Του Νικήτα Μυλόπουλου*
Αποτελεί πλέον κοινό τόπο η διαπίστωση ότι το υδατικό πρόβλημα σήμερα είναι το κυρίαρχο και πιο έντονο περιβαλλοντικό πρόβλημα του πλανήτη. Το 2025 περίπου το ένα τρίτο του πληθυσμού της γης θα ζει σε συνθήκες “κρίσης νερού” και 52 χώρες θα θεωρούνται άνυδρες, που σημαίνει ότι η έλλειψη του νερού γίνεται σημαντικός ανασταλτικός παράγοντας για τη συντήρηση της ζωής, αλλά και την (όποια) ανάπτυξη. Ήδη πολλές χώρες του τρίτου κόσμου, προκειμένου να πετύχουν δάνεια, δεσμεύονται απέναντι στην Παγκόσμια Τράπεζα και το ΔΝΤ να εκχωρήσουν τη διαχείριση του νερού τους σε ιδιωτικές εταιρείες-κολοσσούς (με κυρίαρχες τρεις πολυεθνικές που ελέγχουν το 80% της αγοράς πόσιμου νερού παγκοσμίως). Από την άλλη, φτωχές χώρες στην Ασία, την Αφρική και τη Λατινική Αμερική, με εντονότατα προβλήματα λειψυδρίας αγοράζουν το νερό τους από τις εταιρείες αυτές, θέτοντας έτσι σε σημαντικό βαθμό τις εθνικές τους οικονομίες σε μία ιδιότυπη ομηρεία.
Πρόκειται για το πρόσφατο, αλλά εντεινόμενο φαινόμενο της ιδιωτικοποίησης του νερού που συνιστά μία κατάφωρη καταστρατήγηση του κοινωνικού χαρακτήρα του, με ανυπολόγιστες κοινωνικές, οικονομικές και περιβαλλοντικές συνέπειες, τόσο για τις χώρες-πελάτες, όσο και για τις χώρες-προμηθευτές. Φυσικά οι προαναφερθείσες εταιρείες ανήκουν στις ισχυρότερες του κόσμου με συνολικό εισόδημα που ξεπερνάει τα 200 δισ. δολ. Το χειρότερο είναι ότι στις περισσότερες περιπτώσεις ούτε ο στόχος της παροχής καθαρού νερού στους πολίτες επιτυγχάνεται, αφού, έχοντας ως μόνο οδηγό την κερδοφορία, και το κόστος του αυξάνει δυσανάλογα και η ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών μειώνεται σταδιακά.
Στην Ελλάδα το πρόβλημα του νερού οφείλεται στο γεγονός ότι τα υδατικά ισοζύγια στις υδρολογικές λεκάνες της επικράτειας έχουν από καιρό διαταραχθεί. Με αποτέλεσμα εκτός των ανανεώσιμων, να καταναλώνεται εδώ και χρόνια κι ένα σημαντικό μέρος των μόνιμων υδατικών μας αποθεμάτων. Ένα μεγάλο μέρος δηλαδή του νερού που κάθε χρόνο ξοδεύεται σε διάφορες χρήσεις, δεν πρόκειται να αναπληρωθεί ποτέ. Η σημαντική ταπείνωση της στάθμης των υπόγειων νερών (σε περιοχές έως και 400 μέτρα), η εξάντληση των υδατικών αποθεμάτων σε ταμιευτήρες (Πλαστήρας), ποταμούς (Ασωπός, Πηνειός, Αλιάκμονας) και πηγές, η εξαφάνιση ή υποβάθμιση λιμνών και σημαντικών υγροτόπων (Κορώνεια, Βεγορίτιδα), καθώς και η υφαλμύρινση των παράκτιων υδροφορέων κατά μήκος της ακτογραμμής αποτελούν σημάδια μιας πορείας που δυστυχώς, δεν έχει επιστροφή. Αν στην ποσοτική, προστεθεί και η ποιοτική υποβάθμιση του νερού που έχει απομείνει, ολοκληρώνεται η εικόνα μιας γενικευμένης περιβαλλοντικής καταστροφής.
Από συγκεκριμένες μετρήσεις και μελέτες γίνεται σαφές ότι η βασικότερη αιτία για τα φαινόμενα αυτά είναι η υπερκατανάλωση. Είναι το αποτέλεσμα της εμμονής σε έναν συγκεκριμένο τύπο ανάπτυξης η οποία δεν υπήρξε ποτέ συμβατή με τη φέρουσα ικανότητα των οικοσυστημάτων. Τα υδατικά συστήματα, αλλά και γενικότερα το περιβάλλον δεν υποβαθμίστηκαν από ξαφνικές φυσικές καταστροφές, ούτε (τουλάχιστον ακόμα) από την κλιματική απορρύθμιση. Υποβαθμίστηκαν από συστηματικές και διαρκείς παθολογικές αιτίες, κατά κανόνα ανθρωπογενείς.
Το πρόβλημα της Θεσσαλίας.
Η Θεσσαλία είναι δυστυχώς το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα των προηγούμενων. Ο κάμπος υφίσταται σήμερα τις συνέπειες της μακροχρόνιας επιθετικής αναπτυξιακής πολιτικής, που ακολουθήθηκε μέχρι σήμερα στον τομέα της γεωργίας. Τα αποτελέσματα της μελέτης για το υδατικό δυναμικό της Θεσσαλίας, που εκπονήθηκε στο Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας επιβεβαιώνουν ότι τα επί σειρά ετών αρνητικά υδατικά ισοζύγια, έχουν οδηγήσει σε εξάντληση, εκτός των ανανεώσιμων, και μεγάλου μέρους ακόμη και των μόνιμων υδατικών αποθεμάτων. Έτσι:
Η μειωμένη απορροή του Πηνειού είναι γεγονός, και η πτώση της κάτω από το οικολογικό όριο τείνει να γίνει ετήσιο φαινόμενο. Το πρόσφατο φαινόμενο των νεκρών ψαριών θέτει με δραματικό τρόπο το πρόβλημα της μετατροπής του Πηνειού σε ένα από τα πλέον βρόμικα ποτάμια της Ευρώπης.
Η σημαντική πτώση της στάθμης των υδροφόρων οριζόντων, ιδιαίτερα στον ανατολικό υδροφορέα, αποτελούν απόδειξη της μεγάλης περιβαλλοντικής καταστροφής. Ο ορίζοντας πριν το 1980 ήταν σε βάθος 10-60 μέτρων. Σήμερα, λόγω της υπεράντλησης, έχει φθάσει σε υπερ-πολλαπλάσιο βάθος.
H υφαλμύρινση προχωράει σε εκτεταμένο μέτωπο στην Ανατολική Θεσσαλία, από Ριζόμυλο προς Λάρισα, και στις πεδιάδες του Αλμυρού και του Βόλου. Εκτός της υφαλμύρινσης, οι καθιζήσεις και οι εδαφικές ρωγμές που παρουσιάζονται κάθε χρόνο είναι αποτέλεσμα και της δραματικής πτώσης των υπόγειων υδροφόρων.
Από την ανάλυση των ποιοτικών χαρακτηριστικών του νερού γίνεται φανερό ότι ένα μεγάλο μέρος του είναι πλέον ακατάλληλο για τις χρήσεις που καταναλώνεται, και η κατάσταση όσο περνάνε τα χρόνια χειροτερεύει. Η νιτρορύπανση ιδιαίτερα αποτελεί δείκτη σοβαρής περιβαλλοντικής υποβάθμισης.
Τέλος, από τα υδατικά ισοζύγια που προέκυψαν φαίνεται καθαρά ότι το έλλειμμα μόνο στη λεκάνη του Πηνειού, με τις πλέον συντηρητικές εκτιμήσεις, αγγίζει το 1 δισ. κ.μ., όσο δηλαδή περίπου καταναλώνει όλος ο ελληνικός πληθυσμός για την ύδρευσή του. Η προσθήκη των ελλειμμάτων της λεκάνης της Κάρλας και των 4 παράκτιων λεκανών ανεβάζει το συνολικό έλλειμμα του υδατικού διαμερίσματος στα 1,3 περίπου δισ. κ.μ.
Η εκτροπή του Αχελώου.
Το έργο της εκτροπής του Αχελώου λειτούργησε στο παρελθόν ως η μεγάλη, μυθικών διαστάσεων υπόσχεση, πάνω στην οποία στηρίχτηκε ιδεολογικά η οικολογική καταστροφή που περιγράφηκε προηγουμένως. Μία αγροτική ανάπτυξη που, ελέω ευρωπαϊκών επιδοτήσεων, μετέτρεψε μέσα σε λίγα χρόνια έναν από τους μεγαλύτερους σιτοβολώνες της Ευρώπης σε παραγωγό βαμβακιού, αμφίβολης ποιότητας και χρηστικότητας. Σήμερα, το συγκεκριμένο έργο, όπως και τα παρόμοια γιγάντια υδραυλικά έργα παγκοσμίως, έχει ξεπεραστεί, ως φορέας μίας παρελθούσας πολιτικής αντίληψης για το περιβάλλον και την ανάπτυξη. Χωρίς να συνεκτιμώνται οι σοβαρές περιβαλλοντικές επιπτώσεις που θα επιφέρει ένα τέτοιου μεγέθους έργο στην ευρύτερη περιοχή, είναι βέβαιο ότι η μεταφορά «νέου» υδατικού όγκου, χωρίς συγκεκριμένο σχέδιο, έργα διανομής και αγροτική πολιτική, θα επιβραβεύσει τις έως σήμερα πρακτικές και θα δώσει κίνητρα για νέα, ενδεχομένως και εντονότερη σπατάλη νερού, ακολουθώντας τον γνωστό νόμο της Διαχείρισης των Υδατικών Πόρων που λέει ότι η κατανάλωση γρήγορα εξισώνεται με την προσφορά. Η νέα αυτή σπατάλη θα δημιουργήσει με τη σειρά της νέο έλλειμμα, τροφοδοτώντας έτσι έναν φαύλο κύκλο, με μόνο σίγουρο χαμένο τα υδατικά συστήματα της περιοχής.
Οι επιμέρους αντιρρήσεις για το έργο αφορούν σε πολλές από τις παραμέτρους του, συνοψίζονται όμως στις ακόλουθες ενότητες:
Το ίδιο πνεύμα χαρακτηρίζει και τη μελέτη σκοπιμότητας του έργου, η οποία έχει κατηγορηθεί πολλές φορές στο παρελθόν και από πολλούς για υπεραπλουστευτική μεθοδολογία, παραλείψεις και λανθασμένες επιλογές, συστηματική υποεκτίμηση κατηγοριών κόστους, υπερεκτίμηση κατηγοριών οφέλους κλπ. Τα νέα οικονομικά και αναπτυξιακά δεδομένα που έχουν εν τω μεταξύ προκύψει, θέτουν υπό αμφισβήτηση τη σκοπιμότητα του έργου, με τον τρόπο τουλάχιστον που αυτό υλοποιείται.
Το ίδιο πνεύμα χαρακτηρίζει και τη μελέτη σκοπιμότητας του έργου, η οποία έχει κατηγορηθεί πολλές φορές στο παρελθόν και από πολλούς για υπεραπλουστευτική μεθοδολογία, παραλείψεις και λανθασμένες επιλογές, συστηματική υποεκτίμηση κατηγοριών κόστους, υπερεκτίμηση κατηγοριών οφέλους κλπ. Τα νέα οικονομικά και αναπτυξιακά δεδομένα που έχουν εν τω μεταξύ προκύψει, θέτουν υπό αμφισβήτηση τη σκοπιμότητα του έργου, με τον τρόπο τουλάχιστον που αυτό υλοποιείται.
Ανάλογη είναι και η ασάφεια σε ό,τι αφορά στην τύχη του τεράστιου υδατικού όγκου από τη στιγμή που θα φτάσει στη Θεσσαλία. Η αδυναμία άμεσης χρήσης του, τουλάχιστον στην άρδευση είναι σαφής, η μοίρα των προσωρινών (και πολύ περισσότερο των μόνιμων) αρδευτικών έργων είναι άγνωστη, η χρήση του υπάρχοντος στραγγιστικού δικτύου για άρδευση (έχει προταθεί) εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους πλημμυρών, ενώ δεν υπάρχει ως τώρα πρόβλεψη για τον τρόπο και τον φορέα διαχείρισης του εκτρεπόμενου νερού.
Υπάρχει σαφής διάσταση με την ευρωπαϊκή νομιμότητα, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά στο πνεύμα των δύο σχετικών με την περίπτωση νομοθετημάτων, δηλαδή την Οδηγία για το νερό και τη νέα ΚΑΠ. Η μεν πρώτη έχει ως βασικό της πυλώνα τη μεταστροφή από τη διαχείριση της προσφοράς του νερού (νέα έργα υδροσυλλογής ιδιαίτερα μεγάλης κλίμακας), στη διαχείριση της ζήτησής του. Η δεύτερη προκρίνει την εξοικονόμηση νερού στις υφιστάμενες χρήσεις και όχι την επέκταση της άρδευσης, γιʼ αυτό και δεν χρηματοδοτήθηκε ποτέ το αρδευτικό τμήμα του έργου.
Το θέμα του συνολικού κόστους του έργου. Κανείς δεν ξέρει αυτή τη στιγμή με ακρίβεια, πόσες εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ θα πληρώσουμε επιπλέον για την ολοκλήρωση των έργων, το μόνο βέβαιο είναι ότι αυτά θα προέρχονται από εθνικούς πόρους. Η Ευρωπαϊκή Ένωση εδώ και τόσα χρόνια αρνείται τη χρηματοδότηση του έργου, γεγονός που πολλαπλασιάζει την πραγματική ζημιά, καθώς η χώρα στερήθηκε τη δυνατότητα απορρόφησης αντίστοιχου ποσού κοινοτικών κονδυλίων για συγχρηματοδοτούμενα έργα. Θολό παραμένει επίσης το θέμα της τελικής τιμής του αρδευτικού νερού, και το κατά πόσον το τεράστιο κατασκευαστικό και λειτουργικό κόστος των έργων θα μετακυλιστεί στους αγρότες-χρήστες.
Το πιο σημαντικό όμως κατά τη γνώμη μου είναι το γεγονός ότι η αναμονή της εκτροπής έχει περιορίσει στο ελάχιστο, εδώ και τόσες δεκαετίες, την ανάπτυξη και προώθηση εναλλακτικών σχεδίων αξιοποίησης των τοπικών υδατικών πόρων. Η λύση της κατασκευής τοπικών φραγμάτων και ταμιευτήρων στον Πηνειό και τους παραποτάμους του, που έχει υποδειχθεί από μελέτες ήδη από τη δεκαετία του ʼ60, έχει περιθωριοποιηθεί ως σοβαρή εναλλακτική λύση, και εξετάζεται έκτοτε μόνο ως συμπληρωματική της εκτροπής. Πολύ δε περισσότερο, όταν δεν έχει μελετηθεί μέχρι σήμερα σε βάθος η λεγόμενη «μηδενική λύση», που προβλέπει τη μελλοντική υδατική κατάσταση χωρίς το έργο της εκτροπής και προκρίνει την ήπια εκμετάλλευση του τοπικού υδατικού δυναμικού, σε συνδυασμό με την εφαρμογή μεθόδων διαχείρισης της ζήτησης του νερού και πρακτικών εξοικονόμησης των χρήσεών του. Πόσο για παράδειγμα θα μειωνόταν το υδατικό έλλειμμα αν εφαρμόζονταν οικονομικότερες μέθοδοι άρδευσης σε όλον τον κάμπο, με σύγχρονο δίκτυο διανομής του αρδευτικού νερού που θα ελαχιστοποιήσει τις απώλειες, και, φυσικά, με την εφαρμογή ενός νέου σχεδίου για την αναδιάρθρωση των καλλιεργειών στην περιοχή, με στόχο τη σταδιακή μετατροπή τους σε μη υδροβόρες; Επίσης, σε ποιον βαθμό θα βελτιωνόταν η οικολογική κατάσταση του Πηνειού με τοπικές παρεμβάσεις στη λεκάνη απορροής του, και με ταυτόχρονες δράσεις περιορισμού των ρυπαντικών φορτίων;
Τέλος, η πρόσφατη μετονομασία του έργου σε «περιβαλλοντικό», ώστε να συνάδει με τις πρόσφατες ευρωπαϊκές οδηγίες, είναι άστοχη και έωλη, καθώς δεν υποστηρίζεται από καμία σχετική μελέτη, ειδικά αν αυτή συγκριθεί με το δυσανάλογο κόστος των έργων. Αν δεν απαντηθούν πρώτα τα προηγούμενα ερωτήματα, καμία «μεταφορά νερού» από γειτονική λεκάνη απορροής δεν μπορεί να νομιμοποιηθεί, ούτε και να βαφτιστεί «περιβαλλοντική». Για να γίνει αυτό χρειάζεται να ληφθούν πρώτα υπόψη οι νέες περιβαλλοντικές συνθήκες στην ευρύτερη περιοχή του έργου. Ένα παράδειγμα αρκεί: στον γενικότερο σχεδιασμό των έργων εκτροπής δεν έχουν ληφθεί καθόλου υπόψη οι νέες συνθήκες που δημιουργεί η προϊούσα κλιματική απορρύθμιση. Συνθήκες που τείνουν να μεταβάλουν ό,τι μέχρι σήμερα γνωρίζαμε για τη διαθεσιμότητα της φυσικής προσφοράς του νερού στην περιοχή μας και την κατανομή της στον χώρο και τον χρόνο. Για παράδειγμα, η παλιά εκτίμηση ότι τα 600 εκατομμύρια κυβικά της εκτροπής, αποτελούν το 20% της μέσης ετήσιας παροχής του ποταμού έχει ήδη ανατραπεί, καθώς έχει εν τω μεταξύ καταγραφεί σημαντική μείωση της παροχής του Αχελώου, της τάξης των 11%-12%. Επίσης, ακόμη κι αν δεν υπήρχε ζήτημα μείωσης της φυσικής προσφοράς του νερού, η κατανομή του στον χρόνο έχει τόσο διαφοροποιηθεί, ώστε να δημιουργούνται νέα δεδομένα στην τροφοδοσία των ταμιευτήρων και των υδροφορέων. Αφού η συχνότερη εμφάνιση ακραίων μετεωρολογικών φαινομένων (αύξηση των πλημμυρικών επεισοδίων και των περιόδων ξηρασίας), καθιστά τον εμπλουτισμό των φυσικών δεξαμενών του νερού δυσχερέστερο σε σχέση με το παρελθόν.
Ο αδιέξοδος δρόμος της μεγέθυνσης της παραγωγής και άρα και της κατανάλωσης, και της αναζήτησης διαρκώς νέων υδατικών πόρων, οφείλει να δώσει σήμερα τη θέση του στη διατήρηση της ισορροπίας μεταξύ προσφοράς και ζήτησης του νερού. Αντί να προσπαθούμε δηλαδή να αυξήσουμε τα φυσικά αποθέματα στα οποία στηρίζεται η ανάπτυξη, να προσπαθήσουμε να συντηρήσουμε τις υδροβόρες δραστηριότητες σε επίπεδα ανάλογα των φυσικών διαθεσίμων. Η λύση επομένως δεν θα έρθει με τον σχεδιασμό μεγάλων έργων εκτροπής ποταμών ή μεταφοράς νερού από μακριά, αλλά με τη συντονισμένη παρέμβαση και την προσαρμογή της ανάπτυξής μας στις πραγματικές φυσικές δυνατότητες.
* Ο Νικήτας Μυλόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικών Μηχανικών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας
Το παραπάνω κείμενο είναι η ομιλία του Νικήτα Μυλόπουλου στη συνέντευξη Τύπου που έδωσε στη Λάρισα στις 21 Μαρτίου η περιφερειακή αυτοδιοικητική παράταξη “Θεσσαλία της Αλληλεγγύης και της Οικολογίας”, με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Νερού.
**************************
Αναδημοσίευση από εδώ : Η θεσσαλική λειψυδρία και η εκτροπή του Αχελώου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου