21/8/10

Ο Ωρίωνας και οι Πλειάδες!


Μια φορά, όπως το συνήθιζαν οι θεοί του Ολύμπου, ο Δίας και ο Ποσειδώνας πήγαν ένα περίπατο στη γη μεταμφιεσμένοι σε ανθρώπους. Περνώντας από τη Βοιωτία δέχθηκαν τη θερμή φιλοξενία του Υριέα, του «επώνυμου ήρωα» της πόλεως Υρίης.
Εκείνη την εποχή όμως ο Υριέας ήταν σε πολύ μεγάλη ηλικία και χήρος χωρίς παιδιά. Εξομολογήθηκε στους φιλοξενούμενους τον καημό του για τη μεγάλη μοναξιά του και πόσο θα ήθελε να είχε ένα παιδί. Αφού οι δύο θεοί είχαν φύγει, το άλλο πρωί ο Υριέας βρήκε στο κατώφλι του σπιτιού του ένα βρέφος: ήταν ο μικρός Ωρίωνας, ένα δώρο από τους θεούς για τη φιλοξενία που τους είχε προσφέρει. Για τον λόγο αυτό ο Ωρίων αναφέρεται άλλοτε ως γιος του Υριέα και άλλοτε ως γιος του Ποσειδώνα, μάλιστα ήταν καρπός της σχέσης του θεού με την Ευρυάλη, κόρη του βασιλιά Μίνωα. Λέγεται ακόμα ότι είχε πάρει από τον πατέρα του, θεό της θάλασσας, το χάρισμα να μπορεί να βαδίζει πάνω στη θάλασσα.
Ο Ωρίωνας δεν ήταν μονάχα πελώριος, αλλά και πανέμορφος και ξακουστός κυνηγός, όσο κανένας άλλος στη γη. Περιπλανιόταν ολημερίς στα βουνά και στα λαγκάδια μ' ένα χάλκινο ρόπαλο και αφάνιζε τα αγρίμια που βρίσκονταν στο δρόμο του.
Κάποτε ο Ωρίωνας έφτασε και στη Χίο, όπου βασίλευε ο Οινοπίων. Αυτός είχε μαι θυγατέρα, τη Μερόπη. Όταν την είδε ο Ωρίωνας την αγάπησε και αυτήν και θέλησε να την κάνει γυναίκα του. Τη ζήτησε από τον πατέρα της, αλλά εκείνος δε συμφώνησε για το γάμο. Ο Ωρίωνας τότε θύμωσε πολύ και πήρε δική του τη Μερόπη με τη βία. Όταν τα 'μαθε αυτά ο βασιλιάς, ορκίστηκε εκδίκηση. Ήταν και άλλοι που έλεγαν πως ήρθε και στην Κρήτη ο Ωρίωνας, επειδή πίστευε πως θα 'βρισκε εκεί τον Οινοπίωνα, στην πατρίδα της μάνας του, της Αριάδνης. Στην Κρήτη ο Ωρίωνας περνούσε τις μέρες του κυνηγώντας μαζί με την Άρτεμη και τη μάνα της, τη Λητώ, και σκότωνε τόσα ζώα κάθε φορά που η Γη φοβήθηκε πως θα τα αφανίσει όλα. Για αυτό του 'στειλε ένα μεγάλο σκορπιό, που τον δάγκωσε και έτσι  ο Ωρίωνας πέθανε απ' το φαρμάκι του. Τότε η Άρτεμη και η Λητώ, από θαυμασμό στον Ωρίωνα και για να τον τιμήσουν, τον έκαναν αστερισμό, μαζί με τα δύο σκυλιά του στον ουρανό ( τον αστερισμό του μικρού και του μεγάλου Κυνός )! 
Βρήκε τον Ωρίωνα, τάχα σαν φίλος, τον μέθυσε και ύστερα, πάνω στον ύπνο του, τον τύφλωσε και τον παράτησε στην ακρογιαλιά. Τυφλός και δυτυχισμένος, ο Ωρίωνας πήρε το δρόμο περπατώντας πάνω στα κύματα και έφτασε στη Λήμνο, όπου είχε το εργαστήρι του ο θεός σιδηρουργός Ήφαιστος.
Σαν τον είδε ο Ήφαιστος σε τόση δυστυχία, τον σπλαχνίστηκε και του 'δωσε για οδηγό του έναν απ' τους παραγιούς του στο σιδηρουργείο, τον Κηδαλίωνα. Άλλοι όμως έλεγαν πως τον Κηδαλίωνα τον πήρε με το έτσι θέλω ο Ωρίωνας, τον έβαλε στον ώμο του και τράβηξε κατά την ανατολή, να βρει τον Ήλιο, για να του ξαναδώσει το φως του. Έχοντας όμως κατά νου να εκδικηθεί τον Οινοπίωνα, μόλις βρήκε το φως του πήρε πάλι τον ίδιο δρόμο, πίσω μπρος, για να φτάσει στη Χίο. Όσο κι αν έψαξε όμως στο νησί, όσο κι αν ρώτησε, πουθενά δεν απάντησε τον Οινοπίωνα. Έλεγαν μάλιστα πως ο ίδιος ο Ποσειδώνας τον είχε κρύψει κάτω από τη γη, σε ένα κτίριο που είχε χτίσει ο Ήφαιστος γι' αυτόν.
Για τον Ωρίωνα έλεγαν ακόμα πως τον αγάπησε παράφορα η Ηώ, η θεά της αυγής, όταν τον αντίκρισε, πανέμορφο σαν θεό. Γι' αυτό είπαν πως οι θεοί τον φθόνησαν και έστειλαν την Άρτεμη να τον τοξέψει. Έλεγαν ακόμη πως ο Απόλλωνας παρέσυρε την Άρτεμη να τοξέψει τον Ωρίωνα, γιατί υποπτεύθηκε πως και εκείνη τον είχε αγαπήσει. Την προκάλεσε λοιπόν να χτυπήσει ένα σημάδι πέρα στη θάλασσα μακριά, αλλά το σημάδι αυτό δεν ήξερε η Άρτεμη, πως ήταν το κεφάλι του Ωρίωνα. Όταν το άψυχο κορμί του ξεβράστηκε στην παραλία, η Άρτεμη, απαρηγόρητη για το θάνατό του, θέλησε να του χαρίσει αιώνια ζωή. Και πώς αλλιώς; Τον έκανε αστερισμό να φεγγοβολεί, αθάνατος στα ουράνια.


 Ο Ωρίωνας και οι Πλειάδες.

Μια μέρα, εκεί που κυνηγούσε, ο Ωρίωνας απάντησε στο δρόμο του μια ωραία γυναίκα, την Πλειώνη, με τις εφτά χαριτωμένες θυγατέρες της, τις Πλειάδες,  και τόσο θαμπώθηκε από την ομορφιά τους, που η καρδιά του φτερούγισε από αγάπη. Όμως όσο εκείνος έτρεχε στο κατόπι τους, άλλο τόσο εκείνες έφευγαν μακριά τους. Πέρασαν έτσι χρόνια να κυνηγά ο Ωρίωνας την Πλειώνη και τις θυγατέρες της, τις Πλειάδες. Και οι Πλειάδες απόκαμαν απ' το κυνηγητό και στην απελπισία τους παρακάλεσαν τους θεούς να τις γλιτώσουν. Και πραγματικά οι θεοί τις συμπόνεσαν και τις έκαναν όλες αστέρια.
Έτσι έγινε και φάνηκαν στον ουρανό οι Πλειάδες, η ομάδα των αστεριών της Πούλιας, που αποφεύγει πάντα τον αστερισμό του Ωρίωνα-όταν δηλαδή εκείνος δύει, αυτές ανατέλλουν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: