13/3/11

Έφυγε από τη ζωή ο Μανώλης Ρασούλης.

Αντίο Μανώλη...
Ο αιρετικός καλλιτέχνης που έγραψε χιλιοτραγουδισμένους στίχους, όπως «Οι κυβερνήσεις πέφτουνε» και «Οι μάγκες δεν υπάρχουν πια», βρέθηκε νεκρός στα 66 του στο σπίτι του στη Θεσσαλονίκη. Προσωπικότητα αιρετική. Αντιφατική. Πήγαινε «κόντρα στο ρεύμα», αγνοώντας τις συνέπειες. Τα έβαζε με όλους και με όλα, με το κατεστημένο και ό,τι εκείνος θεωρούσε «κατεστημένο» στο μουσικό στερέωμα ή στο κοινωνικό σύστημα, ίσως γι' αυτό είχε κατηγορηθεί και ως εγκέφαλος της 17Ν. Ταλαντούχος και ιδιόρρυθμος, οπαδός του Οσσο και της θεωρίας του, πολιτικοποιημένος (από μικρός ανήκε στην Αριστερά), αγωνιστής, με απόψεις που (πολλές φορές) ξένιζαν, με προσωπικό σύστημα αξιών, λάτρης της Ανατολής, απρόβλεπτος, ορμητικός, παθιασμένος, εκκεντρικός ο Μανώλης Ρασούλης υπήρξε μια «διαφορετική» φωνή στη μουσική σκηνή της χώρας, με μεγάλη συμμετοχή, ωστόσο, στο «γίγνεσθαι» του σύγχρονου εμπορικού τραγουδιού. Στιχουργός (με ισχυρές δόσεις ανατρεπτικής θυμοσοφίας), τραγουδιστής (μη επαγγελματίας, παρά τις σχετικές προσπάθειες του Μάνου Λοΐζου), ενίοτε και τραγουδοποιός, ο Μανώλης Ρασούλης στη μουσική επανάσταση που έφερε «Η εκδίκηση της γυφτιάς» υπήρξε βασικός συμμέτοχος, ενώ οι στίχοι του που χιλιοτραγουδήθηκαν, λειτούργησαν άλλοτε σαν πρόταση, πότε σαν παρηγορία κι άλλοτε σαν κραυγή. Ηταν εκείνος που διαπίστωσε ότι «Οι μάγκες δεν υπάρχουν πια» και το `κανε τραγούδι-ύμνο λαϊκό που σιγά σιγά εξαπλώθηκε. Αυτός ο «μάγκας» δεν υπάρχει πια.




«Το τραγούδι έχει καταντήσει πουκάµισο - δεν έχει πια πνευµατική αξία», ήταν µία από τις αποστροφές του τραγουδοποιού, ο οποίος είχε αγαπήσει αλλά και κατηγορήσει την ελληνική τραγουδοποιΐα. Ενός σουρεαλιστή αλλά και πρωτοπόρου - ειδικά στον στίχο - που βρέθηκε (ύστερα από τέσσερις ηµέρες) νεκρός στο σπίτι του στη Θεσσαλονίκη.
«Δεν είµαι από πέτρα ούτε αθάνατος, που ‘λεγε κι ο αείµνηστος φίλος µου Ακης Πάνου» έγραφε ο Μανώλης Ρασούλης στην αυτοβιογραφική - εργογραφική έκδοση «Εδώ είναι του Ρασούλη» (Εκδ. Ιανός) πριν από τέσσερα χρόνια.
Ο ιδιότυπος σουρεαλιστής στιχουργός, συνθέτης, κειµενογράφος που «ζούσε από περιέργεια» και βίωνε «το έπος του ενός», όπως  χρακτηριστικά έλεγε , έφυγε ακολουθώντας τη µοίρα των µοναχικών καλλιτεχνών. Μόνος. Βρέθηκε νεκρός στο σπίτι του στη Θεσσαλονίκη, όπου ζούσε τα τελευταία 20 χρόνια. Κάποιοι φίλοι του τηλεφωνούσαν εδώ και τέσσερις µέρες, εκείνος δεν απαντούσε, ανησύχησαν, µπήκαν στο σπίτι και τον βρήκαν να κείτεται άψυχος. Η Αστυνοµία απέκλεισε την εγκληµατική ενέργεια αλλά τα ακριβή αίτια του θανάτου του θα διευκρινισθούν σήµερα µε τη νεκροψία-νεκροτοµή, καθώς η ιατροδικαστική υπηρεσία δεν τη διενήργησε χθες επειδή δεν καταβάλλονται «κυριακάτικα» (σουρεαλιστική λεπτοµέρεια ακόµη και κατά την «έξοδό» του). Γεννηµένος στις 28 Σεπτεµβρίου του 1945 στο Ηράκλειο Κρήτης, ο Μανώλης Ρασούλης µετακόµισε στην Αθήνα σε ηλικία 18 χρονών όπου σπούδασε κινηµατογραφική σκηνοθεσία στη Σχολή Σταυράκου, ενώ δούλευε παράλληλα και στην εφηµερίδα «Δηµοκρατική Αλλαγή». Αργότερα θα δουλέψει στα Ναυπηγεία Ανδρεάδη στο Πέραµα, όπου θα πρωτοστατήσει στην απεργιακή επιτροπή, κάτι για το οποίο θα φυλακιστεί.
Στο Λονδίνο και το Παρίσι όπου καταφεύγει στη διάρκεια της δικτατορίας παίρνει µέρος στον αντιδικτατορικό αγώνα. Οι κοµµατικές του πεποιθήσεις τον κάνουν να ονοµάσει Ναταλί (από τη σύζυγο του Τρότσκι) την κόρη του, η οποία είναι τραγουδίστρια. Τον Μάη του `68 παίρνει μέρος στη μεγάλη εξέγερση των φοιτητών στο Παρίσι και τραυματίζεται.
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, εντάσσεται στην τραγουδοποιία, γράφοντας το 1974 το πρώτο του τραγούδι «Μες τη µικρή αγκάλη σου», ενώ παράλληλα γράφει άρθρα σε εφηµερίδες και συµµετέχει σε εκποµπές στην τηλεόραση και το ραδιόφωνο. Το 1978 με τον Ν. Ξυδάκη (και βασικό ερμηνευτή τον Ν. Παπάζογλου) παρουσίασαν τον δίσκο «Η εκδίκηση της γυφτιάς», που σημείωσε σταθμό στα χρονικά του νεο-λαϊκού τραγουδιού. Ακολούθησαν το 1979 «Τα Δήθεν» (με τους ίδιους συντελεστές) και «Τα τραγούδια της Χαρούλας» του Μ. Λοΐζου, με τη Χ. Αλεξίου. Κατόπιν συνεργάστηκε με τον Χρ. Νικολόπουλο και μέσα στην 3ετία 1981-84 παρήγαγαν δεκάδες τραγούδια (στους δημοφιλείς δίσκους: «Οι κυβερνήσεις πέφτουνε», «Παίξε Χρήστο επειγόντως», «Η ζωή μου κύκλους κάνει», «Οι νταλίκες», «Ολοι δικοί μας είμαστε»). Ακολούθησε ο δίσκος «Να `μαστε πάλι εδώ Αντρέα» (1985, σε μουσική Α. Μικρούτσικου). Στη συνέχεια συνεργάστηκε με τον Π. Βαγιόπουλο («Εσύ κι αν γίνεις υπουργός» 1985, «Πότε Βούδας πότε Κούδας» 1986, «Με ρυθμό καλαματιανό θα σε δούμε αναστημένη» 1986, «Βαλκανιζατέρ» 1995, «Σελοτέιπ» 1997). Τα τραγούδια έγιναν γνωστά κι αγαπητά στο Ισραήλ, την Τουρκία, τη Σερβία αλλά και στην Ιαπωνία.

Η ζωή και η καριέρα του είχαν µια σειρά από – κατά κύριο λόγο δηµιουργικές και γόνιµες, αν και πολλές φορές αντιφατικές και εκκεντρικές – εκφάνσεις: τραγούδησε µε τον Μάνο Λοΐζο στην Πλάκα, αλλά και στον δίσκο «Τα νέγρικα» µαζί µε τη Μαρία Φαραντούρη. Συνεργάστηκε στους περίφηµους «Αχαρνείς» µε µουσική Διονύση Σαββόπουλου. Εγινε παραγωγός στον πρώτο δίσκο των Χάρη και Πάνου Κατσιµίχα «Ζεστά ποτά». Τραγούδησε στον «Νέο Ερωτόκριτο» του Νίκου Μαµαγκάκη, σε ποίηση Πρεβελάκη.
Ακόµη, έγραψε µια σειρά από βιβλία, όπως το χιουµοριστικό σύγγραµµα 630 σελίδων «Οι Εβραίοι είναι Ελληνες - Κρήτες» (Εκδ. Κάκτος) και το ποιητικό «Η µπαλάντα του Ισαάκ», όπου αναποδογύριζε τη βιβλική θυσία. Υποστήριζε πάνταµε πάθος και φανατισµόκαι τον ΟΦΗ και τον ΠΑΟΚ.
Στη δεκαετία του ‘80, µαζί µε την τότε σύντροφό του, τραγουδοποιό επίσης της λεγόµενης Σχολής της Θεσσαλονίκης Βάσως Αλλαγιάννη (µε εβληµατική κοινή επιτυχία το «Αχ Ελλάδα σ’ αγαπώ» ), ασπάστηκαν τη διδασκαλία του ινδουιστή φιλοσόφου Ρασµί ή Osho.
Εκείνος τον συναντά στην Ινδία και τον κρύβει στην Κρήτη, όταν καταζητείται από την αµερικανική κυβέρνηση µέσω της Ιντερπόλ.
Το ‘90, ζει για κάποιο διάστηµα στην Ισπανία, δηλώνοντας ότι φεύγει και λόγω της δικαστικής διαµάχης µε συναδέλφους του στο τραγούδι, ύστερα από δηλώσεις του που κάποιοι θεώρησαν προσβλητικές. Στο µεταξύ, αρνείται την πρόσκληση της Μελίνας Μερκούρη να παρουσιάσει έργο του στην Πολιτιστική Πρωτεύουσα Αθήνα, επειδή θεωρεί πως «η Αθήνα δεν αξίζει να είναι πολιτιστική πρωτεύουσα».
Μετά το 2000 πηγαινοέρχεται συχνά στο Ισραήλ, όπου συνεργάζεται µε τον διάσηµο τραγουδιστή Γιεχούδα ή Λεωνίδα Πόλικερ (µε ρίζες στην εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης και ελληνικό ρεπερτόριο) σε σειρά εµφανίσεων και σε CD το 2007. Εναν χρόνο πριν είχε πει για την «ελληνική κοινωνία που ζει στην απόλυτη αφασία» και ζητάει «να µην υπερασπιζόµαστε πανεθνικώς σε διεθνείς διοργανώσεις το Καρβελιστάν».
Επιστρέφοντας οριστικά, διαπιστώνει πως «η χώρα πάσχει από αντιφάσεις. Δεν µπορείς να λες φέρτε πίσω τα Μάρµαρα του Παρθενώνα και η Βανδή να κλείνει τη Σταδίου. Αυτά είναι γκραν γκινιόλ».
Παράλληλα, υιοθετεί ένα αγοράκι από την Αλβανία, που είναι σήµερα οκτώ ετών.
«Πιότερο κι απ’ το τραγούδι τους, τους ανθρώπους αγάπησα», σηµείωνε στο αυτοβιογραφικό «Εδώ είναι του Ρασούλη», παραφράζοντας τη ρήση ποιητή. Και οι άνθρωποι έµελλε επίσης να τον αγαπήσουν για τα τραγούδια και τον σουρεαλισµό του, αλλά και να τον αφήσουν να φύγει µόνος...
Ο «Βούδας» και η «Εκδίκηση της Γυφτιάς».
Ο συνθέτης Πέτρος Βαγιόπουλος, µε τον οποίο είχε κάνει οκτώ δίσκους (τελευταίος το «Τι γυρεύεις µες στην Κίνα Τσάκι Τσαν»), εξηγεί  για την εµβληµατική τους επιτυχία «Πότε Βούδας,πότε Κούδας» του 1986 πως «ήταν µοντάζ φράσεων και στίχων από το περιοδικό που εξέδιδε οΜανώλης Ρασούλης µε τίτλο “Το Αυγό”». Και πρόσθεσε: «Γνωριστήκαµε το 1983 και υπήρξαµε περισσότερο φίλοι παρά συνεργάτες. Τον τελευταίο µήνα µουείχε δώσει είκοσι στιχάκια που τα έχω απλωµένα στο τραπέζι µου. Δύο πράγµατα κρατώ από εκείνον: είναι ο πρώτος που µπέρδεψε στον στίχο το ερωτικό µε το κοινωνικό στοιχείο και ο στίχος του είναι βαθύτατα φιλοσοφικός».
«Για µένα προσωπικά ο θάνατός του είναι ένα µεγάλο σοκ», δήλωσε  από την πλευρά του ο Νίκος Ξυδάκης. «Ζήσαµε µε τον Μανώλη µαζί και κάτω από την ίδια στέγη όταν κάναµε την “Εκδίκηση της Γυφτιάς”. Ηταν µια ανήσυχη εποχή εκείνη της Μεταπολίτευσης... Ηταν τα πρώτα µου τραγούδια που γράψαµε µαζί, τραγούδια που χαρακτήρισαν µια εποχή. Σε προσωπικό επίπεδο ο Μανώλης είχε ένα χιούµορ, µια ευφυΐα και µια ανησυχία ως άνθρωπος που ήταν πάρα πολύ γόνιµη. Σε επίπεδο στιχουργικό, επειδή ο στίχος του είχε µια λαϊκότητα και έναν πολύ προσωπικό τρόπο να εκφράζεται, νοµίζω ότι αφήνει ένα κενό στο ελληνικό τραγούδι».
Δεν μέτραγε τα λόγια του:
«Πιότερο κι απ' το τραγούδι τους, τους ανθρώπους αγάπησα»
Πολυδιάστατος στις απόψεις του, δεν μέτραγε ούτε έκρυβε λόγια ο Μανώλης Ρασούλης. Ελεγε αυτό που πίστευε, αδιαφορώντας για τις συνέπειες. Είχε συγκρουστεί με πολλούς συναδέλφους του, με κάποιους μάλιστα είχε φτάσει μέχρι τα δικαστήρια. Σταχυολογούμε παλαιότερες απόψεις του από τις «σκεψοδιάρροιες» του επίσημου σάιτ του αλλά και σχόλια από το μπλογκ του.
«Κάποιος Ελλην ποιητής γράφει: «Πιότερο κι απ' τους ανθρώπους το τραγούδι τους αγάπησα». Εγώ να προσθέσω ότι πιότερο κι απ' το τραγούδι τους, τους ανθρώπους αγάπησα».
«Τίποτα δεν μου τη βιδώνει περισσότερο, όσο το απόλυτο αληθοφανές εκείνων που εν ονόματι π.χ. της Ελλάδας καταστρατηγούν την Ελλάδα, εν ονόματι της λογικής επιβάλλουν τη λογικοφάνεια, εν ονόματι της σοβαρότητας σοδομούν τη σοβαρότητα και εγκαθιδρύουν τη σοβαροφάνεια».
«Οποιος αγαπά παιδεύει. Καλώς ή κακώς, αυτό λέει ο λαός. Ας το `χουν υπόψη οι κατήγοροι, που ο ίδιος ο λαός, καλώς ή κακώς, τους εψήφισε... Προσκυνώ τη χάρη σου, λαέ. Ομως, όπως κι εσύ καλά γνωρίζεις, πότε είσαι λαός μετά βαΐων και κλάδων, πότε είσαι μάζα που κάνει την Ιστορία, πότε η μπάζα, πότε πληθυσμός και πότε όχλος, που δεν διασταυρώνεις πια αλλά σταυρώνεις. Προσκυνώ τον όχλο σου, λαέ μου».
«Κι ο καθείς; Τι λέει ο καθείς; Αυτός ο κόσμος ο μικρός ο μέγας; Δεν μιλεί. Ή ψελλίζει ή ουρλιάζει».
«Καλύτερα Αλαντίν παρά Μουτζαχεντίν».
Η δισκογραφια του:
Νέγρικα (Γ. Νεγρεπόντης, Μ. Λοΐζος, Μ. Φαραντούρη), 1974
Νέος Ερωτόκριτος (Ν. Μαμαγκάκης, Π. Πρεβελάκης, Α. Μάνου), 1974
Αχαρνής (Δ. Σαββόπουλος), 1977
Η εκδίκηση της γυφτιάς (Ν. Ξυδάκης, Δ. Σαββόπουλος, Ν. Παπάζογλου), 1978
Τα δήθεν (Ν. Ξυδάκης, Ν. Παπάζογλου, Δ. Κοντογιάννης), 1978
Τα τραγούδια της Χαρούλας (Μ. Λοΐζος, Χ. Αλεξίου), 1980
Οι κυβερνήσεις πέφτουνε, μα η αγάπη μένει (Χ. Νικολόπουλος, Δ. Κοντογιάννης), 1981
Παίξε Χρήστο επειγόντως (Χ. Νικολόπουλος, Ε. Βιτάλη, Π. Τερζής), 1982
Oλοι δικοί μας είμαστε (Χ. Νικολόπουλος, Ν. Παπάζογλου, Π. Τερζής), 1984
Ζεστά ποτά (Αδελφοί Κατσιμίχα, Μ. Ρασούλης παραγωγή), 1985
Να `μαστε πάλι εδώ Ανδρέα (Α. Μικρούτσικος, Μ. Ρασούλης), 1985
Ναι στο ναι και ναι στο όχι (Μ. Ρασούλης, Ν. Ξυδάκης, Μ. Στεφανόπουλος), 1984
Τα ποδοσφαιρικά (Γ. Γαβαλάς), 1988
Διπλά σακατεμένος πειρατής (Γ. Γαβαλάς), 1990
Εσύ κι αν γίνεις υπουργός εγώ θα σ' αγαπάω (Π. Βαγιόπουλος, Α. Ρασούλη Κουφουδάκη), 1985
Πότε Βούδας πότε Κούδας (Π. Βαγιόπουλος, Ν. Παπάζογλου, Γλυκερία), 1986
Βαλκανιζατέρ (Π. Βαγιόπουλος, Γλυκερία, Α. Καρακότας), 1995
Σελοτέιπ (Π. Βαγιόπουλος, Ο. Περίδης, Ν. Ρασούλη, Γ. Λίζος), 1997
Γεια σου κυρ Εισαγγελέα (Π. Βαγιόπουλος, Καφετζοπουλική Κομπανία),
Νοηματουργείο (Π. Βαγιόπουλος, Γ. Ξηδάκης, Γ. Λίζος), 1998
Της άγνοιας ο γιος και το τραγούδι για τον Καστοριάδη (Μ. Ρασούλης),
Τραγούδι για την Καλαμάτα (Π. Βαγιόπουλος),
Το τραίνο φτάνει τελικά στην Κατερίνη (Χ. Παπαδόπουλος, Β. Λέκκας, Κ. Σιάπαντα, Ορέστης), 1999
Τι γυρεύεις μεσ' στην Κίνα Τσάκι Τσαν (Π. Βαγιόπουλος, Ν. Βενετσάνου, Ο. Περίδης), 2000
Αγάπα μας και μη μας χαιρετάς (Ν. Ρασούλη), 1999
Σκόρπια 1 (Ν. Ξυδάκης, Ν. Παπάζογλου, Γλυκερία), 1992
Σκόρπια 2 (Χ. Αλεξίου, Σ. Μάλαμας), 1992
Οταν τραγουδούν τα ψάρια (Γ. Λίζος, A. Λίζος),
Σέπτικ Φλες - DEATH METAL I (Ν. Ρασούλη), Γαλλική παραγωγή,
Σέπτικ Φλες - DEATH METAL IΙ (Ν. Ρασούλη), Γαλλική παραγωγή,

************************

Δεν υπάρχουν σχόλια: