Περίπου μιάμιση δεκαετία πριν, με αφορμή τη συμπλήρωση 2.500 χρόνων από το 507 π.Χ., οπότε ο Αθηναίος πολιτικός Κλεισθένης ολοκλήρωσε τις μεταρρυθμίσεις του, είχαν γιορταστεί τα 2.500 χρόνια της δημοκρατίας. Πολύ δύσκολα θα κατέληγε κανείς στο παρηγορητικό συμπέρασμα ότι οι επετειακές εκδηλώσεις, διεγείροντας τη μνήμη και τροφοδοτώντας τον υπεύθυνο κριτικό νου, μας έκαναν περισσότερο δημοκράτες, τον καθέναν προσωπικά, την πολιτεία στο σύνολό της ή τον κόσμο γενικότερα, εφόσον συνεχίζουμε να πιστεύουμε ότι εξακολουθούμε να φωτίζουμε και να παραδειγματίζουμε. Τα όσα έλαβαν χώρα τα τελευταία χρόνια του «σύντομου» αλλά βαρυφορτωμένου 20ού αιώνα και κατά την πρώτη δεκαετία του 21ου, μάλλον υπέρ του αντιθέτου συνηγορούν. Λογικό φαίνεται. Το πώς «καταναλώνει» κανείς, άτομο ή λαός, το ιστορικό του παρελθόν και πώς το ανακατασκευάζει και το αναπαριστάνει, η οπτική του δηλαδή και ο τρόπος του, επηρεάζουν σίγουρα το παρόν και το μέλλον του. Και ο τρόπος της άκρατης ηρωολογίας και της εξιδανικευτικής, αν όχι και ναρκισσιστικής ρητορικής («τότε που εμείς χτίζαμε Παρθενώνες...»), η οποία, αδιαφορώντας για τη μελέτη των γεγονότων, σκορπάει λέξεις, δεν καρπίζει· ή, και αν καρπίσει, ό,τι προκύπτει δεν αντέχει στον χρόνο. Για να το πω κάπως βάναυσα, το όνομα «Κλεισθένης», παρά τους εορτασμούς, εξακολουθεί να μη σημαίνει πολλά για το σημερινό αυτί. Από την τηλεόραση πάντως, τον μοναδικό πλέον δάσκαλο του γένους, δεν πρέπει ν’ ακούστηκε ούτε πέντε φορές σε δεκαπέντε χρόνια.
Πολύ ’θελε να πιστέψει κανείς ότι οι φετινές εκδηλώσεις για τα 2.500 χρόνια από τη νίκη των Ελλήνων επί των Περσών στον Μαραθώνα θα αποδειχθούν παιδευτικά αποτελεσματικότερες. Γιατί και πάλι για τη δημοκρατία μιλάμε όταν μιλάμε για τον Μαραθώνα, για τους εννιά χιλιάδες Αθηναίους οπλίτες και τους χίλιους Πλαταιείς συμπολεμιστές τους, αλλά και για τους δούλους που είχαν φτάσει στο πεδίο της μάχης σαν αχθοφόροι, για να αρματωθούν την κρίσιμη στιγμή και να ενισχύσουν την αθηναϊκή παράταξη. «Στη μάχη του Μαραθώνα στα 490 π.Χ., δεκαεφτά χρόνια μετά τη μεγάλη μεταρρύθμιση», γράφει ο Πιερ Βιντάλ-Νακέ στον «Μαύρο κυνηγό» του, «η Αθήνα υπήρξε στην ουσία για πρώτη και οπωσδήποτε για τελευταία φορά πιστή στο ιδανικό σχήμα της δημοκρατίας των οπλιτών και των αγροτών που είχε δημιουργηθεί από τη μεταρρύθμιση του Κλεισθένη». Απέναντι στην Περσική Αυτοκρατορία, υπογραμμίζει ο Γεώργιος Σταϊνχάουερ στον τόμο «Ο Μαραθών και το Αρχαιολογικό Μουσείο» του Ιδρύματος Λάτση, βρέθηκε «μια μικρή, κατακερματισμένη σε αλληλοσπαρασσόμενες πόλεις, Ελλάδα, φαινομενικά ανέτοιμη για μια τέτοια σύγκρουση, που όμως διαπνεόταν από ένα πρωτοφανέρωτο αίσθημα ελευθερίας, για την οποία ο ασταμάτητος πόλεμος ανάμεσα στις πόλεις δεν ήταν παρά μια έκφραση του αγωνιστικού πνεύματος, μια άλλη μορφή του αγώνα στον στίβο, που τις κρατούσε εσωτερικά ενωμένες και σε συνεχή ετοιμότητα. Το πραγματικό όπλο τους ήταν η δύναμη του ελεύθερου φρονήματος των πολιτών, που έπαιρνε συγκεκριμένη μορφή στην Εκκλησία του Δήμου και στη φάλαγγα, απέναντι στην οποία θα αποδειχθούν ανίσχυρα τα βαρβαρικά πλήθη».
Αν υπήρχε όρεξη, με κέντρο τον Μαραθώνα θα μπορούσε να χαραχθεί ένας μεγάλος κύκλος συζητήσεων για όλα όσα εννοούμε (και όχι μόνο οι Ελληνες) σαν παράδοση ή κληρονομιά μας. Να μιλήσουμε για τη δημοκρατία και τα όριά της, τα εγγενή τοτινά, που οι ωραίες ζωγραφιές μας τα απωθούν στο βάθος σαν ασήμαντα (ο αποκλεισμός των γυναικών, η ύπαρξη δούλων, η αποικιοκρατία), και τα πολλά που προστέθηκαν μέχρι σήμερα, τόσο ασφυκτικά που να την απειλούν με πλήρη απαξίωση. Να σκεφτούμε πόσο ωφελήθηκε η ηγεμονία της Αθήνας από το πολιτικοσυμβολικό κεφάλαιο του Μαραθώνα. Να δούμε τις σχέσεις των αρχαίων πόλεων στην ιστορική τους πραγματικότητα, και αν θέλουμε καλά και σώνει να αναζητούμε τεκμήρια αυθεντικότητας, να συσχετίσουμε τον σημερινό τοπικισμό με τις τότε συγκρούσεις ανάμεσα στις πόλεις–κράτη, συγκρούσεις που δεν έλειψαν ούτε καν κατά τη διάρκεια των Μηδικών πολέμων, όπως και η δράση μηδισάντων πολιτικών μέσα σε κάθε εμπόλεμη πόλη. Και να αναρωτηθούμε αν η στάση του Αισχύλου να προκρίνει ως κορυφαία στιγμή του βίου του τη συμμετοχή του στη μάχη του Μαραθώνα («αλκήν δ’ ευδόκιμον μαραθώνιον άλσος αν είποι / και βαθυχαιτήεις Μήδος επιστάμενος» έλεγε το επιτάφιο επίγραμμά του, που ο Παυσανίας το απέδιδε στον ίδιο τον ποιητή), δεν ήταν λόξα αλλά φυσική, σχεδόν υποχρεωτική απόρροια του προτύπου για τον πολίτη-υπεύθυνο μέτοχο που ίσχυε τότε, κι αυτό να το συσχετίσουμε με τον αριστοκρατισμό του αυτοπροστατευτικού αναχωρητισμού που επιδεικνύουν ενίοτε οι «πνευματικοί ταγοί» στις μέρες μας.
Φοβάμαι, ωστόσο, πως ο Μαραθώνας και η μάχη του συγκεντρώνουν πολλά μειονεκτήματα για να μπορέσουν να έλξουν βαθύτερη και περισσότερο επίμονη την προσοχή. Ας πούμε, το Χόλιγουντ δεν έχει ακόμα αποφασίσει να ασχοληθεί μαζί του, όπως με τους «300», κι έτσι δεν έχουμε έτοιμη τροφή. Επειτα, η προτελευταία φορά που ήρθε στο προσκήνιο ο Μαραθώνας ήταν στα ένδοξα προολυμπιακά μας χρόνια· τότε, με υπουργό Πολιτισμού τον κ. Βενιζέλο, αναδιευθετήθηκε πολιτική βουλήσει ο χώρος της μάχης (ιδού πότε απέκτησε ο κ. Βενιζέλος τη στρατιωτική τεχνογνωσία που τον κατέστησε σήμερα υπουργό Εθνικής Αμυνας), ώστε να διευκολυνθούν οι καταστροφικές επιθυμίες κατασκευής ενός κωπηλατοδρομίου, που έκτοτε χρησιμοποιείται μια στο τόσο, κι αφού μετά τους αγώνες παραδόθηκε για καιρό στα φύκια και στην αχρησία. Και η τελευταία φορά (εξαιρουμένης εννοείται της τωρινής επετειακής) που κάτι ακούστηκε και πάλι για τον Μαραθώνα ήταν την άνοιξη, όταν πληροφορηθήκαμε εμβρόντητοι ότι οι Ελληνες νίκησαν νίκη μεγάλη όχι χάρη στην ανδρεία, στο δημοκρατικό τους φρόνημα ή στην ευφυή στρατηγική τους, αλλά επειδή ξαφνικά στη μέση του πεδίου της μάχης φανερώθηκε από το πουθενά (δηλαδή από το 1980) ένας πάνοπλος Αμερικανός Ράμπο που, μετά το αρχικό μούδιασμα από το χρονοταξίδι του, πήρε να θερίζει τους Πέρσες. Πώς είχε φτάσει εκεί; Απλό: Υστερα από κάποιο σκοτεινό πείραμα των Αμερικανών στη βάση που είχαν τότε στον Μαραθώνα, όπως τουλάχιστον διαβεβαίωναν οι ευφάνταστοι ιστοριοδίφες που συχνάζουν στις εκπομπές του κ. Χαρδαβέλα.
Σαν μια ευκαιρία αναστοχασμού που χάθηκε πριν αντιμετωπιστεί στα σοβαρά, φοβάμαι ότι θα μετρηθεί κάποια στιγμή η φετινή περίσταση των 2.500 χρόνων, που δεν έρχονται δα κάθε τόσο. Η αλήθεια είναι πως στους καιρούς μας δεν ταιριάζουν οι γιορτές. Και όχι τόσο λόγω της οικονομικής κρίση (το υπουργείου Πολιτισμού, άλλοτε εξοργιστικά σπάταλο, έκρινε ότι αδυνατούσε να εκταμιεύσει 150.000 ευρώ για να στηθεί στο Ζάππειο μια έκθεση αντάξια της επετείου, άλλου ήθους και ποιότητας από την τουριστικά προσανατολισμένη τωρινή), όσο επειδή η δημοκρατία μας, εδώ και παντού, έχει περιπέσει σε βαθιά μελαγχολία κι άλλα μοντέλα πολίτη λατρεύονται πια.
*******************
Αναδημοσίευση από εδώ:Από τον Μαραθώνα στη μελαγχολική δημοκρατία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου