήμονες που ήρθαν στη Θεσσαλονίκη, η πορεία της υγείας του, απόθεσαν -για να μη χρησιμοποιήσω καμιά βαρύτερη λέξη- το σώμα του Λαμπράκη σε ένα νεκροκρέββατο του νοσοκομείου, χωρίς καμμία -έστω και στοιχειώδη για τις δυνατότητες εκείνης της εποχής- ιατροφαρμακευτική και νοσοκομειακή φροντίδα και περίθαλψη;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου