Σε ηλικία 86 ετών έφυγε από τη ζωή, η Μαρία Μπέικου, αντιστασιακή μαχήτρια και επί 25 χρόνια φωνή του ραδιοφωνικού «Εδώ Μόσχα».
Υπήρξε αγωνίστρια στην Αντίσταση από τα δεκαεπτά της και η ελληνική ραδιοφωνική φωνή στη Μόσχα κατά τη µετεµφυλιακή εποχή. Η Μαρία Μπέικου, πέθανε στα 86 της χρόνια _ το τελευταίο διάστημα νοσηλευόταν στο «Σωτηρία» µε σοβαρά αναπνευστικά προβλήµατα _ έζησε µια ζωή κυριολεκτικά κινηµατογραφική. Ως µαθήτρια, δούλευε στην ΕΠΟΝ και συγκέντρωνε υλικό για να το στέλνει στους αντάρτες. Πήγαινε στα χωριά και καλούσε τους ανθρώπους να βοηθήσουν στον αγώνα. Ως φοιτήτρια πλαστογράφησε την υπογραφή του πατέρα της για να βρεθεί στο αντάρτικο όπου, όπως έλεγε, «τα κορίτσια πολεµούσαν ισότιµα µε τους άντρες». Και έγινε πρωταγωνίστρια του ΕΛΑΣ και του Δηµοκρατικού Στρατού. Μετά την υποχρεωτική έξοδο µε συναγωνιστές της στη Μόσχα, µέσω Αλβανίας, το 1949, γίνεται εκφωνήτρια στον ραδιοφωνικό σταθµό της Μόσχας, µε τη διάρκειας 3 1/2 ωρών ελληνόφωνη εκποµπή «Εδώ Μόσχα». Σπούδαζε ταυτόχρονα στην Ακαδηµία Κινηµατογράφου µε συµφοιτητή τον Αντρέι Ταρκόφσκι, µε τον οποίο έγιναν στενοί φίλοι. Τον πάντρεψε κιόλας µε την Ιρµα Ράους και έγινε νονά του γιου τους. Νωρίτερα, είχαν γυρίσει µαζί, ως πτυχιακή εργασία, µία ταινία µικρού µήκους βασισµένη στο διήγηµα του Ερνεστ Χέµινγουεϊ «Οι φονιάδες».
Στην Αντίσταση.
Η Μαρία Φέρλα γεννήθηκε το 1925, στην Ιστιαία της Εύβοιας, από γονείς της μεσαίας τάξης. Η Κατοχή την βρίσκει στο μαθήτρια Γυμνασίου. Η πρώτη της αντιστασιακή πράξη ήταν να στεφανώσει, μαζί με τους συμμαθητές της, το ηρώο στην πλατεία του χωριού, στις 25 Μαρτίου του 1942. Σύντομα οργανώνεται στην «Αλληλεγγύη» ενώ εμφανίζονται οι πρώτες ομάδες ανταρτών. Μπαίνει στην ΕΠΟΝ με τη δημιουργία της και, παράλληλα με το σχολείο, μαζεύει υλικό για τους αντάρτες και μιλάει στα χωριά καλώντας τους πολίτες να στηρίξουν την Αντίσταση.
Μετά το Γυμνάσιο, οι γονείς της που αποφάσισαν ότι θα σπούδαζε Ιατρική, στέλνουν τον αδερφό της στην Αθήνα για τις εγγραφές και σύντομα ακολουθεί και η ίδια. Φτάνοντας στην πρωτεύουσα, όμως, ανακαλύπτει ότι ο αδερφός της έχει συλληφθεί από τις δυνάμεις κατοχής και ότι βρισκόταν στις φυλακές Χατζηκώστα. Στο Χημείο, όπου οργανωνόταν η αντίσταση, συναντά τον σύνδεσμό της, Λεωνίδα Κύρκο και ξεκινά τις προσπάθειες να απελευθερώσει τον αδερφό της Γ.Φέρλα. Τελικά, οι γνωριμίες και τα δώρα του πατέρα της επιτυγχάνουν το σκοπό. Την μέρα που ο αδερφός της βγαίνει από τα κρατητήρια, η Μαρία Φέρλα πέφτει άρρωστη και ο πατέρας της αποφασίζει να διακόψει τις σπουδές της και να επιστρέψει στην Εύβοια. Τα όσα είδε και έζησε στην Αθήνα, όμως, της προκαλούν βαθιά εντύπωση και οργή και την κάνουν να θέλει να λάβει μέρος στον ένοπλο αγώνα.
Στο Καρπενήσι υπήρχε η 13η Μεραρχία του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (ΕΛΑΣ) και, πλαστογραφώντας την υπογραφή του πατέρα της, γίνεται δεκτή . Κύριο καθήκον της διμοιρίας των ΕΠΟΝιτισσών ήταν η εξασφάλιση προμηθειών για τους αντάρτες και η εμψύχωση του λαού. Ξανά, γυρνάει στα χωριά και με τραγούδια, σκετς και ομιλίες προσπαθεί να εξασφαλίσει τα αναγκαία για την επιβίωση του αντάρτικου ενώ, ταυτόχρονα, λαμβάνει μέρος στις μάχες με τους κατακτητές. Πολιτικός καθοδηγητής της ομάδας είναι ο δημοσιογράφος Γεωργούλας Μπέικος, ο οποίος ήταν επιφορτισμένος με τη τήρηση και τη διάδοση των σκοπών της οργάνωσης στους αντάρτες και στον πληθυσμό του χώρου δράσης.
Φτάνει η απελευθέρωση, το φθινόπωρο του 1944, και η Μαρία Φέρλα με τις συντρόφισσές της κόβουν τις κοτσίδες τους για να παρελάσουν στη Λαμία, όπως είχαν υποσχεθεί όταν μπήκαν στην Αντίσταση. Με τη συμφωνία της Καζέρτας, η κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, με πρωθυπουργό τον Γεώργιο Παπανδρέου, έθεσε τον ΕΛΑΣ υπό τις διαταγές του Βρετανού στρατηγού Σκόμπυ, ο οποίος ήταν επίσης διοικητής όλων των ενόπλων δυνάμεων στην Ελλάδα.
«Ο Εμφύλιος ήταν άμυνα».
Η ευφορία από την απελευθέρωση δεν θα διαρκέσει όμως για πολύ. Πριν συμπληρώσει δυο μήνες ελευθερίας η Αθήνα, ξεσπάνε τα Δεκεμβριανά. Ύστερα από πέντε εβδομάδες ανελέητων μαχών το ΕΑΜ αναγκάστηκε να υπογράψει τη Συμφωνία της Βάρκιζας με την κυβέρνηση του νέου πρωθυπουργού, Ν. Πλαστήρα, και ο ΕΛΑΣ παίρνει δυο εβδομάδες διορίας για να αφοπλιστεί και να διαλυθεί. Η Μαρία Φέρλα παραδίνει το όπλο της.
Η ευφορία από την απελευθέρωση δεν θα διαρκέσει όμως για πολύ. Πριν συμπληρώσει δυο μήνες ελευθερίας η Αθήνα, ξεσπάνε τα Δεκεμβριανά. Ύστερα από πέντε εβδομάδες ανελέητων μαχών το ΕΑΜ αναγκάστηκε να υπογράψει τη Συμφωνία της Βάρκιζας με την κυβέρνηση του νέου πρωθυπουργού, Ν. Πλαστήρα, και ο ΕΛΑΣ παίρνει δυο εβδομάδες διορίας για να αφοπλιστεί και να διαλυθεί. Η Μαρία Φέρλα παραδίνει το όπλο της.
Η ίδια θυμόταν και περιέγραφε: «Πήραμε διαταγή να κατεβούμε από τη Λαμία στην Αθήνα γιατί είχαν αρχίσει οι μάχες. Κι ενώ ήμασταν “νικητές” δεν βρέθηκαν τρία, τέσσερα καμιόνια να μας μεταφέρουν. Με τα πόδια φτάσαμε στη Χασιά- άλλο να περπατάς στο βουνό με τις αρβύλες κι άλλο στην άσφαλτο… Η δική μου διμοιρία παρέμεινε στη Χασιά ως το τελευταίο φυλάκιο του Γενικού Αρχηγείου. Μετά τα Δεκεμβριανά βρεθήκαμε στη Λαμία όπου, κατά τη Συμφωνία της Βάρκιζας, έπρεπε να παραδώσουμε τον οπλισμό μας. Το κάναμε με κλάματα. Ξέραμε ότι τώρα αρχίζουν όλα: διωγμοί, φυλακίσεις, εκτελέσεις, βιασμοί. Μια κατάσταση τραγική».
Τον Νοέμβριο του 1945 παντρεύεται τον Γεωργούλα Μπέικο ο οποίος συλλαμβάνεται τον Απρίλιο του 1946. «Το Νοέμβριο του ’45 παντρεύτηκα τον Γεωργούλα. Γνωριστήκαμε στον ΕΛΑΣ και το Μάουζερ που κρατούσα ήταν δώρο δικό του. Ενιωσα το πρώτο ερωτικό σκίρτημα όταν ο κατοπινός συζυγός μου μού πρόσφερε ένα όπλο! Ο ρομαντισμός είχε συνδεθεί και με τη στρατιωτική πειθαρχία. Είχαμε δώσει λόγο τιμής να ολοκληρώσουμε τη σχέση όταν απελευθερωθούμε. Αυτό που μας έκαιγε την καρδιά ήταν η νίκη: να διώξουμε το μισητό εχθρό και ν’ αλλάξουμε τον κόσμο. Μείναμε μαζί μέχρι τον Απρίλιο του ’46 όπου τον έπιασαν. Κινδύνευα πια κάθε στιγμή. Ολοι μου έλεγαν, κυρίως ο άντρας μου, να φύγω απ’ την Αθήνα. Ζήτησα, μάταια, σύνδεσμο. Αυτό ήταν το διφορούμενο καθεστώς προεμφυλιακά: από τη μια το κόμμα ήταν τάχα νόμιμο κι από την άλλη κάθε μέρα οι παρακρατικοί σκότωναν. Οργάνωσα ξανά μόνη τη φυγή μου όπως και τότε στον ΕΛΑΣ. Τον Αύγουστο του ’47 πήγα στην Παρνασσίδα με διοικητή τον καπετάν Διαμαντή, διαμάντι πραγματικό. Οσοι μείναμε ζωντανοί σ’ αυτόν το χρωστάμε».
Η ίδια αντιμετωπίζει πολλές κακουχίες, προσβάλλεται από φυματίωση και εν τέλει μπαίνει στις τάξεις του Δημοκρατικού Στρατού. Ως υπεύθυνη της ΙΙ Μεραρχίας παραβρεθήκε στην πρώτη Πανελλαδική Συνδιάσκεψη Γυναικών την άνοιξη του ’49 στο Βίτσι. «Ξεκινήσαμε από το Καρπενήσι τριάντα γυναίκες από τις μεραρχίες της νότιας επικράτειας. Φτάνοντας στο Βίτσι νιώσαμε ότι υπηρετούμε κάτι ανώτερο. Είχαν έρθει ξένες αντιπροσωπείες, όλα ήταν οργανωμένα, ο νέος σοσιαλιστικός κόσμος ανέτειλε… Σε μερικούς μήνες είχαμε ηττηθεί. Δεν κατέβηκα ξανά κάτω γιατί αρρώστησα. Τον Αύγουστο του 1949 έφυγα μαζί με χιλιάδες άλλους στην Αλβανία. Πρέπει να ομολογήσω ότι οι Αλβανοί, που είχαν περάσει τα πάνδεινα, μας πρόσφεραν από το υστέρημά τους». Οργανώνει τη φυγή της για την ΕΣΣΔ, τον Αύγουστο του 1949, μέσω Αλβανίας.
Χωρίς ιθαγένεια στην Ε.Σ.Σ.Δ.
Φορτωμένη σαν εμπόρευμα σε αμπάρι πλοίου φτάνει στην Τασκένδη, ενώ ο άντρας της καταδικάζεται σε ισόβια και ο αδερφός της βρίσκεται ήδη στην εξορία. «Φύγαμε από το Δυρράχιο χωρίς να ξέρουμε πού πάμε… Πολλά μεγάλα φορτηγά καράβια φόρτωσαν σε αμπάρια χωριστά άντρες και γυναίκες. Ταξιδέψαμε ως… φορτία γιατί θα περνούσαμε τα Δαρδανέλια. Προορισμός ήταν η Τασκένδη στην ΕΣΣΔ. Δεν είχα ιδέα ότι ο άντρας μου ήταν καταδικασμένος δύο φορές σε θάνατο και ο αδελφός μου φυλακισμένος. Εκεί οργανωθήκαμε σε χιλιάδες καταλύματα. Εζησα το δράμα των γυναικών που επί μήνες ήταν σαν χαμένες. Αρνούνταν να σηκωθούν απ’ το κρεβάτι λέγοντας: “πάρτε μας πίσω, στην Ελλάδα”. Πέρασε καιρός και χρειάστηκε δουλειά μέχρι να συνηθίσουν, μέχρι να συνειδητοποιήσουν ότι εκεί πλέον θα είναι η ζωή τους. Μας έστειλαν να σπουδάσουμε. Εμένα σ’ ένα Ινστιτούτο με αντικείμενο τους υδροηλεκτρικούς σταθμούς γιατί “η Ελλάδα θα είχε ανάγκη από αυτή την ειδίκευση”… Το 1952 αναζητούσαν εκφωνήτρια στο ραδιοφωνικό σταθμό της Μόσχας. Και με διάλεξαν».Το 1952 επιλέγεται για τη θέση της εκφωνήτριας στον ελληνόφωνο ραδιοφωνικό σταθμό της Μόσχας, Εδώ Μόσχα, και τον επόμενο χρόνο ξεκινάει τις σπουδές της στο Ινστιτούτο Κινηματογράφου, με καθηγητή τον Μιχαήλ Ρομμ. Στο ίδιο τμήμα μαθητής είναι και ο Αντρέι Ταρκόφσκι με τον οποίο και την μετέπειτα σύζυγό του Ίρμα Ράους, αναπτύσσουν βαθιά φιλία. Κατά το τρίτο έτος των σπουδών τους μάλιστα συνσκηνοθετούν ένα φιλμ βασισμένο στο διήγημα του Έρνεστ Χέμινγουέι, «Οι φονιάδες» . Η κ. Μπέικου μάλιστα έδωσε το όνομα στο γιο του Αντρέι και της Ίρμα, Αρσένι. Στην Ε.Σ.Σ.Δ. ζει το θάνατο του Στάλιν και την ανακούφιση στην κοινωνία όταν ο Χρουστσόφ κήρυξε την αποσταλινιποίηση.
Ξαναβρίσκεται με τον άντρα της το 1961, ο οποίος έχει καταφέρει να μεταβεί στη Μόσχα με διαπίστευση της «Αυγής». Το 1975, με τη Μεταπολίτευση, η Μαρία Μπέικου επιστρέφει στην Ελλάδα για να ξαναπάρει την ιθαγένεια. Μετά από 25 χρόνια χωρίς ιθαγένεια και έξι μήνες ταλαιπωριών με το ελληνικό σύστημα, παίρνει το ελληνικό διαβατήριο και γυρνάει στη Μόσχα για να μάθει ότι ο άντρας της έχει πεθάνει. «Ήταν ασύλληπτο. Δεν μου το είπαν μέχρι που έφτασα σπίτι. Να μεταφέρω την τέφρα του στα χέρια μου, σαν την Ηλέκτρα. Δεν ήθελα να ζήσω» λέει συγκινημένη, «μετά το θάνατο του Γεωργούλα δεν με ενδιαφέρει τίποτα, δεν ασχολούμαι καθόλου με το κόμμα, έκοψα κάθε σχέση».
Επιστροφή στην Ελλάδα.
Με 1.000 δραχμές αποζημίωση από το ελληνικό κράτος και πληρωμένα τα έξοδα μεταφοράς της οικοσκευής της από τη Σοβιετική Ένωση, η κ. Μπείκου επέστρεψε στην Αθήνα και εργάστηκε στις διαπραγματεύσεις για τις μετακλήσεις μεγάλων σοβιετικών καλλιτεχνών στην Ελλάδα. Εργάστηκε επίσης στη Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια, στην εφημερίδα «Έθνος» κ.α. «Δούλεψα πολύ, μπορώ να πω ότι δούλευα 25 ώρες τη μέρα» τονίζει η κ. Μπέικου. Στην δύση της ζωής της αφιερώνει το χρόνο της στην υγεία της και το θέατρο. Δίνει την μάχη με τον καρκίνο. «Αυτή τη μάχη θα την δίνω μέχρι το τέλος της ζωής μου, απ' ότι φαίνεται», λέει γελώντας ήρεμη ανάμεσα σε ιστορικής αξίας κειμήλια και φωτογραφίες από τη ζωή του ζεύγους Μπέικου. Ανεβάζει την παράσταση «Μάουζερ» του Χάινερ Μύλλερ, σε σκηνοθεσία Θ. Τερζόπουλου, στην οποία ερμηνεύει το ρόλο της κατηγόρου. Στην ερώτηση αν λαμβάνει κάποια βοήθεια από το κράτος, απαντά ξαφνιασμένη: «Θα αστειεύεστε βέβαια!» και λέει πως μέσα της υπάρχει πια πικρία από το πώς εξελίχθηκαν τα πράγματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου