Του Ν. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ.
«Εμείς, λοιπόν, διηγάται ο Παλάσης, ο πρόσφυγας, γείτονας και φίλος γκαρδιακός του Κεμάλ, τον περισσότερο καιρό, τον περνούσαμε έτσι. Περιβόλι, βουνό, σπίτι, καφενέ. Είδες όμως που πήγα να το ξεχάσω; Αργά και πού ανηφορίζαμε στο ριζαύτι του βουνού όπου ξεφύτρωνε ανάμεσο σε σκοίνους και σμύρνα ο καφενές του Φανούρη του Ανάποδου - έτσι τον έλεγαν για τις παραξενιές και τις ιδιοτροπίες του - ν' αλλάξουμε καμιά κουβέντα συναμεταξύ μας. Σα να 'μαστε μια φαμελιά Τούρκοι και Ρωμιοί, καπνίζαμε τους ναργιλέδες μας και πειραζόμαστε με αγαθό κι ήρεμο τρόπο. Κι είχαμε σέβας κι αδερφοσύνη - πώς αλλιώς να το πω; - ο ένας στον άλλον.
Πολλές φορές μου πέρναγε από το νου η ιδέα, καθώς έπινα τη σουμάδα μου, πως μπορεί και να καθόντουσαν στο βάθος του καφενέ, κι ας μην τους βλέπαμε μεις, ο Χριστός με τον Προφήτη και παίζανε κολτσίνα ή ξερή. Ημαρτον, Θεέ μου! Εμένα, πάντως, έτσι μου φαίνονταν. Ενα σούρουπο πάλι (παραμονή του Σωτήρα Χριστού) σήμαιναν σπερνά και οι καμπάνες σα να 'χανε γίνει το ένα τους με τους αμανέδες του Χότζα απ' τ' αντικρινό τζαμί... Ποτές μου δε θα ξεχάσω αυτό που έγινε τότες! Καθώς εμείς οι Ρωμιοί κάναμε το σταυρό μας, σηκώνεται ξαφνικά ένας πολυκαιρίτης Τούρκος, σεβάσμιος άνθρωπος κι ήρεμος σαν το φως του λύχνου. Λέει:
« Κάθουμαι κι αφουγκράζομαι χωριανοί τη γλύκα που βγάνει από μέσα του το σίδερο. Και την ίδια ώρα φέρνω στο νου μου το λαγούτο και μου 'ρχεται λιγοθυμιά στη θύμησή του. Λέω: Πώς γίνεται ξύλο και σίδερο να 'χουνε τέτοια δύναμη που να σου παίρνουνε το νου και την ίδια ώρα να μερεύει η ψυχή σου κι η αγκάλη σου ν' ανοίγει κρίνος να δεχτεί τον τυχόντα άνθρωπο, ακόμα και τον οχτρό σου; Ε, για πέστε μου εσείς; Το δίχως άλλο δεν μπορεί παρά να 'ναι θέλημα και του Θεού και του Προφήτη!»
Αυτά είπε κείνο το βράδυ, παραμονή του Σωτήρα Χριστού, ο Μουχτάρ ο Μπαρμπάρογλου, ο πολυκαιρίτης Τούρκος. Κι εμείς όλοι, η πελατεία του μαγαζιού, Ρωμιοί και Τούρκοι, κοιταχτήκαμε καλοσυνάτα και σηκωθήκαμε με σέβας να τον ξεβγάλουμε, καθώς μας καληνύχτιζε τραβώντας ήσυχα - ήσυχα για το κονάκι του.
Ο Χριστός με τον Προφήτη θα 'χανε σίγουρα ακούσει τα λόγια του σεβάσμιου γέροντα από το βάθος του καφενέ που παίζανε την κολτσίνα τους. Μπορεί να χαμογελάσοανε κιόλας... Κι ύστερα θα συνέχισαν το δίχως άλλο την παρτίδα τους. Ομορφοι καιροί τότες, πώς να τους ξεχάσεις!
Φεύγαμε από τον καφενέ του Φανούρη κι όπως είχε πέσει στο μεταξύ κι η νύχτα τραβούσαμε ήσυχα - ήσυχα και δίχως μιλιά για το φτωχικό μας. Από τα περβόλια έρχονταν η μυρωδιά των μποστανικών και της λυγαριάς από τον όχτο του ποταμού, να φραίνεται η ψυχή σου μοσκοβολιά!
Ανάβαμε τότε τα λυχνάρια και καθόμασταν στην αυλή. Εγώ έφερνα ρακί με χταπόδια στο ξίδι κι εκείνος μανιτάρια στο τηγάνι με κατσικίσιο βούτυρο, ένα πράμα να σου φεύγει ο νους! Διηγούμασταν παλιές ιστορίες και πίναμε. Ανάμεσα στην κουβέντα μας ακούγαμε τα νυχτοπούλια που σάλευαν στις φυλλωσιές, κάποτες έφταναν τ' αηδόνια, να σου 'ρχεται λιγοθυμιά να τ' ακούς! Ηταν κι ένα φούλι αράπικο που 'χε φυτέψει ο Κεμάλ δίπλα στο πηγάδι π' άφηνε γλυκιά μοσκοβολιά...
Αυτή ήταν η ζωή μας. Περβόλι, σπίτι, καφενές. Εγώ, μιας κι ήξερα πέντε κολλυβογράμματα, πήγαινα τις Κυριακάδες και τις γιορτές στον Αγιο Μηνά και βοήθαγα τον παπά-Ιγνάτιο στο ψάλσιμο. Ηρεμα και γλυκά χρόνια, σαν το μελωμένο πολυκαιρίσιο κρασί!
... Οπου ξαφνικά ήρθε το κακό. Ξέσπασε ο πόλεμος, μπήκε ο Στρατός μας στη Μικρασία... Αρχισε κι από κει να πέφτει το λεπίδι. Κι οι Τούρκοι μας έβλεπαν τώρα, όχι βέβαια όλοι τους, μ' άλλο μάτι, μάτι οχτρού. Ησαν κι οι ρέμπελοι που κατέβαιναν τις νύχτες από τα Βουνά, οι Τσέτες, όπως τους έλεγαν. Αυτοί πέφταν τη νύχτα σαν τους δαιμόνους στο στρατό μας ή στα χωριά που κατοικούσαν Ρωμιοί... Χάθηκε πολύς κόσμος αυτοί δε χαριζόντουσαν σε κανένα! Αντρες και παιδιά τους περνούσαν όλους από λεπίδι και τις γυναίκες αφού τις ντρόπιαζαν, τις ξεκοίλιαζαν. Φόβος και τρόμος είχε κυριέψει τους δικούς μας. Τις νύχτες φύλαγαν βάρδιες μη φανούν οι Τσέτες. Αν τους παίρναν είδηση, το 'σκαγαν, πιάναν τα βουνά για να σωθούν. Μερικοί τραβούσαν για τη θάλασσα, μη βρεθεί κανένα καΐκι και τους πάρει για την πατρίδα! Ηταν σα να τους μίλαγε μια μυστική φωνή πως τα ψωμιά των Ρωμιών ήσανε λίγα.
Ο κακομοίρης, ο φίλος μου ο Κεμάλ τα 'χε χαμένα. Δεν ήξερε τι να κάμει για να με προστατέψει. Μια μέρα με παίρνει στο βάθος του σπιτιού του και μου δείχνει ένα παμπάλαιο ντουφέκι, για γκρα έμοιαζε.
- Μη φοβάσαι, ακαρντάση, μου λέει. Μ' αυτό - και μου δείχνει το πανάρχαιο ντουφέκι - δε θα σ' αφήσω να σε κόψουν.
Με συγκίνησε, τον αγκάλιασα, δάκρυσαν τα μάτια μου. Ο φτωχός έτρεμε στην ιδέα πως θα 'ρθουν οι Τσέτες να με σφάξουνε. Ακουγε στο μεταξύ και τα μαντάτα που 'φταναν, δεν τον έπαιρνε ύπνος. Του ξέφυγε κάποτες και μου είπε πως πολλά βράδια ξενυχτούσε, μα την αγάπη του για τα πουλιά τη βαστούσε. Δεν έμεναν ούτε μέρα χωρίς το φαΐ τους, χωρίς τη γαβάθα με το δροσερό τους νερό.
Ετσι είχαν τα πράγματα, όταν μια νύχτα αφέγγαρη ακούστηκε ψηλά από το πεύκο η φωνή: «Βοήθεια! Τσέτες!».
Και την ίδια ώρα ένα παράξενο πουλί με χρωματιστά φτερά έπεσε σπαρταρώντας στο τραπέζι που τρώγαμε κι αφού φτεράκιζε κάμποσο σαν παραλοϊσμένο, σηκώθηκε στον αέρα, το χώνεψε η νύχτα.
- Θα το 'χει χτυπήσει κυνηγός! Ετσι είπε ο Κεμάλ και βάλθηκε να τ' ανακαλύψει στο σκοτάδι, οπότε ξανακούστηκε πάλι η φωνή φερμένη από κοντά: «Βοήθεια! Βοήθεια! Τσέτες!».
Και την ίδια ώρα μακριά πέσανε ντουφεκιές. Τότες καταλάβαμε πως ήταν το πουλί, ένας παπαγάλος, που μιλούσε. Το δίχως άλλο κάποιος δικός μας, Ρωμιός, θα το 'χε δασκαλέψει να φωνάζει έτσι σαν καταλάβαινε τους Τσέτες να σιμώνουν. Αραγες θα πρόλαβε ο ίδιος να φύγει; Οπως και να 'χει το πράγμα, ο Κεμάλ κράτησε το πουλί ως ότου φανεί τ' αφεντικό του και το πάρει πίσω.
Τον πρώτο καιρό αυτό ήταν ήσυχο, αργότερα όμως άλλαξε ξαφνικά, χτυπούσε τα φτερά του αγριεμένο, φώναζε. Πεταγόμασταν πολλές νύχτες στον ύπνο μας, τρέχαμε στο σκοτάδι, πού ήξερες τι μπορούσε να συμβεί! Ακούγαμε κάθε μέρα πια τους Τσέτες που 'κοβαν τους δικούς μας σαν τα κοτόπουλα... Φόβος και τρόμος βασίλευε ολούθε.
Κάποτες το πουλί μέρεψε, έκοψε τις φωνές τη νύχτα. Ο Κεμάλ του 'βαζε κι αυτουνού σαλιγκάρια και σπόρους, έγινε το ένα του με την άλλη οικογένεια των πουλιών.
Εμείς ξαναβρήκαμε τον ύπνο μας, όλα έγιναν όπως πριν. Είχανε σταματήσει κι οι Τσέτες να κατεβαίνουνε από τα βουνά, μέρεψε ο τόπος. Πέρασαν έτσι, ένας - καν' δυο μήνες, δε θυμάμαι και καλά. Κάπου ακούστηκε πως όπου και 'ναι θα γίνει ανακωχή, έτσι είπαν. Μπήκανε, λέει, στη μέση οι Μεγάλες Δυνάμεις, να σταματήσουνε τον πόλεμο, να φιλιώσει πάλι ο κόσμος... Ετσι λέγανε...
Εκείνη τη νύχτα έπεσε η πρώτη βροχή, είχε έρθει ο χιονόπορος έκανε πολλή ησυχία, μόνο οι σταλαματιές ακούγονταν όπως πέφταν απάνω στις λαμαρίνες στο χαγιάτι. Τότες ξανακούστηκε πάλι η φωνή του πουλιού απ' τα πεύκα σα να σπάραζε άνθρωπος που έβγαινε η ψυχή του: «Βοήθεια! Βοήθεια... Τσέτες!».
Τινάχτηκα αλαφιασμένος ακούγονταν ριπές από πολυβόλο, χαλούσε ο κόσμος... Σα να μου φάνηκε πως άκουσα κάπου κει δα πως χτυπούσε κι ένα αλλιώτικο όπλο, ο νους μου πήγε αμέσως στον Κεμάλ... Να πήρε είδηση άραγε; Ή μήπως τον είχε σε βύθιση ο ύπνος;
- Κεμάλ, Κεμάλ, φώναξα, ξύπνα αμέσως, θα μας σκοτώσουν. Μα κανένας δεν έδωσε απόκριση στη φωνή μου, μόνο το πολυβόλο ακούγονταν πιο σιμά τώρα και το πουλί που δεν έλεγε να σταματήσει το σπαραγμό του. Χίμηξα όξω, έγινα ένα με το σκοτάδι. Η βουή από τα νερά του ποταμού μ' έφερε ως τον όχτο, βούλιαξα μέσα στη λάσπη.
«Ηρθε το τέλος μου!», είπα και θυμήθηκα ξανά τον Κεμάλ. Τι να 'χει απογίνει άραγε; Υστερα έκλεισα τα μάτια μου και περίμενα από στιγμή σε στιγμή το θάνατο... Κάποια στιγμή το πολυβόλο έπαψε ν' ακούγεται, χάθηκαν κι οι φωνές που βλαστήμαγαν στα τούρκικα. Πέρασαν ώρες έτσι. Υστερα άρχισε ν' αχνοφέγγει...
Σηκώθηκα αργά σαν ίσκιος, χτένισα με τα μάτια μου το ξέφωτο. Μακριά είδα καπνούς, άκουσα ανθρώπινες φωνές που κλαίγαν με λυγμούς. Μύριζε αποκαΐδια ο τόπος και θάνατο. Κι ο Κεμάλ; Πού να βρίσκεται άραγε; Τότε ήρθαν στο νου μου οι ντουφεκιές από το παλιό όπλο που ακούστηκαν στην αρχή, μαζί με τις ριπές του πολυβόλου.
Αλαφιασμένος, με την καρδιά μου έτοιμη να γίνει κομμάτια, άρχισα να τρέχω κατά τη μεριά του σπιτιού. Τότες ξεχώρισα το κορμί του, κόσκινο απ' τις σφαίρες, μ' ανοιχτά τ' αγαθά του μάτια, να κείτεται μέσα στις στάχτες, αγκαλιά με τον πανάρχαιο γκρα, το ντουφέκι του.
Τα κατάλαβα όλα μονομιάς, τα μάντεψα. Από τις φωνές και τα κρωξίματα του πουλιού θα πετάχτηκε απ' το στρώμα του ο Κεμάλ, θα πήρε το ντουφέκι του και θα 'ριχνε πάνω στους Τσέτες, βάζοντας την ίδια ώρα τις φωνές, αυτές που στην αρχή εγώ είχα ακούσει κι έλεγα μην ήταν στ' όνειρό μου: «Φεύγα γρήγορα, Παλάση, θα σε κόψουν!»
Σίγουρα θα 'θελε αυτή η άγια ψυχή να μου δώσει τον καιρό να φύγω να γλιτώσω... Και πλήρωσε με τη ζωή του ο έρμος. Επεσα απάνω του, του 'κλεισα τα μάτια... Εφερα γρήγορα ανθόνερο, τον έπλυνα σα Χριστό. Υστερα έσκαψα στο περιβόλι «μας» έναν τάφο, τον έθαψα. Εκλαψα, δε σταμάταγαν τα μάτια μου για πολλή ώρα... Ενα θάμπος αποσκέπαζε τα μάτια μου. Ξαφνικά άκουσα φτερουγίσματα πάνω από το κεφάλι μου. Κι είδα τότες το πουλί (ανατριχιάζω τώρα που το λέω), τον παπαγάλο, που κατέβηκε και κάθισε πάνω στο μνήμα του Κεμάλ βγάζοντας κάτι παράξενα κρωξίματα, σα φωνές μικρούς παιδιού που κλαίει. Ορκο παίρνω στο Θεό πως αυτό που έβγαινε από το στόμα του πουλιού δεν ήταν άλλο παρά σκέτο παιδίστικο κλάμα.
Υστερα άρχισα να «τοιμάζω τα πράγματά μου να φύγω, δε με χώραγε άλλο ο τόπος. Εκανα ένα μπόγο με λιγοστά πράγματα, τ' απαραίτητα για ταξίδι. Μια - δυο κουβέρτες, μια παλιά χλαίνη, δυο - τρεις αλλαξιές ρούχα, ένα ξουράφι παλιό, ένα καρβέλι ψωμί, λίγα λουκάνικα καπνιστά, ένα σουγιά, ελιές θρούμπες, τυρί κι ένα μεγάλο φλασκί με νερό. Το 'χα πάρει απόφαση. Θα κατέβαινα προς τη θάλασσα. Θα 'βρισκα κι άλλους στο δρόμο, έτσι σκέφτηκα, κι αν ήταν το ριζικό μας να βρίσκαμε κανένα καΐκι. Σάματις είχαμε να διαλέξουμε κι άλλη λύση; Ετσι λογάριαζα.
Κι απάνω που κινούσα να φύγω, γίνεται τούτο το παράξενο.
Πέφτει απάνω μου το πουλί, μ' ανοιχτές φτερούγες, σα να 'θελε να μου κλείσει το δρόμο, «πού πας» σα να μου 'λεγε. Και την ίδια ώρα βάζει πάλι κείνες τις σπαραχτικές κραυγές που μοιάζαν με κλάμα. Τούτη τη φορά εμένα μου φάνηκε πως με παρακαλούσε, σα να 'θελε να μου πει; «Και μένα πού μ' αφήνεις;».
Ράγισε η ψυχή μου, θυμήθηκα τα νυχτερινά. Κι αναρωτήθηκα: στ' αλήθεια, αν δεν ήταν αυτό, θα ζούσα τώρα; Γύρισα πίσω στο σπίτι. Βρήκα ένα κλουβί, το 'βαλα μέσα, δεν εναντιώθηκε. Κείνη την ώρα δεν πέρασαν απ' το νου μου οι δυσκολίες που μου 'φερνε το ταξίδι. «Ο Θεός να μας βοηθήσει και τους δυο», είπα κι έριξα μια τελευταία ματιά στο μέρος που έζησα τόσα χρόνια με τον Κεμάλ. Εσκυψα, πήρα λίγο χώμα από τον τάφο του κι ένα μαυροκούκικο κομπολόι από το πεζούλι που δεν τ' αποχωρίζονταν ποτέ.
Ακούγονταν τα πουλιά που 'χαν κατέβει απ' τις πεύκες κι από τη ρεματιά και περίμεναν το φαγητό τους. Ενα βάρος πλάκωνε την ψυχή μου. Θάμπος πάλι αποσκέπασε τα μάτια μου.
- Κακόμοιρα και σεις, είπα από μέσα μου, τι θα γίνετε τώρα; Ας σας βοηθήσει ο Μεγαλοδύναμος, αυτός δεν αφήνει κανένα πλάσμα του να χαθεί.
Να μη σου τα πολυλογώ, ένας Θεός μονάχα το ξέρει πώς τα κατάφερα μαζί με δυο-τρεις ακόμα δικούς μας να φτάσουμε κάτω στη θάλασσα.
Στο δρόμο αλλάζαμε χέρια το κλουβί για να μην κουραστούμε. Πέσαμε πάνω σ' ένα Λημνιό καπετάνιο, μάλαμα ψυχή, μας έφερε στην πατρίδα. Εφερα και το πουλί μαζί μου, έχουμε μια οικογένεια οι δυο μας, πώς να τ' αποχωριστώ;
Εδώ τελείωσε την ιστορία του ο Παλάσης, ο πρόσφυγας.
Τώρα αυτός δε ζει πια, πάνε κάμποσα χρόνια που πέθανε. Και μετά από λίγες μέρες το πουλί χάθηκε, κανείς δεν έμαθε τι απόγινε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου